Λάμπρος Πορφύρας
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Λάμπρος Πορφύρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου) γεννήθηκε το 1879 στη Χίο, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον Πειραιά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ταξίδεψε για λίγο στην Ευρώπη και όταν επέστρεψε, το 1909, συντάχθηκε με τους δημοτικιστές και υπέγραψε το καταστατικό της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης», που εργαζόταν για την επικράτηση του δημοτικισμού αλλά και του σοσιαλισμού. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, από το 1917 όμως και έπειτα έζησε μια μοναχική ζωή κοντά σε απλοϊκούς ψαράδες και στα ταβερνάκια της Φρεαττύδας. Μόνη του ενασχόληση ήταν η ποίηση. Θαύμαζε τον Σολωμό, από τα έργα του οποίου εμπνεύστηκε το ψευδώνυμό του. Πέθανε στον Πειραιά το 1932.
Όσο ζούσε, τύπωσε μόνο μια ποιητική συλλογή με τίτλο Σκιές (1920). Μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του τύπωσε και τα υπόλοιπα ποιήματά του (Μουσικές φωνές, 1934), ενώ συγκεντρωτική έκδοση έκανε ο Γ. Βαλέτας το 1956. Τα ποιήματά του, όπως και τη ζωή του, διακρίνει μια τάση φυγής από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό κι ο Δημοσθένης Βουτυράς τον χαρακτήρισε «σκιά», τόσο για την ονειρώδη φύση της ποίησής του όσο και για την αθόρυβη ζωή του: κοιτούσε επί ώρες τη θάλασσα και τα ηλιοβασιλέματα των πειραϊκών ακτών. Κύριο γνώρισμα των ποιημάτων του είναι η θλίψη και η μελαγχολία, η υποβλητική ατμόσφαιρα και η μουσικότητα.
Η κριτική για το έργο του
«Το έργο του αντανακλά την ακινησία της ζωής του στην κλειστή ατμόσφαιρα του λιμανιού και της πειραιώτικης γειτονιάς, καθρεφτίζοντας τον καθημερινό του περίγυρο όχι όπως είναι, μα όπως διαθλάται περνώντας μέσα απ’ τον συναισθηματικό του κόσμο. Χωρίς να φροντίζει ξεχωριστά τη φόρμα, δεν την παραμελεί κιόλας εντελώς, αφήνοντας τη μελαγχολία του αβίαστα να μετουσιωθεί σε λυρισμό. Κι ωστόσο, παραμένει εκλεκτικός κι αποσταγματικός, γράφει μόνον όταν έχει κάτι να προσθέσει και σωπαίνει συνήθως πιο πολύ απ’ όσο μιλάει. Η σιωπή αυτή δεν είναι μια σιωπή ουδέτερη και χωρίς υπόστρωμα. Ίσα-ίσα, αποτελεί συμπληρωματική έκφραση του συναισθηματισμού του, ενός συναισθηματισμού χαμηλόφωνου και μοιρολατρικού, που δεν εκδηλώνεται ποτέ με χειρονομίες και με ύψωμα του τόνου, αλλά εκφράζεται μέσα απ’ την όλη ατμόσφαιρα του έργου του.
