Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jane Davies 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσουμε, κηρύσσετε, κηρύσσουν (ή κηρύσσουνε)
Υποτακτική
να κηρύσσω, να κηρύσσεις, να κηρύσσει, να κηρύσσουμε, να κηρύσσετε, να κηρύσσουν (ή να κηρύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυσσε – β΄ πληθυντικό: κηρύσσετε
Μετοχή
κηρύσσοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
κήρυσσα, κήρυσσες, κήρυσσε, κηρύσσαμε, κηρύσσατε, κήρυσσαν ή κηρύσσανε
 
Αόριστος
Οριστική
κήρυξα, κήρυξες, κήρυξε, κηρύξαμε, κηρύξατε, κήρυξαν ή κηρύξανε
Υποτακτική
να κηρύξω, να κηρύξεις, να κηρύξει, να κηρύξουμε, να κηρύξετε, να κηρύξουν (ή να κηρύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυξε – β΄ πληθυντικό: κηρύξτε (ή κηρύξετε)  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσω, θα κηρύσσεις, θα κηρύσσει, θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσετε, θα κηρύσσουν (ή θα κηρύσσουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύξω, θα κηρύξεις, θα κηρύξει, θα κηρύξουμε, θα κηρύξετε, θα κηρύξουν (ή θα κηρύξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κηρύξει, θα έχεις κηρύξει, θα έχει κηρύξει, θα έχουμε κηρύξει, θα έχετε κηρύξει, θα έχουν κηρύξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρύξει, έχεις κηρύξει, έχει κηρύξει, έχουμε κηρύξει, έχετε κηρύξει, έχουν(ε) κηρύξει
Υποτακτική
να έχω κηρύξει, να έχεις κηρύξει, να έχει κηρύξει, να έχουμε κηρύξει, να έχετε κηρύξει, να έχουν(ε) κηρύξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρύξει, είχες κηρύξει, είχε κηρύξει, είχαμε κηρύξει, είχατε κηρύξει, είχαν(ε) κηρύξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσομαι, κηρύσσεσαι, κηρύσσεται, κηρυσσόμαστε, κηρύσσεστε, κηρύσσονται
Υποτακτική
να κηρύσσομαι, να κηρύσσεσαι, να κηρύσσεται, να κηρυσσόμαστε, να κηρύσσεστε, να κηρύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κηρύσσεστε
Μετοχή
κηρυσσόμενος, κηρυσσόμενη, κηρυσσόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
κηρυσσόμουν, κηρυσσόσουν, κηρυσσόταν, κηρυσσόμαστε, κηρυσσόσαστε, κηρύσσονταν
(& κηρυσσόμουνα, κηρυσσόσουνα, κηρυσσότανε, κηρυσσόμασταν, κηρυσσόσασταν, κηρυσσόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κηρύχθηκα, κηρύχθηκες, κηρύχθηκε, κηρυχθήκαμε, κηρυχθήκατε, κηρύχθηκαν (ή κηρυχθήκανε)
& κηρύχτηκα, κηρύχτηκες, κηρύχτηκε, κηρυχτήκαμε, κηρυχτήκατε, κηρύχτηκαν (ή κηρυχτήκανε)
Υποτακτική
να κηρυχθώ, να κηρυχθείς, να κηρυχθεί, να κηρυχθούμε, να κηρυχθείτε, να κηρυχθούν (ή να κηρυχθούνε)
& να κηρυχτώ, να κηρυχτείς, να κηρυχτεί, να κηρυχτούμε, να κηρυχτείτε, να κηρυχτούν (ή να κηρυχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κηρύξου β΄ πληθυντικό: κηρυχθείτε (κηρυχτείτε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσομαι, θα κηρύσσεσαι, θα κηρύσσεται, θα κηρυσσόμαστε, θα κηρύσσεστε, θα κηρύσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρυχθώ, θα κηρυχθείς, θα κηρυχθεί, θα κηρυχθούμε, θα κηρυχθείτε, θα κηρυχθούν (ή θα κηρυχθούνε)
& θα κηρυχτώ, θα κηρυχτείς, θα κηρυχτεί, θα κηρυχτούμε, θα κηρυχτείτε, θα κηρυχτούν (ή θα κηρυχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κηρυχθεί, θα έχεις κηρυχθεί, θα έχει κηρυχθεί, θα έχουμε κηρυχθεί, θα έχετε κηρυχθεί, θα έχουν κηρυχθεί
& θα έχω κηρυχτεί, θα έχεις κηρυχτεί, θα έχει κηρυχτεί, θα έχουμε κηρυχτεί, θα έχετε κηρυχτεί, θα έχουν κηρυχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρυχθεί, έχεις κηρυχθεί, έχει κηρυχθεί, έχουμε κηρυχθεί, έχετε κηρυχθεί, έχουν κηρυχθεί
& έχω κηρυχτεί, έχεις κηρυχτεί, έχει κηρυχτεί, έχουμε κηρυχτεί, έχετε κηρυχτεί, έχουν κηρυχτεί
Υποτακτική
να έχω κηρυχθεί, να έχεις κηρυχθεί, να έχει κηρυχθεί, να έχουμε κηρυχθεί, να έχετε κηρυχθεί, να έχουν κηρυχθεί
