Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκτυλίσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vitaliy Gladkiy
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκτυλίσσω»
 
(εκτυλίσσω: ξεδιπλώνω. εκτυλίσσομαι: λαμβάνω χώρα, διαδραματίζομαι, εξελίσσομαι)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσω, εκτυλίσσεις, εκτυλίσσει, εκτυλίσσουμε, εκτυλίσσετε, εκτυλίσσουν (ή εκτυλίσσουνε)
Υποτακτική
να εκτυλίσσω, να εκτυλίσσεις, να εκτυλίσσει, να εκτυλίσσουμε, να εκτυλίσσετε, να εκτυλίσσουν (ή να εκτυλίσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλισσε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσετε
Μετοχή
εκτυλίσσοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εκτύλισσα, εκτύλισσες, εκτύλισσε, εκτυλίσσαμε, εκτυλίσσατε, εκτύλισσαν ή εκτυλίσσανε
 
Αόριστος
Οριστική
εκτύλιξα, εκτύλιξες, εκτύλιξε, εκτυλίξαμε, εκτυλίξατε, εκτύλιξαν ή εκτυλίξανε
Υποτακτική
να εκτυλίξω, να εκτυλίξεις, να εκτυλίξει, να εκτυλίξουμε, να εκτυλίξετε, να εκτυλίξουν (ή να εκτυλίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλιξε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίξτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσω, θα εκτυλίσσεις, θα εκτυλίσσει, θα εκτυλίσσουμε, θα εκτυλίσσετε, θα εκτυλίσσουν (ή θα εκτυλίσσουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίξω, θα εκτυλίξεις, θα εκτυλίξει, θα εκτυλίξουμε, θα εκτυλίξετε, θα εκτυλίξουν (ή θα εκτυλίξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτυλίξει, θα έχεις εκτυλίξει, θα έχει εκτυλίξει, θα έχουμε εκτυλίξει, θα έχετε εκτυλίξει, θα έχουν(ε) εκτυλίξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλίξει, έχεις εκτυλίξει, έχει εκτυλίξει, έχουμε εκτυλίξει, έχετε εκτυλίξει, έχουν(ε) εκτυλίξει
Υποτακτική
να έχω εκτυλίξει, να έχεις εκτυλίξει, να έχει εκτυλίξει, να έχουμε εκτυλίξει, να έχετε εκτυλίξει, να έχουν(ε) εκτυλίξει
Μετοχή
έχοντας εκτυλίξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλίξει, είχες εκτυλίξει, είχε εκτυλίξει, είχαμε εκτυλίξει, είχατε εκτυλίξει, είχαν(ε) εκτυλίξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσομαι, εκτυλίσσεσαι, εκτυλίσσεται, εκτυλισσόμαστε, εκτυλίσσεστε ή εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονται
Υποτακτική
να εκτυλίσσομαι, να εκτυλίσσεσαι, να εκτυλίσσεται, να εκτυλισσόμαστε, να εκτυλίσσεστε ή να εκτυλισσόσαστε, να εκτυλίσσονται
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίσσου – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσεστε
Μετοχή
εκτυλισσόμενος, εκτυλισσόμενη, εκτυλισσόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εκτυλισσόμουν, εκτυλισσόσουν, εκτυλισσόταν, εκτυλισσόμαστε, εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονταν
(& εκτυλισσόμουνα, εκτυλισσόσουνα, εκτυλισσότανε, εκτυλισσόμασταν, εκτυλισσόσασταν, εκτυλισσόντουσαν ή εκτυλισσόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εκτυλίχθηκα, εκτυλίχθηκες, εκτυλίχθηκε, εκτυλιχθήκαμε, εκτυλιχθήκατε, εκτυλίχθηκαν ή εκτυλιχθήκανε
Υποτακτική
να εκτυλιχθώ, να εκτυλιχθείς, να εκτυλιχθεί, να εκτυλιχθούμε, να εκτυλιχθείτε, να εκτυλιχθούν ή να εκτυλιχθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίξου – β΄ πληθυντικό: εκτυλιχθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσομαι, θα εκτυλίσσεσαι, θα εκτυλίσσεται, θα εκτυλισσόμαστε, θα εκτυλίσσεστε ή θα εκτυλισσόσαστε, θα εκτυλίσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλιχθώ, θα εκτυλιχθείς, θα εκτυλιχθεί, θα εκτυλιχθούμε, θα εκτυλιχθείτε, θα εκτυλιχθούν ή θα εκτυλιχθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτυλιχθεί, θα έχεις εκτυλιχθεί, θα έχει εκτυλιχθεί, θα έχουμε εκτυλιχθεί, θα έχετε εκτυλιχθεί, θα έχουν(ε) εκτυλιχθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλιχθεί, έχεις εκτυλιχθεί, έχει εκτυλιχθεί, έχουμε εκτυλιχθεί, έχετε εκτυλιχθεί, έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Υποτακτική
να έχω εκτυλιχθεί, να έχεις εκτυλιχθεί, να έχει εκτυλιχθεί, να έχουμε εκτυλιχθεί, να έχετε εκτυλιχθεί, να έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλιχθεί, είχες εκτυλιχθεί, είχε εκτυλιχθεί, είχαμε εκτυλιχθεί, είχατε εκτυλιχθεί, είχαν(ε) εκτυλιχθεί
 
