Ανδρέας Εμπειρίκος «Ο δρόμος» ως
παράλληλο στον Δαρείο του Κωνσταντίνου Καβάφη
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή,
χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα
αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει,
χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος
εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές)
αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών
και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι.
Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών
μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε
κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί
και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα
ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ,
με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με
άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και
Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε
Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την
Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας,
καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την
διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από
παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά
φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα
χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο
παράγγελμα: "Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των
οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη
των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των
ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την
μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο
τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ
ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’
την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους
οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με
τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε
Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του
Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα
σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες
καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η
Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για
σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο! ω Aρβανιτάκη Xρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ
Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου
Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί,
με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον,
Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα
ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από
παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα
βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις
και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη
του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη
ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν
βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και
απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν
είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’
ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός -
μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν
(πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος
μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε,
κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με
βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες
στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές
κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν
σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα
χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί,
σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και
μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω
από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές
των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των
αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»
Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το
ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Ο
δρόμος» με το ποίημα «Ο Δαρείος» του Κωνσταντίνου Καβάφη.
1. Ειδικότερα, να διερευνήσετε τη θέση
των δύο ποιητών ως προς:
α) την υπεροψία των ανθρώπων και τις αιφνίδιες ανατροπές στη
ζωή τους
β) τη βία
γ) την αξία της ποιητικής δημιουργίας
δ) τη σύνδεση διαφορετικών πολιτισμών
ε) τη θρησκεία
2. Επίσης, να εξετάσετε τη χρήση:
α) της ιστορίας
β) της θεατρικότητας
3. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ακολουθεί στο
ποίημά του την τεχνική του αποσυμβολισμού. Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια ανάλογη
λειτουργία στον Δαρείο του Καβάφη;
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος»
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ).
Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’
αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως —
μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των
μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που
μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι
αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα
σύνορα.
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά
ποιήματα.
Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’
αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.
Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες
λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται,
βοηθήστε μας.—
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το
κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι
έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν
και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
Απαντήσεις:
1. α) Πρόθεση του Καβάφη -πέρα από τα ζητήματα ποιητικής- είναι
να στηλιτεύσει τη στάση εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι, είτε ανήκουν στο χώρο
της πολιτικής είτε αλλού, λησμονούν τη θνητότητά τους, αλλά και το επισφαλές
οποιασδήποτε ανθρώπινης κατάστασης, και επιδεικνύουν μια -μη αποδεκτή
για τον ποιητή- υπεροψία, που τους ωθεί σε υπέρμετρες επιδιώξεις. Ο Δαρείος
για να κατακτήσει την εξουσία θα φανεί αμείλικτος απέναντι στους πιθανούς
αντιπάλους του, το ίδιο κι ο Μιθριδάτης, ο οποίος επιπλέον θα συγκρουστεί με
τους ισχυρούς Ρωμαίους επιδιώκοντας την επέκταση της κυριαρχίας του. Ακόμη κι ο
Φερνάζης δείχνεται υπεροπτικός με τα σχέδιά του να συνθέσει ένα επικό ποίημα -είδος
που τον φέρνει στα χνάρια του Ομήρου-, με το οποίο μάλιστα είναι σίγουρος πως
θα επιβληθεί μια και καλή ως αξιόλογος ποιητής, αποστομώνοντας τους επικριτές
τους.
