Giovanni Ruggero
Κωνσταντίνος Καβάφης «Εις τα περίχωρα
της Αντιοχείας»
Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν
όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.
Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.
Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.
Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»
Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.
Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.
Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.
Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.
Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.
Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.
Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»
Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.
Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.
Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.
Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.
Ιουλιανός ο Παραβάτης (Κωνσταντινούπολη, 331 – Μαράγκα Μεσοποταμίας, 363
μ.Χ.).
Βυζαντινός
αυτοκράτορας (361-363) της δυναστείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συγγραφέας.
Γιος του Φλαβίου Ιουλίου Κωνστάντιου, ετεροθαλή αδελφού του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, και της Βασιλίνας, έχασε το 336 τη μητέρα του, ενώ τον επόμενο
χρόνο (337), μέσα σε μια νύκτα, τον πατέρα του και τους συγγενείς του σε λουτρό
αίματος στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από διαταγή του εξαδέλφου του αυτοκράτορα
Κωνστάντιου Β΄. Μόνο ο ίδιος και ο ετεροθαλής αδελφός του Γάλλος σώθηκαν λόγω
της μικρής τους ηλικίας. Σε ηλικία έξι χρονών ο Ιουλιανός βρέθηκε στη
Νικομήδεια, όπου αρχικά ανέλαβε την ανατροφή του ο μακρινός συγγενής της
μητέρας του αρειανός επίσκοπος Ευσέβιος, ο οποίος λίγο αργότερα όμως τον
εγκατέλειψε, για να αναλάβει στην Κωνσταντινούπολη σημαντικότερη επισκοπική
θέση. Τότε την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο άλλοτε δάσκαλος της μητέρας του, ο
Σκύθης ευνούχος Μαρδόνιος, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο της αρχαιότητας και
του ενέπνευσε αγάπη γι’ αυτόν. Το 342, μετά το θάνατο του Ευσέβιου, ο Ιουλιανός
με αυτοκρατορική διαταγή μεταφέρθηκε στη βασιλική κατοικία Μάκελλο της
Καππαδοκίας.
Ο
ίδιος, αναφερόμενος αργότερα στην εκεί εξάχρονη παραμονή του, διηγόταν ότι
υπήρξε η σκληρότερη περίοδος της ζωής του. Στο διάστημα αυτό μελέτησε τις
Γραφές και τους νεοπλατωνικούς κοντά στον επίσκοπο Καππαδοκίας Γεώργιο, ο
οποίος υπήρξε και ο υπεύθυνος της θρησκευτικής του παιδείας.
Το
348, όταν ο Γάλλος διατάχθηκε από τον Κωνστάντιο να επιστρέψει στην
Κωνσταντινούπολη, μαζί του επέστρεψε και ο Ιουλιανός. Κατά την τρίχρονη
παραμονή του στη Βασιλεύουσα, μελέτησε κοντά στο Νικοκλή φιλολογία και ρητορική,
επειδή όμως απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα, με διαταγή του αυτοκράτορα
Κωνστάντιου, επέστρεψε το 351 στη Νικομήδεια. Εκεί, μολονότι του είχε
απαγορευτεί, βρήκε τρόπο να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του Λιβάνιου και να ταξιδέψει
στην Πέργαμο για να ακούσει τις διαλέξεις του Καππαδόκη Αιδέσιου, του
γνωστότερου μαθητή του Ιάμβλιχου. Κοντά στον Αιδέσιο και τους μαθητές του
Μύνδιο και Χρυσάνθιο Σαρδιανό, ο Ιουλιανός ολοκλήρωσε τις θρησκευτικές απόψεις
του. Ο κύκλος αυτός των σπουδών του, έκλεισε λίγες εβδομάδες μετά, όταν στην
Έφεσο μυήθηκε στα νεοπλατωνικά μυστήρια από το φιλόσοφο Μάξιμο. Όταν όμως
επέστρεψε στη Νικομήδεια εκδηλώθηκε ελεύθερα υπέρ του Χριστιανισμού και
αφοσιώθηκε στη μελέτη της φιλοσοφίας. Από το 351 επισκεπτόταν συχνά ένα από τα
πατρογονικά του κτήματα στη Βιθυνία, που του είχε επιστρέψει ο Κωνστάντιος, και
εκεί επιδιδόταν στη μελέτη, τη φιλοσοφική έρευνα, την περισυλλογή καθώς και
στην κηπουρική και τη γεωργία.
