Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία»
Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη.
Η θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς
των εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους
αρχαίους θεούς.
Με τον Χρυσάνθιον η συχνές συνομιλίες.
Του φιλοσόφου — του άλλωστε δεινού —
Μαξίμου η θεωρίες.
Και να το αποτέλεσμα. Ο Γάλλος δείχνει
ανησυχία
μεγάλην. Ο Κωνστάντιος έχει κάποιαν
υποψία.
A οι συμβουλεύσαντες δεν ήσαν διόλου
συνετοί.
Παρέγινε — λέγει ο Μαρδόνιος — η
ιστορία αυτή,
και πρέπει εξ άπαντος να παύσει ο
θόρυβός της.—
Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλιν αναγνώστης
στην εκκλησία της Νικομηδείας,
όπου μεγαλοφώνως και μετ’ ευλαβείας
πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει,
και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός
θαυμάζει.
Ο Ιουλιανός πέρασε δύο κρίσιμες
περιόδους της ζωής του στην Νικομήδεια (λιμάνι της Προποντίδας και πρωτεύουσα
της Βιθυνίας): αρχικά ως εξόριστο, διπλά ορφανεμένο βασιλόπουλο (337-342), και
αργότερα (351/352), όταν έκανε τα πρώτα του αποφασιστικά βήματα προς τον
μυστικοπαθή παγανισμό. Το ποίημα σκηνοθετείται στην δεύτερη περίοδο. [Γ. Π.
Σαββίδης]
Τα
πρόσωπα του ποιήματος
Ιουλιανός
ο Παραβάτης: Βυζαντινός αυτοκράτορας (361-363) της
δυναστείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συγγραφέας. Ο Ιουλιανός ως αυτοκράτορας
προσπάθησε -ματαίως- να επαναφέρει τη θρησκεία των Εθνικών στην παλαιότερη δόξα
της. [Αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία του Ιουλιανού παρατίθενται στην ανάλυση του
ποιήματος του Καβάφη «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»]
Χρυσάνθιος: νεοπλατωνικός φιλόσοφος, φίλος του Μαξίμου του Εφεσίου (π. 300 μ.Χ.),
επίσης νεοπλατωνιστή αλλά και θαυματοποιού. Ο Μάξιμος είχε μυήσει τον Ιουλιανό
στις θεουργίες (μαγικές ιεροτελεστίες) και προφήτεψε την άνοδό του στον θρόνο.
Γάλλος: ο χριστιανός, ετεροθαλής, πρεσβύτερος
αδελφός του Ιουλιανού∙ ονομάστηκε καίσαρ στα 350 από τον ξάδελφό τους, τον
επίσης χριστιανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, μα εκτελέστηκε από τον ίδιο στα
354∙ στην θέση του διορίστηκε ο Ιουλιανός, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο το 361.
Μαρδόνιος: ο Σκύθης ή Γότθος, ομηρολάτρης,
ευνούχος παιδαγωγός πρώτα της μητέρας του Ιουλιανού και κατόπι του ίδιου.
