Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί» [Ψαλμός Ε΄]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί» [Ψαλμός Ε΄]

«Είναι βουνά τα βάσανα και τα κρατούμε στον ώμο μας στο πέρασμα των αιώνων, γιατί η δύναμη της μνήμης μας αναγκάζει, μια αγία προσταγή, που αν και καίεται μέσα στις φλόγες των παθών, ποτέ δεν γίνεται στάχτη.» Τάσος Λιγνάδης

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Στον πέμπτο ψαλμό των Παθών, του δεύτερου μέρους της σύνθεσης Το Άξιον Εστί, ο Οδυσσέας Ελύτης αναδεικνύει τη σημασία της μνήμης στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωση και την ελευθερία του. Τα Πάθη αναφέρονται στον πόλεμο του 1940 και στην οδυνηρή εμπειρία της Κατοχής και παραλληλίζονται με τα πάθη του Χριστού. Η Ανάστασή Του προοιωνίζεται, κατά τον ποιητή, την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους και τη δικαίωση των αγώνων του.

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.»

Ο ποιητής τοποθετεί τα θεμέλιά του και κατ’ επέκταση τα θεμέλια του ελληνικού λαού, στα βουνά, καθώς εκεί δόθηκαν οι κρίσιμες μάχες κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κι εκεί κλήθηκαν οι Έλληνες να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Στα βουνά, άλλωστε, δοκιμάστηκαν κι οι Έλληνες των χρόνων της Επανάστασης, όταν διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους.
Τα βουνά είτε λαμβάνουν τη μορφή αγώνων για την ελευθερία είτε το σύνολο της ευθύνης και του μόχθου που απαιτείται για να διατηρηθεί ανεξάρτητο και ακμαίο ένα έθνος, τα σηκώνουν οι πολίτες στον ώμο τους. Οι αγώνες, οι δοκιμασίες, οι ταπεινώσεις, οι αδιάκοπες θυσίες βαραίνουν αποκλειστικά και μόνο τους πολίτες ενός έθνους. Αν οι ίδιοι δεν παλέψουν για το έθνος τους, δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για το έθνος αυτό κανένας άλλος. Πρόκειται για μια βαρύτατη ευθύνη που οφείλουν να την επωμιστούν οι πολίτες, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η διατήρηση και η συνέχιση του έθνους εξαρτάται από τις δικές τους προσπάθειες και μόνο.
Πάνω στα βουνά όπου δόθηκαν οι μεγάλοι αγώνες των Ελλήνων καίει αδιάκοπα η μνήμη του ελληνικού έθνους σαν άκαυτη βάτος καίει, χωρίς να φθείρεται, υπενθυμίζοντας το μήνυμα ευθύνης που έχει κάθε νέα γενιά απέναντι σε όσους προηγήθηκαν και σε όσους έπονται. Η μνήμη διαδραματίζει κύριο ρόλο στη διατήρηση ενός έθνους, διότι χωρίς εκείνη οι πολίτες παύουν να έχουν συνείδηση της ταυτότητάς τους και κινδυνεύουν να αλλοτριωθούν. Έτσι, τα βουνά αυτά παραμένουν μόνιμοι χώροι υπενθύμισης των δεινών εκείνων που βίωσε ο ελληνικός λαός προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία του και να διαφυλάξει την ύπαρξή του.
Κάθε πολίτης έχει χρέος να γνωρίσει και να τιμήσει με τη δράση του τις θυσίες όσων προηγήθηκαν, καθώς χωρίς τις πράξεις εκείνων ο ίδιος δεν θα είχε το δικαίωμα να ζει ελεύθερος σ’ ένα ελεύθερο κράτος, κι αντιστοίχως, χωρίς την αποφασιστικότητα εκείνου να υπερασπιστεί το έθνος του, δεν θα έχουν οι επόμενοι την ευκαιρία να ζήσουν σ’ ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος. Επιπρόσθετα, κάθε πολίτης οφείλει να γνωρίζει την ιστορία του τόπου του, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα της ίδιας του της ταυτότητας.
Γίνεται, έτσι, η μνήμη το κλειδί για τη διατήρηση και τη διαφύλαξη τόσο της ελευθερίας ενός έθνους όσο και της μοναδικότητάς του, εφόσον μόνο μέσω αυτής οι πολίτες συνειδητοποιούν και αναγνωρίζουν την ιδιαίτερη αξία που έχει το έθνος στο οποίο ανήκουν. Κατανοούν με τη συνδρομή της μνήμης τα ξέχωρα γνωρίσματά τους κι αντιλαμβάνονται πως τα γνωρίσματα αυτά δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν μήτε να αντικατασταθούν, μιας κι είναι αυτά που προσδιορίζουν τη διαχρονικά ανεπανάληπτη ταυτότητα του έθνους τους.  
Η «άκαυτη βάτος» προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη κι αναφέρεται στο κάλεσμα που δέχτηκε ο Μωυσής από τον Θεό να οδηγήσει το λαό του έξω από την Αίγυπτο. Έξοδος Γ΄, 2: «φθη δ ατ γγελος Κυρίου ν πυρ φλογς κ το βάτου, κα ρ τι βάτος καίεται πυρί, δ βάτος ο κατεκαίετο.». (Φανερώθηκε σε αυτόν άγγελος Κυρίου μέσα στη φλόγα φωτιάς από μια βάτο, και βλέπει ότι η βάτος φλεγόταν από τη φωτιά, αλλά η βάτος δεν καιγόταν.)

«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.»

Η προσωποποιημένη μνήμη του ελληνικού λαού ταυτίζεται με την Πίνδο, εκεί όπου οι Έλληνες έδωσαν σκληρές μάχες κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου εκεί όπου κι ο ίδιος ο ποιητής πολέμησε και γνώρισε τη σωματική και ψυχική δοκιμασία της ζωής στο πολεμικό μέτωπο. Η μνήμη του ελληνικού λαού ταυτίζεται συνάμα με τη χερσόνησο του Άθω και κατά συνέπεια με το Άγιο Όρος, μιας κι ένα βασικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας είναι η χριστιανική θρησκεία και πίστη.
Ο Άθως υποδηλώνει τόσο τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων όσο και το κομμάτι εκείνο της ελληνικής ιστορίας που συνδέεται με τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.  

«Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.»