Μετά
την εκτέλεση, (ύστερα από εντολή του Κωνστάντιου), του Γάλλου (354), Ο
Ιουλιανός έπεσε σε δυσμένεια και τέθηκε επί έξι μήνες σε απομόνωση στο
Μεδιόλανο (Μιλάνο) και όπως ο ίδιος περιέγραψε, πέρασε φρικτά ψυχικά
βασανιστήρια περιμένοντας και τη δική του θανατική καταδίκη. Με παρέμβαση όμως
της δεύτερης συζύγου του Κωνστάντιου Ευσεβίας, της οποίας ο Ιουλιανός είχε
κερδίσει την εύνοια, ήλθε εντολή να αναχωρήσει με πλοίο. Το καλοκαίρι του 355
έφτασε στην Αθήνα όπου αμέσως μυήθηκε στα ελευσίνεια μυστήρια που κατά τους
δασκάλους του ήταν συνδεδεμένα με την πλατωνική θεωρία. Στους τρεις μήνες που
έμεινε εκεί παρακολούθησε τις διαλέξεις του μεγάλου χριστιανού ρήτορα
Προαιρέσιου, καθώς και του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρίσκου και του σοφιστή
Ιμέριου, με τους οποίους συνδέθηκε με φιλία. Το φθινόπωρο ο Κωνστάντιος τον
μετακάλεσε στο Μιλάνο και ο Ιουλιανός άφησε με μεγάλη του λύπη την Αθήνα.
Λίγο
αργότερα, με τη μεσολάβηση και πάλι της Ευσεβίας, ο Ιουλιανός εκλέχτηκε
καίσαρας (Νοέμβριος 355) και παρουσιάστηκε στα στρατεύματα που επικύρωσαν την
εκλογή του. Ακολούθησε ο γάμος του με την αδελφή του Κωνστάντιου Ελένη, και η
αναχώρησή του για τη Γαλατία με σκοπό να την προστατεύσει από τις βαρβαρικές
επιδρομές. Στην περίοδο αυτή έγραψε το Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα
Κωνστάντιον. Το χειμώνα του 356 ο Ιουλιανός παρέμεινε στη Βίεννα, όπου επέβαλε
στον εαυτό του σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση κοντά σε γνώστες των στρατιωτικών
πραγμάτων και το καλοκαίρι εξεστράτευσε εναντίον των Φράγκων και των Αλαμαννών
του Άνω και Κάτω Ρήνου και κατέλαβε την Κολωνία Αγριππίνα. Μεταξύ των ετών
356-358 προσπάθησε να καταλάβει την αριστερή όχθη του Ρήνου. Η περίοδος αυτή
έκλεισε με τη νίκη του (357) στο Αργεντοράτο (Στρασβούργο), όπου οι ενωμένες
αλαμαννικές δυνάμεις έπαθαν πανωλεθρία, αφού έχασαν 6.000 άνδρες, ενώ ο
ρωμαϊκός στρατός μόνο 342. Το 358 ο Ιουλιανός κατέλαβε και τις δύο όχθες του
Ρήνου που έγινε έτσι ελεύθερος για το ρωμαϊκό στόλο. Κατά τη διάρκεια όμως
αυτών των πολεμικών του επιχειρήσεων αντιμετώπισε εσωτερικούς εχθρούς από το
περιβάλλον του Κωνστάντιου, όπως από τους στρατιωτικούς Μάρκελλο και Βαρβατίωνα
που σε πολλές περιπτώσεις δυσκόλεψαν το έργο του.