Κωνστάντιος: αυτοκράτορας του Βυζαντίου (337-361),
δευτερότοκος γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου από τη δεύτερη σύζυγό του Φαύστα. Ο
Φλάβιος Ιούλιος Κωνστάντιος (Flavius
Julius) γεννήθηκε το 317
και ανακηρύχτηκε καίσαρ από τον πατέρα του αμέσως μετά τη νίκη εναντίον του
Λικινίου (324). Έλαβε αξιόλογη εκπαίδευση και μόρφωση, ανέλαβε δε από το 333 τη
διοίκηση της Ανατολής με κέντρο την Αντιόχεια της Συρίας. Επέδειξε μεγάλο
ενδιαφέρον για την οχύρωση και την οργάνωση της άμυνας των μεγάλων πόλεων της
περιοχής ευθύνης του (Αμίδα, Αντωνιούπολη κ.λπ.). Μετά τον θάνατο του Μεγάλου
Κωνσταντίνου (337), οι τρεις γιοι του (Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος και Κώνστας)
συναντήθηκαν στο Βιμινάκιο και έλαβαν τον τίτλο του αυγούστου, ο δε Κωνστάντιος
οργάνωσε τη θανάτωση όλων των άμεσων απογόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με μόνη
εξαίρεση τους εξαδέλφους του Γάλλο και Ιουλιανό. Κατά τη διανομή των εδαφών της
αυτοκρατορίας, ανέλαβε τη διοίκηση του Ανατολικού κράτους, ενώ ο Κωνσταντίνος
ανέλαβε το Δυτικό, ο δε νεότερος Κώνστας το Ιλλυρικό. Από το 338 ως το 350
ανέλαβε προσωπικά την ηγεσία του αγώνα εναντίον των Περσών στις ανατολικές
επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Ο θάνατος του νεότερου αδελφού του
Κώνστα στην Ισπανία, μετά την ήττα του από τον στασιαστή και διεκδικητή της
εξουσίας της Δύσεως Μαγνέντιο (350), ανάγκασε τον Κωνστάντιο να ορίσει τον
εξάδελφό του Γάλλο καίσαρα της Ανατολής (15 Μαρτίου 351) και να αναλάβει
προσωπικά την εκστρατεία εναντίον του Μαγνεντίου στην Ιταλία. Σε αποφασιστική
και πολύνεκρη μάχη νίκησε τον στασιαστή (28 Σεπτεμβρίου 351) και τον ανάγκασε
να διαφύγει στη Γαλατία, όπου αναδιοργάνωσε τον στρατό του. Ο Κωνστάντιος
πέρασε τις Άλπεις (353), με σκοπό την εξόντωση του Μαγνεντίου, ο οποίος
αυτοκτόνησε στη Λυόν (10 Αυγούστου 353).
Έτσι, ο Κωνστάντιος παρέμεινε μόνος
κύριος της αυτοκρατορίας, ανέθεσε δε με την προτροπή της δεύτερης συζύγου του
Ευσεβείας τη διοίκηση της Δύσεως στον Ιουλιανό (355), γιατί η επιθετική
δραστηριότητα των γερμανικών φύλων απαιτούσε συνεχή επαγρύπνηση. Μετά από
σύντομη παραμονή στη Ρώμη, ανέλαβε αποφασιστικό πόλεμο εναντίον των Σαρματών
(357-359) και, αμέσως μετά το πέρας του πολέμου αυτού, κατευθύνθηκε με τον στρατό
του στην Ανατολή, όπου είχε γίνει αισθητή η απειλή του βασιλιά των Περσών
Σαπώρ. Ωστόσο, η ανάκληση τμήματος του στρατού της Γαλατίας προκάλεσε την
εξέγερση και την ανακήρυξη του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα (360). Η πληροφορία του
ότι ο Ιουλιανός κατευθυνόταν με τον στρατό του προς την Κωνσταντινούπολη τον
ανάγκασε να εγκαταλείψει τον περσικό πόλεμο για να επιστρέψει στην
Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, ασθένησε αιφνιδίως και βαπτίστηκε στην Ταρσό της
Κιλικίας, σύντομα δε πέθανε κατά την επιστροφή στη Μομψουκρήνη (3 Νοεμβρίου
361) σε ηλικία 44 ετών.
Ο Κωνστάντιος υπήρξε αξιόλογος
αυτοκράτορας και ήταν προικισμένος με μεγάλες στρατηγικές ικανότητες. Η
περίοδος της βασιλείας του ήταν ένας συνεχής αγώνας στα πεδία των μαχών, ο
οποίος στεφόταν πάντοτε από επιτυχίες. Στο εσωτερικό δεν ανέλαβε σοβαρές
μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, αλλά η εκκλησιαστική του πολιτική δημιούργησε
σοβαρά προβλήματα. Οπαδός της αρειανικής αιρέσεως, προκάλεσε τη δυσφορία των
οπαδών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, αφού
προσπάθησε να επιβάλει τον Αρειανισμό με καταπιεστικά μέτρα. Στην Ανατολή υπήρξε
διώκτης του Μεγάλου Αθανασίου και των άλλων ορθόδοξων ιεραρχών, ενώ υποστήριξε
τις διάφορες παρατάξεις των αρειανοφρόνων. Τη φιλοαρειανική πολιτική του την
επέβαλε και στη Δύση με τη Σύνοδο του Αριμίνου (359), παρά τις αντιδράσεις των
Ορθοδόξων.
