Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πονέω-πονῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Charles James Adams 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πονέω-πον»
 
(πον = κουράζομαι, κοπιάζω, μοχθώ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πον, πονες, πονε, πονομεν, πονετε, πονοσι(ν)
Υποτακτική
πον, πονς, πον, πονμεν, ποντε, πονσι(ν)
Ευκτική
πονομι, πονος, πονο, ή πονοίην, πονοίης, πονοίη, πονομεν, πονοτε, πονοεν
Προστακτική
---, πόνει, πονείτω, ---, πονετε, πονούντων (ή πονείτωσαν)
Απαρέμφατο
πονεν
Μετοχή
πονν, πονοσα, πονον
 
Παρατατικός
Οριστική
πόνουν, πόνεις, πόνει, πονομεν, πονετε, πόνουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
πονέσω, πονέσεις, πονέσει, πονέσομεν, πονέσετε, πονέσουσι(ν)
& πονήσω, πονήσεις, πονήσει, πονήσομεν, πονήσετε, πονήσουσι(ν)
Ευκτική
πονήσοιμι, πονήσοις, πονήσοι, πονήσοιμεν, πονήσοιτε, πονήσοιεν
Απαρέμφατο
πονήσειν
Μετοχή
πονήσων, πονήσουσα, πονσον
 
Αόριστος
Οριστική
πόνησα, πόνησας, πόνησε(ν), πονήσαμεν, πονήσατε, πόνησαν
& πόνεσα, πόνεσας, πόνεσε(ν), πονέσαμεν, πονέσατε, πόνεσαν
Υποτακτική
πονήσω, πονήσς, πονήσ, πονήσωμεν, πονήσητε, πονήσωσι(ν)
Ευκτική
πονήσαιμι, πονήσαις ή πονήσειας, πονήσαι ή πονήσαιε(ν) πονήσαιμεν, πονήσαιτε, πονήσαιεν ή πονήσειαν
Προστακτική
---, πόνησον, πονησάτω, ---, πονήσατε, πονησάντων (ή πονησάτωσαν)
Απαρέμφατο
πονσαι
Μετοχή
πονήσας, πονήσασα, πονσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόνηκα, πεπόνηκας, πεπόνηκε, πεπονήκαμεν, πεπονήκατε, πεπονήκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός ς
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα μεν
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα τε
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα σι
 
Ευκτική
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός εην
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός εης
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός εη
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα εημεν (εμεν)
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα εητε (ετε)
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός σθι
πεπονηκώς- πεπονηκυα- πεπονηκός στω
---
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα στε
πεπονηκότες- πεπονηκυαι- πεπονηκότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπονηκέναι
Μετοχή
πεπονηκώς, πεπονηκυα, πεπονηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεπονήκειν, πεπονήκεις, πεπονήκει, πεπονήκεμεν, πεπονήκετε, πεπονήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πονομαι, πον/πονε, πονεται, πονούμεθα, πονεσθε, πονονται
Υποτακτική
πονμαι, πον, πονται, πονώμεθα, πονσθε, ποννται
Ευκτική
πονοίμην, πονοο, πονοτο, πονοίμεθα, πονοσθε, πονοντο
Προστακτική
---, πονο, πονείσθω, ---, πονεσθε, πονείσθων ή πονείσθωσαν
Απαρέμφατο
ποιεσθαι
Μετοχή
πονούμενος
πονουμένη
πονούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πονούμην, πονο, πονετο, πονούμεθα, πονεσθε, πονοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
πονήσομαι, πονήσ / πονήσει, πονήσεται, πονησόμεθα, πονήσεσθε, πονήσονται
& πονέσομαι, πονέσ / πονέσει, πονέσεται, πονεσόμεθα, πονέσεσθε, πονέσονται
Ευκτική
πονησοίμην, πονήσοιο, πονήσοιτο, πονησοίμεθα, πονήσοισθε, πονήσοιντο
Απαρέμφατο
πονήσεσθαι
Μετοχή
πονησόμενος
πονησομένη
πονησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πονησάμην, πονήσω, πονήσατο, πονησάμεθα, πονήσασθε, πονήσαντο
Υποτακτική
πονήσωμαι, πονήσ, πονήσηται, πονησώμεθα, πονήσησθε, πονήσωνται
Ευκτική
πονησαίμην, πονήσαιο, πονήσαιτο, πονησαίμεθα, πονήσαισθε, πονήσαιντο
Προστακτική
---, πόνησαι, πονησάσθω, ---, πονήσασθε, πονησάσθων ή πονησάσθωσαν
Απαρέμφατο
πονήσασθαι
Μετοχή
πονησάμενος
πονησαμένη
πονησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πονήθην, πονήθης, πονήθη, πονήθημεν, πονήθητε, πονήθησαν
Υποτακτική
πονηθ, πονηθς, πονηθ, πονηθμεν, πονηθτε, πονηθσι(ν)
Ευκτική
πονηθείην, πονηθείης, πονηθείη, πονηθείημεν ή πονηθεμεν, πονηθείητε ή πονηθετε, πονηθείησαν ή πονηθεεν
Προστακτική
---, πονήθητι, πονηθήτω, ---, πονήθητε, πονηθέντων ή πονηθήτωσαν
Απαρέμφατο
πονηθναι
Μετοχή
πονηθείς
πονηθεσα
πονηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόνημαι, πεπόνησαι, πεπόνηται, πεπονήμεθα, πεπόνησθε, πεπόνηνται
 
