Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου

Η ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε το γεγονός εκείνο που σφράγισε καθοριστικά την πορεία του ελληνικού έθνους και οδήγησε στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Οι εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου αποτελούν έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που με διάθεση αυτοθυσίας αγωνίστηκαν για τη διασφάλιση τόσο της δικής τους ελευθερίας όσο και της δικής μας. Αν σήμερα, για εμάς, η ελευθερία μοιάζει κάτι το δεδομένο, για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν κάτι το άγνωστο κάτι που το είχαν στερηθεί για τέσσερις αιώνες.
Η ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε όχι από ανθρώπους που διέθεταν πληθώρα χρημάτων και όπλων, αλλά από ανθρώπους φτωχούς, που ήταν, ωστόσο, διατεθειμένοι να αγωνιστούν όπως και με όποιο τρόπο μπορούσαν, φτάνοντας ως τα άκρα, μέχρι να διασφαλίσουν εκείνο που επιθυμούσαν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο την ελευθερία τους. Η ελληνική Επανάσταση βασίστηκε κυρίως και πρωτίστως στην απόγνωση των Ελλήνων και στην απόφασή τους να μη ζήσουν άλλο υποδουλωμένοι στους Τούρκους. Η έλλειψη της ελευθερίας είχε γίνει πια ένα αβάσταχτο μαρτύριο, που καθιστούσε ακόμη και το θάνατο προτιμότερη επιλογή από την παράταση της σκλαβιάς.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως οι περισσότεροι από τους αγωνιστές εκείνης της εποχής ήξεραν πως είναι πολύ πιθανό να μη δουν οι ίδιοι την Ελλάδα ελεύθερη, αφού θα έβρισκαν πρόωρο τέλος σε κάποια μάχη. Πολέμησαν, εντούτοις, με απόλυτη αφοσίωση, γνωρίζοντας πως θυσιάζονται για τα παιδιά τους, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Χρειάστηκε, λοιπόν, η δική τους απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους, προκειμένου εμείς να απολαμβάνουμε τώρα τα αγαθά της ελευθερίας. Για το λόγο αυτό οφείλουμε να τους ευχαριστούμε βαθύτατα και να τους έχουμε πάντοτε ως πρότυπο στη ζωή μας.

Όπως, βέβαια, γνωρίζουν καλά στη Μάνη, η Επανάσταση ξεκίνησε στις 17 Μαρτίου, επιλέχθηκε, ωστόσο, η 25η Μαρτίου ως ημέρα εορτασμού της ελληνικής Επανάστασης, αφενός διότι αυτή ήταν η μέρα που είχαν αποφασίσει τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας να ξεκινήσει επίσημα ο εθνικός αγώνας στον ελληνικό χώρο και αφετέρου διότι συμπίπτει με μια μεγάλη γιορτή του χριστιανισμού τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η χαρμόσυνη είδηση της επικείμενης γέννησης του Χριστού, που  λύτρωσε τους ανθρώπους από τα δεσμά του αιώνιου θανάτου, γιορτάζεται κάθε χρόνο μαζί με την εθνική εορτή της Επανάστασης, που λύτρωσε τους Έλληνες από τη μακραίωνη δουλεία τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χριστιανική πίστη αποτέλεσε σημαντική πηγή δύναμης και κουράγιου για τους μαχόμενους Έλληνες.
Η ελληνική Επανάσταση γνώρισε σημαντική στήριξη από τους κλέφτες και τους αρματολούς με τον αδιάκοπο ένοπλο αγώνα τους κατά των Τούρκων, από την Εκκλησία με την ανεκτίμητη συμβολή της στη διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής οντότητας των Ελλήνων, από τους δασκάλους και τους λόγιους με το εκπαιδευτικό και συγγραφικό τους έργο, από τους εμπόρους και τους ναυτικούς με την οικονομική ενίσχυση που προσέφεραν, αλλά και από τον ανώνυμο ελληνικό λαό που την πραγματοποίησε με τον ηρωισμό και τις θυσίες του.
Ο αγώνας αυτός των Ελλήνων, μακροχρόνιος, άνισος, με κορυφώσεις ηρωισμού αλλά και με περιόδους κάμψης και κατάπτωσης, κατέληξε μετά από βαρύτατες θυσίες στη δημιουργία ενός κράτους μικρού σε έκταση, που δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των αγωνιστών του 1821. Χρειάστηκαν εννιά χρόνια συνεχών αγώνων, για να δημιουργηθεί το 1830 το πρώτο ελληνικό κράτος, που περιλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τις Βόρειες Σποράδες. Θα απαιτηθούν πάνω από εκατό χρόνια πρόσθετης αγωνίας και πολέμων για να φτάσει το ελληνικό κράτος, μόλις το 1948, στα σημερινά του όρια.

