Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι»
 
Τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και ανάπαιστοι (αριθμοί 28, 37), που εκδόθηκε το 1897. Χαρακτηριστικά στοιχεία τους είναι τα δύο είδη μέτρου που χρησιμοποιεί ο ποιητής, το μεγαλόπνοο ύφος και η σύνθεση της αρχαίας με τη σύγχρονη παράδοση.
 
28
Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.
 
Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.
 
Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.
 
37
Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών* και ειδώλων,
πασίχαρος* και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.
 
Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις*
ροδοπεριχυμένος.
 
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν* δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
 
Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τόμ.1, Μπίρης
 
*αερικά: ξωτικά *πασίχαρος: ολόχαρος *Άδωνις: νέος με εξαιρετική ομορφιά *Παν: μυθικός τραγόμορφος θεός
Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο ποιητής αξιοποιεί τόσο ίαμβους όσο και ανάπαιστους, χωρίς να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη σειρά ή αναλογία μεταξύ των δύο μέτρων. Οι ίαμβοι, που είναι συχνότεροι, γίνονται αντιληπτοί από την εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή (τονίζεται η δεύτερη συλλαβή):
 
ε κεί/ νη μες/ στην πλά/ ση (τόνος στη δεύτερη, στην τέταρτη και στην έκτη συλλαβή)
 
Οι ανάπαιστοι, που είναι λιγότερο συχνοί, γίνονται αντιληπτοί από την εναλλαγή δύο άτονων συλλαβών με μια τονισμένη (τονίζεται η τρίτη συλλαβή):
 
Με πε λέ /κι α στρα πό /μορ φον (τόνος στην τρίτη και στην έκτη συλλαβή)
 
28
«Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.»
 
Στο 28ο ποίημα της συλλογής ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνει τις αλλαγές που έχει επιφέρει η ανάπτυξη της επιστήμης στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Η προσωποποιημένη Επιστήμη χρησιμοποιώντας ένα πελέκι, που έχει τη μορφή αστραπής, κεραυνοβολεί, χτυπάει αλύπητα και καταστρέφει όλες τις πτυχές της «ειδωλολατρίας»∙ της παλαιότερης σκέψης, η οποία βασιζόταν σε προκαταλήψεις, σε μύθους, σε παραδόσεις του παρελθόντος και σε θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η επικράτηση της αμιγώς ορθολογικής σκέψης συντρίβει το «Είδωλο», επιβάλλοντας έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας, γεγονός που δημιουργεί την προσδοκία μιας πιο ελεύθερης προσέγγισης των πραγμάτων.
 
«Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.»
 
Η προσδοκία, ωστόσο, ανανέωσης του τρόπου σκέψης διαψεύδεται, υπό την έννοια πως η επιστήμη αποκτά απροσδόκητα η ίδια τον ρόλο του ειδώλου, διαμορφώνοντας μια νέα κατάσταση επιβολής. Παρά τη συντριβή της πρότερης κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι ερμήνευαν καθετί δογματικά με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους ή τις παραδοσιακές αντιλήψεις, προέκυψε μια νέα δογματικότητα βασισμένη πλέον στις επιστημονικές απόψεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και η επιστήμη θέλησε να αποδεσμεύσει τους ανθρώπους από τον δογματισμό και να τους επιτρέψει να σκέφτονται ευρύτερα και πιο ελεύθερα, έγινε άθελά της η ίδια πηγή ενός νέου δογματικού τρόπου σκέψης.
 
«Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.»
 
