Θεώνη Κοτίνη «Μπάμιες»
Σήμερα στο μεσημεριανό έχουνε μπάμιες. Δεν
του αρέσανε ποτέ. Σκαλίζει το πιάτο ξεφλουδίζοντας με το πιρούνι τη σάρκα, αποκαλύπτει
τα σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια οδοντοστοιχία, σαν τη γκριμάτσα της συνάθροισης γύρω
από το τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι ή έτοιμοι να μαλώσουν σε λίγο, μάνα πατέρας
παιδιά.
Λαδερές με φρέσκια ντομάτα, κόκκινη
όπως η αιματοχυσία γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι. Πράγματι, δεσμοί αίματος. Τόσο
που σου ’ρχεται να πάρεις το μαχαίρι του ψωμιού και να διαρρήξεις όλα ετούτα τα
δεσμά, να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα
και αιτιάσεις και παράπονα και ξεχασμένες τώρα ήδη εκδρομές στη θάλασσα.
Η μάνα του τις φτιάχνει με κοτόπουλο. Ανάμεσα
στα ξεδοντιάρικα ούλα του λαχανικού η μυρωδιά εκείνη. Σφαγμένου ζώου όπως της
μάνας του τα μάτια, όταν για όλα μετανιώνει, σαν του πατέρα του τα μάτια, όταν
στριμώχνεται να αρθρώσει κάποια αλήθεια. Όπως τα μάτια τα δικά του, όταν σηκώνει
το κεφάλι από το πιάτο να απαντήσει γιατί δεν του αρέσει το φαΐ, τι διάβολος τον
πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει και κλειδώνεται.
Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες. Μέσα όχι
δόντια μα σπυριά, πολλά πολλά σπυριά, όπως εκείνα που στα δώδεκα του αυλάκωναν το
πρόσωπο, κι όποτε γύριζε να δει κατά τον κόσμο, άνθιζαν σαν ντροπή που αδέξιος υπήρχε.
Μπάμιες όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο
το σάλιο της υποταγής, της ενοχής που είσαι εσύ και δεν τους μοιάζεις, που θες
αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα. Μπάμιες, κουμπωμένος
καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει μα σαπίζει σε μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση.
[https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/02/11/theoni-kotini-mpamies/]
σαρδόνια (μόνο στην έκφραση σαρδόνιο γέλιο):
εκφράζει μια διάθεση χλευαστική και χαιρέκακη.
γλίτσα: στρώμα λιπαρής βρομιάς.
Το σύντομο αυτό πεζογράφημα μάς
μεταφέρει το κλίμα καταπίεσης που δημιουργείται στο στενό πλαίσιο μιας
οικογένειας, όταν τα μέλη της βιώνουν σιωπηρά τις δικές τους απογοητεύσεις,
χωρίς να επιτρέπουν στον εαυτό τους την επίλυση ή την παραμυθία που θα τους
προσέφερε ένας ανοιχτός και ειλικρινής διάλογος. Στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος τίθεται ο εφηβικής ή πρώτης νεανικής ηλικίας γιος της
οικογένειας, ο οποίος αισθάνεται εντονότερα απ’ όλους την ανάγκη να
απελευθερωθεί απ’ την ψυχοφθόρο αυτή συμβίωση.
«Σήμερα στο μεσημεριανό έχουνε μπάμιες.
Δεν του αρέσανε ποτέ. Σκαλίζει το πιάτο ξεφλουδίζοντας με το πιρούνι τη σάρκα,
αποκαλύπτει τα σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια οδοντοστοιχία, σαν τη γκριμάτσα της
συνάθροισης γύρω από το τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι ή έτοιμοι να μαλώσουν σε
λίγο, μάνα πατέρας παιδιά.»