Ο Μάρτιος του 1821, ο μήνας κατά τον οποίο ξεκίνησε η ελληνική Επανάσταση, ήταν πλούσιος σε γεγονότα, καθώς από τη στιγμή που έγινε η αρχή του αγώνα, στη Μάνη, η επαναστατική σπίθα μεταδόθηκε ταχύτατα και σε άλλες περιοχές της χώρας.
- Στις 17 Μαρτίου 1821 οι πρόκριτοι της Μάνης, υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, συγκεντρώνονται στο χωριό Τσίμοβα (Αρεόπολη) της Λακωνίας και υψώνουν τη Σημαία της Επαναστάσεως, που ευλογήθηκε από τους ιερείς του «Ταξιάρχη». Όλοι τους ορκίζονται «Νίκη ή Θάνατος».
- Στις 21 Μαρτίου δύναμη από 600 περίπου Έλληνες, με αρχηγούς τους Πετμεζαίους, τον Φώτηλα και τον Σουλιώτη, επιτίθεται κατά των Τούρκων στην περιοχή Καλαβρύτων και αναγκάζει τον Διοικητή της τουρκικής φρουράς να παραδώσει την πόλη.
- Στις 23 Μαρτίου δύναμη από 2.000 οπλισμένους Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, εισέρχεται στην Καλαμάτα και αναγκάζει τον Διοικητή της τουρκικής φρουράς να παραδώσει την πόλη. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας μπροστά στη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλογούν τις ελληνικές σημαίες και ορκίζουν τους αγωνιστές.
Την ίδια ημέρα στο «Σπαρτιατικό στρατόπεδο της Καλαμάτας» υπογράφεται η προκήρυξη του Πέτρου Μαυρομιχάλη ως «αρχιστράτηγου των σπαρτιατικών στρατευμάτων» και της «Μεσσηνιακής συγκλήτου» υπό τον τίτλο «Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς». Η προκήρυξη αυτή αποτελεί την επίσημη αναγγελία στους Ευρωπαίους της ενάρξεως του Αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου οι Γρηγοράκηδες, μετά από συνεννόηση με τον οπλαρχηγό Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, υψώνουν τη σημαία της Επανάστασης στο Μαραθωνήσι (Γύθειο).
- Στις 24 Μαρτίου ο αρματολός της Άμφισσας Πανουργιάς, πληροφορείται την εξέγερση στην Πελοπόννησο και αμέσως καλεί τους προκρίτους της περιοχής στον Προφήτη Ηλία, όπου και κηρύσσει και αυτός την Επανάσταση.
- Στις 25 Μαρτίου 1821 ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου Πατρών, κηρύσσει την έναρξη της Επαναστάσεως και ορκίζει τους αρχηγούς Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Μπενιζέλο Ρούφο με τους 1.000 περίπου άντρες τους. Οι επαναστάτες αναφωνούν το ιστορικό «Ελευθερία ή Θάνατος» κάτω από τους τουρκικούς κανονιοβολισμούς του φρουρίου της πόλεως. Στη συνέχεια συστήθηκε Επαναστατικό Διευθυντήριο, που τέθηκε τιμητικά υπό την ηγεσία του Επισκόπου Γερμανού.


