Pan Tianshou
Γιώργος Σεφέρης «Πάνω σ’ έναν ξένο
στίχο»
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage» (Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι)
Το ποίημα αυτό του Σεφέρη μας παρέχει
μια εικόνα της μυθικής μεθόδου που υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη στο έργο του ποιητή.
Η μυθική μέθοδος, όπως αποκλήθηκε από τον Edmund Keeley, είναι το αντίστοιχο
της αντικειμενικής συστοιχίας που συναντάμε στο έργο του T. S. Elliot. Όπως ο
Elliot επιχειρεί να προκαλέσει τη συγκίνηση του αναγνώστη μέσα από αναφορές σε
ιστορικά ή μυθικά γεγονότα, που συνειρμικά του ενεργοποιούν ποικίλα
συναισθήματα και τον ωθούν σε μια παράλληλη αναβίωση των συναισθηματικών
διαθέσεων που είχε αισθανθεί όταν διάβαζε ή μάθαινε τα ιστορικά εκείνα
γεγονότα, έτσι και ο Σεφέρης, χρησιμοποιεί το μύθο ή την ιστορία για να
δημιουργήσει ένα πλαίσιο κατάλληλο ώστε ο αναγνώστης να «διαβάζει» πολλαπλά
μηνύματα στα λόγια του ποιητή και η ανάγνωση να εμπλουτίζεται συναισθηματικά
και νοηματικά μέσω της διακειμενικότητας.
Στο ποίημα «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» το
προσωπικό βίωμα του ποιητικού υποκειμένου εμπλουτίζεται μέσω των αναφορών στον
Οδυσσέα και στο περιβόητο ταξίδι επιστροφής του ομηρικού ήρωα.
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του
Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε
γερή την αρ-
ματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν
τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.
Από τον πρώτο στίχο το θέμα του
ποιήματος μοιάζει να είναι η χαρά που αντλείται από την επιστροφή ενός ανθρώπου
στην αγαπημένη του πατρίδα. Όποιος κάνει το ταξίδι του Οδυσσέα είναι
ευτυχισμένος, όχι μόνο γιατί επιστρέφει στη γενέτειρά του αλλά γιατί έχει μια
αγάπη δυνατή που τον ωθεί και τον βοηθά να προχωρήσει σ’ αυτό το δύσκολο ταξίδι.
Η πανίσχυρη αγάπη που αισθάνεται ο ξενιτεμένος είναι από μόνη της πηγή
ευτυχίας, γιατί υποδηλώνει πως ο άνθρωπος αυτός έχει τη δυνατότητα να αγαπήσει
κάτι πέραν από τον εαυτό του, με τόση ένταση ώστε το συναίσθημα αυτό να τον
χαλυβδώνει και να του παρέχει πληρότητα. Όπως το αίμα κυλά στις φλέβες και
διατρέχει όλο μας το σώμα, έτσι και μια αγάπη τόσο δυνατή μπορεί να καλύψει όλη
την υπόσταση του ανθρώπου, προσφέροντάς του κάτι σημαντικότερο κι από την ίδια
την επιστροφή, προσφέροντάς του την αίσθηση ενός σκοπού, την αίσθηση πως δεν
είναι όλα μάταια και αδιάφορα, αλλά πως υπάρχει κάτι που αξίζει κάθε πιθανή
προσπάθεια και ταλαιπωρία.
Όταν ο Σεφέρης γράφει αυτό το ποίημα
(1931) βρίσκεται στο Λονδίνο, μακριά από την πατρίδα του κι αισθάνεται τη
νοσταλγία να τον κατακλύζει. Ο ποιητής ποθεί να επιστρέψει στην πατρίδα του,
όπως ποθεί να αισθανθεί κάτι ισχυρότερο από τη θλίψη και την κενότητα. Ποθεί να
νιώσει μια αγάπη πέρα από τη λογική, μια αγάπη που θα υπερκαλύψει κάθε έλλειψη
και κάθε πόνο.
Στα πλαίσια της διακειμενικότητας, δεν
μπορούμε παρά να δούμε στην πρώτη αυτή στροφή, πέραν από την Οδύσσεια του
Ομήρου και την Ιθάκη του Καβάφη, διακρίνοντας έτσι όχι μόνο την αγάπη για την
πατρίδα, αλλά και την ανάγκη μιας ουσιαστικής επιδίωξης, ενός στόχου που με τη
βαρύτητά του θα δώσει νόημα σε όλες τις άλλες ενέργειες και επιθυμίες.
Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό,
ακατανίκητης σαν
τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και
σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.
