Eugène Ferdinand Victor Delacroix
Διονύσιος
Σολωμός «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» (Ερωτήσεις σχολικού)
Εκτός από τα ποιήματά του ο Σολωμός μάς
άφησε και δύο πεζά: Το Διάλογο (για τη γλώσσα) και τη Γυναίκα της Ζάκυθος. Και
τα δύο ανήκουν στη νεανική περίοδο της δημιουργικότητάς του. Η Γυναίκα της
Ζάκυθος γράφτηκε το 1826· ο ποιητής το ξαναδούλεψε ως το 1829, αλλά τελικά το
έργο έμεινε ημιτελές. Η πρόθεσή του είναι αινιγματική. Η επικρατέστερη άποψη
είναι ότι πρόκειται για σάτιρα με την οποία ο Σολωμός θέλησε να στιγματίσει
μέσω της γυναίκας αυτής τη συμπεριφορά ορισμένων αριστοκρατικών κύκλων της
Ζακύνθου προς τις Μεσολογγίτισες. Παρά την αποσπασματικότητα και τη
σκοτεινότητά του το θαυμάσιο αυτό κείμενο είναι αρκετό για να αναδείξει το
Σολωμό σε πρώτο μεγάλο πεζογράφο.
Κεφάλαιο
3
Οι
Μισολογγίτισσες
1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού
οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς
έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ.
2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες
επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για
τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά ‘βγουνε και
επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους και είχανε σε
πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά.
5. Ακολούθως εβιαζόντανε και
εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά ‘βγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες,
εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε
στ’ ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε
τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες
εκκλησίες, τα ξωκκλήσια γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για
τους λαβωμένους.
10. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι,
γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες
κανονιές του Μισολογγιού και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.
11. Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το
οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το
Μισολόγγι και κλαίοντας.
Κεφάλαιο
4
Οι
γυναίκες του Μισολογγιού διακονεύουνε και η γυναίκα της Ζάκυθος έχει δουλειά
1. Ωστόσο η γυναίκα της Ζάκυθος είχε
στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει.
2. Έβαλε το λοιπόν το ζουρλάδι τα
μαλλιά της αποπίσω από τ’ αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τα ‘χε πετάξει, και έλεγε
φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. «Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις
καλή, να παντρευτείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε και να βλέπουμε τον
κόσμο και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι και να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη
Χαλιμά».
4. Και αφού την εχάιδεψε και της φίλησε
τα μάτια και τα χείλα, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντάς της: Να και ένα καθρεφτάκι
και κοιτάξου που είσ’ όμορφη και μου μοιάζεις.
5. Και η κόρη που δεν ήτανε μαθημένη με
τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
6. Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού
πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά τη
θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζουνται ομπρός της
οι γυναίκες του Μισολογγιού. Εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε·
και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. «Και έτσι δα, πώς; Τι κάνουμε; Θα
παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα
συρτοπάπουτσα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε προσταγές».
10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και
ακίνητες· αλλά μία είπε: «Αμ’ έχεις δίκιο. Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι
σου, και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε».
11. Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυθος
την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: «Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που
ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
12. »Είμαι στην πατρίδα μου και στο
σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13. »Και τι σας έλειπε, και τι κακό
είδετε από τον Τούρκο; Δε σας άφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια; Και
δόξα σοι ο Θεός είχετε περισσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
14. »Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήστε τον
Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
15. »Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε
παλικαριές. Οι γυναίκες επολεμούσετε (όμορφο πράμα που ήθελ’ ήστενε με τουφέκι
και με βελέσι· ή εβάνετε και βρακί;). Και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε
τα άτυχα παλικάρια της Τουρκιάς ξάφνου.
16. »Και πώς εμπόρειε ποτέ του να υποφτευτεί
τέτοια προδοσία; Το ‘θελε ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
17. »Τόσο κάνει και εγώ να μπήξω το
μαχαίρι μες στο ξημέρωμα στο λαιμό του αντρός μου (που να τονέ πάρει ο
διάολος).