Σημείωση: Πρόκειται για ρήμα σύνθετο του ελληνιστικού τυλίσσω (με την πρόθεση εκ / εξ), το οποίο ορθογραφείται με δύο -σ- στον ενεστώτα και τον παρατατικό. Οι συνοπτικοί (αοριστικοί) τύποι της μέσης φωνής σχηματίζονται με το σύμπλεγμα -χθ-: εκτυλίχθηκα, εκτυλιχθώ.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιπροσωπεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Noah Parker
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιπροσωπεύω»
 
(αντιπροσωπεύω: ενεργώ ως αντιπρόσωπος – φέρω και εκφράζω τα βασικά, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός είδους, μιας κατηγορίας – αποτελώ, εκφράζω)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύω, αντιπροσωπεύεις, αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύετε, αντιπροσωπεύουν (ή αντιπροσωπεύουνε)
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύω, να αντιπροσωπεύεις, να αντιπροσωπεύει, να αντιπροσωπεύουμε, να αντιπροσωπεύετε, να αντιπροσωπεύουν (ή να αντιπροσωπεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύετε
Μετοχή
αντιπροσωπεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσώπευα, αντιπροσώπευες, αντιπροσώπευε, αντιπροσωπεύαμε, αντιπροσωπεύατε, αντιπροσώπευαν ή αντιπροσωπεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσώπευσα, αντιπροσώπευσες, αντιπροσώπευσε, αντιπροσωπεύσαμε, αντιπροσωπεύσατε, αντιπροσώπευσαν ή αντιπροσωπεύσανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύσω, να αντιπροσωπεύσεις, να αντιπροσωπεύσει, να αντιπροσωπεύσουμε, να αντιπροσωπεύσετε, να αντιπροσωπεύσουν (ή να αντιπροσωπεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευσε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύω, θα αντιπροσωπεύεις, θα αντιπροσωπεύει, θα αντιπροσωπεύουμε, θα αντιπροσωπεύετε, θα αντιπροσωπεύουν (ή θα αντιπροσωπεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύσω, θα αντιπροσωπεύσεις, θα αντιπροσωπεύσει, θα αντιπροσωπεύσουμε, θα αντιπροσωπεύσετε, θα αντιπροσωπεύσουν (ή θα αντιπροσωπεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπεύσει, θα έχεις αντιπροσωπεύσει, θα έχει αντιπροσωπεύσει, θα έχουμε αντιπροσωπεύσει, θα έχετε αντιπροσωπεύσει, θα έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπεύσει, έχεις αντιπροσωπεύσει, έχει αντιπροσωπεύσει, έχουμε αντιπροσωπεύσει, έχετε αντιπροσωπεύσει, έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπεύσει, να έχεις αντιπροσωπεύσει, να έχει αντιπροσωπεύσει, να έχουμε αντιπροσωπεύσει, να έχετε αντιπροσωπεύσει, να έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Μετοχή
έχοντας αντιπροσωπεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπεύσει, είχες αντιπροσωπεύσει, είχε αντιπροσωπεύσει, είχαμε αντιπροσωπεύσει, είχατε αντιπροσωπεύσει, είχαν(ε) αντιπροσωπεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύομαι, αντιπροσωπεύεσαι, αντιπροσωπεύεται, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπεύονται
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύομαι, να αντιπροσωπεύεσαι, να αντιπροσωπεύεται, να αντιπροσωπευόμαστε, να αντιπροσωπεύεστε, να αντιπροσωπεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύεστε
Μετοχή
αντιπροσωπευόμενος, αντιπροσωπευόμενη, αντιπροσωπευόμενη
 
