Κωνσταντίνος
Καβάφης «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών»
Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία,
αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα,
διέρχεται οδούς, πλατέες, και πύλες
της περιωνύμου πόλεως Aντιοχείας.
Στης επιβλητικής, μεγάλης συνοδείας την
αρχή
ωραίος, λευκοντυμένος έφηβος βαστά
με ανυψωμένα χέρια τον Σταυρόν,
την δύναμιν και την ελπίδα μας, τον
άγιον Σταυρόν.
Οι εθνικοί, οι πριν τοσούτον
υπερφίαλοι,
συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί με βίαν
απομακρύνονται από την συνοδείαν.
Μακράν ημών, μακράν ημών να μένουν
πάντα
(όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται).
Προχωρεί
ο άγιος Σταυρός. Εις κάθε συνοικίαν
όπου εν θεοσεβεία ζουν οι Χριστιανοί
φέρει παρηγορίαν και χαρά:
βγαίνουν, οι ευλαβείς, στες πόρτες των
σπιτιών τους
και πλήρεις αγαλλιάσεως τον προσκυνούν
—
την δύναμιν, την σωτηρίαν της
οικουμένης, τον Σταυρόν.—
Είναι μια ετήσια εορτή Χριστιανική.
Μα σήμερα τελείται, ιδού, πιο επιφανώς.
Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους.
Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος
Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.
Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θέτει στο
επίκεντρο ενός ακόμη ποιήματός του τον Ιουλιανό (για αναλυτικά βιογραφικά
στοιχεία δείτε «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»). Ο ποιητής υιοθετεί και πάλι
το προσωπείο ενός χριστιανού κι ενώνει τη φωνή του μ’ εκείνη των άλλων
ομοθρήσκων του, όχι γιατί προκρίνει την οπτική τους, αλλά για να δημιουργήσει
εναργέστερα τα πολλαπλά επίπεδα ειρωνείας του ποιήματος∙ μήτε οι Εθνικοί, μήτε
κι οι Χριστιανοί γλιτώνουν την ειρωνική επισήμανση των λαθών τους. Επιθυμία,
άλλωστε, του ποιητή είναι να τονιστεί πως όποια κι αν είναι η κυρίαρχη θρησκεία
(αντίληψη, πολιτική δύναμη κ.ά.) παύει να δείχνει τον αρμόζοντα σεβασμό στην
αντίπαλη ή ανταγωνιστική άποψη. Οι άνθρωποι, όπως και να βαφτίζουν τις
πεποιθήσεις τους, αδυνατούν σε κάθε περίπτωση να διατηρήσουν αλώβητη τη
δημοκρατική τους συνείδηση -αν τελικά είναι εφικτή μια τέτοια συνείδηση σε
άρτιο βαθμό. Μόλις αισθανθούν πως η άποψή τους υπερισχύει είτε καταδιώκουν
βιαίως τους αντιπάλους τους είτε -συνηθέστερα- εκφράζουν τη βαθιά αντιπάθεια
που αισθάνονται γι’ αυτούς και τους υποτιμούν πια ανοιχτά.
Ο Ιουλιανός, ο οποίος επιχείρησε μάταια
να επαναφέρει τη θρησκεία των Εθνικών, όταν πια ο χριστιανισμός είχε εδραιωθεί,
πεθαίνει τον Ιούνιο του 363, χτυπημένος πισώπλατα από δόρυ. Το ποίημα μας
μεταφέρει το κλίμα που επικράτησε στην Αντιόχεια, όταν πια είχε βρεθεί ο
διάδοχος του Ιουλιανού∙ ο Ιοβιανός, ο οποίος φρόντισε με την ανάληψη κιόλας της
εξουσίας να καταργήσει τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του.
Στην Αντιόχεια, λοιπόν, πραγματοποιείται
μια μεγάλη λιτανεία με τη συμμετοχή τόσο ιερέων όσο και κοσμικών, μη κληρικών
δηλαδή.
Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία,
αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα,
διέρχεται οδούς, πλατέες, και πύλες
της περιωνύμου πόλεως Aντιοχείας.
