Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνικά Ρεύματα - Γενιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνικά Ρεύματα - Γενιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ύδρα

Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση

Επτανησιακή σχολή (τέλη 18ου αιώνα – αρχές 19ου αιώνα)

Υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά στο περιεχόμενο ή και στη μορφή της ποίησης των Επτανησίων, που μας επιτρέπουν να μιλάμε για μια ιδιαίτερη «σχολή», την Επτανησιακή, όπου το τοπικό στοιχείο εκφράστηκε με δικό του τρόπο, αφού διασταυρώθηκε γόνιμα με τις παρακάτω επιδράσεις: α) της ιταλικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, β) της κρητικής λογοτεχνίας, γ) του δημοτικού τραγουδιού και δ) του ποιητικού έργου του Βηλαρά και του Χριστόπουλου.
Τα κοινά εξάλλου χαρακτηριστικά της ποιητικής έκφρασης των Επτανησίων συνοψίζονται, όπως είχε επισημάνει ήδη ο Παλαμάς, στη λατρεία της θρησκείας, της πατρίδας και της γυναίκας. Σ’ αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η λατρεία της φύσης. Ως προς τη μορφή θα πρέπει να σημειώσουμε προπαντός την προσήλωση των Επτανησίων στη δημοτική γλώσσα.

Ρομαντισμός (1830 – 1880)

Ο ρομαντισμός ήταν ένα ευρύτερο πνευματικό φαινόμενο που κυριάρχησε στην Ευρώπη το 19ο αιώνα. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τη στροφή προς την αδέσμευτη φαντασία και το συναίσθημα, καθώς και από την επιστροφή στη φύση και στο παρελθόν. Στο χώρο της λογοτεχνίας ο ρομαντισμός χαρακτηρίζεται επίσης από την ελευθερία στη μορφή, σε αντίθεση προς τον κλασικισμό, που διέπεται από αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες και ισορροπία λόγου και αισθήματος.
Στην Ελλάδα ο ρομαντισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς η μίζερη πραγματικότητα του μικρού κρατιδίου με τα οξύτατα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, ευνοούσε τη φυγή στους χώρους της φαντασίας ή δημιουργούσε καταθλιπτικές ψυχικές καταστάσεις.
Ο ελληνικός ρομαντισμός της Αθηναϊκής Σχολής διαμορφώνει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) στροφή προς το ένδοξο παρελθόν (το αρχαίο και το πρόσφατο)
β) χρήση της καθαρεύουσας
γ) μελαγχολική διάθεση που φτάνει ως την απαισιοδοξία και την έμμονη ιδέα του θανάτου
δ) χαλαρή έκφραση που μερικές φορές φτάνει ως την προχειρολογία
ε) ύφος πομπώδες.

Η περίοδος αμέσως μετά το Ρομαντισμό: Παρνασσισμός, Συμβολισμός, Κωνσταντίνος Καβάφης

Παρνασσισμός (1880 – 1910)

Ο παρνασσισμός αντιδρώντας στη θεματική του ξεπεσμένου ρομαντισμού αλλά και στο ατημέλητο ύφος και στους υπερβολικούς αισθηματισμούς του, αναζήτησε την έμπνευσή του στην κλασική παράδοση, κυρίως στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό. Πρόβαλε ως έμβλημά του την απάθεια και ως ιδανικό την άψογη μορφική εμφάνιση των ποιημάτων. Οι παρνασσιστές αγαπούν τον ηχηρό και ρωμαλέο στίχο, επιμένουν στην πλαστική του επεξεργασία και την πλούσια ομοιοκαταληξία και αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στην ανεύρεση και τη χρήση της μοναδικής λέξης, αλλά και στις πολύ έντονες εκρηκτικές εικόνες και φράσεις, οργανωμένες όμως σε αυστηρή ισορροπία. Επιδιώκουν επίσης τον ηχητικό πλούτο και γενικότερα την εκμετάλλευση ως την ακρότητα των ρυθμικών και πλαστικών στοιχείων του στίχου. Η επίμονη όμως προσπάθεια για μορφική τελειότητα του στίχου οδήγησε τελικά σε επίδειξη ικανότητας στο χειρισμό των ποιητικών κανόνων και μόνο, με αποτέλεσμα να λείπει από τα ποιήματά τους η ζωή και η ανθρώπινη τρυφερότητα.
Οι Έλληνες όμως παρνασσικοί, όσο κι αν ακολούθησαν τους Γάλλους συναδέλφους τους, δεν έφτασαν ποτέ στην τέλεια απάθεια διατήρησαν αρκετή αισθηματολογία, όχι τόσο με τη ρομαντική έννοια, όσο με την έννοια κάποιας υποκειμενικής στάσης απέναντι στα θέματά τους. Κοντά στην επιμέλεια του στίχου εισάγουν στα ποιήματά τους την καθημερινότητα, την απλότητα στην έκφραση και τη θέρμη της κοινής ομιλίας.

Συμβολισμός (1900-1920)

Ο συμβολισμός (Γαλλία, τέλη 19ου αιώνα) εμφανίζεται ως διπλή αντίδραση τόσο στο ρομαντικό στόμφο και τη ρητορεία όσο και στην παρνασσική απάθεια, αντικειμενικότητα και ακαμψία στο στίχο. Επιπλέον, διαφοροποιείται και από το ρεαλισμό και, κυρίως, από το νατουραλισμό, που αρέσκεται στη λεπτομερή περιγραφή του πραγματικού κόσμου και έχει κοινωνικούς στόχους.
Για το συμβολιστή ποιητή, η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα, για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κτλ. ή μ’ άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου.
Με βάση αυτή τη γενική αρχή, τα χαρακτηριστικά της συμβολιστικής ποίησης μπορούν να καθοριστούν ως εξής:
- η προσπάθεια απόδοσης των ψυχικών καταστάσεων με τρόπο έμμεσο και συμβολικό, δηλαδή μέσα από τη χρήση των συμβόλων∙ αυτή η προσπάθεια οδηγεί σε μια υπαινικτική και υποβλητική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μιαν αφθονία εικόνων και μεταφορών (όλα αυτά τα στοιχεία μαζί κάνουν ασφαλώς το ποίημα πιο δυσνόητο)
- η αποφυγή της σαφήνειας και η προσπάθεια για δημιουργία ενός κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς και θολού, που συνυπάρχει με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας και ονειροπόλησης
- η έντονη πνευματικότητα, ο ιδεαλισμός και, σε πολλές περιπτώσεις, ο μυστικισμός
- η προσπάθεια να ταυτιστεί η ποίηση με τη μουσική, που εκδηλώνεται με την έντονη μουσικότητα και τον υποβλητικό χαρακτήρα του στίχου (απευθύνεται ταυτόχρονα στην ακοή και στο συναίσθημα)
- οι πολλές τεχνικές, μορφολογικές και εκφραστικές καινοτομίες: χαλαρή ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος ή ελεύθερος στίχος, πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ιδιόρρυθμη σύνταξη, νέο λεξιλόγιο κτλ.
- ο περιορισμός του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος στο ελάχιστο: η ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό και ηθικο-διδακτικό στοιχείο, καθώς και από ρητορισμούς ή θέματα του δημόσιου βίου∙ γίνεται αυτό που θα έπρεπε πάντοτε να είναι, δηλαδή καθαρή ποίηση (poésie pure), γεμάτη μαγεία και γοητεία.
Με λίγα λόγια, ο συμβολισμός φέρνει μια επανάσταση στην ποίηση, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή: το ποίημα δεν έχει πλέον ως στόχο τη μίμηση της φύσης, του εξωτερικού κόσμου ή της πραγματικότητας αλλά τη δημιουργία ενός άλλου, διαφορετικού, ποιητικού κόσμου∙ εξάλλου, ως προς τα μορφολογικά ή τα δομικά χαρακτηριστικά, οδηγούμαστε μακριά από κάθε περιορισμό, προς τη διάλυση του ποιήματος.
Γενικότερα, ο συμβολισμός φέρνει μια νέα άποψη για την ποίηση: τα ποιήματα δε χρησιμεύουν πλέον για να πούμε κάτι για τον κόσμο γύρω μας αλλά γίνονται ένας αυτόνομος κλάδος, ένας κόσμος ξεχωριστός, που διαφέρει από καθετί άλλο και υπάρχει πρώτα για τον εαυτό του. Η άποψη που έχουμε σήμερα για την τέχνη δε διαφέρει και πολύ από αυτήν.
Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι καινοτομίες του συμβολισμού λειτούργησαν ως πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από την παράδοση και να πορευθούμε προς τη νεοτερική ποίηση. Ακόμη και το γεγονός ότι με το συμβολισμό το ποίημα αρχίζει να γίνεται δυσπρόσιτο ή και ακατανόητο, ακόμη και αυτό μας φέρνει πιο κοντά στο μοντερνισμό, που ως βασικό χαρακτηριστικό έχει ακριβώς αυτή την ερμητικότητα, αυτή τη δυσκολία στη προσέγγιση.
Ο συμβολισμός κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, λίγο μετά τον παρνασσισμό. Ο ελληνικός συμβολισμός έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του γαλλικού, αν και μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ποιητές οικειοποιούνται κυρίως δύο βασικές αρχές του γαλλικού κινήματος:
α) τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα της ποίησης, που στρέφει νου και αισθήματα προς την ψηλότερη σφαίρα των ιδεών, β) την αίσθηση του ποιητή (ενδεχομένως και του αναγνώστη) ότι, όταν κάποιος μπορέσει να φτάσει σ’ αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως έναν ταπεινό τόπο μελαγχολίας και απελπισίας.
Όπως στη γαλλική έτσι και στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο συμβολισμός έρχεται να απαλλάξει οριστικά την ποίηση από τη φλυαρία και τη μεγαλοστομία του ρομαντισμού αλλά και από την απάθεια του παρνασσισμού. Η ποίηση περνά πλέον σε μια όλο και πιο γνήσια έκφραση του συναισθήματος. Ωστόσο, οι Έλληνες ποιητές υιοθετούν λίγες από τις εκφραστικές καινοτομίες των Γάλλων.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Ιδιαίτερα φιλομαθής, ο Καβάφης από πολύ νωρίς εκδήλωσε την αγάπη του για την ιστορία. Στα ποιήματά του αναφέρεται συχνά σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Εμπνέεται περισσότερο από την Ελληνιστική εποχή με τα έντονα φαινόμενα παρακμής, τα οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί για τις αναλογίες που βρίσκει με το παρόν. Τα ιστορικά γεγονότα γίνονται η πρόφαση ή το μέσο με το οποίο ο Καβάφης δίνει υπόσταση στα προσωπικά του βιώματα.
Ενώ ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ήταν ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός, δε φαίνεται να ακολούθησε συστηματικά κάποιο από αυτά. Βαθμιαία απομακρύνθηκε εντελώς και κινήθηκε στα πλαίσια του ρεαλισμού. Ο ποιητής, όπως αναφέρει στην Ιστορία του ο Mario Vitti, περιβλήθηκε γρήγορα με μύθο. Στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά λόγος γι’ αυτόν το 1903, όταν ο Ξενόπουλος δημοσίευσε στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «Ένας ποιητής».
Σε συνέντευξη που έδωσε ο Καβάφης σε ξένο ανταποκριτή τρία χρόνια πριν πεθάνει, προσδιόρισε τα στοιχεία που θα τον καθιστούσαν «ποιητή των μελλουσών γενεών»: λακωνική λιτότητα ύφους, ιστορική, φιλοσοφική και ψυχολογική αξία της ποίησής του, ενθουσιασμός που προέρχεται από διανοητική συγκίνηση, ορθή φράση που οφείλεται στη φυσικότητα του λόγου και ελαφρά ειρωνεία. Ο Καβάφης, όπως γράφει ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, είναι ο μόνος ποιητής που χρησιμοποίησε την ειρωνεία ως κύριο μηχανισμό παραγωγής ποιητικότητας. Η δραματική και η τραγική ειρωνεία του (απεικόνιση των αντιθέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα) διαμορφώνει και τη λεκτική του ειρωνεία και αποτελεί το στοιχείο που προκαλεί ακριβώς την «ποιητική συγκίνηση».
Τα ποιητικά κείμενα του Καβάφη πλησιάζουν τον πεζό λόγο. Αυτό κατορθώνεται με τη λιτότητα στην έκφραση, τα λιγοστά επίθετα, τον ελεύθερο στίχο με τον άνισο αριθμό συλλαβών. Η γλώσσα είναι ιδιότυπη και περιέχει πολλά στοιχεία από την καθαρεύουσα αλλά και από τη δημοτική, ενώ είναι διανθισμένη με πολλούς ιδιωματισμούς από την Αλεξάνδρεια και την Πόλη. Για τον Καβάφη η ποιητική τέχνη ήταν μια επίπονη διαδικασία: σύμφωνα με πληροφορίες που παρέχουν οι μελετητές του, τα στάδια γραφής ενός ποιήματος διαρκούσαν ακόμη και δεκαετίες. Τα ποιήματα του περνούσαν από πολλά στάδια επεξεργασίας, μέχρις ότου φτάσουν στην τελική τους μορφή. Όσο ζούσε ακολουθούσε μιαν ιδιότυπη εκδοτική τακτική: τύπωνε τα ποιήματά του σε μικρά φυλλάδια, αργότερα σε τεύχη και τέλος έφτιαχνε χειροποίητες συλλογές που μοίραζε σε φίλους και θαυμαστές.

Νεορομαντισμός (1920-1930)

Ο νεορομαντισμός συνιστά μια επιστροφή στην πρόταξη των προσωπικών συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου. Σε αντίθεση με την αποστασιοποιημένη και ψυχρή ποίηση του παρνασσισμού, ο νεορομαντισμός αποζητά μια ποίηση διαπνεόμενη απ’ το συναίσθημα, όπου θα κυριαρχεί το προσωπικό βίωμα του ποιητή. Η ποίηση επιστρέφει έτσι στην εσωτερική και εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων, αλλά δεν έχει πια τον μεγαλόπνοο πατριωτικό χαρακτήρα του ρομαντισμού. Οι δύσκολες ιστορικές συνθήκες έχουν κάμψει την επαναστατική διάθεση κι έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα κόπωσης και γενικευμένης απαισιοδοξίας.
Ο νεορομαντισμός επομένως επαναφέρει τον ατομικισμό και το συναισθηματισμό του ρομαντισμού, ως αντίδραση στην ψυχρή ποίηση του παρνασσισμού, διαμορφώνει όμως -υπό την πίεση των ιστορικών γεγονότων- μια ποίηση κενή από ιδανικά και συλλογικές υψηλές επιδιώξεις. Το έθνος και η κοινωνία δεν αποτελούν πια την πηγή έμπνευσης που ωθούσε άλλοτε το ρομαντισμό σε πατριωτικές συνθέσεις. Οι ποιητές του μεσοπολέμου διακατέχονται από μια διάθεση παραίτησης και απογοήτευσης. Στα ποιήματά τους κυριαρχεί η μελαγχολία, η αίσθηση του ανικανοποίητου, η απουσία αγωνιστικού παλμού και η επιστροφή στο ατομικό βίωμα. Στη θέση των πατριωτικών ιδανικών τίθεται πλέον η ονειροπόληση και η επιθυμία φυγής από μια κοινωνία που αδυνατεί να εμπνεύσει τη συλλογική πορεία και προσπάθεια.

