Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεταχειρίζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Phil Koch
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεταχειρίζομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζεσαι, μεταχειρίζεται, μεταχειριζόμαστε, μεταχειρίζεστε, μεταχειρίζονται
Υποτακτική
να μεταχειρίζομαι, να μεταχειρίζεσαι, να μεταχειρίζεται, να μεταχειριζόμαστε, να μεταχειρίζεστε, να μεταχειρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεταχειρίζεστε
Μετοχή
μεταχειριζόμενος, μεταχειριζόμενη, μεταχειριζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
μεταχειριζόμουν, μεταχειριζόσουν, μεταχειριζόταν, μεταχειριζόμαστε, μεταχειριζόσαστε, μεταχειρίζονταν
(& μεταχειριζόμουνα, μεταχειριζόσουνα, μεταχειριζότανε, μεταχειριζόμασταν, μεταχειριζόσασταν, μεταχειριζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μεταχειρίστηκα, μεταχειρίστηκες, μεταχειρίστηκε, μεταχειριστήκαμε, μεταχειριστήκατε, μεταχειρίστηκαν ή μεταχειριστήκανε
& μεταχειρίσθηκα, μεταχειρίσθηκες, μεταχειρίσθηκε, μεταχειρισθήκαμε, μεταχειρισθήκατε, μεταχειρίσθηκαν ή μεταχειρισθήκανε
Υποτακτική
να μεταχειριστώ, να μεταχειριστείς, να μεταχειριστεί, να μεταχειριστούμε, να μεταχειριστείτε, να μεταχειριστούν (ή να μεταχειριστούνε)
& να μεταχειρισθώ, να μεταχειρισθείς, να μεταχειρισθεί, να μεταχειρισθούμε, να μεταχειρισθείτε, να μεταχειρισθούν (ή να μεταχειρισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μεταχειρίσου β΄ πληθυντικό: μεταχειριστείτε / μεταχειρισθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταχειρίζομαι, θα μεταχειρίζεσαι, θα μεταχειρίζεται, θα μεταχειριζόμαστε, θα μεταχειρίζεστε, θα μεταχειρίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταχειριστώ, θα μεταχειριστείς, θα μεταχειριστεί, θα μεταχειριστούμε, θα μεταχειριστείτε, θα μεταχειριστούν (ή θα μεταχειριστούνε)
& θα μεταχειρισθώ, θα μεταχειρισθείς, θα μεταχειρισθεί, θα μεταχειρισθούμε, θα μεταχειρισθείτε, θα μεταχειρισθούν (ή θα μεταχειρισθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταχειριστεί, θα έχεις μεταχειριστεί, θα έχει μεταχειριστεί, θα έχουμε μεταχειριστεί, θα έχετε μεταχειριστεί, θα έχουν(ε) μεταχειριστεί
& θα έχω μεταχειρισθεί, θα έχεις μεταχειρισθεί, θα έχει μεταχειρισθεί, θα έχουμε μεταχειρισθεί, θα έχετε μεταχειρισθεί, θα έχουν(ε) μεταχειρισθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταχειριστεί, έχεις μεταχειριστεί, έχει μεταχειριστεί, έχουμε μεταχειριστεί, έχετε μεταχειριστεί, έχουν(ε) μεταχειριστεί
& έχω μεταχειρισθεί, έχεις μεταχειρισθεί, έχει μεταχειρισθεί, έχουμε μεταχειρισθεί, έχετε μεταχειρισθεί, έχουν(ε) μεταχειρισθεί
Υποτακτική
να έχω μεταχειριστεί, να έχεις μεταχειριστεί, να έχει μεταχειριστεί, να έχουμε μεταχειριστεί, να έχετε μεταχειριστεί, να έχουν(ε) μεταχειριστεί
& να έχω μεταχειρισθεί, να έχεις μεταχειρισθεί, να έχει μεταχειρισθεί, να έχουμε μεταχειρισθεί, να έχετε μεταχειρισθεί, να έχουν(ε) μεταχειρισθεί
Μετοχή
μεταχειρισμένος, μεταχειρισμένη, μεταχειρισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταχειριστεί, είχες μεταχειριστεί, είχε μεταχειριστεί, είχαμε μεταχειριστεί, είχατε μεταχειριστεί, είχαν(ε) μεταχειριστεί
