Jane Davies
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσουμε, κηρύσσετε, κηρύσσουν (ή κηρύσσουνε)
Υποτακτική
να κηρύσσω, να κηρύσσεις, να κηρύσσει, να κηρύσσουμε, να κηρύσσετε, να κηρύσσουν (ή να κηρύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυσσε – β΄ πληθυντικό: κηρύσσετε
Μετοχή
κηρύσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
κήρυσσα, κήρυσσες, κήρυσσε, κηρύσσαμε, κηρύσσατε, κήρυσσαν ή κηρύσσανε
Αόριστος
Οριστική
κήρυξα, κήρυξες, κήρυξε, κηρύξαμε, κηρύξατε, κήρυξαν ή κηρύξανε
Υποτακτική
να κηρύξω, να κηρύξεις, να κηρύξει, να κηρύξουμε, να κηρύξετε, να κηρύξουν (ή να κηρύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυξε – β΄ πληθυντικό: κηρύξτε (ή κηρύξετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσω, θα κηρύσσεις, θα κηρύσσει, θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσετε, θα κηρύσσουν (ή θα κηρύσσουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύξω, θα κηρύξεις, θα κηρύξει, θα κηρύξουμε, θα κηρύξετε, θα κηρύξουν (ή θα κηρύξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κηρύξει, θα έχεις κηρύξει, θα έχει κηρύξει, θα έχουμε κηρύξει, θα έχετε κηρύξει, θα έχουν κηρύξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρύξει, έχεις κηρύξει, έχει κηρύξει, έχουμε κηρύξει, έχετε κηρύξει, έχουν(ε) κηρύξει
Υποτακτική
να έχω κηρύξει, να έχεις κηρύξει, να έχει κηρύξει, να έχουμε κηρύξει, να έχετε κηρύξει, να έχουν(ε) κηρύξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρύξει, είχες κηρύξει, είχε κηρύξει, είχαμε κηρύξει, είχατε κηρύξει, είχαν(ε) κηρύξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσομαι, κηρύσσεσαι, κηρύσσεται, κηρυσσόμαστε, κηρύσσεστε, κηρύσσονται
Υποτακτική
να κηρύσσομαι, να κηρύσσεσαι, να κηρύσσεται, να κηρυσσόμαστε, να κηρύσσεστε, να κηρύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κηρύσσεστε
Μετοχή
κηρυσσόμενος, κηρυσσόμενη, κηρυσσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κηρυσσόμουν, κηρυσσόσουν, κηρυσσόταν, κηρυσσόμαστε, κηρυσσόσαστε, κηρύσσονταν
(& κηρυσσόμουνα, κηρυσσόσουνα, κηρυσσότανε,
κηρυσσόμασταν, κηρυσσόσασταν, κηρυσσόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
κηρύχθηκα, κηρύχθηκες, κηρύχθηκε, κηρυχθήκαμε, κηρυχθήκατε, κηρύχθηκαν (ή κηρυχθήκανε)
& κηρύχτηκα, κηρύχτηκες, κηρύχτηκε,
κηρυχτήκαμε, κηρυχτήκατε, κηρύχτηκαν (ή κηρυχτήκανε)
Υποτακτική
να κηρυχθώ, να κηρυχθείς, να κηρυχθεί, να κηρυχθούμε, να κηρυχθείτε, να κηρυχθούν (ή να κηρυχθούνε)
& να κηρυχτώ, να κηρυχτείς, να κηρυχτεί, να κηρυχτούμε, να κηρυχτείτε, να κηρυχτούν (ή να κηρυχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κηρύξου β΄ πληθυντικό: κηρυχθείτε (κηρυχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσομαι, θα κηρύσσεσαι, θα κηρύσσεται, θα κηρυσσόμαστε, θα κηρύσσεστε, θα κηρύσσονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρυχθώ, θα κηρυχθείς, θα κηρυχθεί, θα κηρυχθούμε, θα κηρυχθείτε, θα κηρυχθούν (ή θα κηρυχθούνε)
& θα κηρυχτώ, θα κηρυχτείς, θα
κηρυχτεί, θα κηρυχτούμε, θα κηρυχτείτε, θα κηρυχτούν (ή θα κηρυχτούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κηρυχθεί, θα έχεις κηρυχθεί, θα έχει κηρυχθεί, θα έχουμε κηρυχθεί, θα έχετε κηρυχθεί, θα έχουν κηρυχθεί
& θα έχω κηρυχτεί, θα έχεις κηρυχτεί,
θα έχει κηρυχτεί, θα έχουμε κηρυχτεί, θα έχετε κηρυχτεί, θα έχουν κηρυχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρυχθεί, έχεις κηρυχθεί, έχει κηρυχθεί, έχουμε κηρυχθεί, έχετε κηρυχθεί, έχουν κηρυχθεί
& έχω κηρυχτεί, έχεις κηρυχτεί,
έχει κηρυχτεί, έχουμε κηρυχτεί, έχετε κηρυχτεί, έχουν κηρυχτεί
Υποτακτική
να έχω κηρυχθεί, να έχεις κηρυχθεί, να έχει κηρυχθεί, να έχουμε κηρυχθεί, να έχετε κηρυχθεί, να έχουν κηρυχθεί