Νεότερη Ποίηση – Μοντερνισμός

Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται στην Ευρώπη ένα νέο πνευματικό κίνημα, ο Μοντερνισμός (modernismo), το οποίο είχε ως στόχο την ανανέωση σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα, τις επιστήμες, αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Ο όρος «μοντερνισμός» έχει λατινική προέλευση: modo (=μόλις τώρα, πρόσφατα: αφαιρετική του modus= τρόπος). «Μοντέρνο» γενικά είναι το σύγχρονο, το καινοφανές, ενώ μοντέρνο ποίημα θεωρείται εκείνο που έχει ελεύθερο στίχο, δραματικότητα, καθημερινό λεξιλόγιο και ιδιαίτερα σκοτεινό, υπαινικτικό περιεχόμενο (Βαγενάς 1994: 26).
Ο Μοντερνισμός αμφισβήτησε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις και έδειξε διάθεση πειραματισμού για νέες μορφές. Στην ποίηση, ο Μοντερνισμός εκδηλώνεται με την άρνηση των παραδοσιακών κανόνων. Οι στίχοι απελευθερώνονται από μετρικές ή άλλες δεσμεύσεις, ακόμα και από τη γραμματική, το συντακτικό και τα σημεία στίξης. Αφθονούν τα σύμβολα, οι εικόνες και οι μεταφορές. Το περίτεχνο ύφος των συμβολιστικών ποιημάτων υποχωρεί και ο λόγος αποκτά απλότητα, πυκνότητα, ελλειπτικότητα και συντομία. Σε συνδυασμό με την επίδραση της ψυχανάλυσης και την απελευθέρωση της φαντασίας και του ονείρου, η γραφή γίνεται συνειρμική, υπαινικτική και πολύσημη. Ο Μοντερνισμός έστρεψε την προσοχή του στις ρίζες της παράδοσης και έδωσε έμφαση στη συμβολική έκφραση των προσωπικών συγκινήσεων, στην ανανέωση της μορφής και τη δυναμική των λέξεων.
Η στροφή προς το παρελθόν, ιδιαίτερα στην κλασική αρχαιότητα, οδήγησε τους μοντερνιστές στη χρήση του μύθου για να εκφράσουν συμβολικά καταστάσεις και συναισθήματα. Τον μύθο αξιοποιούσαν και τα ρεύματα του Κλασικισμού, του Παρνασσισμού και του Συμβολισμού, αλλά με απόλυτη πιστότητα προς τα πρόσωπα και τις ιστορίες, ενώ ο Μοντερνισμός τον χρησιμοποιεί με τρόπο δραματικό: ο μύθος, δηλαδή, προσαρμόζεται στην εποχή και την περίσταση προσφέροντας στον ποιητή το κατάλληλο «προσωπείο» για να διατυπώσει την εμπειρία του, κοινή ή προσωπική.

Γενιά του ‘30

Η παραδοσιακή ποίηση που ανταποκρινόταν στην παλιά τάξη πραγμάτων, δεν μπορεί πλέον να εκφράσει όλες τις μεταβολές που έχουν συντελεστεί. Για να εκφράσει τη διάλυση της παλιάς τάξης των πραγμάτων και ν’ ανταποκριθεί στη μεταβολή της ευαισθησίας του ανθρώπου, η ποίηση έπρεπε να βρει καινούριους εκφραστικούς τρόπους. Η ευρωπαϊκή ποίηση το επιχείρησε με τα κινήματα του φουτουρισμού, του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Η ελληνική, καθυστερημένα σχετικά με την Ευρώπη, με τη γενιά του ’30, με βάση τις αρχές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού, ανανεώνουν την ελληνική ποίηση. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ανανέωσης είναι ο ελεύθερος στίχος, η χρήση του λεξιλογίου της καθημερινής ομιλίας, η κατάργηση της λογικής αλληλουχίας του ποιήματος, του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας κτλ.

Υπερρεαλισμός

Ο υπερρεαλισμός (η λέξη αποτελεί μετάφραση της γαλλικής surrealisme) υπήρξε φιλολογική, ποιητική και καλλιτεχνική κίνηση που ως σκοπό είχε την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή (στην ποίηση) ή την παράσταση (στην τέχνη) των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων χωρίς την επέμβαση της λογικής. Παράλληλα, ο υπερρεαλισμός απέβλεπε και στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Ιδρυτής του υπήρξε ο Αντρέ Μπρετόν, που ήταν γιατρός και ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση. Το 1924 έδωσε στη δημοσιότητα την πρώτη διακήρυξη (μανιφέστο) για τον υπερρεαλισμό, που αφού ρίζωσε στη Γαλλία, εξαπλώθηκε κατόπι και στις υπόλοιπες χώρες. Η επίδρασή του ήταν κυρίως αισθητή στην ποίηση, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τον κινηματογράφο, καθώς και στην τέχνη της διακόσμησης και της διαφήμισης. Μόνο η μουσική και ο χορός δεν επηρεάστηκαν από τον υπερρεαλισμό. Πολλοί υπερρεαλιστές (ανάμεσά τους κατατάσσονται και οι Έλληνες) περιόρισαν τους στόχους του κινήματος μόνο στο χώρο της ποίησης και της τέχνη. Ο Μπρετόν όμως και πολλοί άλλοι επηρεάστηκαν από το Μαρξισμό και διεύρυναν τους στόχους του υπερρεαλισμού. Συνοψίζοντας τις αρχές και των δύο παραπάνω τάσεων, μπορούμε να πούμε ότι ο υπερρεαλισμός 1) διακήρυξε την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης και 2) στράφηκε ενάντια σε κάθε μορφή λογικής, ηθικής ή κοινωνικής τάξης.
Τα μέσα που χρησιμοποίησε ήταν κυρίως η αυτόματη γραφή και η καταγραφή των ονείρων∙ οι πειραματισμοί όμως αυτοί δεν απέδωσαν, γιατί και στις δύο περιπτώσεις η παρέμβαση της λογικής ήταν αναπόφευκτη.
Τελικά, ο υπερρεαλισμός θα καταφύγει σε δύο βασικούς παράγοντες, την τέχνη και το υποσυνείδητο∙ όταν δηλαδή ο υπερρεαλιστής ποιητής γράφει, αφήνει το μηχανισμό της τύχης να προσδιορίσει τη μορφή του έργου του. Το ποίημα δηλαδή γράφεται χωρίς προκαθορισμένο στόχο, κάτω από την επίδραση του υποσυνειδήτου, που είναι από τη φύση του φευγαλέο και δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις. Για τον υπερρεαλιστή ποιητή οι λέξεις είναι αυτόνομες και ελεύθερες. Η δύναμη και η ορμή τους βρίσκονται κυρίως στην έκταση, κατά την οποία ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους, συνδυαζόμενες μεταξύ τους χωρίς να υπακούουν σε ορθολογικούς νόμους. (Η ανάγνωση των παραπάνω να συνδυαστεί με τη μελέτη των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου που, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, προσπάθησε με την ποίησή του να δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις κι οι λέξεις του, όταν συνδυαστούν μεταξύ τους, δεν υπακούουν πάντοτε σε ορθολογικούς νόμους).
Γενικά, ο υπερρεαλισμός υπήρξε το πιο σημαντικό καλλιτεχνικό κίνημα του μεσοπολέμου, που επηρέασε πολύ τη νεότερη ποίηση. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η νεότερη ελληνική ποίηση δεν επηρεάστηκε μόνο από τον υπερρεαλισμό, αλλά και από το συμβολισμό. Από τη γενιά του ’30, που ανανέωσε την ελληνική ποίηση, ακραιφνείς υπερρεαλιστές είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος∙ ο Οδυσσέας Ελύτης, επίσης, επηρεάστηκε πολύ από τον υπερρεαλισμό. Αντίθετα, η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη κι άλλων ποιητών, δέχτηκε την επίδραση του συμβολισμού. Αυτό όμως δε σημαίνει πως αγνόησαν τα διδάγματα του υπερρεαλισμού∙ ως ένα βαθμό, ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής έχει επηρεάσει και τη δική τους ποίηση.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της Νεότερης Ποίησης

Μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε δύο κατηγορίες 1) εξωτερικά – μορφικά και 2) εσωτερικά.
1) εξωτερικά – μορφικά χαρακτηριστικά. Η νεότερη ποίηση εγκαταλείπει τα εξωτερικά στοιχεία, που χρησιμοποιούσε η παραδοσιακή. Τα κυριότερα από αυτά είναι οι ομοιόμορφες (ως προς τον αριθμό των στίχων κτλ.) στροφές, η ομοιοκαταληξία, που γινόταν σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, και το μέτρο.

2) εσωτερικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή ποίηση υποτάσσει το ποίημα σε ορισμένους κανόνες. Ο σπουδαιότερος είναι πως το ποίημα πρέπει να διέπεται από λογική αλληλουχία. Αντίθετα, στη νεότερη ποίηση παρακολουθούμε το ποίημα την ώρα, σχεδόν, της δημιουργίας του. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι στη νεότερη ποίηση: I. Μπορεί να λείπει το μέτρο, ο εσωτερικός όμως ρυθμός υπάρχει. II. Η λογική αλληλουχία, που διέπει κάθε παραδοσιακό ποίημα, χαλαρώνει και το ποίημα λειτουργεί βασικά με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών (όταν λ.χ. ο Γ. Σεφέρης γράφει στο ποίημα Ευριπίδης, Αθηναίος «Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας και τα λατομεία της Σικελίας», διατυπώνει κάτι που είναι γνωστό από την ιστορία. Τις προεκτάσεις οφείλει να τις κάνει ο αναγνώστης για να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διστίχου. Γι’ αυτό, όποιος διαβάζει νεότερη ποίηση πρέπει να επιστρατεύει περισσότερο τη δημιουργική του φαντασία και λιγότερο τη λογική. Έτσι θα μπορέσει να τη χαρεί και να συλλάβει όχι τόσο όσα λέγονται, αλλά πιο πολύ όσα προκαλείται ο αναγνώστης να υπονοήσει ή να αισθανθεί.

Η Λογοτεχνική ακμή στην Κρήτη 1570-1669

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Charlene Murray Zatloukal

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΚΜΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ (1570-1669) ΚΡΗΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Ύστερα από την πτώση και της Κύπρου στους Τούρκους (1571), τα μόνα σχεδόν ελληνικά μέρα που μένουν υπό την κυριαρχία των Βενετών είναι η Κρήτη και τα Εφτάνησα. Θα παίξουν και τα δύο σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία. Η κρητική λογοτεχνία του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα είναι μια χρυσή περίοδος στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι μαζί και η κορύφωση της λογοτεχνίας της Αναγέννησης στην Ελλάδα. Έξω από την πρώιμη Βοσκοπούλα και από το ωριμότερο έργο, τον Ερωτόκριτο, όλα τα έργα της περιόδου αυτής είναι έργα θεατρικά. Το θέατρο είναι το περισσότερο κοινωνικό, εκείνο που προϋποθέτει απαραίτητα ένα κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο Γεώργιος Χορτάτσης, εισηγητής του θεάτρου στην Κρήτη είναι περίπου σύγχρονος με τον Σαίξπηρ. (Με λογοτεχνικά καθαρή και υψωμένη γλώσσα). Ο Γεώργιος Χορτάτσης είναι και σύγχρονος με έναν άλλο κορυφαίο συντοπίτη του, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Έγραψε τρία θεατρικά έργα: την Ερωφίλη, τον Κατζούρμπο και την Πανώρια. Τα έγραψε μεταξύ 1585 και 1600. Αυτά αντιπροσωπεύουν τρία διαφορετικά θεατρικά είδη, την τραγωδία, την κωμωδία και το ποιμενικό δράμα. Ο Χορτάτσης ανήκει στην ανώτερη αστική τάξη, είναι μορφωμένος, γεννήθηκε στα μισά περίπου του 16ου αιώνα και πέθανε το 1610. Ο Χορτάτσης είναι θεατρικός συγγραφέας και ποιητής πρώτης γραμμής.


ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ
Το αριστούργημά του είναι η Ερωφίλη, τραγωδία κλασική. Οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι η Ερωφίλη, κόρη του βασιλιά Φιλόγονου, και ο Πανάρετος, άξιος στρατηγός. Έχουν παντρευτεί κρυφά και ο βασιλιάς όταν το μαθαίνει αφήνει να ξεχυθεί όλη του η οργή για τον παράταιρο γάμο, θα σκοτώσει με μαρτυρικό θάνατο τον Πανάρετο. Η Ερωφίλη θα αυτοκτονήσει μοιρολογώντας, αλλά και τα κορίτσια του χορού σκοτώσουν τον άκαρδο βασιλιά. Προλογίζει ο Χάρος και εμφανίζεται στη σκηνή το φάντασμα του αδερφού του βασιλιά – που αυτός τον είχε σκοτώσει για να του πάρει το θρόνο – όργανο τώρα της θείας Δικαιοσύνης. Οι αρετές του έργου είναι πολλές, γλώσσα υψηλή, στίχος έντεχνος, και μια λογοτεχνική «μαστοριά» που μας φέρνει ξαφνικά πολύ πιο πέρα από την κοινή στάθμη των έργων του πρώτου μισού του αιώνα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα τέσσερα χορικά με τις θαυμάσια σμιλεμένες τερτσίνες. Ανάμεσα στις πράξεις παρεμβάλλονται τέσσερα Ιντερμέδια, με θέμα ολότελα διαφορετικό.
Ο Βασιλεύς Ροδολίνος, γράφτηκε από τον Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλο από το Ρέθυμνο και τυπώθηκε στη Βενετία το 1647. Με θέμα τη σύγκρουση του ήρωα ανάμεσα στο αίσθημα της φιλίας και του έρωτα. Η τρίτη τραγωδία, ο Ζήνων, παραστάθηκε στη Ζάκυνθο στα 1682-83, ο ποιητής μας είναι άγνωστος. Υπόθεση είναι οι δολοπλοκίες του βυζαντινού αυτοκράτορα του 5ου αιώνα Ζήνωνα και του εξαδέλφου του Λογγίνου, για να κρατήσουν το θρόνο και η τελική τους τιμωρία.