Ο Ιουλιανός στα δύο χρόνια που διήρκησε
η βασιλεία του (361-363) κατόρθωσε να δυσαρεστήσει όχι μόνο τους Χριστιανούς,
αλλά και τους Εθνικούς, διότι παρά το γεγονός ότι προσπάθησε να αναβιώσει την
ειδωλολατρική θρησκεία το έκανε αυτό με τρόπο που έδειχνε ελλιπή αντίληψη των
αρχών της παλαιάς θρησκείας. Η σκέψη, δηλαδή, του Ιουλιανού ήταν να οργανώσει
την ειδωλολατρία σύμφωνα με τα πρότυπα του χριστιανισμού, προκειμένου να
προσφέρει στην παλιά αυτή θρησκεία ένα πιο σύγχρονο και πιο οργανωμένο πρόσωπο
που θα έβρισκε -όπως νόμιζε- μεγαλύτερη απήχηση. Το αποτέλεσμα φυσικά δεν τον
δικαίωσε∙ κυρίως γιατί ο χριστιανισμός είχε επεκταθεί πια σε τέτοιο βαθμό που
ήταν δύσκολο να ανασταλεί η δυναμικότητά του.
Μετά το θάνατο, λοιπόν, του Ιουλιανού
οι Χριστιανοί πραγματοποιούν μια λιτανεία αφενός για να ευχαριστήσουν τον Θεό
που απαλλάχτηκαν από τον ασεβή αυτοκράτορα και αφετέρου για να προσευχηθούν για
τη μακροημέρευση του νέου αυτοκράτορα Ιοβιανού. Στη λιτανεία συμμετέχουν
ιερείς, αλλά και απλοί πολίτες που προέρχονται απ’ όλα τα επαγγέλματα, γεγονός
το οποίο υποδηλώνει τη μαζική προσέλευση του κόσμου, μα και την ευρύτητα που
έχει ο χριστιανισμός στην κοινωνία της Αντιόχειας. Μια λιτανεία που περνά από
δρόμους, πλατείες και πύλες της ένδοξης πόλης και δείχνει τη σαφή διάθεση των Χριστιανών
να διακηρύξουν δημόσια και απ’ άκρη σ’ άκρη την πίστη τους. Δείγμα κι αυτό της τάσης
που διακρίνει την υπερέχουσα κάθε φορά θρησκεία (παράταξη, ομάδα κ.ά.) να
επιδεικνύει την αφοσίωσή της στις πεποιθήσεις της.
Στης επιβλητικής, μεγάλης συνοδείας την
αρχή
ωραίος, λευκοντυμένος έφηβος βαστά
με ανυψωμένα χέρια τον Σταυρόν,
την δύναμιν και την ελπίδα μας, τον
άγιον Σταυρόν.
Στην αρχή της μεγάλης αυτής λιτανείας ο
ποιητής τοποθετεί έναν ωραίο λευκοντυμένο έφηβο, επιτρέποντας έτσι σ’ ένα ιδανικό
της παλαιάς θρησκείας να διατηρηθεί και στο πλαίσιο της νέας. Η εφηβική ομορφιά
που τόσο συγκινεί τον Καβάφη και τόσο κεντρικό ρόλο είχε στους ειδωλολατρικούς
πολιτισμούς, όπως ήταν αυτός των αρχαίων Ελλήνων, βρίσκει τη θέση του και σ’
αυτή τη χριστιανική λιτανεία.
Ο λευκοντυμένος έφηβος κρατά με
ανυψωμένα χέρια τον Σταυρό, το ιερό αυτό σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας,
που αποτελεί τη δύναμη, μα και την ελπίδα των Χριστιανών, εφόσον υπενθυμίζει τη
νίκη του Χριστού επί της ακατάλυτης δύναμης του θανάτου, όπως και το πνεύμα της
αυτοθυσίας που χαρακτήριζε τον υιό του Θεού, που δέχτηκε να υπομείνει το
μαρτυρικό αυτό τέλος για χάρη των ανθρώπων.
Προσέχουμε πως στην κτητική αντωνυμία
«μας» ο ποιητής φανερώνει τη διάθεσή του να εντάξει τον εαυτό του -φαινομενικά-
στην ομάδα των Χριστιανών και να παρουσιάσει το γεγονός αυτό από τη δική τους
πλευρά.
Οι εθνικοί, οι πριν τοσούτον
υπερφίαλοι,
συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί με βίαν
απομακρύνονται από την συνοδείαν.
Μακράν ημών, μακράν ημών να μένουν
πάντα
(όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται).
Οι Χριστιανοί, οι οποίοι στο διάστημα
της βασιλείας του Ιουλιανού έχασαν τη στήριξη της αυτοκρατορίας και βρέθηκαν σε
υποδεέστερη θέση από τους Εθνικούς, αισθάνονται τώρα και πάλι ισχυροί.