25η Μαρτίου

Εικοσιπέντε του Μαρτιού
μέρα που δεν πεθαίνει
και η καρδιά κάθε Γραικού
περήφαν’ ανασαίνει.

Είναι γι’ αυτόν διπλή γιορτή
διπλή ‘ναι η χαρά του
με τη δική του Ανάσταση
γιορτάζ’ η Παναγιά του

Σαν σήμερα Αρχάγγελος
χαράς μαντάτα φέρνει
κι ο Δεσπότης Γερμανός
το σήμαντρο της λευτεριάς σημαίνει.

Ξεσηκωθείτε ω Έλληνες
ήρθε η μεγάλη ώρα
ελεύτεροι να ζήσετε
δική σας είναι η χώρα.

Ζωστείτε όλοι τ’ άρματα
και στο Σταυρό ορκιστείτε
κάλλιο σας να πεθάνετε
παρά σκλάβοι να ζείτε.

Ελευτεριά ή θάνατος
εμπρός το σύνθημά μας
η Παναγιά προστάτις μας
κι ατσάλι η καρδιά μας.

Μη φοβηθείτε την Τουρκιά
το ξέρετε δα όλοι
ολόκληρη δε θάφτανε
ένα Κολοκοτρώνη.

Κι αντιλαλήσαν τα βουνά
κι οι θάλασσες κι οι κάμποι
Ξύπνα καημένε μου ραγιά
η Λευτεριά σε κράζει.

Σαν τα λιοντάρια χύμιξαν
τ’ άρματα εβροντήξαν
κι οι φουστανέλες οι λερές
στο αίμα βουτηχτήκαν

Κόκκινη βάφτηκε η γη
σκεπάστηκε με τάφους
μα των γραικών η λεβεντιά
δεν παρατά τους άθλους

Απόμειν’ ο κόσμος σαν βουβός
στην τόση αντρειοσύνη
και με κομμένη την πνοή
πρόσμενε τι θα γίνει.

Και να! Το θάμμα έγινε
Εθάμασεν ο κόσμος
Νικά ο Γραικός, νικά ο Σταυρός
το φως νικάει το σκότος.

Ξάφνου από νησάκι ελληνικό
μια βροντερή ακούστηκε φωνή
ενός ωραίου Έλληνα
μεγάλου ποιητή.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη
Χαίρε ω χαίρε Λευτεριά.

[Από την ποιητική συλλογή «Ονειρίσματα» της Χρυσούλας Σαραντάκου – Θαλάσση]