ΚΩΜΩΔΙΕΣ
Ο Χορτάτσης έγραψε και την καλύτερη από τις τρεις κωμωδίες του κρητικού θεάτρου που μας έχουν σωθεί, τον Κατζούρμπο, χρονολογημένη στα 1595-1600, που είναι και το ωριμότερο έργο του. Στρέφεται γύρω από το πολύ συνηθισμένο την εποχή εκείνη θέμα του αναγνωρισμού των χαμένων παιδιών. Στον Κατζούρμπο δύο νέοι, ο Νικολός και η Κασσάντρα, αγαπιούνται, αλλά η ψυχομάνα της νέας, η Πουλισένα, θέλει, για να κερδίσει χρήματα να την παραδώσει στο γέρο Αρμένη. Στο τέλος φανερώνεται πως η Κασσάντρα είναι η κόρη του, που του την είχαν αρπάξει Τούρκοι και η κωμωδία τελειώνει με το γάμο των δύο νέων. Η κωμωδία έχει για πρότυπο το είδος που είναι γνωστό ως commedia erudita. Η κωμωδία του Στάθη, δεν ξέρουμε τον ποιητή, ούτε και με ακρίβεια τον χρόνο που γράφτηκε. Προς τα τελευταία χρόνια του 16ου ή τα πρώτα του 17ου αιώνα, και τείνουν ακόμη να παραδεχτούν πώς και του Στάθη ποιητής πρέπει να είναι ο Χορτάτσης. Έχουμε δύο ζευγάρια ερωτευμένων που αγαπιούνται κάπως περίεργα: η Φαίδρα αγαπά το νέο Χρύσιππο, αυτός όμως αγαπά τη Λαμπρούσα, ενώ τη Φαίδρα την αγαπά ο Πάμφιλος. Τον Φορτουνάτο, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου, ο οποίος πέθανε το 1662, η κωμωδία πρέπει να τοποθετηθεί στα λίγο προγενέστερα χρόνια. Η βασική υπόθεση είναι η ίδια, υπάρχει το ζευγάρι των ερωτευμένων νέων, ο γέρο ξεκουτιάρης και ο αναγνωρισμός του χαμένου παιδιού στο τέλος.


ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Ο Χορτάτσης έγραψε ένα δράμα ποιμενικό την Πανώρια (που παλιότερα ήταν γνωστή ως Γύπαρης), γραμμένο γύρω στα 1585-1590. Έχουμε επίσης τη Βοσκοπούλα. Δεν ξέρουμε ούτε το όνομα του συγγραφέα ούτε πότε ακριβώς γράφτηκε. Το 1627 που πρωτοτυπώθηκε φαίνεται πως ήταν κιόλας αρκετά γνωστό. Ο στίχος του δεν είναι ο δοκιμασμένος δεκαπεντασύλλαβος αλλά ένας απλοϊκός εντεκασύλλαβος συνταιριασμένος σε ρίμα ζευγαρωτή. Το θέμα της Πανώριας ακολουθεί το τυπικό σχήμα των αναρίθμητων ποιμενικών ιλαροτραγωδιών της Ιταλίας. Δύο ζευγάρια βοσκών: Ο Γύπαρης αγαπά την Πανώρια και ο Αλέξης την Αθούσα, οι βοσκοπούλες όμως δεν καταδέχονται τον έρωτά τους. Στο τέλος οι βοσκοί θα ικετεύσουν τη θεά Αφροδίτη και ο γιος της ο Έρωτας θα τις χτυπήσει με το τόξο του και θα φέρει έτσι την αίσια λύση. Τα κρητικά ποιμενικά έργα μολονότι μιμούνται τα ιταλικά πρότυπα, τα απαλλάσσουν από τη μυθολογική σκηνογραφία και φέρνουν αναπάντεχη δροσιά και απλότητα.

ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Η Θυσία του Αβραάμ, μια δραματοποίηση του γνωστού επεισοδίου της Π. Διαθήκης. Η δράση αρχίζει με την εμφάνιση του Αγγέλου στον κοιμισμένο Αβραάμ, ακολουθούν δραματικοί διάλογοι με τη Σάρρα, η πορεία προς τη θυσία, και το αίσιο τέλος. Το έργο πρέπει να γράφτηκε το 1635, τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1696. Η Θυσία είναι αναμφισβήτητα ένα δράμα θρησκευτικό, το ελληνικό έργο είναι από κάθε άποψη ανώτερο από το ασήμαντο ιταλικό. Δε χωρίζεται σε πράξεις και σκηνές και δεν τηρεί τις τρεις καθιερωμένες ενότητας. Δεν υπάρχουν επίσης χοροί και χορικά. Ο ποιητής της Θυσίας είναι ο ποιητής του Ερωτόκριτου, ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Το δραματικό έργο είναι ποίημα της νεότητας του, έτσι εξηγείται η τόλμη του και η επαναστατικότητά του. Ο Ερωτόκριτος είναι το ποίημα της ωριμότητας. «Ποίημα ερωτικόν», ονομάζει τον Ερωτόκριτο ο πρώτος εκδότης. Σωστότερο είναι να το ονομάσουμε αφηγηματικό ποίημα ή έμμετρο μυθιστόρημα. Στο προοίμιό του ο ποιητής μας λέει πως θα μιλήσει για του έρωτα τις μπόρεσες και για των αρμάτων τις ταραχές. Μας διηγείται σε πέντε μέρη και σε πάνω από 10.000 στίχους, την ερωτική ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, τις δυσκολίες και τα βάσανα τους, ως το τελικό αίσιο τέλος. Στην αρχαία εποχή και στην Αθήνα. Η Αρετούσα είναι η μοναχοκόρη του βασιλιά Ηρακλή, ο Ερωτόκριτος ο γιος του συμβούλου του. Μπορείς να ανοίξεις στην τύχη το βιβλίο, δεν υπάρχει ποτέ φόβος να πέσεις σ’ ένα σημείο ανιαρό ή λιγότερο ενδιαφέρον, ο ποιητής διατηρεί παντού την ανώτερη διάθεσή του που πηγάζει από πλούσιο απόθεμα εσωτερικό. Οι στίχοι του είναι από τους πιο μελωδικούς δεκαπεντασύλλαβους που έχουμε στη νεοελληνική λογοτεχνία. «Βιτσέντζος είναι ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος», πατρίδα του η Σητεία της ανατολικής Κρήτης. Αν είναι ωριμότερο έργο του ποιητή, όπως υποθέσαμε τότε θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά τη Θυσία του Αβραάμ, που γι’ αυτήν έχουμε μαρτυρημένη χρονολογία το 1635 και πριν από το 1645, χρονιά που άρχισε ο βενετοτουρκικός πόλεμος, ή έστω το 1648, όταν άρχισε η πολιορκία του Μεγάλου Κάστρου. Ο Ερωτόκριτος είναι το αριστούργημα της κρητικής λογοτεχνίας, είναι συνάμα και ένα έργο κορυφαίο της νεοελληνικής ποίησης ολόκληρης, ένα έργο ορόσημο. Πρώτη του έκδοση έχουμε, με καθυστέρηση, στη Βενετία το 1713. 

Λογοτεχνικά Ρεύματα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Yvonne Ayoub

Λογοτεχνικά Ρεύματα 

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο υπερρεαλισμός γεννιέται το 1924 στη Γαλλία, αρχηγός του κινήματος ο Andre Breton. Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας, έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει νέους ορίζοντες, να φτάσει σε μια υπέρ-πραγματικότητα, ξεφεύγοντας οριστικά από τον έλεγχο της λογικής και από κάθε είδους προκαταλήψεις, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Χρησιμοποιούν κάθε μέσο που θα μπορούσε να τους φέρει σε άμεση επαφή με το υποσυνείδητο: καταγραφή ονείρων, ύπνωση καθώς και την αυτόματη γραφή. Άρνηση κάθε περιορισμού, την απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, τους απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων και τις εντυπωσιακές εικόνες, καθώς και στοιχεία όπως το όνειρο, ο έρωτας, το χιούμορ, το παράλογο. Μας έκανε πολύ πιο δεκτικούς σε κάθε πειραματισμό, έδωσε σημαντική θέση στο χιούμορ και την ελευθερία του πνευματικού ανθρώπου, συμφιλίωσε κατά κάποιο τρόπο το όνειρο με την πραγματικότητα, το υποσυνείδητο με τη λογική και τη φαντασία με την καλλιτεχνική οργάνωση, ανανεώνοντας την ανθρώπινη έκφραση. Θεόδωρος Ντόρρος, Νικήτας Ράντος. Το 1953 ο Ανδρέας Εμπειρίκος δημοσίευσε την Υψικάμινο. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ως ένα σημείο ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Έκτορας Κακναβάτος, ο Μίλτος Σαχτούρης και στην πεζογραφία η Μέλπω Αξιώτη.


ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Τον Σεπτέμβριο του 1886, ο Γάλλος ποιητής Jean Moreas (πρόκειται για τον ελληνικής καταγωγής Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο) δημοσιεύει το μανιφέστο του συμβολισμού, που θα κυριαρχήσει στη γαλλική ποίηση ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Για τον συμβολιστή ποιητή, ο εξωτερικός κόσμος δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον, ωστόσο τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κ.τ.λ., με άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου. Τα χαρακτηριστικά της: η προσπάθεια απόδοσης των ψυχικών καταστάσεων με τρόπο έμμεσο και συμβολικό. Μια υπαινικτική και υποβλητική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μια αφθονία εικόνων και μεταφορών. Η αποφυγή της σαφήνειας και η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς και θολού, με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας και ονειροπόλησης. Η έντονη πνευματικότητα, ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός. Η προσπάθεια να ταυτιστεί η ποίηση με τη μουσική, με την έντονη μουσικότητα και τον υποβλητικό χαρακτήρα του στίχου. Οι πολλές τεχνικές, μορφολογικές και εκφραστικές καινοτομίες: χαλαρή ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος ή ελεύθερος στίχος, πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ιδιόρρυθμη σύνταξη, νέο λεξιλόγιο. Ο περιορισμός του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος στο ελάχιστο: η ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό και ηθικο-διδακτικό στοιχείο, καθώς και από ρητορισμούς ή θέματα του δημόσιου βίου. Το ποίημα δεν έχει πλέον ως στόχο τη μίμηση της φύσης, του εξωτερικού κόσμου ή της πραγματικότητας αλλά τη δημιουργία ενός άλλου, διαφορετικού, ποιητικού περιεχομένου. Το νέο ρεύμα κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, λίγο μετά τον παρνασσισμό. Οι Έλληνες ποιητές κυρίως οικειοποιούνται δύο βασικές αρχές: Τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα της ποίησης, που στρέφει νου και αισθήματα προς την υψηλότερη σφαίρα των ιδεών. Και την αίσθηση του ποιητή ότι όταν κάποιος μπορέσει να φτάσει σε αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως έναν ταπεινό τόπο μελαγχολίας και απελπισίας. Οι αυθεντικοί συμβολιστές στη χώρα μας είναι ελάχιστοι: Γιάννης Καμπύσης, Σπήλιος Πασαγιάννης και Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, προσπάθησε να εφαρμόσει το συμβολισμό στην πεζογραφία με το μυθιστόρημα Το φθινόπωρο (1917). Συμβολιστικά στοιχεία μπορούμε να αναγνωρίσουμε στους: Λορέντζο Μαβίλη, Ιωάννη Γρυπάρη, Λάμπρο Πορφύρα, Κωστή Παλαμά, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ζαχαρία Παπαντωνίου. Στα 1920 κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένοι ποιητές τους οποίους συνήθως εντάσσουμε στη λεγόμενη ομάδα του νεοσυμβολισμού. Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη. Όλοι αυτοί, κυρίως στο διάστημα της δεκαετίας 1920-1930 γίνονται συντελεστές ορισμένων ουσιαστικών αλλαγών: απομακρύνονται και αποδεσμεύονται από την παλαμική μεγαλοστομία και από τον ποιητικό ρητορισμό. Εισάγουν το χαμηλόφωνο και ιδιαίτερα μουσικό τόνο στην ποίησή τους και γίνονται εκφραστές κυρίως τραυματικών συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων. Είναι οπαδοί του χαμηλού και ήπιου λυρισμού, που εκφράζει κυρίως τους εσωτερικούς ψυχικούς κυματισμούς του μεμονωμένου και μοναχικού ατόμου. Εκφράζει το άτομο το τραυματισμένο από τη γύρω σκληρή πραγματικότητα, που όμως αποσύρθηκε στον εαυτό του και αναζητά τη λύτρωση στη φυγή προς το παρελθόν και στη νοσταλγία για ό,τι έχει περάσει και χαθεί οριστικά.


ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Ο ρομαντισμός κυριαρχεί από τα τέλη του 18ου αιώνα ως και τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα στις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ με κάποια καθυστέρηση εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Ο ρομαντικός ποιητής συγκρούεται με τον κλασικισμό και το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού. Αμφισβητεί όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, τις ηθικές αξίες του κλασικού παρελθόντος και γενικά την παράδοση. Στη θέση όλων αυτών τοποθετεί το συναίσθημα και τη φαντασία, το απόλυτο και το υπερβολικό, το συγκινησιακό και το ιδανικό. Ο δημιουργός αισθάνεται πλέον απόλυτα ελεύθερος να αποκαλύψει μέσα από την τέχνη την προσωπική του ιδιοφυΐα και κάθε του διαίσθηση. Όλα αυτά οδηγούν το ρομαντισμό στα παράδοξο και το μυστηριώδες, το όνειρο, το υπερφυσικό και τον εξωτισμό, το ασαφές και το συγκεχυμένο, σε συνδυασμό με μια διάχυτη μελαγχολία και απαισιοδοξία, καθώς και μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα (όχι όμως για το κλασικό παρελθόν). Από πλευράς μορφής, καταργούνται πολλοί παραδοσιακοί κανόνες και βλέπουμε ποιητικό ρυθμό στην πεζογραφία ή το αντίστροφο, το λεξιλόγιο διευρύνεται και η εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του έργου, μαζί με τον έντονο ρυθμό και τα ηχητικά τεχνάσματα. Στη θεματογραφία υπάρχει μια ιδιαίτερη εμμονή στο «εγώ» του δημιουργού ή του ήρωα, ένας έντονος δηλαδή ατομικισμός και εγωκεντρισμός. η προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας (συνήθως μελαγχολικός ή καταδικασμένος), ο ηρωισμός και οι αγώνες για την ελευθερία. Οι ρομαντικοί αρέσκονται στη χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών. Ο ρομαντισμός ενδιαφέρεται για τη σύνδεση τέχνης και ζωής. Γι’ αυτό και αγκαλιάζει τους αγώνες των λαών για ελευθερία, δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία, πιστεύει στα ιδανικά της επανάστασης και γενικά επιδιώκει την πολιτική δράση. Καλλιεργώντας το πάθος, την περιπέτεια, ο ρομαντισμός δίνει την ευκαιρία στους ευρωπαίους να ανακαλύψουν μακρινές περιοχές. Στη νεοελληνική λογοτεχνία ο ρομαντισμός κυριαρχεί ανάμεσα στα χρόνια 1830-1880. Γρήγορα θα ξεπέσουν σε μια πολύ επιτηδευμένη μελαγχολία και προσποιητή ερωτική θλίψη, ενώ οι πατριωτικές τους εξάρσεις θα συνοδεύονται από μεγαλοστομία και βερμπαλισμό. Η χρήση της καθαρεύουσας ως μοναδικής κατάλληλης για την τέχνη γλώσσας, θα τους φέρει πολύ πιο κοντά στην παράδοση παρά στην ανανέωση, ενώ θα τους οδηγήσει σε πολυλογία, αμετροέπεια, υπερβολή και αβασάνιστη στιχουργία. Εκπροσωπείται κυρίως από τη λεγόμενη Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή ή τους Φαναριώτες. Παναγιώτη και Αλέξανδρο Σούτσο, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Ιωάννη Καρασούτσα, Γεώργιο Ζαλοκώστα, Θεόδωρο Ορφανίδη, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Αχιλλέα Παράσχο. Κάποια ρομαντικά στοιχεία μπορούμε να βρούμε στην ποίηση Επτανήσιων ποιητών. Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Κάλβος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Μάλιστα, κατά ένα περίεργο τρόπο σε αυτούς έχουμε την πιο υγιή και επιτυχημένη εκμετάλλευση των ρομαντικών αυτών στοιχείων. Ο ρομαντισμός είναι αυτός που αναλαμβάνει να δώσει διέξοδο και στην άλλη του διάσταση, τη συναισθηματική – ψυχολογική. Ο ρομαντισμός έφτασε πολλές φορές όχι μόνο στην υπερβολή αλλά και στην αποτυχία ως προς το αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.


ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο ρεαλισμός, η προσπάθεια δηλαδή για μια όσο το δυνατόν πιο πιστή και αντικειμενική απόδοση του εξω-κειμενικού κόσμου, υπήρχε ανέκαθεν στη λογοτεχνία. Τον όρο αυτό χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε μια τεχνοτροπία που εμφανίστηκε στα μισά του 19ου αιώνα. Εκδηλώνεται αρχικά στη Γαλλία, με πρώτο εκπρόσωπο τον Gustav Flaubert με το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρί. Η λογοτεχνία θέτει πλέον ως πρώτο στόχο της την πιστή απόδοση της πραγματικότητας, όπως βέβαια την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός. Οι ρεαλιστές καλλιεργούν κυρίως το είδος του μυθιστορήματος και θεωρητικά επιδιώκουν την αντικειμενικότητα. Για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, θετικά στοιχεία θεωρούνται η αληθοφάνεια και η πειστικότητα. Οι συγγραφείς δε στοχεύουν καθόλου στον εντυπωσιασμό αλλά αφήνουν την πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της. Επιλέγουν θέματα οικεία στον αναγνώστη και σε γενικές γραμμές συνηθισμένα, προβάλλοντας τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Με συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, έχουμε το λεγόμενο ψυχολογικό ρεαλισμό. Από την άλλη όταν ο συγγραφέας επιμένει κυρίως στην απεικόνιση των κοινωνικών σχέσεων γεννιέται ο κοινωνικός ρεαλισμός. Ακραία μορφή του ρεαλισμού ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, καθιερώθηκε στη Σοβιετική Ένωση από το 1934 και μετά, με απόφαση του κόμματος. Στη νεοελληνική λογοτεχνία ο ρεαλισμός εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Πρόδρομοι τα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, 1855 και 1866 αντίστοιχα. Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, αγνώστου 1870, και ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα το 1879, τα πρώτα ρεαλιστικά αφηγήματα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στη συνέχεια από την εποχή της ηθογραφίας και μετά, η νεοελληνική λογοτεχνία καλλιεργεί συστηματικά το ρεαλισμό σε όλες του τις μορφές.


ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ
Ο παρνασσισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται στη Γαλλία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ως αντίδραση προς το ρομαντισμό. Ο παρνασσισμός δίνει μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της έκφρασης, στη λεπτομέρεια, προσπαθεί να καλλιεργήσει μιαν απρόσωπη και αντικειμενική ποίηση, εκφράζοντας το επιστημονικό πνεύμα της εποχής. Σε ό,τι αφορά την επεξεργασία του στίχου σέβεται τους ρυθμικούς, μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες, καθώς και την ομοιοκαταληξία και γενικά ενδιαφέρεται υπερβολικά για τη μορφή. Οι παρνασσικοί ποιητές αντλούν τα θέματά και τις εικόνες από τη μυθολογία και την ιστορία, αναζητούν την έμπνευση στους χαμένους πολιτισμούς της αρχαιότητας, ιδίως στον ελληνικό και τον ινδικό. Αυτό που τελικά επιδιώκουν είναι η απουσία κάθε συναισθήματος, πάθους ή έντασης. Θέλουν να εκφράσουν την ηρεμία, τη γαλήνη, την απάθεια, υιοθετούν την πλαστικότητα και την αρμονία της κλασικής τέχνης. Το ποίημα πρέπει να έχει την ομορφιά ενός αρχαίου αγάλματος. Στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν το απόλυτα ισορροπημένο και ψυχρό ποιητικό τόνο, δημιούργησαν μια ποίηση χωρίς αληθινή ζωή ή ανθρώπινη παρουσία. Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο παρνασσισμός κάνει την εμφάνισή του με την ποιητική γενιά του 1880, τη λεγόμενη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Εμφανίζεται και εδώ ως αντίδραση στο ρομαντισμό, με όλα τα χαρακτηριστικά του γαλλικού παρνασσισμού και τα θετικά και τα αρνητικά. Ο παρνασσισμός αρνείται την καθαρεύουσα και στρέφεται προς τη δημοτική. Παρνασσικά ποιήματα έγραψαν κυρίως: Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Δροσίνης, Ν. Καμπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, και οι μεταγενέστεροι Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης. Με τον παρνασσισμό η ελληνική ποίηση επανέρχεται σε μια ισορροπία, μετά το ξέφρενο συναισθηματικό και πολύ συχνά αρρωστημένο ξέσπασμα του ρομαντισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας, καθώς και η επεξεργασία του στίχου, στοιχεία που απέρριπταν ή δε φρόντιζαν οι ρομαντικοί.


ΝΕΟΤΕΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η νεοελληνική ποίηση διακρίνεται σε: παραδοσιακή και νεοτερική ποίηση. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοτερικής ποίησης: ελεύθερος στίχος που δεν έχει τα γνωρίσματα του μέτρου, του ρυθμού. Δεν κατανέμεται και δεν οργανώνεται σε στροφές σταθερής μορφής. Οι στίχοι δεν έχουν ορισμένο αριθμό συλλαβών. Ορισμένες φορές δεν κατανέμεται σε στίχους. Ο νεοτερικός ποιητής δε θηρεύει πια τη σπάνια, την εντυπωσιακή λέξη. Εκφραστική τόλμη. Στη ποίηση αυτή συσχετίζονται λέξεις και έννοιες αταίριαστες και ασύμβατες. Οι λέξεις μοιάζουν να ξαναγεννιούνται. Η νεοτερική ποίηση δε φανερώνει και δεν αποκαλύπτει εύκολα τη θεματική της ουσία. Συνήθως κρύβει το θέμα της ή το μισοφωτίζει. Αυτός όμως ο κλειστός χαρακτήρας είναι που την κάνει και ιδιαίτερα γοητευτική στην ανάγνωση. Δεν έχει πάντα ένα καθαρό νοηματικό ειρμό, είναι ποίηση των υπαινιγμών, πυκνή και όχι αναλυτική, είναι κρυπτική.


ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ
Ο νατουραλισμός εμφανίζεται στη Γαλλία, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, εισηγητής και εκπρόσωπος ο Emil Zola. Συνδέεται αποκλειστικά με το μυθιστόρημα και αποτελεί την πιο ακραία εκδοχή του ρεαλισμού. Επιλέγει απλά θέματα από την καθημερινή ζωή, προσπαθεί να μιμηθεί, να αναπαραστήσει δηλαδή πιστά την πραγματικότητα. Ασκεί κριτική απέναντι στην κοινωνία της εποχής, η οποία στο νατουραλισμό γίνεται ο πρώτος στόχος και εμφανίζεται πραγματικά πολύ σκληρή. Καταγγέλλει μέσα από το έργο την κοινωνική εξαθλίωση, τις απαράδεκτες συνθήκες. Η κοινωνία μας δεν είναι αντάξια του ανθρώπου, στα έργα τους υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής. Φιλοδοξούν να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κοινού. Επιδιώκουν την πιστή, τη φωτογραφική σχεδόν απόδοση της πραγματικότητας. Οι εξαντλητικές περιγραφές, λοιπόν, χωρών, ανθρώπων, καταστάσεων. Η επιλογή ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες, οι απόκληροι, τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι. Επιμένουν στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής και δρα κάτω από συνεχείς καταναγκασμούς. Νατουραλιστικά στοιχεία συναντάμε σε πολλά πεζά έργα της εποχής (τέλη 19ου αιώνα – αρχές 20ου) με κυριότερο το Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα.


ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Με τον όρο μοντερνισμός δηλώνουμε συνήθως μια σειρά από τάσεις. Η αρχή τους τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η πλήρης ανάπτυξή του στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ένα πνευματικό κίνημα, που εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό πολιτισμό, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες και επιχείρησε να καταργήσει όλους τους καθιερωμένους κανόνες. Ο βασικός αντίπαλος με τον οποίο αναμετρήθηκε η μοντερνιστική πεζογραφία ήταν ο ρεαλισμός.
Προδρομικές μορφές του νεοτερικού ποιητικού λόγου μπορούν να θεωρηθούν ποιητές όπως ο Κ. Π. Καβάφης και ο Κ. Καρυωτάκης. Η οριστική επικράτηση και καθιέρωση της μοντέρνας ποιητικής γραφής στη χώρα μας έρχεται με τη γενιά του τριάντα. Η επονομαζόμενη σχολή της Θεσσαλονίκης γίνεται το λίκνο του ελληνικού μοντερνιστικού μυθιστορήματος.


ΜΑΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο όρος χαρακτηρίζει την τάση ορισμένων Γερμανών ζωγράφων αρχικά εξπρεσιονιστών, οι οποίοι παρουσίαζαν την πραγματικότητα με υπερβολική ακρίβεια και ταυτόχρονα με μια επιθετικότητα και μια ωμότητα που οδηγούσε στην παραμόρφωση. Λέγοντας μαγικός ρεαλισμός στη λογοτεχνία, και κυρίως στην πεζογραφία, εννοούμε ένα μίγμα φαντασιακών στοιχείων από τη μια πλευρά, και ρεαλισμού από την άλλη. Υπάρχουν άφθονα μη ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία προβάλλονται πάνω σε ένα ρεαλιστικό φόντο. Στην Ελλάδα σχετικά επιτυχημένη εκμετάλλευση φαντασιακών στοιχείων επάνω σε έναν κατά τα άλλα ρεαλιστικό ιστό έχουμε στα μυθιστορήματα, Ο υπνοβάτης της Μαργαρίτας Καραπάνου και Με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΕΝΙΕΣ
- Η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1940-1960), οι οποίοι γράφουν συνήθως ολιγόστιχα ποιήματα που τα χαρακτηρίζει μια εσωστρέφεια και ένας ελεγειακός τόνος.
- Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά η οποία και κυριαρχεί στη δεκαετία του 60
- Η τρίτη μεταπολεμική ποιητική γενιά ή η γενιά του 70, λέγεται και η γενιά της αμφισβήτησης.
- Η τέταρτη μεταπολεμική ποιητική γενιά ή γενιά του 80, λέγεται και γενιά του ιδιωτικού οράματος


ΚΑΘΑΡΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η λεγόμενη καθαρή ποίηση προήλθε μέσα από το συμβολισμό, αποτελεί ένα είδος προέκτασης του συμβολισμού και εκφράζει τα πιο ακραία του όρια. Στην ποίηση αυτή το πρωταρχικό και το βαρύνον στοιχείο δεν είναι το περιεχόμενο, αλλά η δημιουργία μιας μουσικότητας και μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας. Επιδιώκει καινούριους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι το ποίημα απευθύνεται πιο πολύ στην ακοή και στο συναίσθημα του αναγνώστη. Η ποίηση του, μια και περιορίζει στο ελάχιστο το νοηματικό περιεχόμενο του ποιήματος, εκφράζει κυρίως ψυχικές καταστάσεις και διαθέσεις.


ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηθογραφία αποτελεί μια τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας, ξεκινά λίγο μετά το 1880 και συνεχίζεται ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τα ηθογραφικά κείμενα έχουν ως στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού, ήρωες πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου. Η ηθογραφία είναι ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό, η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού. Έχει επηρεαστεί από την επιστήμη της λαογραφίας, που αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα μας από το 1870 και μετά, με κυριότερο εκπρόσωπο το Νικόλαο Πολίτη. Το έδαφος προετοιμάζεται με το μυθιστόρημα του Δημήτριου Βικέλα Λουκής Λάρας του 1879. Η ηθογραφία γεννιέται το 1883 όταν το περιοδικό Εστία προκηρύσσει διαγωνισμό για τη συγγραφή διηγήματος με θέμα ελληνικό. Μέσα στην πενταετία 1883-1888 εμφανίζονται όλοι οι σημαντικοί εκπρόσωποι της ηθογραφίας, καταρχήν ο Γεώργιος Βιζυηνός που θεωρείται ο βασικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος καθώς και: Ο Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Κρυστάλλης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης, Αργύρης Εφταλιώτης. Γνωρίσματα: Ένας έντονος λυρισμός, και εμπνέονται συνήθως από τα προσωπικά βιώματα και τις εμπειρίες των ίδιων των συγγραφέων. Με πλαίσιο τον τόπο καταγωγής τους. Εθιμογραφία, λαογραφία, αναλυτική καταγραφή των εθίμων και των ηθών του λαού. Απεικόνιση της ζωής στην ύπαιθρο και το χωριό, στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα ελληνικής ζωής (η αστική ζωή δεν έχει πραγματικά αρχίσει). Η γενιά του 1880 συνδέεται με το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο πήρε θέση υπέρ του δημοτικισμού. Σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι του λαού και φυσικά μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική, χρησιμοποιώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς τους. Άλλοι έδωσαν σπουδαία έργα και οδήγησαν σταδιακά στο πέρασμα από την ηθογραφία προς το ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Διάφορα ηθικοπλαστικά διδάγματα, συστηματική καλλιέργεια ενός πατριωτικού φρονήματος και μιας εθνικής ιδεολογίας.