& είχα μεταχειρισθεί, είχες μεταχειρισθεί, είχε μεταχειρισθεί, είχαμε μεταχειρισθεί, είχατε μεταχειρισθεί, είχαν(ε) μεταχειρισθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα μεταχειρίζομαι ανήκει στα αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *μεταχειρίζω στη Νέα Ελληνική) ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες προτάσεις του τύπου π.χ. Την απογοήτευσή της για τον τρόπο που *μεταχειρίστηκε από ορισμένους δημοσιογράφους εξέφρασε η τραγουδίστρια, αντί των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιείται άλλη διατύπωση: Την απογοήτευσή της για τον τρόπο με τον οποίο τη μεταχειρίστηκαν ορισμένοι δημοσιογράφοι εξέφρασε η τραγουδίστρια.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μορφώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Johan Swanepoel
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μορφώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μορφώνω, μορφώνεις, μορφώνει, μορφώνουμε, μορφώνετε, μορφώνουν (ή μορφώνουνε)
Υποτακτική
να μορφώνω, να μορφώνεις, να μορφώνει, να μορφώνουμε, να μορφώνετε, να μορφώνουν (ή να μορφώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μόρφωνε – β΄ πληθυντικό: μορφώνετε
Μετοχή
μορφώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
μόρφωνα, μόρφωνες, μόρφωνε, μορφώναμε, μορφώνατε, μόρφωναν ή μορφώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
μόρφωσα, μόρφωσες, μόρφωσε, μορφώσαμε, μορφώσατε, μόρφωσαν ή μορφώσανε
Υποτακτική
να μορφώσω, να μορφώσεις, να μορφώσει, να μορφώσουμε, να μορφώσετε, να μορφώσουν (ή να μορφώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μόρφωσε – β΄ πληθυντικό: μορφώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφώνω, θα μορφώνεις, θα μορφώνει, θα μορφώνουμε, θα μορφώνετε, θα μορφώνουν (ή θα μορφώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφώσω, θα μορφώσεις, θα μορφώσει, θα μορφώσουμε, θα μορφώσετε, θα μορφώσουν (ή θα μορφώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μορφώσει, θα έχεις μορφώσει, θα έχει μορφώσει, θα έχουμε μορφώσει, θα έχετε μορφώσει, θα έχουν(ε) μορφώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μορφώσει, έχεις μορφώσει, έχει μορφώσει, έχουμε μορφώσει, έχετε μορφώσει, έχουν(ε) μορφώσει
Υποτακτική
να έχω μορφώσει, να έχεις μορφώσει, να έχει μορφώσει, να έχουμε μορφώσει, να έχετε μορφώσει, να έχουν(ε) μορφώσει
Μετοχή
έχοντας μορφώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μορφώσει, είχες μορφώσει, είχε μορφώσει, είχαμε μορφώσει, είχατε μορφώσει, είχαν(ε) μορφώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μορφώνομαι, μορφώνεσαι, μορφώνεται, μορφωνόμαστε, μορφώνεστε, μορφώνονται
Υποτακτική
να μορφώνομαι, να μορφώνεσαι, να μορφώνεται, να μορφωνόμαστε, να μορφώνεστε, να μορφώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μορφώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
μορφωνόμουν, μορφωνόσουν, μορφωνόταν, μορφωνόμαστε, μορφωνόσαστε, μορφώνονταν
(& μορφωνόμουνα, μορφωνόσουνα, μορφωνότανε, μορφωνόμασταν, μορφωνόσασταν, μορφωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μορφώθηκα, μορφώθηκες, μορφώθηκε, μορφωθήκαμε, μορφωθήκατε, μορφώθηκαν (ή μορφωθήκανε)
Υποτακτική
να μορφωθώ, να μορφωθείς, να μορφωθεί, να μορφωθούμε, να μορφωθείτε, να μορφωθούν (ή να μορφωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μορφώσου - β΄ πληθυντικό: μορφωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφώνομαι, θα μορφώνεσαι, θα μορφώνεται, θα μορφωνόμαστε, θα μορφώνεστε, θα μορφώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφωθώ, θα μορφωθείς, θα μορφωθεί, θα μορφωθούμε, θα μορφωθείτε, θα μορφωθούν (ή θα μορφωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μορφωθεί, θα έχεις μορφωθεί, θα έχει μορφωθεί, θα έχουμε μορφωθεί, θα έχετε μορφωθεί, θα έχουν(ε) μορφωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μορφωθεί, έχεις μορφωθεί, έχει μορφωθεί, έχουμε μορφωθεί, έχετε μορφωθεί, έχουν(ε) μορφωθεί