Ο καιρός -ο χρόνος- προσωποποιείται κι εκφράζει την αγανάκτησή του για τη νέα δοκιμασία που καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός. Ο νέος αυτός πόλεμος επαναφέρει στη μνήμη τις πλείστες δοκιμασίες του παρελθόντος και εξωθεί τον «καιρό» να κρεμάσει τις μέρες ανάποδα αδειάζοντας κάτω με δύναμη τα οστά των ταπεινωμένων Ελλήνων απ’ τους πολέμους κι από τις ήττες παλαιότερων εποχών.
Οι συγκαιρινοί του ποιητή μάχονται όχι μόνο για τη δική τους ελευθερία, αλλά και για τη δικαίωση των προγόνων που βρέθηκαν αλλεπάλληλες φορές στην ανάγκη να αγωνιστούν για την πολύπαθη πατρίδα. Μάχονται για να καθησυχάσουν τον πόνο εκείνων που γνώρισαν τη σκλαβιά και την ταπείνωση.

«Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;»

Οι νεκροί που επανέρχονται από την άβυσσο για να προσφέρουν τη στήριξή τους στη νέα δοκιμασία της χώρας είναι όλοι εκείνοι οι πρόγονοι των Ελλήνων που βρέθηκαν στα δικά τους χρόνια να πολεμούν για την ελευθερία. Είναι μαζί τους κι εκείνοι που γνώρισαν τον καημό της ήττας και της σκλαβιάς, κι επιθυμούν τώρα μια διαφορετική έκβαση για τους νεότερους Έλληνες.
Στους στίχους αυτούς είναι εμφανής η παρήχηση του «π» μέσω της οποίας προκύπτει ένας σκληρός ήχος σαν να ακούγονται ριπές όπλων, που μας μεταφέρουν ηχητικά στο πεδίο της μάχης.

«Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.»

Η καρτερική αγωνιστικότητα των Ελλήνων κι η πολύτιμη συνδρομή των αναστημένων προγόνων φέρνουν την επιθυμητή αλλαγή της κατάσταση, το γύρισμα εκείνο της τύχης, που οδηγεί στην απομάκρυνση των εχθρών και στην απελευθέρωση της χώρας. Ένας ακόμη κρίσιμος κίνδυνος αποσοβείται χάρη στο ψυχικό σθένος των Ελλήνων, το οποίο πηγάζει από τη «Μνήμη» των ποικίλων περιπετειών, αλλά και της μακραίωνης παράδοσης του ελληνικού λαού.
Ο ποιητής επαναλαμβάνει το στίχο για τη Μνήμη του ελληνικού λαού, θέλοντας να τονίσει την αξία τόσο των αγώνων που δόθηκαν στην Πίνδο, όπου οι Έλληνες στρατιώτες πέτυχαν λαμπρές νίκες, όσο και την αξία της χριστιανικής παράδοσης του λαού, που έχει εμψυχώσει και στηρίξει τους πολίτες στις δύσκολες περιόδους της πολύχρονης πορείας του.

«Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς»

Με σχήμα επαναφοράς ο ποιητής επισημαίνει πως μόνο η Μνήμη έχει τη δυνατότητα να οξύνει την αντίληψη των ανθρώπων και να ενισχύσει την ψυχική τους δύναμη. Μόνη η μνήμη μπορεί να γνωρίσει τον άντρα από το δυναμισμό και την αποφασιστικότητα που έχει το περπάτημά του, αφού μόνο εκείνη έχει ζήσει αλλεπάλληλες φορές τη δοκιμασία του πολέμου. Είναι σε θέση, έτσι, να αναγνωρίσει κάθε φορά τη θέληση του αγωνιστή να προσφέρει ακόμη και τη ζωή του για να υπερασπιστεί την πατρίδα του.
Η αναφορά στη «φτέρνα» φέρνει -ίσως και ακούσια- στη σκέψη το μύθο του Αχιλλέα και το μόνο τρωτό σημείο του, ενώ η αναφορά στην «κόψη» λειτουργεί ως συνειδητή προσπάθεια υπόμνησης του Εθνικού Ύμνου.
Η μνήμη μιλάει στους ανθρώπους από την κόψη της πέτρας, διότι ακριβώς στο δύσβατο και σκληρό ορεινό τοπίο της χώρας είναι που καλούνται οι άνθρωποι να ακούσουν πραγματικά το κάλεσμά της. Την ώρα που ο στρατιώτης έρχεται αντιμέτωπος με τη δοκιμασία της ανάβασης και της επιβίωσης στα βουνά της πατρίδας του, οφείλει να θυμηθεί τις αντίστοιχες εμπειρίες όσων έζησαν και πολέμησαν πριν από αυτόν, προκειμένου να βρει το αναγκαίο κουράγιο για να συνεχίσει τον δικό του αγώνα.

«Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!»

Η μνήμη είναι εκείνη που επιτρέπει στους ανθρώπους να υπομείνουν τις απαιτούμενες δυσκολίες για χάρη της πατρίδας τους, έστω κι αν κατά τη διάρκεια αυτών δοκιμάζονται τόσο σε πνευματικό όσο και σε σωματικό επίπεδο. Υπ’ αυτή την έννοια η όψη των αγίων φέρνει στη σκέψη τις ασκητικές μορφές της αγιογραφίας και κατ’ επέκταση την όψη των πολεμιστών ύστερα από τις πολλαπλές κακουχίες στο πεδίο της μάχης.
Η μνήμη, συνάμα, είναι εκείνη που μέσα στο πλήθος των δοκιμασιών που συναποτελούν την ιστορία του ελληνικού τόπου, φέρνει διαρκώς ένα μήνυμα ελπίδας, μια υπόσχεση «ανάστασης» αναγκαία για να διατηρηθεί η αντοχή κι η καρτερικότητα των ανθρώπων. Εδώ, η ιστορία του τόπου, παρουσιάζεται ως ένας ποταμός που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, πάνω στα νερά του οποίου η μνήμη περνά την αναστάσιμη πασχαλιά και υπενθυμίζει στους πολίτες πως η χώρα τους έχει δοκιμαστεί αλλεπάλληλες φορές, κατορθώνοντας πάντοτε να επιβιώσει και να ανακάμψει.

«Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!»

Το άγγιγμα της μνήμης φέρνει στο νου του ποιητή τις αναπόφευκτες ωδίνες κάθε γέννας, κι ιδίως μιας τόσο πολύτιμης γένεσις, όπως είναι αυτή της Άνοιξης του ερχομού, δηλαδή, μιας νέας αρχής για το ελληνικό γένος. Οι Έλληνες μπορούν να αντέξουν τη δοκιμασία κι αυτού του πολέμου μπορούν να ελευθερώσουν και πάλι τη χώρα τους μπορούν να δουν μια νέα άνοιξη στον τόπο τους. Για να επιτευχθεί, όμως, η αναγέννηση αυτή οφείλουν να υπομείνουν τις αναγκαίες ωδίνες. Καμία γέννα και κατ’ επέκταση κανένα ουσιαστικό επίτευγμα δεν γίνεται να προκύψει χωρίς να βιωθούν οι πόνοι του «τοκετού».

«Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!»

Η μνήμη «τιμωρεί» το χέρι του ποιητή -και του κάθε πολεμιστή-, αφού το εξαναγκάζει να αφαιρέσει τις ζωές των εχθρών, μα συνάμα του προσφέρει και άφεση αμαρτιών «λευκαίνοντάς» το μέσα στο σκοτάδι του πολέμου. Αναπόδραστο χρέος του πολεμιστή είναι να σκοτώσει συνανθρώπους του και να βιώσει τη βαρβαρότητα του φόνου. Μα οφείλει να μη βυθιστεί στις τύψεις, εφόσον είναι οι εχθροί της πατρίδας του που τον εξωθούν σε μια τέτοια δράση. Οι πολεμιστές καλούνται να υπερασπιστούν την ελευθερία τους και να αμυνθούν απέναντι σ’ εκείνους που κινήθηκαν εναντίον τους. Η δική τους δράση, επομένως, δεν είναι παρά μια αναγκαία πράξη αντίστασης, κι όχι μια δίχως έλεος καταφυγή στη βία.

«Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.»

Με σχήμα επαναφοράς, επανάληψης και κλιμάκωσης, ο ποιητής καταγράφει την πολλαπλώς απαιτητική διαδικασία για να φτάσει ο αγωνιστής στη δικαίωση και να λάβει τη δόξα που του αναλογεί. Προκειμένου, λοιπόν, να φτάσει ως τη λάμψη της δόξας οφείλει να περάσει μέσα από τη φωτιά της μάχης και να αποδείξει το σωματικό και το ψυχικό του σθένος. Κι αντιστοίχως, προκειμένου να φτάσει ως την αποθέωση που προσφέρουν τα βουνά τα «χιονόδοξα» -τα βουνά των μεγάλων αναμετρήσεων-, οφείλει να έχει πρώτα δοκιμαστεί ξανά και ξανά.
Για τους Έλληνες αγωνιστές η απλή δόξα της μάχης δεν επαρκεί, πρέπει να παλέψουν ακόμη περισσότερο, μέχρι να οδηγηθούν στην απόλυτη αποθέωση που μόνο τα χιονισμένα και σκληρά βουνά μπορούν να προσφέρουν.

«Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;»

Γιατί όμως πρέπει οι Έλληνες αγωνιστές ν’ αποδείξουν την αξία και το σθένος τους πάνω στα βουνά; Ποιος και τι βρίσκεται εκεί που τα καθιστά τόσο σημαντικά;

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!»

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνεται από τον ποιητή, ο οποίος με σχήμα κύκλου επαναφέρει τις αρχικές καίριες διαπιστώσεις του.
«Γιατί όμως στα βουνά; γιατί εκεί τα θεμέλια του λαού του. Τα βάσανα του χρέους που σηκώνει κάθε λαός στον ώμο του κι ο δικός του λαός, που μέσα του καίει, ακοίμητη φλόγα, η παράδοση της ελευθερίας.» Τάσος Λιγνάδης

Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί», Η Γένεσις

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

David Noyes

Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί», Η Γένεσις

Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως, από όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί, ο ποιητής υμνεί τη δημιουργία των νησιών και της θάλασσας. Οι περιγραφές παραπέμπουν σε εικόνες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, το οποίο δοξολογείται συχνά στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη και κατάγεται από τη Λέσβο.

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

Ο Οδυσσέας Ελύτης λαμβάνει το αρχικό ερέθισμα για τη σύνθεση του Άξιον Εστί από τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κατοχή, η απόλυτη εξαθλίωση των ανθρώπων, ο Εμφύλιος πόλεμος κι η διάλυση κάθε ίχνους συνοχής στον ελληνικό τόπο, εξωθούν τον Ελύτη στο να «δημιουργήσει» τον κόσμο απ’ την αρχή. Η βαθιά απογοήτευση κι η οδύνη που αισθάνεται για την αποκτήνωση των ανθρώπων και για την αδυναμία τους να παραμείνουν άνθρωποι τις στιγμές ακριβώς που η ανθρωπιά είναι περισσότερο αναγκαία, δίνουν το έναυσμα για μια νέα «κοσμογονία», ποιητική αυτή τη φορά.
Έτσι, στην ενότητα της Γένεσις, ο ποιητής αναλαμβάνει την εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου, με την ελπίδα πως οι άνθρωποι θα κατανοήσουν αυτή τη φορά ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που οφείλουν πραγματικά να εκτιμούν και να επιδιώκουν. Η απληστία, το μίσος, η δίψα για εξουσία και δύναμη, δεν έχουν θέση στο νέο αυτό κόσμο. Οι άνθρωποι καλούνται να ιεραρχήσουν εκ νέου τις αξίες τους και να δώσουν προτεραιότητα σ’ εκείνες που τους ενώνουν σ’ εκείνες που θα επιτρέψουν στο νέο αυτό ξεκίνημα της ανθρωπότητας να οδηγήσει σ’ έναν κόσμο ειρήνης, αποδοχής και αλληλοσεβασμού.
Η Γένεσις παραπέμπει σαφέστατα στο αντίστοιχο κομμάτι της Δημιουργίας στην Παλαιά Διαθήκη, όπως συνολικά το Άξιον Εστί συνομιλεί τόσο με την Παλαιά όσο και με την Καινή Διαθήκη, κι έχει εμφανείς συσχετίσεις με την εκκλησιαστική υμνογραφία. Η χριστιανική πίστη διαδραματίζει, άλλωστε, κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας.

«Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα»

Ο λόγος του Θεού, η απλή του βούληση, αποτελεί το γενεσιουργό αίτιο και της νέας αυτής δημιουργίας του κόσμου. Ο Θεός «λέει» κι η θάλασσα αμέσως γεννιέται, προκαλώντας τον εύλογο θαυμασμό του ποιητικού υποκειμένου.
Στο ποίημα συνυπάρχουν δύο φωνές εκείνη του Θεού, που έχει κυρίαρχο ρόλο στο συγκεκριμένο απόσπασμα κι η φωνή του ποιητή, που καλύπτει συγκριτικά πολύ λιγότερους στίχους.

«Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:»

Στη μέση της θάλασσας ο Θεός σπέρνει μικρούς κόσμους, τα νησιά, που δημιουργούνται κατ’ εικόνα και ομοίωση όχι του θεϊκού δημιουργού τους, αλλά του ποιητή και κατ’ επέκταση των ανθρώπων. Ο νέος αυτός κόσμος φτιάχνεται στα μέτρα του ανθρώπου πλέον, και όχι κατ’ εικόνα και ομοίωση του ίδιου του Θεού, εφόσον τη φορά αυτή οι άνθρωποι καλούνται να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν εγκαίρως πως ο κόσμος τους δεν είναι τέλειος. Έχει ελλείψεις και ελαττώματα, όπως καθετί το ανθρώπινο. Αν, επομένως, οι άνθρωποι θέλουν να συνυπάρξουν ειρηνικά στο νέο αυτό κόσμο θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα πως οτιδήποτε υπάρχει γύρω τους είναι ανθρώπινο και, άρα, γεμάτο ατέλειες.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, πάντως, ο κόσμος δημιουργείται κατ’ εικόνα και ομοίωση του ποιητή, προσδίδοντας σε αυτόν την πρωτοκαθεδρία, μιας κι ο δικός του ρόλος είναι εξόχως σημαντικός. Ο ποιητής είναι εκείνος που καλείται να εξυμνήσει τον νέο κόσμο και να φανερώσει σε όλους τις εμφανείς ή λιγότερο εμφανείς ομορφιές του. Είναι, συνάμα, εκείνος που έχει τη δύναμη να δώσει νέο νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, εφόσον χάρη στη δική του παρέμβαση οι άνθρωποι θα κληθούν να αναδιαμορφώσουν τη στάση τους απέναντι στη ζωή και να αποκτήσουν ένα νέο ήθος.

«Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες»

Με τρεις διαδοχικές παρομοιώσεις ο ποιητής παρουσιάζει με λόγο έντονα μεταφορικό την ποικιλία που λαμβάνουν οι μορφές των νησιών, που μόλις δημιούργησε ο Θεός. Όπως ένας άνθρωπος παρατηρώντας τα σύννεφα επιχειρεί να προσδιορίσει με τι μοιάζει το σχήμα που λαμβάνουν κάθε φορά, έτσι κι ο ποιητής καταγράφει τις εικόνες που του φέρνουν στη σκέψη τα διάφορα σχήματα των ελληνικών νησιών.
Κάποια μοιάζουν με πέτρινα άλογα, που έχουν ανασηκωμένη τη χαίτη τους. Η ορθή χαίτη παραπέμπει, πιθανώς, στην παρουσία βουνών, πάνω σε νησιά στα οποία κυριαρχεί εν γένει το στοιχείο της πέτρας κι απ’ τα οποία απουσιάζει προφανώς ο πλούτος εκείνος της βλάστησης, που θα μπορούσε να απαλύνει τη σκληρή αίσθηση του ορεινού και πετρώδους τοπίου.
Κάποια νησιά μοιάζουν με γαλήνιους αμφορείς. Η αναφορά στα αγγεία παραπέμπει στην αρχαιοελληνική τέχνη, συνδέοντας το παρόν του ελληνισμού με τη μακραίωνη παράδοσή του. Ενώ, το επίθετο «γαλήνιος» τονίζει ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία των νησιών τη γαλήνη που προσφέρουν στους επισκέπτες τους χάρη στην ομορφιά του τοπίου, αλλά και την απουσία των έντονων εκείνων ρυθμών που παρατηρούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κάποια νησιά παρομοιάζονται με λοξές ράχες δελφινιών, φέρνοντας στη σκέψη την εικόνα της καμπύλης που έχει η πλάτη του θηλαστικού αυτού. Τα δελφίνια συμπληρώνουν το κάλλος του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κι ο ποιητής υπενθυμίζει έμμεσα τον τον ενθουσιασμό που προκαλούν όταν εμφανίζονται να κολυμπούν πλάι σε κάποιο καράβι, παίζοντας με τα κύματα που προκαλεί η κίνηση του καραβιού.

«η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος»

Η επιλογή των ονομάτων γίνεται κυρίως με ηχητικό κριτήριο, καθώς στις λέξεις αυτές δημιουργείται παρήχηση του «σ», η οποία μεταδίδει ένα αίσθημα πνοής ανέμου, θυμίζοντας ένα ακόμη στοιχείο της ζωής στα νησιά. 

«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε

Ο Θεός έχοντας δημιουργήσει τα νησιά, λέει στον ποιητή πως το όνομα κάθε νησιού θα είναι κι από ένα χελιδόνι, για να φέρνει σ’ αυτόν και κατ’ επέκταση σ’ όλους τους ανθρώπους, την άνοιξη μέσα στο καλοκαίρι. Θα λειτουργεί, δηλαδή, το όνομα κάθε νησιού ως φορέας ελπίδας και θετικής προσμονής, εφόσον θα σηματοδοτεί την ανανέωση, τον έρωτα και την προσδοκία μιας αναγέννησης.
Τα νησιά με την ομορφιά και τη γαλήνη που αποπνέουν θα αποτελούν ψυχικά στηρίγματα για τους δοκιμαζόμενους ανθρώπους. Θα κατορθώνουν, έτσι, στο μέσο του καλοκαιριού να προμηνύουν διαρκώς μια επερχόμενη άνοιξη. Πάνω ακριβώς στην κορύφωση της ευτυχίας και της αναζωογονητικής ανάπαυσης, ο άνθρωπος θα λαμβάνει το μήνυμα πως παρά την επικείμενη έλευση του χειμώνα, παρά τις όποιες επικείμενες δυσκολίες, η άνοιξη και, άρα, η ελπίδα, θα έρθει ξανά.
Αν και το αναμενόμενο θα ήταν το μήνυμα της άνοιξης που φέρνουν αυτά τα «χελιδόνια» να έρχεται στους ανθρώπους το χειμώνα, ο ποιητής τοποθετεί τον ερχομό τους το καλοκαίρι, μιας και τότε είναι που οι άνθρωποι επισκέπτονται τα νησιά κι έρχονται σ’ επαφή με την πραγματικά ευεργετική φύση τους.

«Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου»

Τα λιόδεντρα θα είναι πολλά, για να κρησάρουν για να κοσκινίζουν με τα χέρια τους το φως, ώστε αυτό να απλώνεται ελαφρό στον ύπνο του ανθρώπου. Τα λιόδεντρα προσωποποιούνται εδώ προκειμένου να παρουσιαστεί η ευεργετική σκιά που δημιουργούν ως συνειδητή επιλογή τους. Τα δέντρα -και κατ’ επέκταση η φύση-, εμφανίζονται να ενδιαφέρονται ενεργά για τον άνθρωπο και να κάνουν ό,τι μπορούν για να τον προφυλάξουν και να του προσφέρουν τη δυνατότητα να κοιμηθεί με άνεση κάτω απ’ τα κλαδιά τους. Ο άνθρωπος, επομένως, δεν θα πρέπει να αντικρίζει τη σκιά των δέντρων ως κάτι που δημιουργούν συμπωματικά, αλλά ως μια προσφορά αγάπης, που θα πρέπει να την εκτιμήσει και να την ανταποδώσει σεβόμενος το φυσικό περιβάλλον.  

«και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου»

Στα νησιά θα είναι πολλά τα τζιτζίκια, ώστε ο άνθρωπος να συνηθίσει το καθημερινό και συνεχές τραγούδι τους, σε σημείο που να μην το νιώθει καν, όπως ακριβώς δε νιώθει και την αδιάκοπη κίνηση του αίματος στις φλέβες και τις αρτηρίες του. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπενθυμίζει την τάση των ανθρώπων να συνηθίζουν και να αποδέχονται ως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους οτιδήποτε το βιώνουν συνεχώς. Έτσι, το «τραγούδι» των τζιτζικιών, που θα μπορούσε να φανεί ενοχλητικό στον αμύητο επισκέπτη, δεν θα δημιουργεί καμία ενόχληση στους κατοίκους του νησιού, αφού θα ζουν συνεχώς μ’ αυτό.

«αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του»

Η αντίθεση ανάμεσα στην πληθώρα των τζιτζικιών και την έλλειψη του νερού τονίζει με μεγαλύτερη ενάργεια τη σημασία που οφείλουν να δίνουν οι άνθρωποι στο στοιχείο αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για την ύπαρξή τους. Ο άνθρωπος θα πρέπει, επομένως, να έχει το νερό σαν Θεό του, αναγνωρίζοντας κι αποδεχόμενος πόσο άμεσα εξαρτάται η ζωή του από αυτό. Κάτι που γίνεται πληρέστερα κατανοητό σε περιοχές όπου το πόσιμο νερό δεν επαρκεί για τις ανάγκες των κατοίκων, όπως συμβαίνει σε αρκετά από τα ελληνικά νησιά.
Προσέχουμε πως πέρα από την εύλογη αξία του νερού, η προσπάθεια του ποιητή να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη σε αυτό προκύπτει από τη θέλησή του να καθοδηγήσει τους ανθρώπους σε μια νέα πιο ουσιαστική ιεράρχηση των αξιών τους. Έτσι, αντί οι άνθρωποι να αναλώνονται σ’ ένα ανούσιο κυνήγι του πλούτου ή της εξουσίας, οφείλουν να εκτιμήσουν το πόσο λίγα πράγματα έχουν πραγματική σημασία στη ζωής τους. Κι είναι, μάλιστα, εκείνα ακριβώς που φανερώνουν την κοινή φύση όλων των ανθρώπων και υποδηλώνουν το μάταιο των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων. Το νερό υπ’ αυτή την έννοια λειτουργεί ως υπόμνηση πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες ακριβώς ανάγκες, αφού είναι πλασμένοι για να είναι ίδιοι και ίσοι. Καμία θέση δεν έχουν, άρα, ακραίες αντιλήψεις, όπως αυτές που προκάλεσαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχετικά με την υποτιθέμενη υπεροχή κάποιων έναντι όλων των άλλων. Η απουσία του νερού θα ήταν εξίσου επιζήμια για όλους κι αυτό συνιστά απόδειξη της απόλυτης ομοιότητας και ισότητας μεταξύ των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, καλείται να καταλαβαίνει τι σημαίνει ο λόγος του νερού, αναγνωρίζοντας την απόλυτη κυριαρχία του στην ανθρώπινη ζωή. Το νερό είναι αυτό που μπορεί να συντηρήσει με την παρουσία του τη ζωή των ανθρώπων ή να την τερματίσει με την απουσία του. Σε συμβολικό επίπεδο, πάντως, ο λόγος του νερού σχετίζεται με τον Λόγο του Θεού, που είναι σε θέση να ικανοποιήσει κάθε ψυχική και πνευματική ανάγκη των ανθρώπων.

«και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα»

Πέρα από τη σπανιότητα του νερού, άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ελληνικών νησιών είναι η απουσία πυκνής βλάστησης. Τα δέντρα που κοσμούν τον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, βρίσκονται σε έλλειψη στο νησιωτικό χώρο. Έτσι, ο άνθρωπος καλείται να κάνει φίλο του το μοναχικό δέντρο και να εκτιμήσει πλήρως την αξία και τη σημασία του. Καλείται να γνωρίσει το ακριβό, το πολύτιμο όνομά του αίτημα που φέρνει στη σκέψη τη σύνδεση ανάμεσα στη γνώση του ονόματος και την κατοχή του όντος, που προκύπτει απ’ τη γνώση αυτή.
Το προσωποποιημένο δέντρο που στέκει μονάχο του, χωρίς να έχει κοπάδι, παραπέμπει όχι μόνο στην έννοια της έλλειψης, αλλά και στην έννοια της ατομικότητας και κατ’ επέκταση της μοναδικότητας. Το άτομο στον ελληνικό χώρο δεν οδηγείται στη μαζοποίηση, όπως συμβαίνει σε περιοχές όπου επικρατεί η άγνοια κι η απροθυμία ατομικής πρωτοβουλίας και σκέψης. Το άτομο στέκει μόνο του, προβάλλοντας την εμπιστοσύνη που έχει στη δική του σκέψη και στην ικανότητά του να κρίνει αυτόνομα την κοινωνική του πραγματικότητα. Υπήρξε ανέκαθεν γνώρισμα του ελληνικού κόσμου η εκτίμηση που έτρεφε στην αξία του ατόμου, καθώς και στη δύναμη της ανεξάρτητης σκέψης να οδηγήσει σε ουσιαστικά επιτεύγματα. Γνώρισμα καίριο του δημοκρατικού τρόπου λειτουργίας, όπου το άτομο γίνεται σεβαστό και δεν εξωθείται σε μια συντριπτική εξομοίωση, όπως συμβαίνει σε δεσποτικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα.

«φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα»

Το χώμα των ελληνικών νησιών είναι φτενό (λεπτό), δεν έχει τη γονιμότητα εκείνη που διακρίνει άλλες περιοχές του ηπειρωτικού χώρου, όπου η καλλιέργεια της γης είναι πλούσια και αποδοτική. Οι κάτοικοι των νησιών δεν μπορούν να βασιστούν στη δυνατότητα της γης να τους θρέφει και δεν έχουν, έτσι, το προνόμιο ν’ απλώσουν τις ρίζες τους, όπως θα συνέβαινε αν είχαν την αίσθηση πως το μέλλον τους είναι διασφαλισμένο. Πρόκειται για μια ουσιώδη δυσκολία, η οποία λειτουργεί θετικά για τους ανθρώπους, εφόσον τους αναγκάζει να προσπαθούν όλο και περισσότερο για την επιβίωσή τους και τους καθιστά κατ’ αυτό τον τρόπο ολοένα και πιο ώριμους.
Οι δυσκολίες της ζωής είναι ευεργετικές για τους ανθρώπους υπό την έννοια ότι τους αναγκάζουν να εμβαθύνουν στα πράγματα και να αποκτούν μια πιο συγκροτημένη και μεστή σκέψη. Μια ζωή χωρίς δυσκολίες θα είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να είναι επιφανειακοί τόσο στη σκέψη, όσο και στα συναισθήματά τους. Θα τους έλειπε το ψυχικό εκείνο σθένος των Ελλήνων που τους επιτρέπει να επιβιώνουν όσο κι αν δυσκολεύουν οι συνθήκες γύρω τους.
Η ανασφάλεια, άρα, που προκύπτει απ’ την απουσία αφθονίας πόρων, οδηγεί τους ανθρώπους να γίνονται πιο εφευρετικοί, πιο πείσμονες, πιο εργατικοί και, κυρίως, πιο ώριμοι στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Δεν επιτρέπουν στην κάθε δυσκολία να τους κάμπτει, εφόσον γνωρίζουν πως με υπομονή και με συνεχή προσπάθεια είναι σε θέση να ξεπεράσουν οποιοδήποτε εμπόδιο και να συνεχίσουν τη ζωή τους.

«και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.»

Πέρα από το εξαιρετικά ουσιώδες μάθημα που προσφέρουν οι δυσκολίες στον άνθρωπο, ένα ακόμη πολύτιμο μάθημα του δίνει ο πλατύς ελληνικός ουρανός, στον οποίο έχει τη δυνατότητα να διαβάζει την απεραντοσύνη. Το άτομο αντικρίζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος συνειδητοποιεί εγκαίρως τη δική του ασημαντότητα και εκτιμά την αξία της ταπεινότητας. Κατανοεί πως τα πεπερασμένα όρια του σύντομου και δύσκολου ανθρώπινου βίου δεν αφήνουν περιθώρια για εγωισμούς και ανούσια υπεροψία. Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά ένα εφήμερο πλάσμα μέσα σ’ ένα δίχως όρια σύμπαν. Η προσωρινότητα της ύπαρξής του δεν επιτρέπει, επομένως, την παρέκκλιση σε σκέψεις μεγαλομανίας ή στην αίσθηση πως υπερέχει έναντι άλλων.
Καθημερινά ο κάτοικος των ελληνικών νησιών μπορεί να μελετά το άπειρο της θεϊκής δημιουργίας και να προβληματίζεται γόνιμα σε σχέση με το πλήθος όσων αγνοεί για το χώρο στον οποίο κινείται, αλλά και για την παντοδυναμία του Δημιουργού.
Συνάμα, η θέα του ανοιχτού ουρανού αποτελεί πηγή παραμυθίας για τον άνθρωπο που αισθάνεται εγκλωβισμένος στην καθημερινότητα και τα προβλήματά του. Η απεραντοσύνη του ουρανού είναι ένα συνεχές κάλεσμα για το άνοιγμα της ανθρώπινης σκέψης, καθώς και για τη βαθιά εκτίμηση του αισθήματος ελευθερίας που προσφέρει στους ανθρώπους. Ο κόσμος είναι δίχως όρια κι ο άνθρωπος έχει πάντοτε την ευκαιρία να ταξιδέψει -νοητά ή κυριολεκτικά- οπουδήποτε θέλει, προκειμένου να ξεφύγει, έστω και προσωρινά, από τα προβλήματα εκείνα που τον πληγώνουν.
Η ικανότητα του ατόμου να διαβάζει την απεραντοσύνη στον ελληνικό ουρανό σχετίζεται και με την ηπιότητα του καιρού στον ελληνικό χώρο, αλλά και με την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων. Ο καθαρός ουρανός συνδέεται με την καθαρότητα της σκέψης και του πνεύματος των ανθρώπων αυτού του τόπου.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους κορυφώνεται ο θαυμασμός του ποιητή για τη γένεση του νέου κόσμου, εμπεριέχουν μια φαινομενική αντίφαση, η οποία αίρεται αν ληφθεί υπόψη ως προς τι συγκρίνεται κάθε φορά η ελληνική γη. Η Ελλάδα είναι μικρή σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική της έκταση, αν συγκριθεί με άλλες πολύ μεγαλύτερες χώρες, είναι, εντούτοις μεγάλη, αν εξεταστεί ως προς την προσφορά της στον πνευματικό και πολιτιστικό τομέα. Η χώρα αυτή που έχει γεννήσει έννοιες όπως είναι η φιλοσοφία κι η δημοκρατία, κι έχει προσφέρει κορυφαίους πνευματικούς δημιουργούς, όπως είναι ο Όμηρος, ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης, δεν μπορεί παρά να εκλαμβάνεται ως σπουδαία και μεγάλη.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το σύνολο της γης μπορεί να θεωρηθεί ένας μικρός κόσμος, αν συγκριθεί με την απεραντοσύνη του σύμπαντος, αλλά μεγάλος, αν ιδωθεί ως προς τις δυνατότητες που παρέχει στους ανθρώπους και την εκπληκτική ποικιλία που παρουσιάζει το τοπίο της από χώρα σε χώρα κι από περιοχή σε περιοχή. Εντυπωσιάζει, μάλιστα, όχι μόνο με τις παραλλαγές του τοπίου, αλλά και με το πόσο πολυποίκιλη παρουσιάζεται η ανθρώπινη σκέψη και φύση στις διάφορες περιοχές της.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για κάθε άνθρωπο χωριστά. Την ίδια στιγμή είναι μικρός, αν ιδωθεί σε σχέση με την απεραντοσύνη του κόσμου, αλλά και μεγάλος, αν ληφθεί υπόψη το πόσο σημαντικός είναι για τους ανθρώπους που τον αγαπούν, καθώς κι οι δυνατότητες που του παρουσιάζονται να προσφέρει σημαντικό έργο στους συνανθρώπους του. Ο ένας άνθρωπος μπορεί, έστω και στα περιορισμένα όρια του βίου του, να επηρεάσει θετικά τη ζωή χιλιάδων συνανθρώπων του.
Ας σημειωθεί δε, πως ο μικρόκοσμος της ελληνικής γης είναι μια μικρογραφία του κόσμου ολόκληρου, αφού σε αυτή ενυπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε κάθε άλλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου.  

