Mario Perez
Άρης Αλεξάνδρου «Το Κιβώτιο» [Η
αυτοκτονία του Σοφοκλή]
Το Κιβώτιο γραμμένο από το 1966 ως το
1972 στην Αθήνα και στο Παρίσι, δημοσιεύτηκε το 1974 στα ελληνικά και στα
γαλλικά. Αναπτύσσει μια παλιότερη ιδέα και θεωρείται από τα πιο χαρακτηριστικά
έργα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Στα τέλη του Εμφύλιου (Ιούλιος 1949) το
Γενικό Αρχηγείο αναθέτει σε μια ομάδα 34 ανταρτών (ομάδα αυτοκτονίας) να
μεταφέρει μέσα από εχθρικό έδαφος και να παραδώσει στη διοίκηση μιας
ανταρτοκρατούμενης πόλης ένα κιβώτιο με πολύ σημαντικό αλλά άγνωστο
περιεχόμενο. Κατά τη διάρκεια της αποστολής και μέσα σε ποικίλες αντιξοότητες
τα μέλη της ομάδας αποδεκατίζονται. Σώζεται μόνο ένας αντάρτης, ο οποίος και
παραδίδει το κιβώτιο. Όταν όμως οι παραλήπτες ανοίγουν το κιβώτιο διαπιστώνουν
ότι είναι άδειο. Τότε ο αντάρτης που το παρέδωσε κατηγορείται για δολιοφθορά
και φυλακίζεται. Από τη φυλακή συντάσσει μια αναφορά προς τον ανακριτή στην
οποία εξιστορεί λεπτομερώς πώς ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα κατά την εκτέλεση
της αποστολής. Αυτή η γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου αντάρτη είναι το
μυθιστόρημα, το οποίο επιδέχεται πολλές ερμηνείες με πιθανότερη την ερμηνεία
της πολιτικής αλληγορίας σε σχέση με τον εμφύλιο ή σε σχέση με τις ηγεσίες και
τις εντολές τους.
Το Κιβώτιο συνιστά μια αυστηρή κριτική
εκ των έσω στις αρνητικές πτυχές της κομμουνιστικής παράταξης που έβλαψαν σε
αρκετά σημεία τις γενικότερες επιδιώξεις της. Η υποχρέωση των στρατιωτών να μεταφέρουν με τη μεγαλύτερη
δυνατή ταχύτητα το κιβώτιο, κι η διαταγή ν’ αυτοκτονεί αμέσως οποιοσδήποτε για
κάποιο λόγο θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστερήσεις στην αποστολή, αντανακλούν
την άτεγκτη πειθαρχία που διέτρεχε τις στρατιωτικές και πολιτικές δομές των
κομμουνιστικών σχηματισμών. Οι στρατιώτες όφειλαν να δείχνουν τυφλή υποταγή και
να θυσιάζουν τη ζωή τους χωρίς δεύτερη σκέψη, προκειμένου να επιτευχθεί η
επιτυχία της αποστολής. Μια αποστολή, ωστόσο, που υπονομεύεται πλήρως όταν το
άνοιγμα του κιβωτίου αποκαλύπτει πως αυτό δεν περιέχει τίποτα.
Το άδειο κιβώτιο λειτουργεί ως
πολλαπλός συμβολισμός -χωρίς ο συγγραφέας να προκρίνει ή να υποδεικνύει κάποιον
από αυτούς∙ υποδηλώνει σε κυρίαρχο βαθμό τη διάψευση των προσδοκιών, τη
ματαίωση που βίωσε μια ολόκληρη γενιά για την ουσιαστική εκείνη αλλαγή που
επιδίωξε με αιματηρούς αγώνες∙ είναι συνάμα το άδειο κιβώτιο μια αλληγορία για
τον άγνωστο τελικό προορισμό του αγώνα που έδωσαν οι κομμουνιστές, υπό την
έννοια πως ό,τι θέλησαν να δημιουργήσουν θα ήταν όχι μόνο κάτι το πρωτόφαντο,
μα και κάτι που δεν είχε προκαθορισμένες και δοκιμασμένες αρχές, θα ήταν μια
νέα κοινωνική δομή, που γεννούσε εύλογες απορίες για την οριστική της μορφή∙
απορίες, μάλιστα, που δεν μπορούσαν να βρουν την απάντησή τους ούτε από τους
ιθύνοντες του κόμματος λόγω ακριβώς του καινοφανούς των επιδιώξεών τους∙ κι εδώ
προκύπτει μια ακόμη, παρεμφερής διάσταση του συμβολισμού, καθώς για μια μεγάλη
μερίδα των τότε υποστηρικτών του κομμουνιστικού κόμματος δεν ήταν άγνωστος μόνο
ο τελικός προορισμός, αλλά και πολλές άλλες πτυχές της κομμουνιστικής θεωρίας,
μιας και επρόκειτο για ένα ετερόκλητο πλήθος ακόμη και αγράμματων ανθρώπων που
σαφώς δεν γνώριζαν, αλλά ούτε και μπορούσαν ν’ αντιληφθούν πλήρως τις
πρεσβευόμενες θεωρίες.