Τους
τρεις επόμενους χειμώνες ο Ιουλιανός τους πέρασε στη Λουτέτια (σημ. Παρίσι). Με
το ευρύ πνεύμα του, τη μόρφωση και την οξυδέρκειά του συνέβαλε πολύ στην
αναγέννηση της Γαλατίας. Παίρνοντας μέτρα, όπως την τροφοδοσία του στρατού με
σιτάρι από τη Βρεταννία και το διορισμό έντιμων δημόσιων υπαλλήλων, κατόρθωσε
να μειώσει τη φορολογία από 25 νομίσματα κατά κεφαλή σε 7. Ωστόσο η
δημοτικότητα που απέκτησε καθώς και οι διαβολές των ανθρώπων του Κωνστάντιου
φόβισαν τον αυτοκράτορα που προσπαθώντας να αποδυναμώσει τον Ιουλιανό του
ζήτησε να του στείλει επιλέκτους των σωμάτων του για να ενισχύσουν το ανατολικό
μέτωπο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ταραχή στους στρατιώτες και παρά τις προσπάθειές
του, ο Ιουλιανός δεν μπόρεσε να τους πείσει να υπακούσουν στις διαταγές του
αυτοκράτορα. Αντίθετα εκείνοι τον εξέλεξαν αύγουστο. Τότε ο Ιουλιανός
προσπαθώντας να αποφύγει τη ρήξη με τον Κωνστάντιο, του πρότεινε μια
συμβιβαστική λύση, αλλά ο αυτοκράτορας του απάντησε με μια οργισμένη επιστολή
και τελικά η ρήξη δεν αποφεύχθηκε.
Ο
Ιουλιανός έκανε μια θριαμβευτική κάθοδο ως τη Ναϊσσό (Νις της Γιουγκοσλαβίας),
όπου έφτασε σε λιγότερο από τέσσερις μήνες. Τελικά όμως η σύγκρουση δεν έγινε,
γιατί ο Κωνστάντιος πέθανε (5 Νοεμβρίου 361) καθώς ερχόταν να τον συναντήσει
στην πολίχνη Μοψουκρήνη, αφού τον υπέδειξε ως διάδοχό του. Κατά τη διάρκεια της
παραμονής του στη Γαλατία ο Ιουλιανός έγραψε τα έργα: Ευσεβίας της Βασιλίδος το
εγκώμιον, Περί του αυτοκράτορος πράξεων ή περί βασιλείας, Παραμυθητικός εις
εαυτόν, επί τη εξόδω του αγαθωτάτου Σαλλουστίου, έργα μέτριας αξίας, καθώς και
ένα έργο λογικής Περί των τριών σχημάτων και ένα έργο για στρατηγική, τα
Μηχανικά. Στις 11 Δεκεμβρίου 361 ο λαός υποδέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη το νέο
αυτοκράτορα.
Κατά
τη βασιλεία του, ο Ιουλιανός έλαβε μια σειρά μεταρρυθμιστικά μέτρα για την
αναδιοργάνωση της διοικητικής μηχανής, της θρησκείας, της παιδείας, των
στρατιωτικών. Κατόρθωσε να απομακρύνει από το παλάτι όλους τους αναξιόπιστους
βασιλικούς ευνούχους, γραμματείς, υπηρέτες και κάθε παρασιτικό μέλος της αυλής.
Υπερασπιστής της αποκέντρωσης ενίσχυσε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα, το θεσμό
των βουλών των πόλεων και, εγκαταλείποντας την πολιτική των προκατόχων του,
επισκεπτόταν ο ίδιος, όπως την εποχή του Αυγούστου, όχι μόνο τη σύγκλητο της
Κωνσταντινούπολης αλλά και τις συγκλήτους των πόλεων που τύχαινε να επισκεφτεί.
Ασχολήθηκε επίσης με το πρόβλημα των συγκοινωνιών και μείωσε στο ελάχιστο τον
αριθμό των ατόμων που είχαν δικαίωμα να ταξιδεύουν με δημόσια οχήματα.