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσωπευόμουν, αντιπροσωπευόσουν, αντιπροσωπευόταν, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπευόσαστε, αντιπροσωπεύονταν
(& αντιπροσωπευόμουνα, αντιπροσωπευόσουνα, αντιπροσωπευότανε, αντιπροσωπευόμασταν, αντιπροσωπευόσασταν, αντιπροσωπευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπεύτηκαν ή αντιπροσωπευτήκανε
& αντιπροσωπεύθηκα, αντιπροσωπεύθηκες, αντιπροσωπεύθηκε, αντιπροσωπευθήκαμε, αντιπροσωπευθήκατε, αντιπροσωπεύθηκαν ή αντιπροσωπευθήκανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπευτώ, να αντιπροσωπευτείς, να αντιπροσωπευτεί, να αντιπροσωπευτούμε, να αντιπροσωπευτείτε, να αντιπροσωπευτούν (ή να αντιπροσωπευτούνε)
& να αντιπροσωπευθώ, να αντιπροσωπευθείς, να αντιπροσωπευθεί, να αντιπροσωπευθούμε, να αντιπροσωπευθείτε, να αντιπροσωπευθούν (ή να αντιπροσωπευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αντιπροσωπεύσου – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπευτείτε ή αντιπροσωπευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύομαι, θα αντιπροσωπεύεσαι, θα αντιπροσωπεύεται, θα αντιπροσωπευόμαστε, θα αντιπροσωπεύεστε, θα αντιπροσωπεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπευτώ, θα αντιπροσωπευτείς, θα αντιπροσωπευτεί, θα αντιπροσωπευτούμε, θα αντιπροσωπευτείτε, θα αντιπροσωπευτούν (ή θα αντιπροσωπευτούνε)
& θα αντιπροσωπευθώ, θα αντιπροσωπευθείς, θα αντιπροσωπευθεί, θα αντιπροσωπευθούμε, θα αντιπροσωπευθείτε, θα αντιπροσωπευθούν (ή θα αντιπροσωπευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπευτεί, θα έχεις αντιπροσωπευτεί, θα έχει αντιπροσωπευτεί, θα έχουμε αντιπροσωπευτεί, θα έχετε αντιπροσωπευτεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& θα έχω αντιπροσωπευθεί, θα έχεις αντιπροσωπευθεί, θα έχει αντιπροσωπευθεί, θα έχουμε αντιπροσωπευθεί, θα έχετε αντιπροσωπευθεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπευτεί, έχεις αντιπροσωπευτεί, έχει αντιπροσωπευτεί, έχουμε αντιπροσωπευτεί, έχετε αντιπροσωπευτεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& έχω αντιπροσωπευθεί, έχεις αντιπροσωπευθεί, έχει αντιπροσωπευθεί, έχουμε αντιπροσωπευθεί, έχετε αντιπροσωπευθεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπευτεί, να έχεις αντιπροσωπευτεί, να έχει αντιπροσωπευτεί, να έχουμε αντιπροσωπευτεί, να έχετε αντιπροσωπευτεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& να έχω αντιπροσωπευθεί, να έχεις αντιπροσωπευθεί, να έχει αντιπροσωπευθεί, να έχουμε αντιπροσωπευθεί, να έχετε αντιπροσωπευθεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Μετοχή
αντιπροσωπευμένος, αντιπροσωπευμένη, αντιπροσωπευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπευτεί, είχες αντιπροσωπευτεί, είχε αντιπροσωπευτεί, είχαμε αντιπροσωπευτεί, είχατε αντιπροσωπευτεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευτεί
& είχα αντιπροσωπευθεί, είχες αντιπροσωπευθεί, είχε αντιπροσωπευθεί, είχαμε αντιπροσωπευθεί, είχατε αντιπροσωπευθεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μέμφομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anton Petter
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μέμφομαι»
 
(μέμφομαι: κατακρίνω, αποδίδω σε κάποιον κάτι το αξιοκατάκριτο)
 