Πολλοί άνθρωποι αγωνίστηκαν τότε, με
απόλυτη αφοσίωση, στο όνομα μιας προσδοκώμενης αναδιαμόρφωσης των κοινωνικών
και πολιτικών μορφών της χώρας, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν πως τα
παραδοσιακά κόμματα δεν είχαν καμία απολύτως πρόθεση να επιτρέψουν αλλαγές που
θα οδηγούσαν στο δικό τους εκτοπισμό. Ένας αγώνας με χιλιάδες θύματα∙ ένας
αγώνας χαμένος προτού καν ολοκληρωθεί∙ ένας αγώνας για ένα άδειο κιβώτιο.
- Τι λες να έχει μέσα στο κιβώτιο; με
ρώτησε ξάφνου.
- Ιδέα δεν έχω. Ξέρω μόνο πως μέσα στο
ξύλινο κιβώτιο που είδες, υπάρχει ένα σιδερένιο, του απάντησα.
- Οξυγονοκολλημένο; με ρώτησε ο
Λυσίμαχος και η φωνή του τρεμούλιασε.
- Πώς το ξέρεις; τον ρώτησα.
- Άκουσα να λένε. Λέγανε πως βάλανε τον
Ιωάννη Κεπέση να οξυγονοκολλήσει ένα σιδερένιο κιβώτιο κι όταν τελείωσε τη
δουλειά του, τον εκτελέσανε, απάντησε ο Λυσίμαχος.
Το μυθιστόρημα δίνεται με τη μορφή
επιστολών του μοναδικού επιζήσαντα απ’ την ομάδα αυτοκτονίας προς τον ανακριτή, ο οποίος έχει παρέμβει για να
διερευνηθεί το ενδεχόμενο δολιοφθοράς, μιας και το κιβώτιο βρέθηκε να είναι
άδειο. Η αφήγηση των γεγονότων περνά σταδιακά από τις παραδοσιακές δομές
(αφήγηση, διάλογος, περιγραφές) σε τμήματα που μοιάζουν περισσότερο μ’ έναν
άναρχο εσωτερικό μονόλογο, που επιτείνεται ολοένα και περισσότερο όσο
πλησιάζουμε προς το τέλος του βιβλίου και στην κορύφωση της αγωνίας του
αφηγητή. Ο συγγραφέας δοκιμάζει τις αντοχές των συντακτικών δομών της ελληνικής
γλώσσας με εκτενέστατες περιόδους, θέλοντας να αποδώσει -στο βαθμό που αυτό
είναι εφικτό- την εσωτερική ταραχή, την ανησυχία και την απόγνωση του
απολογούμενου αντάρτη.