Οι μπάμιες -το μεσημεριανό φαγητό
εκείνης της ημέρας- αποτελούν την αφορμή για να προχωρήσει σταδιακά ο
παντογνώστης αφηγητής στη διερεύνηση της ποιότητας των σχέσεων μεταξύ των μελών
της οικογένειας. Ο νεαρός γιος, που δεν του άρεσαν ποτέ οι μπάμιες,
χρησιμοποιεί το πιρούνι του για να ανοίξει την πράσινη σάρκα του καρπού και να
φανερώσει τα σπόρια που περιέχονται σ’ αυτόν. Τα παραταγμένα στη σειρά σπόρια
μοιάζουν με μια οδοντοστοιχία που χαμογελά σαρδόνια, θυμίζοντας τη γκριμάτσα
που σχηματίζουν τα παραταγμένα πρόσωπα των μελών της οικογένειας γύρω απ’ το
τραπέζι. Όλοι τους σκυθρωποί γιατί έχουν ήδη μαλώσει ή γιατί είναι έτοιμοι να
μαλώσουν σε λίγο. Οι τσακωμοί αποτελούν τη συνήθη έκβαση των συναντήσεών τους,
αφού βρίσκονται όλοι σε συναισθηματική ένταση, μη αντέχοντας -έστω κι αν δεν το
δηλώνουν ευθέως- να βρίσκονται πια ο ένας πλάι στον άλλο.
Η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας όπως
κι η απροθυμία των μελών της οικογένειας να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν ο
καθένας τα όρια ελευθερίας και αυτονομίας του άλλου, δημιουργούν ένα κλίμα
νοσηρής αλληλεξάρτησης και καταπίεσης, που τους καταδικάζει όλους σ’ ένα αίσθημα
ασφυξίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι συνεχείς εντάσεις είναι αναπόφευκτες.
«Λαδερές με φρέσκια ντομάτα, κόκκινη
όπως η αιματοχυσία γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι. Πράγματι, δεσμοί αίματος. Τόσο
που σου ’ρχεται να πάρεις το μαχαίρι του ψωμιού και να διαρρήξεις όλα ετούτα τα
δεσμά, να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος γεύματα
κυριακάτικα και αιτιάσεις και παράπονα και ξεχασμένες τώρα ήδη εκδρομές στη
θάλασσα.»
Η μητέρα μαγειρεύει τις μπάμιες
λαδερές, χρησιμοποιώντας φρέσκια κόκκινη ντομάτα. Η αναφορά στο κόκκινο χρώμα
επιτρέπει στον αφηγητή ένα συνειρμικό πέρασμα στο χρώμα του αίματος και σε μια
τολμηρή παρομοίωση. Η συνάθροιση των μελών της οικογένειας παρομοιάζεται με μια
αιματοχυσία -κόκκινη όπως η φρέσκια ντομάτα. Μια παρομοίωση που τονίζει
εμφατικά τις εντάσεις, τους τσακωμούς και την καταπιεσμένη, αλλά ορατή αίσθηση
αντιπάθειας που έχει αναπτύξει ο ένας για τον άλλον.
Η αδυναμία των μελών της οικογένειας να
συνυπάρξουν χωρίς να ξεκινήσουν μια νέα έντονη διαφωνία και χωρίς να στραφούν ο
ένας εναντίον του άλλου, σε ό,τι μοιάζει με μια αδιάκοπη μάχη, ωθεί τον αφηγητή
να σχολιάσει ειρωνικά πως πράγματι ό,τι τους ενώνει είναι δεσμοί αίματος, όπως
«αιματηρές» είναι οι συγκρούσεις τους. Δεμένοι αξεδιάλυτα μεταξύ τους, αφού δεν
επιτρέπουν μήτε το ελάχιστο περιθώριο αυτονομίας ο ένας στον άλλον, δημιουργούν
την αίσθηση πως ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να τους χωρίσει και κατ’
επέκταση να τους επιτρέψει να υπάρξουν ως ανεξάρτητες προσωπικότητες, είναι να
πάρει το μαχαίρι του ψωμιού και να αρχίσει να κόβει τα -μεταφορικά- αυτά δεσμά
που τους έχουν καθηλώσει στην ψυχοφθόρα αυτή αλληλεξάρτηση.
