Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Kομμαγηνή• 595 μ.X.»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Olkarny

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

[1921]

ð Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δύο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη» (Γ.Π. Σαββίδης).

ð Ο Ιάσων Κλέανδρος· πρόσωπο φανταστικό. Πρόκειται για έναν ιστορικοφανή μονόλογο.

ð Κομμαγηνή· άλλοτε (164 π.Χ.-72 μ.Χ.) ανεξάρτητο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας και ως το 638 μ.Χ., οπότε καταλήφθηκε από τους Άραβες, τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η χρονολογία του τίτλου τοποθετεί τον μονόλογο του Ιάσονος 53 χρόνια μετά το διαγούμισμα της Κομμαγηνής από τον Χοσρόη Α΄ της Περσίας, και τέσσερα χρόνια μετά την συνθήκη ειρήνης του βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρικίου με τον Χοσρόη Β΄ (Γ. Π. Σαββίδης).
Στο κρατίδιο της Κομμαγηνής γίνεται αναφορά και στον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη.

ð εγκαρτέρησι καμιά· κανένα λόγο υπομονής ή ελπίδας.
ð νάρκης του άλγους δοκιμές· δοκιμές νάρκης του άλγους· απόπειρες να κατευνασθεί ο πόνος· απόπειρες νάρκωσης του πόνου.
ð εν Φαντασία και Λόγω· με τη δύναμη της φαντασίας που συλλαμβάνει και με τη μαγική λειτουργία του λόγου, δηλ. της γλώσσας, που πραγματοποιεί τη σύλληψη.

Σχόλιο:
Το ποίημα, της ώριμης περιόδου του ποιητή (όταν γράφεται ο Καβάφης είναι 58 ετών), παρουσιάζεται ως διάλογος ενός φανταστικού ποιητή με την Ποίηση, την οποία ικετεύει να θεραπεύσει τα σημάδια του χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρώτη γραφή (1918) το ποίημα είχε τον τίτλο Μαχαίρι.

Ανάλυση ποιήματος

Ο τίτλος
«Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»

Ο ποιητής θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από την έκφραση μιας τόσο έντονης ανησυχίας για το γήρασμα της μορφής του, χρησιμοποιεί το προσωπείο του Ιάσονα Κλεάνδρου, ώστε οι σκέψεις αυτές της ανησυχίας και του πόνου να αποδοθούν στον Ιάσονα και να μη συνδεθούν με τον ίδιο. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί παράλληλα τον εκτενή αυτό τίτλο για να μεταθέσει χρονικά τη μελαγχολική αυτή κατάσταση στο απώτατο παρελθόν και να δώσει στις σκέψεις του διαχρονικότητά αλλά και καθολικότητα. Την ίδια ανησυχία που έχει ο Καβάφης για τα γηρατειά και τη φθορά που επιφέρουν, θα μπορούσε να την έχει οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Έτσι, η μελαγχολία του Καβάφη αποδίδεται στον Ιάσονα Κλεάνδρου, ένα ανύπαρκτο πρόσωπο που δημιουργείται από τον ποιητή, ο οποίος υποτίθεται ότι έζησε στην Κομμαγηνή, ένα κρατίδιο βορειανατολικά της Συρίας που ήταν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 638 μ.Χ., και καταγράφει αυτές του τις σκέψεις το 595 μ.Χ., χρονολογία που δεν έχει σημαδευτεί από κάποιο σημαντικό γεγονός για το μικρό αυτό κρατίδιο, και την οποία ο ποιητής επέλεξε ίσως τυχαία για να τοποθετήσει χρονικά το ποίημά του στο παρελθόν. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να θεωρήσουμε πως εφόσον η χρονολογία αυτή απέχει λίγες δεκαετίες από την κατάληψη της Κομμαγηνής από τους Άραβες, αφορά μια περίοδο παρακμής για το κρατίδιο αυτό.
Ο τίτλος του ποιήματος έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι το μόνο μέρος του ποιήματος στο οποίο ο ποιητής μας δίνει τοπικά και χρονικά στοιχεία, οπότε αν το ποίημα διαβαστεί χωρίς αυτόν τον τίτλο ή με τον αρχικό του τίτλο «Μαχαίρι», τότε δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει τον αναγνώστη να συνδέσει τις απόψεις αυτές με τον ίδιο τον Καβάφη. Επομένως, οι λεπτομέρειες που δίνονται στον τίτλο είναι σημαντικές για να μπορέσει ο ποιητής να αποστασιοποιηθεί από τις μελαγχολικές αυτές σκέψεις που διατυπώνει στους στίχους του.
Οι πολλές λεπτομέρειες του τίτλου (πρόσωπο, ιδιότητα, τόπος, χρόνος, διάθεση) προσδίδουν αληθοφάνεια στο δημιουργούμενο σκηνικό, και άρα διαχρονική αντικειμενικότητα στα όσα θα ακολουθήσουν, ενώ συνάμα ενισχύουν τη θεατρικότητα του ποιήματος. Ο αναγνώστης μπορεί να τοποθετήσει τοπικά και χρονικά το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του ποιήματος, γνωρίζοντας προτού καν διαβάσει το ποίημα τη συναισθηματική κατάστασή του.
Ας προσεχθεί πάντως πως παρά την προσπάθεια του Καβάφη να αποστασιοποιηθεί από όσα θα ειπωθούν, το γεγονός ότι αποδίδει στον Ιάσονα την ιδιότητα του ποιητή επιτρέπει την ταύτισή του με αυτόν.
Ενώ, ενδιαφέρον έχει και το όνομα που επέλεξε ο ποιητής για το προσωπείο του: Ιάσων < ἰᾶσθαι, απαρέμφατο του ρήματος ἰῶμαι «θεραπεύω». Η έννοια της θεραπείας μπορεί να συσχετιστεί με τα «φάρμακα» που αποζητά το ποιητικό υποκείμενο, για να απαλύνει την πληγή των γηρατειών.