Φροντίζουν, έτσι, να απομακρύνουν δια της βίας τους Εθνικούς από τη λιτανεία,
δηλώνοντας, κατά τρόπο απολύτως μισαλλόδοξο πως θα πρέπει να μένουν συνεχώς
μακριά τους ή τουλάχιστον μέχρι να απαρνηθούν την «πλάνη» τους.
Στους στίχους αυτούς κορυφώνεται η
ειρωνεία του ποιήματος αφενός με τους χαρακτηρισμούς που αποδίδουν οι
Χριστιανοί στους Εθνικούς και αφετέρου με τον παρενθετικό στίχο. Ειδικότερα, οι
Εθνικοί χαρακτηρίζονται συνεσταλμένοι και δειλοί, ενώ πριν ήταν «τόσο
υπερφίαλοι»∙ κι είναι ακριβώς αυτή η αλαζονεία που αποδίδεται στους Εθνικούς, η
οποία διατρέχει τις πράξεις και τα λόγια των Χριστιανών τώρα που ο Ιουλιανός
δεν είναι πια στην εξουσία. Οι Χριστιανοί που για χρόνια διώκονταν για τις
θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και θα έπρεπε να έχουν πολλαπλά αυξημένη
ευαισθησία σ’ αυτό το θέμα, απομακρύνουν με βία τους Εθνικούς από τη λιτανεία.
Κι ακόμη περισσότερο δηλώνουν πως θα πρέπει εκείνοι να μένουν μακριά τους «όσο
δεν απαρνούνται την πλάνη τους». Η διαφορετική θρησκευτική επιλογή όχι μόνο δεν
γίνεται σεβαστή, αλλά χαρακτηρίζεται πλάνη και συνιστά για τους Χριστιανούς
αιτία διαρκούς διαχωρισμού.
Η υποτιθέμενη πολιτική ανεξιθρησκείας
της αυτοκρατορίας διόλου δεν συγκινεί τους Χριστιανούς, οι οποίοι ευθαρσώς
δηλώνουν πως δεν επιθυμούν να έχουν καμία σχέση με τους Εθνικούς, όσο εκείνοι
δεν απαρνούνται τις πεποιθήσεις τους -τις αυταπόδεικτα πλανεμένες πεποιθήσεις
τους.
Προχωρεί
ο άγιος Σταυρός. Εις κάθε συνοικίαν
όπου εν θεοσεβεία ζουν οι Χριστιανοί
φέρει παρηγορίαν και χαρά:
βγαίνουν, οι ευλαβείς, στες πόρτες των
σπιτιών τους
και πλήρεις αγαλλιάσεως τον προσκυνούν
—
την δύναμιν, την σωτηρίαν της
οικουμένης, τον Σταυρόν.—
Η μεταφορά του άγιου Σταύρου σε κάθε
συνοικία όπου ζουν Χριστιανοί φέρνει στους θεοσεβείς αυτούς ανθρώπους χαρά και
παρηγοριά, μιας και γίνεται πλέον σε όλους σαφές πως η δεινή περίοδος της
βασιλείας του Ιουλιανού έχει φτάσει στο τέλος της και πως η αυτοκρατορία
επιστρέφει στην πρότερη, θετική για τον χριστιανισμό, κατάστασή της. Η παρουσία
της λιτανείας, πάντως, προσφέρει στους Χριστιανούς επιπλέον παρηγοριά, λόγω της
παρουσίας των ιερέων. Ο Γ. Π. Σαββίδης καταγράφει ως προς αυτό ένα σχόλιο του
ίδιου του ποιητή: «Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας.
Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν
Εκκλησία». (Καβάφης, περ. Γράμματα, Δ΄, 1918).
Η δήλωση αυτή του ποιητή έχει ιδιαίτερη
αξία καθώς φανερώνει πως ενώ ο Καβάφης δεν ήταν Χριστιανός -τουλάχιστον όχι
θερμός υποστηρικτής αυτής της θρησκείας-, δεν έπαυε ωστόσο να αναγνωρίζει και
να σέβεται την προσφορά της στη ζωή των πιστών. Η εικόνα, άλλωστε, που
ακολουθεί εκφράζει ακριβώς τη βαθιά αγαλλίαση που προσφέρει στους πιστούς
Χριστιανούς η επαφή με τα ιερά σύμβολα της θρησκείας τους. Βγαίνουν, λοιπόν,
στις πόρτες των σπιτιών τους και με βαθιά εσωτερική χαρά προσκυνούν το ιερό
σύμβολο του χριστιανισμού∙ τον Σταυρό.