Βιβλιογραφία:
Τάσος Λιγνάδης, «Το Άξιον Εστί του Ελύτη», Εκδόσεις Πορεία

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» [Ψαλμός ΙΕ΄]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michelangelo Buonarroti

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» [Ψαλμός ΙΕ΄]

     ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
     την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
     Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
     κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά παρασύρει,
     που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
     στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
     που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ’ όλα τα φρένα μου
     και να τα που πάλι καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
     που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
     Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.
     Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.
     Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
     ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
     ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
     που συ τον θέλησες!

Στον 15ο Ψαλμό ο Οδυσσέας Ελύτης καταγράφει σε α΄ πρόσωπο τη δοκιμασία που βιώνει ο ίδιος ως ποιητής και ως άνθρωπος, καθώς στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το έργο του έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με την επίγνωση της προσωρινότητας που διακρίνει καθετί το ανθρώπινο. Πασχίζει με όλες τους τις δυνάμεις να αντιπαλέψει τις πλείστες δυσκολίες του ανθρώπινου βίου, μόνο και μόνο για να δει το μόχθο του να εξανεμίζεται απέναντι σ’ ένα νέο εμπόδιο∙ απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα. Το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και υπόστασης καθιστά επί της ουσίας ανίσχυρο τον ποιητή -μα και κάθε άνθρωπο-, απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις του χρόνου και του θανάτου.
Το ποίημα λαμβάνει τη μορφή ενός παραπόνου που διατυπώνεται από τον ποιητή προς τον Θεό, προς τον δημιουργό της φύσης και του κόσμου, ο οποίος εν γνώσει του υποβάλλει τους ανθρώπους σε μια συνεχή διαδικασία δοκιμασίας. Η αίσθηση ματαιότητας που διατρέχει τη σκέψη του ποιητή προκύπτει ακριβώς λόγω των πλείστων δυσκολιών που ο ίδιος ο Θεός θέτει καθημερινά στο δρόμο των ανθρώπων, κι υπ’ αυτή την έννοια τα λόγια του ποιητή, αν και δοσμένα σε α΄ πρόσωπο, εκφράζουν την πολλαπλώς απαιτητική πορεία κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να αγωνιστεί και να παραμείνει δημιουργικός, έστω κι αν έχει πλήρη επίγνωση του επερχόμενου τέλους του.

ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
     την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
     Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;

Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος, υπάρχει διότι αυτή ήταν η θέληση του Θεού. Δημιουργήματα όλοι μιας ανώτερης βούλησης που ελέγχει κάθε πτυχή του βίου, χωρίς να επιτρέπει, ωστόσο, στους ανθρώπους να γνωρίζουν το τι επέρχεται. Η ζωή είναι ένα θείο δώρο, μα δεν παύει να είναι γεμάτη δυσκολίες και δοκιμασίες, όλες γεννήματα ενός απρόσιτου στους ανθρώπους θεϊκού σχεδίου.
Διαρκής προσπάθεια του ποιητή είναι να ανταποδώσει στον Θεό την ευγνωμοσύνη του για το δώρο της ύπαρξης, διατηρώντας πάντοτε και, μάλιστα, απέναντι σε ισχυρότατες πιέσεις, την ακεραιότητά του. Δεν παραχώρησε ποτέ τη συγχώρεσή του σ’ εκείνους που με τις πράξεις τους έβλαψαν τους άλλους, μήτε καταδέχτηκε να ικετεύσει εκείνους που βρίσκονταν σε θέση ισχύος απέναντί του. Στάθηκε εντελώς μόνος στην πορεία της ζωής του, μα κατάφερε ν’ αντέξει την οδύνη της ερημιάς σαν το χαλίκι που αντιστέκεται σθεναρά απέναντι στα στοιχεία της φύσης.
Ο ποιητής υπέμεινε τις προσωπικές, μα και τις εθνικές δοκιμασίες, χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση στις αρχές του προκειμένου να διευκολύνει τη θέση του και να γλιτώσει κάποιες τουλάχιστον απ’ τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Ωστόσο, τώρα στέκει απέναντι στον Θεό και ρωτά με εμφατική αγωνία, τι άλλο του είναι γραφτό να ζήσει. Πόσες ακόμη δυσχέρειες θα κληθεί ν’ αντιπαλέψει;

Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
     κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά παρασύρει,
     που συ τη θέλησες!

Ο ποιητής δεν αγωνίστηκε μόνο να διατηρήσει την ακεραιότητα του, προσπάθησε κιόλας να αποδώσει με την ποίησή του το θαυμασμό που του ενέπνευσε η ωραιότητα του θεϊκού δημιουργήματος. Θέλησε με την ποίησή του να εξυμνήσει το κάλλος της ουράνιας φύσης -τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου-, μα πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε πως το έργο του αυτό, η ποιητική του προσπάθεια, δεν είναι εφικτό να ολοκληρωθεί, μιας κι η πραγματικότητα λειτουργεί κατά τρόπο πλήρως ανασταλτικό σε κάθε ανάλογη απόπειρα∙ η Αυγή παρασύρει μακριά τ’ αστέρια προτού προλάβει ο ποιητής να αντικρίσει και να αποτυπώσει σ’ όλη της την έκταση την ομορφιά τους. Η πραγματικότητα, βέβαια, που έρχεται και αναιρεί την προσπάθεια του δημιουργού, που έρχεται σαν την αυγή και σκορπίζει τα όνειρα της νύχτας, υπηρετεί κι αυτή τη θέληση του Θεού. Είναι κι αυτή μέρος των δυσκολιών που θέτει ο Θεός στον ποιητή.

Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
     στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
     που συ τη θέλησες!