Η υπεροψία κι η μέθη που αισθάνεται ο
Δαρείος, όταν παραλαμβάνει την εξουσία του περσικού βασιλείου, είναι
για τον Καβάφη συναισθήματα που δεν θα έπρεπε να διακρίνουν τους ανθρώπους,
αν αυτοί πραγματικά αντιλαμβάνονταν πόσο εύκολα ανατρέψιμα είναι τα ανθρώπινα
πράγματα. Κανονικά ο Δαρείος, αν είχε την αρμόζουσα πνευματική καλλιέργεια, θα
έπρεπε να δέχεται την εξουσία ως μια υψηλή και δύσκολη ευθύνη απέναντι στους
πολίτες, συναισθανόμενος πόσο μάταια είναι εν τέλει τα μεγαλεία. Ωστόσο, ο
Δαρείος, ο Μιθριδάτης, ο Φερνάζης και πάμπολλοι άλλοι άνθρωποι στην πορεία των
χρόνων παρασύρονται από ένα συναίσθημα, που σίγουρα δεν είναι θεμιτό για τους
ανθρώπους, αφού η ευημερία, η καλοτυχία, αλλά κι η ίδια η ζωή των ανθρώπων
μπορούν να παύσουν ανά πάσα στιγμή.
Κι αυτή ακριβώς τη σκέψη επιχειρεί να
μας δώσει μ’ έναν εξαιρετικά παραστατικό τρόπο ο Ανδρέας Εμπειρίκος, συμβολίζοντας την πορεία της ζωής μ’
έναν δρόμο∙ πορεία που είναι κοινή για όλους -ανεξάρτητα από τις επιμέρους
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη ζωή κάθε ανθρώπου- υπό
την έννοια πως είναι μια πορεία φθοράς με κοινό και αναπόδραστο τέλος. Πώς
μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αφήνεται στην υπεροψία, και πώς μπορεί να αποζητά
υπερβολική εξουσία, δύναμη και πλούτο, όταν εντελώς ξαφνικά -μια οποιαδήποτε
στιγμή- μπορεί να επέλθει το τέλος της ζωής του: έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια
πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα,
όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα
χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Τόσο ο Καβάφης, όσο και ο Εμπειρίκος,
έχοντας επίγνωση των αιφνίδιων ανατροπών που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ανθρώπων,
προτείνουν σύνεση και μετρημένη συμπεριφορά, αφού το δίχως άλλο, όλοι οι
άνθρωποι έχουν ένα κοινό δρόμο, μια κοινή πορεία να διανύσουν, η οποία αργά ή
γρήγορα θα τους φέρει στο ίδιο τέλος. Η υπεροψία κι η μέθη της εξουσίας, η
υπεροψία της δόξας ή του πλούτου, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν το τέλος για
κανέναν άνθρωπο. Και μπροστά σ’ αυτή την τελική στιγμή του θανάτου, όλοι οι
άνθρωποι ταπεινώνονται και -πιθανώς- συνειδητοποιούν πως τίποτε το επιπλέον που
θέλησαν ν’ αποκτήσουν δεν έχει πια σημασία: «Kαι οι καλούμενοι, με
βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις
ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες
ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και
σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις
γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.»
β) Κι οι δύο ποιητές εντάσσουν μέσα στα στοιχεία που
ανατρέπουν τη ζωή, τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις των ανθρώπων τη βία που
με τρόπο αιφνίδιο μεταβάλλει ή απειλεί τη μέχρι τότε κατάσταση. Η βία μπορεί να
λαμβάνει τη μορφή του πολέμου: «Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά. / Αλλά να
δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια / στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. /
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.», ή να έχει έτερες μορφές που δεν έχουν
βέβαια την έκταση μιας πολεμικής σύγκρουσης, αλλά συνιστούν και πάλι έναν
εξαιρετικά επικίνδυνο παράγοντα για την πορεία των ατόμων: «Kαμιά φορά φωνές
ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την
βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον
τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν
μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες...».
Όπως, λοιπόν, επισημαίνει ο Εμπειρίκος,
ο δρόμος της ζωής «δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας», κι οι άνθρωποι δεν έχουν ν’ ανησυχούν
μόνο για το θάνατο, καθώς η βία -ακόμη κι αν δεν επιφέρει το τέλος τους- μπορεί
ωστόσο να ανατρέψει πλήρως τη ζωή τους.