Υποτακτική
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον ς
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα μεν
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα τε
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα σι
 
Ευκτική
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον εην
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον εης
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον εη
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα εημεν (εμεν)
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα εητε (ετε)
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεπόνησο, πεπονήσθω, --- πεπόνησθε, πεπονήσθων ή πεπονήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπονσθαι
Μετοχή
πεπονημένος,
πεπονημένη,
πεπονημένον
 
Υπερσυντέλικος
πεπονήμην, πεπόνησο, πεπόνητο, πεπονήμεθα, πεπόνησθε, πεπόνηντο

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Farkas
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πορίζω»
 
(πορίζω = ανοίγω δρόμο, οδηγώ, προμηθεύω)
Το -ι του ρήματος είναι βραχύχρονο.
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζω, πορίζεις, πορίζει, πορίζομεν, πορίζετε, πορίζουσι(ν)
Υποτακτική
πορίζω, πορίζς, πορίζ, πορίζωμεν, πορίζητε, πορίζωσι(ν)
Ευκτική
πορίζοιμι, πορίζοις, πορίζοι, πορίζοιμεν, πορίζοιτε, πορίζοιεν
Προστακτική
---, πόριζε, ποριζέτω, ---, πορίζετε, ποριζόντων (ή ποριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίζειν
Μετοχή
πορίζων, πορίζουσα, πορίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
πόριζον, πόριζες, πόριζε, πορίζομεν, πορίζετε, πόριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πορι, ποριες, ποριε, ποριομεν, ποριετε, ποριοσι(ν)
Ευκτική
ποριομι, ποριος, ποριο, ή ποριοίην, ποριοίης, ποριοίη, ποριομεν, ποριοτε, ποριοεν
Απαρέμφατο
ποριεν
Μετοχή
ποριν, ποριοσα, ποριον
 
Αόριστος
Οριστική
πόρισα, πόρισας, πόρισε(ν), πορίσαμεν, πορίσατε, πόρισαν
Υποτακτική
πορίσω, πορίσς, πορίσ, πορίσωμεν, πορίσητε, πορίσωσι(ν)
Ευκτική
πορίσαιμι, πορίσαις ή πορίσειας, πορίσαι ή πορίσειε(ν), πορίσαιμεν, πορίσαιτε, πορίσαιεν ή πορίσειαν
Προστακτική
---, πόρισον, πορισάτω, ---, πορίσατε, πορισάντων (ή πορισάτωσαν)
Απαρέμφατο
πορίσαι
Μετοχή
πορίσας, πορίσασα, πορίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρικα, πεπόρικας, πεπόρικε, πεπορίκαμεν, πεπορίκατε, πεπορίκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός ς
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα μεν
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα τε
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα σι
 