Το
ποίημα
Σύμφωνα με διάφορους βιογράφους του
Ιουλιανού, το 351 μ.Χ. κι ενώ έχει μυηθεί στα νεοπλατωνικά μυστήρια από τον
Μάξιμο, επιστρέφει στη Νικομήδεια και εκδηλώνεται ελεύθερα υπέρ του Χριστιανισμού.
Ο Ιουλιανός, ο οποίος ως αυτοκράτορας κράτησε σταθερή στάση υπέρ των Εθνικών,
εμφανίζεται να ασπάζεται -παροδικά μεν, αλλά αυτοβούλως- τον χριστιανισμό. Μια
ασυνέπεια θρησκευτικών πεποιθήσεων, που φυσικά μήτε στο χαρακτήρα του Ιουλιανού
ταιριάζει μήτε μοιάζει ιδιαίτερα αληθοφανής. Στην πραγματικότητα ο Ιουλιανός
επιστρέφει στη Νικομήδεια με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, αφενός επειδή
κατά τη διάρκεια της τρίχρονης παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη απέκτησε
μεγάλη δημοτικότητα -πηγή πραγματικής ανησυχίας για τον αυτοκράτορα-, και
αφετέρου διότι η ενασχόλησή του με τη θρησκεία των Εθνικών ερχόταν σε πλήρη
αντίθεση με τα πιστεύω του αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν Χριστιανός.
Ο Κωνστάντιος, όπως και κάθε άλλος ηγέτης,
δεν μπορεί να ανέχεται συνεργάτες, οικείους και φιλικά του πρόσωπα που να
εκφράζουν διαφορετικές απόψεις από τις δικές του. Η ύπαρξη αντίθετων απόψεων
στο άμεσο περιβάλλον ενός πολιτικού ηγέτη λειτουργεί υπονομευτικά για τον ίδιο
και την εξουσία του, εφόσον δημιουργείται η εντύπωση πως δεν είναι σε θέση να
μεταδώσει ή εν ανάγκη να επιβάλει τις απόψεις του ούτε καν στους ανθρώπους που
βρίσκονται κοντά του και συνεργάζονται στενά μαζί του. Έτσι, ο Ιουλιανός, όχι
μόνο απομακρύνεται από την αυλή του αυτοκράτορα, ώστε να αναχαιτιστεί η άνοδος της
δημοτικότητάς του, εξαναγκάζεται κιόλας να μελετήσει τα χριστιανικά κείμενα,
προκειμένου να υιοθετήσει τις ίδιες θρησκευτικές αντιλήψεις με τον αυτοκράτορα.
Η στροφή, επομένως, του Ιουλιανού στον
Χριστιανισμό δεν γίνεται ελεύθερα∙ αποτελεί πολιτική απόφαση του Κωνστάντιου, ο
οποίος επιλέγει να πειθαρχήσει τους οικείους του, προκειμένου να μην υπάρχουν
και να μην προκύψουν στην πορεία αφορμές αμφισβήτησης των επιλογών και των
αποφάσεών του.
Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη.
Η θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς
των εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους
αρχαίους θεούς.
Ως πολιτικώς αδέξια και
παρακινδυνευμένη χαρακτηρίζεται η επιλογή του Ιουλιανού να επαινεί κατά τρόπο
δημόσιο τα ιδεώδη των Ελλήνων -τη θρησκευτική τους ταυτότητα και τα φιλοσοφικά τους
επιτεύγματα. Παρακινδυνευμένες και οι επισκέψεις στους ναούς των ειδωλολατρών,
η συμμετοχή στις μαγικές ιεροτελεστίες κι ο ενθουσιασμός για τους αρχαίους
θεούς. Σε μια αυτοκρατορία, άλλωστε, που έχει υιοθετήσει το χριστιανικό δόγμα
κι έχει αποκηρύξει το ειδωλολατρικό της παρελθόν, μια τέτοια παλινδρόμηση
δημιουργεί την αίσθηση πως δεν υπάρχει σταθερότητα απόψεων, και άρα πολιτικής.