γ) Ο Καβάφης παρουσιάζοντας με τρόπο ειρωνικό τις σκέψεις και
την προσδοκία του Φερνάζη να χρησιμοποιήσει την ποίηση για να επιτύχει την
προσωπική του ανάδειξη, επιχειρεί να τονίσει πως για έναν πραγματικό
θεράποντα της ποιητικής τέχνης τέτοιου είδους κενόδοξες φιλοδοξίες δεν έχουν
και δεν πρέπει να έχουν καμία σημασία. Η ποίηση είναι μια τέχνη που οφείλει
κανείς να την υπηρετεί με απόλυτο σεβασμό, χωρίς να θυσιάζει την αλήθεια της
προκειμένου να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα. Ο Φερνάζης λειτουργεί οπότε
-στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος- ως το αρνητικό παράδειγμα εκείνων των
δημιουργών που προδίδουν την τέχνη τους.
Αντιστοίχως και ο Ανδρέας Εμπειρίκος
τονίζει την ιδιαίτερη αξία της ποίησης και των αφοσιωμένων δημιουργών της: «Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός,
σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο,
όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν
αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα
κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και
των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»
Ο δρόμος παραμένει ασυγκίνητος και
άκαμπτος μπροστά στον πόνο των ανθρώπων,
και μαλακώνει μόνο κάτω απ’ το έντονο φως της αθανασίας που συνοδεύει το
πέρασμα των ποιητών. Εκείνων των ποιητών μάλιστα που η ψυχή τους είναι ένα με
τα κορμιά τους, εκείνων των ποιητών που γεύτηκαν ολόψυχα τη ζωή μα δεν άφησαν
τις εντυπώσεις του πόνου και της ευδαιμονίας να χαθούν υποταγμένες στο
φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι οι ποιητές που δάμασαν τις
φευγαλέες στιγμές της ζωής, τις μετουσίωσαν σε λόγο και τις προσέφεραν δώρο
αθάνατο στους κατοπινούς.
Το δώρο της αθανασίας δίνεται λοιπόν
μόνο σ’ εκείνους τους ποιητές που συνέδεσαν την τέχνη τους πλήρως με τη ζωή
τους περνώντας στους στίχους τους το πολύτιμο απόσταγμα απ’ το συνονθύλευμα
εντυπώσεων αισθητικών και πνευματικών που συνιστούν τη ζωή και φέρνουν τον
άνθρωπο -όχι συχνά- σε μικρές κορυφώσεις πλέριας αισθητικής απόλαυσης ή
πνευματικής διαύγειας. Σκέψεις απόλυτης καθαρότητας, αισθήματα αγνής
ευδαιμονίας ή πόνου που καθηλώνουν την ψυχή του ανθρώπου, διασώθηκαν απ’ τους
εκλεκτούς ποιητές κι έλαβαν μορφή στο έργο τους.
Έτσι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που
είτε αφήνονται στη χαρά της ζωής είτε αφήνουν τη ζωή να τους προσπεράσει
μένοντας προσκολλημένοι σε μια ανώφελη αδράνεια, χωρίς ποτέ να σκεφτούν να
αντικρίσουν το θαύμα της ζωής ως μιαν ανεπανάληπτη πηγή σωματικών και πνευματικών
ερεθισμάτων, ο απόηχος των οποίων δεν πρέπει να χαθεί, οι αγνοί ποιητές, οι
αμόλυντοι απ’ την κενότητα της δόξας, ζουν με τη μέγιστη πληρότητα, μα κρατούν,
συλλέγουν και αισθάνονται βαθιά μέσα τους κάθε ψηφίδα του ανθρώπινου θαύματος. Κοιτούν
με θάρρος το εφήμερο πέρασμά τους και μορφοποιούν το έργο τους βαπτίζοντάς το
στο μοναδικό υλικό των εμπειριών που έχουν ευλαβικά μαζέψει στην ψυχή τους.
