Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Όνειρο στο Κύμα του Παπαδιαμάντη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Όνειρο στο Κύμα του Παπαδιαμάντη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σωτήρης Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό» ως παράλληλο στο «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mike Dawson

Σωτήρης Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό» [απόσπασμα]

«Ευτυχώς που συχνά η μνήμη ανάσερνε και τόπους θαλπωρής με αεράκι και αθώα λογάκια, ξένοιαστα και δροσερά καλοκαίρια, σχεδόν πάντα απ’ την πρώτη νιότη μου. Μια εικόνα δε την επανέφερε συνεχώς με επιμονή.
Είμαι παιδάκι, αρχές καλοκαιριού, και με τ’ αδέρφια μου πηγαίνουμε με το λεωφορείο στο χωριό μας, στη γιαγιά μας. Απόλυτη χαρά και αιθρία είναι η ύπαρξή μας.
Μετά τις πικροδάφνες στο Ξενία τελειώνει η πόλη και το βλέμμα μας ψάχνει με λαχτάρα πέρα στα βουνά του ορίζοντα. Μια φευγαλέα στιγμούλα πριν, ανάμεσα στις πικροδάφνες είδα έναν σκελετό ποδηλάτου. Εν παρόδω, σ’ όλη μου την ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στην απλωσιά προς το χωριό μου.
Το λεωφορείο σταματάει σε μια κωμόπολη. Είμαι στο καφενεδάκι του σταθμού και με νανουρίζουν φωνούλες-καμπανούλες, η προσδοκία του βουνού μου, τα τζιτζίκια.
Ο τοπικός σταθμός των λεωφορείων και το καφενείο μυρίζουν τσίχλα.
Ξάφνου στα τζάμια του καφενείου προβάλλει ένα κοριτσίστικο σοβαρό πρόσωπο και με κοιτάζει με έκδηλη περιέργεια και ταραχή. Η αριστερή μεριά του χείλους της γέρνει λίγο και προσπαθεί με μια αμήχανη γκριμάτσα να την ισορροπήσει.
Μια ελάχιστη γλυκοθυμία γέρνει τα βλέφαρά μου και μόλις τα ξανανοίγω έχει φύγει.
«Άιντε, Έλπι»
«Τώρεγια»* άκουσα την ψιλόηχη φωνούλα της καθώς έτρεχε.
Κελαρυστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια; Η μνήμη, σαν να ήθελε να με βοηθήσει, μου έδειξε ένα άλλο καλοκαιράκι κάπου στις αρχές της ενήλικης ζωής μου.
Είναι μια μικρή θάλασσα, ένα κορίτσι το ίδιο ολόκληρο, μονάχα λιγάκι στοχαστικό και εξεταστικό. Τι να έγιναν εκείνες οι προσεκτικές φωνούλες, εκείνα τα γλυκαπορούντα βλέμματα;
Με το χειμώνα χαθήκαμε. Τότε άρχισαν οι ομιχλώδεις και μακρινές παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες, οι κοινωνικοί νόμοι και τα καθήκοντα να αποκτούν τερατώδη φυσική ισχύ. Αναρωτιέμαι μήπως το βλέμμα του κοριτσιού συνέβαλε σ’ αυτήν την αλλαγή. Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες. Παράδερνα μόνος μου.
Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία. Όποτε επιχειρούσα να παρακούσω, γύριζε τα πάνω κάτω η ζωή μου, σαν να ‘βγαινε ο ήλιος απ’ την δύση. Όμως ούτε είχα την απαραίτητη αδιαφορία για να συστοιχηθώ. Έτσι έγινα μισός, μετέωρος και φοβισμένος. 
Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και μοιράζει το κακό ίσως μου ‘δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε τη θέλησή μου με θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ’ την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του παρόντος. Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.
Ούτε την μουσική απόλαυσα ποτέ τελείως, ούτε τον ήλιο και τα πουλιά της αυγής, ούτε τις δροσιές και τους κάμπους. Πίσω απ’ το λούστρο χαράς μια μόνιμη βαρυθυμία είχε ρίξει βαριά άγκυρα. Ποτέ μετά την εφηβεία δεν ήμουν πραγματικά διαθέσιμος.»

*Τώρεγια: Ελληνοαλβανική λέξη, που αποδίδεται ως «τώρα έρχομαι»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ’ ευθύς κατόπιν μ’ επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ’ έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ’ εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
....

Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ’ εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
(Διά την αντιγραφήν)

Η αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά και τη δυστυχία της ωριμότητας, που προβάλλεται εμφατικά στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα», εντοπίζεται και στο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό». Ειδικότερα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ορισμένες βασικές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα:

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια παρουσιάζονται ως η κατεξοχήν περίοδος ευτυχίας τόσο για τον ήρωα του Παπαδιαμάντη «Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής.», όσο και για τον πρωτοπρόσωπο ήρωα του Δημητρίου «Κελαρυστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια;». Η «απόλυτη χαρά και αιθρία», όπως χαρακτηριστικά αποδίδει το κυρίαρχο συναίσθημα των παιδικών χρόνων ο Δημητρίου, πηγάζει προφανώς από την απόλυτη ελευθερία και ξεγνοιασιά εκείνων των χρόνων, καθώς και από την αθωότητα της παιδικής ψυχής, που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί από τους πειρασμούς και τις ανάγκες της ενήλικης ζωής.

- Στο μεταίχμιο της ενήλικης ζωής (Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα / κάπου στις αρχές της ενήλικης ζωής μου) τοποθετείται για τα κεντρικά πρόσωπα και των δύο κειμένων η εμπειρία εκείνη που λειτούργησε συνάμα ως κορύφωση της ευτυχίας, αλλά και ως πέρασμα στη «δυστυχία» των μετέπειτα χρόνων. Μια εμπειρία, μάλιστα, που ταυτίζεται και για τους δύο με την παρουσία μιας κοπέλας, η οποία δρα αφυπνιστικά για την ερωτική επιθυμία και για τις συναισθηματικές εξαρτήσεις που τη συνοδεύουν.
Αξίζει να προσεχθεί πως η ερωτική γνωριμία τοποθετείται και στις δύο ιστορίες το καλοκαίρι, αφήνοντας ανοιχτή τη συμβολική σύνδεση της θερινής περιόδου με την ευδαιμονία του έρωτα, όπως και αντίστοιχα τη σύνδεση του χειμώνα (Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή μου) με τη «βαρυθυμία» της ενηλικίωσης.

- Είναι χαρακτηριστικό πως και στα δύο κείμενα τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα παρουσιάζονται να συνδέουν την αλλαγή στη ζωή τους με την ερωτική παρουσία μιας κοπέλας: (Αναρωτιέμαι μήπως το βλέμμα του κοριτσιού συνέβαλε σ’ αυτήν την αλλαγή. / Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός;).
Το ξύπνημα του ερωτικού συναισθήματος -ο πειρασμός στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη- αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια ηλικία όπου η ύπαρξη του άλλου ατόμου -της συντρόφου- λειτουργεί καθοριστικά για την ιεράρχηση των επιδιώξεων και των αποφάσεων. Ο νεαρός βοσκός δεν έχει πια την αθωότητα εκείνη που θα του επέτρεπε να γίνει κληρικός, όπως κι ο ήρωας του μυθιστορήματος αρχίζει να αισθάνεται τις «ομιχλώδεις και μακρινές παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες».

- Σημαντική ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι η σύνδεση της ενήλικης ζωής με την πλήρη έλλειψη ελευθερίας, στοιχείο που επιτείνει τα αρνητικά συναισθήματα και των δύο πρωταγωνιστών: (Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του... / Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία.).
Το πέρασμα στην ενήλικη ζωή σηματοδοτείται συγχρόνως και στα δύο κείμενα αφενός με την απώλεια της αγαπημένης γυναίκας (Με το χειμώνα χαθήκαμε. / Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα...), κι αφετέρου με την πιεστική αύξηση όλων εκείνων των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που καθιστούν τη ζωή των ενηλίκων εξαιρετικά καταπιεστική, αφαιρώντας αίφνης την ελευθερία κινήσεων και την ανεμελιά των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Όπως πολύ εύστοχα το διατυπώνει ο Δημητρίου «Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες.»

