Austin Tott
Δημήτρης Κοσμόπουλος «Μανάκω»
Σαν έχασε και το τρίτο της παιδί στα
τριανταπέντε του, γέμισε το χάλκινο τάσι ως τα χείλη ξύδι και το ήπιε.
Απνευστί. Έκτοτε, πήγαινε συχνά-πυκνά στο βαρέλι του κρασιού -υπάρχει ακόμα,
δρύινο- και σιωπηλή ξεχείλιζε. Την έλουζε, τη σκέπαζε η λησμονιά, περισσότερο
κι από το μαύρο της μαντήλι. Μάζεψε γύρω της εγγόνια από τρεις ορφάνιες.
«Ορφάνιες μου», έλεγε που και που.
Μα πιο πολύ νοιαζότανε τ’ ορφανό του
πρώτου γυιού της, που ‘φυγε τελευταίος. Έμεινε έξι μηνών, στης Μάνας το βυζί.
Την ημέρα της κηδείας, η νύφη της, μαύρη λαμπάδα, ήρθε να τον θηλάσει. Ο μικρός
εσπάραξε στο κλάμα, της έρριξαν στους ώμους λευκό σεντόνι, καταλάγιασε το παιδί.
Μανάκω τούτο, Μανάκω κείνο, ο μικρός
όλο και μεγάλωνε. Είχε ειπεί: «Όταν ψηλώσει ο ‘γγόνας μου, να φτάσει να
κλειδώνει τη θύρα και να ξεκλειδώνει, τότε θα πάω κι εγώ στα παιδιά μου». Το
σκαμνάκι της εκείνη, στο βαρέλι δίπλα. Της Μεταμορφώσεως, 6η του μηνός,
Αύγουστος του ῾40, έφυγε η νύφη στη σταφίδα,
τρυγούσανε. Φεύγοντας ο πεντάχρονος μικρός για την Εκκλησία, τον είδε να
κλειδώνει την πάνω θύρα και να παίρνει το κλειδί. «Ξανακάνε το», είπε. Ο μικρός
ξεκλείδωσε και κλείδωσε, έφυγε. Εκείνη απάγκιασε στο βαρέλι του κατωγιού.
Εγύρισε από την Εκκλησιά ο μικρός, με
παντελόνι ντρίλινο καλό και πάνινα παπούτσια. «Τράβα στ’ αλώνι, φώναξε τη μάνα
σου» έκανε η γρηά. «Πες της, το γιόμα θα πεθάνω, να ‘ρθει νωρίς». «Τι λες,
Μανάκω;» «Τράβα!» Εκείνη στο σκαμνί.
Βγήκε ο μικρός στ’ αλώνι, φώναζε, «Μάνα
έλα, η γιαγιά θα πεθάνει· έλα, τώρα...». Τσακίστηκε η χήρα, εικοσιτριώ χρονώ,
να γυρίσει. «Γρηά, τι λες, τι έπαθες»;
Μετά το μεσημέρι, ζήτησε το καλό της
ρούχο, μαντήλα καθαρή, έπεσε στην κλίνη. Τους μάζεψε, έδωκε την ευχή της. Ο
μικρός έκλαιγε μόνον, γοερά. Σταυροκοπήθηκε. «Νύφη σ’ αφήνω το παιδί προστάτη».
Χαιρέτισε πέρα τις εληές· αμπέλια και βουνά. Την ώρα που έπεφταν τ’ απόσκια,
αναστέναξε και συγχωρέθηκε.
Το τάσι της, το βρήκε μέσα στο δέντρινο
κασόνι ο δισέγγονός της, αρχές του ῾80, όταν
ξανάφτιαχναν το σπίτι. Τώρα λάμπει μες στου γυαλιού τα κύματα η φωτογραφία της,
τις νύχτες που λαλεί ο Γκιώνης.