Η θνητότητα και το παροδικό της ύπαρξής
μας δεν μπορεί να είναι αιτία αδιαφορίας απέναντι σ’ εκείνους που έρχονται,
απέναντι στις γενιές που ακολουθούν, κι αυτό το γνωρίζουν και το σέβονται
απόλυτα οι αγνότεροι των ποιητών, που συσχετίζονται μάλιστα απ’ τον Εμπειρίκο
με τους Άγιους Πάντες, με τους ανθρώπους εκείνους που μαρτύρησαν για το
χριστιανισμό, μα που το όνομά τους έμεινε άγνωστο. Η διάθεση αυτοθυσίας κι η
πίστη σε μιαν ανώτερη αξία και δύναμη, που γέμισε με δύναμη την ψυχή των
μαρτύρων, επιτρέποντάς τους να πεθάνουν στο όνομα του Θεού τους, δονεί
εν τέλει και την ψυχή των «αχράντων» ποιητών, οι οποίοι δεν αφήνουν την
επίγνωση του θανάτου, την επίγνωση της θνητότητας, να ματαιώσει τη διάθεσή τους
για προσφορά και για την επίπονη εκείνη πνευματική εμβάθυνση που
πληρώνεται ακριβά σε χρόνο, σε χρόνο πολύτιμο και αναντικατάστατο.
δ) Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος ο Δαρείος Α΄, ο Μιθριδάτης
ΣΤ΄, αλλά και ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης με το περσικό όνομα, καθιστούν
εμφανή και κυρίαρχη την παρουσία του ανατολικού στοιχείου. Ωστόσο, ήδη
με τον Μιθριδάτη το ελληνικό στοιχείο διαπλέκεται με το ανατολικό, καθώς ο
βασιλιάς αυτός αντλούσε την καταγωγή του τόσο από την ανατολή, μέσω της γραμμής
που τον συνέδεε με τον Δαρείο, όσο και από την Ελλάδα μέσω της μητέρας του, της
Λαοδίκης. Η Λαοδίκη, κόρη του Αντιόχου Δ΄, αποτελούσε μέλος της οικογένειας των
Σελευκιδών, οι ρίζες της οποίας ξεκινούσαν από τη Μακεδονία. Ο Μιθριδάτης,
λοιπόν, χάρη στη μητέρα του είχε εκπαιδευτεί κατά τα ελληνικά πρότυπα και
γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Στην ελληνική γλώσσα, άλλωστε,
επιλέγει να συνθέσει το επικό του ποίημα και ο Φερνάζης, τιμώντας με αυτό
τη διπλή καταγωγή του Μιθριδάτη. Το θέμα του ποιήματος είναι ο Δαρείος, ώστε να
επαινεθεί η σύνδεσή του με τον οίκο των Αχαιμενιδών, αλλά συντίθεται σε
ελληνική γλώσσα, ώστε να επαινεθεί και η σύνδεσή του με τη Μακεδονία και τον
οίκο των Σελευκιδών.
Ο ποιητής Φερνάζης εντάσσει τον εαυτό
του στους Καππαδόκες -η Βόρεια Καππαδοκία ήταν κομμάτι του βασιλείου του
Μιθριδάτη-, προσεύχεται στους θεούς της Ασίας, χρησιμοποιεί ωστόσο την ελληνική
γλώσσα ως μέσο ποιητικής έκφρασης.
Ο Καβάφης, συνάμα, τοποθετεί τη δράση
του ποιήματος στην Αμισό μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ποντιακού
βασιλείου, η οποία είχε ιδρυθεί αρκετούς αιώνες πριν από Έλληνες αποίκους. Το
ελληνικό στοιχείο, άλλωστε, ήταν ισχυρό σε αρκετές πόλεις του Πόντου, ενώ
πολλοί κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής είχαν εξοικειωθεί με τον ελληνικό
πολιτισμό χάρη και στις προσπάθειες του Μιθριδάτη ΣΤ΄.