18. »Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα
πράματά σας κακά, θέλετε να πέσει το βάρος απάνου μου.
19. »Καλή, μα την αλήθεια. Αύριο πέφτει
το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες εις τους
οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες.
20. »Και όσοι μείνουνε από τον
ξελοθρεμό έρχονται στη Ζάκυνθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας
βρίζουνε».
21. Λέοντας εσιώπησε ολίγο κοιτάζοντας
μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
22. «Και έτσι ξέρω και μιλώ και εγώ,
ναι ή όχι; Και τώρα δα τι ακαρτερείτε; Ευρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε
να μιλώ;
23. »Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά
να ψωμοζητάτε. Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε να ‘ναι μία
θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται.
24. »Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; έχω
δουλειά». Και φωνάζοντας τέτοια δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά
εφάνηκε σωστή.
25. Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην
άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγκρίλωσε τα μάτια, και το
άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο και το αλληθώρικο έσιαξε. Και εγίνηκε σαν την
προσωπίδα την ύψινη οπού χύνουνε οι ζωγράφοι εις τα πρόσωπα των νεκρών για
να...
26. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει
στην πρώτη της μορφή έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνωσε
και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμου.
27. Και η θυγατέρα της κοιτάζοντας την
εφώναξε· και οι δούλοι εξαστόχησαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του
Μισολογγιού εκατέβηκαν χώρις να κάμουνε ταραχή.
γυρεύοντας: ζητιανεύοντας.
ζουρλάδι
(το): η παλαβή, η ανόητη γυναίκα.
καθίκλα: καρέκλα.
βελέσι: μάλλινο υφαντό μεσοφούστανο.
βρακί: παντελόνι.
ανακατωνόστενε (ιδιωμ. τύπος αντί ανακατωνόσαστε):
ζούσατε μαζί (με τους Τούρκους).
μπουρίκι: μπρίκι του καφέ.
εγκρίλωσε: γούρλωσε.
ύψινη: γύψινη.
Ερωτήσεις:
1. Να
μελετήσετε το ήθος α) των
Μεσολογγιτισών, β) των κατοίκων της Ζακύνθου, γ) της
«γυναίκας της Ζάκυθος».
α) Οι Μεσολογγίτισσες έχουν έρθει
αντιμέτωπες με μια μεγάλη ανατροπή στη ζωή τους, εφόσον η έναρξη της
επανάστασης και η συνεχιζόμενη πολιορκία του Μεσολογγίου τους έχει στερήσει τις
συνθήκες του πρότερου βίου τους. Έτσι, ενώ προηγουμένως είχαν υπηρέτες και
πολλά κοπάδια ζώων, γεγονός που τους διασφάλιζε μια άνετη διαβίωση, τώρα τα
έχουν χάσει όλα αυτά κι έχουν αναγκαστεί να επαιτούν για χάρη της πατρίδας
τους. Ο Σολωμός, μάλιστα, φροντίζει να τονίσει πόσο δύσκολη υπήρξε αυτή η
μετάβαση, παρουσιάζοντας τις γυναίκες του Μεσολογγίου που έχουν βρεθεί στη
γειτονική Ζάκυνθο να ντρέπονται στην αρχή να ζητιανέψουν και να περιμένουν να
νυχτώσει για να βγουν στους δρόμους. Στην πορεία, ωστόσο, μόλις τα πράγματα
γίνονται πολύ πιο δύσκολα για το Μεσολόγγι, οι γυναίκες αφήνουν κατά μέρος την
ντροπή που αισθάνονται και τρέχουν στους δρόμους της Ζακύνθου όλη τη μέρα,
αναζητώντας και την παραμικρή προσφορά των κατοίκων που θα μπορούσε να βοηθήσει
τα παιδιά, τους άντρες και τους αδερφούς τους.
