Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ο Σεπτέμβρης του 1903»
Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι
τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.
Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.
Το ποίημα «Ο Σεπτέμβρης του 1903» που
ανήκει στα Κρυμμένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη καταγράφει με ιδιαίτερα
έντονο τρόπο τη μοναξιά και την απομόνωση που βιώνει ο ποιητής λόγω της
επιβεβλημένης ατολμίας του στο θέμα του έρωτα. Η επίγνωση πως ο ομόφυλος
ερωτισμός θεωρούταν μια κατακριτέα «επιλογή» από τους συγκαιρινούς του,
αποθάρρυνε τον ποιητή από το να διεκδικήσει ανοιχτά και με ελευθερία την
παρουσία ενός ερωτικού συντρόφου στη ζωή του. Έτσι, στα 40 του χρόνια ο ποιητής
είναι μόνος του και αισθάνεται πως πλέον δεν υπάρχει η δυνατότητα να βρει τον
έρωτα και να ζήσει όσα εξαναγκάστηκε να στερηθεί.
Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι
τώρα∙
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.
Ό,τι απομένει στον ποιητή είναι οι
πλάνες, οι σκόπιμες προσπάθειες να ξεγελά τον εαυτό του με λειψές ερωτικές
φαντασιώσεις και με νοητικές αναδρομές σε πράξεις των χρόνων της νεότητας,
προκειμένου να μην αισθάνεται το πόσο άδεια είναι η ζωή του. Εφόσον δεν έχει
κοντά του ένα αγαπημένο πρόσωπο για να βιώνει τον έρωτα στη συναισθηματική και
σωματική του πληρότητα, είναι αναγκασμένος να καταφεύγει σε μια διαδικασία
υποκατάστασης με τη βοήθεια της ποιητικής του φαντασίας.
Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα∙
Εκείνο, μάλιστα, που πληγώνει
περισσότερο τον ποιητή είναι πως κατά τη διάρκεια της ζωής του βρέθηκε πολλές
φορές κοντά -πολύ κοντά-, σε πρόσωπα που του ενέπνεαν το συναίσθημα του έρωτα
και που του ασκούσαν έντονη έλξη, μα δεν βρήκε ποτέ το κουράγιο να εκφράσει τα
συναισθήματά του. Δείλιαζε και παρέλυε στη σκέψη και μόνο να εκφράσει αυτά που
σκεφτόταν και ένιωθε, καθώς γνώριζε πολύ καλά πως υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο
να εκτεθεί, αφού εκείνος στον οποίο θα εξέφραζε τον έρωτά του μπορεί να μην
είχε ανάλογες ομόφυλες επιθυμίες. Ο ποιητής, επομένως, θα ερχόταν αντιμέτωπος
όχι με μια απλή απόρριψη, αλλά με ένα σκάνδαλο, μιας και θα γινόταν γνωστό στον
ευρύτερο κύκλο του και στην τοπική κοινωνία πως ήταν ομοφυλόφιλος.
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη∙
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.
Οι φόβοι αυτοί που απέτρεψαν τον ποιητή
από το να διεκδικήσει τον έρωτα ήταν εντούτοις απλώς ενδεχόμενοι και δεν
αφορούσαν όλους τους ανθρώπους που έτυχε να γνωρίσει. Ήταν, δηλαδή, εξίσου
πιθανό να έβρισκαν τα συναισθήματά του ανταπόκριση και να βίωνε έτσι τον έρωτα
στην πληρότητά του. Σκέψη που τον κάνει τώρα να μετανιώνει για τη δειλία και
την ατολμία του∙ για το γεγονός ότι παρέμενε σιωπηλός απέναντι σ’ εκείνα τα
πρόσωπα που τον ενδιέφεραν, τη στιγμή μάλιστα που ένιωθε μέσα του να θρηνεί η
έρημη ζωή του.
Η συγκρουσιακή κατάσταση που ήταν
αναγκασμένος ο ποιητής να υπομένει ήταν τραγική, αφού από τη μία είχε απέναντί
του ένα πρόσωπο που του ξυπνούσε έντονα ερωτικά συναισθήματα κι από την άλλη
ήταν αναγκασμένος να καταπιέζει τις επιθυμίες του και να τις ωθεί στο να
«μαυροφορούν»∙ στο να πενθούν μια ακόμη ματαίωση της εκπλήρωσής τους, αφού δεν
είχε το κουράγιο να τολμήσει και να εκφράσει ανοιχτά εκείνο που ήθελε.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.
Το μόνο που του απομένει τώρα που η
νιότη του πέρασε είναι ο πόνος της συνειδητοποίησης πως φάνηκε ολέθρια δειλός
και άτολμος. Τόσες φορές βρέθηκε τόσο κοντά στα μάτια και στα χείλη τα απολύτως
ερωτικά∙ τόσες φορές βρέθηκε τόσο κοντά στο ονειρεμένο και αγαπημένο σώμα που
ποθούσε όσο τίποτε, μα δεν έκανε τίποτα. Παρέμεινε σιωπηλός να νιώθει μέσα του
τις επιθυμίες του να φλέγονται, να νιώθει το σώμα του να απαιτεί την εκπλήρωση
της ερωτικής ηδονής, κι εκείνος να αδρανεί, αφήνοντας για μια ακόμη φορά το
αγαπημένο πρόσωπο να φύγει χωρίς να του έχει πει τίποτε.
Η σκέψη πως ήταν τόσες φορές τόσο κοντά
σε κάποιο ερωτικό πρόσωπο∙ η σκέψη πως του δόθηκαν τόσες ευκαιρίες κι εκείνος
τις άφησε να περάσουν ανεκμετάλλευτες, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη οδύνη στον
ποιητή, καθώς δεν έχει καν το άλλοθι πως δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να
διεκδικήσει τον έρωτα.