Η ποίηση του Πορφύρα, περισσότερο απ’ όσο προβάλλει άμεσα το ίδιο το συναίσθημα, το υποβάλλει. Δε χρησιμοποιεί κοσμητικά επίθετα και σύνθετα, δεν έχει καν φανταχτερό λεκτικό πλούτο, ούτε πλούτο εικόνων. Η βαθύτερη φύση του και η ουσία του λυρισμού του είναι μουσική, χωρίς σπουδαία ενάργεια στα εξωτερικά παραστατικά του μέσα. Κι οι εικόνες του, όπου κάνουν αισθητή την παρουσία τους, θαρρείς και υποβάλλονται κι εκείνες με τη μουσική αοριστία της ατμόσφαιρας. Κι όμως, υπάρχουν κάποια κρυμμένα ποιητικά θέλγητρα, παρομοιώσεις, σχήματα μεταφοράς, καίρια επίθετα, ριγμένα με μια καλλωπιστική απλότητα κι απόλυτα εναρμονισμένα με τη λυρική του διάθεση. Υπάρχει ακόμα κάπου-κάπου, πίσω απ’ την ηπιότητά του, μια σκοτεινή νότα υποβολής, σαν υπόκρουση στο σκηνικό του ποιήματος, όπως στα “Καράβια”, στο “Lacrimae rerum”, στο “Έρημο μονοπάτι”, στα “Ερημοκλήσια” κι αλλού, ένας αξεδιάλυτος τόνος, που άλλοτε συγχέει το μυστήριό του με κάποιο μυστικό, που σφράγισε ίσως τελειωτικά τη ζωή του ποιητή κι απόμεινε για πάντα θαμμένο στη σιωπή, κι άλλοτε με το μυστήριο της ίδιας της ανθρώπινης μοίρας.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Ο Πορφύρας και οι πρώτοι μεταπαλαμικοί», Περιδιαβάζοντας, τ. Α΄, Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 54-55)
«Ψυχή μοναστική και φιλέρημη, γνώριμη των Πειραϊκών ακτών και των δύσεων, εφρόντισε στην εφήμερη στάθμευσή του εδώ, να γράψει τους γόους του και με τα, σε πικρή διαστολή, χείλη του να τραγουδήσει τις χρυσές αχλύες, με τις οποίες εκρύβονταν η ευπαθής ευαισθησία του. Δίχως σχεδόν ανησυχίες, χωρίς τόλμες, προεξέτεινε την ολιγάρκεια της ζωής του ως την τέχνη, ειδικότερα ως την ποίηση. Γιατί έγραψε αποκλειστικά ποίηση και διάβασε, τόσο στη γλώσσα μας όσο και στις άλλες δυο που κατείχε, μόνον ποίηση. Όλη του η εσωτερικότητα διαχύθηκε σε λιτή λυρική έκφραση, συντηρητική, διακριτική, που επιβλήθηκεν εύκολα χάρις στη γοητευτική σύσταση ενός ιδιαίτερα επιμελημένου στοιχείου: της μουσικής διάθεσης.»
(Μ. Περάνθης, Ανθολογία της Ποιήσεως, τ. Β΄, Εκδόσεις έργων Περάνθη, Αθήνα, χ.χ., σελ. 308)
«Τα πρόσωπα των ηρώων του είναι νύφες που γίνεται το ξόδι τους μέσα σε άσπρα κεριά ή κόρες χλομές, μαραμένες, με μια θλιμμένη ομορφιά και μ’ ένα πέρασμα σχεδόν άυλο από τη γη: “ζω κι αγαπώ τη σκιά μιας κοπέλας αιώνια”. Και τα τοπία του είναι με συνέπεια βυθισμένα μέσα στην ομίχλη του φθινοπώρου ή του δειλινού, όπου τα πράγματα και τα όντα χάνουν τη στερεότητα των σχημάτων και τη βεβαιότητα της ύπαρξης τους και γίνονται ίσκιοι. Στα ποιήματα του Πορφύρα η λαϊκή-δημοτική παράδοση είναι πια αχνή· τη θυμίζουν κάποια λίγα θέματα —που απλώς δίνουν την αφορμή— και η συνέπεια της δημοτικής γλώσσας. Ο Πορφύρας είναι ένας ποιητής καθαρά αστικός, και μάλιστα εκπροσωπεί μιαν ορισμένη κατηγορία αστών: αυτών που, κουρασμένοι από τη ζωή, φέρουν τα γνωρίσματα μιας βιολογικής κόπωσης και κοινωνικής αποκαρδίωσης. Δεν είναι τυχαίο, ότι αγαπούσε ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στον οποίο, όταν εκείνος πέθανε, αφιέρωσε ένα από τα πιο όμορφα και χαρακτηριστικά ποιήματά του.»
(Μ. Γ. Μερακλής, «Λάμπρος Πορφύρας», Η ελληνική ποίηση. Ρομαντικοί, η εποχή του Παλαμά, Μεταπαλαμικοί, Σοκόλης, Αθήνα, 1977, σελ. 361)
«Υπάρχουν στον Πορφύρα ρομαντικές επιβιώσεις; Ασφαλώς, αλλά λιγότερες και λιγότερο έκδηλες από ό,τι στους προηγούμενους ποιητές. Ήδη βρισκόμαστε σ’ ένα στάδιο όπου οι ρομαντικές επιβιώσεις τείνουν να συνιστούν οργανικό μέρος του συμβολιστικού ποιήματος. Έτσι, από πρώτη άποψη, θα έλεγε κανείς ότι στην ποίηση του Πορφύρα δεν υπάρχουν έκδηλα ρομαντικά στοιχεία. Πράγματι, αλλά όχι τόσο γιατί δεν υπάρχουν, όσο γιατί είναι συνυφασμένα […] με το συμβολιστικό ιστό των ποιημάτων. Ο εξωτισμός πάντως του ποιητή είναι ολοφάνερος.
