Phil Koch
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεταχειρίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζεσαι, μεταχειρίζεται, μεταχειριζόμαστε, μεταχειρίζεστε, μεταχειρίζονται
Υποτακτική
να μεταχειρίζομαι, να μεταχειρίζεσαι, να μεταχειρίζεται, να μεταχειριζόμαστε, να μεταχειρίζεστε, να μεταχειρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεταχειρίζεστε
Μετοχή
μεταχειριζόμενος, μεταχειριζόμενη, μεταχειριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μεταχειριζόμουν, μεταχειριζόσουν, μεταχειριζόταν, μεταχειριζόμαστε, μεταχειριζόσαστε, μεταχειρίζονταν
(& μεταχειριζόμουνα, μεταχειριζόσουνα,
μεταχειριζότανε, μεταχειριζόμασταν, μεταχειριζόσασταν, μεταχειριζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
μεταχειρίστηκα, μεταχειρίστηκες, μεταχειρίστηκε, μεταχειριστήκαμε, μεταχειριστήκατε, μεταχειρίστηκαν ή μεταχειριστήκανε
& μεταχειρίσθηκα, μεταχειρίσθηκες, μεταχειρίσθηκε,
μεταχειρισθήκαμε, μεταχειρισθήκατε, μεταχειρίσθηκαν ή μεταχειρισθήκανε
Υποτακτική
να μεταχειριστώ, να μεταχειριστείς, να μεταχειριστεί, να μεταχειριστούμε, να μεταχειριστείτε, να μεταχειριστούν (ή να μεταχειριστούνε)
& να μεταχειρισθώ, να μεταχειρισθείς, να μεταχειρισθεί, να μεταχειρισθούμε, να μεταχειρισθείτε, να μεταχειρισθούν (ή να μεταχειρισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μεταχειρίσου β΄ πληθυντικό: μεταχειριστείτε / μεταχειρισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταχειρίζομαι, θα μεταχειρίζεσαι, θα μεταχειρίζεται, θα μεταχειριζόμαστε, θα μεταχειρίζεστε, θα μεταχειρίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταχειριστώ, θα μεταχειριστείς, θα μεταχειριστεί, θα μεταχειριστούμε, θα μεταχειριστείτε, θα μεταχειριστούν (ή θα μεταχειριστούνε)
& θα μεταχειρισθώ, θα μεταχειρισθείς, θα μεταχειρισθεί, θα
μεταχειρισθούμε, θα μεταχειρισθείτε, θα μεταχειρισθούν (ή θα μεταχειρισθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταχειριστεί, θα έχεις μεταχειριστεί, θα έχει μεταχειριστεί, θα έχουμε μεταχειριστεί, θα έχετε μεταχειριστεί, θα έχουν(ε) μεταχειριστεί
& θα έχω μεταχειρισθεί, θα έχεις μεταχειρισθεί, θα έχει
μεταχειρισθεί, θα έχουμε μεταχειρισθεί, θα έχετε μεταχειρισθεί, θα έχουν(ε)
μεταχειρισθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταχειριστεί, έχεις μεταχειριστεί, έχει μεταχειριστεί, έχουμε μεταχειριστεί, έχετε μεταχειριστεί, έχουν(ε) μεταχειριστεί
& έχω μεταχειρισθεί, έχεις μεταχειρισθεί, έχει
μεταχειρισθεί, έχουμε μεταχειρισθεί, έχετε μεταχειρισθεί, έχουν(ε)
μεταχειρισθεί
Υποτακτική
να έχω μεταχειριστεί, να έχεις μεταχειριστεί, να έχει μεταχειριστεί, να έχουμε μεταχειριστεί, να έχετε μεταχειριστεί, να έχουν(ε) μεταχειριστεί
& να έχω μεταχειρισθεί, να έχεις μεταχειρισθεί, να έχει μεταχειρισθεί, να έχουμε μεταχειρισθεί, να έχετε μεταχειρισθεί, να έχουν(ε) μεταχειρισθεί
Μετοχή
μεταχειρισμένος, μεταχειρισμένη, μεταχειρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταχειριστεί, είχες μεταχειριστεί, είχε μεταχειριστεί, είχαμε μεταχειριστεί, είχατε μεταχειριστεί, είχαν(ε) μεταχειριστεί