[Ο Ιάσονας ήταν ο αρχηγός των Αργοναυτών, που με τη βοήθεια της Μήδειας κατόρθωσε να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ιάσων έλαβε το όνομά του από τον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον δίδαξε τη θεραπευτική τέχνη.]

«Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.»

Το γήρασμα του σώματος και του προσώπου (μορφής) δημιουργεί στον Ιάσονα Κλέανδρο έναν τόσο έντονο ψυχικό πόνο που μόνο με τον πόνο που θα του προκαλούσε μια δυνατή μαχαιριά μπορεί να τον παρομοιάσει. Η ένταση αυτή υποδηλώνει ότι το ανήκεστο της φθοράς που επιφέρει η πάροδος του χρόνου στο σώμα και στο πρόσωπό του τον οδηγεί σε απόγνωση.
Η ψυχική διάθεση του Ιάσονα Κλεάνδρου είναι πολύ άσχημη όχι γιατί έχει γεράσει και πλησιάζει προς το τέλος της ζωής του, αλλά κυρίως γιατί τα γηρατειά έχουν φθείρει το σώμα του και έχουν ασχημίσει το πρόσωπό του. Σ’ αυτή τη διαπίστωση μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε τον αισθητιστή Καβάφη, ο οποίος θεωρεί την ομορφιά της νεότητας ως μία ύψιστη αξία και ο οποίος δεν μπορεί παρά να θλίβεται όταν βλέπει την παρακμή της δικής του μορφής.
Ο δραματικός μονόλογος του Ιάσονα διακρίνεται για τη λιτότητα της έκφρασης, την καθαρότητα του νοήματος, και τη χρήση καθημερινών, σχεδόν αντιποιητικών, λέξεων: πληγή, φρικό, μαχαίρι.

ð Το γήρασμα του σώματος... είναι πληγή: μεταφορά
ð είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι: Στο στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της υπαλλαγής καθώς και δύο μεταφορές. Το σχήμα της υπαλλαγής εντοπίζεται στο γεγονός ότι το επίθετο «φρικτός» που θα έπρεπε να προσδιορίζει ως επιθετικός προσδιορισμός τη λέξη πληγή, και να εκφράζει ορθότερα το νόημα, ότι είναι δηλαδή μια «φρικτή πληγή», έχει ακολουθήσει ως προς το γένος, τον αριθμό και την πτώση το ουσιαστικό μαχαίρι και έχει γίνει δικός του επιθετικός προσδιορισμός «φρικτό μαχαίρι». Με το σχήμα αυτό ο ποιητής μετατοπίζει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη μαχαίρι ώστε να γίνει περισσότερο αντιληπτός ο πόνος που αισθάνεται ως φρικτή μαχαιριά.
Οι μεταφορές που υπάρχουν στον στίχο αυτό εντοπίζονται στις λέξεις πληγή και μαχαίρι, καθώς ο ποιητής τις χρησιμοποιεί για να εκφράσει τον ψυχικό πόνο που αισθάνεται πιο παραστατικά παρομοιάζοντάς τον με το σωματικό πόνο που θα του προκαλούσε μια μαχαιριά.

«Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά

Ο Ιάσονας δηλώνει ότι «δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά», κι αυτό είναι ενδεικτικό της απελπισίας που αισθάνεται, κυρίως γιατί γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπίσει το γήρας και ότι δεν μπορεί επί της ουσίας να αναστρέψει την αλλοίωση της μορφής του.
ð Η σαφήνεια και το απόλυτο αυτής της διαπίστωσης, υποδηλώνουν πως ό,τι θα αποτελούσε μια δύσκολη, ίσως και επιφανειακή, παραδοχή, για οποιονδήποτε άλλον, για τον Ιάσονα συνιστά μια σημαντική και επώδυνη αλήθεια. Τα αποτελέσματα του γήρατος οδηγούν τον Ιάσονα σε πλήρη απόγνωση κι αυτό φανερώνει ξεκάθαρα την απόλυτη αξία που αναγνώριζε και αναγνωρίζει στην νεότητα. Ο Ιάσονας δεν επιχειρεί να βρει παρηγοριά σε κάποια άλλη πιθανή ομορφιά ή αρετή των γηρατειών· υποφέρει και το δηλώνει κατηγορηματικά.
ð Η χρήση του δραματικού Ενεστώτα (δεν έχω) προσδίδει την αίσθηση του παρόντος στα λεγόμενα του ποιητή Ιάσονα και τονίζει τη θεατρικότητα του κειμένου.

«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·»

Ο ποιητής Ιάσονας Κλέανδρος επικαλείται τη συνδρομή της προσωποποιημένης του τέχνης, της Τέχνης της Ποιήσεως, η οποία «κάπως» ξέρει από φάρμακα. Η πλήρης απουσία ελπίδας και απαντοχής που διατυπώθηκε στον προηγούμενο στίχο αίρεται μερικώς εδώ, καθώς ο ποιητής έχει ακόμη ως μέσο παραμυθίας την τέχνη του. Βέβαια, θα πρέπει να γίνει σαφές πως η Ποίηση μπορεί να προσφέρει μόνο μερικές στιγμές ανακούφισης και λησμονιάς στον ποιητή και τίποτε περισσότερο. Σαφές, ως προς αυτό, το επίρρημα κάπως, που υποδηλώνει πως ακόμη κι η Ποίηση ελάχιστα είναι σε θέση να βοηθήσει τον απελπισμένο Ιάσονα.
ð Η αποστροφή του Ιάσονα προς την ποιητική τέχνη, συμπληρώνεται με τη χρήση του β΄ προσώπου «σε», καθώς κι ένα ρήμα δηλωτικό ικεσίας «προστρέχω», σε δραματικό Ενεστώτα (θεατρικότητα).
ð Η χρήση του δεύτερου προσώπου υποδηλώνει την οικειότητα που αισθάνεται ο ποιητής απέναντι στην τέχνη του -την οποία και προσωποποιεί- κι αυτό δηλώνει την ειλικρινή πεποίθησή του πως μόνον εκείνη μπορεί να του παράσχει την αναγκαία παρηγοριά στην επώδυνη αυτή κατάσταση.  
ð Η αναφορά σε «φάρμακα» είναι συνεπής με την αναφορά στην πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι, καθώς ο ποιητής συνειδητά αντιμετωπίζει τον ψυχικό αυτό πόνο με την ένταση ενός σωματικού πόνου, και αποζητά τα φάρμακα εκείνα, όχι με τα οποία θα θεραπεύσει την πληγή, αλλά με τα οποία θα απαλύνει τον πόνο του· θα βρει λίγες στιγμές παραμυθίας.
ð Το επίρρημα κάπως σηματοδοτεί πως ο ποιητής έχει πλήρη επίγνωση πως ο πόνος του οφείλεται σε μιαν ανήκεστο κατάσταση, από την οποία δεν μπορεί να βρει λύτρωση, και για την οποία δεν υπάρχει πραγματική θεραπεία. Η σχετικότητα που δηλώνεται με το επίρρημα, και άρα η σχετικότητα της όποιας αντιμετώπισης του πόνου που αισθάνεται ο ποιητής, θα αποδοθεί και μ’ άλλους εκφραστικούς τρόπους στη συνέχεια του ποιήματος.

«νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.»

Ο Ιάσονας ζητά, λοιπόν, από την Τέχνη της Ποιήσεως, όχι θεραπεία, αλλά κάποιες απόπειρες να ναρκωθεί ο πόνος που αισθάνεται, με τη βοήθεια της Φαντασίας και του Λόγου.
Τα φάρμακα της ποίησης είναι άρα η πνευματική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο ποιητής κατά τη διάρκεια της δημιουργικής του δραστηριότητας, η οποία τον αποσπά από τις αρνητικές του σκέψεις και τον οδηγεί σ’ έναν διαρκή νοητικό συλλογισμό σχετικό με την ποιητική του ιδέα. Ο ποιητής, δηλαδή, ασχολούμενος με τη δημιουργία του ποιήματός του ξεχνά, έστω και πρόσκαιρα, όσα τον απασχολούν και αφοσιώνεται στη διαμόρφωση του ποιήματός του.
Όπως σχολιάζει και ο ίδιος ο ποιητής, η φαντασία και ο λόγος, που είναι τα μέσα για την ποιητική δημιουργία, είναι παράλληλα και τα στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να λησμονήσει την αιτία της μελαγχολίας του. Εφόσον για να συλλάβει την ποιητική του ιδέα θα πρέπει να μπει σ’ έναν δημιουργικό κόσμο με τη βοήθεια της φαντασίας του και κατόπιν θα πρέπει να επιλέξει τις σωστές λέξεις για να μπορέσει να αποτυπώσει όσο γίνεται καλύτερα τις σκέψεις του, μπορούμε να πούμε ότι η φαντασία αλλά και ο λόγος είναι τα στοιχεία που θα τον κρατήσουν απασχολημένο και θα τον απομακρύνουν από το να σκέφτεται όσα τον ενοχλούν.
Παράλληλα, η φαντασία για τον Καβάφη είναι το πολύτιμο μέσο για να επιστρέψει στο δικό του το παρελθόν και να αναβιώσει στιγμές της νεότητάς του, ξεχνώντας το γήρασμα της μορφής του. Ο ποιητής, χάρη στη δύναμη της φαντασίας του, ξαναζεί ηδονικές στιγμές της νεότητάς του και επαναφέρει την αίσθηση της νεότητας και του ανέμελου βίου, όπου ο χρόνος υπήρχε μόνο για να προσφέρει διάρκεια στην ευτυχία της νεότητας και όχι ως φόβητρο και μέσο ανήκεστης φθοράς.
Τα φάρμακα της ποίησης, βέβαια, δεν μπορούν να βοηθήσουν τον ποιητή να αντιμετωπίσει τα γηρατειά και τις άσχημες συνέπειές τους, αλλά μπορούν να τον βοηθήσουν να ξεχαστεί για λίγο, καθώς στην προσπάθειά του να συνθέσει το ποίημά του θα είναι αφοσιωμένος στην εύρεση και στην καταγραφή της ποιητικής του ιδέας.
ð Η επίγνωση πως τα φάρμακα της ποίησης δεν επαρκούν γίνεται σαφής μέσα από τις λέξεις που επιλέγει ο ποιητής: δοκιμές (απόπειρες), νάρκης (προσωρινή νάρκωση, προσωρινός κατευνασμός του πόνου).
ð «νάρκης του άλγους δοκιμές» (δοκιμές νάρκης του άλγους = απόπειρες να κατευνασθεί ο πόνος): Στο στίχο αυτό εντοπίζουμε ένα σχήμα υπερβατό καθώς και το σχήμα της αναστροφής. Η αναστροφή γίνεται άμεσα εμφανής καθώς είναι σαφές ότι ο ποιητής έχει αλλάξει τη φυσική σειρά των λέξεων, ώστε να τοποθετήσει πρώτη τη λέξη «νάρκη» και να δώσει έτσι έμφαση στην έννοια του κατευνασμού και της απάλυνσης της οδύνης που θα επιχειρηθεί μέσω της ποιήσεως.
Λόγω της αναστροφής, της αλλαγής δηλαδή που έχει γίνει στην κανονική σειρά των λέξεων, παρουσιάζεται και το σχήμα υπερβατό, καθώς ανάμεσα στη λέξη «νάρκης» και στη λέξη «δοκιμές», που έχουν μεταξύ τους στενή σχέση τόσο συντακτική όσο και νοηματική, έχει παρεμβληθεί η λέξη άλγος.
ð εν Φαντασία και Λόγω: τα φάρμακα της ποίησης, όπως κι η ίδια η ποίηση προηγουμένως, προσωποποιούνται από τον ποιητή, για να τονιστεί έτσι η ιδιαίτερη αξία που έχουν γι’ αυτόν.

«Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.— »

Ο 7ος στίχος αποτελεί επανάληψη του 2ου, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, μιας κι ο Καβάφης απέφευγε γενικότερα της επαναλήψεις. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ο πόνος που βιώνει ο ποιητής κατέχει κεντρική σημασία για το ποίημα.
ð Η χρήση των σημείων στίξης παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς η τελεία που ακολουθείται από την παύλα, μεταδίδει την αίσθηση μιας τελειωτικής και αμετάκλητης δήλωσης. Μιας αλήθειας ή μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αρθεί ή να μεταβληθεί. Ενώ, η παύλα, όπως προηγουμένως το διπλό διάστημα ανάμεσα στις δύο στροφές, καλούν σε μια σύντομη παύση στην ανάγνωση, ώστε να γίνει πληρέστερα αισθητή η οδύνη κι η απόγνωση του ποιητή.
ð Ο ποιητής, άλλωστε, επαναλαμβάνει αυτόν τον στίχο, ώστε να υπονομεύσει ή και να άρει πλήρως οποιαδήποτε εντύπωση πως με τα φάρμακα της ποιήσεως μπορεί ή είναι δυνατόν να απαλυνθεί δραστικά ο φρικτός αυτός πόνος που τον ταλανίζει. Είναι, επομένως, σαφές πως όσο κι αν η Ποίηση παρηγορεί και γαληνεύει τον ποιητή, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τον απαλλάξει απ’ το συνεχές και αδιάκοπο μαρτύριο της έλευσης των γηρατειών.

«Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.»

Ο Ιάσονας προχωρά εκ νέου σε μιαν αποστροφή προς την προσωποποιημένη Τέχνη της Ποιήσεως, αποζητώντας, αν όχι ικετεύοντας, τη συνδρομή της. Η χρήση του δραματικού Ενεστώτα (φέρε) καθιστά την ικεσία αυτή παραστατικότερη, ως παροντικό γεγονός, κι ενισχύει τη θεατρικότητα του ποιήματος.
Ωστόσο, τα φάρμακα της ποίησης δεν μπορούν να θεραπεύσουν την πληγή του ποιητή, το μόνο που είναι ικανά να πετύχουν είναι να προσφέρουν ένα προσωρινό ξέχασμα του πόνου. Έτσι, για λόγους έμφασης, ο ποιητής τοποθετεί τον χρονικό προσδιορισμό «για λίγο» μέσα σε παύλες, ενώ χρησιμοποιεί σκοπίμως το ρήμα «να μη νοιώθεται», ώστε να καταστεί σαφές πως δεν γίνεται λόγος για θεραπεία, αλλά για σύντομο κατευνασμό του πόνου.
Η αλήθεια είναι ότι παρά την ευεργετική επίδραση που μπορεί να έχει στον ποιητή η ενασχόληση με την τέχνη του και η αφοσίωσή του στην προσπάθειά του να συνθέσει ένα ποίημα, τίποτε από αυτά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αναιρέσει την αιτία της μελαγχολίας και του πόνου του. Το γήρασμα της μορφής του είναι κάτι που έχει συντελεστεί και θα συνεχίσει να συντελείται κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ή να αποτραπεί, οπότε ο ποιητής έστω κι αν ξεχάσει για λίγο την οδύνη του, σύντομα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει εκ νέου την πραγματικότητα.
Όσο κι αν ο ποιητής αφεθεί στο κάλεσμα της φαντασίας του, όσο κι αν αφοσιωθεί στο παιχνίδι των λέξεων, θα υπάρξει κατ’ ανάγκη κάποια στιγμή που θα πρέπει να αφήσει κατά μέρους την ενασχόλησή του με την ποιητική δημιουργία κι επομένως θα έρθει πάλι αντιμέτωπος με τον πόνο του. Επομένως, τα φάρμακα της ποιήσεως είναι σύντομα σε διάρκεια, καθώς σύντομο είναι και το διάστημα που μπορεί κάθε φορά ο ποιητής να βρίσκεται σε μια κατάσταση δημιουργίας και να διατηρεί τη σκέψη του μακριά από τα καθημερινά του προβλήματα και τις στεναχώριες του. Η ποιητική τέχνη, όπως και κάθε πνευματική δραστηριότητα, είναι αρκετά απαιτητική γι’ αυτό και δεν μπορεί να παρατείνεται επί πολύ ώρα.
ð Εμφανής και στους καταληκτικούς στίχους η χρησιμοποίηση του β΄ προσώπου («σου»), που φανερώνει την οικειότητα του ποιητή απέναντι στην τέχνη του. Ενώ, συνάμα, γίνεται αισθητή η θεατρικότητα του όλου κειμένου, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να ανασυνθέσει νοερά την εικόνα της ικεσίας του απελπισμένου και απαρηγόρητου ποιητή.  