Κι ενώ ο Καβάφης ενδιαφέρεται κυρίως να
δείξει την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στις περιοχές της Ασίας, ο
Εμπειρίκος επιθυμεί να περάσει ένα πανεθνικό μήνυμα προβάλλοντας εμφατικά το
κοινό στοιχείο της ανθρώπινης πορείας. Η πανανθρώπινη διάσταση του
μηνύματος του ποιητή γίνεται εύλογα αντιληπτή από το γεγονός πως δεν υπάρχει
καμία χώρα, καμία πόλη, όσο απομακρυσμένη, μικρή ή ένδοξη κι αν είναι, που να
μη διατρέχεται από το δρόμο αυτόν, από το δρόμο του ανθρώπινου βίου. Ο
δρόμος περνά από παντού, από την Ελλάδα, τη Ρωσία, την Αγγλία, την Κίνα, την
Κολομβία, το Μεξικό, τις οροσειρές που διασχίζουν το Μεξικό, τη Χιλή και το
Περού, καθώς κι από τόπους ιερούς, όπως είναι οι Δελφοί και η Δωδώνη, αλλά και
τόπους ένδοξους όπως είναι τα Σάλωνα (Άμφισσα), τόπος δράσης του Αθανάσιου
Διάκου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και της γέφυρας της Αλαμάνας, χώρος όπου ο
Αθανάσιος Διάκος συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, βρίσκοντας
μαρτυρικό θάνατο. Ο δρόμος φτάνει ακόμη και στο κοσμοπολίτικο και ξακουστό
Παρίσι, καλύπτοντας έτσι κάθε πιθανό προορισμό και μη διαχωρίζοντας ανάμεσα σε
πλούσιες και φτωχές περιοχές.
Ο ποιητής απαριθμεί περιοχές απ’ όλο
τον κόσμο, θέλοντας να τονίσει, όσο γίνεται πιο εμφατικά, την κοινή πορεία των
ανθρώπων και να φέρει έτσι τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με μια σκέψη, που
αν και δε διατυπώνεται, κυριαρχεί σ’ όλο το κείμενο: πώς γίνεται να εμμένουμε
στις μεταξύ μας διαφορές, όταν είναι τόσο σαφές πως όλοι έχουμε την ίδια μοίρα.
Όλοι είμαστε εφήμεροι και εξίσου αδύναμοι μπροστά στο σαρωτικό πέρασμα του
θανάτου∙ όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, Έλληνες ή μη, κινούμαστε στον ίδιο ακριβώς
δρόμο, που επιφυλάσσει ακριβώς το ίδιο τέλος για όλους.
ε) Ο Καβάφης χρησιμοποιεί την αναφορά στη θρησκεία: «Θεοί
μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας», για να τονίσει πως ο Φερνάζης παρά
τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και παρά την εκτίμηση που έχει για τον ελληνικό
πολιτισμό, δεν παύει να είναι ένας Ασιάτης∙ ο οποίος τη στιγμή του φόβου
επιστρέφει στους προγονικούς του θεούς και ζητά τη βοήθειά τους. Ο ελληνικός
πολιτισμός έχει υπερισχύσει, αλλά δεν έχει απαλείψει ό,τι επί της ουσίας
συνιστά την ιδιαίτερη ταυτότητα των κατοίκων της Ασίας.
Ο Εμπειρίκος από την άλλη αξιοποιεί την
αναφορά στη θρησκεία: «των
ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών
Aγίων Πάντων», για να συνδέσει τη διάθεση προσφοράς, το πνεύμα αυτοθυσίας και
την ένταση των δοκιμασιών που έχουν περάσει οι άνθρωποι που θεωρήθηκαν Άγιοι,
με τις ανάλογες ποιότητες των πραγματικών «των ακραιφνών και των αχράντων»
ποιητών, οι οποίοι στη σκέψη του ποιητή είναι αδέρφια με τους Άγιους.