- Στις 26 Μαρτίου ο Χαράλαμπος Βιλαέτης υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στον Πύργο Ηλείας.
- Στις 27 Μαρτίου ελληνικές δυνάμεις, υπό την αρχηγία του αρματολού Πανουργιά, ελευθερώνουν από τους Τούρκους την πρωτεύουσα της Φωκίδας, Σάλωνα (Άμφισσα).
Την ίδια ημέρα, ο Αθανάσιος Διάκος με τους άλλους οπλαρχηγούς και τους προκρίτους της περιοχής κηρύσσουν την επίσημη έναρξη του αγώνα στη Βοιωτία, μετά από συγκινητική δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά.
- Στις 28 Μαρτίου ελληνικές δυνάμεις με αρχηγούς τον Παναγιώτη Καλογερά και τους αδερφούς Δεσποτόπουλου, κηρύσσουν την επανάσταση στην περιοχή της Μονεμβασιάς. Ταυτόχρονα, υπό τη γενική αρχηγία του Πιέρρο Μαγγιόρο Γρηγοράκη πολιορκείται το φρούριο της Μονεμβασιάς, μέσα στο οποίο είχαν καταφύγει 4.500 Τούρκοι.
Την ίδια ημέρα ο Αθανάσιος Διάκος, επικεφαλής επαναστατικών δυνάμεων, φτάνει στον Προφήτη Ηλεία Λιβαδειάς και απαιτεί την παράδοση της πόλεως από τον διοικητή της Χασάν Αγά.
- Στις 29 Μαρτίου δύναμη από 300 Μανιάτες, υπό τον Κολοκοτρώνη, δίνει την πρώτη μάχη του Αγώνα, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο Καρύταινας, αποκρούοντας επί εξάωρο τις λυσσώδεις επιθέσεις των 1.700 Τούρκων της Ανδρίτσαινας που προσπαθούσαν να διαφύγουν από μια διάβαση του Αλφειού ποταμού.
Ο Κολοκοτρώνης πετυχαίνει και άλλη περιφανή νίκη στη γέφυρα του ποταμού κατά την οποία διαλύει τον εχθρό, που χάνει περίπου 500 μαχητές.
- Στις 31 Μαρτίου ο Αθανάσιος Διάκος, μετά τριήμερη πολιορκία, επιτίθεται και καταλαμβάνει το φρούριο «Ώρα» της Λιβαδειάς, αναγκάζοντας τον Τούρκο διοικητή της πόλεως να την παραδώσει στους Έλληνες.

Ο Σουλτάνος και οι τουρκικές αρχές στο πρώτο άγγελμα εξέγερσης στην Ελλάδα αντέδρασαν με διωγμούς και θανατώσεις αξιωματούχων και πλουσίων κληρικών και λαϊκών. Οι διωγμοί άρχισαν από την Κωνσταντινούπολη και απλώθηκαν στη Σμύρνη, στην Κύπρο και αλλού. Από τα πρώτα θύματα ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και ο προκάτοχός του Κύριλλος. Ο απαγχονισμός του αρχηγού της Ορθόδοξης Εκκλησίας την ημέρα του Πάσχα (10 Απριλίου) ήταν μια εγκληματική και συνάμα βέβηλη πράξη, η οποία προκάλεσε βαθιά αίσθηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συμπάθεια υπέρ των Ελλήνων.
Στα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας προσέφεραν υπηρεσία πολύ σημαντική για την εδραίωση της Επανάστασης: με πράξεις αξιοθαύμαστες αναχαίτισαν πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις που όδευαν προς την Πελοπόννησο για να καταπνίξουν εκεί την Επανάσταση στην αρχική κοιτίδα της.
Στην Πελοπόννησο η επικράτηση των Ελλήνων ήταν σχεδόν πλήρης μόνο μερικά φρούρια απέμεναν στα χέρια των Τούρκων κι αυτά πολιορκούνταν. Έργα θαυμαστά έγιναν πολλά, σημαντικότατα όμως από την πλευρά του στρατιωτικού αποτελέσματος ήταν η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 στις διαβάσεις των Δερβενακίων (από το Άργος προς την Κόρινθο).
Την ίδια αυτή περίοδο η δράση του ελληνικού στόλου έδειξε την πολλαπλή χρησιμότητά του για την όλη επαναστατική προσπάθεια. Οι Έλληνες ναυτικοί αξιοποιώντας την πείρα τους, τα ευέλικτα πλοία τους και τα πυρπολικά, με αξιοθαύμαστη τόλμη προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στον Αγώνα: έλαβαν μέρος στην πολιορκία παράλιων φρουρίων και εφοδίασαν τις ελληνικές δυνάμεις της ξηράς, εμπόδισαν τον τουρκικό στόλο να προσφέρει βοήθεια ή να κάνει μεταφορές για εξυπηρέτηση τουρκικών στρατευμάτων, που κινούνταν στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο. Ο Δράμαλης, για παράδειγμα, έμεινε αβοήθητος.
Ο ελληνικός στόλος, παρά τη δυναμική παρουσία του, δεν κατάφερνε πάντοτε να προφυλάξει τις ελληνικές περιοχές. Μια πρώτη τέτοια ατυχία αποτέλεσε η καταστροφή της Χίου, το Πάσχα του 1822. Η αγριότητα των Τούρκων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού ήταν τόση στην περίπτωση αυτή, ώστε η τραγωδία της Χίου να προκαλέσει κατακραυγή εναντίον τους και συμπάθεια για τον ελληνικό αγώνα. Ο Κανάρης, μάλιστα, φρόντισε να πάρει σύντομα εκδίκηση, ανατινάζοντας στις 6 Ιουλίου ένα μεγάλο τουρκικό πολεμικό πλοίο, με πλήρωμα 2.000 ναυτών, στο λιμάνι της Χίου, κερδίζοντας δόξα αθάνατη για τον ίδιο και θαυμασμό για τους Έλληνες ναυτικούς. Προκάλεσε ταυτόχρονα τρόμο στους Τούρκους, οι οποίοι κλείστηκαν από τότε για δύο χρόνια στα Στενά του Βοσπόρου.