Αξιοπρόσεχτη είναι η γλωσσική πρωτοβουλία του Πορφύρα. […] βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα λόγο απροσχημάτιστο, απλό, καθαρό και ευθύ. Είναι η πρώτη φορά που διαβάζει κανείς ποιητικά κείμενα χωρίς να συναντάει τη γλωσσική προσποίηση των δημοτικιστών. Αξιοπρόσεχτο είναι επίσης το γεγονός ότι τώρα οι λέξεις δεν βιάζονται για ν’ ανταποκριθούν στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία. Δεν κόβονται με σκοπό να προκύψει, όπως σε προηγούμενους ποιητές, ισοσυλλαβία στους στίχους. Και δεν παραποιούνται ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ομοιοκαταληξίας. Έχουμε συνεπώς στην περίπτωση αυτή ένα σημάδι γλωσσικής επάρκειας εξαιρετικής σημασίας, καθόσον δεν αφορά μόνο τη γλώσσα, αλλά βαθύτερα και ευρύτερα τη σκέψη και την αίσθηση της πραγματικότητας.
Το πραγματολογικό υλικό ο ποιητής το αντλεί κατεξοχήν από τη φύση: τη στεριά και τη θάλασσα. Τον θέλγουν οι εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος: οι φωτοσκιάσεις της μέρας, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά, τα σύννεφα, η βροχή, τα λιμάνια, τα κύματα, τα καράβια... Το αντλεί επίσης σε μικρότερο βαθμό από τους διάφορους θρύλους της παράδοσης, και πολύ λιγότερο από την Αρχαία Ελλάδα.
[…] Ο Πορφύρας δεν ανεβαίνει στην εξέδρα για να μιλήσει, όσο κι αν έχει στιγμές που υψώνει κάπως τη φωνή του, κατά κανόνα μιλάει χαμηλόφωνα. Και μάλιστα με σαφή τάση να φτάσει ν’ αγγίξει ενδόμυχες καταστάσεις. Άλλο αν δεν το πετυχαίνει παρά λίγες φορές, ο ενδοστρεφής ωστόσο προσανατολισμός του αποτελεί σταθερό γνώρισμά του. Είναι κι αυτός οπαδός της συμβολιστικής σχολής. Όχι τόσο φανατικός όσο ο Χατζόπουλος στους Βραδινούς θρύλους, αλλά με μέτρο και θα 'λεγα με αντικειμενικό στόχο το ποιοτικότερο αποτέλεσμα και όχι τόσο την τυπική εφαρμογή της συμβολιστικής συνταγής. Απόδειξη ότι, πέρα από την επιδίωξη του μουσικού λόγου και την υποβλητική λειτουργία της γλώσσας, πολύ συχνά δεν αποφεύγει τη θεματική ανάπτυξη των κειμένων καθώς επίσης τη χρήση της περιγραφής […]
Συγκεκριμένα. Καθώς είναι γνωστό, ο συμβολισμός εισηγείται, μεταξύ άλλων, την υπαινικτική ασάφεια, ενώ είναι κατά της ονομαστικής, αντικειμενικής, αναφοράς στα πράγματα. Στην περίπτωση του Πορφύρα η υπαινικτική ασάφεια αποτελεί βασικό γνώρισμα του λόγου του. Έλκεται, θα έλεγε κανείς, από το ασαφές, το θολό, το μουντό, το μισοφώτιστο, το σκιώδες, το απροσδιόριστο των καταστάσεων. Στα κείμενά του είναι συχνές οι λέξεις που έχουν συναφή σημασία. Λέξεις π.χ. όπως: “μισόφωτο”, “θαμπό”, “αχνόφεγγο”, “σβησμένο”, “σκοτεινιασμένο”, “απόβραδο”, “απόκοσμο”, “αθώρητο”, “αχνό”, “άϋλο”, “θολό”, “χλωμό”, “βραχνό” κ.λπ. Συχνά επίσης αντί για τις απτές μορφές προτιμάει τη σκιά τους (“Σα μια σκιά χιμαιρική στης λίμνης τον καθρέφτη”, “Και σα σκιές φαινότανε μακριά μου οι θεατρίνοι”, “Αν με θυμάσαι, θάρχωμαι σα μια σκιά...”).»