Στον
τομέα της θρησκείας ο Ιουλιανός διέταξε να ανοίξουν οι αρχαίοι ναοί και έδωσε
το προβάδισμα, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό έργο, στην αναστήλωση
των κατεστραμμένων αρχαίων ιερών. Ανέλαβε με τόλμη το ρόλο του ανακαινιστή της
αρχαίας θρησκείας και προσπάθησε να ενισχύσει τα αδύνατα σημεία της. Έτσι σε
μια προσπάθεια ενοποίησης του εθνικού κλήρου και ακολουθώντας τα πρότυπα του
χριστιανισμού και της θρησκείας του Μίθρα, εγκαθίδρυσε μια ιεραρχική τάξη την
οποία οργάνωσε κατά επαρχίες και πόλεις. Παρενέβη επίσης στο λειτουργικό μέρος
εισάγοντας ύμνους, τακτές ώρες προσευχής και κήρυγμα. Φρόντισε ακόμη για την ηθική
εξύψωση του εθνικού κλήρου, ίδρυσε διδασκαλεία και φροντιστήρια απ’ όπου
κηρύσσονταν οι αξίες του «ελληνισμού» δημόσια από ιερείς που πολλές φορές είχε
διορίσει ο ίδιος. Έδωσε μάλιστα εξουσία μεγάλη στους τοπικούς αρχιερείς που
ήταν όργανά του. Ίδρυσε ακόμη φιλανθρωπικά ιδρύματα, φτωχοκομεία, ξενοδοχεία
καθώς και ησυχαστήρια, όπου μπορούσαν να προσέλθουν όσοι ήθελαν να μελετήσουν
και να αυτοσυγκεντρωθούν. Κήρυξε, ωστόσο, την ανεξιθρησκία και επανέφερε τους
εξόριστους χριστιανούς. Από τον Οκτώβριο όμως του 362 σκλήρυνε τη στάση του
απέναντι στους τελευταίους, όπως φαίνεται από τον επανεξορισμό μερικών από
αυτούς. Τέλος με το διάταγμα της 17ης Ιουνίου 362 απαγόρευε στους χριστιανούς
να διδάσκουν, όχι όμως και να διδάσκονται τα κλασικά γράμματα, πιστεύοντας πως
πολύ σύντομα θα δημιουργούσε μια γενιά μορφωμένων με μη χριστιανική σκέψη. Για
τα μέτρα του αυτά υπέρ της ειδωλολατρίας και εναντίον των Χριστιανών ο
Ιουλιανός ονομάστηκε από τους τελευταίους «παραβάτης» ή «αποστάτης».
Η
κυριότερη στρατιωτική μεταρρύθμιση του Ιουλιανού ήταν η επιβολή καθημερινών
στρατιωτικών γυμνασίων στις λεγεώνες και η επαναφορά αυστηρών ποινών που
τιμωρούσαν την παράλειψη καθήκοντος. Ενίσχυσε τα σύνορα του Δούναβη,
επιδιόρθωσε τα οχυρά της Θράκης και έμμεσα απέκλεισε τους χριστιανούς από τα
στρατιωτικά αξιώματα. Φρόντισε ακόμη για την αποκέντρωση της δημόσιας
δικαιοσύνης και προσπάθησε να απονέμει ο ίδιος δικαιοσύνη δεχόμενος συμβουλές
από τους συνεργάτες του σε αντίθεση με τους προκατόχους του. Παράλληλα άφησε
ένα πλούσιο νομοθετικό έργο. Φαίνεται ότι κατά την παραμονή του στην
Κωνσταντινούπολη (362) έγραψε το έργο «Λόγος εις τους απαιδεύτους κύνας» προς
Ηράκλειον κυνικόν (Περί του πως κυνιστέον και ει πρέπει τω κυνι μύθους
πλάττειν), έργο που στρέφεται εναντίον των κυνικών.
Τον
Ιούνιο του 362 ο Ιουλιανός ξεκίνησε με στρατό από την Κωνσταντινούπολη για τη
Συρία με σκοπό να προστατεύσει τα ανατολικά σύνορα από τους Πέρσες, παρά τις
αντίθετες συμβουλές των συνεργατών του. Τον Ιούλιο έφτασε στην Αντιόχεια, στις
πύλες της οποίας τον υποδέχτηκε με ένθερμο χαιρετιστήριο λόγο ο Λιβάνιος. Κατά
την παραμονή του εκεί δημιουργήθηκε έλλειψη σιταριού εξαιτίας της τροφοδοσίας
των στρατευμάτων και της κακής συγκομιδής του χρόνου εκείνου. Ο κακός χειρισμός
του θέματος από τον Ιουλιανό οδήγησε σε ρήξη τον αυτοκράτορα με τον τοπικό
πληθυσμό προκαλώντας διάφορες αντιδράσεις εναντίον του, που κορυφώθηκαν με την
πυρπόληση του ναού του Απόλλωνα (άγνωστο αν οφειλόταν σε εμπρησμό ή πυρκαγιά).
Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να
κλείσουν τη μεγάλη εκκλησία που είχε κτίσει στην πόλη ο Μέγας Κωνσταντίνος. Οι
δυσάρεστες όμως αντιδράσεις των Αντιοχεών τον υποχρέωσαν να αναχωρήσει
γρηγορότερα από την Αντιόχεια για το ανατολικό μέτωπο. Στο διάστημα που έμεινε
στην Αντιόχεια έγραψε: Συμπόσιον ή Κρόνια, Μισοπώγων (αυτοσάτιρα) και δύο από
τα φιλοσοφικά του έργα, το Εις τον βασιλέα Ήλιον και το Εις την μητέρα των
Θεών.
Στις
5 Μαρτίου 363 ο Ιουλιανός ξεκίνησε με το στρατό του από την Αντιόχεια και αφού
προχώρησε κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού έφτασε στα μέσα Μαΐου στην Κτησιφώντα,
την οποία όμως αποφάσισε να μην πολιορκήσει, αλλά να βαδίσει ο στρατός στην
αριστερή όχθη του Τίγρη που οδηγούσε στη φίλη χώρα των Αρμενίων. Μετά από μια
νικηφόρα μάχη ο Ιουλιανός στρατοπέδευσε στη Μαράγκα (21 Ιουνίου 363) για να
ξεκουραστούν τα εξαντλημένα από τους λιμούς και τον καύσωνα στρατεύματά του. Σ’
αυτό το μέρος βρήκε το θάνατο από δόρυ (άγνωστο αν ήταν εχθρικό ή οικείο) στις
26 Ιουνίου 363. Δυο μήνες αργότερα τάφηκε στην Ταρσό.
Ο
Ιουλιανός που διακρίθηκε για τα στρατιωτικά και διοικητικά του προσόντα, υπήρξε
συγχρόνως κι ένας μεγάλος ονειροπόλος που νόμισε πως θα μπορούσε να αναβιώσει
τη λαμπρότητα της αρχαιότητας παραβλέποντας τη μεγάλη δύναμη και εξάπλωση του
χριστιανισμού. Αξιοπρόσεκτη επίσης ήταν και η συγγραφική του δραστηριότητα,
μολονότι το έργο του δεν είναι πρωτότυπο και χαρακτηρίζεται από επιτηδευμένο
ύφος και κοινοτοπία. Αξιόλογες ωστόσο θεωρούνται οι επιστολές του προς φίλους
και συγγενείς που διακρίνονται για το απλό τους ύφος.
[Παγκόσμιο
Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών]
Βαβύλας: Ο επίσκοπος Αντιοχείας (237-250) και μάρτυς
Βαβύλας είχε ταφεί -ίσως με πρωτοβουλία του αδερφού του Ιουλιανού, Γάλλου- στον
περίβολο του περίφημου ναού του Απόλλωνος, στο Άλσος της Δάφνης. Οι ιερείς του
Απόλλωνος εγκατέλειψαν το μιασμένο από τη γειτονία νεκρών τέμενος και
σταμάτησαν τη χρησμοδότηση, και οι Χριστιανοί έκτισαν εκκλησία πάνω στον τάφο
του Βαβύλα. Όταν ο Ιουλιανός, το 362, έφτασε στην Αντιόχεια, διέταξε την
κατεδάφιση της εκκλησίας και τη μεταφορά του λειψάνου. Όμως ο ναός και το
είδωλο του Απόλλωνος -αριστούργημα του Αθηναίου γλύπτη Βρυάξιδος- καταστράφηκαν
στις 22 Οκτωβρίου 362, από μια πυρκαγιά που αποδόθηκε στην εκδίκηση των
Χριστιανών.
Το ποίημα
Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν
όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.
