Κωνσταντίνος
Καβάφης «Η διάσωσις του Ιουλιανού»
Όταν μαινόμενοι σκότωσαν οι στρατιώται
τους συγγενείς του αποθανόντος
Κωνσταντίνου⸱
και τελευταίως κινδύνευεν απ’ την
φρικτή
παραφορά των ως και το μικρό παιδί –
έξι χρονώ –
του Καίσαρος Ιουλίου Κωνσταντίου,
οι Χριστιανοί ιερείς, οι εύσπλαχνοι,
το βρήκαν, και το πήγαν στο άσυλον
της εκκλησίας. Εκεί τον διέσωσαν, τον
εξαετή Ιουλιανόν.
Πλην επιβάλλεται να πούμεν ότι
είναι χριστιανικής πηγής πληροφορία.
Μα διόλου απίθανον να είν’ αληθινόν,
Τίποτε το παράδοξον ιστορικώς
δεν παρουσιάζει: του Χριστού ιερείς
διασώζοντες αθώα Χριστιανόπαιδα.
Αν είναι αληθινό – άραγε ο πολύς
φιλόσοφος
Αύγουστος και σ’ αυτό να εξέφραζε
το «λήθη δε ἔστω τοῦ σκότους ἐκείνου»;
Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα,
1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος
Ιστορικό
πλαίσιο
Το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (22
Μαΐου 337) ακολούθησαν ταραχές των στρατιωτών, που κατέληξαν στη σφαγή πολλών
μελών της βασιλικής οικογένειας⸱
ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας του Ιουλιανού, ο Ιούλιος Κωνστάντιος
αδελφός του Κωνσταντίνου. Με τον τρόπο αυτό ο γιος και διάδοχος του
Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, έβλεπε να εξαφανίζονται όλοι οι ενδεχόμενοι
ανταγωνιστές του. Ο ρόλος που έπαιξε ο καινούργιος αυτοκράτορας δεν είναι όμως
σαφής⸱ κατά τον Allard (I, σ. 261) ο Κωνστάντιος έμεινε μάλλον
στα παρασκήνια της σφαγής, αν και τελικά επωφελήθηκε από αυτή⸱ ταυτόχρονα όμως βοήθησε, ίσως, να
σωθούν τα δύο παιδιά του Ιουλίου Κωνσταντίου, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός.
Εξετάζοντας τις αρχαίες πηγές πάνω στο θέμα αυτό, ο Allard (σ.
264) παραπέμπει και στη γνώμη του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Λόγοι, Δ΄, 21, που
αποδίδει μόνο στους στρατιώτες την ευθύνη των γεγονότων και επικρίνει την
αχαριστία του Ιουλιανού.
Ο Παπαρρηγόπουλος (Β΄, σ. 624)
παρουσιάζει τα γεγονότα κατά συνοπτικότερο και κάπως διαφορετικό τρόπο (ανάμεσα
στα άλλα, αποδίδει μόνο στον Κωνστάντιο την ευθύνη της σφαγής).
Το
ποίημα
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο πολιτικής
υφής αυτό ποίημα στηλιτεύει με καυστικό τρόπο την αχαριστία του Ιουλιανού του
Παραβάτη απέναντι στους Χριστιανούς, στη φιλευσπλαχνία των οποίων χρωστά τη ζωή
του [δείτε αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία για τον Ιουλιανό στο ποίημα «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»]. Η επιλογή του Ιουλιανού να αποκηρύξει τον
χριστιανισμό και να στραφεί με θέρμη ενάντια στη θρησκεία αυτή, φανερώνει, κατά
τον ποιητή, την αγνωμοσύνη του απέναντι σ’ εκείνα τα ηθικά διδάγματα που ώθησαν
τους χριστιανούς ιερείς να τον προφυλάξουν από έναν βίαιο και πρόωρο θάνατο. Κατά
τη συνήθεια, βέβαια, του ποιητή, η περίπτωση του Ιουλιανού αποτελεί την αφορμή
μόνο για να διαπιστωθεί και να επικριθεί ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει
γενικότερα τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η αχαριστία δεν είναι ίδιον μόνο του
Ιουλιανού⸱
διακρίνει εν γένει και διαχρονικά την ανθρώπινη φύση.