Οι γυναίκες του Μεσολογγίου ξεχνούν την
προσωπική τους ντροπή και τρέχουν στους δρόμους, στα στενά, στις εκκλησίες, μα
και στα ξωκλήσια, στα ψηλά σπίτια, αλλά και στα χαμηλά, μην αφήνοντας κανένα
σημείο στο οποίο να μην αποταθούν για βοήθεια. Φανερώνεται, άρα, η αφοσίωση που
δείχνουν στον αγώνα και η αίσθηση ευθύνης που τις διακρίνει. Γνωρίζουν πως όσο
εκείνες βρίσκονται στην ασφάλεια της Ζακύνθου, η πατρίδα τους, το Μεσολόγγι,
βομβαρδίζεται καθημερινά και οι άντρες τους διακινδυνεύουν τη ζωή τους για την
κατάκτηση της ελευθερίας. Οι Μεσολογγίτισσες αντιλαμβάνονται πως οφείλουν κι
εκείνες να προσφέρουν όσο περισσότερο μπορούν στον κοινό αγώνα, γι’ αυτό και
δεν διστάζουν να ταπεινωθούν απέναντι στους κατοίκους της Ζακύνθου και να
γίνουν ζητιάνες για χάρη της πατρίδας τους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί,
άλλωστε, η καρτερικότητα με την οποία υπέμειναν το πλήθος των προσβολών που
δέχτηκαν από τη Γυναίκα της Ζάκυθος, χωρίς να δώσουν καμία απάντηση σε όσα
αβάσιμα και κατά τρόπο εχθρικό τους καταλόγισε.
Οι Μεσολογγίτισσες αναγκάζονται να
ζητιανέψουν για χάρη της πατρίδας τους, αλλά δεν χάνουν την αξιοπρέπειά τους,
αφού διατηρούν την ψυχραιμία τους και υπομένουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τις
ύβρεις και τις προσβολές της Γυναίκας της Ζακύθου, η οποία δεν έδειξε κανέναν
απολύτως σεβασμό απέναντι σε όσα τραγικά βίωναν οι γυναίκες που στέκονταν
απέναντί της.
β) Οι κάτοικοι της Ζακύνθου, οι απλοί
άνθρωποι του νησιού, σε αντίθεση με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, κατανοούν τις δύσκολες
στιγμές που περνά το Μεσολόγγι και δείχνουν έμπρακτα τη συμπαράστασή τους στον
πόνο των συμπατριωτών τους. Δίνουν στις Μεσολογγίτισσες χρήματα και ρούχα, και
συνοδεύουν τις προσφορές τους με προσευχές και δάκρυα, αφού γνωρίζουν καλά πόσο
τραγική είναι η κατάσταση στο Μεσολόγγι. Δε θα μπορούσε, άλλωστε, να αρνηθεί
κανείς στο αίτημα των Μεσολογγιτισσών για βοήθεια, σχολιάζει ο αφηγητής, εφόσον
τις περισσότερες φορές ακούγονταν οι κανονιές από το Μεσολόγγι και η γη έτρεμε
κάτω από τα πόδια των κατοίκων της Ζακύνθου. Ωστόσο, εκείνο που δείχνει με ιδιαίτερη
καθαρότητα πόσο πολύ ένιωθαν συμπόνια για τους συνανθρώπους τους είναι πως
ακόμη και οι φτωχότεροι άνθρωποι του νησιού έδιναν κάτι για να βοηθήσουν. Γεγονός
πως υποδεικνύει πως ήταν διατεθειμένοι ακόμη και να στερηθούν οι ίδιοι
προκειμένου να δείξουν τη συμπαράστασή τους στους μαχόμενους Μεσολογγίτες.
Παρά το γεγονός ότι τα Επτάνησα ήταν
υπό τον έλεγχο της Αγγλίας και, άρα, οι κάτοικοί τους δεν κινδύνευαν από τους Τούρκους,
οπότε θα μπορούσαν ίσως να δείξουν αδιαφορία για το δράμα που εκτυλίσσεται στο
γειτονικό Μεσολόγγι, όπως έκανε η Γυναίκα της Ζάκυθος, εντούτοις δεν κάνουν
κάτι τέτοιο. Φέρονται με γνήσιο πατριωτισμό και κάνουν ό,τι μπορούν για να
βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους που διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο.
γ) Η γυναίκα της Ζάκυθος, σε αντίθεση με
τους συμπατριώτες της, αντιμετωπίζει με μεγάλη εχθρότητα της Μεσολογγίτισσες
και όχι μόνο αρνείται να τις βοηθήσει, αλλά τις προσβάλλει κιόλας με πολύ
άσχημο τρόπο. Αντί να δείξει κατανόηση στην έσχατη ανάγκη που έχει οδηγήσει τις
γυναίκες αυτές να ζητούν βοήθεια προκειμένου να διασφαλίσουν χρήματα, φαγητό
και άλλα αναγκαία πράγματα για τα παιδιά και τους συζύγους τους, εκείνη
εκλαμβάνει την πράξη τους ως έκφραση θράσους και αναισχυντίας. Για τη γυναίκα
της Ζάκυθος οι Μεσολογγίτες και οι Μεσολογγίτισσες θα έπρεπε να λάβουν πλήρη
ευθύνη για την ανοησία τους να επαναστατήσουν ενάντια στους Τούρκους και να
δεχτούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Εφόσον δεν εκτίμησαν όσα είχαν τον
καιρό που ζούσαν υπό τον έλεγχο των Τούρκων, τώρα θα πρέπει να υποφέρουν για να
καταλάβουν το λάθος τους.
Συνάμα, η γυναίκα της Ζάκυθος
ειρωνεύεται της Μεσολογγίτισσες για τη συμμετοχή τους στην επανάσταση, λέγοντάς
τους πως θα πρέπει να ήταν πολύ ωραίο θέαμα με το τουφέκι στο χέρι, ιδίως αν
είχαν φορέσει και παντελόνι. Κρίνοντας πως οι γυναίκες δεν έχουν καμία θέση στα
του πολέμου, και μη δείχνοντας σεβασμό για τη δύναμη και το κουράγιο που
επέδειξαν οι γυναίκες αυτές προκειμένου να υπερασπιστούν τα παιδιά τους και την
πατρίδα, επιχειρεί να τις μειώσει με τα ειρωνικά της σχόλια. Μάλιστα, δεν
περιορίζεται στα υποτιμητικά σχόλια για την προσπάθειά τους να βοηθήσουν
έμπρακτα στην επανάσταση, της αντιμετωπίζει παράλληλα ως αργόσχολες ζητιάνες
που δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν πέρα από το να ενοχλούν τον τίμιο κόσμο με
το παράλογο αίτημά τους για βοήθεια και συμπόνια.
Με βάση αυτή τη συμπεριφορά, η Γυναίκα της
Ζάκυθος δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί άνθρωπος κακής ποιότητας, που αντλεί
ευχαρίστηση από τον πόνο των άλλων. Είναι μια γυναίκα χωρίς πατριωτικά
αισθήματα και χωρίς συμπόνια για τα δεινά των συνανθρώπων της. Αδιάφορη για τα
βάσανα των άλλων, παρουσιάζει μια συμπεριφορά έντονα εγωκεντρική. Το γεγονός,
άλλωστε, πως ακόμη και το ίδιο της το παιδί δεν έχει συνηθίσει να ακούει καλά
λόγια από εκείνη, φανερώνει την κακία και τη μισανθρωπία της. Επιπροσθέτως, η
αναφορά της στη Θεία Γραφή, την οποία, υποτίθεται, θα μελετά μαζί με την κόρη της,
δείχνει την υποκρισία που τη χαρακτηρίζει, εφόσον στην πραγματικότητα η
συμπεριφορά της δεν έχει καμία από εκείνες τις ποιότητες της αληθινής
χριστιανικής συνείδησης.