ð Το ποίημα κλείνει σκοπίμως με τη λέξη πληγή (3η επανάληψη της λέξης), ώστε να παραμείνει ως τελευταία εντύπωση η αίσθηση μιας σωματικής πληγής, προσδίδοντας έτσι έντονη έμφαση στο πόσο πολύ υποφέρει ο ποιητής. Συναίσθημα που καθιστά πρόδηλη την ταύτιση του Καβάφη με τον Ιάσονα. 

Κ. Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Reggie Duffie

Κ. Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.»

Από μόνη της η πράξη της δημιουργίας είναι μέγιστη απόλαυση κι ευτυχία. Η Τέχνη της Ποιήσεως είναι πολύτιμο βάλσαμο που κάνει «να μη νιώθεται η πληγή» («Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.», 1918, 1921). Ακόμη πιο ευτυχής είναι ο καλλιτέχνης που η τέχνη του βρίσκει δρόμο στην καρδιά του αναγνώστη κι οι μορφές που έπλασε εμψυχώνουν τη νέα γενιά – «με την δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται». («Πολύ σπανίως», 1911, 1913).

Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ. Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα, Κέδρος, 1983, σ. 215.

Αρκεί να θυμηθούμε το «Πολύ σπανίως» (γρ. 1911, δημ. 1913), το «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου» (γρ. 1918, δημ. 1921) και το «Κατά τες συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων» (δημ. 1931), για να νιώσουμε την πρόοδο του βιώματος του γήρατος στον Καβάφη.

Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τομ. Β, Ίκαρος, σ. 152

Αρχίζω από τον τίτλο. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται: «Μελαγχολία του Κωνσταντίνου Καβάφη ποιητού εν Αλεξανδρεία˙ 1921 μ.Χ.». Χρήση λοιπόν, του ποιητικού προσωπείου, ταύτιση του Καβάφη με τον φανταστικό ποιητή του. Στον πρώτο στίχο έχουμε το μοτίβο των γηρατειών που τοποθετούνται στο σώμα και στη μορφή του ποιητή. Η ύπαρξη δύο λέξεων αρκετά συναφών (σώμα/μορφή) και η γνωστή αντιπάθεια του Καβάφη για την περιττολογία, με οδηγεί στο συμπέρασμα πως η λέξη μορφή είναι πιο πολυεδρική απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Πιστεύω πως αντιδιαστέλλεται με τη λέξη σώμα, υπονοώντας την ψυχική μορφολογία του ποιητή. Στο δεύτερο στίχο υπάρχει η λέξη πληγή, που επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές σε καίρια σημεία του ποιήματος, ίσως γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα. Το φριχτό μαχαίρι είναι βέβαια ο χρόνος. Δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά. Αδυναμία του ποιητή να παρηγορηθεί ή να υπομείνει. Στον επόμενο στίχο υπάρχει η λύση: η προσφυγή στην Τέχνη της Ποιήσεως που κάπως ξέρει από φάρμακα. Σημειώνω τη λέξη κάπως και το εμφαντικό – για λίγο – που βρίσκεται στον τελευταίο στίχο. Αυτόματα αναιρούν τη λύση παρουσιάζοντάς την πρόσκαιρη και περιστασιακή. Άλλωστε, οι προσδιοριστικές λέξεις φάρμακα και νάρκης υποβάλλουν άμεσα στον αναγνώστη την εντύπωση της πρόσκαιρης, της μη οριακής θεραπείας. Η ποιητική πράξη λειτουργεί σαν ναρκωτικό. Η διαδικασία της φθοράς παρουσιάζεται αναπόφευκτη και παραβάλλεται με αγιάτρευτη αρρώστια της θνητής ανθρώπινης φύσης. Απόπειρες, λοιπόν νάρκωσης του πόνου με τη Φαντασία και το Λόγο.
Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτές τις δύο έννοιες. Σίγουρα η Φαντασία (με κεφαλαίο) δεν υπαινίσσεται πλαστική ή δημιουργική φαντασία. Μάλλον πρόκειται για αναπαραστατική φαντασία, μ’ άλλα λόγια για ένα είδος παραμορφωμένης μνήμης. Όλη η ποίηση του Καβάφη χαρακτηρίζεται από την έντονη τάση για επιστροφή στο παρελθόν, από την έντονη αναζήτηση ήχων από την πρώτη ποίηση της ζωής μας, από την αγωνία να βρεθεί το απόσταγμα το καμωμένο κατά τις συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων που θα επαναφέρει κάτι αβέβαιες μνήμες ικανές να ναρκώσουν το σύγχρονο πόνο.
Με τον Λόγο έχουμε μια αναγωγή του προβλήματος στο χώρο της μεταφυσικής. Ο Λόγος, ως γνωστικό μέσο του απόλυτου, υπήρξε η βάση πολλών φιλοσοφικών θεωριών και μάλιστα των Επικούρειων, που τ’ όνομά τους συνδέθηκε αρκετές φορές με την καβαφική ποίηση. Αν ο Καβάφης απέδιδε στον όρο την έννοια της λογοτεχνίας, δεν μπορούμε να το ξέρουμε με σιγουριά. Βέβαιο είναι ότι μέσα στα (διόλου στενά) καλούπια της λέξης μπορούν να χωρέσουν αρκετές ερμηνείες.
Αν χρειαστεί να εντάξουμε το συγκεκριμένο ποίημα σε μία από τις καβαφικές ομάδες θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στα φιλοσοφικά ποιήματα ή «της σκέψεως». Ωστόσο, το ποίημα είναι κάτι περισσότερο από φιλοσοφικό είναι τραγικό. Κάθαρση αριστοτελική του ποιητή με τη βοήθεια της τέχνης του. Μοτίβο που χρησιμοποίησε σε μεγάλη κλίμακα και ο Γκαίτε που οι ρίζες του φτάνουν ως τον «Κύκλωπα» του Θεόκριτου:

Γιγνώσκειν δ’ οίμαί τυ καλώς, ιατρόν εόντα
και ταις εννέα δη πεφιλαμένον έξοχα Μοίσαις.

Αγωνία, λοιπόν, για τη φθορά, όχι για το θάνατο ή για τον έρωτα. «Ο θάνατος αντικρίζεται σαν φυσικό φαινόμενο, κι αυτό εξάλλου είναι ένα από τα φωτεινά σημεία της καβαφικής ποίησης». Όσον αφορά τα «ηδονικά» ή «αισθησιακά» ποιήματα του Καβάφη ελάχιστες φορές δονούνται από ένα τραγικό πάθος. Ο ερωτισμός του Καβάφη δεν είναι παρά ένας ερωτισμός οραμάτων. Απέναντι στη φθορά ο ποιητής θα αντιπαρατάξει την Τέχνη της Ποιήσεως. «Η ποίηση είναι γι’ αυτόν μια υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με την μνημονική αναδρομή». Και η φθορά αυτή, άλλοτε εφαρμοσμένη στα έμψυχα, άλλοτε στα άψυχα και άλλοτε στα ίδια τα συναισθήματα, στις ψυχικές καταστάσεις, θα σημαδέψει βαθιά τον Καβάφη και την ποίησή του. «Ο άνθρωπος του τύπου τούτου είναι όλος αίσθηση και μνήμη. Έντονη «σωματική» μνήμη που παρατείνει τη διάρκεια των εντυπώσεων, τις ανανεώνει κι έτσι διασώζει το παρελθόν, που πάει να σβήσει μέσα σ’ ένα αφύσικα απεριόριστο παρόν».
Μεταθανάτια ικανοποίηση του Καβάφη, του ανθρώπου που έδωσε στο έργο του όλη την δύναμίν του, όλην την μέριμναν, πρέπει να είναι ότι αυτό το ίδιο το έργο του νίκησε τον πανδαμάτορα χρόνο, έδωσε την άνισή του μάχη με τη φθορά και βγήκε κερδισμένο.
Έτσι θαυμάσιος είν’ ο έπαινός του...