- Μια επιμέρους ομοιότητα είναι πως κι οι δύο ήρωες συνδέουν τις πιο ευτυχισμένες τους στιγμές με τον τόπο καταγωγής τους, μακριά από την καταπιεστική ζωή της Αθήνας (σ’ όλη μου την ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στην απλωσιά προς το χωριό μου / Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!). Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, παρουσιάζει με πολύ μεγαλύτερη έμφαση την ομορφιά της φύσης και την ευτυχία που αντλεί ο ήρωας από την επαφή του με το φυσικό περιβάλλον του νησιού του. 


Παράλληλα κείμενα για το Όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michal Bednarek

Παράλληλα κείμενα για το Όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Ο Καλόγερος»

Την νύκτα δε αυτήν, αφού είπαν πολλά με τας νεάνιδας και όχι ολίγα με την γραίαν, αι δύο αδελφαί του διηγήθησαν ότι η πλαγινή των, η κυρα-Κώσταινα, τας υποβλέπει, ότι φλυαρεί εναντίον των πολλά, και ότι τολμά να κακολογεί και αυτόν, τον καλόγηρον· όλα ταύτα, έλεγαν, από την ζήλιαν οπού είχε, βλέπουσα τας αθώας σχέσεις των. Αθώας σχέσεις των! Βεβαίως, το εφρόνει εν συνειδήσει ο καλόγηρος, το εφρόνουν και αυταί. Αλλ’ εις τι ημάρτησαν τάχα; Μήπως δεν εφέροντο καλά; Και όμως η γραία, η όχι πολύ ερρυτιδωμένη, είχε την εσπέραν εκείνην ερυθροτέρας του συνήθους τας παρειάς, ιδού διατί. Αφού είχε καλέσει τον καλόγηρον, ειπούσα αυτώ μυστηριωδώς ότι κάτι είχαν να του πουν τα κορίτσια (και το κάτι ήσαν τα αφορώντα την γειτόνισσαν, την κυρα-Κώσταινα), εφρόντισε ν’ αγοράσει ολίγον ρητινίτην, διά να κεράσουν τον επισκέπτην. Έπιε και αυτή ενάμισυ ποτηράκι (διό και αι παρειαί της έλαβον χρώμα τρίγλης ζεστής και αι ρυτίδες της έτι μάλλον ωλιγόστευσαν) έπιε και ο καλόγηρος δύο, έπιαν και τα κορίτσια από μισό. Ο καλόγηρος την εσπέραν εκείνην ήκουε τι του έλεγαν αι δύο αδελφαί μάλλον με τους οφθαλμούς παρά με τα ώτα. Εκοίταζε τα χείλη δι’ων εξήρχοντο αι λαλιαί, τα εκοίταζεν ως να ήθελε να ροφήσει τας λέξεις και να γλείψει και τα χείλη, εξ ων απέρρεον. Του εφαίνετο ότι αι λέξεις εκείναι είχαν σημασίαν άλλην, άρρητον, όχι την εκφραζομένην, την κοινήν. Απήντα δε εική, διά κοινών τόπων και μονοσυλλάβων. Αι δύο αδελφαί εφαίνοντο σχεδόν ωραίαι υπό το φως της λυχνίας. Της μιας μάλιστα, της νοστιμούλας, έλαμπε το ύπωχρον χρώμα, το ηλιώδες και μελιχρόν. Και αι δύο είχον γίνει ζωηρότεραι διά της συναναστροφής και διά του ολίγου οίνου. Έπειτα αι διάφοροι κινήσεις των μυώνων του προσώπου, τα μειδιάματα, αι γέλωτες, αι στάσεις, και αι χειρονομίαι, επί πάσι δε το ατημελές της οικιακής περιβολής, όλα συνέτεινον εις το να φαίνωνται άλλαι, αγνώριστοι. Η μεν Ελπινίκη είχε τας ωλένας γυμνάς μέχρι του αγκώνος κι εφόρει λεπτόν, λευκότατον σάκκον, της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπει το επάνω κομβίον του λευκού περιστηθίου της, το δε υποκάμισόν της ήτο άνευ περιλαιμίου, και εντεύθεν εφαίνετο γυμνός ο τράχηλός της και μέρος του στήθους της.
Η γραία εν τοσούτω είχε παρατηρήσει ότι ο πάτερ Σαμουήλ είχεν εξερεθισθεί εκ της εγγύς επαφής και ομιλίας μετά των δύο νεανίδων, και αίσθημα αορίστου φόβου εξηγέρθη παρ’ αυτή. Δεν ήσαν τα κορίτσια της τέτοια, όχι. Αυτή «εξηγοράζετο τον καιρόν» απλώς, ευρίσκουσα μικρόν συμφέρον εις την φιλίαν του καλογήρου, και περιπλέον είχε διατεθεί συμπαθώς και φιλοφρόνως προς αυτόν, ως πολλαί πολλάκις γυναίκες διατίθενται φιλανθρώπως, μεθ’ αγνότητος, αν όχι μετ’ αφιλοκερδείας, προς τους μπεκιάρηδες, τους μη έχοντας εστίαν και οικογένειαν εν Αθήναις, και ζώντας μονότονον βίον εις έν ψυχρόν δωμάτιον, όπου πληρώνουσι δεκαπέντε ή είκοσι δραχμάς ενοίκιον, απλώς διά να μη κοιμώνται εις το ύπαιθρον τον χειμώνα. Αλλ’ οι μεν «εργένηδες» οι κοσμικοί, οι πολίτες, καθώς έλεγεν η γραία Τασού, δεν είναι και τόσον άξιοι οίκτου, διότι οι πλείστοι αυτών έχουσιν ως οικογένειαν την αγοράν όλην και ως εστίαν το προσήλιον, διημερεύοντες εις καφενεία, οινοπωλεία και άλλα χειρότερα μέρη. Εις τον καλόγηρον όμως απηγορεύετο και πάσα τοιαύτη τέρψις ή αναψυχή. Αυτός ώφειλε να οικουρεί ή να ευρίσκεται παντού όπου τον εκάλουν οι ιερείς. Διά τούτο η παρήλιξ γυνή με τα κόκκινα μάγουλα ειλικρινώς τον ελυπείτο, και τον είχε πονέσει, ως έλεγε. Ποτέ δεν είχε περάσει από τον νουν της ότι ήτο δυνατόν «να τα πετάξει» ο πάτερ Σαμουήλ, ν’ αρπάξει την μίαν των θυγατέρων της και να φύγει νύκτωρ μετ’ αυτής, νυμφευόμενος αυτήν με στέφανον ή χωρίς στέφανον, με παπά ή χωρίς παπά. Άλλαι μητέρες ίσως ήσαν ικαναί να χωνεύσουν με την συνείδησίν των έν τοιούτον πραξικόπημα. Αυτή όμως, ας ήτο και αμαθεστάτη, ας μην είχε σαφές και ισχυρόν το θρησκευτικόν αίσθημα, εν μέσω της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ελεεινότητος, ήτις πανταχόθεν μας περιβάλλει, ουχ ήττον δεν θα το εχώνευε ποτέ. Επ’ ουδενί λόγω [δεν] θα έστεργε να φαίνεται ως «αφωρισμένη» εις τον κόσμον. Εγνώριζε μίαν γυναίκα από άλλην συνοικίαν της πόλεως, της οποίας μία των θυγατέρων είχε πάρει έναν καλόγερον. Τρομάρα της! Σώσον, ελέησον, Κύριε! Μετά την εις τον παράνομον γάμον συγκατάθεσιν, η γυνή εκείνη της εφαίνετο άλλη, ως να ήλλαξεν υπόστασιν, ως να μην ήτο η ιδία πλέον. Της εφαίνετο ως «αφωρισμένη» πράγματι. Η πομπιωμένη! δεν εντράπηκε!… Τα μάτια της είχον αγριότητα, το πρόσωπόν της ήτον ως πρησμένον με χρώμα στάκτης, και το σιαγόνι της είχε στραβώσει, ως να είχε πάθει τίποτε από κανένα ξωτικόν. Ο πάτερ Σαμουήλ, όστις ποτέ δεν άφηνε τα καλογηρικά του, της είχε διηγηθεί δι’ ένα «παράδελφόν του», όστις προ ετών ήτο διάκονος εις μίαν των μονών του Αγίου Όρους. Είτα φυγών τον Άθω, ήλθεν εις τας Αθήνας, όπου αίφνης μίαν πρωίαν τον βλέπει με τα γένεια ξυραφισμένα, με καπέλον και με φράγκικα. Αν ήτον άλλος, δεν ήθελε τον γνωρίσει, αλλ’ ο πάτερ Σαμουήλ τον ήξευρε καλά. «Τι έπαθες, πάτερ Συμεών; Σε καλό σου! Τι σου ήρθε, βρε αδερφέ;» «Τι να κάμω, εντρέπεται κανείς να γυρίζει με τα ράσα, μέσα στον κόσμο!» «Και δεν ήξευρες να πας στη μετάνοιά σου, καθώς μου έχεις πει;» «Έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν… » Μετά τρεις ημέρας μανθάνει ότι ο Συμεών ούτος είχε νυμφευθεί. Ο πάτερ Σαμουήλ ηπόρησε πώς ευρέθη ιερεύς να τον στεφανώσει, και διηρωτάτο καθ’ εαυτόν αν ο τοιούτος ιερεύς εξ αγνοίας άρα ή εν γνώσει το έπραξεν. Αλλ’ εις επίμετρον,  μανθάνει ότι ο γάμος δεν ετελέσθη κατά το δόγμα της Ανατολικής Εκκλησίας. Είς εκ των ευαγγελικών λεγομένων, των βοσκόντων ανά το πλήρες ουλών και τραυμάτων σώμα της Ανατολής, είχε τελέσει τον γάμον. Ο πρώην καλόγηρος είχε προσκολληθεί είς τινα λέσχην, παρά την πύλην του Αδριανού, και έζη περιλείχων κόκκαλα πλησίον των. Ο πάτερ Σαμουήλ εσταυροκοπήθη πολλάκις και με τας δύο χείρας. Ούτως άρα το πονηρόν πνεύμα, το απελθόν κατ’ αρχάς εκ του ανθρώπου εκείνου, επήγε και ηύρεν «άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα εαυτού», και επιστρέψαν εγκατεστάθη οριστικώς εις την καρδίαν του. Φείσαι, Κύριε!
Τα ενθυμείτο, όσα είχεν ακούσει από τον καλόγηρον, η γραία, ότε αυτός ηγέρθη να υπάγει να κοιμηθεί, κι εκείνη, χωρίς να κρατεί λύχνον, τον προέπεμψεν έως την θύραν. Αι δύο κόραι έμειναν εντός του οικήματος, εις τον μυχόν του δευτέρου θαλάμου, όπου εγίνετο η συναναστροφή. Εκεί, εις το σκότος, η γραία επήγε παραπολύ σιμά εις τον καλόγηρον, και ως ήτο αναμμένη από τον ολίγον ρητινίτην, κάτι ήρχισε να ψιθυρίζει εις το ους του· λόγια σχεδόν ασυνάρτητα, εξ ων ο καλόγηρος αντελήφθη μόνον την κινδυνώδη φράσιν: «…έχασες τα νιάτα σου!» Διατί άρα η παρήλιξ γυνή με τας κοκκίνας παρειάς επήγε τόσον σιμά εις τον καλόγηρον, και διατί τα έλεγεν αυτά; Ίσως… διά να προασπίσει τας κόρας της, τας οποίας ήθελε τιμίας και αμέμπτους. Αλλ’ η ασπίς ήτο έμψυχος και είχε σάρκα και αίμα. Όταν ο καλόγηρος, με αίσθημα μελαγχολίας και μονώσεως, την εκαληνύκτισεν, η γραία Τασού ακουσίως του έσφιγξε την χείρα. Και η πνοή της ευσάρκου παρήλικος του έκαιε την παρειάν… Και ο προκύπτων εκ της μανδήλας βόστρυχος της κόμης της έψαυσε το μέτωπον. Τόσον μόνον. Και ότε ο καλόγηρος απήλθεν εις το κελλίον του, πλησίον του ναού, είχεν εις το πρόσωπον επί πολλήν ώραν την αίσθησιν της επιψαύσεως της σαρκός και ωσφραίνετο ως οσμήν χώματος, ως εξ ανασκαφέντος τάφου προς ανακομιδήν οστών. Γη ει και εις γην απελεύση. Και αυθορμήτως ήρχισε να πλύνει το στόμα, το πρόσωπον και τας χείρας του. Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν λαβών από της γης.