«Όταν μαινόμενοι σκότωσαν οι στρατιώται
τους συγγενείς του αποθανόντος
Κωνσταντίνου⸱
και τελευταίως κινδύνευεν απ’ την
φρικτή
παραφορά των ως και το μικρό παιδί –
έξι χρονώ –
του Καίσαρος Ιουλίου Κωνσταντίου,
οι Χριστιανοί ιερείς, οι εύσπλαχνοι,
το βρήκαν, και το πήγαν στο άσυλον
της εκκλησίας. Εκεί τον διέσωσαν, τον
εξαετή Ιουλιανόν.»
Η αρχική φήμη πως ο Μέγας Κωνσταντίνος
πέθανε επειδή τον δηλητηρίασαν τα αδέρφια του προκαλεί την οργισμένη αντίδραση
των στρατιωτών του, που θέλησαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατό του. Πιθανώς,
βέβαια, η δράση τους αυτή υπήρξε αποτέλεσμα της παρασκηνιακής παρέμβασης του
δευτερότοκου γιου του Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου Β΄. Σε κάθε περίπτωση, οι
στρατιώτες επιδίδονται σ’ ένα ανελέητο ξεκλήρισμα όλων των συγγενών του
Κωνσταντίνου, χωρίς να έχουν τη διάθεση να λυπηθούν μήτε τα ανήλικα μέλη της οικογένειας
του εκλιπόντος αυτοκράτορα.
Ο ποιητής μάς μεταφέρει στην κρίσιμη
εκείνη στιγμή κατά την οποία οι εξαγριωμένοι στρατιώτες βρίσκονται κοντά στο να
εντοπίσουν τον εξάχρονο τότε Ιουλιανό, γιο του ετεροθαλή αδελφού του Μ.
Κωνσταντίνου, Ιουλίου Κωνστάντιου. Η θανάτωση του μικρού παιδιού ήταν
προαποφασισμένη κι οι στρατιώτες δεν επρόκειτο να λάβουν καν υπόψη τους το
γεγονός πως ήταν μόλις έξι ετών. Το λυπήθηκαν όμως οι ευσπλαχνικοί Χριστιανοί
ιερείς, οι οποίοι, διακινδυνεύοντας τη δική τους ζωή, βρήκαν το μικρό παιδί και
το έκρυψαν στην εκκλησία, κατορθώνοντας να το διασώσουν. Ο Ιουλιανός χρωστά,
επομένως, τη ζωή του στη διάθεση αυτοθυσίας των Χριστιανών ιερέων, οι οποίοι
δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τη διάπραξη ενός τέτοιου φρικτού εγκλήματος.
Η πρώτη ενότητα του ποιήματος έχει αμιγώς
αφηγηματικό χαρακτήρα με έκδηλα τα στοιχεία δράσης, γεγονός που ενισχύει τη
θεατρικότητα του κειμένου. Ο ποιητής μάς τοποθετεί απευθείας στο κρίσιμο για τη
ζωή του Ιουλιανού επεισόδιο, προσφέροντας παράλληλα τις πιο καίριες πληροφορίες
για την ταυτότητα των προσώπων, ώστε ο πληροφορημένος αναγνώστης να είναι σε
θέση να αντιληφθεί γρήγορα σε ποιους αναφέρεται το ποίημα και σε ποια χρονική
περίοδο εντάσσεται η δράση.
«Πλην επιβάλλεται να πούμεν ότι
είναι χριστιανικής πηγής πληροφορία.
Μα διόλου απίθανον να είν’ αληθινόν,
Τίποτε το παράδοξον ιστορικώς
δεν παρουσιάζει: του Χριστού ιερείς
διασώζοντες αθώα Χριστιανόπαιδα.»