& να έχω κηρυχτεί, να έχεις κηρυχτεί, να έχει κηρυχτεί, να έχουμε κηρυχτεί, να έχετε κηρυχτεί, να έχουν κηρυχτεί
Μετοχή
κηρυγμένος, κηρυγμένη, κηρυγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρυχθεί, είχες κηρυχθεί, είχε κηρυχθεί, είχαμε κηρυχθεί, είχατε κηρυχθεί, είχαν(ε) κηρυχθεί
& είχα κηρυχτεί, είχες κηρυχτεί, είχε κηρυχτεί, είχαμε κηρυχτεί, είχατε κηρυχτεί, είχαν(ε) κηρυχτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Henri Jules Jean Geoffroy
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείω, αποκλείεις, αποκλείει, αποκλείουμε, αποκλείετε, αποκλείουν (ή αποκλείουνε)
Υποτακτική
να αποκλείω, να αποκλείεις, να αποκλείει, να αποκλείουμε, να αποκλείετε, να αποκλείουν (ή να αποκλείουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλειε – β΄ πληθυντικό: αποκλείετε
Μετοχή
αποκλείοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
απέκλεια, απέκλειες, απέκλειε, αποκλείαμε, αποκλείατε, απέκλειαν ή αποκλείανε
[Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται μόνο όταν τονίζεται]
 
Αόριστος
Οριστική
απέκλεισα, απέκλεισες, απέκλεισε, αποκλείσαμε, αποκλείσατε, απέκλεισαν ή αποκλείσανε
Υποτακτική
να αποκλείσω, να αποκλείσεις, να αποκλείσει, να αποκλείσουμε, να αποκλείσετε, να αποκλείσουν (ή να αποκλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλεισε – β΄ πληθυντικό: αποκλείστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείω, θα αποκλείεις, θα αποκλείει, θα αποκλείουμε, θα αποκλείετε, θα αποκλείουν (ή θα αποκλείουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείσω, θα αποκλείσεις, θα αποκλείσει, θα αποκλείσουμε, θα αποκλείσετε, θα αποκλείσουν (ή θα αποκλείσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αποκλείσει, θα έχεις αποκλείσει, θα έχει αποκλείσει, θα έχουμε αποκλείσει, θα έχετε αποκλείσει, θα έχουν αποκλείσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλείσει, έχεις αποκλείσει, έχει αποκλείσει, έχουμε αποκλείσει, έχετε αποκλείσει, έχουν(ε) αποκλείσει
Υποτακτική
να έχω αποκλείσει, να έχεις αποκλείσει, να έχει αποκλείσει, να έχουμε αποκλείσει, να έχετε αποκλείσει, να έχουν (ή έχουνε) αποκλείσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλείσει, είχες αποκλείσει, είχε αποκλείσει, είχαμε αποκλείσει, είχατε αποκλείσει, είχαν(ε) αποκλείσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείομαι, αποκλείεσαι, αποκλείεται, αποκλειόμαστε, αποκλείεστε ή αποκλειόσαστε, αποκλείονται
Υποτακτική
να αποκλείομαι, να αποκλείεσαι, να αποκλείεται, να αποκλειόμαστε, να αποκλείεστε ή να αποκλειόσαστε, να αποκλείονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αποκλείεστε
Μετοχή
αποκλειόμενος, αποκλειόμενη, αποκλειόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
αποκλειόμουν, αποκλειόσουν, αποκλειόταν, αποκλειόμασταν, αποκλειόσασταν, αποκλείονταν
(& αποκλειόμουνα, αποκλειόσουνα, αποκλειότανε, αποκλειόμαστε, αποκλειόσαστε, αποκλειόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αποκλείστηκα, αποκλείστηκες, αποκλείστηκε, αποκλειστήκαμε, αποκλειστήκατε, αποκλείστηκαν ή αποκλειστήκανε
Υποτακτική
να αποκλειστώ, να αποκλειστείς, να αποκλειστεί, να αποκλειστούμε, να αποκλειστείτε, να αποκλειστούν (ή να αποκλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αποκλείσου β΄ πληθυντικό: αποκλειστείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείομαι, θα αποκλείεσαι, θα αποκλείεται, θα αποκλειόμαστε, θα αποκλείεστε ή θα αποκλειόσαστε, θα αποκλείονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλειστώ, θα αποκλειστείς, θα αποκλειστεί, θα αποκλειστούμε, θα αποκλειστείτε, θα αποκλειστούν (ή θα αποκλειστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αποκλειστεί, θα έχεις αποκλειστεί, θα έχει αποκλειστεί, θα έχουμε αποκλειστεί, θα έχετε αποκλειστεί, θα έχουν αποκλειστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλειστεί, έχεις αποκλειστεί, έχει αποκλειστεί, έχουμε αποκλειστεί, έχετε αποκλειστεί, έχουν(ε) αποκλειστεί
