Κωνσταντίνος Καβάφης «Ρωτούσε για την ποιότητα –»
σε θέσι ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη
(ως οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα τυχερά)
βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά
που όλο το απόγευμα ήταν σκυμμένος:
βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά
και χάζευε στον δρόμο. – Έμορφος⸱
κ’ ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φθασμένος
στην πλήρη του αισθησιακίν απόδοσι.
Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει.
παρόδους που οδηγούσαν προς την κατοικία του.
όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα
ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς,
είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή
όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε, και ζητούσε
τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια.
και τι κοστίζουν⸱ με φωνή πνιγμένη,
Κι ανάλογα ήλθαν η απαντήσεις,
αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,
με υπολανθάνουσα συναίνεσι.
μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντήλια⸱ να πλησιάζουν
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Ο νεαρός ήρωας είναι όμορφος και έχει ενδιαφέρουσα παρουσία, καθώς στα είκοσι εννιά του χρόνια βρίσκεται πια στην κορύφωση της «αισθησιακής του απόδοσης». Η γοητευτική παρουσία του, επομένως, είναι εύλογο πως ελκύει την προσοχή των άλλων και του προσφέρει κάποια διαφορετική ικανοποίηση στο πλαίσιο της φτωχικής ζωής του.
Η μοναχική, νωχελική πορεία του νεαρού ήρωα στον δρόμο προς το σπίτι του, αν και αρχικώς μοιάζει να αποσκοπεί μόνο στο να αποδιώξει την ανία της κουραστικής εργασίας, τον οδηγεί μπροστά από ένα μικρό μαγαζί, όπου ο ήρωας αντικρίζει ένα πρόσωπο που τραβάει αμέσως την προσοχή του.
Με την εισαγωγική αφηγηματική παρουσίαση της κατάστασης του ήρωα και την περιγραφή της εμφάνισής του, ο ποιητής ακολουθεί ένα σχετικά σταθερό μοτίβο των ερωτικών του ποιημάτων. Η συνάντηση των δύο νέων προετοιμάζεται με ένα αδρό αφηγηματικό πλαίσιο και ακολούθως η προσοχή του ποιητή εστιάζεται στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Ενδιαφέρουσα, συνάμα, είναι η τάση του ποιητή να δημιουργεί ποικίλες εικόνες τέτοιων συναντήσεων με κοινό πάντα παρονομαστή την ερωτική έλξη ανάμεσα στα νεανικά πρόσωπα.
όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα
ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς,
είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή
όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε, και ζητούσε
τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια.»
Το ωραίο πρόσωπο και το θελκτικό σώμα («μορφή») που αντικρίζει ο ήρωας αποτελούν επαρκές κίνητρο για να τον οδηγήσουν μέσα στο μαγαζί («τον έσπρωξαν και εισήλθε»), όπου παραμένει με την πρόφαση πως ενδιαφερόταν να δει χρωματιστά μαντήλια.
και τι κοστίζουν⸱ με φωνή πνιγμένη,
Κι ανάλογα ήλθαν η απαντήσεις,
αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,
με υπολανθάνουσα συναίνεσι.»
μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντήλια⸱ να πλησιάζουν
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.»
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.»