Το μυθιστόρημα ξεκινά ως εξής:
Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα
να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πένα που μου
στείλατε με τον δεσμοφύλακα. Συμφωνώ απολύτως με τη διαδικασία που διαλέξατε,
γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου, χωρίς να
φοβάμαι πως θα με διακόψετε, πως θα μου υποβάλετε ερωτήσεις, χωρίς δηλαδή να
έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεών μου. Διότι
είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
[... Το θεματικό του πλαίσιο (ο
εμφύλιος μετακατοχικός πόλεμος), το πολιτικό του πρόβλημα (η οδυνηρή
απορία μπροστά στην υποκειμενική ασυνέχεια των γεγονότων και στην αντικειμενική
τους διαλεκτική), η ανθρώπινη παθολογία (η σύγκρουση δηλαδή της βιολογικής με
την ιστορική κλίμακα), όλα αυτά και άλλα πολλά-πολλά μαζί εδώ δεν προϋπάρχουν∙
γεννιούνται με τη γλώσσα του κειμένου: Λόγος νεωτερικός, γνήσια πεζογραφικός
που συστρέφεται, συμπτύσσεται και αναπτύσσεται γύρω από το χαμένο και το
αναζητούμενο κέντρο, το οποίο τελικά προσδιορίζεται και αποδείχνεται γόνιμος
σπόρος. Όταν κλείσεις το μυθιστόρημα, ξέρεις πως η ελληνική γλώσσα πεζοπόρησε
πολύ, κι αυτός ο μόχθος την καθάρισε από τα περιττά λίπη και έδειξε τις
αρθρώσεις της –παλιές και καινούργιες. Η ενηλικίωση της πεζογραφίας μας
συντελείται με πολλούς τρόπους, καθώς το άδειο «κιβώτιο» προχωρεί στον
προορισμό του. Θα αναφέρω μία μόνο ένδειξη για παράδειγμα. Με ευφρόσυνη
κατάπληξη διαπιστώνεις ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, δίχως να εκβιάζει τη δομή του
δημοτικού λόγου, διαστέλλει και συστέλλει απεριόριστα τα παραδοσιακά του όρια.
Στα χέρια του ο περιοδικός λόγος και η τυπογραφική παράγραφος γίνονται όργανα
εξαιρετικά ευαίσθητα και προπαντός σύνθετα και πολυεδρικά: κύκλοι μικρής και
μεγάλης ακτίνας γυρίζουν άνετα στον ίδιο άξονα, αλλά σε διαφορετικά επίπεδα∙
τόξα προτάσεων τεντώνονται ως την έσχατη αντοχή της ελαστικότητάς τους∙
πολύτιμες κουκκίδες προφυλάσσονται μέσα σε χαραγμένες παρενθέσεις. Ύστερα από
το «κιβώτιο» ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δεν μοιάζει πια αμετάφραστος.
Δ. Ν. Μαρωνίτης]
Ερωτήσεις
1. Στην κατάθεσή του ο αφηγητής μιλάει κατά βάση σε
πρώτο πρόσωπο Ενικού ή Πληθυντικού. Συνήθως όμως παρεμβάλλει στην
αφήγηση πράξεις και λόγια προσώπων-μελών της ομάδας. Στο απόσπασμα που
διαβάσατε να βρείτε: α) Ποια πρόσωπα δρουν και μιλούν, β)
Τι φανερώνει η συμπεριφορά τους, γ) Με ποιο τρόπο αποδίδει ο
αφηγητής το λόγο τους, δ) Ποια εντύπωση δημιουργεί στον αναγνώστη
αυτή η τεχνική της αφήγησης;
α) Το πρώτο πρόσωπο που παίρνει το λόγο είναι ο
Τηλέμαχος, που προτείνει στον Ταγματάρχη να κολυμπήσουν στη λίμνη∙ το δεύτερο
πρόσωπο είναι ο Ταγματάρχης, που σε πρώτη φάση απλώς αποδοκιμάζει με την
έκφραση του προσώπου του την πρόταση του Τηλέμαχου∙ το τρίτο είναι ο Σοφοκλής
που παίρνει την πρωτοβουλία να πέσει στη λίμνη για να κολυμπήσει («Μια βουτιά
θα κάνω, θα γυρίσω πριν περάσουνε τα πέντε λεφτά»), παρασύροντας τελικά κι
όλους τους υπόλοιπους, οι οποίοι ακούγονται να γελούν και να φωνάζουν, χωρίς να
λαμβάνουν όμως ουσιαστικά λόγο.
Στο πλαίσιο αυτού του πεντάλεπτου
διαλείμματος ο αφηγητής θυμάται μια ανάλογα ευχάριστη στιγμή, όπου ο ίδιος, ο
Χριστόφορος και ο Αλέκος είχαν κολυμπήσει στη Βουλιαγμένη∙ εντάσσοντας έτσι
στην αφήγησή του δύο πρόσωπα με κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα, τα οποία όμως
απουσιάζουν απ’ το συγκεκριμένο απόσπασμα.