Το αποτέλεσμα του νέου, επιστημονικού πλέον δογματισμού υπήρξε εξίσου δεσμευτικό και τυραννικό με την προηγούμενη κατάσταση, εφόσον πάλι η ανθρώπινη σκέψη «αλυσοδέθηκε», με τη διαφορά πως αυτή τη φορά τις αλυσίδες τις είχε θέσει ο ορθολογισμός και η επιστήμη. Η επιμονή στην ορθολογική σκέψη, προτού καν η επιστήμη αναπτυχθεί επαρκώς, ώστε να έχει σαφείς απαντήσεις για κάθε αίτιο, λειτούργησε εκ νέου δεσμευτικά, εφόσον οι άνθρωποι παρέμεναν σε κατάσταση άγνοιας για όσα η επιστήμη δεν είχε ακόμη επιλύσει. Την εποχή, άλλωστε, που ο ποιητής εξέφραζε τον προβληματισμό του, το 1897, η επιστήμη δεν είχε κάνει ακόμη τις υπερβάσεις της σύγχρονης εποχής. Ως εκ τούτου, τα τότε ευρήματα της επιστήμης, που οι άνθρωποι τα εκλάμβαναν ως απόλυτες «Αλήθειες» δεν ήταν κατ’ ανάγκη ορθά ή μη αμφισβητήσιμα. Οι άνθρωποι έσπευσαν, άρα, να «θεοποιήσουν» την επιστήμη πρόωρα, όταν εκείνη δεν ήταν ακόμη σε θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις στις αγωνίες τους.
Μέρος του προβλήματος, άλλωστε, ήταν το γεγονός πως οι άνθρωποι δεν είναι αμιγώς ορθολογικά όντα, οπότε δεν ήταν δυνατόν να καλύψει τις πνευματικές τους ανάγκες ο αυστηρά ορθολογικός τρόπος σκέψης. Οι άνθρωποι είναι όντα συναισθηματικά, έχουν μια εγγενή δημιουργική δυνατότητα, η οποία εκφράζεται σε αρχικό επίπεδο μέσω της φαντασίας, έχουν την ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο και ισχυρότερο από τους ίδιους, έχουν, συνάμα, την επιθυμία να λειτουργούν με ενσυναίσθηση, ακόμη κι όταν ο ορθολογισμός τους καθοδηγεί σε διαφορετικές επιλογές. Το να ακολουθήσουν, έτσι, τον ορθολογικό τρόπο σκέψης της επιστήμης παραμέρισε αδίκως και πρόωρα άλλες κρίσιμες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες προβληματικές καταστάσεις, αφού δεν έβρισκαν έκφραση όλες οι πτυχές της φύσης των ανθρώπων («Κάθε Αιτία, μυστήριο»).
 
37
«Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.»
 
Στο 37ο ποίημα της συλλογής ο ποιητής εκφράζει την άποψη πως η αρχαιοελληνική θρησκεία και μαζί της έθιμα και αντιλήψεις συνεχίζουν να επιβιώνουν, έχοντας αναμιχθεί με στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας και παραδόσεων που διατηρούνται ως τις μέρες μας. Η ελληνική γη, σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο, είναι η γη στην οποία παραμένουν αναλλοίωτα τα «ξωτικά» και τα «είδωλα»∙ επιβιώνουν, δηλαδή, σε αυτή λαϊκές παραδόσεις, δοξασίες και στοιχεία της αρχαιοελληνικής θρησκείας, χωρίς να επηρεάζεται η πίστη σε αυτά από τις αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στο επίπεδο της θρησκείας όσο και στην εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης. Ο θεός των Ελλήνων είναι ο γεμάτος χαρά, ο εξαίρετος Απόλλωνας. Η διαπίστωση αυτή του ποιητή, αν και παραξενεύει αρχικώς, βρίσκει την εξήγησή της, αν αναλογιστούμε τα όσα εκπροσωπούσε στην αρχαιότητα ο θεός αυτός. Ο Απόλλωνας ήταν, μεταξύ άλλων, ο θεός του φωτός, της μουσικής και της μαντικής τέχνης. Μια σαφή επιβίωση σε σχέση με την έννοια του «φωτός» έχουμε στη χριστιανική θρησκεία, εφόσον ο Χριστός, σύμφωνα με το Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, δήλωνε: «γώ εμι τ φς το κόσμου». Ο Χριστός, βέβαια, εννοούσε το πνευματικό φως, εκείνο που επιτρέπει στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν την αλήθεια, κι όχι το φως του ήλιου, όπως αυτό ήταν συνδεδεμένο με τη λατρεία του Απόλλωνα. Η συσχέτιση, πάντως, έστω και έμμεση είναι σαφής, εφόσον η έννοια του «φωτός» διατηρεί διαχρονικά την αξία της στην ελληνική σκέψη τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Δοθέντος πως ο ήλιος είναι κυρίαρχος στο ελληνικό τοπίο, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή παρουσία του σε ποικίλες πτυχές της σκέψης και των πεποιθήσεων που διαμορφώνονται στον ελληνικό χώρο.   
Παραλλήλως, βέβαια, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη πως το απολλώνιο ευδαιμονικό στοιχείο των ηλιόλουστων ημερών και της μουσικής διατηρεί σταθερή τη θέση του στον ελληνικό χώρο. Έτσι, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν άμεσα τη σύνδεση με τον Απόλλωνα, η κυριαρχία του ήλιου στον ελληνικό χώρο τους οδηγεί σε μια παρόμοια εκτίμησή του, όπως γινόταν ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας. Οι Έλληνες απολαμβάνουν διαχρονικά την πολύμηνη ηλιοφάνεια με γιορτές και διασκέδαση, όπως τότε. Τέλος αξίζει να προσεχθεί πως ακόμη και η μαντική τέχνη του Απόλλωνα διατηρεί, με διαφορετικό τρόπο βέβαια, τη θέση της στον ελληνικό χώρο. Οι μάντεις του παρελθόντος έχουν αντικατασταθεί από ανθρώπους που «λένε» τον καφέ ή τα χαρτιά∙ η πεποίθηση πάντως πως κάποιοι μπορούν να «δουν» το μέλλον συνεχίζει να είναι υπαρκτή.  
 
«Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.»
 
Στη χριστιανική παράδοση της σταύρωσης και της ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την περίοδο του Πάσχα, το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζει μια ανάλογη αρχαιοελληνική παράδοση μετάβασης από τον κόσμο του θανάτου, τον Κάτω Κόσμο, στον κόσμο της ζωής. Πρόκειται για τον πολύ όμορφο Άδωνη, ο οποίος είχε αποτελέσει αντικείμενο έριδας ανάμεσα στην Περσεφόνη, που κατοικούσε στον Κάτω Κόσμο, και στην Αφροδίτη, που ζούσε επάνω στη γη. Η απόφαση του Δία υπήρξε συμβιβαστική∙ το ένα τρίτο του χρόνου -τους μήνες του χειμώνα- θα τους περνούσε με την Περσεφόνη, το δεύτερο τρίτο -την άνοιξη- μαζί με την Αφροδίτη, και το άλλο τρίτο  -το καλοκαίρι-, όπου διάλεγε εκείνος (με την Αφροδίτη, τελικά, σύμφωνα με την επιλογή του). Την περίοδο του χειμώνα, τη διαδέχεται η αναγέννηση της ζωής κατά την περίοδο της άνοιξης, καθώς ο Άδωνης επανέρχεται από τον Κάτω Κόσμο στην επιφάνεια της γης, κοντά στην Αφροδίτη. Η έννοια της μετάβασης από την κατάσταση του θανάτου στην αναγέννηση υπήρχε στην αρχαιοελληνική αντίληψη, αλλά πέρασε και στη χριστιανική θρησκεία με την ανάσταση του Χριστού.
 
«Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!»
 
Οι αντιστοιχίες που αναγνωρίζει ο ποιητής ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη χριστιανική θρησκεία, όπως και η επιβίωση παλαιότερων αντιλήψεων και παραδόσεων, τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως η «αρχαία ψυχή» συνεχίζει να ζει μέσα στους νεότερους Έλληνες, έχοντας ωστόσο κρυφτεί παρά τη θέλησή της. Πτυχές του αρχαιοελληνικού τρόπου σκέψης έχουν ενταχθεί σε νεότερες παραδόσεις ή στη χριστιανική θρησκεία, κατά τέτοιο τρόπο ορισμένες φορές, ώστε είναι δύσκολο για τους νεότερους να αντιληφθούν πως μέσα σε χριστιανικές τελετές ή σε έθιμα του τόπου τους κρύβονται αρχαιοελληνικές συνήθειες και πεποιθήσεις. Το συμπέρασμα του ποιητή, πάντως, δηλώνεται εμφατικά με την αξιοποίηση τριπλής άρνησης για να τονιστεί πως ο Μέγας Παν δεν πέθανε, ούτε είναι εφικτό να πεθάνει. Ως επιστέγασμα της άποψής του ο ποιητής επικαλείται τη διατήρηση των αρχαιοελληνικών αντιλήψεων σχετικά με τη ζωοποιό δύναμη της φύσης και τις γιορτές που της αφιέρωναν. Ο Παν, η τραγόμορφη αυτή θεότητα, που ακολουθούσε τον θεό Διόνυσο στις εορταστικές εκδηλώσεις για τη ζωώδη δύναμη της φύσης διατηρεί τη θέση του ακόμη και στις μέρες μας, εφόσον το γιόρτασμα της ζωής, η αγάπη για τη φύση και η βαθιά πεποίθηση πως η αναγέννηση (ή η ανάσταση) είναι κάτι το δεδομένο, φανερώνει τη διαχρονικότητα της αντίληψης πως ο θάνατος δεν είναι κάτι το οριστικό ούτε για τη φύση, αλλά ούτε και για την ανθρώπινη ψυχή.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...