Η δεύτερη ενότητα του ποιήματος έχει
διαφορετικό χαρακτήρα, εφόσον μετά τη δραματική παρουσίαση των γεγονότων, το
ποιητικό υποκείμενο θέτει προς εξέταση την αξιοπιστία της πηγής όσων
αναφέρθηκαν στην πρώτη ενότητα. Η πληροφορία, δηλαδή, πως οι Χριστιανοί ιερείς
είναι εκείνοι που διέσωσαν τον εξαετή Ιουλιανό από τη μανία των στρατιωτών,
προέρχεται από χριστιανική πηγή, κάτι που σημαίνει πως θα μπορούσε κάποιος να
αμφισβητήσει την εγκυρότητά της. Θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα πως ίσως οι
χριστιανοί συγγραφείς της εποχής θέλησαν να υπερτονίσουν τη συμβολή των
χριστιανών ιερέων ή να δημιουργήσουν ένα συνολικά πλαστό επεισόδιο, προκειμένου
να παρουσιάσουν τον Ιουλιανό ως αγνώμονα απέναντι σ’ εκείνους που τον έσωσαν
και να υπονομεύσουν έτσι την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
Ο ποιητής, ωστόσο, δεν διστάζει να
καταγράψει και τη δική του άποψη, στηρίζοντας τη χριστιανική αυτή εκδοχή των
γεγονότων. Θεωρεί πως δεν είναι καθόλου απίθανο να πρόκειται για ένα αληθινό
γεγονός, αφού δεν υπάρχει τίποτε στη διήγηση αυτή που να μοιάζει παράδοξο ή μη
αληθοφανές. Τι το παράδοξο, άλλωστε, θα μπορούσε να υπάρχει στο να σπεύδουν
Χριστιανοί ιερείς να διασώσουν αθώα Χριστιανόπαιδα από έναν άμεσο κίνδυνο;
Εφόσον η σφαγή των συγγενών του
Κωνσταντίνου -μεταξύ των οποίων ήταν κι ο πατέρας του Ιουλιανού- αποτελεί
δεδομένο γεγονός, κι εφόσον αμέσως μετά ο εξάχρονος Ιουλιανός τέθηκε υπό την
προστασία και την επίβλεψη του Επισκόπου Νικομήδειας Ευσέβιου, τότε δεν υπάρχει
τίποτε το παράδοξο στο να διασώθηκε πράγματι ο μικρός Ιουλιανός από Χριστιανούς
ιερείς, οι οποίοι και τον παρέδωσαν στον Ευσέβιο.
Η επιλογή του Καβάφη να στηρίξει τη
χριστιανική εκδοχή των γεγονότων υποδηλώνει αφενός την κριτική του στάση
απέναντι στον Ιουλιανό κι εξυπηρετεί αφετέρου την πρόθεσή του να αναδείξει την
αχαριστία των ανθρώπων.
Αν είναι αληθινό – άραγε ο πολύς
φιλόσοφος
Αύγουστος και σ’ αυτό να εξέφραζε
το «λήθη δε ἔστω τοῦ σκότους ἐκείνου»;
Το ποίημα κλείνει μ’ ένα καυστικό
ερώτημα του ποιητή σχετικά με τη συμπεριφορά και το χαρακτήρα του Ιουλιανού. Αν,
λοιπόν, αποδεχτούμε, λέει ο ποιητής, πως η πληροφορία για τη διάσωση του μετέπειτα αυτοκράτορα
Ιουλιανού από Χριστιανούς είναι όντως αληθινή, τότε η δήλωση του Ιουλιανού πως «θα
πρέπει να ξεχαστεί η σκοτεινή εκείνη περίοδος της ζωής του», την οποία έκανε
σχετικά με τα χρόνια που πέρασε ως Χριστιανός, συμπεριλαμβάνει, άραγε, και το
γεγονός πως οφείλει τη ζωή του ακριβώς σ’ αυτούς που αργότερα επέλεξε να
πολεμήσει με πάθος;
Κατά τον ποιητή είναι απαράδεκτο να δηλώνει ο Ιουλιανός πως θέλει να ξεχάσει οτιδήποτε σχετίζεται με τον χριστιανικό του βίο, τη στιγμή που αν δεν είχαν παρέμβει οι Χριστιανοί ιερείς, θα είχε δολοφονηθεί ήδη από τα έξι του χρόνια.