Η αγάπη αυτή, η αγάπη για την πατρίδα,
αλλά και πολύ βαθύτερα η ικανότητα να αισθανθεί κάποιος ένα συναίσθημα ισχυρό
που θα τον διαπερνά και θα τον ενεργοποιεί αδιάκοπα, εμφανίζεται εδώ ως
κυρίαρχη ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου. Είναι ευτυχισμένος αυτός που μπορεί
να αισθανθεί κάτι τόσο δυνατό και ανίκητο, σαν μια παντοτινή μουσική που
γεννιέται με τη δική μας γέννηση, αλλά δεν είναι βέβαιο πως θα πάψει με το
θάνατό μας. Πόσο διαφορετικά θα χρωματίζονταν η ζωή του ανθρώπου αν μπορούσε να
αγαπήσει με τόση ένταση ώστε η αγάπη του αυτή να ξεπερνούσε ακόμη και την ίδια
του την ύπαρξη και να συνέχιζε ακλόνητη τη δική της πορεία. Όπως, με μοναδικό
τρόπο, ο ήρωας του Σολωμού, ο Κρητικός, αναζητά την αγαπημένη του και πέραν από
το θάνατο, όταν οι νεκροί ανασταίνονται και αναμένουν την ώρα της κρίσης τους.
Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω,
σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την
ξενιτιά,
κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.
Ο ποιητής ζητά από το θεό να του δοθεί
η δυνατότητα να μιλήσει κάποτε για την πολύτιμη αυτή αγάπη, που τόσο έντονα
επιθυμεί και τόσο απόλυτα εκτιμά. Μιαν αγάπη που μας αφήνει να τη συνδέσουμε με
την αγάπη για την πατρίδα, αλλά δεν την κατονομάζει, καθώς δεν είναι ανάγκη το
υπέροχο αυτό συναίσθημα να λάβει συγκεκριμένη μορφή. Θα μπορούσε να είναι ο
ακατάλυτος δεσμός με την πατρίδα –άλλωστε ο ποιητής τη στιγμή που γράφει τους
στίχους συγκλονίζεται από συναισθήματα νοσταλγίας- αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να
είναι αγάπη για οτιδήποτε άλλο. Κάθε άνθρωπος ιεραρχεί διαφορετικά τις αξίες
και τα ποθούμενα της ζωής του, γι’ αυτό και ο ποιητής προτιμά να μην περιορίσει
τη μορφή και την ουσία της αγάπης σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Εντούτοις, όσον
αφορά τον ίδιο, το συναίσθημα που τον τυραννά είναι ο πόθος του να επιστρέψει
ξανά στην πατρίδα του. Η ξενιτιά και ο πόνος που προκαλεί στον ποιητή, λαμβάνει
υπόσταση και κυκλώνει τον ποιητή τόσο υλικά όσο και ηχητικά, μ’ ένα βουητό
δημιουργούμενο από τη βοή της θάλασσας όταν αίφνης ταράζεται από απροσδόκητη
καταιγίδα. Με την ένταση της ηχητικής αυτής εικόνας, ο ποιητής επιχειρεί να
μεταδώσει τη δύναμη με την οποία τον χτυπά ο πόνος της ξενιτιάς.
Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και
πάλι, το
φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον
καπνό
που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα.
Ο ποιητής υποφέρει από αισθήματα
νοσταλγίας και η συνεχής του καταφυγή είναι η επαφή του ξανά και ξανά με το
φάντασμα, με την οραματική μορφή, του Οδυσσέα. Ο ξενιτεμένος ποιητής φέρνει στη
σκέψη του τον ήρωα που σημάδεψε την ιστορία και τις συνειδήσεις των ανθρώπων με
τον πόθο του να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο ποιητής, μάλιστα, δεν
αντιλαμβάνεται τον Οδυσσέα ως ένα αφηρημένο πρόσωπο, αλλά ως μια οικεία μορφή
που εμφανίζεται μπροστά του, όπως θα εμφανιζόταν οποιοδήποτε άλλο υπαρκτό
πρόσωπο. Ο ποιητής παρατηρεί τα κοκκινισμένα μάτια του Οδυσσέα και νιώθει
απόλυτα τον πόθο του ήρωα για επιστροφή, καθώς είναι κι ο δικός του πανίσχυρος
πόθος.