Μία από τις βασικότερες θεματικές στο «Όνειρο στο κύμα» είναι ο ερωτικός πειρασμός, ιδωμένος σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ήρωα, καθώς και η τελική ματαίωση της επιθυμίας του ν’ αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού ως κληρικός. Θεματική που τονίζεται ήδη απ’ την αρχή του διηγήματος με την εγκιβωτισμένη ιστορία του πατέρα Σισώη, ο οποίος εγκαταλείπει το μοναχικό βίο για να παντρευτεί την Τουρκοπούλα που αγάπησε.
Τον ερωτικό αυτό πειρασμό παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης και στο διήγημα «Ο Καλόγερος», στο οποίο συναντάμε μάλιστα αναφορές σε δύο περιπτώσεις ιερέων που «πετούν» τα ράσα, όπως ο Σισώης, προκειμένου να παντρευτούν. Πράξη που σχολιάζεται στο πλαίσιο του διηγήματος με αρνητικό τρόπο, όχι μόνο για τον ιερέα που αποφασίζει κάτι τέτοιο, αλλά και για τη γυναίκα που τον ακολουθεί (πομπιωμένη).
Σε αντίθεση, όμως, με τα τρυφερά συναισθήματα του νεαρού βοσκού για τη Μοσχούλα και την ονειρική αίσθηση που του προκαλεί το άγγιγμα του γυμνού κορμιού της, στον Καλόγερο η ερωτική επιθυμία υποβιβάζεται σε κάτι το τελείως σαρκικό. Ο πάτερ Σαμουήλ απέχοντας απ’ τις σωματικές απολαύσεις, καθίσταται ευάλωτος στη γυναικεία παρουσία και καταλήγει να δελεάζεται απ’ το ελάχιστο άγγιγμα, ακόμη και μη ελκυστικών γυναικών. Πρόκειται για μια ασύνειδη σωματική αναστάτωση που δεν μπορεί να την ελέγξει ο καλόγερος, η οποία ωστόσο δεν θα σταθεί ικανή να τον ωθήσει σε κάποια πραγμάτωση που θα ματαίωνε την αγνότητά του.
Αξίζει να προσεχθεί ο λεπτομερής τρόπος με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης δίνει το πέρασμα του πατέρα Σαμουήλ σε μια κατάσταση δελεασμού, και πώς σταδιακά καθίστανται στα μάτια του ελκυστικές οι νεαρές κοπέλες κι η μητέρα τους. Ο καλόγερος δοκιμάζεται από μια συντροφιά που υπό άλλες συνθήκες δεν θα του προκαλούσε καμία αίσθηση, κι ο συγγραφέας φανερώνει με εξαίρετο τρόπο τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος που επιλέγει να απαρνηθεί τον κοσμικό βίο και τις απολαύσεις του.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το Καμίνι»

Ἡ Τσούλα, κόρη τοῦ Μανδράκια, τοῦ βοσκοῦ, ἐφύλαγε τὰ ὀλίγα πρόβατα τοῦ πατρός της ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν τῆς Μπούτας, τῆς µακρᾶς ὑψηλῆς λωρίδος, ὁποὺ κλείει τὸν λιµένα πρὸς ἀνατολάς. Ὅλη ἡ Μπούτα ἦτο τὸ βασίλειον τῆς ἀθῴας κόρης. Τὴν εἶχε µαυρίσει ὁ ἥλιος, ἀπὸ τὰ µικρά της χρόνια νὰ τρέχῃ µαζὺ µὲ τὸ κοπάδι· ἦτο µόλις ἑπταέτις ὅταν εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀκολουθῇ τὸν πατέρα της εἰς τὸ ἔργον, καὶ τώρα ἦτο δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ εἶχε γίνει τελεία βοσκοπούλα. Ἀνήρχετο δύο φορὰς τὴν ἡµέραν ἕως τὴν κορυφήν, εἰς τὸ µικρὸν δάσος τῶν πεύκων, µὲ τὸ κοπάδι της, κατήρχετο ἄλλας δύο φορὰς ἕως τὸν λαιµὸν τῆς µικρὰς χερσονήσου, εἰς τὴν Βρύσιν, κάτω ἀπὸ τὸν Ἅι-Γιώργην, τὸ ὡραῖον λευκὸν ἐξωκκλήσι, σιµὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, διέτρεχεν, ἄνω καὶ κάτω, δέκα φορὰς τὸ ἡµερόνυκτον ὅλην τὴν ῥάχιν τῆς Μπούτας, µὲ τοὺς δύο γιαλούς, τὸν ἕνα πρὸς τὸν λιµένα, ἀντικρὺ τοῦ λευκοῦ χωρίου, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ πέλαγος ἔξω.
Καὶ τώρα τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάµον ἄλλος βοσκός, ὁ Κώστας τῆς Γαρουφαλίνας, χηρευµένος, µὲ δύο παιδιά. Εἶχε δηλώσει, ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε µάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο. Ὁ πατήρ της ἐφάνη πρόθυµος νὰ τὴν δώσῃ.
...
Ἀπεµακρύνθη, ἀκολουθοῦσα µηχανικῶς τὴν ἀγέλην. ∆ὲν εἶχεν αἰσθανθῆ ἕως τώρα τοὺς παλµοὺς τῆς καρδίας της. Μόνον µίαν φορὰν εἶχε συναντήσει εἰς τὸν γιαλὸν τὸν ἀνατολικόν, πρὸς τὸ πέλαγος, ἕνα νεαρὸν ναύτην, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν βαρκούλαν καὶ τῆς εἶχε ζητήσει γάλα. Ὁ ἴδιος τῆς εἶχε προσφέρει ὡραίαν µεγάλην κογχύλην, χρυσίζουσαν, ἀποπνέουσαν τὸ ἄρωµα τῆς θαλάσσης. Ἄλλοτε, τὸν εἶχεν
ἀκούσει, πότε κατὰ τὴν γλυκεῖαν ὥραν τοῦ πρώτου ὕπνου, πότε εἰς τὴν µυστηριώδη χαραυγὴν τῆς ἀνατολῆς τοῦ αὐγερινοῦ, ἐνῶ κατηυλίζετο εἰς τὸ στόµιον τοῦ σπηλαίου µὲ τὰ πρόβατά της, µὲ σοβαρὰν µελῳδικὴν φωνὴν νὰ τραγουδῇ:
Ξύπνα, γλυκειά µ᾿ ἀγάπη, κι ἡ νύχτα εἶναι βαθειά,
κι ἡ βάρκα µᾶς προσµένει στὴν ἀκροθαλασσιά.
Τὴν ἡµέραν ἐκείνην, ὕστερον ἀπὸ τὴν διπλῆν διδαχὴν τοῦ πατρός της καὶ τῆς θείας της, ἡ βοσκοπούλα, εἰς τὸν πλάνητα δρόµον, καθὼς ἀκολουθοῦσε τὸ κοπάδι, ἀνάµεσα εἰς τοὺς πυκνοὺς θάµνους τῆς ὑψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς, ἔφθασε µέχρι τοῦ χείλους τοῦ θαλασσίου Καµινίου. Πολλάκις ἡ Τσούλα εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ χάσµα αὐτὸ τοῦ πελαγίου ἄντρου, καὶ εἶχε παρακύψει καὶ κοιτάξει ἀπλήστως κάτω εἰς τὸν βυθὸν τὸν κυκλοτερῆ, µὲ τὰς πλευρὰς τοῦ βράχου ἔνθεν καὶ ἔνθεν, µὲ τὸ ἀνοικτὸν στόµιον, ὅπου ἐχόρευον εὐθύµως µελωδικὰ τὰ κύµατα. Καὶ τώρα πάλιν, καθὼς ἐσταµάτησαν τὰ πρόβατά της κι ἐβοσκοῦσαν, ἡ κόρη ἐστάθη σύῤῥιζα εἰς τὸ χάσµα τοῦ κοίλου βράχου, κι ἐκοίταζε, κι ἐσχηµάτιζεν ἀσυναρτήτους, ἀσκόπους φράσεις µέσα εἰς τὸν νοῦν της·
—Νὰ εἶναι τάχα, βαθιὰ κάτω τὸ κῦµα;... Κι ἂν πέσῃ κανείς, θὰ πλέψῃ, ἢ θὰ χτυπήσῃ;... Μπορεῖ νὰ δώσῃ κανεὶς ἕνα πήδηµα ἀποδῶ;... Πόσα µπόγια εἶναι τάχα;...
Ἐκάθησε κι ἐκοίταξεν ἐπιµόνως κάτω·
—Κοίταξε, τὶ ὄµορφος ποὖναι ὁ γιαλός;... Τὶ γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ὀµορφούτσικα πράµατα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!... Τί ὄµορφη ποὺ ἦτο κι ἐκείνη ἡ κοχύλα, ποὺ µοῦ χάρισε ἕνα καιρὸν ὁ...
Ἐστάθη καὶ δὲν ἤθελε νὰ προφέρῃ τὸ ὄνοµά του. Εἶτα, πεισµόνως καὶ
ἀποφασιστικῶς, τὸ ἐπρόφερε·
—... ὁ Νίκος!
Τὴν ἰδίαν στιγµήν, ὤ! θαῦµα! Εἷς ναύτης µὲ τὴν βαρκούλα του εἰσέπλευσε µέσα εἰς τὸ Καµίνι. Ἦτο αὐτός· ὁ Νίκος, ὁ υἱὸς τοῦ καπετὰν-Σύῤῥαχου, ὅστις εἶχε χαρίσει τὴν ὡραίαν ἐπίχρυσον κογχύλην εἰς τὴν Τσούλαν. ...

