Will Bullas
Γιώργος Σεφέρης «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη '38
Το 1938 ο Γιώργος Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα από την Κορυτσά, όπου είχε διοριστεί Πρόξενος της Ελλάδας το 1936. Ο ποιητής γυρίζοντας στην πατρίδα του βρίσκει το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) καλά εδραιωμένο και βιώνει με απογοήτευση, όχι μόνο το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί, αλλά και την τοποθέτησή του στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, την οποία ως κυβερνητικός υπάλληλος δεν μπορεί να αρνηθεί. Ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για τη στρατιωτική κυβέρνηση κι αυτό του δημιουργεί δυσφορία και δυσκολία στο να αποδεχτεί το νέο του ρόλο.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η προσωπική απογοήτευση του ποιητή, καθώς και η απειλή του πολέμου που δεσπόζει στην Ευρώπη -το Μάρτη του 1938 η Γερμανία θα προσαρτήσει την Αυστρία- βρίσκουν την έκφρασή τους σ’ αυτό το εξαιρετικό ποίημα, όπου ο Σεφέρης εκφράζει όλη του την πικρή διάθεση και την αδυναμία του να συμβιβαστεί με τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον τόπο του.
Αναλυτικότερα:
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
Το ποίημα δίνεται ως διάλογος ανάμεσα στον ξενιτεμένο που επιστρέφει και σ’ ένα φίλο του, που φαίνεται να γνωρίζει πάρα πολύ καλά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ξενιτεμένου. Ο ποιητής δημιουργεί εδώ δύο προσωπεία, δύο διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού του, για να παρουσιάσει εναργέστερα τα αντικρουόμενα συναισθήματά του. Η επιθυμία του ξενιτεμένου να επιστρέψει στην πατρίδα του, στρέφεται περισσότερο προς την πατρίδα όπως τη γνώριζε προτού φύγει. Ο ξενιτεμένος προσδοκούσε να βρει τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχε αφήσει, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό, γιατί οι αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στην πατρίδα του όσο και στον ίδιο είναι πλέον ανέκκλητες.
Το ποίημα ξεκινά με τη διαπίστωση πως ο ξενιτεμένος στα χρόνια που απουσίαζε έχει διαμορφώσει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στα πλαίσια μιας άλλης χώρας, μακριά από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην πατρίδα του. Επομένως, οι προσδοκίες του αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της χώρας του και δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από το φίλο του ξενιτεμένου, ο οποίος τον προειδοποιεί από την αρχή κιόλας πως ό,τι σχεδίαζε και σκεφτόταν όσο βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα, βασίστηκε σε δεδομένα που δεν ισχύουν πια. Η κατάσταση στην πατρίδα έχει αλλάξει ριζικά.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
Ο ξενιτεμένος γυρίζοντας αναζητά τον παλιό του κήπο, το χώρο όπου μεγάλωσε, μα με έκπληξη διαπιστώνει πως όλα γύρω του είναι πολύ μικρότερα απ’ ό,τι τα θυμόταν. Ο ποιητής αξιοποιεί μια γενική διαπίστωση των ανθρώπων που επιστρέφουν σε τόπους που έχουν να δουν από παιδιά -τα πάντα φαίνονται μικρότερα- φτάνοντας όμως την αίσθηση αυτή στην υπερβολή της -τα δέντρα φτάνουν ως τη μέση του και οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια-, ώστε να δείξει παραστατικότερα το μέγεθος της απογοήτευσής του. Γυρίζοντας στην Ελλάδα βρίσκει τα πράγματα σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι θα επιθυμούσε ή θα περίμενε κι αυτό δημιουργεί στον ποιητή έντονα συναισθήματα απογοήτευσης και διάψευσης των προσδοκιών του. Όλα γύρω του μοιάζουν μικρότερα, όλα γύρω του αποπνέουν την αίσθηση παραίτησης και υποταγής που έχει κυριαρχήσει στη χώρα.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
Ο φίλος του ξενιτεμένου -η φωνή του συμβιβασμού- επιχειρεί να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του πως με τον καιρό θα συνηθίσει τη νέα κατάσταση και θα μπορέσει να προσαρμόσει τις προσδοκίες του στα νέα δεδομένα. Η προτροπή αυτή μας παραπέμπει σε μια στάση παραίτησης και αποδοχής των αρνητικών γεγονότων, εκφράζει τις αδύναμες πτυχές που έχουν όλοι οι άνθρωποι και φυσικά αποτελεί και τη συνήθη στάση των ανθρώπων απέναντι σε καταστάσεις που αδυνατούν να αλλάξουν.