Κατά τον ποιητή είναι απαράδεκτο να δηλώνει ο Ιουλιανός πως θέλει να ξεχάσει οτιδήποτε σχετίζεται με τον χριστιανικό του βίο, τη στιγμή που αν δεν είχαν παρέμβει οι Χριστιανοί ιερείς, θα είχε δολοφονηθεί ήδη από τα έξι του χρόνια.
Η πρόθεση του Καβάφη να στηλιτεύσει την
αγνωμοσύνη και το απαράδεκτο της αχαριστίας του Ιουλιανού απέναντι στους Χριστιανούς,
προκύπτει από την ειρωνική φράση με την οποία επιλέγει να τον χαρακτηρίσει: «ο
πολύς φιλόσοφος Αύγουστος». Ο Καβάφης τονίζει εδώ και την υπεροψία του
Ιουλιανού, καθώς ο μετέπειτα αυτοκράτορας οφείλει στους Χριστιανούς όχι μόνο τη
ζωή του, αλλά και σημαντικό μέρος της παιδείας που έλαβε κι η οποία του
επέτρεψε να οξύνει τη σκέψη του και να ασχοληθεί κατόπιν με τη φιλοσοφία. Από
τη στιγμή, λοιπόν, που ο Ιουλιανός έγινε αυτοκράτορας, αντί να εκφράσει τη
βαθύτατη ευγνωμοσύνη του στους Χριστιανούς τόσο για τη διάσωσή του όσο και για
την παιδεία του, εκείνος επέλεξε να τους αντιμετωπίσει ως εχθρούς του και ν’
αποκηρύξει τα χρόνια της ζωής του που υπήρξε κι ο ίδιος Χριστιανός.
Ο ποιητής σαφώς δεν εκπλήσσεται από την
αχαριστία του Ιουλιανού, εφόσον η ιστορία είναι γεμάτη από ανάλογα γεγονότα.
Ξανά και ξανά οι άνθρωποι εμφανίζονται αγνώμονες απέναντι σ’ εκείνους που τους στήριξαν
και τους βοήθησαν να αποκτήσουν την όποια αναγνώριση ή δύναμη απέκτησαν, είτε
πολύ βολικά «ξεχνώντας» τους ευεργέτες τους είτε, πολύ χειρότερα, όπως το έκανε
ο Ιουλιανός, στρεφόμενοι εναντίον τους. Στόχος, άρα, του ποιητή δεν είναι τόσο
ή μόνο να αναδειχθεί η αχαριστία του Ιουλιανού, όσο το να στηλιτευτεί ένα γενικό
και διαχρονικό ελάττωμα των ανθρώπων.
Αξίζει να σημειωθεί πως η φράση του
Ιουλιανού (λήθη δε ἔστω
τοῦ σκότους ἐκείνου) που τόσο εύστοχα αξιοποιείται
από τον ποιητή για να τονιστεί η αγνωμοσύνη του αυτοκράτορα προέρχεται από τον «Ύμνο
στον Βασιλιά Ήλιο», όπου ο Ιουλιανός, μεταξύ άλλων, κάνει και μια σύντομη
αναφορά στα χρόνια που έζησε ως Χριστιανός.
Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος στο
έργο του «Το Βυζαντινό Κράτος» σημειώνει:
«Με την άνοδο του Ιουλιανού (361-363)
στο θρόνο ήρθε στο προσκήνιο το πρόβλημα της συμβίωσης του αρχαίου πολιτισμού
και της αρχαίας θρησκείας με τη νέα θρησκεία και τα δόγματά της. Η γοητεία του
ειδωλολατρικού κόσμου, που και στην παρακμή του ακόμη αντιφέγγιζε την τέχνη,
την παιδεία και τη σοφία της αρχαιότητας, και η αγάπη που ο νέος αυτοκράτορας έτρεφε
γι’ αυτή σε συνδυασμό με προσωπικά του τραγικά βιώματα, τον έκαναν να στραφεί
με όλη τη δύναμη της ψυχής του εναντίον της νέας πίστης, που σ’ αυτήν ανήκε ο
Κωνστάντιος, ο δολοφόνος του αδελφού του Γάλλου και παρά λίγο του ίδιου του
Ιουλιανού.»