(Γ. Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης, Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Σοκόλης, Αθήνα, 2006, σελ. 245-247)
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Λάμπρος Πορφύρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου) γεννήθηκε το 1879 στη Χίο, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον Πειραιά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ταξίδεψε για λίγο στην Ευρώπη και όταν επέστρεψε, το 1909, συντάχθηκε με τους δημοτικιστές και υπέγραψε το καταστατικό της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης», που εργαζόταν για την επικράτηση του δημοτικισμού αλλά και του σοσιαλισμού. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, από το 1917 όμως και έπειτα έζησε μια μοναχική ζωή κοντά σε απλοϊκούς ψαράδες και στα ταβερνάκια της Φρεαττύδας. Μόνη του ενασχόληση ήταν η ποίηση. Θαύμαζε τον Σολωμό, από τα έργα του οποίου εμπνεύστηκε το ψευδώνυμό του. Πέθανε στον Πειραιά το 1932.
Όσο ζούσε, τύπωσε μόνο μια ποιητική συλλογή με τίτλο Σκιές (1920). Μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του τύπωσε και τα υπόλοιπα ποιήματά του (Μουσικές φωνές, 1934), ενώ συγκεντρωτική έκδοση έκανε ο Γ. Βαλέτας το 1956. Τα ποιήματά του, όπως και τη ζωή του, διακρίνει μια τάση φυγής από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό κι ο Δημοσθένης Βουτυράς τον χαρακτήρισε «σκιά», τόσο για την ονειρώδη φύση της ποίησής του όσο και για την αθόρυβη ζωή του: κοιτούσε επί ώρες τη θάλασσα και τα ηλιοβασιλέματα των πειραϊκών ακτών. Κύριο γνώρισμα των ποιημάτων του είναι η θλίψη και η μελαγχολία, η υποβλητική ατμόσφαιρα και η μουσικότητα.
Η κριτική για το έργο του
«Το έργο του αντανακλά την ακινησία της ζωής του στην κλειστή ατμόσφαιρα του λιμανιού και της πειραιώτικης γειτονιάς, καθρεφτίζοντας τον καθημερινό του περίγυρο όχι όπως είναι, μα όπως διαθλάται περνώντας μέσα απ’ τον συναισθηματικό του κόσμο. Χωρίς να φροντίζει ξεχωριστά τη φόρμα, δεν την παραμελεί κιόλας εντελώς, αφήνοντας τη μελαγχολία του αβίαστα να μετουσιωθεί σε λυρισμό. Κι ωστόσο, παραμένει εκλεκτικός κι αποσταγματικός, γράφει μόνον όταν έχει κάτι να προσθέσει και σωπαίνει συνήθως πιο πολύ απ’ όσο μιλάει. Η σιωπή αυτή δεν είναι μια σιωπή ουδέτερη και χωρίς υπόστρωμα. Ίσα-ίσα, αποτελεί συμπληρωματική έκφραση του συναισθηματισμού του, ενός συναισθηματισμού χαμηλόφωνου και μοιρολατρικού, που δεν εκδηλώνεται ποτέ με χειρονομίες και με ύψωμα του τόνου, αλλά εκφράζεται μέσα απ’ την όλη ατμόσφαιρα του έργου του.
