Πλάτων Πρωταγόρας 322a-323a (Το δώρο του Δία)
Όσα είχαν επιτευχθεί ήταν σημαντικά, αλλά δεν ήταν αρκετά. Απέβλεπαν κυρίως στην αυτοσυντήρηση των ανθρώπων, οι οποίοι ζούσαν διασκορπισμένοι, και στο πλαίσιο αυτό εκδηλώθηκαν οι πρώτες ομάδες συμβίωσης χωρίς όμως σταθερές δομές, για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των ζώων. Ωστόσο, οι άνθρωποι γίνονταν επιθετικοί και βίαιοι μεταξύ τους και συνεπώς επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον. Έτσι, μαζί με τον φυσικό κίνδυνο από τα άγρια θηρία, ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τώρα και τον κοινωνικό κίνδυνο που απέρρεε από την τυχαία και χωρίς οργάνωση συνύπαρξή του με τους ομοίους του. Ακόμη μία φορά ήταν αντιμέτωπος με την πρόκληση της επιβίωσής του.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής -πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική- ἐζήτουν δὴ ἀθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἀθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο.
Και επειδή ο άνθρωπος κρατεί από θεϊκή μοίρα, πρώτα πρώτα ένεκα της συγγένειας προς τον θεό, μόνος από τα ζώα πίστεψε θεούς, και προσπαθούσε να ιδρύει και βωμούς και αγάλματα θεών∙ έπειτα γλήγορα κατώρθωσε να διαρθρώσει με τη γνωστή τέχνη φωνή και λέξεις, και βρήκε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και στρωσίδια και τις τροφές από τη γη. Έτσι εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι∙ δεν υπήρχαν όμως πόλεις. Καταστρέφονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί παντού και πάντα ήταν ασθενέστεροι απ’ αυτά∙ οι τεχνικές τους δεξιότητες, καλός βοηθός για τον πορισμό τροφής, υστερούσαν στον πόλεμο με τα θηρία⸱ γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που μέρος της είναι η πολεμική. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν πολλοί μαζί και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις⸱ όταν όμως μαζεύονταν, αδικούσαν ένας τον άλλον, γιατί δεν είχαν την πολιτική τέχνη, ώστε πίσω πάλι σκορπίζονταν εδώ και κει και καταστρέφονταν.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ’ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών. κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ’ όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ’ αυτούς⸱ κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ’ ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία⸱
κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου. τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.
Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστεί εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ’ όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του. γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν -όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα- λίγοι έχουν μερίδιο απ’ αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»
Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και γιατί και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται συζήτηση για θέμα που χρειάζεται αξιοσύνη αρχιτέκτονα ή κάποιου άλλου τεχνίτη, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύουν⸱ κι αν πάει να δώσει συμβουλή κάποιος έξω απ’ αυτούς τους λίγους, χαλούν τον κόσμο, όπως λες -με το δίκιο τους, νομίζω. Όταν όμως είναι να δώσουν γνώμη για θέμα που χρειάζεται πολιτικήν αξιοσύνη, και που πρέπει απ’ την αρχή ως το τέλος να το πραγματευθούν με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, δίνουν το ελεύτερο να μιλήσει ο καθένας, και μ’ όλο τους το δίκαιο⸱ γιατί όλοι πρέπει να ’χουν το μερίδιό τους σ’ αυτή την αρετή⸱ αλλιώς δεν στέκονται οι πολιτείες. Αυτή είναι η αιτία για ό,τι συμβαίνει, Σωκράτη.
ανώτερο και από την επιστήμη και από τον νου, παρά ο θεός;» (Ἠθικὰ Εὐδήμια 1248a26-29, μετάφραση Β. Μπετσάκος).
Η μόνη επιλογή για τους ανθρώπους, επομένως, ήταν η συγκέντρωσή τους και η δημιουργία πόλεων. Μια επιλογή, όμως, που παρά τα πολλαπλά οφέλη της, έμοιαζε ανεφάρμοστη, καθώς μόλις οι άνθρωποι συναθροίζονταν κι επιχειρούσαν να ζήσουν όλοι μαζί, άρχιζαν να αδικούν ο ένας τον άλλο, δημιουργώντας εχθρικές διαθέσεις που τους ωθούσαν να διασκορπιστούν εκ νέου, αφήνοντας και πάλι τους εαυτούς τους έκθετους στις επιθέσεις των ζώων.