Η σφαγή της Χίου, που σήμανε το βίαιο θάνατο πάνω από 40.000 Ελλήνων προκάλεσε τεράστια εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ενισχύοντας σημαντικά το φιλελληνικό κίνημα.
Δύο χρόνια μετά μια ανάλογη καταστροφή θα συγκλονίσει τον ελληνικό κόσμο. Αυτή τη φορά θύματα θα είναι οι Έλληνες που ζούσαν στα Ψαρά. Τον Ιούνιο του 1824 οι Τούρκοι θα καταλάβουν το νησί αυτό και θα προβούν σε μία ανελέητη σφαγή των κατοίκων του. Στα Ψαρά τότε, εκτός από τους 7.000 ντόπιους κατοίκους, είχαν καταφύγει και 23.000 περίπου πρόσφυγες από τα γύρω ελληνικά παράλια καθώς και από τη Χίο, τα Μοσχονήσια και άλλα μέρη, αναζητώντας καταφύγιο και προστασία από τους Ψαριανούς.
Ο Ψαριανός ναύαρχος Νικόδημος αναφέρει στο «Υπόμνημα της νήσου των Ψαρών» ότι ο σουλτάνος εξοργισμένος για τις ενέργειες των τολμηρών Ελλήνων ναυτικών, όταν είδε στον χάρτη το μικρό στίγμα, που αντιπροσώπευε τα Ψαρά, αποφάσισε την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Έδωσε αμέσως διαταγή να ετοιμασθεί μεγάλη μοίρα του στόλου του και να καταστρέψει το μικρό σε έκταση αλλά δραστήριο νησί.
Ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός θα συνθέσει ένα λιτό, αλλά έξοχο επίγραμμα για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς. Ο ποιητής συγκλονισμένος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επιχειρεί με τους στίχους του να τονίσει πως ο χαμός των ηρωικών αυτών Ελλήνων θα συνοδευτεί από αθάνατη δόξα, που θα υπενθυμίζει πάντοτε την πολύτιμη θυσία των Ψαριανών στον επαναστατικό αγώνα της Ελλάδας.

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Στα τραγικά γεγονότα του αγώνα συγκαταλέγεται κι μοίρα των Μεσολογγιτών, οι οποίοι γνώρισαν αλλεπάλληλες πολιορκίες από τον τουρκικό στρατό. Παρά τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν για καιρό, η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά γι’ αυτούς όταν ο Σουλτάνος ζήτησε τη συνδρομή του πασά της Αιγύπτου. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στις αρχές του 1825 στην Πελοπόννησο και λίγο αργότερα πολιόρκησαν το Μεσολόγγι από τη θάλασσα, καθιστώντας ασφυκτική την την τουρκική πολιορκία από τη στεριά. Η φρουρά του Μεσολογγίου ύστερα από δυναμική αντίσταση ενός έτους (1825-1826) αποφάσισε στις 10 Απριλίου ηρωική έξοδο και μετέτρεψε τη στρατιωτική ήττα σε θρίαμβο πατριωτικής αρετής.