Το τέταρτο πρόσωπο είναι ο υπίατρος που
αναλαμβάνει να δέσει το τραυματισμένο πόδι του Σοφοκλή, και το πέμπτο ο
Λέανδρος, που βλέποντας τον τραυματισμένο Σοφοκλή να δυσκολεύεται να περπατήσει
του προτείνει ν’ αναλάβει αυτός τη βάρδια συνοδείας στη θέση του, ώστε να
μπορέσει να ξεκουραστεί ο Σοφοκλής. Το έκτο πρόσωπο που δρα είναι ο Λεωνίδας,
που παραχωρεί τη βάρδια φρουρήσεως στον Σοφοκλή, για τον ίδιο πάλι λόγο.
Το έβδομο πρόσωπο που λαμβάνει το λόγο
είναι ο Σταμάτης, ο οποίος τονίζει πως είναι απαράδεκτο να κυανιστεί (ν’
αυτοκτονήσει παίρνοντας κυάνιο) ένας μαχητής που μπορούσε να προσφέρει ακόμη
σημαντικές υπηρεσίες. Η παρέμβασή του αυτή ωθεί τον Ταγματάρχη να παραδεχτεί
πως είχε ήδη ρωτήσει το Γενικό Αρχηγείο και είχε λάβει την απάντηση: «Σοφοκλής
κυάνιο». Τέλος, πέρα από την αναφορά, στο πλαίσιο μιας αναδρομής στον Τζιάκομο
που είχε μάθει στον Σοφοκλή την «Παντιέρα ρόσα», το τελευταίο πρόσωπο που
λαμβάνει το λόγο είναι ο υπίατρος Ροβήρος: «Είναι νεκρός» — εννοώντας τον
Σοφοκλή.
β) Στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος, όταν
τα μέλη της ομάδας πέφτουν με ενθουσιασμό στη λίμνη για να κολυμπήσουν, γίνεται
φανερή η ανάγκη τους να ξεφύγουν απ’ το βαρύ κλίμα της σημαντικής αποστολής
τους και του πολέμου εν γένει. Μέσα σε λίγες στιγμές (μας έπιασε όλους μια
απερίγραπτη φούρια κι αρχίσαμε να γδυνόμαστε, σκίζοντας σχεδόν τα ρούχα μας),
εγκαταλείπουν τον αυστηρό στρατιωτικό τους ρόλο και τρέπονται σε ενθουσιώδεις
νέους, που το δίχως άλλο θα προτιμούσαν με κάθε τρόπο την αμέριμνη ευτυχία της
ειρηνικής διαβίωσης παρά τη συνεχή ένταση και το φόβο του πολέμου.
Ο τραυματισμός του Σοφοκλή, και άρα το
ενδεχόμενο της αναγκαστικής αυτοκτονίας του, φέρνει στην επιφάνεια την προθυμία
των συντρόφων του να τον σώσουν απ’ την άδικη αυτή κατάληξη, καθώς και τις
αμφιβολίες που έχουν για την αυστηρότητα του μέτρου που εξωθεί στην εξάλειψη
κάθε τραυματία, χωρίς να τους δίνεται η ευκαιρία ανάρρωσης. Η σύγκρουση,
μάλιστα, του Σταμάτη με τον Ταγματάρχη (Ο Σταμάτης παρατήρησε τότε πως μπορούσε
κάλλιστα να μη ρωτήσει το Γενικό Αρχηγείο, να πάρει μόνος του μια πρωτοβουλία,
να πάρει αυτός την ευθύνη, τι σόι αρχηγός αποστολής ήτανε;) φανερώνει πως σε
αντίθεση με τον Ταγματάρχη, που ακολουθούσε με τυφλή υποταγή τις εντολές από το
Γενικό Αρχηγείο, τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής θα ήταν διατεθειμένα να
προστατεύσουν τους συντρόφους τους.