Η δημιουργία πόλεων και η ικανότητα των ανθρώπων να συμβιώσουν, χωρίς την ύπαρξη αντιδικιών μεταξύ τους, απαιτούσε την κοινωνική τους ωρίμανση. Εκείνο που καθιστούσε αδύνατη τη συνύπαρξή τους, ήταν η έμφυτη διάθεση του ανθρώπου να επιδιώκει την ικανοποίηση των επιθυμιών του, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις του στους άλλους. Ο κάθε άνθρωπος, δηλαδή, θέλει να είναι απόλυτα ελεύθερος, χωρίς να θέτει όρια στη δράση και στις επιθυμίες του. Εντούτοις, στα πλαίσια μιας κοινωνίας, οι άνθρωποι οφείλουν να περιορίζουν τον εαυτό τους, σεβόμενοι το γεγονός ότι κάθε μέλος της έχει αντίστοιχες ανάγκες, επιθυμίες κι ελευθερίες.
Για να μπορέσουν, επομένως, οι άνθρωποι να συμβιώσουν αρμονικά, οφείλουν να αναπτύξουν την έννοια της πολιτικής. Με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό, αλλά και την ουσιαστική αντίληψη ότι ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο, οφείλουν να θεμελιώσουν τους κανόνες εκείνους που θα τους επιτρέψουν να συνυπάρχουν, χωρίς ο ένας να καταπατά τα θεμελιώδη δικαιώματα του άλλου. Η κοινωνική συνύπαρξη, άλλωστε, σημαίνει κατανόηση του γεγονότος ότι κάθε πολίτης έχει δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις.
Στις πρώτες απόπειρες για τη συγκρότηση κοινωνιών οι άνθρωποι ήθελαν να εξασφαλίσουν τα οφέλη της συνύπαρξης, τη δυνατότητα δηλαδή να αντιμετωπίζουν τους κοινούς τους εχθρούς, χωρίς όμως να είναι έτοιμοι να αποδεχτούν και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μια τέτοια συνύπαρξη.
Έτσι, με την παρέμβαση του Δία, οι άνθρωποι θα γνωρίσουν μια βαθιά εσωτερική εξέλιξη, στα πλαίσια της οποίας θα αποκτήσουν την αίσθηση του σεβασμού και της ντροπής απέναντι στο συνάνθρωπό τους και παράλληλα θα αισθανθούν την ανάγκη να διέπονται οι μεταξύ τους σχέσεις από δικαιοσύνη. Η ηθική αυτή εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της πολιτικής τέχνης και το συνεπαγόμενο πέρασμα σε μια κοινωνική οργάνωση που δε χαρακτηρίζεται πλέον από πνεύμα προστριβών και αδικίας.
Αντιθέτως, όταν η συζήτηση αφορά θέματα που σχετίζονται με την πολιτική, τότε ακούν τη γνώμη όλων των συμπολιτών τους, καθώς οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται για τα ζητήματα πολιτικής βασίζεται στη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, αρετές που κατέχουν όλοι οι πολίτες. Διότι, αν δεν κατείχαν όλοι οι πολίτες τις αρετές αυτές, τότε δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις, μιας και η συνύπαρξη των ανθρώπων θα καθίστατο αδύνατη από τις συνεχείς αδικίες.
Με την έκφραση θεία μοῖρα ο Πρωταγόρας αναφέρεται στη φωτιά και την έλλογη ικανότητα της χρήσης της (ἔμπυρος τέχνη), που ο άνθρωπος είχε πάρει από τους θεούς Ήφαιστο και Αθηνά.
ανώτερο και από την επιστήμη και από τον νου, παρά ο θεός;» (Ἠθικὰ Εὐδήμια 1248a26-29, μετάφραση Β. Μπετσάκος).
Αντίστοιχα, το αίσθημα της δίκης, έθεσε όρια στους ανθρώπους και τους ώθησε να αντιληφθούν πως δεν μπορούν και δεν πρέπει να αδικούν τους συμπολίτες τους, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις δικές τους επιθυμίες.