Υποτακτική
να έχω αποκλειστεί, να έχεις αποκλειστεί, να έχει αποκλειστεί, να έχουμε αποκλειστεί, να έχετε αποκλειστεί, να έχουν(ε) αποκλειστεί
Μετοχή
αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλειστεί, είχες αποκλειστεί, είχε αποκλειστεί, είχαμε αποκλειστεί, είχατε αποκλειστεί, είχαν(ε) αποκλειστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Giotto di Bondone

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συνωμοτώ, συνωμοτείς, συνωμοτεί, συνωμοτούμε, συνωμοτείτε, συνωμοτούν (ή συνωμοτούνε)
Υποτακτική
να συνωμοτώ, να συνωμοτείς, να συνωμοτεί, να συνωμοτούμε, να συνωμοτείτε, να συνωμοτούν (ή να συνωμοτούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνωμοτείτε
Μετοχή
συνωμοτώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συνωμοτούσα, συνωμοτούσες, συνωμοτούσε, συνωμοτούσαμε, συνωμοτούσατε, συνωμοτούσαν (ή συνωμοτούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συνωμότησα, συνωμότησες, συνωμότησε, συνωμοτήσαμε, συνωμοτήσατε, συνωμότησαν
Υποτακτική
να συνωμοτήσω, να συνωμοτήσεις, να συνωμοτήσει, να συνωμοτήσουμε, να συνωμοτήσετε, να συνωμοτήσουν (ή να συνωμοτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνωμότησε β΄ πληθυντικό: συνωμοτήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτώ, θα συνωμοτείς, θα συνωμοτεί, θα συνωμοτούμε, θα συνωμοτείτε, θα συνωμοτούν (ή θα συνωμοτούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτήσω, θα συνωμοτήσεις, θα συνωμοτήσει, θα συνωμοτήσουμε, θα συνωμοτήσετε, θα συνωμοτήσουν (ή θα συνωμοτήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνωμοτήσει, θα έχεις συνωμοτήσει, θα έχει συνωμοτήσει, θα έχουμε συνωμοτήσει, θα έχετε συνωμοτήσει, θα έχουν(ε) συνωμοτήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνωμοτήσει, έχεις συνωμοτήσει, έχει συνωμοτήσει, έχουμε συνωμοτήσει, έχετε συνωμοτήσει, έχουν(ε) συνωμοτήσει
Υποτακτική
να έχω συνωμοτήσει, να έχεις συνωμοτήσει, να έχει συνωμοτήσει, να έχουμε συνωμοτήσει, να έχετε συνωμοτήσει, να έχουν συνωμοτήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνωμοτήσει, είχες συνωμοτήσει, είχε συνωμοτήσει, είχαμε συνωμοτήσει, είχατε συνωμοτήσει, είχαν(ε) συνωμοτήσει
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «προλαβαίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robin Moline
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «προλαβαίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
προλαβαίνω, προλαβαίνεις, προλαβαίνει, προλαβαίνουμε, προλαβαίνετε, προλαβαίνουν ή προλαβαίνουνε
Υποτακτική
να προλαβαίνω, να προλαβαίνεις, να προλαβαίνει, να προλαβαίνουμε, να προλαβαίνετε, να προλαβαίνουν ή να προλαβαίνουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: προλάβαινε – β΄ πληθυντικό: προλαβαίνετε
Μετοχή
προλαβαίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
προλάβαινα, προλάβαινες, προλάβαινε, προλαβαίναμε, προλαβαίνατε, προλάβαιναν
 
Αόριστος
Οριστική
πρόλαβα, πρόλαβες, πρόλαβε, προλάβαμε, προλάβατε, πρόλαβαν
Υποτακτική
να προλάβω, να προλάβεις, να προλάβει, να προλάβουμε, να προλάβετε, να προλάβουν ή να προλάβουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: πρόλαβε – β΄ πληθυντικό: προλάβετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προλαβαίνω, θα προλαβαίνεις, θα προλαβαίνει, θα προλαβαίνουμε, θα προλαβαίνετε, θα προλαβαίνουν ή θα προλαβαίνουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προλάβω, θα προλάβεις, θα προλάβει, θα προλάβουμε, θα προλάβετε, θα προλάβουν ή θα προλάβουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω προλάβει, θα έχεις προλάβει, θα έχει προλάβει, θα έχουμε προλάβει, θα έχετε προλάβει, θα έχουν προλάβει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω προλάβει, έχεις προλάβει, έχει προλάβει, έχουμε προλάβει, έχετε προλάβει, έχουν προλάβει