Αδελφοποίηση που φανερώνει την κλιμάκωση της αφοσίωσης στην οποία φτάνουν οι
πραγματικοί ποιητές προκειμένου να δώσουν στο έργο τους την αλήθεια της ψυχής
τους.
2. α) Η χρήση της ιστορίας από τον Καβάφη είναι ένα μέσο
αποστασιοποίησης απ’ τα παροντικά γεγονότα κι από επικαιρικούς συσχετισμούς που
θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ακέραιη μετάδοση των συλλογισμών του ποιητή.
Είναι συνάμα κι ένας τρόπος για να διασφαλίσει την καθολικότητα και τη
διαχρονικότητα των σκέψεων που παρουσιάζει στο ποίημά του. Ο Καβάφης, άλλωστε,
αξιοποιεί συχνά την ιστορία για να αντλήσει συμπεριφορές, περιστατικά και
γεγονότα που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς σημαντικών μηνυμάτων
για το σύγχρονο αναγνώστη.
Ο Εμπειρίκος, ωστόσο, δεν χρησιμοποιεί
την ιστορία όπως ο Καβάφης, για να αποδεσμευτεί απ’ τους συσχετισμούς του
παρόντος, αλλά περισσότερο
για να θυμίσει (κι εμμέσως να τιμήσει) πρόσωπα και γεγονότα ενός όχι και τόσο
απομακρυσμένου παρελθόντος. Η ιστορική αναφορά δεν γίνεται εδώ μέσο
αποστασιοποίησης, αλλά μέσο εμπλουτισμού της εμπειρίας των αναγνωστών. Έτσι, ο
Εμπειρίκος μας θυμίζει τη δράση των ληστών που λυμαίνονταν κατά τον 19ο αιώνα
τις επαρχιακές κυρίως περιοχές του τότε πρόσφατα ιδρυθέντος ελληνικού κράτους.
Ληστές που προκαλούσαν τρόμο στους διαβάτες, όταν τους πρόσταζαν να σταματήσουν
κάθε κίνηση, κι υπό την απειλή όπλων ή μαχαιριών τους αφαιρούσαν χρήματα ή ό,τι
άλλο τύχαινε να έχουν μαζί τους. Ληστές που έμοιαζαν, ως προς το ντύσιμο και τη
μορφή, με τους ένδοξους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, αλλά δε βρίσκονταν
εκεί για να πολεμήσουν με Τούρκους στρατιώτες, όπως έκαναν κάποτε τα παλικάρια
του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
β) Με την εναλλαγή στις αφηγηματικές φωνές και
το πέρασμα από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ποιητής προσδίδει
ζωντάνια και παραστατικότητα στο ποίημα. Στη θεατρικότητα συμβάλλει και η
αναπάντεχη είσοδος του υπηρέτη, ο οποίος καταφτάνει τρέχοντας, όπως και η
προσφώνηση του Φερνάζη προς τους θεούς της Ασίας. Επιπλέον, ο Καβάφης
φροντίζει με τους μονολόγους του Φερνάζη (οι σκέψεις κι οι προβληματισμοί του
φανταστικού ποιητή), με τις ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και τη
σκηνοθετική παρουσίαση της κίνησης των προσώπων (που μπαίνει / τρέχοντας), να
δημιουργήσει παραστατικές εικόνες στους αναγνώστες, πλούσιες σε κινήσεις,
λόγια, σκέψεις και διαλόγους (ή εσωτερικούς μονολόγους).
Η θεατρικότητα δίνει την αναγκαία
ζωντάνια στο ποίημα και
ενισχύει την εντυπωτική του δυνατότητα, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να παραστήσει
στη σκέψη του τα γεγονότα και να αισθανθεί τα δραματικά απρόοπτα, την ανησυχία
και την ταραχή του Φερνάζη. Πρόκειται για ένα στοιχείο που αξιοποιείται σταθερά
στην ποίηση του Καβάφη, και το οποίο ενυπάρχει και στο ποίημα του Εμπειρίκου.