Με την παράλληλη λειτουργία των δύο αυτών εννοιών οι άνθρωποι κατανόησαν την αξία της ηθικής συμπεριφοράς, κυρίως μέσα από το αίσθημα ικανοποίησης που λάμβαναν κάθε φορά που οι πράξεις τους κινούνταν στα πλαίσια του δικαίου και του αλληλοσεβασμού. Η ηθική αυτή επιβράβευση, η εσώτερη αναγνώριση πως οι πράξεις τους αποτελούν ορθές επιλογές, οδήγησε σταδιακά σε μια εξισορρόπηση την πληθώρα προσωπικοτήτων που συναποτελούσαν την οργανωμένη κοινωνία και συγχρόνως έδωσε στις φιλικές επαφές το αναγκαίο υπόβαθρο αλληλοσεβασμού για να ευδοκιμήσουν.
Ο τραγικός ποιητής Μοσχίων έζησε πιθανότατα τον 3ο αι. π.Χ. και από τα έργα του σώζονται λίγα αποσπάσματα. Οι παρακάτω στίχοι, ίσως από την τραγωδία του Φεραῖοι, επιδιώκουν να δικαιολογήσουν το έθιμο και τον νόμο περί ταφής. Για να πετύχουν τον ποιητικό σκοπό, υιοθετούν μία άποψη ορισμένων φιλοσόφων για την καταγωγή του πολιτισμού: περιγράφουν μια υποτιθέμενη πρωταρχική «φυσική» αλλά θηριώδη κατάσταση της ανθρωπότητας και παρακολουθούν τη σταδιακή εξέλιξή της έως την πολιτισμένη συμβίωση σε οργανωμένες κοινωνίες.
πώς άρχισε και πώς εδραιώθηκε ο θνητός βίος.
Ήτανε κάποτε μια εποχή που οι θνητοί
είχαν συνήθειες όμοιες με τα ζώα,
που κατοικούσαν σε σπηλιές πάνω στα όρη (5)
και σε ανήλιαγα φαράγγια· γιατί δεν υπήρχε ακόμη
ούτε το στεγασμένο σπίτι ούτε η απλόχωρη πόλη
οχυρωμένη με πέτρινους πύργους.
Το γαμψό άροτρο δεν έσχιζε το σκούρο χώμα,
που τρέφει το καρπερό σιτάρι, (10)
και το φιλόπονο σίδερο δεν φρόντιζε
τις χλοερές σειρές της βακχικής αμπέλου.
η γης ήτανε στείρα, σκληρή, αφιλόξενη.
Η σαρκοβόρος βρώση τους επρόσφερε αλληλοκτόνα δείπνα. (15)
Ο νόμος ήταν ανίσχυρος, η βία μοιραζόταν τον θρόνο με τον Δία.
τον αδύναμο τον κατασπάραζαν οι ισχυρότεροι.
Όταν όμως ο χρόνος, που γεννάει και τρέφει τα πάντα,
έστρεψε τον θνητό βίο σε δρόμο αντίστροφο,
είτε επιστρατεύοντας τον στοχασμό του Προμηθέα (20)
είτε την ανάγκη είτε με τη μακρόχρονη τριβή
καθιστώντας διδάσκαλο την ίδια τη φύση,
τότες ευρέθη ο καρπός της ήμερης τροφής της αγνής Δήμητρας,
ευρέθηκε η γλυκιά πηγή του Βάκχου, (25)
η γη, έως τότε άσπαρτη,
οργωνόταν ήδη από βόδια που σέρναν τον ζυγό.
ύψωσαν πόλεις με τείχη και πύργους,
έχτισαν στεγασμένα σπίτια
και από τον άγριο βίο οδηγήθηκαν στην ήμερη διαβίωση.