Υποτακτική
να έχω μορφωθεί, να έχεις μορφωθεί, να έχει μορφωθεί, να έχουμε μορφωθεί, να έχετε μορφωθεί, να έχουν(ε) μορφωθεί
Μετοχή
μορφωμένος, μορφωμένη, μορφωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μορφωθεί, είχες μορφωθεί, είχε μορφωθεί, είχαμε μορφωθεί, είχατε μορφωθεί, είχαν(ε) μορφωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανέχομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανέχομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανέχομαι, ανέχεσαι, ανέχεται, ανεχόμαστε, ανέχεστε, ανέχονται
Υποτακτική
να ανέχομαι, να ανέχεσαι, να ανέχεται, να ανεχόμαστε, να ανέχεστε, να ανέχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανέχεστε
Μετοχή
ανεχόμενος, ανεχόμενη, ανεχόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
ανεχόμουν, ανεχόσουν, ανεχόταν, ανεχόμαστε, ανεχόσαστε, ανέχονταν
(& ανεχόμουνα, ανεχόσουνα, ανεχότανε, ανεχόμασταν, ανεχόσασταν, ανεχόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ανέχθηκα, ανέχθηκες, ανέχθηκε, ανεχθήκαμε, ανεχθήκατε, ανέχθηκαν (ή ανεχθήκανε)
& ανέχτηκα, ανέχτηκες, ανέχτηκε, ανεχτήκαμε, ανεχτήκατε, ανέχτηκαν (ή ανεχτήκανε)
Υποτακτική
να ανεχθώ, να ανεχθείς, να ανεχθεί, να ανεχθούμε, να ανεχθείτε, να ανεχθούν (ή να ανεχθούνε)
& να ανεχτώ, να ανεχτείς, να ανεχτεί, να ανεχτούμε, να ανεχτείτε, να ανεχτούν (ή να ανεχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ανέξου β΄ πληθυντικό: ανεχθείτε (ανεχτείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανέχομαι, θα ανέχεσαι, θα ανέχεται, θα ανεχόμαστε, θα ανέχεστε, θα ανέχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανεχθώ, θα ανεχθείς, θα ανεχθεί, θα ανεχθούμε, θα ανεχθείτε, θα ανεχθούν (ή θα ανεχθούνε)
& θα ανεχτώ, θα ανεχτείς, θα ανεχτεί, θα ανεχτούμε, θα ανεχτείτε, θα ανεχτούν (ή θα ανεχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανεχθεί, θα έχεις ανεχθεί, θα έχει ανεχθεί, θα έχουμε ανεχθεί, θα έχετε ανεχθεί, θα έχουν(ε) ανεχθεί
& θα έχω ανεχτεί, θα έχεις ανεχτεί, θα έχει ανεχτεί, θα έχουμε ανεχτεί, θα έχετε ανεχτεί, θα έχουν(ε) ανεχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανεχθεί, έχεις ανεχθεί, έχει ανεχθεί, έχουμε ανεχθεί, έχετε ανεχθεί, έχουν(ε) ανεχθεί
& έχω ανεχτεί, έχεις ανεχτεί, έχει ανεχτεί, έχουμε ανεχτεί, έχετε ανεχτεί, έχουν(ε) ανεχτεί
Υποτακτική
να έχω ανεχθεί, να έχεις ανεχθεί, να έχει ανεχθεί, να έχουμε ανεχθεί, να έχετε ανεχθεί, να έχουν(ε) ανεχθεί
& να έχω ανεχτεί, να έχεις ανεχτεί, να έχει ανεχτεί, να έχουμε ανεχτεί, να έχετε ανεχτεί, να έχουν(ε) ανεχτεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανεχθεί, είχες ανεχθεί, είχε ανεχθεί, είχαμε ανεχθεί, είχατε ανεχθεί, είχαν(ε) ανεχθεί
& είχα ανεχτεί, είχες ανεχτεί, είχε ανεχτεί, είχαμε ανεχτεί, είχατε ανεχτεί, είχαν(ε) ανεχτεί
 
Σημείωση: Το ρήμα ανέχομαι ανήκει στα αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *ανέχω στη Νέα Ελληνική) ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες προτάσεις του τύπου π.χ. Τέτοιες προσβολές δεν *ανέχονται, αντί των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιείται άλλη διατύπωση: Τέτοιες προσβολές δεν γίνονται ανεκτές.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πληροφορώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Manjik Pictures
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πληροφορώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πληροφορώ, πληροφορείς, πληροφορεί, πληροφορούμε, πληροφορείτε, πληροφορούν (ή πληροφορούνε)
Υποτακτική