Η γενιά του 1930

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vladimir Kush

Η γενιά του 1930

Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται στην Ευρώπη ένα νέο πνευματικό κίνημα, ο Μοντερνισμός (modernismo), το οποίο είχε ως στόχο την ανανέωση σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα, τις επιστήμες, αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Ο όρος «μοντερνισμός» έχει λατινική προέλευση: modo (=μόλις τώρα, πρόσφατα: αφαιρετική του modus= τρόπος). «Μοντέρνο» γενικά είναι το σύγχρονο, το καινοφανές, ενώ μοντέρνο ποίημα θεωρείται εκείνο που έχει ελεύθερο στίχο, δραματικότητα, καθημερινό λεξιλόγιο και ιδιαίτερα σκοτεινό, υπαινικτικό περιεχόμενο (Βαγενάς 1994: 26).
Ο Μοντερνισμός αμφισβήτησε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις και έδειξε διάθεση πειραματισμού για νέες μορφές. Στην πεζογραφία, ο εσωτερικός μονόλογος, η ενδοσκόπηση και η συνειρμική τεχνική υποκαθιστούν τη ρεαλιστική αφήγηση. Η αφηγηματική συνοχή και η ρεαλιστική πλοκή διασπώνται και η γύρω πραγματικότητα αντανακλάται ρευστά και υποκειμενικά. Ο παντογνώστης αφηγητής παραχωρεί τη θέση του σε έναν ή περισσότερους ήρωες - αφηγητές με υποκειμενική οπτική γωνία. Στην ποίηση, ο Μοντερνισμός εκδηλώνεται με την άρνηση των παραδοσιακών κανόνων. Οι στίχοι απελευθερώνονται από μετρικές ή άλλες δεσμεύσεις, ακόμα και από τη γραμματική, το συντακτικό και τα σημεία στίξης. Αφθονούν τα σύμβολα, οι εικόνες και οι μεταφορές. Το περίτεχνο ύφος των συμβολιστικών ποιημάτων υποχωρεί και ο λόγος αποκτά απλότητα, πυκνότητα, ελλειπτικότητα και συντομία. Σε συνδυασμό με την επίδραση της ψυχανάλυσης και την απελευθέρωση της φαντασίας και του ονείρου, η γραφή γίνεται συνειρμική, υπαινικτική και πολύσημη. Ο Μοντερνισμός έστρεψε την προσοχή του στις ρίζες της παράδοσης και έδωσε έμφαση στη συμβολική έκφραση των προσωπικών συγκινήσεων, στην ανανέωση της μορφής και τη δυναμική των λέξεων.
Η στροφή προς το παρελθόν, ιδιαίτερα στην κλασική αρχαιότητα, οδήγησε τους μοντερνιστές στη χρήση του μύθου για να εκφράσουν συμβολικά καταστάσεις και συναισθήματα. Τον μύθο αξιοποιούσαν και τα ρεύματα του Κλασικισμού, του Παρνασσισμού και του Συμβολισμού, αλλά με απόλυτη πιστότητα προς τα πρόσωπα και τις ιστορίες, ενώ ο Μοντερνισμός τον χρησιμοποιεί με τρόπο δραματικό: ο μύθος, δηλαδή, προσαρμόζεται στην εποχή και την περίσταση προσφέροντας στον ποιητή το κατάλληλο «προσωπείο» για να διατυπώσει την εμπειρία του, κοινή ή προσωπική. Μια τέτοια χρήση του μύθου παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιητικά έργα του Μοντερνισμού, την Έρημη Χώρα (1922) του Τ.Σ. Έλιοτ. Μοντερνιστικά στοιχεία εντοπίζονται σε πολλούς ποιητές (Καβάφης, Καρυωτάκης, Παπατσώνης), αλλά τις τάσεις του Μοντερνισμού ακολουθεί στην Ελλάδα κυρίως ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος με την ποιητική του συλλογή Στροφή (1931) σηματοδοτεί βαθιές αλλαγές στην ελληνική λογοτεχνία. Η ποίησή του επηρεασμένη από τους Γάλλους συμβολιστές και ιδιαίτερα από την καθαρή ποίηση του Μαλαρμέ και του Βαλερί, αλλά και από τη μυθική μέθοδο του Έλιοτ, αναζητά το προσωπικό του ύφος στη δραματική αξιοποίηση των αρχαίων μύθων, στη συμβολική αισθητοποίηση των βαθύτερων ψυχικών και νοητικών βιωμάτων και στην καθαρή, λεκτικά πυκνή, εκφορά της ιδέας, με τόνους χαμηλούς, λυρικούς και βαθυστόχαστους. Βέβαια, ο Γ. Σεφέρης ακολουθεί τα διδάγματα του Μοντερνισμού, κυρίως στο Μυθιστόρημα (1935). Στον Μοντερνισμό εντάσσονται και άλλοι ποιητές της λεγόμενης γενιάς του ’30, όπως οι: Ρίτσος, Ελύτης και Βρεττάκος.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Ευρώπη από τον Μοντερνισμό πηγάζουν τα λεγόμενα κινήματα της Πρωτοπορίας (Avant-garde): Φουτουρισμός, Εξπρεσιονισμός,
Νταντά, Υπερρεαλισμός. Τα κινήματα αυτά κρατούν από τον Μοντερνισμό την τάση προς την εκφραστική ανανέωση, την αναγνώριση της πολυμορφίας και της δύναμης της γλώσσας, την αμφισβήτηση της λογικής συνοχής του εξωτερικού κόσμου, καθώς και την έμφαση στη μνήμη και το υποσυνείδητο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκδηλώθηκαν με τρόπους ριζοσπαστικούς, όπως ομαδικές συγκεντρώσεις, μανιφέστα, μαχητικά περιοδικά, και διακήρυξαν την ανατροπή σε όλους τους τομείς: κοινωνία, πολιτική, οικονομία, λογοτεχνία, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μοντερνιστές, οι οποίοι διατήρησαν τον σεβασμό προς το παρελθόν και την παράδοση. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των κινημάτων της Πρωτοπορίας είχαν ενστερνιστεί τον μαρξισμό και διεκδικούσαν την αλλαγή με μαζικότητα και επαναστατικότητα. Ωστόσο, παρά τις διαφορές μεταξύ τους έχουν και κοινά στοιχεία,
όπως γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης (1990: 171): «Όταν κατακαθίσει η σκόνη των ιδεολογικών διαφορών, θα φανεί ότι οι τεχνικές του μοντερνισμού και υπερρεαλισμού συγγενεύουν, εφάπτονται και συνοδοιπορούν, τόσο που καμιά φορά να μην διακρίνονται ….»Το μεγαλύτερο κίνημα της πρωτοπορίας είναι ο Υπερρεαλισμός ή Σουρεαλισμός, όροι ταυτόσημοι. Γεννήθηκε στη Γαλλία το 1924 με το σουρεαλιστικό μανιφέστο του Μπρετόν (Breton) και ήταν ένα τολμηρό, επαναστατικό, λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό, αλλά και κοινωνικό-πολιτικό κίνημα: Κάτω από την επίδραση του μαρξισμού, φιλοδόξησε να αλλάξει τον κόσμο, ενώ υπό την επήρεια της φροϋδικής ψυχανάλυσης επιχείρησε να αναδείξει το ασυνείδητο, το όνειρο και τη φαντασία, χρησιμοποιώντας ως μέσα την ύπνωση και την αυτόματη γραφή, με αποτέλεσμα να συντελούνται ποικίλες ανατροπές σε κάθε επίπεδο: μορφολογικό, συντακτικό, γραμματικό. Η γλώσσα απέκτησε τη δική της αισθητική και οι λέξεις μια νέα δυναμική. Σύντομα όμως η αυτόματη γραφή εγκαταλείφθηκε, αφού οι ποιητές, μέσα από τις φαινομενικά αυθαίρετες και παράλογες εικόνες τους, δημιουργούσαν συγκεκριμένες λεκτικές εντυπώσεις και συνειρμούς.
Οι πρώτες υπερρεαλιστικές επιδράσεις ανιχνεύονται στην ελληνική λογοτεχνία στην ποίηση του Νικόλαου Καλαμάρη ή Κάλας ή Νικήτα Ράντου, ο γνησιότερος όμως εκπρόσωπος του ελληνικού υπερρεαλισμού είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος με την Υψικάμινό του (1935). Παρά τις αντιδράσεις που αρχικά προκάλεσε ο υπερρεαλισμός, τον ενστερνίστηκαν πολλοί Έλληνες ποιητές, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ο Οδυσσέας Ελύτης, ιδίως στις πρώτες ποιητικές συλλογές του (Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί).
Στην πεζογραφία του Μεσοπολέμου οι Έλληνες λογοτέχνες καταγράφουν τη συγκλονιστική εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής και τις συνακόλουθες περιπέτειες των προσφύγων. Σπουδαίοι πεζογράφοι της γενιάς αυτής είναι ο Φώτης Κόντογλου, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης κ.ά.
Σημαντική παρουσία έχει αργότερα και ο κύκλος πεζογράφων που συγκεντρώνονται στη Θεσσαλονίκη και επηρεάζονται από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, ιδιαίτερα ως προς την τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου», όπως οι Νίκος Μπακόλας, Στέλιος Ξεφλούδας, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Ν.Γ. Πεντζίκης κ.ά.

Η γενιά του 1920

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vladimir Kush

Η γενιά του 1920

Ο μεσοπόλεμος υπήρξε μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδος για τη νεοελληνική λογοτεχνία και σημάδεψε την κατοπινή της πορεία. Η ποίηση επηρεάζεται από το νέο λογοτεχνικό ρεύμα που γεννήθηκε στην Ευρώπη (τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα), τον Συμβολισμό, ως αντίδραση προς την «ψυχρότητα» μορφής και περιεχομένου που εξέφραζε ο Παρνασσισμός. Όπως φαίνεται και από το όνομά του, ο Συμβολισμός χρησιμοποιεί σύμβολα για να εκφράσει ιδέες, συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις. Οι πρώτοι συμβολιστές αυτοαποκλήθηκαν «παρακμίες» (decadents), ιδέα που προήλθε από ένα στίχο του Βερλέν (Verlaine): «Είμαι η Ρώμη στο τέλος της παρακμής της» (Αργυρίου 1979: 23).
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η μουσικότητα, η υποβλητικότητα και η μελαγχολική διάθεση, που δημιουργούν ένα αίσθημα ασάφειας και ρευστότητας. Η αυστηρή μετρική χαλαρώνει και εισάγεται νέο λεξιλόγιο: επιλέγονται οι λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά συναισθήματα. Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών καταστάσεων και το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο (Καρβέλης 1983: 16).
Στην Ελλάδα παρατηρούνται δύο ομάδες συμβολιστών ποιητών: η πρώτη εμφανίζεται γύρω στο 1900-1910 και αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη μεταπαλαμική γενιά με σαφείς ανανεωτικές τάσεις σε σχέση με τη γενιά του Παλαμά. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ποιητές: Γιάννης Καμπύσης, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Σπήλιος Πασαγιάννης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Λάμπρος Πορφύρας, Ιωάννης Γρυπάρης κ.ά. Η δεύτερη ομάδα κάνει την εμφάνισή της γύρω στο 1910-1920 και γράφει ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ποιητές: Απόστολος Μελαχρινός, Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μήτσος Παπανικολάου, Αναστάσιος Δρίβας, Κώστας Ουράνης, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Τέλλος Άγρας, Τάκης Παπατσώνης (ο προάγγελος του Μοντερνισμού), κ.ά. Οι συμβολιστές της πρώτης ομάδας διατηρούν περισσότερους δεσμούς με την παράδοση, ενώ παράλληλα «έδωσαν στο ποίημα μια πιο φιλτραρισμένη λυρική ουσία και θέλησαν να εκφράσουν λεπτότερες συναισθηματικές αποχρώσεις, εισάγοντας ταυτόχρονα τον συμβολισμό, τον αισθητισμό και τα ρεύματα της Ευρώπης και του Βορρά» (Στεργιόπουλος 1980: 17).
Οι συμβολιστές της δεύτερης ομάδας (που διακρίνονται από τους άλλους με το όνομα «νεοσυμβολιστές») εκφράζουν μέσα από την τέχνη τους γενική κόπωση και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Η κυριότερη διαφορά της δεύτερης ομάδας ποιητών από τους συμβολιστές της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς έγκειται στην ανατροπή της λογικής συγκρότησης του ποιήματος (Καρβέλης 1983: 25). Από τους νεοσυμβολιστές ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης, που, τσακισμένος από την καθημερινή ανία και επιτήδευση κι αρνούμενος να συμβιβαστεί με την υποκρισία γύρω του, σαρκάζει και στηλιτεύει με την ποίησή του το πνεύμα της διάλυσης που χαρακτηρίζει την εποχή του. Η ποίηση του Καρυωτάκη, ιδιαίτερα μετά την αυτοκτονία του, άσκησε μεγάλη επίδραση στους σύγχρονους ποιητές αλλά και στους μετέπειτα, οι οποίοι προσπάθησαν να τη μιμηθούν. Η τάση μίμησης της καρυωτακικής ποίησης ονομάστηκε «καρυωτακισμός» και είχε ως κύρια χαρακτηριστικά ένα αίσθημα διάχυτης μελαγχολίας και αναίτιας θλίψης, μια πεισιθάνατη διάθεση και άρνηση σε όλα, ένα αίσθημα νοσηρότητας και παρακμής κ.ά. Εξαίρεση σ’ αυτό το πνεύμα απογοήτευσης που κυριάρχησε αποτέλεσε η ποίηση του Παπατσώνη, που διαπνέεται από την αισιοδοξία που προσδίδει στον άνθρωπο η πίστη.
Στην πεζογραφία, στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα ξεχωρίζουν ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που υπερβαίνουν την ηθογραφία και πειραματίζονται με νέους εκφραστικούς τρόπους. Ο Χατζόπουλος, μάλιστα, υιοθετεί τον Συμβολισμό και στην πεζογραφία. Σύμφωνα με τον Beaton (1996: 138-139): «Σε γενικές γραμμές, οι πεζογράφοι κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κυρίως κατηγορίες: σε εκείνους που παρουσιάζουν τη σύγχρονη αστική (κυρίως αθηναϊκή) ζωή σε ένα ευρύ φόντο χωρίς να εξαγγέλλουν κανένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, σε εκείνους που εστιάζονται στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου και συνειδητά υιοθετούν την τεχνική της συμβολιστικής ποίησης· και τέλος (κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης) σε εκείνους που απεικονίζουν την κοινωνία κατά τρόπο που κατευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από ένα συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον της κοινωνίας (το “Ιδεολογικό” μυθιστόρημα). Στην πράξη, οι τρεις αυτές κατηγορίες συγγενεύουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ηθογραφικό ρεαλισμό της προηγούμενης περιόδου».