& είχα μεταχειρισθεί, είχες μεταχειρισθεί, είχε μεταχειρισθεί,
είχαμε μεταχειρισθεί, είχατε μεταχειρισθεί, είχαν(ε) μεταχειρισθεί
Σημείωση: Το ρήμα μεταχειρίζομαι ανήκει στα
αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική
σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν
σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *μεταχειρίζω στη Νέα Ελληνική)
ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες
προτάσεις του τύπου π.χ. Την απογοήτευσή της για τον τρόπο που *μεταχειρίστηκε
από ορισμένους δημοσιογράφους εξέφρασε η τραγουδίστρια, αντί των οποίων θα
πρέπει να χρησιμοποιείται άλλη διατύπωση: Την απογοήτευσή της για τον τρόπο με
τον οποίο τη μεταχειρίστηκαν ορισμένοι δημοσιογράφοι εξέφρασε η τραγουδίστρια.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεταχειρίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζεσαι, μεταχειρίζεται, μεταχειριζόμαστε, μεταχειρίζεστε, μεταχειρίζονται
να μεταχειρίζομαι, να μεταχειρίζεσαι, να μεταχειρίζεται, να μεταχειριζόμαστε, να μεταχειρίζεστε, να μεταχειρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεταχειρίζεστε
Μετοχή
μεταχειριζόμενος, μεταχειριζόμενη, μεταχειριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μεταχειριζόμουν, μεταχειριζόσουν, μεταχειριζόταν, μεταχειριζόμαστε, μεταχειριζόσαστε, μεταχειρίζονταν
Αόριστος
Οριστική
μεταχειρίστηκα, μεταχειρίστηκες, μεταχειρίστηκε, μεταχειριστήκαμε, μεταχειριστήκατε, μεταχειρίστηκαν ή μεταχειριστήκανε
να μεταχειριστώ, να μεταχειριστείς, να μεταχειριστεί, να μεταχειριστούμε, να μεταχειριστείτε, να μεταχειριστούν (ή να μεταχειριστούνε)
& να μεταχειρισθώ, να μεταχειρισθείς, να μεταχειρισθεί, να μεταχειρισθούμε, να μεταχειρισθείτε, να μεταχειρισθούν (ή να μεταχειρισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μεταχειρίσου β΄ πληθυντικό: μεταχειριστείτε / μεταχειρισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταχειρίζομαι, θα μεταχειρίζεσαι, θα μεταχειρίζεται, θα μεταχειριζόμαστε, θα μεταχειρίζεστε, θα μεταχειρίζονται
Οριστική
θα μεταχειριστώ, θα μεταχειριστείς, θα μεταχειριστεί, θα μεταχειριστούμε, θα μεταχειριστείτε, θα μεταχειριστούν (ή θα μεταχειριστούνε)
Οριστική
θα έχω μεταχειριστεί, θα έχεις μεταχειριστεί, θα έχει μεταχειριστεί, θα έχουμε μεταχειριστεί, θα έχετε μεταχειριστεί, θα έχουν(ε) μεταχειριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταχειριστεί, έχεις μεταχειριστεί, έχει μεταχειριστεί, έχουμε μεταχειριστεί, έχετε μεταχειριστεί, έχουν(ε) μεταχειριστεί
να έχω μεταχειριστεί, να έχεις μεταχειριστεί, να έχει μεταχειριστεί, να έχουμε μεταχειριστεί, να έχετε μεταχειριστεί, να έχουν(ε) μεταχειριστεί
& να έχω μεταχειρισθεί, να έχεις μεταχειρισθεί, να έχει μεταχειρισθεί, να έχουμε μεταχειρισθεί, να έχετε μεταχειρισθεί, να έχουν(ε) μεταχειρισθεί
Μετοχή
μεταχειρισμένος, μεταχειρισμένη, μεταχειρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταχειριστεί, είχες μεταχειριστεί, είχε μεταχειριστεί, είχαμε μεταχειριστεί, είχατε μεταχειριστεί, είχαν(ε) μεταχειριστεί
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.