Tarak Mahadi
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Απ’ τες εννιά»
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να
διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια
φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Το «Απ’ τες εννιά» είναι ένα ποίημα
αναπόλησης, στο οποίο συναντάμε τις προσφιλέστερες θεματικές των εξομολογητικών
εκείνων ποιημάτων που συνιστούν τα πιο προσωπικά και πιο θερμά του Κωνσταντίνου Καβάφη. Το
πέρασμα του χρόνου, η μοναξιά κι οι έρωτες του παρελθόντος, διαπλέκονται
αρμονικά σε μια σύνθεση που αρχίζει χαμηλόφωνα και διστακτικά, για να καταλήξει
σε μια αιφνίδια διεύρυνση που αιχμαλωτίζει τη σκέψη του αναγνώστη.
«Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να
διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.»
Το ποίημα ξεκινά με τους δείκτες του
ρολογιού να δείχνουν δώδεκα και μισή, όταν δηλαδή έχει ήδη ολοκληρωθεί η πορεία
της μνημονικής ανάκλησης. Έτσι, ο ποιητής για να μας καταστήσει μετόχους των
συλλογισμών του, μας διηγείται τι μεσολάβησε από τις εννιά που βρέθηκε
ολομόναχος στο σπίτι του.
Η έλλειψη συντροφιάς, που δίνεται
εμφατικά από τον ποιητή (κατάμονος), και η απουσία διάθεσης για διάβασμα, του
παρέχουν την ευκαιρία να αφεθεί στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Για τον
Καβάφη, άλλωστε, οι στιγμές της μοναχικής αναπόλησης αποτελούν βασικό
χαρακτηριστικό του μονήρη βίου του και συνάμα ιδανικό πλαίσιο για τη δημιουργία
του ποιητικού του έργου.
«Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!»
Απ’ τις εννιά που ο ποιητής ανάβει τη
λάμπα, προβάλλει εμπρός του το είδωλο του νέου σώματός του. Οι δύο αυτές εικόνες/στίχοι
(Το είδωλον του νέου σώματός μου, /απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα)
επαναλαμβάνονται δύο φορές στο ποίημα, τονίζοντας με την επανάληψή τους
σημαντικά νοηματικά σημεία. Η αναμμένη λάμπα υποδηλώνει πως η διαδικασία
αναπόλησης γίνεται ενώ ο ποιητής βρίσκεται σε εγρήγορση. Όσα θα ακολουθήσουν
γίνονται με συνειδητή συμμετοχή του ποιητή και δεν αποτελούν κάποιο όνειρο ή
φαντασίωση. Από την άλλη, το είδωλο του νέου σώματός του, που επαναφέρει στη
σκέψη του ο ποιητής, εκφράζει τη σταθερή επιθυμία του να θυμάται τον εαυτό του
απαλλαγμένο από τη φθορά του χρόνου, όταν στην πλήρη νεότητά του είχε ακόμη
μερίδιο από τις απολαύσεις που έχει να προσφέρει η ζωή.
Με τη βοήθεια, λοιπόν, του νεανικού του
σώματος, που είναι συνδεδεμένο με όλες τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες του
παρελθόντος, ο ποιητής ξεκινά μια νοσταλγική αναδρομή. Πρώτος σταθμός οι
κλειστές αρωματισμένες κάμαρες, όπου ο ποιητής είχε την ευκαιρία στα νεανικά
του χρόνια να ζήσει την τολμηρή εκείνη ηδονή, που έμεινε έκτοτε μια σταθερή
πηγή έμπνευσης και ικανοποίησης για τον ποιητή.
«Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια
φορά.»
Έπειτα, περνούν μπροστά απ’ τα μάτια
του οι δρόμοι της πόλης του, της Αλεξάνδρειας, που έχουν πια αλλάξει τελείως.
Τα κέντρα που κάποτε γέμιζαν με κόσμο, τα θέατρα και τα καφενεία που σύχναζε
παλιά, τώρα έχουν κλείσει. Το πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει, όχι μόνο τον
ποιητή, αλλά και την πόλη του. Τα μέρη που τότε αποτελούσαν κομμάτι της
καθημερινής του ρουτίνας, έχουν πια χαθεί, μαζί με τα ανέμελα και ηδονικά
χρόνια της νεότητάς του.
«Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά∙
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.»
Το είδωλο του νεανικού του σώματος
όμως, δεν του θυμίζει μόνο την ηδονή και τις διασκεδάσεις, φέρνει μαζί του και
τα λυπητερά γεγονότα της ζωής του. Απώλειες μελών της οικογένειας, χωρισμούς με
αγαπημένα πρόσωπα, και φυσικά τα συναισθήματα εκείνων που πέθαναν, τα οποία δεν
είχε εκτιμήσει όσο έπρεπε τότε που είχε ακόμη την ευκαιρία. Συναισθήματα αγάπης
συγγενών και φίλων που θεωρήθηκαν δεδομένα και ουδέποτε έλαβαν την εκτίμηση που
τους έπρεπε.
Ο ποιητής ανατρέχοντας στο παρελθόν του
και θυμούμενος όσα του προσέφεραν κάποτε απόλαυση κι όσα του προκάλεσαν θλίψη,
δεν επιχειρεί έναν ανώφελο απολογισμό, καθώς γνωρίζει πως όλα αυτά έχουν πια
περάσει ανεπιστρεπτί. Εκείνο που διαπιστώνει ο ποιητής είναι πόσο γρήγορα
πέρασε η νεότητά του, πόσο γρήγορα βρέθηκε κατάμονος στο σπίτι του, χωρίς να
μπορεί πια να κάνει τίποτε περισσότερο απ’ το να θυμάται και να νοσταλγεί. Για
τον ποιητή δεν έχει σημασία αν βαρύνουν περισσότερο οι χαρές ή οι λύπες, αλλά
το γεγονός πως τα χρόνια που μπορούσε να ζει με την τόλμη που πάντοτε ήθελε:
«και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!», έχουν πια παρέλθει. Η έννοια της
ζωής, για τον Καβάφη, ταυτίζεται με τη νεότητα κι εκείνο που έχει πραγματική
αξία είναι να βιωθούν τα χρόνια της νεότητας σε όλη τους την πληρότητα, προτού
να είναι αργά.
Το δίστιχο, επομένως, που κλείνει το
ποίημα, παρ’ όλο που μοιάζει με την κατάληξη ενός αμιγώς προσωπικού
απολογισμού, δεν είναι παρά το παραινετικό μήνυμα του ποιητή προς τους
αναγνώστες του. Με τρόπο διακριτικό, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό, ο Καβάφης
μας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει τίποτε το στατικό στη ζωή, όλα περνούν και
περνούν γρηγορότερα απ’ ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε.
«Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα
χρόνια.»