Μεταπολεμική Πεζογραφία

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sigitas Staniunas

Μεταπολεμική Πεζογραφία

Κρίσεις για τη μεταπολεμική πεζογραφία


«Μεταπολεμικούς πεζογράφους θεωρούμε […] όσους: α) πρωτοεμφανίζονται εκδίδοντας σε βιβλίο το έργο τους από το 1943 και έπειτα, και β) αποκλείονται όσοι πριν από το 1943 έχουν έστω και μικρή εκδοτική δραστηριότητα είτε στην πεζογραφία είτε σε άλλους τομείς της λογοτεχνίας ή της κριτικής».

(Αλεξ. Αργυρίου, Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Α΄, Εισαγωγή, Σοκόλης,
Αθήνα, 1992, σελ. 20)

«Η λογοτεχνική δημιουργία -όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία- κρίνεται συνήθως ως η πιο ελεύθερη πράξη. Αλλά αυτό είναι πολύ γενικό. Επειδή, δηλαδή, ο δημιουργός διαμορφώνεται μέσα σ’ ένα ορισμένο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, η συνάφεια του λογοτεχνικού έργου και της εποχής, μέσα στην οποία ο δημιουργός διαμορφώθηκε είναι πολύ στενή. Και παραμένει ιδιαίτερα στενή στη Μεταπολεμική Πεζογραφία για τους λόγους που θα ιδούμε σε λίγο, τόσο στενή μάλιστα, που δε θα ήταν δυνατό να την κατανοήσουμε στο βάθος της, αν δεν αναλογιζόμασταν τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε.
Υπενθυμίζω λοιπόν σύντομα:
Είναι πρώτα-πρώτα ο πόλεμος του ’40, απρόκλητος και γι’ αυτό άδικος, και συνάμα άνισος. Καθώς μάλιστα διεξάγεται υπό δικτατορική διακυβέρνηση εναντίον ενός φασιστικού καθεστώτος, παίρνει -για πολλούς- ιδιαίτερο περιεχόμενο και δημιουργεί ελπίδες και για την εσωτερική απελευθέρωση. Κι ακόμα: οι νίκες στο αλβανικό μέτωπο ανορθώνουν το ηθικό ενός λαού που δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη δοκιμασία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Την ευφορία αυτή διαδέχεται η Γερμανική Κατοχή: πείνα και δυστυχία, δοσιλογισμός και μαυραγοριτισμός, αλλά και Αντίσταση και εθνική ανάταση και οραματισμοί για την επαύριον. Και συγχρόνως: οξείς ανταγωνισμοί και οι πρώτες εμφύλιες αντιπαρατάξεις -συχνά αιματηρές. Ισχυρή πάντως είναι η εντύπωση πως ένας κόσμος καταλύεται και ένας άλλος καλύτερος γεννιέται και, λίγο-πολύ, όλοι αισθάνονται υποχρεωμένοι, με χίλιους τρόπους, να μπουν στο πολιτικό παιγνίδι -επικίνδυνο ή αθώο κατά τις περιπτώσεις και τις περιστάσεις. Μετά την απελευθέρωση και τις τραγικές συγκρούσεις που διέψευσαν αμέσως τις ελπίδες, ακολούθησε μια διετία όχι απλώς αμφίβολης ειρήνης, αλλά κυριολεκτικά εφιαλτική, όπου αφιονισμένοι ζεϊμπέκηδες ρίχνανε λάδι στη φωτιά των πολιτικών και άλλων παθών, ετοιμάζανε κι ετοιμάζονταν για το μεγάλο μίσος.
Τα χρόνια που ακολουθούν μετά τον Εμφύλιο, από το 1949 ως το 1963, είναι χρόνια απόλυτης κυριαρχίας της νικήτριας παράταξης που επιβάλλει ένα κλίμα ασφυκτικό στο εσωτερικό της χώρας. Ασφυκτικό όχι μονάχα για όσους είχαν κάποια ανάμιξη στον Εμφύλιο, αλλά και για όλους τους πολίτες που τυχόν θα εκδήλωναν διάθεση για κριτική του καθεστώτος ή διαφωνία. Και βέβαια ένα από τα βαρύτερα αμαρτήματα κατάντησε να θεωρείται η συμμετοχή στις αντιστασιακές οργανώσεις κατά την Κατοχή (είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μόλις πρόσφατα, έπειτα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα η Εθνική Αντίσταση).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισαν και οι προσπάθειες για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και για την εκβιομηχάνιση της. Αλλά η επιδίωξη του εύκολου κέρδους και η έλλειψη κρατικού προγραμματισμού οδήγησαν στη συγκέντρωση των περισσοτέρων βιομηχανικών μονάδων στο λεκανοπέδιο της Αττικής (δηλ. στην περιοχή της Αθήνας). Και η έλλειψη οικονομικού προγραμματισμού και το ασφυκτικό πολιτικό κλίμα είχαν ως αποτέλεσμα να ερημωθεί σε μεγάλο βαθμό η ύπαιθρος, που κιόλας είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές στην Κατοχή, και να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου συνέρρευσε περίπου ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας. Οι οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές συνέπειες αυτών των ανακατατάξεων ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης ζωής στην Ελλάδα.
Την ίδια εποχή παρουσιάζεται και το ισχυρό ρεύμα της μετανάστευσης του εργατικού δυναμικού της χώρας προς το εξωτερικό. Μέσα στη δεκαετία του 1950 περισσότεροι από 400.000 εργάτες, από τα πιο δυναμικά στοιχεία, αναζητούν εργασία στις μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης, κυρίως στη Γερμανία, αλλά και στο Βέλγιο, την Αυστραλία και την Αμερική. Ακόμα πιο σοβαρές ήταν οι συνέπειες του Εμφυλίου στον ιδεολογικό και τον πολιτιστικό χώρο, όπου για ένα τουλάχιστον διάστημα επικράτησε είτε η φίμωση είτε η πόλωση. Πάντως οι αριστερές πνευματικές δυνάμεις αρκετά σύντομα θα ανασυγκροτηθούν και θα συσπειρωθούν γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, που εμφανίζεται στην Αθήνα το 1954, και, αργότερα, στο περιοδικό Κριτική που εκδίδει στη Θεσσαλονίκη από το 1959 ως το 1961 ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Όσο για την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, θα χρειαστεί να φτάσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις συνενώνονται (άνοδος στην Κυβέρνηση της “Ένωσης Κέντρου”, 1963) και μοιραία οδηγούνται σε σύγκρουση με τα ανάκτορα (1965) που επιμένανε να κηδεμονεύουν την πολιτική ζωή του τόπου. Το 1967 με στρατιωτικό πραξικόπημα εγκαθιδρύεται η στρατιωτική δικτατορία που θα παραμείνει ως το 1974. Αλλά τα γεγονότα αυτά αποτελούν μια νέα τομή στην πορεία της σύγχρονης Ελλάδας.
Οι εθνικές περιπέτειες, οι πολιτικές συγκρούσεις και οι κοινωνικές αναστατώσεις μετά τον Β’ Εμφύλιο πόλεμο προσδιόρισαν αποφασιστικά τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που μιλάμε για μεταπολεμική πεζογραφία, χαρακτηρισμός που στη γλώσσα της φιλολογικής κριτικής δεν αναφέρεται στο σύνολο των λογοτεχνικών έργων που δημοσιεύτηκαν μετά τον πόλεμο, αλλά στα έργα των μεταπολεμικών συγγραφέων, δηλαδή των συγγραφέων που διαμορφώθηκαν (και πρωτοπαρουσιάστηκαν) μέσα στις ιδιότυπες μεταπολεμικές συνθήκες στον τόπο μας. Και ίσως σ’ αυτές τις συνθήκες να οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, το γεγονός ότι, παρ’ όλο που στην εικοσαετία από το 1945 ως το 1967 παρουσιάστηκαν συνολικά περίπου πενήντα αξιόλογοι πεζογράφοι, εντούτοις ως πρόσφατα δεν είχε δημοσιευτεί ούτε μια αξιόλογη φιλολογική εργασία που να εξετάζει αναλυτικά και σε βάθος τη μεταπολεμική πεζογραφία […].
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κυριαρχούν στο προσκήνιο της φιλολογικής μας ζωής οι συγγραφείς της γενιάς του ’30, που σε μεγάλο βαθμό μάλιστα την κηδεμονεύουν. Επίσης, όπως θα ιδούμε, επηρεάζουν κιόλας μερικούς από τους νεότερους. Καθώς όμως ένας-ένας φυσιολογικά αποσύρονται, αρχίζουν να αναφαίνονται οι συγγραφείς της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που τα πρώτα τους βιβλία δημοσιεύονται κιόλας μέσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40, αλλά πληθαίνουν στην επόμενη δεκαετία. Από το 1960 και μετά διακρίνουμε τους συγγραφείς της Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στους οποίους μπορούμε να επισημάνουμε επίσης ορισμένα διαφοροποιητικά γνωρίσματα. Οι πιο πολλοί από τους πεζογράφους της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς -με λιγοστές εξαιρέσεις- είναι γεννημένοι στη δεκαετία του 1920. Έτσι οι πιο μεγάλοι στην ηλικία παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, καθώς και στις ιδεολογικές, αλλά και ένοπλες, συγκρούσεις της Κατοχής και στον Εμφύλιο, ενώ οι νεότεροι συμμετέχουν -ψυχικά στα γεγονότα, αρκετοί όμως πάλι και έμπρακτα, παρά τη νεαρή τους ηλικία […]. Εξάλλου η εποχή εκείνη ήταν τόσο πολύ φορτισμένη, ώστε να παρασέρνει στη δίνη της τους ανθρώπους κιόλας από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας τους. Ιδιαίτερα η περίοδος της Κατοχής ήταν μια εποχή που έδινε την εντύπωση πως ένας κόσμος καταλύεται κι ένας άλλος καλύτερος γεννιέται, και τους υποχρέωνε με χίλιους τρόπους να μπούνε στο “πολιτικό” παιγνίδι - επικίνδυνο ή αθώο. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς που ανήκαν στην αριστερά πλήρωσαν την αριστερή τους δράση ή και απλώς την ιδεολογική τους τοποθέτηση με εξορίες, φυλακίσεις και άλλες διώξεις. Αλλά οποιαδήποτε κι αν ήταν η πολιτική τους τοποθέτηση, όλοι, σαν συγγραφείς, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο σήκωσαν με αίσθημα ευθύνης το βάρος της δύσκολης εκείνης εποχής. Και όταν, κατόπιν, μιλούν για τους ομότεχνους πολύ συχνά χρησιμοποιούν την έκφραση “η γενιά μας”, μ’ ένα αίσθημα πνευματικής αλληλεγγύης.
Ένα κοινό λοιπόν χαρακτηριστικό που επισημαίνεται στα έργα των περισσοτέρων μεταπολεμικών συγγραφέων είναι ο πολιτικός χαρακτήρας τους. Η παρουσία της Ιστορίας, με όλες τις συνέπειες της, είναι παντού εμφανής. Μυθιστορήματα με πολιτικό περιεχόμενο είχαν γραφτεί και από τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (π.χ. η Αργώ, 1933/36, του Γιώργου Θεοτοκά) ή γράφονται από αυτούς και μετά τον πόλεμο. Αλλά ο τρόπος που βιώνονται τώρα και εκφράζονται τα πολιτικά φαινόμενα είναι πολύ διαφορετικός. Όπως παρατηρεί ο κριτικός Αλέξ. Αργυρίου “οι προπολεμικοί συγγραφείς είναι θεατές πραγμάτων, ενώ οι άλλοι συμμετέχουν. Και ο Φραγκόπουλος και ο Ρούφος και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς και ο Κάσδαγλης και ο Τσίρκας και ο Χατζής και ο Φραγκιάς και ο Κώστας Κοτζιάς, όλοι αυτοί, έχουν παίξει το ρόλο τους, είναι δηλαδή πρόσωπα μέσα στην Ιστορία. Και εκφράζοντας την
Ιστορία, εκφράζουν προσωπικά τους βιώματα. Δεν περιγράφουν, αυτοβιογραφούνται κατά κάποιον τρόπο”. Την ίδια περίπου άποψη διατυπώνει και ο μεταπολεμικός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης: «Μέσα στο δαιδαλώδη “παραλογισμό” του μεταπολεμικού κόσμου, πιστεύω πως μόνο η γενιά μας κατέχει τον αποκαλυπτικό μίτο που οδηγεί κατευθείαν στο κεντρικό νόημα της εποχής. Οι παλιότεροι, διαμορφωμένες ήδη συνειδήσεις από τα προπολεμικά χρόνια, στέκονται περισσότερο συνθεατές, σαν κριτές ή σαν ευσυνείδητοι “επιστημονικοί” μελετητές ενός εποχιακού φαινομένου, που όταν επιχειρούν να το προβάλουν στα βιβλία τους ξεχωρίζει εύκολα η εμβόλιμη διανοητική κατασκευή...». Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ακόμη ότι εγκαταλείπεται η τάση προς τον λυρισμό που, μερικές φορές -όπως π.χ. στα περισσότερα έργα του Ηλία Βενέζη- έφτανε στα όρια της γλυκερότητας, και χρησιμοποιείται τώρα μια γλώσσα περισσότερο αδρή, πιο ρεαλιστική, και συχνά εντελώς γυμνή και ωμή. Κυρίως όμως: μια γλώσσα πιο λειτουργική.
Ως προς τη θεματική, πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί3 πως ενώ η εποποιία του ’40, η Κατοχή, ο κατοχικός αλληλοσπαραγμός, οι παρενέργειες του μετακατοχικού εμφύλιου πολέμου, οι πολύχρονες επιπτώσεις της φοβερής δεκαετίας 1940-1950 έχουν εμπνεύσει ‘πολλά και βαρυσήμαντα’ έργα πεζογραφίας, εντούτοις η ίδια η δοκιμασία του Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949 “θαρρείς και απωθείται σαν τραυματικό πλέγμα -κάτι ανάλογο έχει συμβεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή-, οι συγγραφείς, αρνούνται να την εκφράσουν” […].
Κάτι ανάλογο και μάλλον συναφές συμβαίνει με τη λογοτεχνία της Αντίστασης. Πολύ λίγα, νομίζω, είναι τ’ αξιόλογα κείμενα που την εκφράζουν […]. Τα αίτια, νομίζω, είναι κι εδώ τα ίδια. Η Αντίσταση στην Ελλάδα, πολύ γρήγορα συνδέθηκε με τον Εμφύλιο, που ακολούθησε (εν μέρει τη συνόδευσε) και λειτούργησαν κι εδώ οι ίδιες ανασχέσεις -εσωτερικές και εξωτερικές. Ένα άλλο θέμα που κυριαρχεί επίσης σε πολλά έργα αυτής της περιόδου είναι οι κοινωνικές συνθήκες, όπως παρουσιάζονται μετά τον πόλεμο (για τις οποίες μιλήσαμε και στην αρχή) με τις ψυχολογικές και τις ηθικές τους συνέπειες, δηλαδή την ανατροπή πατροπαράδοτων αξιών, μαζί με ένα αίσθημα αδιαχώρητου και ανασφάλειας. Φυσικά και το θέμα αυτό δεν παρουσιάζεται ανεξάρτητο, αλλά διαπλέκεται με τα πολιτικά και τα ιστορικά συμβάντα, και μάλιστα, αν πιστέψουμε έναν κοινωνιολόγο, κατά τρόπο ιδιάζοντα […].
Πριν προχωρήσουμε, να κάνουμε μια γενική παρατήρηση που ισχύει γενικά για τους μεταπολεμικούς συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές, της Α’ και Β’ μεταπολεμικής γενιάς: Στο σύνολο τους σχεδόν, προέρχονται από μικροαστικές ή λαϊκές οικογένειες. Μερικοί από αυτούς μόλις που πρόλαβαν να κάνουν κάποιες πανεπιστημιακές σπουδές, άλλοι αναγκάστηκαν να τις αφήσουν στη μέση εξαιτίας των περιστάσεων, και πάντως η όποια παιδεία τους οφείλεται μάλλον στην προσωπική τους επιμονή, έξω από τα Πανεπιστήμια, και σε τυχαία συναπαντήματα. Ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη πως “στην Ελλάδα είμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι” (λόγος που αναφέρονταν σ’ άλλα πράγματα) έχει κυριολεκτική σημασία για τους μεταπολεμικούς συγγραφείς.
Οπωσδήποτε, μέσα στις μεταπολεμικές περιπέτειες, αρκετοί από αυτούς κατάφεραν να παρακολουθήσουν τις ιδεολογικές και τις λογοτεχνικές ζυμώσεις και τα καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης, να ενημερώνονται οι ίδιοι και να ενημερώνουν και τους άλλους μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράζοντας χαρακτηριστικά έργα της ξένης λογοτεχνίας. Έτσι εκτός από τη ρωσική, την αγγλική, τη γαλλική και τη σκανδιναβική λογοτεχνία που ήταν πολύ γνωστές από παλαιότερα, γίνονται τώρα γνωστοί οι νεότεροι λογοτέχνες της Αμερικής (Φώκνερ, Χέμινγουέι, Στάινμπεκ), ο Τσέχος συγγραφέας Φραντς Κάφκα, οι Γάλλοι υπαρξιστές (Σαρτρ, Καμύ) και οι εκπρόσωποι των ριζοσπαστικών λογοτεχνικών κινημάτων (Μπέκετ και συγγραφείς του Νουβό Ρομάν). Σ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την επίδραση που άσκησε ο κινηματογράφος και το θέατρο. Το “Θέατρο Τέχνης” ιδιαίτερα, που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν στην Αθήνα, μετά τον πόλεμο, έκανε γνωστά στο ελληνικό κοινό τα πιο πρωτοποριακά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Όλα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση των νέων εκφραστικών τάσεων που παρατηρούμε στους μεταπολεμικούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα οι συγγραφείς της δεύτερης γενιάς παρουσιάζουν στα έργα τους μεγαλύτερη θεματική ποικιλία, όπου εκτός από τις εξωτερικές, τις κοινωνικές, συνθήκες αναμοχλεύουν καταστάσεις πιο εσωτερικές. Παρουσιάζουν επίσης πιο επίμονες εκφραστικές αναζητήσεις και, μερικές φορές, πολύ τολμηρές λύσεις. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση ότι είναι και ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους προηγούμενους, μολονότι χρονικά απέχουν πολύ λίγο από κείνους -περίπου μια δεκαετία. Αλλά οι δεκαετίες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και κυλούν με διαφορετικό ρυθμό, ανάλογα με την εποχή. Οι εξελίξεις (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές) ήταν ραγδαίες στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι συγγραφείς αυτοί γεννήθηκαν στις αρχές της 10ετίας του 1930, ήταν περίπου 10 χρονών όταν άρχισε ο πόλεμος και περάσανε την Κατοχή ανάμεσα στα έντεκα και στα δεκαπέντε τους. Έτσι οι ιδεολογικές συγκρούσεις και ο Εμφύλιος τους βρήκε σε μια ηλικία που η πολιτική τους συνείδηση δεν είχε αρχίσει ακόμα να λειτουργεί. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ενώ -όσο ξέρω- όλοι τους ανήκουν λίγο-πολύ στον “προοδευτικό χώρο”, κανένας τους δεν έχει σαφή κομματική ένταξη. Ο πολιτικός προβληματισμός που ήταν επικίνδυνος για πολύν καιρό μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα, απωθήθηκε σε απόκρυφες γωνιές και αναπληρώθηκε από περίπλοκα αισθηματικά πλέγματα που διαβαθμίζονται από τον εσωτερικό διχασμό ως τη διαμαρτυρία. Λίγες είναι οι εξαιρέσεις, όπως π.χ. του Μάριου Χάκκα, που ο πολιτικός προβληματισμός κρατήθηκε στον πυρήνα του έργου τους, αλλά κι εδώ διαποτίζεται από τόσους πικρούς χυμούς της ατομικής εμπειρίας, ώστε τελικά αλλοιώνεται η σύσταση του και γίνεται πρόβλημα της ατομικής ύπαρξης […]».
(Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, Μεταπολεμική πεζογραφία Ερμηνεία Κειμένων, Σοκόλης, Αθήνα, 1991, σελ. 31-49)