Χρειάζεται να βυθίσει κανείς το μαχαίρι
στην καρδιά αυτού του λάκκου στον οποίο βρίσκονται τελματωμένες οι ζωές αυτών
των ανθρώπων, για να τους απελευθερώσει από την οδυνηρή πραγματικότητα της
συνύπαρξής τους. Έχει, άλλωστε, καταλήξει η κοινή τους ζωή σε μια δυσάρεστη
επανάληψη ενός σταθερού μοτίβου που τους πληγώνει όλους, χωρίς να λαμβάνει
κανείς την πρωτοβουλία για την επίλυση όσων προκαλούν τις εντάσεις που τους
ταλανίζουν. Κυριακάτικα γεύματα -ξανά και ξανά- στο πλαίσιο των οποίων ο ένας
κατηγορεί τον άλλον κι όλοι εμφανίζονται να έχουν παράπονα και να είναι
δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους. Ενώ, οι μόνες ευχάριστες κοινές τους εμπειρίες
-κάποιες εκδρομές στη θάλασσα- είναι πια ξεχασμένες. Ό,τι απομένει κι ό,τι
κυριαρχεί στη ζωή τους είναι η πικρία και μια αυξανόμενη αίσθηση θυμού.
«Η μάνα του τις φτιάχνει με κοτόπουλο.
Ανάμεσα στα ξεδοντιάρικα ούλα του λαχανικού η μυρωδιά εκείνη. Σφαγμένου ζώου
όπως της μάνας του τα μάτια, όταν για όλα μετανιώνει, σαν του πατέρα του τα
μάτια, όταν στριμώχνεται να αρθρώσει κάποια αλήθεια. Όπως τα μάτια τα δικά του,
όταν σηκώνει το κεφάλι από το πιάτο να απαντήσει γιατί δεν του αρέσει το φαΐ,
τι διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει και κλειδώνεται.»
Τις μπάμιες η μητέρα τις φτιάχνει με
κοτόπουλο, κάνοντας για τον νεαρό ήρωα ακόμη πιο ενοχλητικό αυτό το φαγητό,
αφού πλάι στην περίεργη όψη του λαχανικού με τα ξεδοντιάρικα ούλα προστίθεται
κι η δυσάρεστη μυρωδιά του σφαγμένου ζώου.
Ο αφηγητής συνδέει την αναφορά στο
φαγητό, όπως και στις προηγούμενες παραγράφους, με τη συναισθηματική κατάσταση
των ηρώων μέσα από απροσδόκητες παρομοιώσεις. Έτσι, σαν τα μάτια σφαγμένου ζώου
μοιάζουν τα μάτια της μάνας που μετανιώνει κάθε φορά για όλα -για όσα της
ξέφυγαν και είπε, χωρίς να το θέλει, για όσα θυσίασε, χωρίς να το θέλει, για
όσα υπομένει, χωρίς να είναι σε θέση να ξεφύγει απ’ το φαύλο κύκλο της ζωής
της. Σαν τα μάτια σφαγμένου ζώου μοιάζουν και τα μάτια του πατέρα, όταν καμιά
φορά στριμώχνεται απ’ τους άλλους κι αναγκάζεται να πει κάποια αλήθεια για το
τι σκέφτεται, για τις επιλογές, αλλά και για τα λάθη του. Αλήθειες που τον
πληγώνουν, αφού δεν θέλει να γνωρίζουν τα άλλη μέλη της οικογένειάς του πόσες
φορές έκανε τη λάθος επιλογή, πόσες ευκαιρίες έχασε, μα και για πόσα πράγματα
έχει μετανιώσει.
Σαν τα μάτια σφαγμένου ζώου είναι και
τα μάτια του νεαρού ήρωα, κάθε φορά που σηκώνει το κεφάλι του για να τους αντικρίσει
και να τους απαντήσει στα πάγια ερωτήματά τους: «γιατί δεν του αρέσει το φαΐ», «τι
διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει». Ο νεαρός γιος της οικογένειας
δεν θέλει -κι ίσως δεν μπορεί- να τους εξηγήσει γιατί νιώθει μέσα του τόσο θυμό
και γιατί κλειδώνεται στο δωμάτιό του, αρνούμενος να περάσει περισσότερη ώρα
μαζί τους. Εγκλωβισμένος σε μια ρουτίνα χτισμένη στην απουσία πραγματικής
επικοινωνίας και πληγωμένος απ’ την επίγνωση πως δεν μπορεί να μιλήσει στους γονείς
του με ειλικρίνεια για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του, επιλέγει τη σιωπή. Ο
νεαρός γνωρίζει πως αν τους πει πόσο τον πνίγει η διαρκής παρουσία τους και
πόσο πολύ χρειάζεται την ελευθερία του, εκείνοι θα θυμώσουν και θα αισθανθούν προδομένοι.