Η ποίηση του Πορφύρα, περισσότερο απ’ όσο προβάλλει άμεσα το ίδιο το συναίσθημα, το υποβάλλει. Δε χρησιμοποιεί κοσμητικά επίθετα και σύνθετα, δεν έχει καν φανταχτερό λεκτικό πλούτο, ούτε πλούτο εικόνων. Η βαθύτερη φύση του και η ουσία του λυρισμού του είναι μουσική, χωρίς σπουδαία ενάργεια στα εξωτερικά παραστατικά του μέσα. Κι οι εικόνες του, όπου κάνουν αισθητή την παρουσία τους, θαρρείς και υποβάλλονται κι εκείνες με τη μουσική αοριστία της ατμόσφαιρας. Κι όμως, υπάρχουν κάποια κρυμμένα ποιητικά θέλγητρα, παρομοιώσεις, σχήματα μεταφοράς, καίρια επίθετα, ριγμένα με μια καλλωπιστική απλότητα κι απόλυτα εναρμονισμένα με τη λυρική του διάθεση. Υπάρχει ακόμα κάπου-κάπου, πίσω απ’ την ηπιότητά του, μια σκοτεινή νότα υποβολής, σαν υπόκρουση στο σκηνικό του ποιήματος, όπως στα “Καράβια”, στο “Lacrimae rerum”, στο “Έρημο μονοπάτι”, στα “Ερημοκλήσια” κι αλλού, ένας αξεδιάλυτος τόνος, που άλλοτε συγχέει το μυστήριό του με κάποιο μυστικό, που σφράγισε ίσως τελειωτικά τη ζωή του ποιητή κι απόμεινε για πάντα θαμμένο στη σιωπή, κι άλλοτε με το μυστήριο της ίδιας της ανθρώπινης μοίρας.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Ο Πορφύρας και οι πρώτοι μεταπαλαμικοί», Περιδιαβάζοντας, τ. Α΄, Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 54-55)
«Ψυχή μοναστική και φιλέρημη, γνώριμη των Πειραϊκών ακτών και των δύσεων, εφρόντισε στην εφήμερη στάθμευσή του εδώ, να γράψει τους γόους του και με τα, σε πικρή διαστολή, χείλη του να τραγουδήσει τις χρυσές αχλύες, με τις οποίες εκρύβονταν η ευπαθής ευαισθησία του. Δίχως σχεδόν ανησυχίες, χωρίς τόλμες, προεξέτεινε την ολιγάρκεια της ζωής του ως την τέχνη, ειδικότερα ως την ποίηση. Γιατί έγραψε αποκλειστικά ποίηση και διάβασε, τόσο στη γλώσσα μας όσο και στις άλλες δυο που κατείχε, μόνον ποίηση. Όλη του η εσωτερικότητα διαχύθηκε σε λιτή λυρική έκφραση, συντηρητική, διακριτική, που επιβλήθηκεν εύκολα χάρις στη γοητευτική σύσταση ενός ιδιαίτερα επιμελημένου στοιχείου: της μουσικής διάθεσης.»
(Μ. Περάνθης, Ανθολογία της Ποιήσεως, τ. Β΄, Εκδόσεις έργων Περάνθη, Αθήνα, χ.χ., σελ. 308)
«Τα πρόσωπα των ηρώων του είναι νύφες που γίνεται το ξόδι τους μέσα σε άσπρα κεριά ή κόρες χλομές, μαραμένες, με μια θλιμμένη ομορφιά και μ’ ένα πέρασμα σχεδόν άυλο από τη γη: “ζω κι αγαπώ τη σκιά μιας κοπέλας αιώνια”. Και τα τοπία του είναι με συνέπεια βυθισμένα μέσα στην ομίχλη του φθινοπώρου ή του δειλινού, όπου τα πράγματα και τα όντα χάνουν τη στερεότητα των σχημάτων και τη βεβαιότητα της ύπαρξης τους και γίνονται ίσκιοι. Στα ποιήματα του Πορφύρα η λαϊκή-δημοτική παράδοση είναι πια αχνή· τη θυμίζουν κάποια λίγα θέματα —που απλώς δίνουν την αφορμή— και η συνέπεια της δημοτικής γλώσσας. Ο Πορφύρας είναι ένας ποιητής καθαρά αστικός, και μάλιστα εκπροσωπεί μιαν ορισμένη κατηγορία αστών: αυτών που, κουρασμένοι από τη ζωή, φέρουν τα γνωρίσματα μιας βιολογικής κόπωσης και κοινωνικής αποκαρδίωσης. Δεν είναι τυχαίο, ότι αγαπούσε ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στον οποίο, όταν εκείνος πέθανε, αφιέρωσε ένα από τα πιο όμορφα και χαρακτηριστικά ποιήματά του.»
(Μ. Γ. Μερακλής, «Λάμπρος Πορφύρας», Η ελληνική ποίηση. Ρομαντικοί, η εποχή του Παλαμά, Μεταπαλαμικοί, Σοκόλης, Αθήνα, 1977, σελ. 361)
«Υπάρχουν στον Πορφύρα ρομαντικές επιβιώσεις; Ασφαλώς, αλλά λιγότερες και λιγότερο έκδηλες από ό,τι στους προηγούμενους ποιητές. Ήδη βρισκόμαστε σ’ ένα στάδιο όπου οι ρομαντικές επιβιώσεις τείνουν να συνιστούν οργανικό μέρος του συμβολιστικού ποιήματος. Έτσι, από πρώτη άποψη, θα έλεγε κανείς ότι στην ποίηση του Πορφύρα δεν υπάρχουν έκδηλα ρομαντικά στοιχεία. Πράγματι, αλλά όχι τόσο γιατί δεν υπάρχουν, όσο γιατί είναι συνυφασμένα […] με το συμβολιστικό ιστό των ποιημάτων. Ο εξωτισμός πάντως του ποιητή είναι ολοφάνερος.