Η εμφάνιση του Οδυσσέα έρχεται να
ενισχύσει και να προσωποποιήσει την ανάγκη του ποιητή να δει ξανά την πατρίδα
του. Όπως στην προηγούμενη στροφή ο ποιητής παρουσίασε την ξενιτιά και τον πόνο
που του προκαλεί με τον ήχο της μανιασμένης θάλασσας, έτσι κι εδώ, παραλληλίζει
την ανάγκη του για επιστροφή με την ανάγκη που ένιωθε ο Οδυσσέας, ο ήρωας που
έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων με τον νόστο.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα
στ’
ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρό-
νια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα
σκοινιά
και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το
ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια.
Ο Οδυσσέας, γερασμένος και ταλαιπωρημένος
από τις περιπέτειες που σημάδεψαν το κορμί και την ψυχή του, μιλά όπως θα
μιλούσε και τότε, σε μια γλώσσα που ταξίδεψε χιλιάδες χρόνια, για να γίνει η
γλώσσα του ποιητή. Ο Οδυσσέας, η ελληνική γλώσσα και οι ταλαιπωρίες του,
διατρέχουν την ιστορία κι έρχονται στο παρόν του ποιητή, θυμίζοντάς του πως οι
κοινές τους αναφορές είναι πολλαπλές και πολυσήμαντες. Ο ποιητής δεν είναι απλά
ένας νοσταλγός, όπως ο Οδυσσέας, είναι η μετεξέλιξη του ήρωα εκείνου, είναι η
ιστορική συνέχεια του Οδυσσέα και βιώνει τώρα κι αυτός, όπως κάποτε ο ήρωας,
έναν πόνο πρωταρχικό, έναν πόνο ασίγαστο, που τον καλεί να γυρίσει ξανά στην
πατρίδα του.
Θα ‘λεγες πως θέλει να διώξει τον
υπεράνθρωπο
Κύκλωπα που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα
και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας
αφήνουν να
στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή
και με το σώμα.
Η αναφορά στον Οδυσσέα ξυπνά στον
ποιητή μνήμες όλων εκείνων των περιπετειών που σημάδεψαν το συγκλονιστικό
ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη. Ο ποιητής αναφέρεται στις πλέον
εντυπωσιακές εμπειρίες του Οδυσσέα μόνο και μόνο για να μας θυμίσει πως ο ήρωας
αυτός δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που πάλεψε με όλο του το είναι για να γευτεί
μιαν απλή και ανθρώπινη χαρά, τη χαρά της επιστροφής. Ο Οδυσσέας δεν ήταν ένας
υπεράνθρωπος, είχε όμως μια δύναμη να τον κινητοποιεί που ήταν ικανή να του
προσφέρει τη δυνατότητα να ξεπεράσει το καθετί. Δεν ήταν ο Οδυσσέας που
υπερνίκησε όλες αυτές τις δοκιμασίες, ήταν η ακατανίκητη ανάγκη του να δει ξανά
την πατρίδα και την οικογένειά του, ήταν η δύναμη της αγάπης που τον είχε
κυριεύσει και που τα έκανε όλα αυτά εφικτά. Αν ο Οδυσσέας δεν είχε ένα τόσο
ισχυρό κίνητρο, δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει ποτέ όλες αυτές τις δυσκολίες,
μιας και δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος, όπως όλοι μας, όπως κι ο ποιητής.
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που
είπε να γί-
νει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε
την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει
πώς να
φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω
τη δική μου Τροία.
Ο Οδυσσέας, που ξεπέρασε όχι μόνο τις
απίστευτες δοκιμασίες που συνάντησε στο ταξίδι της επιστροφής, αλλά κι ο
πολεμιστής Οδυσσέας που είχε την ευφυΐα να ξεγελάσει τους Τρώες προσφέροντάς
τους ένα μοιραίο δώρο. Ο ήρωας αυτός εμφανίζεται στον ποιητή, ίσως για να του
προσφέρει τη λύση για το πώς να κατακτήσει κι εκείνος την Τροία του. Ο πολλαπλά
δοκιμασμένος ήρωας, με την εμπειρία του βαθύτατου πόνου, αλλά και με τη γεύση
της μεγαλύτερης νίκης, έρχεται στον ποιητή για να τον συμβουλεύσει πώς να
κερδίσει τις δικές του μάχες.
Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς
προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που
ακουμπισμένοι
στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
μωνε ο αγέρας,
μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το
τραγούδι του
Ερωτόκριτου με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου
ακούγοντας
την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια σκαλοπάτια.