Το διήγημα «Το Καμίνι» παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το «Όνειρο στο κύμα» σε ό,τι αφορά τη ζωή των ηρώων του. Στα 18 τους χρόνια τα κεντρικά πρόσωπα και των δύο διηγημάτων απολαμβάνουν την αίσθηση της ελευθερίας και την ευτυχία που τους προσφέρει το φυσικό τους περιβάλλον στο οποίο κινούνται με χαρακτηριστική άνεση. Είναι, άλλωστε, τέτοια η ταύτισή τους με το φυσικό τους χώρο, ώστε και οι δύο θεωρούν πως επί της ουσίας είναι δικός τους. Η ράχη της Μπούτας είναι το βασίλειο της νεαρής βοσκοπούλας, όπως αντιστοίχως ο νεαρός βοσκός εκλαμβάνει τους λόγγους, τοις κοιλάδες, τον αιγιαλό και τα βουνά στα οποία βόσκει τα γίδια της Μονής ως δική του περιοχή.
Ο συγγραφέας φροντίζει να τονίσει και στα δύο κείμενα τη ζωτικότητα και την αδιάκοπη κίνηση των νεαρών προσώπων, παρουσιάζοντάς τα με έμφαση να τρέχουν, να ανεβοκατεβαίνουν διαρκώς στα βουνά και να απολαμβάνουν με ποικίλες δραστηριότητες τη μεγάλη έκταση που συνιστά τον τόπο δράσης τους. Η διαρκής αυτή κινητικότητα, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καθιστική και περιορισμένη ζωή του ίδιου του συγγραφέα, αποτελεί φανέρωμα της ελευθερίας, της νεότητας, της υγείας και της πλήρους απόλαυσης του φυσικού περιβάλλοντος.
Οι δύο ήρωες, αν και διαφορετικού φύλου, έχουν ίδια επαγγελματική ενασχόληση, παρουσιάζονται δραστήριοι και ηλιοκαμένοι, κι έχουν συναντήσει πρόσωπα που τους έχουν προκαλέσει ερωτικά συναισθήματα. Σε αντίθεση, όμως, με τον νεαρό βοσκό που θα γνωρίσει την απογοήτευση του ανεκπλήρωτου έρωτα, η ιστορία της νεαρής βοσκοπούλας θα έχει αίσιο τέλος, καθώς θα μπορέσει να φύγει μαζί με τον ναύτη που έχει ερωτευτεί.
Προσέχουμε πως παρά τη διαφορά στην εξέλιξη και στα δύο διηγήματα η κορύφωση της πλοκής προκύπτει σε παρόμοιους χώρους. Κι οι δύο ήρωες βρίσκονται σε μια απόκρημνη τοποθεσία ψηλότερα από τη θάλασσα, απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να βουτήξει στη θάλασσα. Ενώ, και στα δύο κείμενα, η αιφνίδια εμφάνιση μιας βάρκας αποτελεί το δραματικό απρόοπτο που δίνει ώθηση στην εξέλιξη των γεγονότων.
Αξιοσημείωτες είναι συνάμα οι ειδυλλιακές περιγραφές του φυσικού τοπίου που συμπληρώνουν και εν μέρει αιτιολογούν την ευδαιμονία των ηρώων.

Κωστής Παλαμάς «Ο πιο τρανός καημός μου»

Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου
αγάλια αγάλια ο θάνατος, ένας θα είν’ εμένα
ο πιο τρανός καημός μου.
Δε θα είναι οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της φτώχιας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια δίψα μέσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση
πράσινη, απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε σε χάρηκα, σκυφτός μέσ’ στα βιβλία,
ω Φύση, ολάκερη ζωή κι ολάκερη σοφία!

Ο Κωστής Παλαμάς στο αμιγώς προσωπικό αυτό ποίημα δηλώνει πως εκείνο που έχει στερηθεί περισσότερο στη ζωή του και το οποίο θα βαρύνει περισσότερο στη σκέψη του τις τελευταίες του στιγμές, είναι πως δεν έζησε κοντά στη φύση. Εγκλωβισμένος πάντοτε απ’ την ποιητική του υπόσταση πέρασε τα χρόνια του σκυφτός μέσα στα βιβλία, απέχοντας απ’ τη ζωντάνια, την αρμονική τελειότητα και τη σοφία του φυσικού περιβάλλοντος, χάνοντας την ευκαιρία να βιώσει την ιδανική εκείνη ευδαιμονία που προσφέρει στον άνθρωπο η επαφή με τη φύση, σε όλες της τις εκφάνσεις (στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση).
Ο ποιητής μάλιστα προκρίνει την έλλειψη αυτής της επαφής ως σημαντικότερη από κάθε άλλο καημό και στέρηση στη ζωή του, αναγνωρίζοντας έτσι με σαφή τρόπο την πραγματικά μεγάλη αξία που αποδίδει στην, προσωποποιημένη εδώ, Φύση.

Η αγάπη για το φυσικό περιβάλλον, συνυφασμένη με την αίσθηση της ελευθερίας, συνιστά μια βασική θεματική που διατρέχει το διήγημα «Όνειρο στο κύμα». Ο Παπαδιαμάντης επιφυλάσσει έτσι έναν αντίστοιχα σημαντικό ρόλο για τη φύση στη δική του σύνθεση, καθώς φροντίζει να εκθειάσει με ποικίλες περιγραφές την ομορφιά του φυσικού χώρου, αλλά και να συνδυάσει αναπόσπαστα την πραγματική ευτυχία του ήρωα με τα χρόνια της ανέμελης ζωής του κοντά στη φύση. Ό,τι για τον Παλαμά αποτελεί μια επιθυμητή πραγματικότητα που ποτέ δεν βιώθηκε, για τον νεαρό βοσκό του διηγήματος υπήρξε τρόπος ζωής για αρκετά χρόνια. Αποτελεί συνάμα την εξιδανικευμένη ζωή που ως ενήλικας αναπολεί και εύχεται να είχε τη δυνατότητα να ξαναζήσει.     

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Υπό την βασιλικήν δρυν», ως παράλληλο για το Όνειρο στο κύμα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Emile Bin


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Υπό την βασιλικήν δρυν»

«Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ’ εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον -έσωζον καθ’ ύπνον την έννοιαν του δένδρου- μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ’ ολίγον εξεκόλλησαν κι εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ’ ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα, μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ’ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.»

Στο διήγημα «Υπο την βασιλικήν δρυν» ο Παπαδιαμάντης περιγράφει την έλξη που ένιωθε για ένα όμορφο δέντρο, για μια βασιλική βελανιδιά, που υπήρξε, όπως σχολιάζει ο αφηγητής «η πρώτη παιδική του ερωμένη».
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο εντεκάχρονος ήρωας αποκοιμιέται μπροστά από τη βελανιδιά και μες στον ύπνο του αρχίζει να βλέπει το δέντρο να μεταβάλλει τη φύση του και να γίνεται μια όμορφη γυναίκα.
Η περιγραφή της μεταμόρφωσης του δέντρου, κατά την οποία ο αφηγητής εστιάζει την προσοχή του στις κνήμες, στους γλαφυρούς κόλπους, στο στέρνο, την κοιλιά και την πλούσια κόμη της κοπέλας που εμφανίζεται σταδιακά, μας παραπέμπει στην αντίστοιχη περιγραφή που δίνει το βοσκόπουλο-αφηγητής στο Όνειρο στο κύμα.
Η ονειρώδης ατμόσφαιρα που επικρατεί στο Όνειρο στο κύμα, επαναλαμβάνεται κι εδώ, καθώς ο ήρωας βλέπει την αλλαγή του δέντρου στα πλαίσια ενός ονείρου, και όπως ο μικρός βοσκός αντικρίζει την απαγορευμένη ομορφιά της Μοσχούλας, έτσι και ο μικρός αφηγητής του διηγήματος βλέπει το σώμα και την ομορφιά της νύμφης που αποτελεί την ψυχή του δέντρου, η οποία όμως δεν μπορεί στην πραγματικότητα να λάβει τη γυναικεία της μορφή.
Έτσι, ο ανέφικτος έρωτας για τη βασιλική βελανιδιά, περιορίζεται στη θέαση -εδώ στον οραματισμό- του εξαίσιου σώματος, διατηρώντας την ερωτική διάσταση του διηγήματος στα πλαίσια μόνο του θαυμασμού και της παρατήρησης, όπως συμβαίνει και στο Όνειρο στο κύμα.

«Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
     Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
     Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν:
     -Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε…μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.»