Υποτακτική
να έχω προλάβει, να έχεις προλάβει, να έχει προλάβει, να έχουμε προλάβει, να έχετε προλάβει, να έχουν προλάβει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα προλάβει, είχες προλάβει, είχε προλάβει, είχαμε προλάβει, είχατε προλάβει, είχαν(ε) προλάβει
 
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανεβαίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Παλαμήδι, Ναύπλιο 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανεβαίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανεβαίνω, ανεβαίνεις, ανεβαίνει, ανεβαίνουμε, ανεβαίνετε, ανεβαίνουν (ή ανεβαίνουνε)
Υποτακτική
να ανεβαίνω, να ανεβαίνεις, να ανεβαίνει, να ανεβαίνουμε, να ανεβαίνετε, να ανεβαίνουν (ή να ανεβαίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανέβαινε – β΄ πληθυντικό: ανεβαίνετε
Μετοχή
ανεβαίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανέβαινα, ανέβαινες, ανέβαινε, ανεβαίναμε, ανεβαίνατε, ανέβαιναν ή ανεβαίνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ανέβηκα, ανέβηκες, ανέβηκε, ανεβήκαμε, ανεβήκατε, ανέβηκαν ή ανεβήκανε
Υποτακτική
να ανεβώ, να ανεβείς, να ανεβεί, να ανεβούμε, να ανεβείτε, να ανεβούν (ή να ανεβούνε)
& να ανέβω, να ανέβεις, να ανέβει, να ανέβουμε, να ανέβετε, να ανέβουν (ή να ανέβουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανέβα – β΄ πληθυντικό: ανεβείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανεβαίνω, θα ανεβαίνεις, θα ανεβαίνει, θα ανεβαίνουμε, θα ανεβαίνετε, θα ανεβαίνουν (ή θα ανεβαίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανεβώ, θα ανεβείς, θα ανεβεί, θα ανεβούμε, θα ανεβείτε, θα ανεβούν (ή θα ανεβούνε)
& θα ανέβω, θα ανέβεις, θα ανέβει, θα ανέβουμε, θα ανέβετε, θα ανέβουν (ή θα ανέβουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανεβεί, θα έχεις ανεβεί, θα έχει ανεβεί, θα έχουμε ανεβεί, θα έχετε ανεβεί, θα έχουν ανεβεί
& θα έχω ανέβει, θα έχεις ανέβει, θα έχει ανέβει, θα έχουμε ανέβει, θα έχετε ανέβει, θα έχουν ανέβει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανέβει, έχεις ανέβει, έχει ανέβει, έχουμε ανέβει, έχετε ανέβει, έχουν(ε) ανέβει
& έχω ανεβεί, έχεις ανεβεί, έχει ανεβεί, έχουμε ανεβεί, έχετε ανεβεί, έχουν(ε) ανεβεί
Υποτακτική
να έχω ανεβεί, να έχεις ανεβεί, να έχει ανεβεί, να έχουμε ανεβεί, να έχετε ανεβεί, να έχουν ανεβεί
& να έχω ανέβει, να έχεις ανέβει, να έχει ανέβει, να έχουμε ανέβει, να έχετε ανέβει, να έχουν ανέβει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανέβει, είχες ανέβει, είχε ανέβει, είχαμε ανέβει, είχατε ανέβει, είχαν(ε) ανέβει
& είχα ανεβεί, είχες ανεβεί, είχε ανεβεί, είχαμε ανεβεί, είχατε ανεβεί, είχαν ανεβεί
 
Παθητική φωνή
 
Παρακείμενος
Οριστική
είμαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
είσαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
είναι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
είμαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
είστε / είσαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
είναι ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
Υποτακτική
να είμαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
να είσαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
να είναι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
να είμαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
να είστε / είσαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