Ευκτική
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός εην
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός εης
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός εη
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα εημεν (εμεν)
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα εητε (ετε)
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός σθι
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός στω
---
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα στε
πεπορικότες- πεπορικυαι- πεπορικότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπορικέναι
Μετοχή
πεπορικώς- πεπορικυα- πεπορικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεπορίκειν, πεπορίκεις, πεπορίκει, πεπορίκεμεν, πεπορίκετε, πεπορίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πορίζομαι, πορίζ/πορίζει, πορίζεται, ποριζόμεθα, πορίζεσθε, πορίζονται
Υποτακτική
πορίζωμαι, πορίζ, πορίζηται, ποριζώμεθα, πορίζησθε, πορίζωνται
Ευκτική
ποριζοίμην, πορίζοιο, πορίζοιτο, ποριζοίμεθα, πορίζοισθε, πορίζοιντο
Προστακτική
---, πορίζου, ποριζέσθω, ---, πορίζεσθε, ποριζέσθων ή ποριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίζεσθαι
Μετοχή
ποριζόμενος
ποριζομένη
ποριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ποριζόμην, πορίζου, πορίζετο, ποριζόμεθα, πορίζεσθε, πορίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποριομαι, πορι/ποριε, ποριεται, ποριομεθα, ποριεσθε, ποριονται
Ευκτική
ποριοίμην, ποριοο, ποριοτο, ποριοίμεθα, ποριοσθε, ποριοντο
Απαρέμφατο
ποριεσθαι
Μετοχή
ποριούμενος
ποριουμένη
ποριούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πορισθήσομαι, πορισθήσ/πορισθήσει, πορισθήσεται, πορισθησόμεθα, πορισθήσεσθε, πορισθήσονται
Ευκτική
πορισθησοίμην, πορισθήσοιο, πορισθήσοιτο, πορισθησοίμεθα, πορισθήσοισθε, πορισθήσοιντο
Απαρέμφατο
πορισθήσεσθαι
Μετοχή
πορισθησόμενος
πορισθησομένη
πορισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πορισάμην, πορίσω, πορίσατο, πορισάμεθα, πορίσασθε, πορίσαντο
Υποτακτική
πορίσωμαι, πορίσ, πορίσηται, πορισώμεθα, πορίσησθε, πορίσωνται
Ευκτική
πορισαίμην, πορίσαιο, πορίσαιτο, πορισαίμεθα, πορίσαισθε, πορίσαιντο
Προστακτική
---, πόρισαι, πορισάσθω, ---, πορίσασθε, πορισάσθων ή πορισάσθωσαν
Απαρέμφατο
πορίσασθαι
Μετοχή
πορισάμενος
πορισαμένη
πορισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πορίσθην, πορίσθης, πορίσθη, πορίσθημεν, πορίσθητε, πορίσθησαν
Υποτακτική
πορισθ, πορισθς, πορισθ, πορισθμεν, πορισθτε, πορισθσι(ν)
Ευκτική
πορισθείην, πορισθείης, πορισθείη, πορισθείημεν ή πορισθεμεν, πορισθείητε ή πορισθετε, πορισθείησαν ή πορισθεεν
Προστακτική
---, πορίσθητι, πορισθήτω, ---, πορίσθητε, πορισθέντων ή πορισθήτωσαν
Απαρέμφατο
πορισθναι
Μετοχή
πορισθείς
πορισθεσα
πορισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόρισμαι, πεπόρισαι, πεπόρισται, πεπορίσμεθα, πεπόρισθε, πεπορισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον ς
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα μεν
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα τε
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα σι
 
Ευκτική
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εην
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εης
πεπορισμένος- πεπορισμένη- πεπορισμένον εη
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα εημεν (εμεν)
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα εητε (ετε)
πεπορισμένοι- πεπορισμέναι- πεπορισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεπόρισο, πεπορίσθω, --- πεπόρισθε, πεπορίσθων ή πεπορίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπορίσθαι
Μετοχή
πεπορισμένος,
πεπορισμένη,
πεπορισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεπορίσμην, πεπόρισο, πεπόριστο, πεπορίσμεθα, πεπόρισθε, πεπορισμένοι σαν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...