Chad Dutson
Λορέντζος
Μαβίλης «Μούχρωμα»
Ο τίτλος του ποιήματος λειτουργεί σε
δύο επίπεδα· το ένα, το κυριολεκτικό, αναφέρεται στον φυσικό και ατμοσφαιρικό
διάκοσμο: κυριαρχεί το λυκόφως, κάτι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι· το
δεύτερο, το μεταφορικό, τοποθετεί αυτή την ατμόσφαιρα στις καρδιές των
ανθρώπων. Η φύση, δηλαδή, και οι καρδιές των ανθρώπων παρουσιάζονται σε μια
απόλυτη συστοιχία.
Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,
χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμάντευει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα
αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες
και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβιέται και
τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.
μούχρωμα: λυκόφως, σούρουπο.
γνώρα: γνωριμία, εμπειρία.
ογρά: υγρά.
γιουλί: μενεξελί χρώμα.
Ο Λορέντζος Μαβίλης εντάσσεται στην
Επτανησιακή σχολή και είναι γνωστός για τα άρτια σονέτα του, το περιεχόμενο των
οποίων κινείται σε απαισιόδοξους τόνους. Στο ποίημα «Μούχρωμα» επιχειρεί μια
μεταφορική σύνδεση ανάμεσα στο τέλος της ημέρας και στο τέλος του ανθρώπινου
βίου, αναδεικνύοντας το εφήμερο των στοιχείων που λειτούργησαν ως τα πιο
θελκτικά δώρα της ζωής.
Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει∙
Η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος
αποδίδει μια αίσθηση ηρεμίας και ομορφιάς σ’ ένα ειδυλλιακό σκηνικό, όπου το
αεράκι με το ανάλαφρο φύσημά του κάνει τις τριανταφυλλιές να κινούνται αργά. Η
φύση προτάσσεται, μιας και αποτελεί βασική θεματική της επτανησιακής σχολής.
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,
Αμέσως μετά, ο ποιητής προσδιορίζει την
ώρα εκτύλιξης της ποιητικής δράσης, φροντίζοντας να συνδυάσει την κυριολεκτική
διάσταση με τη μεταφορική. Στη φύση κυριαρχεί το σούρουπο που χρωματίζει το
τοπίο με ρόδινα χρώματα, μια ιδιαίτερη ώρα της ημέρας που χαρίζει απλόχερα
εικόνες γαλήνιας ομορφιάς. Το σούρουπο, ωστόσο, κυριαρχεί και στις καρδιές των
ανθρώπων, λαμβάνοντας εδώ όμως, μια διαφορετική έννοια, καθώς πρόκειται για τη
δύση της ζωής, για το πλησίασμα στο τέλος του βίου. Μια συγκινησιακά φορτισμένη
ηλικιακή περίοδος, που ωθεί τους ανθρώπους σε μια διάθεση απολογισμού, και τους
γεμίζει με θλίψη, αφού είναι αναγκασμένοι να αποχαιρετίσουν τον κόσμο και τις ομορφιές
της ζωής. Πρόκειται για μια ώρα που ο ποιητής τη χαρακτηρίζει μυροφόρα, υπό την
έννοια πως φέρει μαζί της τις ευωδιές του φυσικού χώρου -αν ιδωθεί κυριολεκτικά
το επίθετο «μυροφόρα». Αν, όμως, λάβουμε υπόψη τους συνειρμούς που προκαλεί
αυτή η λέξη, τότε μας παραπέμπει στο παλαιό έθιμο επάλειψης του νεκρού με μύρα,
τα οποία τα μετέφεραν γυναίκες που αποκαλούνταν μυροφόρες. Μας παραπέμπει άρα,
κατά τρόπο έμμεσο, στην ιδέα του θανάτου.
χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμάντευει,
την αιώνια γαλήνη,
Η ώρα κατά την οποία πλησιάζει το τέλος
χαρακτηρίζεται χρυσή, πολύτιμη∙ δεν ταιριάζουν, άλλωστε, στην ηλικία των
γηρατειών χρώματα έντονα, όπως εκείνα που αποδίδονται στη γεμάτη ζωτικότητα
ηλικία της νεότητας. Είναι, λοιπόν, μια ώρα χρυσή, γεμάτη από θυμητικά όνειρα,
εφόσον οι άνθρωποι τείνουν να αναθυμούνται τα περασμένα και να προχωρούν σ’ ένα
είδος απολογισμού της ζωής που πέρασε.
Είναι η ώρα κατά την οποία η ψυχή
αρχίζει να προαισθάνεται πως πλησιάζει ο καιρός της γαλήνης, ο καιρός της αιώνιας
γαλήνης του θανάτου. Γεγονός που προφανώς συνοδεύεται από ποικίλα γλυκόπικρα
συναισθήματα∙ εκτίμησης, αφενός, για τα χρόνια που πέρασαν, μα και θλίψης για
όσα πρόκειται να χαθούν για πάντα.
και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα
αξέχαστη
Η ψυχή αισθανόμενη το τέλος που
πλησιάζει, θέλει να ανατρέξει για τελευταία φορά σε κάθε αξέχαστη εμπειρία που
βίωσε τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως σ’ εκείνα της νεότητας, οπότε και η βίωση
της ζωής, όπως και των συναισθημάτων, είναι σαφώς πιο έντονη.
ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες
και δάκρυα
Οι αναμνήσεις οι πιο πολύτιμες στις οποίες
ανατρέχει η ψυχή, η σκέψη των ανθρώπων σχετίζονται με την αγάπη και τον έρωτα∙
επιλογή αρκετά εύλογη, εφόσον η αγάπη για τη γυναίκα αποτελεί μια ακόμη από τις
βασικές θεματικές της επτανησιακής σχολής. Παρατηρούμε, μάλιστα, το ιδιαίτερο
πρότυπο ομορφιάς που ήταν προσφιλές στους Επτανήσιους ποιητές∙ τα ξανθά μαλλιά,
τα γαλανά μάτια και η λευκότητα του δέρματος.
Η ψυχή, λοιπόν, ανατρέχει στις ξανθές
αγάπες, με το λευκό λαιμό∙ ανατρέχει στα γαλανά τους μάτια που είναι υγρά και
βασιλεμένα, δηλαδή μισόκλειστα, σε ένδειξη της ερωτικής έντασης και του πάθους∙
ανατρέχει στα φιλιά, στο ερωτικό ανατρίχιασμα, μα και στα δάκρυα που συνοδεύουν
συχνά τον έρωτα.
πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβιέται και
τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.
Όλες αυτές οι συνδεδεμένες με τον έρωτα
εμπειρίες, συνιστούν ποθητά και αξιοζήλευτα δώρα της ζωής, που λειτουργούν ως
πλάνες, αφού κάνουν τον άνθρωπο να ξεχνά πρόσκαιρα το τραγικό της μοίρας του. Ο
έρωτας και η ηδονική απόλαυση αποπροσανατολίζουν τη σκέψη του ανθρώπου, τον
κάνουν να αγαπά με πάθος τη ζωή, και τον κάνουν να λησμονεί πως όλες αυτές οι
όμορφες εμπειρίες δεν είναι παρά εφήμερες καταστάσεις, που θα υποχωρήσουν γοργά
μπροστά στην έλευση του αναπότρεπτου τέλους.
Η ζωή -όπως και τα χρώματα του
λυκόφωτος- σταδιακά σβήνει και τελειώνει∙ υποχωρεί κι εκείνη, όπως υποχωρεί το
θαμπό μενεξελί χρώμα που λιώνει και εξαφανίζεται υπό την κυριαρχία του
σκοταδιού. Η έλευση, άρα, της νύχτας που σβήνει όλα τα γοητευτικά χρώματα του
σούρουπου, συμβολίζει τον θάνατο που είναι σαν να σβήνει κι αυτός το φως της ζωής.