Ξέρει πως αφού οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν από μόνοι τους πόσο σημαντικό είναι
να τον βοηθήσουν να ακολουθήσει τη δική του αυτόνομη πορεία, πόσο μάταιο θα
είναι να προσπαθήσει να τους το εξηγήσει.
Μένει, έτσι, εγκλωβισμένος σε μια
κατάσταση ψυχικής αδράνειας που σκοτώνει μέσα του τη δυναμική της ηλικίας του
και τη διάθεσή του να φτιάξει τη δική του ζωή.
«Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες. Μέσα
όχι δόντια μα σπυριά, πολλά πολλά σπυριά, όπως εκείνα που στα δώδεκα του
αυλάκωναν το πρόσωπο, κι όποτε γύριζε να δει κατά τον κόσμο, άνθιζαν σαν ντροπή
που αδέξιος υπήρχε.»
Ο νεαρός νιώθοντας πως είναι ανώφελο να
τους μιλήσει για όσα θα έπρεπε οι ίδιοι να γνωρίζουν και να κατανοούν, παραμένει
σιωπηλός να σκαλίζει τις μπάμιες, που μέσα τους δεν έχουν δόντια, αλλά πάρα
πολλά σπυριά, όπως εκείνα που είχαν γεμίσει το πρόσωπό του όταν ήταν δώδεκα
χρονών. Τα σπυριά της ακμής, τα οποία κάθε φορά που έστρεφε το πρόσωπό του να
κοιτάξει τον κόσμο γύρω του εκείνα «άνθιζαν» κι έμοιαζαν πιο κόκκινα,
φανερώνοντας τη ντροπή και την αμηχανία που ένιωθε. Στην αρχή της εφηβείας του,
μη έχοντας ακόμη γνωρίσει τον εαυτό του και μη έχοντας διαμορφώσει την
προσωπικότητά του, αντιδρούσε αμήχανα κι αδέξια στις κοινωνικές του συναναστροφές,
αφού δεν είχε αποκτήσει μια σταθερή αίσθηση της ταυτότητάς του.
«Μπάμιες όπως η γλίτσα της στοργής που
για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής, της ενοχής που
είσαι εσύ και δεν τους μοιάζεις, που θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να
πεινάς δική σου πείνα. Μπάμιες, κουμπωμένος καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει
μα σαπίζει σε μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση.»
Το αίσθημα της στοργής που με δυσκολία
διασφαλίζεται στο πλαίσιο της οικογένειας παρομοιάζεται με τη γλίτσα που έχουν
οι μπάμιες, διότι δεν αποτελεί μια ελεύθερη και αυτονόητη έκφραση αγάπης κι
ενδιαφέροντος, προσφέρεται μόνο υπό προϋποθέσεις. Αν ο νέος θέλει να δέχεται
στοργή από τους δικούς του, οφείλει να υποταχθεί στις απαιτήσεις τους και να ακολουθεί
τις υποδείξεις τους. Οφείλει, επίσης, να βιώνει αισθήματα ενοχής για το ποιος
είναι και για το γεγονός ότι δεν θέλει να ζήσει όπως εκείνοι. Οφείλει να μένει
διαρκώς κοντά τους και να ζει τη ματαίωση των δικών του προσδοκιών για την
απόκτηση της ελευθερίας εκείνης που θα του επιτρέψει να καθορίσει τη ζωή του. Η
επιθυμία του να βρεθεί μακριά τους, να απογυμνωθεί από τις πλείστες υποχρεώσεις
και τα συμπλέγματα που του έχουν φορτώσει⸱ η επιθυμία του να απομακρυνθεί από την
προστασία τους, έστω κι αν αυτό τον φέρει αντιμέτωπο με μεγάλες δυσκολίες, θα
πρέπει να μείνει κρυφή, αν θέλει να λαμβάνει την αγάπη τους.
Η οικογένεια του νέου δεν είναι ούτε
έτοιμη ούτε πρόθυμη να του παραχωρήσει την ελευθερία που τόσο έχει ανάγκη. Αν
θελήσει να τη διεκδικήσει, ξέρει πως θα αισθανθούν πληγωμένοι και θα πάψουν να
του εκφράζουν την αγάπη και τη συμπαράστασή τους. Τον κρατούν δέσμιο κοντά τους
με την υπονοούμενη απειλή πως αν προσπαθήσει να διεκδικήσει την ελευθερία του,
θα χάσει την αγάπη τους.