γ) Τα λόγια των προσώπων δίνονται κυρίως με πλάγιο
λόγο, μεταφέρονται δηλαδή υποταγμένα στην αφήγηση: (επενέβη ο Σταμάτης και
είπε πως ήταν απαράδεκτο να κυανιστεί ένας μαχητής που μπορούσε να κάνει όλες
τις άλλες βάρδιες, ακόμα και να πολεμήσει, αν παρουσιαζότανε ανάγκη), άλλοτε
σε ελεύθερο πλάγιο λόγο, και άρα πάλι ενταγμένα στο λόγο του αφηγητή: (Τότε
ο Ταγματάρχης θύμωσε για καλά (ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον έβλεπα
να χάνει την ψυχραιμία του) του έβαλε τις φωνές και του θύμισε πως
ήτανε προειδοποιημένος, του είχαν εξηγήσει τον κανονισμό της πορείας, το είχε
σκεφτεί και το δέχτηκε εθελοντικά να πάρει μέρος στην Αποστολή και
βέβαια (ομολόγησε ο Ταγματάρχης) άλλο είναι η θεωρητική κατάστρωση ενός σχεδίου
και άλλο η πρακτική εφαρμογή του), ενώ λιγότερες είναι οι φορές που
δίνονται σε ευθύ λόγο: (— Είμαι ικανός για το συνεργείο
ταφής), και μόλις μία φορά καταγράφεται ένας ολοκληρωμένος
διάλογος:
— Είναι νεκρός; — τον άκουσα να λέει.
— Σχεδόν, —απάντησε ο Ροβήρος. — Τυφλό
τραύμα εξ επαφής στον αριστερό πνεύμονα.
— Πονάει; — ξαναρώτησε ο Ταγματάρχης.
— Δε νομίζω. Έχει χάσει τις αισθήσεις
του.
δ) Η κυριαρχία του πλάγιου λόγου στην αφήγηση διατηρεί
σταθερή τη βασική αφηγηματική επίφαση, πως το όλο κείμενο συνιστά μια εκ των
υστέρων αναδιήγηση στο πλαίσιο μιας απολογίας. Με τους παρελθοντικούς χρόνους,
συνάμα, να έχουν τον πρώτο λόγο, καθίσταται σαφές πως όσα τώρα ακούγονται έχουν
ήδη συμβεί στο παρελθόν, και πως όλα δίνονται απ’ την οπτική γωνία ενός
προσώπου που τα έζησε από κοντά, χωρίς ωστόσο να έχει πάντοτε πλήρη γνώση των
σκέψεων και των συναισθημάτων όλων των άλλων προσώπων.
Ο πλάγιος λόγος τονίζει την αίσθηση της
διαμεσολαβημένης εμπειρίας∙ της εμπειρίας, δηλαδή, που δίνεται από ένα
συγκεκριμένο πρόσωπο, και άρα ενέχει όλους τους περιορισμούς μιας υποκειμενικής
καταγραφής. Ωστόσο, ο αφηγητής σε ορισμένα σημεία επιτρέπει ν’ ακουστούν τα
λόγια των προσώπων σε ευθύ λόγο, ζωντανεύοντας τα γεγονότα∙ και με τη χρήση του
ενεστώτα δημιουργεί την αίσθηση του παρόντος, την αίσθηση πως όλα
διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή.
2. Να σχολιάσετε ιδιαίτερα τη
συμπεριφορά του ταγματάρχη. Πώς τον χαρακτηρίζετε;
Ο Ταγματάρχης, έχοντας την ευθύνη της
αποστολής, μοιάζει να ακολουθεί με απόλυτη υποταγή τις εντολές του Γενικού
Αρχηγείου, χωρίς να αμφισβητεί την ορθότητά τους. Αυτό γίνεται σαφές απ’ το
πρόσταγμα που δίνει για την αυτοκτονία του Σοφοκλή, παρά τις αντιρρήσεις των
υπόλοιπων μελών της ομάδας του. Ωστόσο, δεν είναι ένα πρόσωπο τελείως
υποταγμένο στο ρόλο του. Ήδη στην αρχή του αποσπάσματος παρουσιάζεται να πέφτει
κι αυτός στη λίμνη για να κολυμπήσει μαζί με τους άλλους αντάρτες∙ στοιχείο που
δείχνει και τη δική του διάθεση να παρεκκλίνει από την ασφυκτική πειθαρχία.