Ο εγκωμιαστικός στίχος για τον Σταυρό
επαναλαμβάνεται διευρύνοντας κατά πολύ αυτή τη φορά τη σημασία αυτού του
συμβόλου. Δεν είναι, έτσι, μόνο η πηγή δύναμης και ελπίδας για τους
Χριστιανούς, είναι πολύ περισσότερο το σύμβολο εκείνο που σηματοδοτεί τη
δυνατότητα της οικουμένης να διασωθεί. Οι Χριστιανοί θέλουν να βλέπουν τη
θρησκεία τους ικανή να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, μιας και -κατά την άποψή
τους- είναι η μόνη αληθινή θρησκεία.
Είναι μια ετήσια εορτή Χριστιανική.
Μα σήμερα τελείται, ιδού, πιο επιφανώς.
Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους.
Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος
Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.
Η δεύτερη στροφή του ποιήματος
αποκαλύπτει το λόγο τέλεσης της συγκινητικής αυτής τελετής και με τη λεκτική,
εις βάρος του Ιουλιανού, ειρωνεία, φέρνει στην επιφάνεια την εύλογη μεν
αγανάκτηση των Χριστιανών, αλλά και τη μισαλλοδοξία τους. Ο θάνατος του
Ιουλιανού εκλαμβάνεται από τους Χριστιανούς ως λύτρωση, αφού απαλλάσσονται από
τον αποτρόπαιο και μιαρό αυτοκράτορα, που δε σεβάστηκε επαρκώς ή καλύτερα
καθόλου τη θρησκεία τους. Ο Ιουλιανός χαρακτηρίζεται μιαρότατος, ηθικά, δηλαδή,
μολυσμένος και εξόχως αμαρτωλός, εφόσον θέλησε να ανακόψει την πορεία διάδοσης
του χριστιανισμού και να επαναφέρει την επονείδιστη θρησκεία των Εθνικών.
Ο θάνατός του, άρα, αποτελεί αφορμή για
να δοθεί στην ετήσια Χριστιανική εορτή μεγαλύτερη επισημότητα. Ο ποιητής,
ωστόσο, δεν κατονομάζει τη γιορτή αυτή, η οποία τοποθετείται σίγουρα μετά της
26 Ιουνίου, οπότε και δολοφονήθηκε ο Ιουλιανός. Θα μπορούσε, πιθανώς, να είναι
η εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, της 14ης Σεπτεμβρίου, που
είχε ανευρεθεί λίγες δεκαετίες πριν από τη βασιλεία του Ιουλιανού.
Αξίζει να προσεχθεί πως οι Χριστιανοί
θεωρούν πως ο θάνατος του Ιουλιανού αποτελεί λύτρωση για το κράτος, ταυτίζοντας
τη βασιλεία του μόνο με τη θρησκευτική του μεταρρύθμιση και μη λαμβάνοντας
υπόψη το υπόλοιπο έργο του, το οποίο δεν ήταν ευκαταφρόνητο. Οι Χριστιανοί
αδιαφορούν για τις υπόλοιπες δράσεις του αυτοκράτορα και συνδέουν την τύχη του
κράτους αποκλειστικά με ό,τι ενδιαφέρει κυρίως τους ίδιους, δηλαδή την τύχη της
θρησκείας τους.
Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού
ευχηθώμεν.
Ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος
φανερώνει την πρόθεση των Χριστιανών να προσευχηθούν και για τον νέο τους
αυτοκράτορα, τον Ιοβιανό, ο οποίος αποκατέστησε τα δικαιώματά τους αμέσως μόλις
ανέλαβε την εξουσία. Εδώ, ωστόσο, εντοπίζεται μια ακόμη πτυχή της ειρωνείας του
ποιήματος, εφόσον ο Ιοβιανός πέθανε αιφνιδίως (ή δολοφονήθηκε) λίγους μόλις
μήνες μετά (Φεβρουάριος 364), χωρίς ουσιαστικά να προλάβει ποτέ να διοικήσει
την αυτοκρατορία.
«Στις 26 Ιουνίου 363, ο Ιουλιανός
σκοτώθηκε πολεμώντας τους Πέρσες∙ τον διαδέχθηκε ο Ιωβιανός, αισθησιαρχούμενος
στρατιωτικός και ανεξίθρησκος χριστιανός, που πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο
364». [Γ. Π. Σαββίδης]