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ’ όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»

Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»

Της μάνας ω λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Και βρίσκει σπυράκι
Και μάνα φθονεί.  

Η ελληνική Επανάσταση δεν αποτέλεσε ένα αυθόρμητο κίνημα, είχε προετοιμαστεί αρκετά χρόνια πριν από μια μικρή ομάδα πατριωτών που είχαν συστήσει την επονομαζόμενη «Φιλική Εταιρεία». Επρόκειτο για τρεις Έλληνες μικρέμπορους που ζούσαν τότε στην Οδησσό της Ρωσίας. Ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ κι ο Εμμανουήλ Ξάνθος αποφάσισαν την ίδρυσή της στις 14 Σεπτεμβρίου 1814. Κι οι τρεις φλέγονταν από τον ίδιο πόθο: να βοηθήσουν στην ανάσταση του Γένους. Και οι τρεις είχαν κάποια προηγούμενη πείρα από μυστικές συνωμοτικές οργανώσεις της εποχής. Και δημιούργησαν ένα συνωμοτικό μηχανισμό που με διάφορες διαδικασίες και μυστικότητα απέβλεπε στο να μυήσει τους Έλληνες στον κοινό σκοπό και να τους προετοιμάσει για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Αναφέρονταν σε κάποια Αόρατη Αρχή που σκόπιμα απέφευγαν να ονομάσουν ποιοι τη συγκροτούσαν και άφηναν να εννοηθεί ή να ελπίζεται ότι ισχυρά πρόσωπα κατευθύνουν την Εταιρεία και ότι κάποια μεγάλη δύναμη την προστατεύει.
Καθιέρωσαν μυσταγωγική διαδικασία για τη μύηση νέων μελών που καλούνταν να ορκιστούν τυφλή αφοσίωση και εχεμύθεια. Παράβαση του όρκου έθετε σε κίνδυνο όλη την ιερή προσπάθεια, γι’ αυτό μπορούσε να επισύρει την πια βαριά τιμωρία: θάνατο. Η αλληλογραφία και γενικότερα η επικοινωνία των μελών της Εταιρείας ακολούθησε όλους τους κανόνες της μυστικότητας (ψευδώνυμα, μυστικό κρυπτογραφικό αλφάβητο, συνθηματικές λέξεις αμοιβαίας αναγνώρισης).
Για να κινηθεί ο μηχανισμός της Εταιρείας και να απλωθεί ευρύτατα στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, χρειάζονταν χρήματα. Ήταν καλή τύχη για τους ιδρυτές της ότι ανάμεσα στους πρώτους που μύησαν ήταν και οι αδελφοί Σέκερη (Παναγιώτης & Γεώργιος). Απ’ αυτούς ο Παναγιώτης ήταν μεγαλέμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Το ταμείο του άνοιξε για τις ανάγκες της Εταιρείας. Αλλά και γενικά όσοι μυήθηκαν πρόσφεραν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, χρηματικά ποσά.
Οι ιδρυτές της Φιλικής φαίνεται ότι αρχικά στράφηκαν στον εμπορικό κόσμο και τους καπεταναίους για να τους μυήσουν στο μεγάλο μυστικό. Αργότερα όμως, κυρίως ύστερα από το 1819, μύησαν προεστούς, κληρικούς όλων των βαθμίδων, εφοπλιστές, φαναριώτες και άλλους.
Από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε τη θέση του «Γενικού Επιτρόπου της Αρχής» επιδόθηκε στην οργανωτική εργασία για το τελικό ξεκίνημα. Οι συνθήκες πίεζαν και τα προβλήματα ήταν πολλά και σημαντικά. Οι μυημένοι τώρα ανέρχονταν σε χιλιάδες, το «μυστικό» κυκλοφορούσε σ’ όλο τον ελλαδικό και βαλκανικό χώρο και στις παροικίες. Είχε φτάσει από πληροφοριοδότες ξένων μυστικών υπηρεσιών ως τις τουρκικές αρχές.
Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας από τα μέσα του 1820 καλούνταν να απαντήσει σε δύο επείγοντα ερωτήματα: Πότε θα αρχίσει η επανάσταση και που;