Ο
Καβάφης αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη συμπάθεια τον αυτοκράτορα Ιουλιανό,
αναγνωρίζοντάς του τόσο την εκτίμηση που έτρεφε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό
και την αρχαία θρησκεία -η ελευθερία των οποίων συγκινούσε τον ποιητή- όσο και
την ευρύτητα του πνεύματός του. Τη συμπάθεια του αυτή, ωστόσο, την εκφράζει μ’
έναν τελείως ιδιαίτερο και ειρωνικό τρόπο, αφού στα ποιήματα που αναφέρονται
στον Ιουλιανό, υιοθετεί -φαινομενικά- την οπτική των Χριστιανών και ενώνει τη
φωνή του με τη δική τους. Έτσι, αν τα ποιήματα αυτά διαβαστούν χωρίς την
απαιτούμενη προσοχή προκαλούν την εντύπωση πως ο ποιητής στρέφεται εναντίον του
Ιουλιανού. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που επιδιώκει ο Καβάφης είναι να
αναδείξει τη μικροπρέπεια, τη μισαλλοδοξία, τη χαιρεκακία και την
εκδικητικότητα που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των Χριστιανών. Οι άλλοτε υπό
διωγμό Χριστιανοί, που θα έπρεπε να εκτιμούν, όσο τίποτε, το δικαίωμα των
ανθρώπων να διαμορφώνουν και να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις και τις
πεποιθήσεις του, μόλις απέκτησαν τη δυναμική μιας καλά εδραιωμένης θρησκείας,
άρχισαν να αντιμετωπίζουν με απαξίωση τη μέχρι πρότινος κραταιά θρησκεία των
Εθνικών, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που διόλου δεν ανταποκρινόταν στα ηθικά
διδάγματα της θρησκείας τους.
Ο
Καβάφης, βέβαια, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογη και ανούσια θα φάνηκε η
προσπάθεια του Ιουλιανού να αναβιώσει μια θρησκεία που είχε ήδη παρακμάσει, γι’
αυτό και επιλέγει να παρουσιάσει το ιστορικό αυτό γεγονός από την οπτική των
Χριστιανών, που ήταν πλέον η ισχυρότερη θρησκευτική ομάδα.
Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.
Το
ειρωνικό και απλοϊκό ύφος έκφρασης που επιλέγεται από τον ποιητή για να
αποδοθούν τα λόγια των Χριστιανών, αναδεικνύει ακριβώς την έλλειψη ουσιαστικής
παιδείας που τους διακρίνει, όπως και την απροθυμία τους να σεβαστούν τις
διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του αυτοκράτορα. Έτσι, τόσο η πληροφορία
ότι ο Απόλλωνας αποκάλυψε τη βούλησή του στον Ιουλιανό, όσο και το περιεχόμενο
της θεϊκής πρόθεσης, γίνονται αποδεκτά με έντονα ειρωνικό τρόπο, όπως αυτό
δηλώνεται με τη χρήση θαυμαστικών, αλλά και με το παρενθετικό σχόλιο
«σκοτισθήκαμε».
Ο
Απόλλωνας, λοιπόν, έχει δηλώσει πως δεν σκοπεύει να δώσει χρησμό, αν δεν
καθαριστεί το τέμενός του, καθώς αυτό γειτνίαζε με νεκρούς που τον ενοχλούσαν.
Η μισαλλοδοξία των Χριστιανών, βρίσκει το ανάλογό της στη μισαλλοδοξία των
Εθνικών. Κι η αλήθεια είναι πως ενώ ο Ιουλιανός αρχικά είχε διακηρύξει πλήρη
ανεξιθρησκία αντιμετωπίζοντας με σεβασμό τους Χριστιανούς, στην πορεία είχε
υιοθετήσει μια πιο αρνητική στάση απέναντί τους, προκαλώντας έτσι και τη δική
τους εύλογη αντίδραση.
Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.
Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
Η
γενική αναφορά των ιερέων του Απόλλωνα σε γειτονικούς νεκρούς αποσαφηνίζεται
από τους Χριστιανούς, οι οποίοι αποκαλύπτουν πως ο «ψευτοθεός» υπονοούσε τον
μάρτυρα Βαβύλα, τον οποίο τον φοβόταν και όσο τον ένιωθε κοντά του δεν «κόταε»
να βγάλει τους χρησμούς τους. Ο γεμάτος σεβασμός λόγος, όταν γίνεται αναφορά
στον άγιο Βαβύλα, αντικαθίσταται από καυστική ειρωνεία όταν στο επίκεντρο
τίθεται ο ψευτοθεός Απόλλωνας. Η αντίθεση ανάμεσα στον απόλυτο σεβασμό για τη
δική τους θρησκεία και στην απόλυτη περιφρόνηση για τους θεούς της άλλης
θρησκείας είναι προφανής. Οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν δικαίωμα σεβασμού μόνο
στις δικές τους πεποιθήσεις, τις οποίες πιστεύουν ακράδαντα πως διακρίνει η
αλήθεια, ενώ αντίθετα περιφρονούν τους θεούς των Εθνικών, που τους
χαρακτηρίζουν ψευτοθεούς. Από τη μία «ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα, ο
άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας», κι από την άλλη «ο ψευτοθεός».
Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»
Ο
χαρακτηρισμός -ανόσιος- και η όλη παρουσίαση του Ιουλιανού από τους Χριστιανούς
αποσκοπεί στο να μειώσει τον αυτοκράτορα, οι προθέσεις και οι πεποιθήσεις του
οποίου στρέφονται κατά των δικών τους πεποιθήσεων. Το αίτημα, βέβαια, του
Ιουλιανού να ξεθαφτεί το λείψανο του Βαβύλα και να μεταφερθεί αλλού ξεπερνά
κατά πολύ τα όρια και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια έντονη αντίδραση από
τη μεριά των Χριστιανών.
Η
απουσία του αναγκαίου αλληλοσεβασμού ανάμεσα στις δύο θρησκείες, θα μπορούσε
ίσως να επιτρέψει μια κατάσταση αναγκαστικής ανοχής, αν απουσίαζαν συνάμα κι οι
πράξεις εκείνες που λειτουργούν εμπρηστικά και εξωθούν τα πράγματα στα άκρα.
Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.
Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.
Οι
Χριστιανοί συμμορφώνονται με τη διαταγή του αυτοκράτορα και μεταφέρουν με αγάπη
και τιμή το άγιο λείψανο, αλλά πολύ σύντομα είτε από τυχαίο γεγονός είτε από
πράξη εκδίκησης το τέμενος του Απόλλωνα, όπως και το άγαλμα του θεού,
καταστρέφονται από μια μεγάλη πυρκαγιά. Το ιερό του θεού κι ένα πολύτιμο έργο
τέχνης καταστρέφονται πλήρως, προκαλώντας τα ειρωνικά σχόλια των Χριστιανών.
Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.
Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.
Η
χαιρεκακία με την οποία υποδέχονται οι Χριστιανοί την καταστροφική πυρκαγιά,
ακόμη κι αν μπορεί να θεωρηθεί μια ανθρωπίνως αποδεκτή αντίδραση, απέχει
εντούτοις πολύ από την ηθική της συγκεκριμένης θρησκείας, που διακηρύττει την
αγάπη, την αποδοχή και το σεβασμό των άλλων ανθρώπων και των άλλων αντιλήψεων.
Οι Χριστιανοί αντιδρούν εδώ με την εκδικητικότητα που θα περίμενε κανείς από
φανατικούς και καθαρά μισαλλόδοξους, γεγονός που υποδηλώνει πως η νέα αυτή
θρησκεία, που τόσο απόλυτα κυριάρχησε έναντι της θρησκείας των Εθνικών, αντί να
φέρει μια ηθική ανύψωση, προβάλλει ένα πρόσωπο χαμηλής ποιοτικής στάθμης. Η
μικροπρέπεια των αντιδράσεων, της συμπεριφοράς και των λόγων τους, συνιστά
προφανή ένδειξη πως παρά τη διαρκώς αυξανόμενη δημοτικότητά της, η χριστιανική
θρησκεία αποτυγχάνει να προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μιας ηθικής
βελτίωσης∙ προσφέρει μόνο ένα νέο προσωπείο για τα ελαττώματα της ανθρώπινης
φύσης.