Ο Α.Α. Βασίλιεφ στο έργο του «Ιστορία
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453)» σημειώνει:
«Ο Ιουλιανός έχασε πολύ μικρός τους γονείς
του: η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του
πέθανε όταν ο Ιουλιανός ήταν έξι ετών. Η αγωγή του υπήρξε πολύ καλή, εκείνος δε
που τον επηρέασε περισσότερο, ήταν ο δάσκαλός του Μαρδόνιος -ειδικός στην
ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία- ο οποίος είχε διδάξει Όμηρο και Ησίοδο τη
μητέρα του Ιουλιανού. Ενώ ο Μαρδόνιος δίδασκε τον Ιουλιανό κλασική φιλολογία, ένας
χριστιανός κληρικός, πιθανόν ο Επίσκοπος Νικομηδείας -αργότερα Επίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως- Ευσέβιος, τον εισήγαγε στη μελέτη των Γραφών. Έτσι, όπως αναφέρει
ένας ιστορικός (P. Allard, “Julien l’ Apostat”), ο Ιουλιανός μυήθηκε σε δύο
διαφορετικής μορφής διδασκαλίες, που βάδιζαν η μία κοντά στην άλλη χωρίς να
αλληλοεπηρεάζονται. Ο Ιουλιανός βαπτίστηκε μικρός, πράγμα το οποίο ο ίδιος ονόμαζε,
αργότερα, εφιάλτη, τον οποίο έπρεπε να ξεχάσει.
Τα πρώτα του χρόνια ο Ιουλιανός τα
πέρασε μέσα σε φόβους και ανησυχίες. Ο Κωνστάντιος, θεωρώντας τον ως έναν
πιθανό αντίπαλο και υποψιαζόμενος ότι ίσως είχε βλέψεις στον θρόνο, άλλοτε τον
κρατούσε, σαν σε εξορία, μακριά από την πρωτεύουσα, στις επαρχίες, και άλλοτε
τον κρατούσε στην πρωτεύουσα για να τον έχει υπό τον έλεγχό του. Ξέροντας καθετί
το σχετικό με τη σφαγή των μελών της οικογένειάς του, που είχαν θανατωθεί
ύστερα από εντολή του Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβόταν πολύ για τη ζωή του. Ο Κωνστάντιος
τον ανάγκασε να μείνει λίγα χρόνια στην Καππαδοκία, όπου συνέχισε τη μελέτη των
αρχαίων συγγραφέων, υπό την καθοδήγηση του Μαρδονίου -που τον συνόδευε- και
όπου γνώρισε ακόμη καλύτερα τη Βίβλο. Αργότερα ο Κωνστάντιος έφερε τον Ιουλιανό
πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Νικομήδεια, όπου συνέχισε τις σπουδές
του εκδηλώνοντας, εκεί, για πρώτη φορά τη μεγάλη του κλίση προς την
ειδωλολατρία.»
Ο Georg Ostrogorsky στο έργο του
«Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» σημειώνει:
Τη φάση των θρησκευτικών ζυμώσεων της
εποχής του Κωνσταντίου ακολούθησε η ειδωλολατρική αντίδραση με τον Ιουλιανό
(361-63). Έτσι το πρόβλημα της συμβιώσεως του αρχαίου πολιτισμού με τη νέα
πίστη, που ήταν καίριο για την πολιτιστική εξέλιξη του Βυζαντίου, μπήκε σε μια
κρίσιμη φάση. Η γοητεία του αρχαίου κόσμου που χανόταν, η μεγάλη αγάπη για την
τέχνη, την παιδεία και τη σοφία του, έκαναν τον τελευταίο εκπρόσωπο της
δυναστείας του Κωνσταντίνου να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της νέας πίστεως. Οι
ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στις εκκλησιαστικές παρατάξεις φαινόταν ότι
βοηθούσαν στην επιτυχία του εγχειρήματός του. Οι εθνικοί υπερτερούσαν ακόμη
αριθμητικά, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και μάλιστα στη Ρώμη.