Ο Ιουλιανός θέτει, συνάμα, σε κίνδυνο την εικόνα του Χριστιανού αυτοκράτορα
Κωνστάντιου, ο οποίος εμφανίζεται να έχει στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον
ανθρώπους που δεν συμμερίζονται -άρα και δεν σέβονται- τις απόψεις του, και
πιθανώς το απόλυτο της εξουσίας του.
Στο πλαίσιο της Βυζαντινής -πλέον-
αυτοκρατορίας η θρησκεία βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με την εξουσία, εφόσον δεν
θα μπορούσε να νοηθεί εκείνη την εποχή αυτοκράτορας (πολιτικός ηγέτης), ο
οποίος να μη μοιράζεται με τους υπηκόους του την πίστη σε μια θρησκεία. Ένας άθεος
αυτοκράτορας θα στερούσε, δίχως άλλο, από τον ίδιο του τον εαυτό ένα ισχυρό
στήριγμα, αφού στη σκέψη του λαού ο αυτοκράτορας είναι παράλληλα και
υπερασπιστής της θρησκείας.
Το ενδιαφέρον στοιχείο, πάντως, σε
σχέση με τον Χριστιανισμό και τους Χριστιανούς αυτοκράτορες, είναι πως από ένα
σημείο και μετά∙ από τη στιγμή δηλαδή που η νέα αυτή θρησκεία εδραιώθηκε με
αρκετή ασφάλεια, έπαψαν να είναι επαρκώς ανεκτικοί απέναντι στην ειδωλολατρία.
Έτσι, η μέχρι πρότινος πολύ διαδεδομένη θρησκεία των Εθνικών έπαψε να χαίρει
κρατικής στήριξης∙ ενώ, σε ό,τι αφορά τους πολίτες, τα πράγματα έλαβαν πιο
απόλυτες, αν όχι ακραίες, διαστάσεις, καθώς ο Χριστιανισμός έγινε σταδιακά η
μόνη ανεκτή θρησκευτική επιλογή. Οι άλλοτε υπό διωγμό Χριστιανοί, λησμόνησαν
από ένα σημείο και μετά την ανάγκη που είχαν κάποτε να γίνεται τουλάχιστον
σεβαστό το δικαίωμά τους να πιστεύουν στη δική τους θρησκεία∙ λησμόνησαν τον
πόνο, το φόβο και τη διαρκή ανασφάλεια που αισθάνονταν ζώντας σε μια
αυτοκρατορία που δεν τους αναγνώριζε κανένα δικαίωμα ελεύθερης άσκησης της θρησκείας
τους. Πέρασαν, έτσι, από το να είναι οι διωκόμενοι, στο να είναι εκείνοι που
δεν ανέχονταν, δεν σέβονταν και δεν επιθυμούσαν την ύπαρξη μιας άλλης θρησκείας,
μιας διαφορετικής οπτικής.
Με τον Χρυσάνθιον η συχνές συνομιλίες.
Του φιλοσόφου — του άλλωστε δεινού —
Μαξίμου η θεωρίες.
Και να το αποτέλεσμα. Ο Γάλλος δείχνει
ανησυχία
μεγάλην. Ο Κωνστάντιος έχει κάποιαν
υποψία.
Η συναναστροφή του Ιουλιανού με τους νεοπλατωνιστές
φιλοσόφους, η ενασχόλησή του με ένα σύστημα αξιών διαφορετικό από αυτό του
χριστιανισμού κι η διαφαινόμενη πνευματική αυτονόμηση του, προκαλούν εύλογα
αντιδράσεις. Ο Γάλλος, ο χριστιανός ετεροθαλής αδελφός του Ιουλιανού ανησυχεί
για τις διαθέσεις και τους πιθανούς σχεδιασμούς του και σταδιακά αρχίζει να τον
υποψιάζεται και ο Κωνστάντιος.
