George Cochran
Γεώργιος
Ζαλοκώστας «Η αναχώρησή της»
Ξυπνώ και μου είπαν, έφυγεν η κόρη που
αγαπούσα,
και κατεβαίνω στο γιαλό,
τη θάλασσα παρακαλώ
την πικροκυματούσα.
- Εγώ τα πρωτοδέχθηκα τ’ αφράτα της τα
κάλλη,
μου είπε ένα κύμα, και γι’ αυτό
με πόθο και με γογγυτό
φιλώ το περιγιάλι.
- Τα μάτια της, ερώτησα, μην ήταν
δακρυσμένα;
Ένα άλλο κύμα μου μιλεί:
- Σαν το χαρούμενο πουλί
επήγαινε στα ξένα.
Το τρίτο κύμα ερώτησα: - Εμέ γιατί ν’
αφήση
να κλαίγω και να λαχταρώ;
Περνάει το κύμα το σκληρό
χωρίς να μου μιλήση.
Ερωτήσεις:
1.
Με ποιους τρόπους ο ποιητής εκφράζει τα αισθήματά του;
Ο ποιητής μόλις μαθαίνει για την
αιφνίδια αναχώρηση της αγαπημένης του κατεβαίνει στο γιαλό και αρχίζει να
ικετεύει τη θάλασσα να τον βοηθήσει. Ξεκινά έτσι ένας ιδιότυπος διάλογος με τα
κύματα της θάλασσας, τα οποία εμφανίζονται προσωποποιημένα. Το πρώτο κύμα,
μάλιστα, το οποίο θα μιλήσει στον ποιητή θα εκφράσει και το ίδιο τον πόθο του
για την ωραία κοπέλα, διότι είναι εκείνο που έτυχε να δεχτεί πρώτο τα «αφράτα της
κάλλη» (μεταφορά). Το πρώτο κύμα, λοιπόν, εμφανίζεται να βιώνει μια παρόμοια
συναισθηματική κατάσταση με τον ποιητή και φιλά με πόθο και με βογγητό, το
περιγιάλι, που δέχτηκε τα τελευταία βήματα της κοπέλας, προτού αναχωρήσει για
κάποιον μακρινό τόπο.
Η αμέσως επόμενη ερώτηση του ποιητή,
μόλις επιβεβαιώνει τους φόβους του ότι η αγαπημένη του έχει φύγει, είναι μήπως
τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. Θέλει να ξέρει, τουλάχιστον, αν κι εκείνη υπέφερε
κατά τη διάρκεια της φυγής της, όπως υποφέρει κι αυτός τώρα που συνειδητοποίησε
πως εκείνη έχει φύγει μακριά του. Εντούτοις, κατά τρόπο που προκαλεί πόνο στον
ποιητή, ένα κύμα του απαντά πως η κοπέλα πήγαινε στα ξένα σαν το χαρούμενο
πουλί (παρομοίωση). Έτσι, η αντίθεση ανάμεσα στο πώς φαντάζεται ο ποιητής ότι
ένιωθε η κοπέλα και στο πώς πραγματικά εκείνη ένιωθε, καθιστά εμφανές πως η
αναχώρησή της ήταν πλήρως ηθελημένη και μάλιστα έφερε χαρά στην κοπέλα.
Το τρίτο ερώτημα του ποιητή, που
απευθύνεται στο τρίτο κύμα, είναι γιατί να τον αφήσει μόνο του να κλαίει και να
λαχταρά∙ ερώτημα κρίσιμο, διότι το ποιητικό υποκείμενο αρχίζει πλέον να
σκέφτεται πως ίσως η κοπέλα είχε πάψει να τον αγαπά ή πως δεν τον είχε αγαπήσει
ποτέ. Το κύμα, όμως, το σκληρό (μεταφορά) περνά χωρίς να του μιλήσει. Το κύμα
δεν απαντά σε αυτή την ερώτηση, πιθανώς διότι δεν θα ήθελε να είναι εκείνο που
θα τονίσει το προφανές, ότι, δηλαδή, η κοπέλα δεν ένιωθε αγάπη για τον ποιητή,
γι’ αυτό και έφυγε χαρούμενη μακριά του.
Στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου
διαλόγου ο ποιητής δημιουργεί μια σειρά από οπτικές και ηχητικές εικόνες που
παρουσιάζουν με ιδιαίτερη παραστατικότητα την εξέλιξη της ιστορίας και
επιτρέπουν στον αναγνώστη να αντιληφθεί τόσο τα συναισθήματα του ποιητή όσο και
τα συναισθήματα της κοπέλας.
2. Τι
σημαίνει η σιωπή του κύματος στην ερώτηση του ποιητή;
Το τρίτο κύμα που γίνεται αποδέκτης του
πιο επώδυνου για τον ποιητή ερωτήματος, περνά χωρίς να του μιλήσει, γι’ αυτό
και ο ποιητής το χαρακτηρίζει σκληρό. Ο ποιητής θέλει να μάθει γιατί η κοπέλα
έφυγε και τον άφησε να πονά και να κλαίει∙ απορία που έχει προφανώς λάβει την
απάντησή της από την ευθυμία που χαρακτήριζε την κοπέλα κατά την αναχώρησή της για
τα ξένα. Εντούτοις, ο ποιητής θέλει κάποιος να του δώσει μια εξήγηση γι’ αυτή
την αναπάντεχη εγκατάλειψή του, έστω κι αν έχει ήδη αντιληφθεί κι ο ίδιος την
αιτία. Το κύμα, ωστόσο, δεν θέλει -πιθανώς- να είναι εκείνο που θα εκφράσει την
σκληρή αλήθεια στον ποιητή, ότι δηλαδή η κοπέλα δεν τον αγαπούσε, γι’ αυτό κι
έφυγε μακριά του.
Η απάντηση, άλλωστε, που θέλει ο
ποιητής, όσο κι αν είναι επώδυνη γι’ αυτόν, γίνεται από νωρίς προφανής, αφού,
αν η κοπέλα τον αγαπούσε πραγματικά, δεν θα έφευγε σαν το χαρούμενο πουλί για
τα ξένα.
3. Να
εξετάσετε τη στιχουργία του ποιήματος.
Το ποίημα χωρίζεται σε τέσσερις
τετράστιχες στροφές, οι οποίες παρουσιάζουν παρόμοια σταδιακή μείωση του
αριθμού των συλλαβών κάθε επόμενου στίχου. Έτσι, ενώ ο πρώτος στίχος είναι
δεκαπεντασύλλαβος, ο δεύτερος και ο τρίτος είναι οχτασύλλαβοι, ενώ ο τέταρτος
είναι εφτασύλλαβος. Ο ποιητής ακολουθεί το ιαμβικό μέτρο που βασίζεται σε ζεύγη
συλλαβών, εκ των οποίων τονίζεται η δεύτερη. Έχει, δηλαδή, την ακόλουθη μορφή:
Και / κα / τε / βαί / νω
/ στο / για / λό
Προσέχουμε, επίσης, ότι στο ποίημα
ακολουθείται σταυρωτή ομοιοκαταληξία, εφόσον σε κάθε στροφή ο πρώτος στίχος
ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο, και ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο
(αββα).
Γεώργιος
Ζαλοκώστας (1805-1858)
Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου και
πέθανε στην Αθήνα. Πήρε μέρος στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας. Έγραψε
επικολυρικά ποιήματα, για να εξυμνήσει τον αγώνα του 1821, αλλά και μικρά
λυρικά για περιστατικά της προσωπικής ζωής. Μερικά από τα τελευταία
μελοποιήθηκαν και έφθασαν ως τις μέρες μας σαν τραγούδια, όπως Το φίλημα [Μια
βοσκοπούλα αγάπησα, από το κωμειδύλλιο Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας], Ο βοριάς
που τ’ αρνάκια παγώνει κ.ά. Ο Λίνος Πολίτης (Ποιητική Ανθολογία, Εισαγωγή, σ.
11) σημειώνει: «Είναι ένας ποιητής περίεργα διχασμένος. Γράφει αδιάκριτα στη
δημοτική ή στην καθαρεύουσα, καθώς και ποιήματα επικολυρικά ή μικρότερα λυρικά,
τον γνησιότερο εαυτό του τον βρίσκει ωστόσο στους ελάσσονες τόνους των
ειδυλλιακών του ποιημάτων, σε μια στιχουργική μορφή ιδιαίτερα μελωδική».
Χαρακτηριστικό ότι σε επιστολή του δηλώνει το θαυμασμό του για την ποίηση του
Διονυσίου Σολωμού.