Ενεστώτας
Οριστική
μέμφομαι, μέμφεσαι, μέμφεται, μεμφόμαστε, μέμφεστε, μέμφονται
Υποτακτική
να μέμφομαι, να μέμφεσαι, να μέμφεται, να μεμφόμαστε, να μέμφεστε, να μέμφονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μέμφεστε
Μετοχή
μεμφόμενος, μεμφόμενη, μεμφόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
μεμφόμουν, μεμφόσουν, μεμφόταν, μεμφόμαστε, μεμφόσαστε, μέμφονταν
(& μεμφόμουνα, μεμφόσουνα, μεμφότανε, μεμφόμασταν, μεμφόσασταν, μεμφόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μέμφθηκα, μέμφθηκες, μέμφθηκε, μεμφθήκαμε, μεμφθήκατε, μέμφθηκαν (ή μεμφθήκανε)
Υποτακτική
να μεμφθώ, να μεμφθείς, να μεμφθεί, να μεμφθούμε, να μεμφθείτε, να μεμφθούν (ή να μεμφθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μέμψου – β΄ πληθυντικό: μεμφθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μέμφομαι, θα μέμφεσαι, θα μέμφεται, θα μεμφόμαστε, θα μέμφεστε, θα μέμφονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεμφθώ, θα μεμφθείς, θα μεμφθεί, θα μεμφθούμε, θα μεμφθείτε, θα μεμφθούν (ή θα μεμφθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεμφθεί, θα έχεις μεμφθεί, θα έχει μεμφθεί, θα έχουμε μεμφθεί, θα έχετε μεμφθεί, θα έχουν(ε) μεμφθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεμφθεί, έχεις μεμφθεί, έχει μεμφθεί, έχουμε μεμφθεί, έχετε μεμφθεί, έχουν(ε) μεμφθεί
Υποτακτική
να έχω μεμφθεί, να έχεις μεμφθεί, να έχει μεμφθεί, να έχουμε μεμφθεί, να έχετε μεμφθεί, να έχουν(ε) μεμφθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεμφθεί, είχες μεμφθεί, είχε μεμφθεί, είχαμε μεμφθεί, είχατε μεμφθεί, είχαν(ε) μεμφθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιδιωτεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jeff Stanford
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιδιωτεύω»
 
ιδιωτεύω: σταματώ να καταπιάνομαι με τα κοινά και αποσύρομαι στην ιδιωτική μου ζωή – ζω μόνος, μακριά από κοινωνικές σχέσεις – σταματώ να εργάζομαι στο δημόσιο
 
Ενεστώτας
Οριστική
ιδιωτεύω, ιδιωτεύεις, ιδιωτεύει, ιδιωτεύουμε, ιδιωτεύετε, ιδιωτεύουν (ή ιδιωτεύουνε)
Υποτακτική
να ιδιωτεύω, να ιδιωτεύεις, να ιδιωτεύει, να ιδιωτεύουμε, να ιδιωτεύετε, να ιδιωτεύουν (ή να ιδιωτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτευε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτεύετε
Μετοχή
ιδιωτεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ιδιώτευα, ιδιώτευες, ιδιώτευε, ιδιωτεύαμε, ιδιωτεύατε, ιδιώτευαν ή ιδιωτεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
ιδιώτεψα, ιδιώτεψες, ιδιώτεψε, ιδιωτέψαμε, ιδιωτέψατε, ιδιώτεψαν ή ιδιωτέψανε
Υποτακτική
να ιδιωτέψω, να ιδιωτέψεις, να ιδιωτέψει, να ιδιωτέψουμε, να ιδιωτέψετε, να ιδιωτέψουν (ή να ιδιωτέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτεψε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτέψτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτεύω, θα ιδιωτεύεις, θα ιδιωτεύει, θα ιδιωτεύουμε, θα ιδιωτεύετε, θα ιδιωτεύουν (ή θα ιδιωτεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτέψω, θα ιδιωτέψεις, θα ιδιωτέψει, θα ιδιωτέψουμε, θα ιδιωτέψετε, θα ιδιωτέψουν (ή θα ιδιωτέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδιωτέψει, θα έχεις ιδιωτέψει, θα έχει ιδιωτέψει, θα έχουμε ιδιωτέψει, θα έχετε ιδιωτέψει, θα έχουν(ε) ιδιωτέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδιωτέψει, έχεις ιδιωτέψει, έχει ιδιωτέψει, έχουμε ιδιωτέψει, έχετε ιδιωτέψει, έχουν(ε) ιδιωτέψει
Υποτακτική
να έχω ιδιωτέψει, να έχεις ιδιωτέψει, να έχει ιδιωτέψει, να έχουμε ιδιωτέψει, να έχετε ιδιωτέψει, να έχουν(ε) ιδιωτέψει
Μετοχή
έχοντας ιδιωτέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδιωτέψει, είχες ιδιωτέψει, είχε ιδιωτέψει, είχαμε ιδιωτέψει, είχατε ιδιωτέψει, είχαν(ε) ιδιωτέψει