να πληροφορώ, να πληροφορείς, να πληροφορεί, να πληροφορούμε, να πληροφορείτε, να πληροφορούν (ή να πληροφορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πληροφορείτε
Μετοχή
πληροφορώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
πληροφορούσα, πληροφορούσες, πληροφορούσε, πληροφορούσαμε, πληροφορούσατε, πληροφορούσαν (ή πληροφορούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
πληροφόρησα, πληροφόρησες, πληροφόρησε, πληροφορήσαμε, πληροφορήσατε, πληροφόρησαν ή πληροφορήσανε
Υποτακτική
να πληροφορήσω, να πληροφορήσεις, να πληροφορήσει, να πληροφορήσουμε, να πληροφορήσετε, να πληροφορήσουν (ή να πληροφορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πληροφόρησε β΄ πληθυντικό: πληροφορήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορώ, θα πληροφορείς, θα πληροφορεί, θα πληροφορούμε, θα πληροφορείτε, θα πληροφορούν (ή θα πληροφορούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορήσω, θα πληροφορήσεις, θα πληροφορήσει, θα πληροφορήσουμε, θα πληροφορήσετε, θα πληροφορήσουν (ή θα πληροφορήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πληροφορήσει, θα έχεις πληροφορήσει, θα έχει πληροφορήσει, θα έχουμε πληροφορήσει, θα έχετε πληροφορήσει, θα έχουν(ε) πληροφορήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πληροφορήσει, έχεις πληροφορήσει, έχει πληροφορήσει, έχουμε πληροφορήσει, έχετε πληροφορήσει, έχουν(ε) πληροφορήσει
Υποτακτική
να έχω πληροφορήσει, να έχεις πληροφορήσει, να έχει πληροφορήσει, να έχουμε πληροφορήσει, να έχετε πληροφορήσει, να έχουν(ε) πληροφορήσει
Μετοχή
έχοντας πληροφορήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πληροφορήσει, είχες πληροφορήσει, είχε πληροφορήσει, είχαμε πληροφορήσει, είχατε πληροφορήσει, είχαν(ε) πληροφορήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πληροφορούμαι, πληροφορείσαι, πληροφορείται, πληροφορούμαστε, πληροφορείστε, πληροφορούνται
Υποτακτική
να πληροφορούμαι, να πληροφορείσαι, να πληροφορείται, να πληροφορούμαστε, να πληροφορείστε, να πληροφορούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πληροφορείστε
Μετοχή
πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
πληροφορούμουν, πληροφορούσουν, πληροφορούταν, πληροφορούμασταν ή πληροφορούμαστε, πληροφορούσασταν, πληροφορούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
πληροφορήθηκα, πληροφορήθηκες, πληροφορήθηκε, πληροφορηθήκαμε, πληροφορηθήκατε, πληροφορήθηκαν ή πληροφορηθήκανε
Υποτακτική
να πληροφορηθώ, να πληροφορηθείς, να πληροφορηθεί, να πληροφορηθούμε, να πληροφορηθείτε, να πληροφορηθούν ή να πληροφορηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: πληροφορήσου β΄ πληθυντικό: πληροφορηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορούμαι, θα πληροφορείσαι, θα πληροφορείται, θα πληροφορούμαστε, θα πληροφορείστε, θα πληροφορούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορηθώ, θα πληροφορηθείς, θα πληροφορηθεί, θα πληροφορηθούμε, θα πληροφορηθείτε, θα πληροφορηθούν ή θα πληροφορηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πληροφορηθεί, θα έχεις πληροφορηθεί, θα έχει πληροφορηθεί, θα έχουμε πληροφορηθεί, θα έχετε πληροφορηθεί, θα έχουν(ε) πληροφορηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πληροφορηθεί, έχεις πληροφορηθεί, έχει πληροφορηθεί, έχουμε πληροφορηθεί, έχετε πληροφορηθεί, έχουν(ε) πληροφορηθεί
Υποτακτική
να έχω πληροφορηθεί, να έχεις πληροφορηθεί, να έχει πληροφορηθεί, να έχουμε πληροφορηθεί, να έχετε πληροφορηθεί, να έχουν(ε) πληροφορηθεί
Μετοχή