Επίσης ο στρατός, με το μεγάλο ποσοστό βαρβάρων στις τάξεις του, ήταν ακόμη σε
μεγάλο βαθμό εθνικός. Υπήρχε, τέλος, σημαντικός αριθμός αποστατών από τη
χριστιανική θρησκεία. Παρ’ όλα αυτά ο Ιουλιανός δε μπόρεσε να οργανώσει
αποτελεσματική εκστρατεία εναντίον του χριστιανισμού. Στον αγώνα εναντίον της
νέας πίστεως δεν ήταν παρά εκφραστής της μορφωμένης εθνικής αριστοκρατίας των
νεοπλατωνικών φιλοσόφων και ρητόρων, στην οποία ανήκε. Στο ανατολικό τμήμα της
αυτοκρατορίας και ειδικά στην Αντιόχεια, που διάλεξε για έδρα του, ο
αυτοκράτορας δοκίμασε σοβαρές απογοητεύσεις. Η εσωτερική αδυναμία του αγώνα του
φάνηκε πολύ καθαρά, όταν θέλησε να οργανώσει το εθνικό ιερατείο με πρότυπο την
εκκλησιαστική ιεραρχία. Ο ζήλος που έδειξε για την ανανέωση της εθνικής
λατρείας όπως και η προσωπική του συμμετοχή στις θυσίες ζώων στους θεούς,
προκάλεσαν τον χλευασμό και την αντίδραση όχι μόνο ανάμεσα στους κύκλους των
χριστιανών. Η απόπειρά του ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως συμβαίνει με
κάθε κίνηση που ενθουσιάζεται για το αρχαίο μόνο επειδή είναι αρχαίο και
καταπολεμεί κάθε τι νέο, μόνο επειδή είναι νέο. Το έργο του θάφθηκε μαζί του,
όταν χτυπημένος θανάσιμα από εχθρικό δόρυ πέθανε στη σκηνή του κατά τη διάρκεια
της ριψοκίνδυνης εκστρατείας του στην Περσία. Η σύντομη αποτυχία του
εγχειρήματός του αποτέλεσε άμεση απόδειξη για το ότι η νίκη του χριστιανισμού ήταν
πια ιστορική αναγκαιότητα.
Τα γεγονότα της σφαγής των συγγενών του
Μ. Κωνσταντίνου έχουν αποδοθεί κι από τον Χρήστο Π. Ζαλοκώστα στη μυθιστορηματική βιογραφία του
Ιουλιανού:
«Νύχτα. Η Πόλη δεν στοχάζεται τίποτα,
βουτηγμένη στη λύπη για το θάνατο του κτήτορά της. Ο μόνος παρών από τους τρεις
διαδόχους, ο Κωνστάντιος δεν είναι γνωστός στους πολίτες, νέος 21 χρονών,
φερμένος από την Αντιόχεια. Τον έλεγαν σοβαρό, μα στενοκέφαλο. Κρατούσε από τη
μάνα του, τη φιλόδοξη, την ύπουλη Φαύστα. Σαν εκείνη ήταν υποψιάρης. Τώρα
περιμένουν οι πολίτες να δουν τα έργα του, για να καταλάβουν τι λογής άνθρωπος
θα κυβερνούσε το κράτος. Σε μιαν απόλυτη Μοναρχία, όπως είχε καταντήσει το
θρόνο η Ρώμη, ζωή κι ευτυχία του ατόμου από μια στιγμή στην άλλη μπορούσε ν’
αναστραφή σε συμφορά.