Εντοπίζουμε, λοιπόν, στο ποίημα «Ο
δρόμος» λόγια προσώπων ("Στον
τόπο!" / "Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας.
Eμπάτε."), αλλά και πληθώρα εικόνων κίνησης («προς
μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς
τους», «μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με
Bέσπες και με κάρρα» κ.ά) ή εικόνες μ’ έντονο το στοιχείο της
σκηνοθεσίας («που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από
την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου», «και
ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα» κ.ά).
Στοιχεία με τα οποία το ποίημα αποκτά εμφανή θεατρικότητα και μπορεί να
προσληφθεί απ’ τον αναγνώστη ως μια σειρά επεισοδίων ή σκηνών, που αν και δεν
έχουν μεταξύ τους εμφανή χρονική ή τοπική σύνδεση, υπηρετούν ωστόσο τη μετάδοση
των κεντρικών θεματικών.
3. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ακολουθεί στο
ποίημά του την τεχνική του αποσυμβολισμού. Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια ανάλογη
λειτουργία στον Δαρείο του Καβάφη;
Ο Εμπειρίκος στο ποίημά του ακολουθεί
την τεχνική του αποσυμβολισμού,
υπό την έννοια πως καθιστά προφανή το συμβολισμό τόσο του δρόμου -τη σύνδεσή
του δηλαδή με την πορεία της ανθρώπινης ζωής- όσο και επιμέρους στοιχείων, όπως
είναι για παράδειγμα οι μαύρες γόνδολες στο ύστατο όραμα των ανθρώπων, όπου
χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής: «πήγα να πω σαν νεκροφόρες», επεξηγώντας
έτσι πως πρόκειται ουσιαστικά για το τελευταίο ταξίδι, για το πέρασμα στον άλλο
κόσμο. Πρόθεση του Εμπειρίκου, επομένως, δεν είναι να θέσει έναν ποιητικό γρίφο
στους αναγνώστες του, αλλά με τρόπο παραστατικό και εναργή να τους τονίσει πως
ο δρόμος της ζωής είναι κοινός για όλους, όπως ακριβώς και το τέρμα αυτού του
δρόμου.
Αντιθέτως, ο Καβάφης στο δικό του
ποίημα επιδιώκει και επιτυγχάνει με τη χρήση πολλαπλών επιπέδων ειρωνείας να
δημιουργήσει ένα αμφίσημο κλείσιμο στο ποίημα, μη επιτρέποντας στον αναγνώστη να καταλάβει ξεκάθαρα αν ο
Φερνάζης καταλήγει να επιλέξει την αλήθεια μένοντας πιστός στην ποιητική τέχνη
ή αποβλέποντας και πάλι στο προσωπικό του συμφέρον, επειδή προσβλέπει σε μια
πιθανή αλλαγή στην εξουσία του βασιλείου.
Έτσι, στον αντίποδα της απόλυτης
σαφήνειας που επιχειρεί ο Εμπειρίκος, ο Καβάφης χρησιμοποιώντας την ειρωνεία,
δημιουργεί εντυπώσεις και αμφισημίες τις οποίες δεν επιθυμεί να αποσαφηνίσει,
καθώς μέσω αυτών εμπλουτίζει τα επίπεδα ανάγνωσης και πρόσληψης του ποιήματος.
Δεν είναι, άλλωστε, μόνο η στάση και τα κίνητρα του Φερνάζη υπό αμφισβήτηση∙
ακόμη και ο ίδιος ο Καβάφης, ενώ επιδιώκει με την αξιοποίηση της
αποστασιοποίησης να αποτρέψει οποιαδήποτε συσχέτισή του με τον φανταστικό
Φερνάζη, δεν αποκλείει τελείως τις συσχετίσεις μαζί του, αφήνοντας έτσι ανοιχτό
το ενδεχόμενο να λειτουργεί σε κάποιο -περιορισμένο έστω- βαθμό ως προσωπείο
του.