2. Με
τη Γυναίκα της Ζάκυθος ο Σολωμός θέλησε να στιγματίσει τη συμπεριφορά ορισμένων
αριστοκρατικών κύκλων της Ζακύνθου. Ποια είναι τα γνωρίσματα και ποια η
ιδεολογία αυτών των κύκλων, όπως φανερώνονται από τα λόγια της γυναίκας;
Η Γυναίκα της Ζάκυθος λαμβάνει
απροκάλυπτα το μέρος των Τούρκων και κατηγορεί τους Έλληνες για αχαριστία
απέναντι τους, παρόλο που εκείνοι τους προσέφεραν όλα τα αγαθά. Όσο οι Έλληνες
δέχονταν την εξουσία των Τούρκων είχαν και φαγητό και δούλους και γη και κάθε
δυνατό πλούτο, κι αντί να εκτιμήσουν τη μεγαλοψυχία τους και να συνεχίσουν να
ζουν αρμονικά μαζί τους, εκείνοι θέλησαν επαναστατήσουν.
Θεωρεί πως οι Έλληνες υπήρξαν όχι μόνο
αχάριστοι, αλλά και ανόητοι, καθώς δεν έχουν καμία ελπίδα να κερδίσουν αυτόν το
μάταιο αγώνα που ξεκίνησαν. Ο μόνος λόγος, άλλωστε, που είχαν στην αρχή κάποιες
επιτυχίες ήταν γιατί έπιασαν τα «άτυχα» παλικάρια της Τουρκίας εξ απροόπτου.
Κανείς δεν περίμενε, κατά τη γνώμη της, μια τέτοια στάση από τη μεριά των
Ελλήνων, γι’ αυτό κι οι Τούρκοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι. Θα ήταν, όπως
χαρακτηριστικά σχολιάζει, σα να έπαιρνε η ίδια ένα μαχαίρι τα ξημερώματα και να
το έμπηγε στο λαιμό του άντρα της. Μα, η αρχική έκπληξη των Τούρκων δε διήρκησε
πολύ και τώρα η επανάσταση των Ελλήνων έχει αρχίσει να καταρρέει.
Προκειμένου μάλιστα να ενισχύσει την
άποψή της πως η επανάσταση των Ελλήνων ήταν τελείως αδικαιολόγητη αναφέρει πως
ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. Κι αυτό γιατί η επανάσταση
των Ελλήνων δεν είναι ένας δίκαιος αγώνας, αλλά μια μεγάλη προδοσία απέναντι
στους αγαθούς Τούρκους που ποτέ δεν τους έκαναν κανένα κακό. Η Γυναίκα της
Ζάκυθος δε βλέπει των αγώνα των Ελλήνων ως μια δίκαιη διεκδίκηση της ελευθερίας
και της ανεξαρτησίας τους∙ θεωρεί πως πρόκειται για μιαν άνανδρη, εντελώς
απρόσμενη κίνηση, που αναδεικνύει την αχαριστία τους.
Συνάμα θεωρεί πως είναι άδικο για τους
κατοίκους της Ζακύνθου και για την ίδια το να έρχονται τώρα οι Μεσολογγίτισσες
και να τους ζητούν βοήθεια, αφού επρόκειτο καθαρά για μια δικής τους απόφαση.
Αν δεν ήθελαν να πεθαίνουν απ’ την πείνα και να σκοτώνονται στις μάχες, δεν
έπρεπε να ξεκινήσουν την επανάσταση. Άλλωστε, κατά τη γνώμη της, το γεγονός ότι
πολλοί συμπολίτες της βοηθούν τους Μεσολογγίτες μπορεί να σταθεί αφορμή για να
διαταραχθούν οι ειρηνικές σχέσεις της Ζακύνθου με τους Τούρκους και να
διακινδυνεύσει έτσι και η δική τους ασφάλεια.
