Fabrini Crisci
Κωνσταντίνος Καβάφης «Το διπλανό τραπέζι»
Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.
Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.
Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.
A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.
Στο ποίημα «Το διπλανό τραπέζι» ο Καβάφης δημιουργεί έναν γοητευτικό ερωτικό γρίφο, αποκρύπτοντας παράλληλα το φύλο του αγαπημένου προσώπου κι επιτρέποντας έτσι τη διπλή ανάγνωση του ποιήματος.
Το πρόσωπο στο διπλανό τραπέζι είναι μόλις 22 ετών κι όμως ο ποιητής, που βρίσκεται πια σε ώριμη ηλικία, είναι βέβαιος πως σχεδόν άλλα τόσα χρόνια πριν, είχε απολαύσει το ερωτικό του σώμα. Μια εντύπωση που εύλογα δημιουργεί αντιρρήσεις, γι’ αυτό και ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να τη στηρίξει περαιτέρω. Δεν είναι, μας λέει, ούτε αποκύημα ερωτικής έξαψης, ούτε προϊόν μέθης, καθώς είχε μόλις προ ολίγου έρθει στο καζίνο και δεν είχε το χρόνο να πιει πολύ.
«Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.» Η δεύτερη στροφή κλείνει λοιπόν με την ίδια διαβεβαίωση που είχε κλείσει και η πρώτη∙ ο ποιητής είναι βέβαιος πως το ίδιο αυτό σώμα το έχει απολαύσει πολλά χρόνια πριν.
«Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.»
Και παρ’ όλο που δεν μπορεί να θυμηθεί το χώρο που έγινε η εκπλήρωση αυτής της ηδονής, θεωρεί πως το ξέχασμά του αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως η πράξη αυτή δε συνέβη.
Η επιμονή του ποιητή πως έχει απολαύσει το νεανικό σώμα του προσώπου που κάθεται στο διπλανό τραπέζι, έστω κι αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο να έχει συμβεί, λειτουργεί ως ένα ιδιόμορφο ερωτικό déjà vu, που αναδεικνύει την πλήρη παράδοση του ποιητή στην άχρονη αξία της νεανικής ομορφιάς. Η σταθερή προσήλωση του Καβάφη στην αποθέωση του ερωτικού ηδονισμού που προκύπτει από την αρτιότητα του σώματος και την κορύφωση του αισθησιασμού που χαρακτηρίζει τη νεότητα, κατακυριεύει τη σκέψη του και τον παρασύρει σε μια παραίσθηση που ο ίδιος την αντιλαμβάνεται και την αναγνωρίζει ως βιωμένη εμπειρία.
Ο ποιητής που κατέτασσε το ερωτικό κάλλος της νιότης στις πρώτες θέσεις της κλίμακας των αξιών του, ο ποιητής που συνήθιζε να αφήνεται στο κάλεσμα της ηδονικής φαντασίωσης, για να συναντήσει εκ νέου «τες αναμνήσεις του, τα ινδάλματα της ηδονής», έρχεται τώρα να ζήσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Χωρίς να είναι σε κατάσταση μέθης και χωρίς να έχει δοθεί σε μια φαντασίωση θρεμμένη από ερωτική έξαψη, αντικρίζει ένα νεανικό σώμα που είναι απόλυτα βέβαιος πως το έχει απολαύσει πολλά χρόνια πριν.
«A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.»
Έχουμε, έτσι, την αποτύπωση στην ποίηση του Καβάφη ενός ερωτικού προσώπου που ξεπερνά τους χρονικούς περιορισμούς και καθίσταται διαχρονική έκφραση των επιθυμιών του ποιητή. Το ανώνυμο πρόσωπο, για το οποίο δεν έχουμε καμία επιπλέον πληροφορία πέραν από την ηλικία του, ενσαρκώνει τις θελκτικότερες για τον ποιητή αρετές και προβάλλει εμπρός του απόλυτα οικείο και λατρεμένο. Ο ποιητής γνωρίζει κάθε του κίνηση και βλέπει ξανά κάτω από τα ρούχα, γυμνό το αγαπημένο του σώμα.
Έστω κι αν η ηλικία του ερωτικού προσώπου στέκει ως ακλόνητη απόδειξη της παραίσθησης του ποιητή, εκείνος αντικρίζει εμπρός του -υλοποιημένες στην κάθε τους λεπτομέρεια- τις ερωτικές του μνήμες και φαντασιώσεις, κι είναι βέβαιος πως η ηδονική απόλαυση αυτού του σώματος είναι βιωμένη, προσφέροντάς του κιόλας την ξεχωριστή εκείνη αίσθηση της οικειότητας που μόνο η ερωτική πράξη μπορεί να προσφέρει.