Το μεγάλο και όμορφο δέντρο, που με τόση αγάπη αντίκριζε στα παιδικά του χρόνια ο αφηγητής, θα κοπεί από ένα χωριανό, στερώντας στον αφηγητή την ευκαιρία να το ξαναδεί. Έτσι, ο ενήλικας αφηγητής, που επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο χωριό του, έχοντας μεγαλώσει κι αλλάξει ο ίδιος, θα εντοπίσει μια σημαντική αλλαγή και στο χώρο που πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Η μεγάλη βασιλική βελανιδιά δεν υπάρχει πια, όπως στο Όνειρο στο κύμα δεν υπάρχει πια η αγνή και αθώα Μοσχούλα, η οποία είναι πλέον «απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι».
Το πέρασμα του χρόνου που επηρεάζει καταλυτικά τον ήρωα του διηγήματος (στο Όνειρο στο κύμα ο ευτυχισμένος βοσκός γίνεται ένας δυστυχισμένος δικηγόρος), επηρεάζει εξίσου και το φυσικό περιβάλλον ή τα πρόσωπα που σημάδεψαν τα νεανικά του χρόνια. Το όμορφο δέντρο κόβεται, η Μοσχούλα παύει να είναι η αγνή κοπέλα των εφηβικών χρόνων, κι έτσι η εσωτερική αλλαγή του ήρωα βρίσκει το ανάλογό της και στον περίγυρό του. 

Γεώργιος Βιζυηνός «Παλιμβουλία», ως παράλληλο για το Όνειρο στο κύμα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sinisa Saratlic

Γεώργιος Βιζυηνός «Παλιμβουλία», ως παράλληλο για το Όνειρο στο κύμα

Το τάζω χρόνο και καιρό
να βάλω μαύρο ράσο,
μαύρο μονόκερο σταυρό
στα στήθη να κρεμάσω.

Ν’ αφήσω μάνα κι αδερφή,
στα ξένα να μισέψω,
και στ’ Αγιονόρους την κορφή
να πάγω ν’ ασκητέψω.

Να ζω μ’ αγία προσευχή
απ’ το πουρνό ως το βράδυ,
για να γλιτώσω τη φτωχή
ψυχή μ’ από τον Άδη.

Και μόλις κάμω την βουλή,
την παίρν’ ανεμοβρόχι
και συλλογιούμαι το φιλί,
θυμούμ’ αυτήν που το ‘χει.

Κι αν είν’ το σπίτι μακριά
κι η ώρα περασμένη,
εγώ ‘χω πόδια λαφριά,
κι εκείνη με προσμένει.

Γλυκά γλυκά τηνέ φιλώ
γλυκά τηνέ χαϊδεύω. –
Σύρε, ψυχή μου, στο καλό,
κι εγώ δεν ασκητεύω!

Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...

Ο Γεώργιος Βιζυηνός στο εύθυμης σύλληψης ποίημα «Παλιμβουλία», παρουσιάζει την αλλαγή της θέλησής του σχετικά με την απόφασή του να ασκητέψει. Παρά το γεγονός ότι το έχει τάξει καιρό τώρα να φορέσει ράσα και να ασκητέψει στο Άγιο Όρος, αφήνοντας πίσω του τη μητέρα και την αδερφή του και παρά τη μεγάλη σημασία που έχει η απόφαση αυτή για τη σωτηρία της ψυχής του, εντούτοις αλλάζει αμέσως γνώμη μόλις σκεφτεί το φιλί της αγαπημένης του. Η σκέψη και μόνο του φιλιού της, τον ωθεί να τρέξει στο σπίτι της, για να τη γλυκοφιλήσει, απαρνούμενος ακόμη και την ψυχή του.
Ο γυναικείος πειρασμός που κάνει τη σκέψη του Βιζυηνού να ξεστρατίσει και τον απομακρύνει από την ασφυκτική πίεση της μοναστικής ζωής, κυριαρχεί και στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα», οδηγώντας το νεαρό ήρωα σε μια παρόμοια απόφαση.
Το θεσπέσιο θέαμα της Μοσχούλας να κολυμπά γυμνή, ξυπνά έντονες επιθυμίες στο νεαρό βοσκό και του δημιουργεί την αίσθηση πως θα του είναι αδύνατο να ζήσει ως μοναχός. Κι ενώ το ποιητικό υποκείμενο της παλιμβουλίας, παραδομένο στην αγκαλιά της αγαπημένης του, φτάνει αβίαστα στην απόφαση να αδιαφορήσει για την πνευματική σωτηρία της ψυχής του, ο ήρωας του διηγήματος μετανιώνει για την απόφασή του να αποποιηθεί τη μοναστική ζωή.
Ο νεαρός βοσκός σκέφτεται πως ο πειρασμός της Μοσχούλας, αντί να τον απομακρύνει από την απόφασή του να μονάσει, θα έπρεπε απεναντίας να λειτουργήσει ως στοιχείο ισχυροποίησης της απόφασής του. Ο ήρωας αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων πως θα έπρεπε να έχει κρατήσει στη σκέψη του ως ιδανική έκφραση του έρωτα την ανάμνηση της γυμνής κοπέλας, ώστε να αποφύγει την απογοήτευση της πραγμάτωσης των ερωτικών του επιθυμιών με γυναίκες που δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τη συναισθηματική εκείνη πληρότητα που του προσέφερε ο πλατωνικός έρωτάς του για την εξιδανικευμένη Μοσχούλα.
Αν είχε πράγματι μονάσει, θα είχε κάνει ένα ουσιαστικό βήμα για τη σωτηρία της ψυχής του και παράλληλα θα είχε γλιτώσει την επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής, που απείχε ασύλληπτα από την ομορφιά του ονείρου που είχε βιώσει κοντά στη Μοσχούλα. «Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή.» 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η νοσταλγός»

Κώστας Καρυωτάκης «Γραφιάς», παράλληλο για το «Όνειρο στο Κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ilse Kleyn

Κώστας Καρυωτάκης «Γραφιάς», παράλληλο για το «Όνειρο στο Κύμα»

Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)

Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)

Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)

Μία από τις βασικές θεματικές του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» είναι η απομάκρυνση του ήρωα από τη ζωή στη φύση κι ο εγκλωβισμός του σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της Αθήνας. Ο νεαρός αφηγητής έχοντας μεγαλώσει στην όμορφη Σκιάθο, σε διαρκή επαφή με τη φύση, ελεύθερος να απολαμβάνει την ευτυχία που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η συνύπαρξη με τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, αδυνατεί τώρα πια να νιώσει ευτυχισμένος, καθώς η ζωή του περιορίζεται στα στενά πλαίσια ενός γραφείου. Η αντίθεση ανάμεσα στην ευδαιμονία του παρελθόντος του αφηγητή και στην καταπίεση του παρόντος, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αλλαγή περιβάλλοντος, καθώς ο αφηγητής έχασε κάθε αίσθηση ελευθερίας και κάθε πηγή ευτυχίας στη ζωή του, από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ανέμελη ζωή του στα βουνά του νησιού του και βρέθηκε πρώτα σπουδαστής και ύστερα υπάλληλος σε κλειστούς χώρους, μακριά από τη φύση.
Οι άνθρωποι που είχαν την ευκαιρία να μεγαλώσουν κοντά στο φυσικό περιβάλλον βιώνουν πολύ αρνητικά τον περιορισμό τους στους αστικούς χώρους, όπου η δυνατότητα επαφής με τη φύση είναι ελάχιστη. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στα αστικά κέντρα, όπου το μεγαλύτερο μέρος της ζωής των ανθρώπων δαπανάται σε κλειστούς χώρους, εναντιώνεται στην έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να βρίσκεται σ’ επαφή με το φυσικό του περιβάλλον.
Την αίσθηση που προκαλεί στους ανθρώπους των αστικών κέντρων, ο εγκλωβισμός τους σε κλειστούς χώρους -σε γραφεία-, μας παρουσιάζει πολύ παραστατικά ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Γραφιάς».
Ο Καρυωτάκης θεωρεί τη ζωή στα στενά πλαίσια ενός γραφείου αφύσικη και συχνά τονίζει στην ποίησή του, πως οι άνθρωποι, και κυρίως οι υπάλληλοι, έχουν πια καταδικαστεί σε μια μίζερη ζωή σκυμμένη πάνω σε ατέλειωτους όγκους εγγράφων, αναλώνοντας πολύτιμες ώρες από τη ζωή τους σε κάτι επουσιώδες που δεν τους προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα, και το κυριότερο, δεν τους προσφέρει την ευτυχία που θα μπορούσαν να βιώσουν αν βρίσκονταν ελεύθεροι κοντά στη φύση.
Στις τρεις στροφές του ποιήματος ο Καρυωτάκης εκφράζει εμφατικά την αντίθεση ανάμεσα στον κλειστό χώρο του γραφείου του και στον ανοιχτό χώρο που είναι γεμάτος ζωή και υποσχέσεις χαράς.
Η καταπιεστική και ανούσια ζωή του ποιητή δίνεται στους πρώτους στίχους κάθε στροφής κι αμέσως μετά, μέσα σε παρενθέσεις, δίνεται η αντίθετη εικόνα που επικρατεί στον ανοιχτό χώρο, μακριά από τον καταθλιπτικό χώρο του γραφείου του.

Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)

Ο ποιητής περνά τη ζωή του σκυμμένος στα χαρτιά του, απέχοντας από κάθε δραστηριότητα που θα τον έφερνε κοντά στη φύση και θα του προσέφερε χαρά. Περνά τις μέρες του κλεισμένος στο γραφείο του κι είναι πια χλωμός από το διαρκή εγκλεισμό του, τη στιγμή που έξω απ’ το γραφείο του το φως του ήλιου παιχνιδίζει με τις φωτοσκιάσεις καθώς οι ώρες κυλούν. Ο ποιητής βλέπει τον ήλιο, γνωρίζει πώς αν βρεθεί έξω θα έρθει σ’ επαφή με την ομορφιά της ζωής, αλλά παραμένει εγκλωβισμένος στο αχάριστο τραπέζι, όπου όσες ώρες κι αν του προσφέρει καθημερινά, εκείνο δεν έχει τίποτε να του δώσει σε αντάλλαγμα.

Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)

Ο ποιητής ασφυκτιά στο γραφείο του, όπου είναι αναγκασμένος να αναπνέει τη σκόνη από τα χαρτιά του και δεν μπορεί να γευτεί ούτε μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα. Ενώ, την ίδια στιγμή, αν μπορούσε να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις που τον κρατούν δέσμιό τους, θα είχε την ευκαιρία να βρεθεί έξω, στα ελεύθερα του δρόμου, όπου η ζωή είναι πολύβουη και γεμάτη γλυκύτητα. Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ζωή περνά ανεκμετάλλευτη δίπλα του, τη στιγμή που εκείνος είναι προσηλωμένος στα χαρτιά του, αλλά δεν μπορεί παρά να ζήσει με την επιλογή του, όπως κάθε λόγιος άνθρωπος που συνειδητά απομακρύνεται από την ομορφιά της ζωής για να παλέψει με τις λέξεις. Ο Καρυωτάκης, άλλωστε, πέρα από το γεγονός ότι ήταν υπάλληλος γραφείου και όφειλε να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του γράφοντας και σφραγίζοντας έγγραφα, υπήρξε παράλληλα κι ένας ποιητής αφοσιωμένος στο έργο του, κάτι που σήμαινε ότι ακόμη κι όταν δεν εργαζόταν στη δουλειά του, παρέμενε κλεισμένος σ’ ένα γραφείο για χάρη της τέχνης του.

Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)

Ο ποιητής έχει κουραστεί να γράφει, έχουν θολώσει τα μάτια και το μυαλό του από το συνεχές γράψιμο, αλλά δεν σταματά. Μένει εκεί, ένας συνεπής γραφιάς, ένας γραφιάς χωρίς όφελος, με σαφή επίγνωση πως η ζωή του όλη θα περάσει, χωρίς εκείνος να γνωρίσει την πραγματική ευτυχία που θα μπορούσε να βιώσει αν άφηνε το γραφείο του κι επέτρεπε στον εαυτό του να αφεθεί στην ομορφιά της φύσης.
Ο θάνατος, το τέλος της ύπαρξης του ποιητή, υποδηλώνεται στο κλείσιμο του ποιήματος, με την παρομοίωση των δύο κρίνων που έχουν τοποθετηθεί στο γραφείο του σα να έχουν τοποθετηθεί σε κάποιον τάφο.
Ο ποιητής γνωρίζει πως η ζωή του θα συνεχιστεί με την ίδια απουσία χαράς μέχρι το τέλος, κι όμως παραμένει συνεπής στον εγκλεισμό του, γι’ αυτό κι αντί να κοιτάξει τους κρίνους, αντί να αφήσει τα γραπτά του, έστω για μια στιγμή, και να δηλώσει πως βλέπει δυο κρίνους, μας λέει απλώς πως ξέρει ότι υπάρχουν δυο κρίνοι. Ούτε καν κοιτάζει τα όμορφα λουλούδια, ξέρει απλώς πως είναι εκεί δίπλα του, όπως ξέρει πως η φύση και η ελευθερία είναι εκεί κοντά του.

Στρατής Μυριβήλης «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Ball

Στρατής Μυριβήλης «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια»

Κοιμήθηκε άσκημα. Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας νάτανε μια φαντασία του πολύ έντονη, που τούρθε ζωντανή σα να είδε. Τόνε κράτησε ταραγμένο κάμποσο, ακόμα και σα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Είτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ. Κολυμπούσε ξένιαστη. Δε τόξαιρε πως κάποιος είναι και την παραφυλάει, και σέρνει τη ματιά του πάνω της, κρυμμένος κάπου. Είταν ολόγυμνη, κι απορούσε ο Δρίβας πως έγινε κ’ ήξαιρε καταλεπτώς όλες τις μυστικές λεπτομέρειες αυτού του κορμιού. Έπαιζε στην ακρογιαλιά. Έριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα. Αυτός, κουλουριασμένος πίσω απ’ ένα βράχο, την έβλεπε, ήταν γεμάτος απ’ τη θωριά της. Σα νάταν όλο το κορμί του σκεπασμένο με μάτια, πεινασμένα από ερωτική περιέργεια. Ένιωθε όλη τη ντροπή για το κάμωμά του, και μαζί την αχορταγιά της όρασής του.

(απόσπασμα)

Έχει επισημανθεί ότι το απόσπασμα αυτό θυμίζει το Όνειρο στο κύμα. Ποια στοιχεία του περιεχομένου των δύο κειμένων επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;

Ο Λεωνής Δρίβας επιστρέφοντας στη Μυτιλήνη από το μέτωπο του πολέμου, έχει υποσχεθεί στο φίλο του Στρατή Βρανά, που πέθανε στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν μαζί, ότι θα ενημερώσει τη γυναίκα του τη Σαπφώ για το χαμό του. Ο Λεωνής παρά τις ενοχές που αισθάνεται για το χαμένο φίλο του δεν μπορεί να αντισταθεί στην ομορφιά της Σαπφώς και την ερωτεύεται παράφορα.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα στα πλαίσια ενός ερωτικού ονείρου του ήρωα, τον βλέπουμε να παρατηρεί κρυμμένος τη Σαπφώ, η οποία χωρίς να γνωρίζει ότι κάποιος την παρατηρεί κολυμπά γυμνή και παίζει στην ακρογιαλιά ανέμελη. Η έμφαση εδώ δίνεται κυρίως στην ένταση του ερωτικού πάθους που έχει κυριεύσει το Λεωνή, ο οποίος παρά τη ντροπή που αισθάνεται για την αθέμιτη αυτή παρακολούθηση της κοπέλας, δεν μπορεί να κατανικήσει την επιθυμία που αισθάνεται για το θελκτικό της κορμί. Ο Μυριβήλης δεν αναλώνεται σε μια λεπτομερή και λυρική περιγραφή του σώματος της κοπέλας, όπως ο Παπαδιαμάντης, καθώς τον ενδιαφέρει περισσότερο η ενοχική συνείδηση του ήρωά του, ο οποίος παρά τη συναίσθηση ότι δεν είναι σωστό να επιθυμεί τη γυναίκα του νεκρού φίλου του, αδυνατεί να ελέγξει το διαρκώς αυξανόμενο πάθος που αισθάνεται για εκείνη.
Κοινά στοιχεία με το διήγημα του Παπαδιαμάντη είναι η εν αγνοία της ηρωίδας παρακολούθησή της από κάποιον άντρα τη στιγμή που κολυμπά γυμνή, η ερωτική επιθυμία που αισθάνεται ο άντρας που αντικρίζει το κορμί της, αλλά και η αντίληψη που έχει ο άντρας ότι δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί και να παρακολουθεί τη γυμνή κοπέλα. Τόσο ο νεαρός βοσκός στο Όνειρο στο κύμα, όσο και ο Λεωνής στη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, γνωρίζουν ότι δεν είναι σωστό να παρατηρούν τις κοπέλες τη στιγμή που κολυμπούν γυμνές, αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στην ερωτική τους περιέργεια. Η διαφορά βέβαια είναι ότι ο ήρωας του Παπαδιαμάντη είναι ένας έφηβος, ο οποίος θα διατηρήσει αγνή την επιθυμία του για την κοπέλα, χωρίς να την εκδηλώσει ποτέ, ενώ ο ήρωας του Μυριβήλη είναι ένας άντρας που δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στον σαρκικό πόθο που αισθάνεται για τη Σαπφώ και θα ολοκληρώσει τη σχέση του μαζί της.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η νοσταλγός»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η νοσταλγός»