Ο ποιητής αισθάνεται τον Οδυσσέα
οικείο, σαν τα πρόσωπα των θαλασσινών από τα παιδικά του χρόνια, που του έλεγαν
το τραγούδι του Ερωτόκριτου και δέσμευαν την παιδική του φαντασία. Ο Οδυσσέας
είναι για τον ποιητή σαν πατέρας, σαν πρόσωπο φιλικό και γνώριμο που έρχεται να
προσφέρει τη γνώση των χρόνων και των εμπειριών του. Συνειρμικά εδώ ο ποιητής
περνά στα πρώτα χρόνια της ζωής του και θυμάται τις φιγούρες των γερόντων που
με τις διηγήσεις του τάραζαν την παιδική του σκέψη. Η νοσταλγία για την
πατρίδα, είναι παράλληλα νοσταλγία και για τα χρόνια της αθωότητας και για τις
απλές στιγμές μια παιδικής ηλικίας που δεν είναι πια εφικτό να επιστρέψει.
Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα
πανιά του κα-
ραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυ
χή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να ‘σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη
νύχτα και ακυ-
βέρνητος σαν τ’ άχερο στ' αλώνι.
Ο ποιητής μας δίνει εδώ τα λόγια του
Οδυσσέα που μπορούν να γίνουν αντιληπτά στην πληρότητά τους μόνο από κάποιον που
έχει βιώσει τον πόνο της ξενιτιάς, τον ασύλληπτο πόθο για επιστροφή και τις
δυσκολίες μιας τέτοιας επιστροφής. Τα πανιά του καραβιού φουσκώνουν από τις
μνήμες και η ψυχή του είναι ταγμένη στο ταξίδι τις επιστροφής, μα ο άνθρωπος
δεν παύει να είναι έρμαιο εξελίξεων και γεγονότων που δεν μπορεί να ελέγξει. Ο
Οδυσσέας ήρθε αντιμέτωπος με μυθικά τέρατα και ανυπέρβλητα εμπόδια, όπως
αντίστοιχα ένας απλός άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει κάποτε συγκυρίες και
γεγονότα απρόβλεπτα. Το ταξίδι της επιστροφής, δεν είναι πάντα εύκολο και ο
ποιητής το γνωρίζει καλά.
Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους
σου καταποντι-
σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν
έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας
με τους πε-
θαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.
Ο Οδυσσέας δίνει τη δική του επίπονη
εμπειρία από την πορεία του προς την Ιθάκη, όταν οι σύντροφοί του χάνονταν κι
απόμενε μόνος του να μιλά πια με τους νεκρούς του. Η δυνατή αυτή εικόνα
μοναξιάς, δεν είναι άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι καθώς τα
χρόνια τους περνούν και οι δικοί τους φεύγουν από τη ζωή ένας – ένας,
αναγκάζονται κάποτε να τους μιλούν, μη έχοντας πια κανέναν που να τους
γνωρίζει, να τους αγαπά και να τους νιώθει, όπως εκείνοι.
Το ταξίδι της επιστροφής, όπως και το
ταξίδι της ζωής, κάποτε γεμίζει περισσότερο με μνήμες και πρόσωπα χαμένα. Όπως
ο Οδυσσέας έχασε έναν προς έναν τους συντρόφους του, έτσι και κάθε άνθρωπος,
χρόνο με το χρόνο βλέπει τη ζωή του να γυμνώνεται από τους ανθρώπους που κάποτε
γέμιζαν τη ζωή του και δεν έχει τότε παρά να ευχηθεί για μια αγάπη τόσο δυνατή
που να του γεμίσει την ψυχή του, μια αγάπη που να στηρίξει το ταξίδι του είτε
αυτό είναι ταξίδι επιστροφής είτε απλώς είναι η πορεία της ζωής του.
Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που
ξέραν να
δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη
η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια
θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.
Ο Οδυσσέας που πέραν από τις δυσκολίες
που βίωσε, ήξερε πως να απολαύσει και τις χαρές του ταξιδιού και της ζωής,
μεταδίδει στον ποιητή μιαν αίσθηση ηρεμίας, μια γεύση γαλήνης και καλοκαιρού,
μέσα στην καρδιά του χειμώνα, μέσα στην ένταση του πόνου και της νοσταλγίας. Ο
ποιητής αντλεί δύναμη από τον ήρωα που όσο κι αν υπέφερε, κατόρθωσε τελικά να
επιστρέψει στην πατρίδα του, αντλεί δύναμη από τον άνθρωπο που υπέφερε τον
μέγιστο δυνατό πόνο και τις πλέον ανέλπιστες δυσκολίες κι όμως κατόρθωσε στο
τέλος να υπερνικήσει τα πάντα και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου