Dustin K. Ryan
Φοίβος
Σταυρίδης «Graffiti»
Για να ’σαι αληθινός μες στον καιρό σου
ρίξε την ποίηση στα σκυλιά
Από τις λέξεις κράτησε μονάχα
όσες φωτίζουν ώς την άκρη της οργής
Κι αν πούνε πως την ποίηση πρόδωσες
μη φοβηθείς όσο θα λες αλήθεια.
Αυτός που πνίγεται δεν τραγουδά∙
Ουρλιάζει.
Το ποίημα «Graffiti» από τη συλλογή του
Φοίβου Σταυρίδη «Απομυθοποίηση» (1978), αποδίδει με την επιγραμματικότητά του
την ένταση της οδύνης και της αγανάκτησης των ανθρώπων της Κύπρου ύστερα από τα
τραγικά γεγονότα της εισβολής. Ο ποιητής οφείλει πλέον να αναλάβει έναν
διαφορετικό ρόλο∙ να εγκαταλείψει τις όποιες αξιώσεις τυχόν είχε για τη
δημιουργία ωραιοποιημένου λυρικού λόγου και για την αναζήτηση της ομορφιάς των
λέξεων και των εικόνων, και να αποζητήσει την πιο καίρια διατύπωση της οργής
και του πόνου.
Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παραπέμπει
στα γκράφιτι∙ στα συνθήματα, δηλαδή, και στις κοφτές, σύντομες φράσεις, που
επιλέγουν οι νέοι άνθρωποι για να εκφράσουν τη
διαμαρτυρία και τα προσωπικά αδιέξοδά τους. Σαν ένα τέτοιο σύνθημα, γραμμένο με
θυμό πάνω σε κάποιο τοίχο θα πρέπει να εκληφθεί κι αυτό το ποίημα.
Για να ’σαι αληθινός μες στον καιρό σου
ρίξε την ποίηση στα σκυλιά
Αν θέλει ο ποιητής να είναι αληθινός
απέναντι στον εαυτό του κι απέναντι στους συγκαιρινούς του, οφείλει να ρίξει
την ποίηση στα σκυλιά, και να καταπιαστεί με την κατάφωρη αδικία και τη μέγιστη
αυτή συμφορά που υπέστη ο κυπριακός λαός. Η ποίηση με τις όμορφες εικόνες και
τα ωραία λόγια, δεν έχει καμία απολύτως θέση σ’ αυτή την τόσο οδυνηρή ιστορική
περίοδο. Ποιος θέλει ν’ αναλωθεί σε μια ανώφελη επιδίωξη του λυρισμού, όταν οι
άνθρωποι γύρω του υποφέρουν σε τέτοιο βαθμό;
Από τις λέξεις κράτησε μονάχα
όσες φωτίζουν ώς την άκρη της οργής
Από τις λέξεις που μέχρι εκείνη τη
στιγμή συνιστούσαν το κύριο μέσο έκφρασης του ποιητή, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν
όλες όσες αποδίδουν ευχάριστα ή αισιόδοξα συναισθήματα, και να κρατηθούν μονάχα
εκείνες που κατορθώνουν να φωτίσουν τη δύσκολη και την επώδυνη συναισθηματική
κατάσταση των ανθρώπων πέρα ως την άκρη της οργής. Ό,τι αξίζει κι ό,τι πρέπει
να εκφρασθεί πλέον είναι αφενός ο πόνος που έχει σημαδέψει τους ανθρώπους της
Κύπρου κι αφετέρου η αγανάκτηση και η οργή απέναντι στους θύτες αλλά και στους
αμέτοχους θεατές του δράματος του νησιού.
Κι αν πούνε πως την ποίηση πρόδωσες
μη φοβηθείς όσο θα λες αλήθεια.
Αυτός που πνίγεται δεν τραγουδά∙
Ουρλιάζει.
Κι αν κάποιοι θεωρήσουν πως με το να
εγκαταλείπεται η λυρική διάσταση του ποιητικού λόγου και να τίθεται σε κυρίαρχη
χρήση μόνο η δυνατότητα καταγγελίας που μπορεί να πραγματωθεί μέσω αυτού,
προδίδεται η ποίηση, δεν θα πρέπει αυτό ν’ ανησυχεί τον ποιητή, όσο φροντίζει
να είναι ειλικρινής και να λέει αλήθειες∙ έστω κι αν αυτές είναι από τις πλέον
επώδυνες.
Δεν υπάρχει, άλλωστε, κανένα περιθώριο
για δισταγμούς και υπεκφυγές∙ ο άνθρωπος που πνίγεται -όπως κι ο λαός που βιώνει
μια απροσμέτρητη καταστροφή- δεν έχει την πολυτέλεια να τραγουδά, είναι
αναγκασμένος να ουρλιάξει, καθώς μόνον έτσι έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει ή
και να διασφαλίσει τη σωτηρία του. Όπως, λοιπόν, ένας άνθρωπος που πνίγεται,
δεν έχει ούτε ένα δευτερόλεπτο να χάσει εθελοτυφλώντας απέναντι στην
κρισιμότητα της κατάστασής του, και φροντίζει να ουρλιάξει όσο πιο δυνατά
μπορεί, έτσι κι οι ποιητές ενός λαού που βιώνει μια τόσο προφανή αδικία, δεν
έχουν ούτε στιγμή να χάσουν αρνούμενοι ν’ αποδεχτούν την τραγικότητας της νέας
αυτής πραγματικότητας∙ δεν έχουν ούτε ένα δευτερόλεπτο να χάσουν καταφεύγοντας
στην παρήγορη, μα επίπλαστη ευδαιμονία του λυρισμού και της ωραιοποίησης. Ο
ρόλος κι η ευθύνη τους τώρα είναι να ουρλιάξουν και να καταγγείλουν με τον
πλέον αυστηρό και σαφή τρόπο τα όσα έχουν συμβεί.