Περίληψη κειμένου
Η εικοσιπεντάχρονη ηρωίδα του διηγήματος, η Λαλιώ, είναι παντρεμένη με τον μπάρμπα-Μοναχάκη, ο οποίος όχι μόνο είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, αλλά έχει και μια κόρη κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη απ’ τη νέα του σύζυγο. Η Λαλιώ, που έχει αναγκαστεί να ακολουθήσει τον άντρα της στο νησί του, που βρίσκεται κοντά στο νησί που μέχρι πρότινος έμενε με τους γονείς της, αδυνατεί να προσαρμοστεί και ζητά διαρκώς την επιστροφή της κοντά στους δικούς της.
Ο δεκαοχτάχρονος Μαθιός, γείτονας της Λαλιώς, την έχει ερωτευτεί και παρά τη μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, αποζητά κάθε ευκαιρία για να είναι κοντά της. Η πρόταση για ένα περίπατο στην παραλία του νησιού, θα αποτελέσει την αφορμή για να πάρουν μια βάρκα, με τη σκέψη να κάνουν απλώς τον κύκλο του λιμανιού, κάτι που θα μετεξελιχθεί γρήγορα σε μια προσπάθεια της Λαλιώς να επιστρέψει στο νησί της. Ο νεαρός θα βρει την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά την όμορφη κοπέλα και να διερευνήσει μ’ επίμονες ερωτήσεις το παρελθόν της, αλλά και τα συναισθήματά της, με την ελπίδα πως θα μπορέσει να γίνει αυτός ο νέος έρωτας της ζωής της.
Τους δύο νέους σύντομα θα καταδιώξει ο σύζυγος της κοπέλας και θα τους προλάβει ακριβώς τη στιγμή που φτάνουν στο νησί της. Εκεί, ο μπάρπα-Μοναχάκης θα ζητήσει απ’ τη Λαλιώ να τη συνοδέψει στο σπίτι των δικών της κι εκείνη θα αποχαιρετίσει τον Μαθιό, λέγοντάς του πως αν ήταν νεότερη και πέθαινε ο άντρας της, θα τον παντρευόταν.

Συσχέτιση με το Όνειρο στο κύμα
Ο έρωτας του Μαθιού για τη μεγαλύτερη και ήδη παντρεμένη Λαλιώ είναι ένας από τους καταδικασμένους έρωτες που συχνά καταγράφονται στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Όπως ο νεαρός βοσκός στο Όνειρο στο κύμα, όντας φτωχός κι έχοντας λάβει αυστηρή κατήχηση απ’ τους ιερείς του νησιού, που τον προορίζουν για καλόγερο, δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει επιτυχώς την πλούσια Μοσχούλα, έτσι κι ο νεαρός Μαθιός δεν έχει τη δυνατότητα να ζήσει τον έρωτα που επιθυμεί με την παντρεμένη Λαλιώ.
Το σημείο στο οποίο συγκλίνουν και οι δύο ιστορίες είναι η ευκαιρία που δίνεται στους νεαρούς ήρωες να βρεθούν μες στη θάλασσα κοντά στην αγαπημένη τους. Μακριά απ’ τους περιορισμούς που θέτει ο κόσμος της πραγματικότητας που ισχύει στη στεριά, οι νέοι έρχονται κοντά στο αντικείμενο του έρωτά τους στη θάλασσα, ζώντας έστω και για λίγες στιγμές το όνειρό τους.
Ως την ευκαιρία να πιάσει με τα χέρια του το ίδιο του το όνειρο εκλαμβάνει ο βοσκός την επαφή του με το γυμνό σώμα της Μοσχούλας, όνειρο χαρακτηρίζει κι ο Μαθιός την εκδρομή του με τη Λαλιώ «... προβλέπων ότι η περίστασις αύτη εξ ανάγκης θα συνέτεµνε την ονειρώδη δι’ αυτόν εκδροµήν...».
Στα πλαίσια της θάλασσας, που συμβολίζει την απόλυτη ελευθερία, τον έρωτα, αλλά και τη γυναίκα, οι δεκαοχτάχρονοι ήρωες των δύο ιστοριών, ξεπερνούν τις δυσκολίες που τους θέτουν οι συμβάσεις της πραγματικότητας και βρίσκονται πλάι στις γυναίκες που αγαπούν. Κι αν ο έρωτάς τους είναι καταδικασμένος, τους δίνεται τουλάχιστον μια ευκαιρία να αγγίξουν το όνειρό τους. 


Απόσπασμα κειμένου
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ’ ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κι εκάθησε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημα...
... Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο μ’ ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
(απόσπασμα)

[Κολόβιον: είδος πλεχτού γιλέκου]

Να συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω απόσπασμα με τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα. Ποια στοιχεία της γυναικείας εμφάνισης φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα ο συγγραφέας;

«Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της.»
«Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα.»

Η περιγραφή της Λιαλιώς, όπως μα δίνεται από το Μαθιό, τον δεκαοχτάχρονο ήρωα του διηγήματος, επικεντρώνεται σε ορισμένα στοιχεία που εντοπίζουμε και στο Όνειρο στο κύμα. Ο συγγραφέας, επομένως, φαίνεται πως δίνει ιδιαίτερη σημασία στο λευκό χρώμα του σώματος, καθώς τονίζει με έμφαση τη λευκότητα του κορμιού τόσο της Λιαλιώς όσο και της Μοσχούλας και μάλιστα αναφέρεται εμφατικά στο λευκό λαιμό των ηρωίδων του, όπως αποκαλύπτεται κάτω από την τραχηλιά, το μέρος του ενδύματος που καλύπτει το λαιμό. Πλάθει, επίσης, τις ηρωίδες του λεπτές με ευλύγιστα και καλοσχηματισμένα σώματα και φροντίζει να τονίσει την ομορφιά που έχουν τα πόδια τους (οι κνήμες). Του αρέσει, ακόμη να στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στα μαλλιά των ηρωίδων του, τα οποία πλαισιώνουν με χάρη το πρόσωπό τους. Στο διήγημα Η νοσταλγός, στο οποίο ο Μαθιός έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά την αγαπημένη του, ο συγγραφέας τονίζει την ομορφιά των ματιών της και μας δίνει με περισσότερες λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, στοιχείο που ελλείπει από το Όνειρο στο κύμα, όπου η παρατήρηση της Μοσχούλας γίνεται από αρκετή απόσταση.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...