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφημερεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andi Metz
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφημερεύω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
εφημερεύω, εφημερεύεις, εφημερεύει, εφημερεύουμε, εφημερεύετε, εφημερεύουν (ή εφημερεύουνε)
Υποτακτική
να εφημερεύω, να εφημερεύεις, να εφημερεύει, να εφημερεύουμε, να εφημερεύετε, να εφημερεύουν (ή να εφημερεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφημέρευε – β΄ πληθυντικό: εφημερεύετε
Μετοχή
εφημερεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εφημέρευα, εφημέρευες, εφημέρευε, εφημερεύαμε, εφημερεύατε, εφημέρευαν ή εφημερεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
εφημέρευσα, εφημέρευσες, εφημέρευσε, εφημερεύσαμε, εφημερεύσατε, εφημέρευσαν ή εφημερεύσανε
Υποτακτική
να εφημερεύσω, να εφημερεύσεις, να εφημερεύσει, να εφημερεύσουμε, να εφημερεύσετε, να εφημερεύσουν (ή να εφημερεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφημέρευσε – β΄ πληθυντικό: εφημερεύστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφημερεύω, θα εφημερεύεις, θα εφημερεύει, θα εφημερεύουμε, θα εφημερεύετε, θα εφημερεύουν (ή θα εφημερεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφημερεύσω, θα εφημερεύσεις, θα εφημερεύσει, θα εφημερεύσουμε, θα εφημερεύσετε, θα εφημερεύσουν (ή θα εφημερεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εφημερεύσει, θα έχεις εφημερεύσει, θα έχει εφημερεύσει, θα έχουμε εφημερεύσει, θα έχετε εφημερεύσει, θα έχουν(ε) εφημερεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφημερεύσει, έχεις εφημερεύσει, έχει εφημερεύσει, έχουμε εφημερεύσει, έχετε εφημερεύσει, έχουν(ε) εφημερεύσει
Υποτακτική
να έχω εφημερεύσει, να έχεις εφημερεύσει, να έχει εφημερεύσει, να έχουμε εφημερεύσει, να έχετε εφημερεύσει, να έχουν(ε) εφημερεύσει
Μετοχή
έχοντας εφημερεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφημερεύσει, είχες εφημερεύσει, είχε εφημερεύσει, είχαμε εφημερεύσει, είχατε εφημερεύσει, είχαν(ε) εφημερεύσει
 
Σημείωση: Ο τύπος εφημερεύων αποτελεί τη μετοχή ενεστώτα του ρήματος εφημερεύω, η οποία χρειάζεται προσοχή τόσο στην κλίση (όπου διατηρούνται ως επί το πλείστον οι αρχαίοι τύποι) όσο και στην ορθογραφία των τριών γενών της. Συγκεκριμένα:
 
Ενικός
ο εφημερεύων, του εφημερεύοντος, τον εφημερεύοντα
η εφημερεύουσα, της εφημερεύουσας, την εφημερεύουσα
το εφημερεύον, του εφημερεύοντος, το εφημερεύον
 
Πληθυντικός
οι εφημερεύοντες, των εφημερευόντων, τους εφημερεύοντες
οι εφημερεύουσες, των εφημερευουσών, τις εφημερεύουσες
τα εφημερεύοντα, των εφημερευόντων, τα εφημερεύοντα
 
Σπάνια, σε πολύ επίσημο ύφος και σε στερεότυπες φράσεις χρησιμοποιείται επίσης η λόγια γενική του θηλυκού σε -ης: εφημερευούσης (π.χ. αναρρωτική άδεια εφημερευούσης μαίας).