Νέα Αθηναϊκή Σχολή

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
John Nolan 

Νέα Αθηναϊκή Σχολή

Από το 1880 τα πράγματα αρχίζουν να διαφοροποιούνται και η ποίηση και η πεζογραφία στρέφονται προς άλλες κατευθύνσεις και χρησιμοποιούν νέα εκφραστικά μέσα. Ο καινούριος αυτός προσανατολισμός δεν είναι τυχαίος. Θα πρέπει να συσχετιστεί με την εσωτερική αναδιάρθρωση του κράτους που παρατηρείται από το 1881 και ύστερα, οπότε η κυβέρνηση, αυτοδύναμη πια, πέρασε στα χέρια του Χαρίλαου Τρικούπη. Κατά την περίοδο αυτή παρατηρείται συντονισμένη ανορθωτική προσπάθεια με στόχο την εκβιομηχάνιση της χώρας, την ενίσχυση της οικονομίας και την εξυγίανση της δημόσιας ζωής, καθώς επίσης και τη δημιουργία αναπτυξιακών έργων κοινής ωφέλειας, όπως η διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου, η επέκταση του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, κατασκευή λιμενικών και εγγειοβελτιωτικών έργων κ.ά. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, καθώς επίσης και τη μετατόπιση του πληθυσμού της υπαίθρου προς το αστικό κέντρο με την ανάλογη δημογραφική τους επέκταση. Τη μεγαλύτερη όμως πληθυσμιακή ανάπτυξη σημείωσε η Αθήνα, που από 45.000 κατοίκους το 1870, ξεπέρασε τις 180.000 το 1896.
Η μετασχηματιστική αυτή τάση της ελληνικής κοινωνίας υπαγόρευσε τη δημιουργία εργοστασίων στο μεγάλο κέντρο και την ίδρυση σχολείων∙ εξάλλου η έκδοση ολοένα και περισσότερων περιοδικών και εφημερίδων στην περίοδο αυτή αποδεικνύει πως το έντυπο έχει περάσει πια στη ζωή των κατοίκων των μεγαλουπόλεων.
Με τις εσωτερικές αυτές ανακατατάξεις θα πρέπει να συσχετιστούν και τα γεγονότα που συνέβησαν στον εθνικό τομέα. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (1881) παραχωρούνταν στην Ελλάδα η Θεσσαλία και η Άρτα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα και την ανάλογη αύξηση του πληθυσμού και τις καλλιεργήσιμης γης.
Με την εσωτερική αναδιάρθρωση συμβαδίζει επίσης και η δημιουργική προσπάθεια για μια πιο συγχρονισμένη πνευματική ζωή. Τη μια πλευρά καλύπτει η στροφή προς τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού και η ανάπτυξη της Λαογραφίας (Νικόλαος Πολίτης) και την άλλη ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, κυρίως μετά το 1888, οπότε εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη.
Και τα δύο αυτά κινήματα της δεκαετίας του ’80 θα αποτελέσουν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ποίησης και ιδίως της πεζογραφίας που αυτή την εποχή σημειώνει αλματώδη ανάπτυξη.

Η πεζογραφία


Η πεζογραφία στην περίοδο αυτή κινείται στο χώρο της ηθογραφίας. Με τον όρο ηθογραφία εννοούμε τη στροφή των λογοτεχνών προς την ύπαιθρο με στόχο την περιγραφή και απεικόνιση των ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού. Η στροφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθεί η λογοτεχνία με τη λαϊκή ψυχή, να γραφούν πρωτότυπα έργα προσαρμοσμένα στη σύγχρονη ζωή και να δημιουργηθεί έτσι εθνική πεζογραφία, απαλλαγμένη από τη δουλική μίμηση ξένων προτύπων. Εξάλλου η ανάπτυξη της λαογραφίας, που είχε ως στόχο τη συγκέντρωση και τη μελέτη δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών και άλλων ανάλογων μνημείων του λόγου, καθώς επίσης και την καταγραφή παραδόσεων συνηθειών, εθίμων και άλλων λαϊκών εκδηλώσεων, της έδωσε πλούσιο υλικό για εκμετάλλευση.
Έτσι οι συγγραφείς, στην προσπάθειά τους για μια ολοένα και πιο πιστή αναπαράσταση και απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου, έδωσαν στο έργο τους ρεαλιστικό και νατουραλιστικό χαρακτήρα. Η στροφή αυτή θα πρέπει να συσχετιστεί και με την επίδραση που άσκησε το πολύκροτο μυθιστόρημα του Αιμ. Ζολά η Νανά, που τόσο θόρυβο ξεσήκωσε στην εποχή του για το τολμηρό του περιεχόμενο. Χαρακτηριστικά δείγματα ρεαλιστικής πεζογραφίας αυτής της περιόδου με νατουραλιστικά στοιχεία αποτελούν ο Ζητιάνος (1896) του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1866-1922), Η φόνισσα (1903) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) κ.ά.
Ωστόσο η προσκόλληση στην ειδυλλιακή ζωή της υπαίθρου έφερε κάποια στασιμότητα στον πεζό λόγο. Οι πεζογράφοι καθώς αντλούσαν τις υποθέσεις των έργων τους από την ιδιαίτερη πατρίδα τους (ο Κρυστάλλης από την Ήπειρο, ο Βλαχογιάννης από τη Ρούμελη, ο Κονδυλάκης από την Κρήτη κ.ά.), ήτανε επόμενο να δώσουν στο έργο τους τοπικό χαρακτήρα και να τραπούν προς την εθιμογραφία και το λαογραφισμό. Την ανανέωση του πεζού λόγου θα επιχειρήσουν λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920).
Το δρόμο για την καλλιέργεια του ηθογραφικού διηγήματος άνοιξε ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1909) με το έργο του Λουκής Λάρας (1879), γι’ αυτό και θεωρείται ο προδρομικός πεζογράφος της λεγόμενης «γενιάς του 1880». Την πραγματική όμως ώθηση έδωσαν δύο άλλα φιλολογικά γεγονότα που συνέβησαν το 1883: το πρώτο είναι η δημοσίευση των αποκαλυπτικών για την εποχή τους διηγημάτων του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) Το αμάρτημα της μητρός μου και Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, και το δεύτερο η διεξαγωγή του πρώτου στο είδος του διαγωνισμού «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος», που προκήρυξε το περιοδικό Εστία. Η Εστία (1876-1895) είναι το κυριότερο περιοδικό της εποχής και συνδέεται στενά με τη γέννηση και την καταξίωση του νεοελληνικού διηγήματος. Στο αίτημά της για συγγραφή πεζών, που ήταν και γενικότερο διάχυτο αίτημα, έσπευσαν να ανταποκριθούν όλοι σχεδόν οι λογοτέχνες, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα χρόνια, εκτός από το Βικέλα, το Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, να εμφανιστούν και όλοι οι άλλοι πεζογράφοι της εποχής: Ανδρέας Καρκαβίτσας, Γεώργιος Δροσίνης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Μιχαήλ Μητσάκης, Γρηγόρης Ξενόπουλος κ.ά.
Από τις αρχές του αιώνα μας η πεζογραφία, όπως και η ποίηση, αρχίζει να αποδεσμεύεται από τα παλαιότερα πρότυπα και να ανανεώνεται. Η εποχή αυτή συνοδεύεται και από κάποια ιστορικά γεγονότα, όπως είναι ο Μακεδονικός Αγώνας (1903 κ. εξ.), το κίνημα στο Γουδί (1909), οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) ως αντιστάθμισμα της ντροπής του ’97, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914-18), ο Διχασμός και τέλος η Μικρασιατική καταστροφή (1922), με τα τεράστια προβλήματα που συσσώρευσε στη χώρα μας. Στην πολιτική ζωή κυριαρχεί το όνομα ενός νέου πολιτικού, του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Στο χώρο της πεζογραφίας τώρα δεσπόζουν κυρίως δυο συγγραφείς: ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, στο έργο των οποίων είναι έκδηλος ο κοινωνικός προβληματισμός. Η ίδια τάση παρατηρείται και στο έργο του Δημοσθένη Βουτυρά (1871-1958), ο οποίος αντλεί κυρίως τα θέματά του από τις φτωχογειτονιές και τις απόμερες συνοικίες των αστικών κέντρων, και επίσης του Κώστα Παρορίτη (1878-1931). Στο ίδιο κλίμα κινείται περίπου και ο Πέτρος Πικρός (1900-1957). Εδώ εντάσσονται χρονικά και οι «ελληνοκεντρικοί» πεζογράφοι Περικλής Γιαννόπουλος (1872-1910) και Ίων Δραγούμης (1878-1920) και ακόμη η Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), ο Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919) και κυρίως ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), παρόλο που το κύριο αφηγηματικό του έργο το έδωσε μετά το 1945.