Από τη στιγμή που ξεκίνησε η Επανάσταση οι συγκρούσεις των Ελλήνων με τις τουρκικές δυνάμεις ήταν συνεχείς.
Στις 23 Απριλίου 1821 ο Επίσκοπος Άμφισσας Ησαΐας, ο Αθανάσιος Διάκος και ο Πανουργιάς με 500 Έλληνες επαναστάτες υπερασπίζονται με πείσμα τη γέφυρα της Αλαμάνας του Σπερχειού ποταμού κοντά στη Λαμία και αντιμετωπίζουν με γενναιότητα και αυτοθυσία τις επιθέσεις των πολυάριθμων Τούρκων του Στρατηγού Κιοσέ Μεχμέτ, για να καμφθούν τελικά μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των Τούρκων. Στο πεδίο της μάχη φονεύονται 200 Έλληνες, μεταξύ τους και ο Επίσκοπος Ησαΐας. Τραυματίζεται ο Πανουργιάς και ο Αθανάσιος Διάκος, ο οποίος συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και μεταφέρεται στη Λαμία για να υποστεί φρικτό θάνατο τον σούβλισαν.
Στις 25 Απριλίου 1821 επαναστατικά τμήματα από τα περίχωρα της Αττικής με επικεφαλής τον Δήμο Αντωνίου, που είχε σταλεί από τη Λιβαδειά, εισέρχονται στην Αθήνα, όπου τελούν δοξολογία και υψώνουν τη Σημαία της Επαναστάσεως. Οι Τούρκοι έντρομοι κλείνονται στην Ακρόπολη και αρχίζει η πολιορκία της.
Στις 3 Μαΐου 1821 οι Τούρκοι αποβιβάζουν στην Κύπρο μεγάλη δύναμη και ενεργούν διωγμούς, λεηλασίες και καταστροφές για να παρεμποδίσουν την επανάσταση της νήσου.
Στις 8 Μαΐου 1821 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 120 ενόπλους εγκαθίσταται στο Χάνι της Γραβιάς για να αμυνθεί. Μετά από ηρωικό αγώνα, ο Ανδρούτσος αναχαιτίζει οριστικά την προέλαση του στρατού του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο. Στη μάχη αυτή οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και 600 τραυματίες. Οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες.
Στις 12 Μαΐου 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μαυρομιχαλαίους, τον γέρο Μητροπέτροβα, τον Γιατράκο, τον Νικηταρά και άλλους, αντιμετωπίζει στο Βαλτέτσι τις υπεράριθμές τουρκικές δυνάμεις που είχαν ξεκινήσει από την Τρίπολη για να διαλύσουν το στρατόπεδο των Μαυρομιχαλαίων. Η μάχη κράτησε 23 ώρες και οι Έλληνες κέρδισαν μία από τις λαμπρότερες νίκες της Ελληνικής Επανάστασης, η επιτυχία της οποίας οφείλεται στην ιδιοφυΐα του Κολοκοτρώνη και στον ηρωισμό των υπερασπιστών της, κυρίως των Μαυρομιχαλαίων.
Στις 18 Μαΐου 1821 δύναμη 10.000 Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη της Τρίπολης, καθώς προχωρούσε προς τα Βέρβαινα συγκρούεται κοντά στα Δολιανά της Αρκαδίας με 300 ένοπλους επαναστάτες του Νικηταρά. Οι Έλληνες νικούν και αποδεκατίζουν τους Τούρκους που υποχωρούν. Στη μάχη αυτή διακρίθηκε ο Νικηταράς, ο οποίος από τότε ονομάστηκε «Τουρκοφάγος».