Στο μεγάλο παλάτι μόλις ακούγονται
ψαλμοί άφεσης αμαρτιών. Βγαίνουν συνέχεια από το διαμέρισμα του φίλου του
αλησμόνητου νεκρού, Επισκόπου Ευσεβίου, που τον εγέμισαν φρίκη, όσες αμαρτίες
τού εξομολογήθηκε στο νεκροκρέβατό του. Παρακαλεί τώρα ο ιερωμένος τον Πανάγαθο
Θεό να δώση συγχώρηση. Στο πάνω πάτωμα ένας άλλος αγρυπνά, ο Ιούλιος,
ετεροθαλής αδελφός του Κωνσταντίνου. Ξέρει πόσο πυρό είναι το αίμα των Φλαβίων,
ξέρει τις ανακτορικές δολοφονίες των Ρωμαίων και φοβάται, όχι για τη δική του
ζωή, παρά για τα δυο παιδάκια του, Γκάλλο και Ιουλιανό. Στέκει στο παράθυρο και
παρακολουθεί τη μαύρη νύχτα. Μόλις διακρίνει πάνοπλους λεγεωνάριους να ζώνουν
τ’ ανάκτορα κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, τρέχει στο δωμάτιο των παιδιών, τ’
αρπάζει και τα κατεβάζει στον Επίσκοπο Ευσέβιο, που είναι συγγενής του, θείος
της γυναίκας του Βασιλίνας. Εκείνος τα παραδίνει στον πιστό διάκο Μάρκο με την
εντολή να τα κρύψη γρήγορα στο ιερό του ανακτορικού παρεκκλησιού, που είναι
απόμερο, ισόγειο. Όταν εξαφανίστηκαν τα πριγκιπόπουλα, γύρισε ο Ιούλιος στην
κάμαρά του κι ο Επίσκοπος στους ψαλμούς του.
Ο διάκος δοκιμάζει να πείση τα παιδάκια
πως δεν συμβαίνει τίποτα, μα σε λίγο οι λεγεωνάριοι χαλάν τον κόσμο, ψάχνοντας
στα κατάχρυσα δωμάτια να μαζέψουν το συγγενολόι του Κωνσταντίνου. Πρώτα περνάν
από το ισόγειο τον Δαλμάτιο και τον Αννιβαλιανό, αδέλφια του μακαρίτη, που τους
ακούν να διαμαρτύρονται για τη σύλληψή τους. Τα παιδιά τρομάζουν και ο διάκος,
που βλέπει πως του πιάνουν το ράσο για να θαρρέψουν, προστάζει να μη βγάλουν
τσιμουδιά, ό,τι και να συμβή, ενώ κάνει το σημείο του σταυρού στα κεφάλια τους.
Σαν περνάν οι φονιάδες τον πατέρα τους Ιούλιο κι οι γιοι του ακούν διαμαρτυρίες
πως είναι αθώος, μαντεύουν τον κίνδυνο κι ετοιμάζονται να φωνάξουν, μα ο διάκος
τους βουλώνει το στόμα. Τη φασαρία σε λίγο τη διαδέχονται άγρια μουγκρητά,
φοβερές στριγγλιές και η βοή του φόνου έντεκα πριγκίπων, τριών αδελφών του
Κωνσταντίνου, κι από τέσσερα ξαδέλφια και τέσσερα ανίψια του. Ολόκληρη
οικογένεια. Τούτο το δυναστικό μακελειό, στάθηκε πρωτάκουστο ακόμα και για τ’
αμαρτωλά παλάτια της Ρώμης ή των Τούρκων Σουλτάνων.
Όταν ησύχασε η ταραχή και νεκρώθηκαν τ’
ανάκτορα, τόσο φοβερή παρέμενε η εντύπωση της σφαγής, ώστε μήτε ο διάκος μήτε
τα παιδιά, που έτρεμαν ολόσωμα, είπαν επί ώρες έστω και μια λέξη. Τέλος, πριν
φέξη, ο Επίσκοπος κατέβηκε και φευγάτισε τα ορφανά σε φιλικό του σπίτι. Πέρασε
καιρός όσο να πειστή ο Ευσέβιος πως η μανία του Κωνστάντιου είχε καταλαγιάσει.
Τότε του αποκάλυψε το μυστικό. Επειδή τα παιδιά ήταν ανήλικα ο Αυτοκράτορας του
παραχώρησε την άδεια να τα πάρη μαζί του στη Νικομήδεια και να τα κρατά
περιορισμένα.»
Χρήστος Π.
Ζαλοκώστας «Ιουλιανός ο Παραβάτης»