Η Γυναίκα της Ζάκυθος, πάντως,
παρηγορείται με τη σκέψη πως το Μεσολόγγι σύντομα θα πέσει και εναποθέτει τις
ελπίδες της στους βασιλιάδες της Ευρώπης να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους
και να τερματίσουν μια και καλή τον παραλογισμό των Ελλήνων.
Μέσα από αυτά τα λόγια της καθίσταται
σαφές πως δεν έχει εθνική συνείδηση και πως δεν αντιλαμβάνεται την έννοια και
την αξία της εθνικής ελευθερίας. Το μόνο που απασχολεί τη Γυναίκα της Ζάκυθος, όπως
και εν γένει τους αριστοκρατικούς κύκλους του νησιού, είναι η ύπαρξη οικονομική
ευμάρειας, έστω κι αν αυτή είναι εφικτή μόνο μέσα από την αποδοχή ενός ξένου
δυνάστη. Η Γυναίκα της Ζάκυθος δεν αναγνωρίζει άλλη αξία πέρα από αυτή των
χρημάτων, έτσι της φαίνεται αδύνατον να κατανοήσει γιατί οι Μεσολογγίτες που
είχαν οικονομική άνεση τόλμησαν να διακινδυνεύσουν την οικονομική τους ασφάλεια
για κάτι το τόσο ανούσιο, όπως είναι η εθνική ελευθερία. Για εκείνη το μόνο που
έχει σημασία είναι να μπορεί να ζει κανείς έχοντας χρήματα, όλα τα άλλα, όπως είναι
ο πατριωτισμός, η εθνική ταυτότητα και η ανεξαρτησία αποτελούν περιττές και δίχως
νόημα έννοιες.
3. Στο
κείμενο αφηγητής είναι ένας Διονύσιος ιερομόναχος. Νομίζετε πως αυτό σχετίζεται
με το ύφος του κειμένου;
Το ύφος του κειμένου συνδέεται με το
γεγονός ότι ο αφηγητής είναι ένας ιερομόναχος, καθώς θυμίζει τα προφητικά
κείμενα της Αγίας Γραφής, κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και της Αποκάλυψης
του Ιωάννη. Εντοπίζουμε, έτσι, τη συχνή χρήση του συνδέσμου «και» που
λειτουργεί εδώ κατά τρόπο μεταβατικό για να δηλώσει το πέρασμα από μία ενέργεια
ή ένα γεγονός σ’ ένα επόμενο. Χρησιμοποιείται, επίσης, η λέξη «ιδού», που είναι
συνηθισμένη στα προφητικά κείμενα. Ενώ, το πολυσύνδετο σχήμα, οι μικρές
περίοδοι με τη γοργή εναλλαγή, οι επαναλήψεις, αλλά και η εισαγωγική φράση: «Και
εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες», είναι στοιχεία που παραπέμπουν στο ύφος και στον
τρόπο γραφής των κειμένων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το
Κατά Λουκάν Ευαγέλλιο:
«17 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων, καὶ ἦσαν καθήμενοι Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι, οἳ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ· καὶ δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ ἰᾶσθαι αὐτούς.
18 Καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν παραλελυμένος καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον αὐτοῦ.
19 Καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ.»
4. Ποια
άλλα γνωστά κείμενα θυμίζει το ύφος του Σολωμού στη Γυναίκα της Ζάκυθος;
Το ύφος του Σολωμού μας παραπέμπει, υπό
μία έννοια, στο ύφος που ακολουθεί ο Κωστής Παλαμάς, στον Προφητικό Λόγο (Ο
Δωδεκάλογος του Γύφτου):
«Και το πέσιμό σου θα βροντήξη
κ’ ένα μοιρολόϊ σου θα ουρλιάση,
και το μοιρολόϊ σου θα το πνίξη
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούρια πλάση, μια γεννήτρα
θα φουντώση απ’ τα χαλάσματά σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασκήμιας σου.»
Ενώ, εξίσου αισθητή είναι η ομοιότητα
με το ύφος των Αναγνωσμάτων από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη:
«Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος
είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την
Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την
αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και
ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα
δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε
περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.»