Ερωτήσεις:
1. Με
τι παρομοιάζει τη ζωή ο ποιητής; Πώς βλέπει τη μεταθανάτια ζωή της ψυχής (να
επισημάνετε τους στίχους).
της ζήσης, που αχνοσβιέται και
τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.
Με την παρομοίωση των τελευταίων στίχων
ο ποιητής παρομοιάζει τη ζωή και ειδικότερα το τέλος αυτής, με το θαμπό
μενεξελί χρώμα του λυκόφωτος, το οποίο ολοένα και χάνεται, καθώς έρχεται το
απόλυτο σκοτάδι της νύχτας. Μ’ ένα χρώμα, λοιπόν, παρομοιάζει τη ζωή ο ποιητής,
μ’ ένα χρώμα που σταδιακά ξεθωριάζει και χάνεται.
που η ψυχή τη γαλήνη προμάντευει,
την αιώνια γαλήνη
Ο ποιητής αντικρίζει τη μεταθανάτια ζωή
ως μια κατάσταση διαρκούς και ακατάλυτης γαλήνης. Μια αιώνια γαλήνη που έρχεται
να πάρει τη θέση των ποικίλων κυματισμών και εντάσεων της ζωής.
2. Γιατί
αυτά που θυμάται η ψυχή αποκαλούνται «πλάνα δώρα ζηλεμένα της ζήσης»;
Ο ποιητής χαρακτηρίζει τα δώρα της ζωής,
δηλαδή όλες τις ερωτικές εμπειρίες και το βαθύ αίσθημα της αγάπης, πλάνες,
διότι θέλει να εκφράσει την αίσθησή του πως λειτουργούν παραπλανητικά για τους ανθρώπους.
Η ομορφιά του έρωτα δελεάζει την ψυχή του ανθρώπου και την ξεγελά, καθώς της αποκρύπτει
το πόσο εφήμερα είναι όσα έχει να της προσφέρει. Ο άνθρωπος ξεχνιέται μπροστά
στην απόλαυση του έρωτα και δεν σκέφτεται πως ό,τι βιώνει εκείνη τη στιγμή δεν
είναι παρά μια τελείως παροδική ευχαρίστηση, η οποία δεν μπορεί να αποτρέψει το
τραγικό τέλος της ζωής.
3. Ο
ποιητής κατορθώνει να παρουσιάσει αφηρημένες φιλοσοφικές θεωρίες ως γνήσιες
βιωματικές καταστάσεις. Βασισμένοι και σε όσα γράφονται στο εισαγωγικό σημείωμα
ν’ απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:
α) Πώς
δίνεται αυτή η μετέωρη κατάσταση, που κυριαρχεί σ’ όλο το ποίημα και παίζει
ανάμεσα σε μια απόλυτη συστοιχία της φύσης (χρωματικά κυρίως) και της
εσωτερικής ζωής της ψυχής; (να επισημάνετε με ποιες λέξεις αποδίδονται οι
διάφορες καταστάσεις, αλλά και με ποια άλλα μέσα, που έχουν σχέση με το μέτρο,
την ομοιοκαταληξία κτλ.).
Ο ποιητής επηρεασμένος από τη φιλοσοφία
του Σοπενχάουερ χαρακτηρίζεται για την απαισιοδοξία των συλλογισμών του. Έτσι,
καθώς αντικρίζει το σούρουπο στη φύση, το σταδιακό σκοτείνιασμα που προηγείται
του απόλυτου σκοταδιού της νύχτας, προχωρά σ’ έναν παραλληλισμό με την έννοια της
ζωής και παρουσιάζει τον ερχομό του θανάτου σαν ένα σταδιακό σκοτείνιασμα.