Αξιοπρόσεχτη είναι η γλωσσική πρωτοβουλία του Πορφύρα. […] βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα λόγο απροσχημάτιστο, απλό, καθαρό και ευθύ. Είναι η πρώτη φορά που διαβάζει κανείς ποιητικά κείμενα χωρίς να συναντάει τη γλωσσική προσποίηση των δημοτικιστών. Αξιοπρόσεχτο είναι επίσης το γεγονός ότι τώρα οι λέξεις δεν βιάζονται για ν’ ανταποκριθούν στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία. Δεν κόβονται με σκοπό να προκύψει, όπως σε προηγούμενους ποιητές, ισοσυλλαβία στους στίχους. Και δεν παραποιούνται ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ομοιοκαταληξίας. Έχουμε συνεπώς στην περίπτωση αυτή ένα σημάδι γλωσσικής επάρκειας εξαιρετικής σημασίας, καθόσον δεν αφορά μόνο τη γλώσσα, αλλά βαθύτερα και ευρύτερα τη σκέψη και την αίσθηση της πραγματικότητας.
Το πραγματολογικό υλικό ο ποιητής το αντλεί κατεξοχήν από τη φύση: τη στεριά και τη θάλασσα. Τον θέλγουν οι εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος: οι φωτοσκιάσεις της μέρας, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά, τα σύννεφα, η βροχή, τα λιμάνια, τα κύματα, τα καράβια... Το αντλεί επίσης σε μικρότερο βαθμό από τους διάφορους θρύλους της παράδοσης, και πολύ λιγότερο από την Αρχαία Ελλάδα.
[…] Ο Πορφύρας δεν ανεβαίνει στην εξέδρα για να μιλήσει, όσο κι αν έχει στιγμές που υψώνει κάπως τη φωνή του, κατά κανόνα μιλάει χαμηλόφωνα. Και μάλιστα με σαφή τάση να φτάσει ν’ αγγίξει ενδόμυχες καταστάσεις. Άλλο αν δεν το πετυχαίνει παρά λίγες φορές, ο ενδοστρεφής ωστόσο προσανατολισμός του αποτελεί σταθερό γνώρισμά του. Είναι κι αυτός οπαδός της συμβολιστικής σχολής. Όχι τόσο φανατικός όσο ο Χατζόπουλος στους Βραδινούς θρύλους, αλλά με μέτρο και θα 'λεγα με αντικειμενικό στόχο το ποιοτικότερο αποτέλεσμα και όχι τόσο την τυπική εφαρμογή της συμβολιστικής συνταγής. Απόδειξη ότι, πέρα από την επιδίωξη του μουσικού λόγου και την υποβλητική λειτουργία της γλώσσας, πολύ συχνά δεν αποφεύγει τη θεματική ανάπτυξη των κειμένων καθώς επίσης τη χρήση της περιγραφής […]
Συγκεκριμένα. Καθώς είναι γνωστό, ο συμβολισμός εισηγείται, μεταξύ άλλων, την υπαινικτική ασάφεια, ενώ είναι κατά της ονομαστικής, αντικειμενικής, αναφοράς στα πράγματα. Στην περίπτωση του Πορφύρα η υπαινικτική ασάφεια αποτελεί βασικό γνώρισμα του λόγου του. Έλκεται, θα έλεγε κανείς, από το ασαφές, το θολό, το μουντό, το μισοφώτιστο, το σκιώδες, το απροσδιόριστο των καταστάσεων. Στα κείμενά του είναι συχνές οι λέξεις που έχουν συναφή σημασία. Λέξεις π.χ. όπως: “μισόφωτο”, “θαμπό”, “αχνόφεγγο”, “σβησμένο”, “σκοτεινιασμένο”, “απόβραδο”, “απόκοσμο”, “αθώρητο”, “αχνό”, “άϋλο”, “θολό”, “χλωμό”, “βραχνό” κ.λπ. Συχνά επίσης αντί για τις απτές μορφές προτιμάει τη σκιά τους (“Σα μια σκιά χιμαιρική στης λίμνης τον καθρέφτη”, “Και σα σκιές φαινότανε μακριά μου οι θεατρίνοι”, “Αν με θυμάσαι, θάρχωμαι σα μια σκιά...”).»
(Γ. Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης, Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Σοκόλης, Αθήνα, 2006, σελ. 245-247)