να είναι ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
Μετοχή
ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναφέρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrea Gatti
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναφέρω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναφέρω, αναφέρεις, αναφέρει, αναφέρουμε, αναφέρετε, αναφέρουν (ή αναφέρουνε)
Υποτακτική
να αναφέρω, να αναφέρεις, να αναφέρει, να αναφέρουμε, να αναφέρετε, να αναφέρουν (ή να αναφέρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάφερε – β΄ πληθυντικό: αναφέρετε
Μετοχή
αναφέροντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανέφερα, ανέφερες, ανέφερε, αναφέραμε, αναφέρατε, ανέφεραν ή αναφέρανε
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
ανέφερα, ανέφερες, ανέφερε, αναφέραμε, αναφέρατε, ανέφεραν ή αναφέρανε
Υποτακτική
να αναφέρω, να αναφέρεις, να αναφέρει, να αναφέρουμε, να αναφέρετε, να αναφέρουν (ή να αναφέρουνε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναφέρω, θα αναφέρεις, θα αναφέρει, θα αναφέρουμε, θα αναφέρετε, θα αναφέρουν (ή θα αναφέρουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναφέρω, θα αναφέρεις, θα αναφέρει, θα αναφέρουμε, θα αναφέρετε, θα αναφέρουν (ή θα αναφέρουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναφέρει, θα έχεις αναφέρει, θα έχει αναφέρει, θα έχουμε αναφέρει, θα έχετε αναφέρει, θα έχουν αναφέρει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναφέρει, έχεις αναφέρει, έχει αναφέρει, έχουμε αναφέρει, έχετε αναφέρει, έχουν(ε) αναφέρει
Υποτακτική
να έχω αναφέρει, να έχεις αναφέρει, να έχει αναφέρει, να έχουμε αναφέρει, να έχετε αναφέρει, να έχουν αναφέρει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναφέρει, είχες αναφέρει, είχε αναφέρει, είχαμε αναφέρει, είχατε αναφέρει, είχαν(ε) αναφέρει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναφέρομαι, αναφέρεσαι, αναφέρεται, αναφερόμαστε, αναφέρεστε, αναφέρονται
Υποτακτική
να αναφέρομαι, να αναφέρεσαι, να αναφέρεται, να αναφερόμαστε, να αναφέρεστε, να αναφέρονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναφέρεστε
Μετοχή
αναφερόμενος, αναφερόμενη, αναφερόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
αναφερόμουν, αναφερόσουν, αναφερόταν, αναφερόμαστε, αναφερόσαστε, αναφέρονταν
(& αναφερόμουνα, αναφερόσουνα, αναφερότανε, αναφερόμασταν, αναφερόσασταν, αναφερόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αναφέρθηκα, αναφέρθηκες, αναφέρθηκε, αναφερθήκαμε, αναφερθήκατε, αναφέρθηκαν (ή αναφερθήκανε)
Υποτακτική
να αναφερθώ, να αναφερθείς, να αναφερθεί, να αναφερθούμε, να αναφερθείτε, να αναφερθούν (ή να αναφερθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναφέρσου - β΄ πληθυντικό: αναφερθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναφέρομαι, θα αναφέρεσαι, θα αναφέρεται, θα αναφερόμαστε, θα αναφέρεστε, θα αναφέρονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναφερθώ, θα αναφερθείς, θα αναφερθεί, θα αναφερθούμε, θα αναφερθείτε, θα αναφερθούν (ή θα αναφερθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναφερθεί, θα έχεις αναφερθεί, θα έχει αναφερθεί, θα έχουμε αναφερθεί, θα έχετε αναφερθεί, θα έχουν αναφερθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναφερθεί, έχεις αναφερθεί, έχει αναφερθεί, έχουμε αναφερθεί, έχετε αναφερθεί, έχουν αναφερθεί
Υποτακτική
να έχω αναφερθεί, να έχεις αναφερθεί, να έχει αναφερθεί, να έχουμε αναφερθεί, να έχετε αναφερθεί, να έχουν αναφερθεί
Μετοχή
αναφερμένος, αναφερμένη, αναφερμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναφερθεί, είχες αναφερθεί, είχε αναφερθεί, είχαμε αναφερθεί, είχατε αναφερθεί, είχαν(ε) αναφερθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...