Σωτήρης Τριβιζάς, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου», Τομές, αρ. 77-78, Οκτ.-Νοεμ. 1981, σ. 48-49

Είναι από τις λίγες φορές που η αγωνία του ποιητή για το επερχόμενο γήρασμα φανερώνεται τόσο έντονα στην επιφάνεια του ποιήματος, το οποίο αρχικά ίσως είχε τίτλο «Μαχαίρι». Ένα τίτλο που υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Για τούτο ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία, και την οδύνη, στο φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου. Ισχύουν δηλαδή απολύτως και εδώ τα όσα επισημαίνει ο Γ. Π. Σαββίδης για το ξαναγράψιμο του «Ίμενος»: «Μας παρουσιάζει [ο Καβάφης] ένα άρτιο ποίημα, που δεν μπορούμε σίγουρα να το χαρακτηρίσουμε ως πολιτικό, ούτε καλά – καλά ως ιστορικό ποίημα, αλλά όπου η υποκειμενική εξομολόγηση, χωρίς να χάνει τη γνησιότητά της, κατακυρώνεται μέσα σε μιαν αντικειμενική ιστορικοπολιτική προοπτική». Έτσι ο ποιητής στα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα στην Κομμαγηνή – τόπος και εποχή ανακατατάξεων και αλλαγών, όπως και του Καβάφη όταν γράφει (1918;) και δημοσιεύει (1921) το ποίημα – μελαγχολεί όχι για το όσα αλλάζουν γύρω του, όχι για την υποχώρηση της ελληνικής λαλιάς – η Κομμαγηνή τότε βρισκόταν περίπου στα όρια της ελληνικής γλώσσας, όπως και η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, - όχι λοιπόν γι’ αυτά ή ίσως και γι’ αυτά, αλλά κυρίως για κάτι εντελώς προσωπικό˙ και – όπως ο Καβάφης – ο Ιάσων Κλεάνδρου βρίσκει – για λίγο – ανακούφιση στα φάρμακα της ποιητικής γραφής.
Έχουμε λοιπόν ένα δυσανάλογα μεγάλο τίτλο, με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα˙ ορίζει το (ψευδο)ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του, αποστασιοποιεί τους υπόγειους διδακτικούς απόηχους και επιπλέον τονίζει (με τη μουσική σημασία) πρωτότυπα την ανάγνωσή του. (Σκεφτείτε π.χ. να είχε μόνο την πρώτη λέξη ως τίτλο˙ «Μελαγχολία»˙ λέξη κακοπαθημένη από τις ρομαντικές και συμβολιστικές υπερβολές, που ο Καβάφης – κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη – την ανανεώνει μέσα στη διαχρονική διάσταση και το ξάφνιασμα του μεγάλου στίχου). Ενός στίχου, τελικά, που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο κείμενο, όπως π.χ. συμβαίνει στα ποιήματα «Τα επικίνδυνα», «Ίμενος», «Αιμιλιανός Μονάη...», «Κίμων Λεάρχου...», κ.ά., όπου του όνομα, ιδιότητα και εποχή δίνονται μέσα στο ποίημα και όχι (μόνο) στον τίτλο. Κάτι δηλαδή σαν «Έτσι μελαγχολούσε» ή «Λόγια της μελαγχολίας του Ιάσωνος Κλεάνδρου», κλπ., κλπ.

Στέφανος Διαλησμάς, «Ο τίτλος ως κειμενικό στοιχείο σε ποιήματα του Καβάφη», Οι ποιητές του Γ. Π. Σαββίδη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολής Μωραΐτη, 1998, σ. 277-292
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...