Τα σχήματα λόγου που αξιοποιούνται για
την απόδοση των δύο καταστάσεων, του κυριολεκτικού σκοτεινιάσματος και του μεταφορικού:
Εικόνα
ηχητική και οπτική: Φυσάει
τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα / και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει
Μεταφορά: στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
/ ρόδινο σούρουπο
Ομοιοτέλευτο: ώρα μυροφόρα
Μεταφορά: χρυσή ώρα
Παρομοίωση: σα για στερνή φορά
Παρομοίωση: σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει
Μέτρο
Το ποίημα ακολουθεί ιαμβικό μέτρο (μια
άτονη συλλαβή, μία τονισμένη), κι έχει ενδεκασύλλαβους στίχους.
Η ομοιοκαταληξία στις δύο πρώτες
στροφές είναι σταυρωτή (αββα), ενώ στις δύο τελευταίες έχει τη μορφή: γδγ, δεε.
[Το ρόδινο σούρουπο είναι η πρώτη
αναφορά στο χρώμα που κυριαρχεί στη φύση. Ενώ το θαμπό γιουλί είναι το τελευταίο χρώμα.
Ενδιαμέσως, θα γίνει αναφορά στη «χρυσή» ώρα, αλλά και σε «ξανθές» αγάπες και
σε «γαλανά» μάτια. ]
β) Πώς
εικονίζεται η αναδρομή της ψυχής στο παρελθόν;
που η ψυχή τη γαλήνη προμάντευει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα
Μόλις η ψυχή αρχίσει να αισθάνεται πως
πλησιάζει η αιώνια γαλήνη του θανάτου, είναι σαν να στρέφεται και να
αγναντεύει, να κοιτά δηλαδή, για τελευταία φορά κάθε γνωριμία -εμπειρία- που
είχε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων. Με μια οπτική εικόνα, λοιπόν,
εικονίζεται η αναδρομή της ψυχής στο παρελθόν.
Λορέντζος
Μαβίλης (1860 - 1912)
Γεννήθηκε στην Ιθάκη από γονείς
Κερκυραίους. Μεγάλωσε και συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα,
όπου συνδέθηκε με τον Πολυλά, που τον μύησε στην ποίηση του Σολωμού και του
ενστάλαξε το σεβασμό στην τέχνη, την αγάπη στην ποίηση και την αφοσίωση στην
ιδέα της πατρίδας. Στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών φοίτησε ένα μόνο χρόνο. Κατόπιν
πήγε στη Γερμανία, όπου παρέμεινε, με μικρές διακοπές, ως το 1890. Εκεί φοίτησε
σε διάφορα Πανεπιστήμια και στο τέλος πήρε δίπλωμα φιλοσοφίας. Μετά το 1890
επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης (1896), στον
πόλεμο του 1897 (κατατάχτηκε σε ανταρτικό σώμα) και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο
του 1912. Κατατάχτηκε ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών και σκοτώθηκε στη
μάχη του Δρίσκου (έξω από τα Γιάννενα) στις 28/11/1912. Πριν από το θάνατό του
είχε εκλεγεί βουλευτής κι υποστήριξε με πάθος τη δημοτική γλώσσα. Τα σονέτα του
είναι δουλεμένα άψογα. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι τα εξής: γλώσσα μεστή,
στίχος επίμονα λεπτουργημένος, ομοιοκαταληξία πλούσια. Η απαισιοδοξία του, που
ήταν αποτέλεσμα των επιδράσεων της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ και της ινδικής,
δεν μπόρεσε να μαράνει τη θέρμη και τη δροσιά της ποίησής του. Έχει επηρεαστεί
επίσης από τους Γάλλους Παρνασσιστές, που κατά την εποχή της νεότητάς του είχαν
καλλιεργήσει πολύ το σονέτο.
Το
έργο του: Τα έργα του
Λορέντζου Μαβίλη, Αλεξάνδρεια (1915, 1922), Τα σονέτα εισαγωγή-σχόλια Γερ.
Σπαταλά, Αθήνα (1935, 1949), Τα ποιήματα, εκδ. Ιδρύματος Ουράνη, φιλολογική
επιμ. Γ. Αλισανδράτου, Αθήνα (1990).