Ο ποιητής προσπάθησε, συνάμα, να αποδώσει στην ποίησή του, όχι μόνο το στοιχείο της φυσικής ομορφιάς, μα και τη λυτρωτική λειτουργία της φαντασίας (ή και του υπερρεαλισμού ίσως), μα βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπος με τη σταδιακή απώλεια της δουλειάς και του μόχθου του. Η καμπάνα του δειλινού, το πέρασμα του χρόνου, εξαφανίζει σιγά-σιγά όλα εκείνα τα έργα που αψήφησαν τους περιορισμούς της λογικής και της πραγματικότητας, επιτρέποντας στον δημιουργό να στεριώσει τις φανταστικές δημιουργίες του, όπως τα πελάγη με τα καρποφόρα δέντρα και τους λόφους με τα κάστρα, στην επισφαλή αγκάλη του ανέμου.
Η καμπάνα του δειλινού, όπως ακριβώς το θέλησε ο Θεός, έρχεται ν’ αποδομήσει σταδιακά τους φανταστικούς κόσμους του ποιητή και να τους αφανίσει. Απομένει, έτσι, ο ποιητής να βλέπει όλα εκείνα για τα οποία μόχθησε να χάνονται με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που του δημιουργεί την πικρή αίσθηση πως όλος ο πνευματικός του αγώνας ήταν μάταιος και ανούσιος.

Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ’ όλα τα φρένα μου
     και να τα που πάλι καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
     που συ το θέλησες!

Δίνει πνοή στο έργο του με όλο του το είναι και το βλέπει να υψώνεται για λίγο, μόνο και μόνο για να καταπέσει αμέσως μετά καταπονημένο από τις δυσκολίες της πραγματικότητας και το μόχθο, όπως ακριβώς μαραίνονται τα χόρτα από την υπερβολική ζέστη του Ιουλίου. Σταθερά αντιμέτωπος ο ποιητής με μια αντίξοη πραγματικότητα, που όμως υπηρετεί τη θέληση Εκείνου.
Η διαπίστωση του ποιητή πως το έργο του, που αποτελεί μέγιστο κομμάτι της ταυτότητάς του, δεν κατορθώνει να βρει την ολοκλήρωσή του, μα ούτε και ν’ αντέξει στις αντιποιητικές συνθήκες της εποχής του, είναι εξαιρετικά επώδυνη γι’ αυτόν, μα φανερώνει κιόλας την πλήρη πρόθεσή του να υπομείνει κάθε δοκιμασία που του παρουσιάζεται προκειμένου να δείξει έμπρακτα στον Θεό το πόσο ευγνώμων είναι για το δικαίωμα που του προσέφερε στη ζωή.

Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
     Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.

Ποια είναι, ρωτά εκ νέου ο ποιητής τον Θεό, η επόμενη δοκιμασία που τον περιμένει; Πόσα ακόμη νέα βάσανα θα κληθεί να αντιμετωπίσει; Διότι, ιδού, μένει ως τώρα απόλυτα πιστός στο λόγο Εκείνου∙ ακολουθεί χωρίς παρέκκλιση τα κελεύσματά του κι επαληθεύει τη σοφία της βούλησής του. Κάτι που δεν έρχεται φυσικά χωρίς σημαντικό προσωπικό κόστος για τον ίδιο, μιας και στην προσπάθειά του ν’ αναζητά πάντα την αλήθεια, να μένει συνεπής στις ζητούμενες ηθικές αρχές και ν’ αγωνίζεται για ό,τι είναι σύμφωνο με τη βούληση Εκείνου καταλήγει να πληγώνει τον εαυτό του. Ο αγώνας του για την αλήθεια είναι ένας αγώνας που στρέφεται εις βάρος του∙ ρίχνει την πέτρα κι αυτή βρίσκει πάνω του.

Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.

Ο αγώνας του ποιητή για την ιδανική βίωση της ζωής, χωρίς συμβιβασμούς και φυγοπονία∙ ο αγώνας για την ανεύρεση της αλήθειας και για τη μέχρι τέλους προσπάθεια να δικαιώσει την ύπαρξή του -φανερώνοντας τελικά πόσο πραγματικά εκτιμά το θείο δώρο της ζωής- τον οδηγεί σ’ έναν ακατάπαυστο πνευματικό μόχθο. Βαθαίνει ορυχεία στη γη, αναζητώντας την αλήθεια και την ουσία της ζωής, κι εργάζεται στους ουρανούς, ψάχνοντας τα ιδανικά εκείνα που ανταποκρίνονται πληρέστερα στην επιθυμία του να φανερώσει στους συνανθρώπους του ένα θεμιτό τρόπο ν’ αντικρίζουν τη ζωή και τους άλλους. Μα κι ακόμη περισσότερο, σπεύδει να κυνηγήσει ολοένα και υψηλότερες ιδέες, καταλήγοντας τελικά να καταποντίζεται από το βάρος της ευθύνης που συνειδητοποιεί πως έχει απέναντι στον ίδιο κι απέναντι στους συγκαιρινούς του. Ο ποιητής θέτει, λοιπόν, εξαιρετικά δυσεπίτευκτους στόχους στον εαυτό του, επιχειρώντας συνεχώς να εκπληρώσει το σημαντικότατο χρέος του πνευματικού ανθρώπου που του αναλογεί.

 Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
     ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
     ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
     που συ τον θέλησες!

Εσύ με θέλησες, αναφωνεί ο ποιητής στον Θεό, και να σου το ανταποδίδω με το να δίνω έναν -καταδικασμένο ίσως- αγώνα να κερδίσω το δικαίωμα σε μια διαχρονική συνέχιση της ύπαρξής μου. Ο ποιητής δεν θέλει το δώρο της ζωής που του δόθηκε να χαθεί δίχως κανένα όφελος. Επιδιώκει, έτσι, μέσα από το έργο του και το ήθος του, μα και μέσα από το σύμπαν των ιδεών που επιχειρεί να συνθέσει, να κερδίσει την -πνευματική έστω- μάχη με το θάνατο. Παίρνει, λοιπόν, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη βούληση του Θεού και τα αξιοποιεί, ανατρέποντας την τάξη των πραγμάτων, προκειμένου να αντιπαλέψει τον επερχόμενό θάνατό του, έστω κι αν αυτός είναι επιθυμία και κέλευσμα του Θεού.
Οι μέρες κι οι νύχτες, οι ήλιοι και τ’ αστέρια, οι θύελλες κι η γαλήνη, γίνονται όλα όπλα στα χέρια και στη διάθεση του ποιητή, προκειμένου να κατορθώσει το σχεδόν ανέφικτο∙ προκειμένου να παλέψει με τον θάνατο και να βγει κερδισμένος. Παίρνει όλο το κάλλος κι όλη τη δύναμη της φύσης, τα μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο και σε διαρκή εξύμνηση της ομορφιάς που αντικρίζει γύρω του, επιδιώκοντας να ξεπεράσει το φραγμό της θνητότητας, αν όχι επιβιώνοντας ο ίδιος, τουλάχιστον δίνοντας στο έργο του μια ευκαιρία στη διαχρονία.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...