& να έχω κηρυχτεί, να έχεις κηρυχτεί, να έχει κηρυχτεί, να έχουμε κηρυχτεί, να έχετε κηρυχτεί, να έχουν κηρυχτεί
Μετοχή
κηρυγμένος, κηρυγμένη, κηρυγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρυχθεί, είχες κηρυχθεί, είχε κηρυχθεί, είχαμε κηρυχθεί, είχατε κηρυχθεί, είχαν(ε) κηρυχθεί
& είχα κηρυχτεί, είχες κηρυχτεί,
είχε κηρυχτεί, είχαμε κηρυχτεί, είχατε κηρυχτεί, είχαν(ε) κηρυχτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσουμε, κηρύσσετε, κηρύσσουν (ή κηρύσσουνε)
να κηρύσσω, να κηρύσσεις, να κηρύσσει, να κηρύσσουμε, να κηρύσσετε, να κηρύσσουν (ή να κηρύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυσσε – β΄ πληθυντικό: κηρύσσετε
Μετοχή
κηρύσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
κήρυσσα, κήρυσσες, κήρυσσε, κηρύσσαμε, κηρύσσατε, κήρυσσαν ή κηρύσσανε
Οριστική
κήρυξα, κήρυξες, κήρυξε, κηρύξαμε, κηρύξατε, κήρυξαν ή κηρύξανε
να κηρύξω, να κηρύξεις, να κηρύξει, να κηρύξουμε, να κηρύξετε, να κηρύξουν (ή να κηρύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυξε – β΄ πληθυντικό: κηρύξτε (ή κηρύξετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσω, θα κηρύσσεις, θα κηρύσσει, θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσετε, θα κηρύσσουν (ή θα κηρύσσουνε)
Οριστική
θα κηρύξω, θα κηρύξεις, θα κηρύξει, θα κηρύξουμε, θα κηρύξετε, θα κηρύξουν (ή θα κηρύξουνε)
Οριστική
θα έχω κηρύξει, θα έχεις κηρύξει, θα έχει κηρύξει, θα έχουμε κηρύξει, θα έχετε κηρύξει, θα έχουν κηρύξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρύξει, έχεις κηρύξει, έχει κηρύξει, έχουμε κηρύξει, έχετε κηρύξει, έχουν(ε) κηρύξει
να έχω κηρύξει, να έχεις κηρύξει, να έχει κηρύξει, να έχουμε κηρύξει, να έχετε κηρύξει, να έχουν(ε) κηρύξει
Οριστική
είχα κηρύξει, είχες κηρύξει, είχε κηρύξει, είχαμε κηρύξει, είχατε κηρύξει, είχαν(ε) κηρύξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσομαι, κηρύσσεσαι, κηρύσσεται, κηρυσσόμαστε, κηρύσσεστε, κηρύσσονται
να κηρύσσομαι, να κηρύσσεσαι, να κηρύσσεται, να κηρυσσόμαστε, να κηρύσσεστε, να κηρύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κηρύσσεστε
Μετοχή
κηρυσσόμενος, κηρυσσόμενη, κηρυσσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κηρυσσόμουν, κηρυσσόσουν, κηρυσσόταν, κηρυσσόμαστε, κηρυσσόσαστε, κηρύσσονταν
Αόριστος
Οριστική
κηρύχθηκα, κηρύχθηκες, κηρύχθηκε, κηρυχθήκαμε, κηρυχθήκατε, κηρύχθηκαν (ή κηρυχθήκανε)
Υποτακτική
να κηρυχθώ, να κηρυχθείς, να κηρυχθεί, να κηρυχθούμε, να κηρυχθείτε, να κηρυχθούν (ή να κηρυχθούνε)
& να κηρυχτώ, να κηρυχτείς, να κηρυχτεί, να κηρυχτούμε, να κηρυχτείτε, να κηρυχτούν (ή να κηρυχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κηρύξου β΄ πληθυντικό: κηρυχθείτε (κηρυχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσομαι, θα κηρύσσεσαι, θα κηρύσσεται, θα κηρυσσόμαστε, θα κηρύσσεστε, θα κηρύσσονται
Οριστική
θα κηρυχθώ, θα κηρυχθείς, θα κηρυχθεί, θα κηρυχθούμε, θα κηρυχθείτε, θα κηρυχθούν (ή θα κηρυχθούνε)
Οριστική
θα έχω κηρυχθεί, θα έχεις κηρυχθεί, θα έχει κηρυχθεί, θα έχουμε κηρυχθεί, θα έχετε κηρυχθεί, θα έχουν κηρυχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρυχθεί, έχεις κηρυχθεί, έχει κηρυχθεί, έχουμε κηρυχθεί, έχετε κηρυχθεί, έχουν κηρυχθεί
Υποτακτική
να έχω κηρυχθεί, να έχεις κηρυχθεί, να έχει κηρυχθεί, να έχουμε κηρυχθεί, να έχετε κηρυχθεί, να έχουν κηρυχθεί
& να έχω κηρυχτεί, να έχεις κηρυχτεί, να έχει κηρυχτεί, να έχουμε κηρυχτεί, να έχετε κηρυχτεί, να έχουν κηρυχτεί
Μετοχή
κηρυγμένος, κηρυγμένη, κηρυγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρυχθεί, είχες κηρυχθεί, είχε κηρυχθεί, είχαμε κηρυχθεί, είχατε κηρυχθεί, είχαν(ε) κηρυχθεί