Ενώ, στα πρώτα στάδια του τραυματισμού του Σοφοκλή, προσπερνά την αντικατάσταση
του Σοφοκλή από τον Λέανδρο στη βάρδια συνοδείας, χωρίς να σχολιάσει την
αδυναμία του ν’ αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Στοιχείο που, αν συνδυαστεί
με την προθυμία του να δώσει στον Σοφοκλή μια ακόμη ευκαιρία, όταν εκείνος
δήλωσε αμέσως μετά το τελευταίο του τσιγάρο –όταν, δηλαδή, είχε ήδη αποφασιστεί
πως έπρεπε να αυτοκτονήσει-, πως είναι μια χαρά (—«Με βλέπετε; Δεν κουτσαίνω
καθόλου»), φανερώνει την ευαισθησία του, αλλά και την αλληλεγγύη που είναι
διατεθειμένος να δείξει απέναντι στους συναγωνιστές του.
Βέβαια, οι θετικές αυτές προθέσεις, δεν
υποδηλώνουν σε κανένα σημείο πως ήταν έτοιμος ν’ αψηφήσει τις διαταγές από το
Γενικό Αρχηγείο ή να το παρακάμψει. Το γεγονός, άλλωστε, πως αναφέρει πολύ
σύντομα τον τραυματισμό του Σοφοκλή στο Γενικό Αρχηγείο, δείχνει πως ως
προσωπικότητα δεν έχει την αναγκαία δύναμη για να λαμβάνει πρωτοβουλίες, που
ίσως και να τον έφερναν αντιμέτωπο με μια παράβαση των αυστηρών οδηγιών που του
έχουν δοθεί. Παραμένει -παρά το γεγονός ότι συμπονά τους υπόλοιπους αντάρτες-
αφοσιωμένος στην αποστολή του, και αφοσιωμένος στην απρόσωπη και άτεγκτη Αρχή∙
γι’ αυτό και όταν δίνει την ύστατη ευκαιρία στο Σοφοκλή, ακολουθεί την πορεία
της φάλαγγας τελευταίος, περιμένοντας πότε θ’ αρχίσει και πάλι να καθυστερεί ο
Σοφοκλής, ώστε να του επιβάλει την προαποφασισμένη αυτοκτονία.
3. Να παρακολουθήσετε τη στάση του
Σοφοκλή στις διάφορες φάσεις και να τη σχολιάσετε.
Ο Σοφοκλής με την πρωτοβουλία του να
βουτήξει στα νερά της λίμνης δείχνει πως δεν είναι ένας άβουλος στρατιώτης, που
περιμένει από τους άλλους να του προσφέρουν την ευκαιρία ν’ απολαύσει λίγες
στιγμές γαλήνης. Αγαπά τη ζωή και τις μικρές της απολαύσεις, κι αυτό γίνεται
εμφανές κι από τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήσει ν’ αποφύγει το πρόωρο
τέλος του. Έτσι, η πρώτη του αντίδραση, όταν κόβει το πόδι του βγαίνοντας από
τη λίμνη, είναι να καθησυχάσει τους άλλους -αλλά και τον εαυτό του- πως δεν
είναι παρά μια γρατζουνιά. Ωστόσο, ο πόνος που του προκαλεί το τραύμα τον
οδηγεί στον υπίατρο, και άρα σε μια πρώτη παραδοχή πως δεν είναι κάτι το
τελείως αμελητέο.