Έτσι, ο νέος βιώνει μέσα του τον θυμό αυτής
της πραγματικότητας, χωρίς να φανερώνει σε κανέναν τους λόγους που του τον
προκαλούν. Ένας θυμός κουμπωμένος, όπως ο καρπός της μπάμιας. Θυμός, όμως, που
δεν ωριμάζει για να οδηγήσει τον νεαρό σε δράση και σε ενεργή διεκδίκηση της ελευθερίας
του. Ένας θυμός που παραμένει συγκρατημένος μέχρι που σαπίζει και του προκαλεί
συναισθήματα αυτολύπησης και απόγνωσης.
Ο νεαρός αν και γνωρίζει πως αυτό που
χρειάζεται είναι περισσότερη ελευθερία, δεν βρίσκει μέσα του το κουράγιο να έρθει
σε ρήξη με τους δικούς του, καταλήγοντας έτσι να βιώνει την απογοήτευση και τη
θλίψη που του προκαλεί ο εγκλεισμός σε μια περιορισμένη ζωή, υπαγορευμένη και
καθορισμένη σύμφωνα με τη θέληση εκείνων.
Ερμηνευτικό σχόλιο: Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του
κειμένου είναι η αναδυόμενη ανάγκη των εφήβων για ανεξαρτητοποίηση, ιδίως όταν
στο πλαίσιο της οικογένειας απουσιάζει το κλίμα μιας ανοιχτής στον ειλικρινή
διάλογο επικοινωνίας. Στο επίκεντρο του μικροδιηγήματος αυτού τίθεται ο
εφηβικής ηλικίας ήρωας (Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες), ο οποίος βιώνει ενοχικά
και καταπιέζει την επιθυμία του για μεγαλύτερα όρια ελευθερίας (της ενοχής… που
θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα), εφόσον αισθάνεται
πως οι γονείς του δεν είναι σε θέση να τον κατανοήσουν (τι διάβολος τον πιάνει
κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει). Ο εγκλωβισμός του νεαρού ήρωα στο
ασφυκτικό πλαίσιο της οικογένειάς του αποδίδεται μέσα από συνεχείς παρομοιώσεις
με το φαγητό που περισσότερο απεχθάνεται, τις μπάμιες (σαν τη γκριμάτσα της
συνάθροισης γύρω από το τραπέζι / όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου
δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής). Ο ήρωας παραμένει,
λοιπόν, παγιδευμένος σ’ ένα νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον αλληλεξάρτησης και
στενής συνύπαρξης, όπου επικρατεί η ανειλικρίνεια, η απόκρυψη κι η βαθιά
αίσθηση πως για την απουσία πραγματικής ευτυχίας ευθύνονται οι άλλοι, όπως
παραστατικά τονίζεται με τη χρήση μεταφορικών εικόνων: «σου ’ρχεται να πάρεις
το μαχαίρι… να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος
γεύματα κυριακάτικα και αιτιάσεις και παράπονα». Ο νέος βιώνει μέσα του τον
θυμό αυτής της πραγματικότητας, χωρίς, ωστόσο, να οδηγείται σε μια ενεργή
διεκδίκηση της ελευθερίας του. Εσωτερικεύει τα συναισθήματά του και αφήνεται σε
μια μοιρολατρική κατάσταση παραίτησης, όπως τονίζεται με τη χρήση μεταφορικού
λόγου: «Μπάμιες, κουμπωμένος καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει μα σαπίζει σε
μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση».
Πρόκειται για ένα θέμα που ταλανίζει
διαχρονικά πολλές ελληνικές οικογένειες, καθώς απουσιάζει από αυτές η κουλτούρα
του αλληλοσεβασμού και της έγκαιρης συνειδητοποίησης πως ρόλος των γονιών είναι
να προφυλάσσουν τα παιδιά από τις δικές τους ματαιώσεις και να τα προετοιμάζουν
για την έγκαιρη αποδέσμευσή τους από τον οικογενειακό εναγκαλισμό.