Paul Lovering
Εύα
Νεοκλέους «Παραδοχές»
Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.
Μετέωρα βήματα.
Τώρα, η ώρα της σιωπής
τώρα, του ανείπωτου πόνου οι μέρες.
Θα κλείσω του γαλάζιου τα παράθυρα
σαν τις καλές τις παρενθέσεις της
ελπίδας
θα βγω ξανά στα βολικά και γνώριμα
έτσι, καθώς ταιριάζει στη ζωή
την καθώς πρέπει.
Κι όταν τα όνειρα
τις νύχτες θα ουρλιάζουνε
τη φρίκη της παραίτησης
θα καταθέτω…
Η Εύα Νεοκλέους καταγράφει με τον πλέον
εναργή τρόπο το πέρασμα σ’ εκείνη τη στιγμή της ωριμότητας που επιτρέπει στο
άτομο να φτάσει στην επώδυνη παραδοχή της οριστικής διάψευσης των ονείρων και
των βλέψεων της νεανικής ηλικίας. Ζητούμενο εδώ δεν είναι η αναζήτηση εκείνων
των εκφραστικών μέσων που θα επιδίωκαν τον εντυπωσιασμό του αναγνώστη –δεν
υπάρχει στην ποίηση της Εύας Νεοκλέους η ανασφάλεια του πρωτόπειρου δημιουργού∙
ζητούμενο είναι η ειλικρινής απόδοση της προσωπικής αλήθειας. Η ψυχική
ωριμότητα της ποιήτριας δεν επιτρέπει υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις, και πολύ
περισσότερο δεν επιτρέπει τη δίχως νόημα παράταση της ελπίδας για εκείνα που
έχουν οριστικά πια διαψευστεί. Το αέναα συντηρούμενο όνειρο με ανυπόστατες
προσδοκίες δεν έχει θέση στον ποιητικό αυτό λόγο που βασίζει την ύπαρξή του στα
γερά θεμέλια της αυτογνωσίας και του ρεαλισμού.
«Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.
Μετέωρα βήματα.»
Το ερώτημα κι η διαπίστωση της πρώτης
στροφής συνθέτουν κατά τρόπο πλήρη την ψυχολογική οδύνη που προκαλεί η
παρατεταμένη επιδίωξη ενός ονείρου ανέφικτου στην ουσία του και εξαρχής
ασύμβατου με την πραγματική προσωπικότητα του ποιητικού υποκειμένου. Το όνειρο
αυτό μοιάζει να είναι ήδη απ’ την αρχή κλεμμένο, καθώς, μιας και δεν έφτασε
έγκαιρα στην υλοποίησή του, αποκαλύπτει σταδιακά πως δεν υπήρξαν ποτέ οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ευόδωσή του. Ίσως να αποτέλεσε την ευτυχή
πραγματικότητα άλλων ανθρώπων σε άλλους ή και κοντινούς τόπους, σε άλλες ή
παράλληλες χρονικές περιόδους, μα σίγουρα δεν ήταν ποτέ εφικτό για το ποιητικό
υποκείμενο.
Ένα όνειρο μη προσεγγίσιμο, η επιδίωξη
του οποίου οδηγούσε για καιρό την ποιήτρια σε βήματα ασταθή, σε βήματα μετέωρα,
που δεν της προσέφεραν την αίσθηση μιας σταθερής και σίγουρης πορείας. Ένα
όνειρο που την οδηγούσε σε λανθασμένες αποφάσεις, στην απώλεια πολύτιμου χρόνου
και στο στέγνωμα τον ψυχικών της δυνάμεων, αφού βρισκόταν σε διαρκή, μα άγονη
αναμέτρηση με κάτι που δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων ποτέ να αποκτήσει ή να
γίνει η ίδια.
«Τώρα, η ώρα της σιωπής
τώρα, του ανείπωτου πόνου οι μέρες.»
Η ποιήτρια συνειδητοποιεί πως οφείλει
να εγκαταλείψει πια τη μάταιη και ψυχοφθόρα προσπάθεια για μια επίτευξη που δεν έρχεται, έστω κι αν γνωρίζει πως
αυτό θα της κοστίσει πολύ. Το όνειρο που τόσο θέλησε υπήρξε μέρος της
ταυτότητάς της για ένα μεγάλο διάστημα κι αυτό σημαίνει πως εγκαταλείποντάς το
θα πρέπει συνάμα να εγκαταλείψει -να φονεύσει σχεδόν- κι ένα κομμάτι του εαυτού
της. Μια απόφαση ή καλύτερα μια συνειδητοποίηση που απαιτεί μεγάλο ψυχικό
σθένος και ικανά αποθέματα υπομονής, αφού ό,τι θα της απομείνει πλέον θα είναι οι
μέρες εκείνες του μέλλοντος που δεν θα έχουν πια την ελπίδα να τις συντηρεί και
να τις καθιστά, αν όχι ευτυχισμένες, τουλάχιστον ανεκτές.
Τώρα, όμως, είναι η ώρα της σιωπής∙
είναι η ώρα να επισφραγιστεί μια και καλή η απόφαση να εγκαταλειφθεί το όνειρο
που την παραπλάνησε -μα της επέτρεψε κιόλας να έχει το στήριγμα της προσδοκίας.