Το πρήξιμο του ποδιού του και η
συνεπαγόμενη δυσκολία να εκπληρώσει τα καθήκοντά του φέρνουν τον Σοφοκλή
αντιμέτωπο με την απόφαση του Γενικού Αρχηγείου για την αυτοκτονία του, την
οποία υποδέχεται «σαν χαμένος», εκφράζοντας ψιθυριστά σχεδόν την απορία του για
το ποιο θα ήταν το όφελος για την αποστολή, αν έβγαζαν τον ίδιο από τη μέση. Η
ψιθυριστή αυτή αντίρρηση και η υποχώρησή του μπροστά στις φωνές του Ταγματάρχη,
δείχνουν πως σ’ εκείνες τις πρώτες στιγμές, βρισκόμενος ίσως σε κατάσταση σοκ,
ήταν έτοιμος ν’ αποδεχτεί τη μοίρα του. Ωστόσο, ο Σοφοκλής δεν είναι
διατεθειμένος να υποχωρήσει τόσο εύκολα και να υποταχθεί σε μια διαταγή που
εύλογα του φαίνεται υπερβολικά σκληρή. Έτσι, πολύ γρήγορα αποφασίζει να δείξει
πως είναι ακόμη ικανός να βοηθά την ομάδα του, αναλαμβάνοντας πρώτος αυτός να
στελεχώσει το συνεργείο ταφής, που θα άνοιγε τον δικό του τάφο.
Η ολοκλήρωση της μακάβριας αυτής
αποστολής, θα ακολουθηθεί από το κάπνισμα του τελευταίου τσιγάρου, κι από τον
αποχαιρετισμό όλης της ομάδας, δίνοντας για λίγο την εντύπωση πως ο Σοφοκλής
είχε τελικά αποφασίσει πως αυτά θα ήταν πράγματι τα τελευταία 13 λεπτά της ζωής
του (το χρονικό διάστημα που προέβλεπε η διαταγή πως είχαν στη διάθεσή τους οι
μελλοθάνατοι προτού λάβουν το κυάνιο). Εντούτοις, ο Σοφοκλής θα αποτολμήσει μια
ακόμη προσπάθεια να σώσει τον εαυτό του, υποκρινόμενος πως δεν έχει κανένα
πρόβλημα, πως όλα είναι εντάξει και πως είναι απόλυτα ικανός να ακολουθήσει ή
καλύτερα να ηγηθεί της πορείας.
«Ο Σοφοκλής είχε προχωρήσει καμιά
πενηνταριά μέτρα μπροστά απ’ τα πρώτα άλογα και σε λίγο σταμάτησε, έκανε
μεταβολή και μας φώναξε:
— Βραδυπορείτε! Θα σας κυανίσω!
Γέλασε, κούνησε το χέρι του σα να μας
φοβέριζε και συνέχισε να βαδίζει καταμεσής του δρόμου κι η φάλαγγα προχωρούσε
ξοπίσω του.»
Η προσπάθεια αυτή του Σοφοκλή να
υπομείνει τον πόνο και να συνεχίσει την πορεία σαν να μην ήταν τραυματισμένος,
κι η διάθεσή του να αστειεύεται με τους συντρόφους του, δείχνουν την ένταση με
την οποία ήθελε να παραμείνει ζωντανός. Επρόκειτο, ωστόσο, για μια μάταιη
προσπάθεια, καθώς ο τραυματισμός του ήταν υπαρκτός και το σώμα του δεν μπορούσε
ν’ ακολουθήσει την αποφασιστικότητα της ψυχής του. Σύντομα, οπότε, έγινε φανερό
πως δεν μπορούσε πια ν’ αγνοεί τον πόνο του ποδιού του, και πως δεν μπορούσε να
ακολουθεί τη γοργή πορεία της ομάδας του. Έτσι, προτού χρειαστεί να παρέμβει ο
Ταγματάρχης, ο Σοφοκλής αφαίρεσε τη ζωή του μ’ έναν πυροβολισμό.
Πέρα από την επιθυμία του να ζήσει,
υπήρχε κι η επιθυμία του να σεβαστεί τους συντρόφους του, αλλά και τον
Ταγματάρχη. Αισθάνθηκε, προφανώς, πως θα ήταν άδικο να επιφέρει και νέα
καθυστέρηση στην ομάδα του, και ακόμη περισσότερο δεν θέλησε να εξαναγκάσει τον
Ταγματάρχη στο δυσάρεστο χρέος να του επιβάλει την αυτοκτονία. Γνώριζε τους
όρους της αποστολής, γνώριζε την υποχρέωσή του, και προχώρησε έτσι στη γενναία
πράξη, που όσο κι αν ήθελε να αναβάλει, ήξερε πως δεν μπορούσε να ματαιώσει.