Το ποίημα «Μανάκω» του Δημήτρη
Κοσμόπουλου εμπεριέχεται στη συλλογή «Του νεκρού αδελφού» και αποτυπώνει με λιτό αφηγηματικό λόγο
την τραγικότητα μιας εποχής∙ τραγικότητα, ωστόσο, που δε λαμβάνει τη μορφή ενός
θρήνου ή μιας περιττά μελοδραματικής αντιμετώπισης όσων κάποτε συνιστούσαν
συνήθη πορεία στη ζωή των ανθρώπων. Η συγκίνηση είναι εμφανής, αλλά σκοπίμως
συγκρατημένη, αποδίδοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο την ψυχική δύναμη και το
κουράγιο που επιδείκνυαν οι άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου, που έρχονταν
διαρκώς αντιμέτωποι με το θάνατο και την οδύνη της απώλειας.
Κεντρικά πρόσωπα του ποιήματος η γριά
γυναίκα και ο μικρότερος εγγονός της. Η γιαγιά που αναγκάζεται να πνίξει τον πόνο της για χάρη των
εγγονιών της, και το μικρό παιδί που θ’ αναγκαστεί να θυσιάσει την παιδικότητά
του προκειμένου να υποκαταστήσει τον χαμένο πατέρα του. Ο χρόνος που
σηματοδοτεί την εκκίνηση της πρόωρης ωρίμανσης του μικρού παιδιού μετράται και
επισπεύδεται απ’ τη γριά γυναίκα, καθώς συνιστά για την ίδια το σημείο που
μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της την απόλυτη εκείνη παρηγοριά, που μόνο ο
θάνατος μπορεί να της προσφέρει.
Το ποίημα δομείται σε διακριτά
αφηγηματικά επεισόδια,
η γοργή διαδοχή των οποίων απηχεί την περιεκτική και συνοπτική αφηγηματική απόδοση
της δημοτικής ποίησης. Ενώ, η επιλογή συγκεκριμένων δράσεων και αντιδράσεων των
προσώπων, επιτυγχάνει την εναργή παρουσίαση της ψυχικής τους κατάστασης, αλλά
και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους.
Το «ξύδι» που πίνει απνευστί η γριά
γυναίκα, όταν χάνει και το τρίτο παιδί της, υποδηλώνει εμφατικά την απόφασή της να μην αφεθεί στον
πόνο που την οδηγεί στην πλήρη συναισθηματική κατάρρευση. Η τραγική μάνα
γνωρίζει πως εκείνο που προέχει δεν είναι η δική της οδύνη, αλλά η φροντίδα των
εγγονιών της. Κι είναι αυτή η επίγνωση που φανερώνει την άξια θαυμασμού ψυχική
ωριμότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι συνειδητοποιούν και αποδέχονται πως
οι ίδιοι δεν αποτελούν προτεραιότητα∙ πως η δική τους ζωή και τα δικά τους
συναισθήματα δεν μετρούν, μπροστά στην ανάγκη να προφυλαχθούν και να στηριχθούν
οι αθώες ψυχές των μικρών παιδιών.
Η επίγνωση, ωστόσο, της ιδιαίτερης
ευθύνης που έχει απέναντι στα εγγόνια της, δεν καθιστά πιο εύκολη ή λιγότερο συντριπτική την πραγματικότητα
της απώλειας ενός ακόμη παιδιού. Έτσι, η μάνα προστρέχει συνεχώς στη λήθη που
της προσφέρει το κρασί∙ αντέχει το πένθος της, όχι προσβλέποντας στη μέρα που
θα το ξεπεράσει, αλλά αναμένοντας με καρτερία τη μέρα που θα μπορέσει ν’ αφεθεί
κι η ίδια στο θάνατο, για να μπορέσει και πάλι να βρεθεί κοντά στα παιδιά της.
