Dustin McNeer
Κωνσταντίνος Καβάφης «Μέρες του 1909,
'10, και '11»
Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού
(από νησί του Αιγαίου Πελάγους) ήταν
υιός.
Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα
φορούσε.
Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς
κ’ ελεεινά.
Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές
και λάδια.
Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί,
αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ,
καμιά κραβάτα κάπως ακριβή,
καμιά κραβάτα για την Κυριακή,
ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε
κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί,
το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο
πουλούσε.
Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο
περικαλλή,
πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε
χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή
ζωγραφιά·
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη,
είχε φθαρεί.
Το ποίημα «Μέρες του 1909, ‘10, και
‘11» είναι, όπως πολλά από τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, αφηγηματικό και
επικεντρώνεται στην μεμονωμένη περίπτωση ενός νέου, η ανωνυμία όμως του οποίου
επιτρέπει το να λειτουργήσει ως ενδεικτικό παράδειγμα πολλών άλλων ανάλογων
περιπτώσεων.
Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού
(από νησί του Αιγαίου Πελάγους) ήταν
υιός.
Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα
φορούσε.
Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς
κ’ ελεεινά.
Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές
και λάδια.
Ο νεαρός ήρωας του ποιήματος είναι γιος
ενός πολύ βασανισμένου και εξαιρετικά φτωχού ναυτικού από κάποιο νησί του
Αιγαίου, στερείται έτσι εκείνης της οικονομικής επιφάνειας ή εκείνων των
γνωριμιών που θα μπορούσαν να του προσφέρουν τη δυνατότητα να ανέλθει κοινωνικά
και να γνωρίσει μια καλύτερη ζωή από εκείνη τη φτωχική του πατέρα του. Μοιάζει,
άρα, καταδικασμένος ήδη από τη γέννησή του να ζήσει μιαν ανάλογη φτώχεια μ’
εκείνη της οικογένειάς του.
Ο ίδιος ο νέος εργαζόταν σ’ ένα σιδερά
κι ερχόταν έτσι αντιμέτωπος μ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες μιας τόσο κοπιαστικής
χειρωνακτικής εργασίας. Φορούσε παλιόρουχα και τα παπούτσια της δουλειάς ήταν
σκισμένα και ελεεινά, ενώ τα χέρια του ήταν πάντοτε λερωμένα από τις σκουριές
και τα λάδια με τα οποία ερχόταν συνεχώς σ’ επαφή.
Μια δύσκολη και κοπιώδης ζωή, που είχε
φυσικά το τίμημά της στο σώμα και στο πνεύμα του νέου.
Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί,
αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ,
καμιά κραβάτα κάπως ακριβή,
καμιά κραβάτα για την Κυριακή,
ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε
κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί,
το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο
πουλούσε.
Το βράδυ, όταν έκλεινε το μαγαζί, κι ο
νέος μπορούσε πλέον να κάνει ό,τι ήθελε, συνήθιζε να πουλά το σώμα του για ένα
ή δυο τάλιρα, κάθε φορά που επιθυμούσε πολύ να αγοράσει κάτι, όπως κάποια
γραβάτα που ήταν κάπως ακριβή και την ήθελε για να τη φορέσει με τα καλά ρούχα
της Κυριακής, ή αν είχε δει σε βιτρίνα κανένα ωραίο μαβί (γαλάζιο) πουκάμισο
και το λαχταρούσε.
Ο φτωχός νέος, που εργαζόταν σκληρά, μα
δεν έβγαζε αρκετά χρήματα για να είναι σε θέση να αγοράζει τα ωραία ρούχα που
ήθελε, κατέφευγε σε μια λύση που μοιάζει -και είναι- επώδυνη και ταπεινωτική∙
πουλούσε το σώμα του σ’ εκείνους που ήταν πρόθυμοι -και πάντοτε υπάρχουν
τέτοιοι- να εξαγοράσουν τον έρωτά του για λίγες ώρες. Μια οδυνηρή
πραγματικότητα, που είναι εντούτοις διαχρονική και δεν έχει πάψει να υφίσταται
από τα χρόνια της αρχαιότητας έως και σήμερα. Όμορφοι νέοι που δεν έχουν
ικανούς οικονομικούς πόρους καταφεύγουν στην πορνεία, προκειμένου να
διασφαλίσουν κάποια επιπλέον χρήματα.
Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο
περικαλλή,
πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε
χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή
ζωγραφιά∙
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη,
είχε φθαρεί.
Ο ποιητής αντιπαρέρχεται αυτή την
επιλογή του νέου, που εγείρει μεν ζητήματα σε σχέση με το ήθος του, αλλά πολύ
περισσότερο φανερώνει την αθλιότητα της φτώχειας και τις ακρότητες στις οποίες
εξωθεί τους νέους ανθρώπους, και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο γεγονός ότι
ο νέος αυτός διέθετε μια έξοχη ομορφιά.
Αναρωτιέμαι, σχολιάζει ο ποιητής, αν
στους αρχαίους χρόνους είχε η ένδοξη Αλεξάνδρεια κάποιον νέο που να ήταν πιο
όμορφος από αυτόν εδώ, αν υπήρξε ποτέ κάποιο αγόρι που να ήταν πιο τέλειο από
αυτό. Ένα αγόρι, όμως, που πήγε χαμένο, αφού δεν βρέθηκε κανείς να διασώσει το
έξοχο κάλλος του, φτιάχνοντας ένα άγαλμα ή μια ζωγραφιά με τη μορφή του, όπως
συνήθιζαν να κάνουν παλαιότερα στην Αλεξάνδρεια και αλλού για χάρη των ωραίων
νέων.
Η υπέροχη ομορφιά του νέου φθάρθηκε
γρήγορα, και χάθηκε τελικά, από τη συνεχή ταλαιπωρία της σκληρής δουλειάς και
της λαϊκής κραιπάλης. Ήταν, άλλωστε, αναπόφευκτο η επίπονη δουλειά μέσα στο
παλιομάγαζο του σιδερά, όπου τον είχε ρίξει η μοίρα του, μα και οι κραιπάλες,
που τόσο συνηθισμένες είναι στους φτωχούς νέους που αναζητούν με κάθε τρόπο την
εκτόνωση, για να ξεχάσουν για λίγο τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους, να
φθείρουν γρήγορα την ταλαιπωρημένη του νεότητα και να χαλάσουν την ομορφιά
του.
Το νόημα της αναφοράς στην «ένδοξη
Αλεξάνδρεια» αποσαφηνίζεται μέσα από ένα σχόλιο του ίδιου του Καβάφη: «Στην
ένδοξη Αλεξάνδρεια, δηλαδή, δεν θα πουλιούνταν για ένα τάλληρο ή δυό. Εκεί όπου
δεν υπήρχαν προλήψεις, όπου δεν θεωρούνταν φρικτή και δυσφημιστική μια τέτοια
σχέσις, θα είχε την ικανοποίησι να λαμβάνει τάλαντα χρυσά, να έχει λαμπρό
σπίτι. Θα είχε την ικανοποίησι ότι άγαλμα ή ζωγραφιά θα έδειχνε την τελειότητα της
καλλονής του στον κόσμο. Θα χαίρονταν μερικά χρόνια την καλλονή του. Δεν θα την
έχανε ευθύς φθαρμένη από δουλειά σκληρή κι από ταλαιπωρημένη, φτωχική κραιπάλη,
όπου, όχι κάθε χρόνος, αλλά κάθε της εβδομάς χαλνά το σώμα, σπάνει δόντια,
ρυτιδιάζει το πρόσωπο, λιγοστεύει το eclat [=
την λάμψη] από τα μάτια. Θα σημειώνονταν από τους φίλους του ωραίου, θα
γνωρίζονταν. Φανερά υπό τον ήλιο, θα ένιωθε ότι η καλλονή του φέρνει το ρίγος της
ηδονής».