σαν τις καλές τις παρενθέσεις της
ελπίδας
θα βγω ξανά στα βολικά και γνώριμα
έτσι, καθώς ταιριάζει στη ζωή
την καθώς πρέπει.»
Η ποιήτρια δεν αποδέχεται να παραμένει
πλέον έρμαιο ανέφικτων ελπίδων και ενός ονείρου που διαφέντεψε για καιρό τη
ζωή της, ορίζοντας εκείνο τις επιμέρους επιλογές της και εξαναγκάζοντάς τη να
ανέχεται μια ανειλικρινή εικόνα της ζωής. Λαμβάνει, έτσι, η ίδια ενεργό ρόλο
και αποφασίζει να κλείσει τα παράθυρα του γαλάζιου, τα παράθυρα των υποσχέσεων
που της έδειχναν όλα εκείνα τα θέλγητρα μιας πλήρους ζωής, χωρίς ποτέ να
φέρνουν την εκπλήρωσή τους. Η ποιήτρια είναι έτοιμη να κλείσει τις παρενθέσεις
της ελπίδας και να επιστρέψει ξανά στα βολικά και στα γνώριμα που ήδη
αποτελούσαν το κύριο πλαίσιο της ζωής της, όσο η ίδια αφηνόταν στη χιμαιρική
προσμονή μιας άλλης, διαφορετικής έκβασης των πραγμάτων.
Η επιστροφή στα βολικά, στα εύκολα
δηλαδή, και στα ήδη γνωστά, που δεν κρύβουν εκπλήξεις, μα δεν απαιτούν κιόλας
ανέφικτες υπερβάσεις, φέρνουν την ποιήτρια στο χώρο της καθώς πρέπει ζωής, στο
χώρο όπου οι άνθρωποι υποτάσσονται στους αναγκαίους συμβιβασμούς της
πραγματικότητας και δέχονται τα πράγματα όπως είναι. Χώρος οικείος και
φαινομενικά δίχως κινδύνους∙ χώρος νηνεμίας και γαλήνης, τουλάχιστον σε ό,τι
αφορά τα εξωτερικά σχήματα της ζωής, διότι το τι συμβαίνει στην ψυχή του ατόμου
που αποφασίζει συνειδητά να εγκαταλείψει την προσδοκία μιας άλλης
πραγματικότητας είναι κάτι που απαιτεί να κοιτάξεις πέρα από την εικόνα που
δομούν οι επιλογές και οι δράσεις της καθημερινότητας για να το αντιληφθείς∙
είναι κάτι, εντούτοις, που η ποιήτρια έχει το κουράγιο και τη δύναμη να μας το
φανερώσει.
«Κι όταν τα όνειρα
τις νύχτες θα ουρλιάζουνε
τη φρίκη της παραίτησης
θα καταθέτω…»
Πέρα, λοιπόν, από τη φαινομενική γαλήνη
της καθημερινότητας του ανθρώπου που συμβιβάστηκε με τα γνώριμα και τα βολικά
της ζωής, υπάρχει η εσωτερική πάλη με τα όνειρά του. Υπάρχει ο συνεχής εκείνος αγώνας
με τις ελπίδες για μια ζωή πολύ πιο κοντά στις εσώτερες επιθυμίες του∙ για μια
ζωή που δεν αναγνωρίζει συμβάσεις και συμβιβασμούς∙ για μια ζωή που δεν
αναγνωρίζει την τυπική εκείνη διευθέτηση του καθημερινού χρόνου, ώστε όλα να
δίνουν την εντύπωση ενός κοινωνικά αποδεκτού καθωσπρεπισμού. Ένας συνεχής
αγώνας που φανερώνει ωστόσο ποιος έχει την αναγκαία ωριμότητα να αρνηθεί στα
όνειρά του το δικαίωμα σε μια ανώφελα παρατεταμένη διαιώνιση.
Έτσι, τις νύχτες που τα όνειρα της
ποιήτριας θα ουρλιάζουνε, ζητώντας μια ακόμη ευκαιρία να την πλανέψουν με τη
γλαφυρή περιγραφή μιας άλλης ζωής, με την ψευδαίσθηση πως η πραγμάτωσή τους δεν
είναι ανέφικτη, εκείνη θα καταθέτει μπροστά τους τη φρίκη της παραίτησης∙ τη
φρίκη της συνειδητής παραίτησης από το δικαίωμα να ελπίζει κάτι διαφορετικό,
κάτι άλλο από αυτό που ήδη γνωρίζει και ζει. Πράξη απολύτως επώδυνη, μα κάποτε
και απολύτως αναγκαία προκειμένου το άτομο ν’ απαλλαγεί από την πλανερή αντίληψη πως ποτέ δεν είναι αργά και πως όλα μπορούν -σαν από θαύμα- ν’ αλλάξουν,
προσφέροντας απρόσμενες ευτυχίες, εκεί ακριβώς που δεν υπάρχουν οι απαραίτητες
προϋποθέσεις για οτιδήποτε το απρόσμενο.