Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὑστερέω - ὑστερῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jeff Creation

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στερέω - στερ»
 
στερ = μένω πίσω, καθυστερώ, είμαι κατώτερος από άλλον, έρχομαι αργότερα
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στερ, στερες, στερε, στερομεν, στερετε, στεροσι(ν)
Υποτακτική
στερ, στερς, στερ, στερμεν, στερτε, στερσι(ν)
Ευκτική
στερομι, στερος, στερο, ή στεροίην, στεροίης, στεροίη, στερομεν, στεροτε, στεροεν
Προστακτική
---, στέρει, στερείτω, ---, στερετε, στερούντων (ή στερείτωσαν)
Απαρέμφατο
στερεν
Μετοχή
στερν, στεροσα, στερον
 
Μέλλοντας
Οριστική
στερήσω, στερήσεις, στερήσει, στερήσομεν, στερήσετε, στερήσουσι(ν)
Ευκτική
στερήσοιμι, στερήσοις, στερήσοι, στερήσοιμεν, στερήσοιτε, στερήσοιεν
Απαρέμφατο
στερήσειν
Μετοχή
στερήσων, στερήσουσα, στερσον
 
Αόριστος
Οριστική
στέρησα, στέρησας, στέρησε(ν), στερήσαμεν, στερήσατε, στέρησαν
Υποτακτική
στερήσω, στερήσς, στερήσ, στερήσωμεν, στερήσητε, στερήσωσι(ν)
Ευκτική
στερήσαιμι, στερήσαις ή στερήσειας, στερήσαι ή στερήσειε(ν), στερήσαιμεν, στερήσαιτε, στερήσαιεν ή στερήσειαν
Προστακτική
---, στέρησον, στερησάτω, ---, στερήσατε, στερησάντων (ή στερησάτωσαν)
Απαρέμφατο
στερσαι
Μετοχή
στερήσας, στερήσασα, στερσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
στέρηκα, στέρηκας, στέρηκε, στερήκαμεν, στερήκατε, στερήκασι(ν)
 
Υποτακτική
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός ς
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα μεν
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα τε
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα σι
 
Ευκτική
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός εην
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός εης
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός εη
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα εημεν (εμεν)
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα εητε (ετε)
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός σθι
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός στω
---
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα στε
στερηκότες- στερηκυαι- στερηκότα στων
 
Απαρέμφατο
στερηκέναι
Μετοχή
στερηκώς- στερηκυα- στερηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
στερήκειν, στερήκεις, στερήκει, στερήκεμεν, στερήκετε, στερήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στερομαι, στερ ή στερε, στερεται, στερομεθα, στερεσθε, στερονται
Υποτακτική
στερμαι, στερ, στερται, στερμεθα, στερσθε, στερνται
Ευκτική
στεροίμην, στεροο, στεροτο, στεροίμεθα, στεροσθε, στεροντο
Προστακτική
---, στερο, στερείσθω, ---, στερεσθε, στερείσθων ή στερείσθωσαν
Απαρέμφατο
στερεσθαι
Μετοχή
στερούμενος
στερουμένη
στερούμενον
 
Μέλλοντας
Οριστική
στερήσομαι, στερήσ ή στερήσει, στερήσεται, πστερησόμεθα, στερήσεσθε, στερήσονται
Ευκτική
στερησοίμην, στερήσοιο, στερήσοιτο, στερησοίμεθα, στερήσοισθε, στερήσοιντο
Απαρέμφατο
στερήσεσθαι
Μετοχή
στερησόμενος
στερησομένη
στερησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
στερήθην, στερήθης, στερήθη, στερήθημεν, στερήθητε, στερήθησαν
Υποτακτική
στερηθ, στερηθς, στερηθ, στερηθμεν, στερηθτε, στερηθσι(ν)
Ευκτική
στερηθείην, στερηθείης, στερηθείη, στερηθείημεν ή στερηθεμεν, στερηθείητε ή στερηθετε, στερηθείησαν ή στερηθεεν
Προστακτική
---, στερήθητι, στερηθήτω, ---, στερήθητε, στερηθέντων ή στερηθήτωσαν
Απαρέμφατο
στερηθναι
Μετοχή
στερηθείς
στερηθεσα
στερηθέν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκυλεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jacques Louis David

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκυλεύω»
 