Αν κι έχει κοντά της ορφανά κι από τα
τρία της παιδιά, εντούτοις η μεγαλύτερη έγνοια της είναι για το μικρότερο απ’
όλα, για τον γιο του
πρωτότοκου παιδιού της, που έμεινε ορφανό ενώ ήταν μόλις έξι μηνών. Αναφορά που
επιτρέπει στον ποιητή να παρουσιάσει το έτερο κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος,
το εγγόνι εκείνο με βάση το οποίο η γριά γυναίκα θα προσδιορίσει τη χρονική
έκταση που θα χρειαστεί να λάβει η αντοχή της. Μόλις το μικρό αυτό παιδί θα
είναι σε θέση να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει την πόρτα του σπιτιού, θα είναι
πια αρκετά μεγάλο ώστε να γίνει ο προστάτης της ορφανεμένης οικογένειάς του,
και θα είναι πια η ώρα που η ίδια θα είναι ελεύθερη ν’ απαλλαχθεί από την
επώδυνη ζωή της.
Η έντονη αντίδραση του μωρού στα μαύρα
ρούχα της μητέρας του -το σπαρακτικό του κλάμα- λειτουργεί συνεκτικά ανάμεσα στα δύο
επεισόδια που το ίδιο λαμβάνει κύρια θέση. Το μικρό αυτό εγγόνι θα είναι το
μόνο που θα κλαίει πλάι στην ετοιμοθάνατη γιαγιά του, φανερώνοντας έτσι την
ιδιαίτερη ευαισθησία του απέναντι στο θάνατο. Το μικρό παιδί είναι σαν να
διαισθάνεται πόσο πολύ θα επηρεάσουν οι δύο απώλειες την πορεία της ζωής του∙ ο
θάνατος του πατέρα κι ο θάνατος της γιαγιάς του, θα το φέρουν αίφνης στα πέντε
του χρόνια αντιμέτωπο με την ευθύνη να στηρίξει τη χήρα μάνα του.
Η ανάγκη να επισπευτεί η ωρίμανση του
μικρού παιδιού αποτυπώνει εξαίρετα το κλίμα παλαιότερων εποχών, όπου οι άνθρωποι έρμαια ασθενειών,
κακουχιών, πείνας και πολέμων δεν είχαν παρά σπάνια τη δυνατότητα ή το προνόμιο
της σταδιακής και ομαλής υιοθέτησης ρόλων. Η γριά γυναίκα -γριά προφανώς με τα
δεδομένα της εποχής- καλείται να αναλάβει την ευθύνη τριών οικογενειών, όσων
δηλαδή και τα παιδιά της που πέθαναν. Το μικρό παιδί στα πέντε του καλείται να
πάρει τη θέση του νεκρού πατέρα του, ενώ η μητέρα του στα 23 της είναι ήδη χήρα
σχεδόν πέντε χρόνια.
Οι αιφνίδιες ανατροπές στη ζωή των
ανθρώπων εκείνης της εποχής, τους αναγκάζουν να λησμονήσουν οποιαδήποτε πιθανότητα προσωπικής
ευτυχίας ή ατομικής πορείας. Όλοι βρίσκονται σε στενή συσχέτιση μεταξύ τους
καθώς ο ένας οφείλει να στηρίξει τον άλλον, προκειμένου να καταστεί δυνατή η
επιβίωσή τους. Κι όλα μοιάζουν να βρίσκονται υπό το κράτος της μοίρας που δίχως
έλεος ή λογική φέρνει διαρκώς νέες απώλειες και νέες δυσκολίες.
Ωστόσο, για τη γριά γυναίκα που γνώρισε
καλά το σκληρό πρόσωπο της μοίρας, υπάρχει μια πράξη -η ύστατη- που τελείται με δική της απόφαση
και δικό της έλεγχο. Η στιγμή του θανάτου της βασανισμένης γυναίκας έχει
προαποφασιστεί από την ίδια προ πολλού, και πραγματοποιείται ακριβώς την ημέρα
και ακριβώς με τον τρόπο που η ίδια θέλησε. Έτσι, το πρωί της 6ης Αυγούστου του 1940 που η γριά γυναίκα
βλέπει πως το εγγόνι της μπορεί πια να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει την πόρτα,
γνωρίζει πως είναι η μέρα του λυτρωμού της. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, φορά
το καλό της ρούχο, δίνει την ευχή της στους δικούς της, και το απόγευμα ξεψυχά,
ήσυχη πια.