Jeff
Creation
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὑστερέω - ὑστερῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὑστερῶ, ὑστερεῖς, ὑστερεῖ, ὑστεροῦμεν, ὑστερεῖτε, ὑστεροῦσι(ν)
ὑστερῶ, ὑστερῇς, ὑστερῇ, ὑστερῶμεν, ὑστερῆτε, ὑστερῶσι(ν)
ὑστεροῖμι, ὑστεροῖς, ὑστεροῖ, ή ὑστεροίην, ὑστεροίης, ὑστεροίη, ὑστεροῖμεν, ὑστεροῖτε, ὑστεροῖεν
---, ὑστέρει, ὑστερείτω, ---, ὑστερεῖτε, ὑστερούντων (ή ὑστερείτωσαν)
ὑστερεῖν
ὑστερῶν, ὑστεροῦσα, ὑστεροῦν
Μέλλοντας
Οριστική
ὑστερήσω, ὑστερήσεις, ὑστερήσει, ὑστερήσομεν, ὑστερήσετε, ὑστερήσουσι(ν)
ὑστερήσοιμι, ὑστερήσοις, ὑστερήσοι, ὑστερήσοιμεν, ὑστερήσοιτε, ὑστερήσοιεν
ὑστερήσειν
ὑστερήσων, ὑστερήσουσα, ὑστερῆσον
Αόριστος
Οριστική
ὑστέρησα, ὑστέρησας, ὑστέρησε(ν), ὑστερήσαμεν, ὑστερήσατε, ὑστέρησαν
ὑστερήσω, ὑστερήσῃς, ὑστερήσῃ, ὑστερήσωμεν, ὑστερήσητε, ὑστερήσωσι(ν)
ὑστερήσαιμι, ὑστερήσαις ή ὑστερήσειας, ὑστερήσαι ή ὑστερήσειε(ν), ὑστερήσαιμεν, ὑστερήσαιτε, ὑστερήσαιεν ή ὑστερήσειαν
---, ὑστέρησον, ὑστερησάτω, ---, ὑστερήσατε, ὑστερησάντων (ή ὑστερησάτωσαν)
ὑστερῆσαι
ὑστερήσας, ὑστερήσασα, ὑστερῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ὑστέρηκα, ὑστέρηκας, ὑστέρηκε, ὑστερήκαμεν, ὑστερήκατε, ὑστερήκασι(ν)
Υποτακτική
ὑστερηκώς- ὑστερηκυῖα- ὑστερηκός ὦ
ὑστερηκώς- ὑστερηκυῖα- ὑστερηκός ᾖς
ὑστερηκότες- ὑστερηκυῖαι- ὑστερηκότα ὦμεν
Ευκτική
ὑστερηκώς- ὑστερηκυῖα- ὑστερηκός εἴην
Προστακτική
---
ὑστερηκώς- ὑστερηκυῖα- ὑστερηκός ἴσθι
ὑστερηκότες- ὑστερηκυῖαι- ὑστερηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὑστερηκέναι
ὑστερηκώς- ὑστερηκυῖα- ὑστερηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ὑστερήκειν, ὑστερήκεις, ὑστερήκει, ὑστερήκεμεν, ὑστερήκετε, ὑστερήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὑστεροῦμαι, ὑστερῇ ή ὑστερεῖ, ὑστερεῖται, ὑστεροῦμεθα, ὑστερεῖσθε, ὑστεροῦνται
ὑστερῶμαι, ὑστερῇ, ὑστερῆται, ὑστερῶμεθα, ὑστερῆσθε, ὑστερῶνται
ὑστεροίμην, ὑστεροῖο, ὑστεροῖτο, ὑστεροίμεθα, ὑστεροῖσθε, ὑστεροῖντο
---, ὑστεροῦ, ὑστερείσθω, ---, ὑστερεῖσθε, ὑστερείσθων ή ὑστερείσθωσαν
ὑστερεῖσθαι
ὑστερούμενος
Μέλλοντας
Οριστική
ὑστερήσομαι, ὑστερήσῃ ή ὑστερήσει, ὑστερήσεται, ὑπστερησόμεθα, ὑστερήσεσθε, ὑστερήσονται
ὑστερησοίμην, ὑστερήσοιο, ὑστερήσοιτο, ὑστερησοίμεθα, ὑστερήσοισθε, ὑστερήσοιντο
ὑστερήσεσθαι
ὑστερησόμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ὑστερήθην, ὑστερήθης, ὑστερήθη, ὑστερήθημεν, ὑστερήθητε, ὑστερήθησαν
ὑστερηθῶ, ὑστερηθῇς, ὑστερηθῇ, ὑστερηθῶμεν, ὑστερηθῆτε, ὑστερηθῶσι(ν)
ὑστερηθείην, ὑστερηθείης, ὑστερηθείη, ὑστερηθείημεν ή ὑστερηθεῖμεν, ὑστερηθείητε ή ὑστερηθεῖτε, ὑστερηθείησαν ή ὑστερηθεῖεν
---, ὑστερήθητι, ὑστερηθήτω, ---, ὑστερήθητε, ὑστερηθέντων ή ὑστερηθήτωσαν
ὑστερηθῆναι
ὑστερηθείς