(σκυλεύω = απογυμνώνω, αφαιρώ τα όπλα ή τα ρούχα φονευθέντος εχθρού)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκυλεύω, σκυλεύεις, σκυλεύει, σκυλεύομεν, σκυλεύετε, σκυλεύουσι(ν)
Υποτακτική
σκυλεύω, σκυλεύς, σκυλεύ, σκυλεύωμεν, σκυλεύητε, σκυλεύωσι(ν)
Ευκτική
σκυλεύοιμι, σκυλεύοις, σκυλεύοι, σκυλεύοιμεν, σκυλεύοιτε, σκυλεύοιεν
Προστακτική
---, σκύλευε, σκυλευέτω, ---, σκυλεύετε, σκυλευόντων (ή σκυλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
σκυλεύειν
Μετοχή
σκυλεύων, σκυλεύουσα, σκυλεον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκύλευον, σκύλευες, σκύλευε, σκυλεύομεν, σκυλεύετε, σκύλευον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σκυλεύσω, σκυλεύσεις, σκυλεύσει, σκυλεύσομεν, σκυλεύσετε, σκυλεύσουσι(ν)
Ευκτική
σκυλεύσοιμι, σκυλεύσοις, σκυλεύσοι, σκυλεύσοιμεν, σκυλεύσοιτε, σκυλεύσοιεν
Απαρέμφατο
σκυλεύσειν
Μετοχή
σκυλεύσων, σκυλεύσουσα, σκυλεσον
 
Αόριστος
Οριστική
σκύλευσα, σκύλευσας, σκύλευσε(ν), σκυλεύσαμεν, σκυλεύσατε, σκύλευσαν
Υποτακτική
σκυλεύσω, σκυλεύσς, σκυλεύσ, σκυλεύσωμεν, σκυλεύσητε, σκυλεύσωσι(ν)
Ευκτική
σκυλεύσαιμι, σκυλεύσαις ή σκυλεύσειας, σκυλεύσαι ή σκυλεύσειε(ν), σκυλεύσαιμεν, σκυλεύσαιτε, σκυλεύσαιεν ή σκυλεύσειαν
Προστακτική
---, σκύλευσον, σκυλευσάτω, ---, σκυλεύσατε, σκυλευσάντων (ή σκυλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σκυλεσαι
Μετοχή
σκυλεύσας, σκυλεύσασα, σκυλεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκυλεύομαι, σκυλεύ ή σκυλεύει, σκυλεύεται, σκυλευόμεθα, σκυλεύεσθε, σκυλεύονται
Υποτακτική
σκυλεύωμαι, σκυλεύ, σκυλεύηται, σκυλευώμεθα, σκυλεύησθε, σκυλεύωνται
Ευκτική
σκυλευοίμην, σκυλεύοιο, σκυλεύοιτο, σκυλευοίμεθα, σκυλεύοισθε, σκυλεύοιντο
Προστακτική
---, σκυλεύου, σκυλευέσθω, ---, σκυλεύεσθε, σκυλευέσθων ή σκυλευέσθωσαν
Απαρέμφατο
σκυλεύεσθαι
Μετοχή
σκυλευόμενος
σκυλευομένη
σκυλευόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκυλευόμην, σκυλεύου, σκυλεύετο, σκυλευόμεθα, σκυλεύεσθε, σκυλεύοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σκυλευθήσομαι, σκυλευθήσ ή σκυλευθήσει, σκυλευθήσεται, σκυλευθησόμεθα, σκυλευθήσεσθε, σκυλευθήσονται
Ευκτική
σκυλευθησοίμην, σκυλευθήσοιο, σκυλευθήσοιτο, σκυλευθησοίμεθα, σκυλευθήσοισθε, σκυλευθήσοιντο
Απαρέμφατο
σκυλευθήσεσθαι
Μετοχή
σκυλευθησόμενος
σκυλευθησομένη
σκυλευθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σκυλεύθην, σκυλεύθης, σκυλεύθη, σκυλεύθημεν, σκυλεύθητε, σκυλεύθησαν
Υποτακτική
σκυλευθ, σκυλευθς, σκυλευθ, σκυλευθμεν, σκυλευθτε, σκυλευθσι(ν)
Ευκτική
σκυλευθείην, σκυλευθείης, σκυλευθείη, σκυλευθείημεν ή σκυλευθεμεν, σκυλευθείητε ή σκυλευθετε, σκυλευθείησαν ή σκυλευθεεν
Προστακτική
---, σκυλεύθητι, σκυλευθήτω, ---, σκυλεύθητε, σκυλευθέντων ή σκυλευθήτωσαν
Απαρέμφατο
σκυλευθναι
Μετοχή
σκυλευθείς
σκυλευθεσα
σκυλευθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σκύλευμαι, σκύλευσαι, σκύλευται, σκυλεύμεθα, σκύλευσθε, σκύλευνται
 
Υποτακτική
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον ς
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα μεν
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα τε
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα σι
 
Ευκτική
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον εην
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον εης
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον εη
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα εημεν (εμεν)
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα εητε (ετε)
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σκύλευσο, σκυλεύσθω, --- σκύλευσθε, σκυλεύσθων ή σκυλεύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
σκυλεσθαι
Μετοχή
σκυλευμένος,
σκυλευμένη,
σκυλευμένον
 
Υπερσυντέλικος
σκυλεύμην, σκύλευσο, σκύλευτο, σκυλεύμεθα, σκύλευσθε, σκύλευντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...