πληροφορημένος, πληροφορημένη, πληροφορημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πληροφορηθεί, είχες πληροφορηθεί, είχε πληροφορηθεί, είχαμε πληροφορηθεί, είχατε πληροφορηθεί, είχαν(ε) πληροφορηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δηλώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bonnie Bruno
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δηλώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δηλώνω, δηλώνεις, δηλώνει, δηλώνουμε, δηλώνετε, δηλώνουν (ή δηλώνουνε)
Υποτακτική
να δηλώνω, να δηλώνεις, να δηλώνει, να δηλώνουμε, να δηλώνετε, να δηλώνουν (ή να δηλώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δήλωνε – β΄ πληθυντικό: δηλώνετε
Μετοχή
δηλώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δήλωνα, δήλωνες, δήλωνε, δηλώναμε, δηλώνατε, δήλωναν ή δηλώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
δήλωσα, δήλωσες, δήλωσε, δηλώσαμε, δηλώσατε, δήλωσαν ή δηλώσανε
Υποτακτική
να δηλώσω, να δηλώσεις, να δηλώσει, να δηλώσουμε, να δηλώσετε, να δηλώσουν (ή να δηλώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δήλωσε – β΄ πληθυντικό: δηλώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δηλώνω, θα δηλώνεις, θα δηλώνει, θα δηλώνουμε, θα δηλώνετε, θα δηλώνουν (ή θα δηλώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δηλώσω, θα δηλώσεις, θα δηλώσει, θα δηλώσουμε, θα δηλώσετε, θα δηλώσουν (ή θα δηλώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δηλώσει, θα έχεις δηλώσει, θα έχει δηλώσει, θα έχουμε δηλώσει, θα έχετε δηλώσει, θα έχουν(ε) δηλώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δηλώσει, έχεις δηλώσει, έχει δηλώσει, έχουμε δηλώσει, έχετε δηλώσει, έχουν(ε) δηλώσει
Υποτακτική
να έχω δηλώσει, να έχεις δηλώσει, να έχει δηλώσει, να έχουμε δηλώσει, να έχετε δηλώσει, να έχουν(ε) δηλώσει
Μετοχή
έχοντας δηλώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δηλώσει, είχες δηλώσει, είχε δηλώσει, είχαμε δηλώσει, είχατε δηλώσει, είχαν(ε) δηλώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δηλώνομαι, δηλώνεσαι, δηλώνεται, δηλωνόμαστε, δηλώνεστε, δηλώνονται
Υποτακτική
να δηλώνομαι, να δηλώνεσαι, να δηλώνεται, να δηλωνόμαστε, να δηλώνεστε, να δηλώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δηλώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
δηλωνόμουν, δηλωνόσουν, δηλωνόταν, δηλωνόμαστε, δηλωνόσαστε, δηλώνονταν
(& δηλωνόμουνα, δηλωνόσουνα, δηλωνότανε, δηλωνόμασταν, δηλωνόσασταν, δηλωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δηλώθηκα, δηλώθηκες, δηλώθηκε, δηλωθήκαμε, δηλωθήκατε, δηλώθηκαν (ή δηλωθήκανε)
Υποτακτική
να δηλωθώ, να δηλωθείς, να δηλωθεί, να δηλωθούμε, να δηλωθείτε, να δηλωθούν (ή να δηλωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: δηλώσου - β΄ πληθυντικό: δηλωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δηλώνομαι, θα δηλώνεσαι, θα δηλώνεται, θα δηλωνόμαστε, θα δηλώνεστε, θα δηλώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δηλωθώ, θα δηλωθείς, θα δηλωθεί, θα δηλωθούμε, θα δηλωθείτε, θα δηλωθούν (ή θα δηλωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δηλωθεί, θα έχεις δηλωθεί, θα έχει δηλωθεί, θα έχουμε δηλωθεί, θα έχετε δηλωθεί, θα έχουν(ε) δηλωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δηλωθεί, έχεις δηλωθεί, έχει δηλωθεί, έχουμε δηλωθεί, έχετε δηλωθεί, έχουν(ε) δηλωθεί
Υποτακτική
να έχω δηλωθεί, να έχεις δηλωθεί, να έχει δηλωθεί, να έχουμε δηλωθεί, να έχετε δηλωθεί, να έχουν(ε) δηλωθεί
Μετοχή
δηλωμένος, δηλωμένη, δηλωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δηλωθεί, είχες δηλωθεί, είχε δηλωθεί, είχαμε δηλωθεί, είχατε δηλωθεί, είχαν(ε) δηλωθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...