Ο ξενιτεμένος έχοντας πάντοτε την επιθυμία του νόστου, την επιθυμία της επιστροφής στην πατρίδα του, δεν είχε λάβει υπόψη του τις αλλαγές που πιθανόν να είχαν συμβεί στα χρόνια της απουσίας του, γεγονός που σημαίνει πως τώρα που κατόρθωσε να επιστρέψει, θα πρέπει να συνηθίσει τις νέες συνθήκες και σταδιακά θα μπορέσει να βρει και πάλι στην πατρίδα του κάποια από τα στοιχεία που αγαπούσε τα χρόνια που ζούσε και μεγάλωνε εδώ.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
Ο ξενιτεμένος, παρά τις προτροπές και διαβεβαιώσεις του φίλου του, επαναφέρει το θέμα της αναζήτησης του πατρικού σπιτιού του. Η αδυναμία του ξενιτεμένου να αναγνωρίσει το χώρο γύρω του, η αδυναμία του να βρει μέρη και πρόσωπα του παρελθόντος, αποκαλύπτουν την ελλιπή πραγμάτωση του νόστου. Η πολυπόθητη επιστροφή στην πατρίδα δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη από τη στιγμή που ο ξενιτεμένος δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτε γύρω του, δεν μπορεί να αναγνωρίσει οτιδήποτε από το παρελθόν του και να αποδεχτεί τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην πατρίδα του.
Ο ξενιτεμένος αδυνατεί να βρει το πατρικό του σπίτι, κι αυτό που του υποδεικνύει ο φίλος του το αποκαλεί στάνη. Παράλληλα, συνειδητοποιεί πως όλα τα σπίτια και τα κτίσματα γύρω του είναι πλέον πολύ μικρά, σε σημείο που αδυνατεί να μπει σε αυτά χωρίς να σκύψει. Η αναφορά στη στάνη (χώρος όπου φυλάσσονται τα πρόβατα), σε συνδυασμό με την εικόνα των γονατιστών ανθρώπων, έρχεται να αποκαλύψει την αίσθηση του ποιητή πως όλοι γύρω του έχουν υποταχτεί, έχουν σκύψει το κεφάλι και έχουν αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Ο ποιητής θα προσδοκούσε να βρει του ανθρώπους έτοιμους να αντιταχθούν στη στέρηση της ελευθερίας που τους έχει επιβληθεί, θα περίμενε τους συμπολίτες του έτοιμους να αγωνιστούν, κι όχι υποταγμένους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
Κι όμως, τον διαβεβαιώνει ο φίλος του, αυτό που τώρα του μοιάζει με στάνη, αυτό είναι το σπίτι του, έστω κι αν τώρα δεν το αναγνωρίζει. Ίσως χρειαστεί λίγος χρόνος για να συνηθίσει, αλλά σύντομα θα έρθουν οι δικοί του να τον καλωσορίσουν και θα αισθανθεί και πάλι πως βρίσκεται σπίτι του.