Από τότε όρισε ο νόμος να σκεπάζουν με τάφους όσους πεθαίνουν (30)
και στους άθαφτους νεκρούς να προσφέρουν τον κλήρο της σκόνης
που δικαιούνται
και να μην αφήνουν μπροστά στα μάτια των ανθρώπων
την ασεβή ανάμνηση των αλλοτινών δείπνων.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
Οι δύο αφηγήσεις συμπίπτουν εκ νέου στην κρίσιμη για την εξέλιξη των ανθρώπων κατάκτηση της πολιτικής τέχνης. Ο Πρωταγόρας την κατονομάζει και αναφέρει ως καίρια συστατικά στοιχεία της την αιδώ και τη δικαιοσύνη. Ενώ, ο Μοσχίων, αν και αναγνωρίζει τη σπουδαιότητά της δεν την κατονομάζει. Αναφέρει, ωστόσο, το ουσιώδες όφελός της, το οποίο υπήρξε η δημιουργία πόλεων και η ομαλή συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων. Σε αντίθεση, πάντως, με τη μυθική προσέγγιση του Πρωταγόρα, ο Μοσχίων επισημαίνει πως η πολιτική οργάνωση επήλθε είτε χάρη στην παρέμβαση του Προμηθέα (μυθικό στοιχείο) είτε εξαιτίας της ανάγκης να επιβιώσουν οι άνθρωποι είτε λόγω της μακρόχρονης μεταξύ τους τριβής και συνύπαρξης που τους οδήγησε τελικά στην κατανόηση πως πρέπει να υπάρξουν κανόνες/αρχές προκειμένου να επιτευχθεί η ζητούμενη αρμονικότητα στη συμβίωσή τους.
Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί πως ο Μοσχίων παρουσιάζει ως σημαντική έκφανση εκπολιτισμού των ανθρώπων το έθιμο της ταφής των νεκρών, κάτι που απουσιάζει από την παρουσίαση του Πρωταγόρα.
Ο Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes (1588-1679), από τους θεμελιωτές της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας, στο έργο του Λεβιάθαν ή Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (1651) υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας ισχυρής και νόμιμης πολιτικής εξουσίας, την οποία συγκροτούν με το κοινωνικό συμβόλαιο οι άνθρωποι από φόβο και για να ξεφύγουν από την επικίνδυνη φυσική κατάσταση, όπου κυριαρχεί ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Ο λογικότερος τρόπος για να εξασφαλιστεί κανείς από αυτήν την αμοιβαία αβεβαιότητα είναι να προκαταλάβει τους άλλους, το να κυριαρχήσει, δηλαδή, με τη βία ή με την κολακεία πάνω σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, μέχρι που να πάψει να διακρίνεται κάποια άλλη δύναμη ικανή να τον θέσει σε κίνδυνο.
(μετάφραση Γ. Πασχαλίδης & Α. Μεταξόπουλος)
Ο Ολλανδός φιλόσοφος Baruch Spinoza (1632-1677) σε αυτό το έργο του (1675-76) επιχειρεί να αποδείξει πώς πρέπει να θεσμοθετείται μια κοινωνία, ώστε να διατηρηθούν η ειρήνη και η ελευθερία των πολιτών. Υποστηρίζει μία θεωρία του φυσικού δικαίου και αναλύει, όπως ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, τις τρεις μορφές πολιτευμάτων (μοναρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία) με βάση τις επιταγές της λογικής.
(μετάφραση Ά. Στυλιανού)
Ο Σπινόζα διαφοροποιείται από τους άλλους δύο φιλοσόφους όχι μόνο στο ότι αποδίδει τη δημιουργία πολιτικών κοινωνιών στη φυσική ανάγκη συνύπαρξης, αλλά και στην έμφαση που δίνει στη διασφάλιση της σωστής διοίκησης των κοινωνιών αυτών. Έτσι, σε αντίθεση με τον Πρωταγόρα που δεν θέτει το θέμα της διοίκησης, ο Σπινόζα τονίζει πως το σημαντικότερο σε μια κοινωνία είναι ακριβώς η ορθή της διοίκηση. Επισημαίνει, μάλιστα, πως η ορθή διοίκηση δεν είναι κάτι που θα πρέπει να αναζητείται στα διδάγματα του λόγου, σε ιδανικές, δηλαδή, καταστάσεις, όπως τις συλλαμβάνει η λογική, αλλά στις πραγματικά ισχύουσες συνθήκες και με βάση τα κοινά στοιχεία των πολιτών. Υπ’ αυτή την έννοια, το πώς διασφαλίζεται η κατάλληλη διοίκηση είναι κάτι που θα πρέπει να προσαρμόζεται κάθε φορά στο είδος των πολιτών, στις κοινές τους επιδιώξεις και στην κατάσταση που εκείνοι βρίσκονται. Δεν υπάρχει, άρα, ένας ιδεατός τρόπος διοίκησης, αλλά μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία διερεύνησης των κοινών τόπων μεταξύ των πολιτών, ώστε να διαμορφωθεί ο κατάλληλος τρόπος για να διοικηθούν.