Νεότερη Ποίηση

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tonya Henderson Rollyson

Νεότερη Ποίηση

Βασικό χαρακτηριστικό κάθε μορφής τέχνης είναι η συνεχής εξέλιξη και ανανέωση, που επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες (κοινωνικούς, οικονομικούς κτλ.) και ανταποκρίνεται στις επιστημονικές, ηθικές και φιλοσοφικές τάσεις κάθε εποχής. Ο υπερρεαλισμός λ.χ. επηρεάστηκε πολύ από την ψυχολογία του βάθους του Φρόιντ. [Ψυχολογία του βάθους: Κατά τον Φρόιντ ο άνθρωπος αγωνίζεται να θέσει κάτω από τον έλεγχό του τις ορμές του για να μπορεί να ζει ειρηνικά με τους ομοίους του. Η ορμή μοιάζει με μια δύναμη που ζητάει διέξοδο και αναδύεται από το βάθος της συνείδησης, το υποσυνείδητο, όπου έχουν τη φωλιά του οι έμφυτες τάσεις.] Αποτέλεσμα των ανανεωτικών τάσεων, που κατά περιόδους εμφανίζονται στην τέχνη, είναι και η νεότερη ποίηση. Εμφανίστηκε γύρω στα 1930 και καλλιεργήθηκε από τη γενιά του ’30. Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα τη μεταβολή που έγινε στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1930-1940, θ’ ασχοληθούμε α) με τα λογοτεχνικά ρεύματα του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού, που επηρέασαν τη νεότερη ποίηση και β) τα βασικά χαρακτηριστικά της.

Α. Ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός
Ο συμβολισμός. Εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία ως αντίδραση στη ρομαντική ποίηση και στη νατουραλιστική πεζογραφία. Οι αρχές του μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
1. Το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο.
2. Τα βασικά στοιχεία του ποιήματος είναι η μουσικότητα και η υποβλητικότητα. Αυτό σημαίνει πως ο ποιητής προσπαθεί να υποβάλλει τις ψυχικές του διαθέσεις δίνοντας στο ποίημά του έναν τόνο μουσικό, που εξαρτάται από την ακουστική ποιότητα των λέξεων και την κατάλληλη τοποθέτησή τους.
3. Υπάρχει συσχέτιση αντικειμένων και ψυχικών καταστάσεων∙ τα αντικείμενα δηλαδή εκφράζουν τις ψυχικές καταστάσεις, γίνονται σύμβολά τους.
Για να καταλάβουμε όσα είπαμε παραπάνω, ας πάρουμε το ποίημα του Μήτσου Παπανικολάου

«Τοπίο».

Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες –
το νερό σας ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.

Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.

Απ’ την άσφαλτο τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν...
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου...

Ένα σκιάχτρο απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα...

Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια...
που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;

Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.

Για το ποίημα αυτό ισχύουν και οι τρεις παραπάνω βασικές αρχές:
1. Το εννοιολογικό του περιεχόμενο είναι περιορισμένο. Το ποίημα εξωτερικεύει κυρίως την ψυχική διάθεση του ποιητή, που βρίσκει ανταπόκριση στη θλίψη του γύρω του τοπίου.
2. Την ψυχική του διάθεση ο ποιητής προσπαθεί να μας την υποβάλει με την προσεκτική επιλογή των λέξεων και την κατάλληλη τοποθέτησή τους. Διαβάζοντας το ποίημα, νιώθουμε πως η ψυχική διάθεση του ποιητή βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με το μουσικό του τόνο, που οφείλεται στην ακουστική ποιότητα των λέξεων και στους ποικίλους συνδυασμούς τους.
3. Υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην ψυχική διάθεση του ποιητή και τα εξωτερικά αντικείμενα, που γίνονται σύμβολά τους. Η θλίψη είναι κατάσταση ανθρώπινη και ουσιαστικά υπάρχει μέσα στην ψυχή του ποιητή. Την ώρα όμως που βρέχει, τη βλέπει να κυριαρχεί στο γύρω του τοπίο και στα αντικείμενα που το συνθέτουν. Η θλίψη, επομένως, του τοπίου συμβολίζει και τη θλίψη του ποιητή.
Όλα όσα εκθέσαμε παραπάνω αποτελούν τα θετικά επιτεύγματα του συμβολισμού, που φτάνοντας στα ακρότατα όρια με την καθαρή ποίηση των Γάλλων ποιητών Μαλαρμέ και Βαλερί, είχε οραματιστεί μια ποίηση με εσωτερική μουσικότητα και απαλλαγμένη από κάθε μη καθαρό γλωσσικό στοιχείο (εννοιολογικό, θεματογραφικό κτλ.). Η ζωή όμως κάθε λογοτεχνικού κινήματος έχει πάντοτε τα όριά της, γιατί εκείνα τα στοιχεία που στην αρχή εμφανίζονται ως ανανεωτικά, με την κατάχρηση γίνονται παράγοντες ανασταλτικοί οποιασδήποτε εξέλιξης. Κυνηγώντας τις σπάνιες λέξεις οι συμβολιστές προσπάθησαν να δημιουργήσουν το μουσικό τόνο του ποιήματος, ταυτόχρονα όμως οδήγησαν την ποίηση στην αποτελμάτωση. Την αντιμετώπιση αυτή και την ανάγκη της ανανέωσης αποδίδει πολύ ζωντανά ο Γ. Σεφέρης στο ποίημά του «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», όταν γράφει:

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές, που σιγά
σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο που φαγώθηκε από τα
μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή
μας αύριο κάνει πανιά.

Στην κρίσιμη αυτή καμπή της ποίησης εμφανίζεται το κίνημα του υπερρεαλισμού (σουρεαλισμού). Ο υπερρεαλισμός (η λέξη αποτελεί μετάφραση της γαλλικής surrealisme) υπήρξε φιλολογική, ποιητική και καλλιτεχνική κίνηση που ως σκοπό είχε την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή (στην ποίηση) ή την παράσταση (στην τέχνη) των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων χωρίς την επέμβαση της λογικής. Παράλληλα, ο υπερρεαλισμός απέβλεπε και στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Ιδρυτής του υπήρξε ο Αντρέ Μπρετόν, που ήταν γιατρός και ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση. Το 1924 έδωσε στη δημοσιότητα την πρώτη διακήρυξη (μανιφέστο) για τον υπερρεαλισμό, που αφού ρίζωσε στη Γαλλία, εξαπλώθηκε κατόπι και στις υπόλοιπες χώρες. Η επίδρασή του ήταν κυρίως αισθητή στην ποίηση, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τον κινηματογράφο, καθώς και στην τέχνη της διακόσμησης και της διαφήμισης. Μόνο η μουσική και ο χορός δεν επηρεάστηκαν από τον υπερρεαλισμό. Πολλοί υπερρεαλιστές (ανάμεσά τους κατατάσσονται και οι Έλληνες) περιόρισαν τους στόχους του κινήματος μόνο στο χώρο της ποίησης και της τέχνη. Ο Μπρετόν όμως και πολλοί άλλοι επηρεάστηκαν από το Μαρξισμό και διεύρυναν τους στόχους του υπερρεαλισμού. Συνοψίζοντας τις αρχές και των δύο παραπάνω τάσεων, μπορούμε να πούμε ότι ο υπερρεαλισμός 1) διακήρυξε την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης και 2) στράφηκε ενάντια σε κάθε μορφή λογικής, ηθικής ή κοινωνικής τάξης.
Τα μέσα που χρησιμοποίησε ήταν κυρίως η αυτόματη γραφή και η καταγραφή των ονείρων∙ οι πειραματισμοί όμως αυτοί δεν απέδωσαν, γιατί και στις δύο περιπτώσεις η παρέμβαση της λογικής ήταν αναπόφευκτη.
Τελικά, ο υπερρεαλισμός θα καταφύγει σε δύο βασικούς παράγοντες, την τέχνη και το υποσυνείδητο∙ όταν δηλαδή ο υπερρεαλιστής ποιητής γράφει, αφήνει το μηχανισμό της τύχης να προσδιορίσει τη μορφή του έργου του. Το ποίημα δηλαδή γράφεται χωρίς προκαθορισμένο στόχο, κάτω από την επίδραση του υποσυνειδήτου, που είναι από τη φύση του φευγαλέο και δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις. Για τον υπερρεαλιστή ποιητή οι λέξεις είναι αυτόνομες και ελεύθερες. Η δύναμη και η ορμή τους βρίσκονται κυρίως στην έκταση, κατά την οποία ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους, συνδυαζόμενες μεταξύ τους χωρίς να υπακούουν σε ορθολογικούς νόμους. (Η ανάγνωση των παραπάνω να συνδυαστεί με τη μελέτη των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου που, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, προσπάθησε με την ποίησή του να δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις κι οι λέξεις του, όταν συνδυαστούν μεταξύ τους, δεν υπακούουν πάντοτε σε ορθολογικούς νόμους).
Γενικά, ο υπερρεαλισμός υπήρξε το πιο σημαντικό καλλιτεχνικό κίνημα του μεσοπολέμου, που επηρέασε πολύ τη νεότερη ποίηση. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η νεότερη ελληνική ποίηση δεν επηρεάστηκε μόνο από τον υπερρεαλισμό, αλλά και από το συμβολισμό. Από τη γενιά του ’30, που ανανέωσε την ελληνική ποίηση, ακραιφνείς υπερρεαλιστές είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος∙ ο Οδυσσέας Ελύτης, επίσης, επηρεάστηκε πολύ από τον υπερρεαλισμό. Αντίθετα, η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη κι άλλων ποιητών, δέχτηκε την επίδραση του συμβολισμού. Αυτό όμως δε σημαίνει πως αγνόησαν τα διδάγματα του υπερρεαλισμού∙ ως ένα βαθμό, ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής έχει επηρεάσει και τη δική τους ποίηση.

Β. Τα βασικά χαρακτηριστικά της Νεότερης Ποίησης
Μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε δύο κατηγορίες 1) εξωτερικά – μορφικά και 2) εσωτερικά.
1) εξωτερικά – μορφικά χαρακτηριστικά. Η νεότερη ποίηση εγκαταλείπει τα εξωτερικά στοιχεία, που χρησιμοποιούσε η παραδοσιακή. Τα κυριότερα από αυτά είναι οι ομοιόμορφες (ως προς τον αριθμό των στίχων κτλ.) στροφές, η ομοιοκαταληξία, που γινόταν σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, και το μέτρο.
2) εσωτερικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή ποίηση υποτάσσει το ποίημα σε ορισμένους κανόνες. Ο σπουδαιότερος είναι πως το ποίημα πρέπει να διέπεται από λογική αλληλουχία. Αντίθετα, στη νεότερη ποίηση παρακολουθούμε το ποίημα την ώρα, σχεδόν, της δημιουργίας του. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι στη νεότερη ποίηση: I. Μπορεί να λείπει το μέτρο, ο εσωτερικός όμως ρυθμός υπάρχει. II. Η λογική αλληλουχία, που διέπει κάθε παραδοσιακό ποίημα, χαλαρώνει και το ποίημα λειτουργεί βασικά με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών (όταν λ.χ. ο Γ. Σεφέρης γράφει στο ποίημα Ευριπίδης, Αθηναίος «Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας και τα λατομεία της Σικελίας», διατυπώνει κάτι που είναι γνωστό από την ιστορία. Τις προεκτάσεις οφείλει να τις κάνει ο αναγνώστης για να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διστίχου. Γι’ αυτό, όποιος διαβάζει νεότερη ποίηση πρέπει να επιστρατεύει περισσότερο τη δημιουργική του φαντασία και λιγότερο τη λογική. Έτσι θα μπορέσει να τη χαρεί και να συλλάβει όχι τόσο όσα λέγονται, αλλά πιο πολύ όσα προκαλείται ο αναγνώστης να υπονοήσει ή να αισθανθεί.

Η Γενιά του ’30
Από το 19ο κιόλας αιώνα, είχαν γίνει στην Ευρώπη πολλές αλλαγές, που έχουν σχέση με την εξέλιξη της επιστήμης και τη δομή της κοινωνικής οργάνωσης και οδηγούν βαθμιαία στην ανατροπή των καθιερωμένων αξιών. Παράγοντες αυτών των αλλαγών είναι τα εξής πνευματικά ή επαναστατικά κινήματα που μας είναι γνωστά και από την ιστορία: ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση, ο Ρομαντισμός, η Βιομηχανική Επανάσταση, η Ρωσική Επανάσταση. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν και ορισμένες εξελίξεις, που σημειώνονται στο χώρο της επιστήμης και της φιλοσοφίας, με τις θεωρίες των Δαρβίνου, Μαρξ, Νίτσε, Μπέρξον και Φρόιντ.
Η παραδοσιακή ποίηση που ανταποκρινόταν στην παλιά τάξη πραγμάτων, δεν μπορεί πλέον να εκφράσει όλες αυτές τις μεταβολές που έχουν συντελεστεί. Γιατί οι παραπάνω αλλαγές επενεργούν και στον τρόπο, με τον οποίο ο άνθρωπος αισθανόταν τη σχέση του με τον κόσμο, επηρεάζουν δηλαδή την ευαισθησία του. Για να εκφράσει αυτή τη διάλυση ευαισθησίας του ανθρώπου, η ποίηση έπρεπε να βρει καινούριους εκφραστικούς τρόπους. Η ευρωπαϊκή ποίηση το επιχείρησε με τα κινήματα του φουτουρισμού, του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Η ελληνική, καθυστερημένα σχετικά με την Ευρώπη, με τη γενιά του ’30. Οι ποιητές της γενιάς του ’30, με βάση τις αρχές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού, ανανεώνουν την ελληνική ποίηση. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ανανέωσης είναι ο ελεύθερος στίχος, η χρήση του λεξιλογίου της καθημερινής ομιλίας, η κατάργηση της λογικής αλληλουχίας του ποιήματος, του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας κτλ. Φορείς αυτής της αλλαγής είναι οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Νικήτας Ράντος, Γιώργος Σαραντάρης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος κ.ά.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...