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφευρίσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Design Turnpike
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφευρίσκω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εφευρίσκω, εφευρίσκεις, εφευρίσκει, εφευρίσκουμε, εφευρίσκετε, εφευρίσκουν (ή εφευρίσκουνε)
Υποτακτική
να εφευρίσκω, να εφευρίσκεις, να εφευρίσκει, να εφευρίσκουμε, να εφευρίσκετε, να εφευρίσκουν (ή να εφευρίσκουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφεύρισκε – β΄ πληθυντικό: εφευρίσκετε
Μετοχή
εφευρίσκοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εφεύρισκα, εφεύρισκες, εφεύρισκε, εφευρίσκαμε, εφευρίσκατε, εφεύρισκαν ή εφευρίσκανε
 
Αόριστος
Οριστική
εφηύρα, εφηύρες, εφηύρε, εφηύραμε, εφηύρατε, εφηύραν ή εφηύρανε
& εφεύρα, εφεύρες, εφεύρε, εφεύραμε, εφεύρατε, εφεύραν ή εφεύρανε
Υποτακτική
να εφεύρω, να εφεύρεις, να εφεύρει, να εφεύρουμε, να εφεύρετε, να εφεύρουν (ή να εφεύρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφεύρε – β΄ πληθυντικό: εφεύρετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφευρίσκω, θα εφευρίσκεις, θα εφευρίσκει, θα εφευρίσκουμε, θα εφευρίσκετε, θα εφευρίσκουν (ή θα εφευρίσκουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφεύρω, θα εφεύρεις, θα εφεύρει, θα εφεύρουμε, θα εφεύρετε, θα εφεύρουν (ή θα εφεύρουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εφεύρει, θα έχεις εφεύρει, θα έχει εφεύρει, θα έχουμε εφεύρει, θα έχετε εφεύρει, θα έχουν(ε) εφεύρει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφεύρει, έχεις εφεύρει, έχει εφεύρει, έχουμε εφεύρει, έχετε εφεύρει, έχουν(ε) εφεύρει
Υποτακτική
να έχω εφεύρει, να έχεις εφεύρει, να έχει εφεύρει, να έχουμε εφεύρει, να έχετε εφεύρει, να έχουν(ε) εφεύρει
Μετοχή
έχοντας εφεύρει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφεύρει, είχες εφεύρει, είχε εφεύρει, είχαμε εφεύρει, είχατε εφεύρει, είχαν(ε) εφεύρει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εφευρίσκομαι, εφευρίσκεσαι, εφευρίσκεται, εφευρισκόμαστε, εφευρίσκεστε, εφευρίσκονται
Υποτακτική
να εφευρίσκομαι, να εφευρίσκεσαι, να εφευρίσκεται, να εφευρισκόμαστε, να εφευρίσκεστε, να εφευρίσκονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εφευρίσκεστε
Μετοχή
εφευρισκόμενος, εφευρισκόμενη, εφευρισκόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εφευρισκόμουν, εφευρισκόσουν, εφευρισκόταν, εφευρισκόμαστε, εφευρισκόσαστε, εφευρίσκονταν
(& εφευρισκόμουνα, εφευρισκόσουνα, εφευρισκότανε, εφευρισκόμασταν, εφευρισκόσασταν, εφευρισκόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
εφευρέθηκα, εφευρέθηκες, εφευρέθηκε, εφευρεθήκαμε, εφευρεθήκατε, εφευρέθηκαν (ή εφευρεθήκανε)
Υποτακτική
να εφευρεθώ, να εφευρεθείς, να εφευρεθεί, να εφευρεθούμε, να εφευρεθείτε, να εφευρεθούν (ή να εφευρεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εφευρέσου – β΄ πληθυντικό: εφευρεθείτε
Μετοχή
εφευρεθείς, εφευρεθείσα, εφευρεθέν
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφευρίσκομαι, θα εφευρίσκεσαι, θα εφευρίσκεται, θα εφευρισκόμαστε, θα εφευρίσκεστε, θα εφευρίσκονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφευρεθώ, θα εφευρεθείς, θα εφευρεθεί, θα εφευρεθούμε, θα εφευρεθείτε, θα εφευρεθούν (ή θα εφευρεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εφευρεθεί, θα έχεις εφευρεθεί, θα έχει εφευρεθεί, θα έχουμε εφευρεθεί, θα έχετε εφευρεθεί, θα έχουν(ε) εφευρεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφευρεθεί, έχεις εφευρεθεί, έχει εφευρεθεί, έχουμε εφευρεθεί, έχετε εφευρεθεί, έχουν(ε) εφευρεθεί
Υποτακτική
να έχω εφευρεθεί, να έχεις εφευρεθεί, να έχει εφευρεθεί, να έχουμε εφευρεθεί, να έχετε εφευρεθεί, να έχουν(ε) εφευρεθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφευρεθεί, είχες εφευρεθεί, είχε εφευρεθεί, είχαμε εφευρεθεί, είχατε εφευρεθεί, είχαν(ε) εφευρεθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...