Ο φίλος του ξενιτεμένου, επιμένει να τον παροτρύνει να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα, καθώς είτε το θέλει είτε όχι, πλέον η πατρίδα του είναι αυτή. Μια χώρα στην οποία οι άνθρωποι έχουν υποταχθεί και δεν τολμούν να σηκώσουν το κεφάλι τους, όμοια με πρόβατα που οδηγούνται στη σφαγή, όμοια με άβουλα πλάσματα που δέχονται κάθε περιορισμό και κάθε νέα διαταγή υποταγής που τους δίνεται.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
Από το σημείο αυτό, η επικοινωνία του ξενιτεμένου με τον φίλο του ματαιώνεται. Η διαλεκτική επαφή του ποιητή με τις σκέψεις παραίτησης και αποδοχής των νέων δεδομένων, δεν μπορεί να έχει συνέχεια. Ο ποιητής δεν μπορεί να ενδώσει στις διαθέσεις υποταγής και συμβιβασμού. Δεν μπορεί να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση που έχει επικρατήσει στη χώρα του και φυσικά δεν μπορεί να αποδεχτεί τη στάση των συμπολιτών του που μοιάζουν να έχουν συνηθίσει κάτι το τόσο αφύσικο, όπως είναι η δικτατορία.
Η φωνή του φίλου του όλο και λιγότερο ακούγεται, καθώς όλο και περισσότερο σκύβει το κεφάλι του, όλο και περισσότερο μικραίνει, σα να βυθίζεται στο χώμα, σα να χάνεται. Ο ξενιτεμένος δεν μπορεί πια να ακούει τις προτροπές του υποταγμένου φίλου του, δεν μπορεί πια να δέχεται τις παροτρύνσεις συμβιβασμού με την κοινωνία παρακμής που βρήκε επιστρέφοντας.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
Η ύστατη έκκληση του φίλου του ξενιτεμένου είναι μια υπενθύμιση πως το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στα νέα δεδομένα της πατρίδας, αλλά και στο γεγονός ότι κατά την απουσία του ο ξενιτεμένος, βρισκόμενος υπό την έντονη επίδραση της νοσταλγίας του, εξιδανίκευσε σε τέτοιο βαθμό την πατρίδα του, που πλέον δεν μπορεί να αποδεχτεί και να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα που αντικρίζει γύρω του. Όσο περισσότερο νοσταλγούσε ο ξενιτεμένος την πατρίδα του τόσο τη στόλιζε με αρετές και προτερήματα, δημιουργώντας μια ιδανική πολιτεία με νόμους τόσο τέλειους που δεν έχουν καμία αντιστοιχία με την πραγματικότητα.
Ο τελευταίος ενδοιασμός του ποιητή είναι μήπως ο ίδιος έχει πλάσει στο μυαλό του μια εικόνα ιδανική, μια πολιτεία άριστη και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποδεχτεί όσα συναντά γύρω του. Σύντομα, όμως, θα απορρίψει κι αυτή την τελευταία ένσταση, αρνούμενος να δεχτεί πως η προσδοκία του για μια ελεύθερη πολιτεία, χωρίς δικτάτορες και περιορισμούς, είναι απλώς ένα δημιούργημα της νοσταλγίας του.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Μετά την τελευταία προσπάθεια του να τον πείσει να αποδεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων ο φίλος του χάνεται, αφήνοντας τον ξενιτεμένο να βλέπει με απορία πως όλα γύρω του χαμηλώνουν, όλοι γύρω του υποτάσσονται, έρμαια μιας άλογης βίας. Κάθε τόσο περνούν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα, σχολιάζει ο ξενιτεμένος, διαπιστώνοντας την κυριαρχία μιας δύναμης που βασίζεται στη φονική βία για να κρατήσει τους πολίτες υποταγμένους.
Η αναφορά στα δρεπανηφόρα άρματα μπορεί βέβαια να γίνει αντιληπτή, όχι μόνο ως φονική ενέργεια, αλλά και ως θερισμός, ως αποψίλωση της αγωνιστικής διάθεσης και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν υποταχτεί άνευ όρων σε μία μη δημοκρατική κυβέρνηση.