Προσέχουμε πως η επιλογή του Καβάφη να
συνθέσει το ποίημά του με στίχους που ομοιοκαταληκτούν (ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία),
δεν είναι μήτε τυχαία, μήτε αποτελεί ασύνειδη συμμόρφωση του ποιητή με τους κανόνες
της παραδοσιακής ποίησης. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία ως μέσο
δραστικής ειρωνείας, εφόσον μέσω αυτής υποδηλώνει τον εξαναγκασμό σε υποταγή
του Ιουλιανού. Όσο συμβατή είναι με το πνεύμα του Καβάφη η παραδοσιακή ποιητική
φόρμα -την οποία εγκαίρως απέρριψε-, άλλο τόσο συμβατός είναι ο χριστιανισμός
με τις πραγματικές πεποιθήσεις του Ιουλιανού.
A οι συμβουλεύσαντες δεν ήσαν διόλου
συνετοί.
Παρέγινε — λέγει ο Μαρδόνιος — η
ιστορία αυτή,
και πρέπει εξ άπαντος να παύσει ο
θόρυβός της.—
Η ανησυχία για τις επιλογές του
Ιουλιανού φτάνει μέχρι τον Μαρδόνιο, τον παιδαγωγό του, ο οποίος είτε γιατί
αισθάνεται ενοχλημένος από το γεγονός ότι ο μαθητής του έχει στραφεί σε άλλους για
να αντλήσει πνευματικά ερεθίσματα, είτε γιατί πραγματικά φοβάται για τις πιθανές
κυρώσεις εις βάρος του Ιουλιανού, σε περίπτωση που συνεχίσει να αψηφά τις επίσημες
θρησκευτικές θέσεις του Κωνστάντιου, εκφράζει κι εκείνος την άποψη πως πρέπει
να περιοριστεί η ελευθερία του Ιουλιανού. Ο θόρυβος γύρω από τις θρησκευτικές
παρεκκλίσεις του Ιουλιανού πρέπει να σταματήσει μια και καλή.
Ο Μαρδόνιος, σε αντίθεση με τους τωρινούς
συμβούλους του Ιουλιανού, εμφανίζεται πιο συνετός, διότι αντιλαμβάνεται πως ο
Ιουλιανός, λόγω ακριβώς της θέσης που έχει στην αυτοκρατορία, δεν μπορεί να
ασπάζεται και να διακηρύσσει ελεύθερα όποια άποψη θέλει, χωρίς να έχει
συναίσθηση των κινδύνων που μπορούν να προκύψουν∙ κίνδυνοι πιθανοί για την
εξουσία του Κωνστάντιου, μα ακόμη περισσότερο κίνδυνοι βέβαιοι για τη ζωή του
Ιουλιανού.
Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλιν αναγνώστης
στην εκκλησία της Νικομηδείας,
όπου μεγαλοφώνως και μετ’ ευλαβείας
πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει,
και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός
θαυμάζει.
Έτσι, ο Ιουλιανός στέλνεται και πάλι
στη Νικομήδεια, όπου με πολλή ευλάβεια και μεγαλοφώνως, ώστε να γίνεται
αντιληπτό απ’ όλους, διαβάζει τις ιερές Γραφές του χριστιανισμού, κι ο λαός τον
θαυμάζει για την ευσέβειά του.
Ο Ιουλιανός, όχι βέβαια αυτοβούλως,
μήτε από αιφνίδιο και απρόσμενο ενδιαφέρον για τον χριστιανισμό, περιορίζεται
στην εκκλησία της Νικομήδειας και εξαναγκάζεται σε συνεχή μελέτη των ιερών
βιβλίων, των οποίων την αλήθεια και την αξία είχε τόσο εμφανώς τολμήσει ο ίδιος
να αμφισβητήσει και να παραγνωρίσει. Μια πράξη πολιτικής διάστασης, που
φανερώνει την ανάγκη των ηγετών να περιορίζουν κάθε αντίθετη προς τη δική τους φωνή
και κάθε παρέκκλιση από τις δικές τους πεποιθήσεις. Κι ακόμη, μια πολιτική
πράξη που φανερώνει πως τα πρόσωπα της εξουσίας δεν μπορούν να δείχνουν αδιαφορία
για όσα πιστεύει και τιμά η πλειοψηφία του λαού. Εφόσον ο χριστιανισμός
αποτελεί την επιλογή των πολιτών, οφείλει να γίνεται σεβαστός και να τιμάται απ’
όλα τα ηγετικά πρόσωπα της αυτοκρατορίας.