4. Σε ποιο τμήμα του αποσπάσματος
υπάρχει αναδρομή και τι φανερώνει;
Στην αφήγηση έχουμε δύο βασικές
αναδρομές. Η 1η δίνεται
στην αρχή κιόλας του αποσπάσματος:
«... επέπλεα ασάλευτος με τα μάτια
κλειστά, σαν τότε που κολυμπάγαμε στη Βουλιαγμένη με τον Χριστόφορο και τον
Αλέκο και έκανα τη «σανίδα» και ύστερα έβγαλα το μαγιώ μου μέσα στο νερό και το
πέταξα όσο πιο μακριά μπορούσα και κολύμπησα βιαστικά να το ξαναπιάσω, πριν
προφτάσει να βουλιάξει, κι ο Χριστόφορος και ο Αλέκος με μιμήθηκαν και βγήκαμε
τσίτσιδοι στα έρημα βραχάκια...»
Με την αναδρομική αυτή αφήγηση
παρέχεται μια εικόνα ξεγνοιασιάς απ’ το παρελθόν του αφηγητή, που επιτρέπει να
κατανοήσουμε την ανάγκη που έχουν όλα τα μέλη της αποστολής να ξεφύγουν απ’ την
ασφυκτική πίεση της εμπόλεμης κατάστασης. Λίγα λεπτά στο νερό της λίμνης αρκούν
για να τους δοθεί η ευκαιρία ν’ αναπολήσουν το παρελθόν τους και να θυμηθούν
ανάλογες στιγμές ευδαιμονίας.
Η 2η αναδρομική αφήγηση συνδυάζεται με μια πρόληψη, μ’
ένα άνοιγμα σε μελλοντικό σημείο της ιστορίας:
(Ο Ταγματάρχης βάδιζε συνήθως
επικεφαλής, δίνοντας τον ρυθμό της πορείας, εκτός απ’ τις ώρες που κοιμότανε, ή
κρυπτογραφούσε τα μηνύματα. Ήταν φυσικό να μην έχει άλλες βάρδιες ο
Ταγματάρχης, μπορούσε να κάθεται όση ώρα ήθελε στη στέγη και τον είχα
υποπτευτεί πως μένει εκεί, χασομερώντας, σκυμμένος πάνω απ’ το Αγγλοελληνικό
Λεξικό —δεν ήξερα ακόμα πως ήτανε το Ευαγγέλιο— υποκρινόμενος πως εργάζεται,
γιατί βέβαια δεν μπορούσε να ξαπλώσει, μια και είχε δίπλα του τους δυο της
βάρδιας στέγης. Αργότερα, όταν μάθαμε τον κώδικα, όταν είδα πόσο περίπλοκος ήταν
—ή μάλλον όχι, ήταν απλούστατος, αλλά η κρυπτογράφηση και η αποκρυπτογράφηση
σου παίρνανε πολλή ώρα— πείστηκα πως ο Ταγματάρχης έκανε τίμια και ευσυνείδητα
τη δουλειά του, δηλαδή, όσο το δυνατόν γρηγορότερα)
Με τη δεύτερη αυτή αναδρομή, και την
αναγκαία επεξήγηση που προσφέρει η αναφορά σ’ ένα μεταγενέστερο σημείο των
γεγονότων, δίνεται η ευκαιρία στον αφηγητή να μιλήσει για το ήθος του
Ταγματάρχη. Μας εξηγεί, λοιπόν, πως ενώ παλιότερα είχε την εντύπωση πως ο
Ταγματάρχης εκμεταλλευόταν τη θέση του για να ξεκουράζεται, την ώρα που τα
υπόλοιπα μέλη της αποστολής είχαν τις βάρδιές τους, στην πορεία συνειδητοποιεί
πως κάθε φορά που τον έβλεπε να «χασομερά» με το λεξικό στα χέρια, στην
πραγματικότητα εκείνος προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει και να κρυπτογραφήσει
τα μηνύματα από και προς το Γενικό Αρχηγείο. Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται, έτσι,
πως ο Ταγματάρχης έκανε πάντοτε τίμια και ευσυνείδητα τη δουλειά του, χωρίς να
προσπαθεί να ξεφύγει από άλλες πιθανές υποχρεώσεις (π.χ. βάρδιες), όπως εκείνος
λανθασμένα νόμιζε.