Στις 23 Ιουλίου 1821 οι Έλληνες μπαίνουν στο κάστρο της Μονεμβασιάς μετά από πολιορκία πολλών ημερών, που ανάγκασε τους Τούρκους να δεχτούν την εγκατάλειψή της. Το γεγονός αυτό αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων, γιατί ήταν το πρώτο ονομαστό κάστρο που έπεφτε στα χέρια τους.
Στις 10 Αυγούστου 1821 πολυάριθμη τουρκική στρατιά υπό τον Κεχαγιάμπεη εξέρχεται από την πολιορκούμενη Τρίπολη και υφίσταται μεγάλη πανωλεθρία στη Γράνα, την οχυρωματική τάφρο, που είχε ανοιχτεί με διαταγή του Κολοκοτρώνη για να αποκόψει το δρόμο από και προς τα Καλάβρυτα. Η νίκη αυτή των Ελλήνων έκρινε την τύχη της Τρίπολης.
Στις 23 Σεπτέμβρη 1821 μετά από τρίμηνη πολιορκία οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μπαίνουν και καταλαμβάνουν την Τρίπολη. Το γεγονός ήταν πολύ σημαντικό για τις επιχειρήσεις στην ξηρά του μεγάλου Αγώνα, με ανυπολόγιστα θετικά αποτελέσματα για τους Έλληνες. Οι απώλειες των Τούρκων έφτασαν τους 10.000 νεκρούς.
Στις 30 Οκτωβρίου 1821 ο εμπειροπόλεμος Βαλής της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Πασάς, με δύναμη 14.000 Τούρκων επιτίθεται κατά των 1.500 Ελλήνων υπό τον Εμμανουήλ Παπά στο στρατόπεδο Κασσάνδρας της Χαλκιδικής. Κατά την πεισματώδη μάχη που έγινε έπεσαν στο πεδίο οι περισσότεροι Έλληνες. Μετά τη μάχη έγιναν άγριες σφαγές του πληθυσμού της Κασσάνδρας από τους Τούρκους.
Την 1η Δεκέμβρη του 1821 ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, μετά την ανακήρυξή του σε Αρχηγό των όπλων της Αττικής, φτάνει στην Αθήνα με δύναμη από Μανιάτες.

Στις 2 Μαρτίου 1822 ο Κολοκοτρώνης καταλαμβάνει την περιοχή Γηροκομείου Πατρών, που την κατέχουν 12.000 άντρες του Μεχμέτ Πασά. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται χωρίς αποτέλεσμα και αφήνουν τελικά στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς.
Λίγες μέρες μετά, Τούρκοι που είχαν συγκεντρωθεί στην Πάτρα υπό τον Μεχμέτ Πασά, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των δυνάμεων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Σαραβάλιο Πατρών. Η μάχη έληξε με ήττα των Τούρκων, που τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 1.000 νεκρούς και τραυματίες.
Στις 13 Απριλίου 1822 ισχυρές τουρκικές δυνάμεις κατορθώνουν μετά από γενική επίθεση και σφοδρό κανονιοβολισμό να μπουν στη Νάουσα και να προβούν στη συνέχεια σε άγριες σφαγές των Ελλήνων. Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός των υπερασπιστών της Νάουσας έχουν γραφεί στις πιο ένδοξες σελίδες της Ιστορίας. Σαν άλλες Σουλιώτισσες, 13 νέες για να αποφύγουν την ατίμωση πέφτουν στον καταρράχτη της Αραπίτσας. Οι νεκροί από σφαγές και απαγχονισμούς ξεπέρασαν τους 2.000 άντρες.
Στις 26 Ιουλίου 1822 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με 2.500 μαχητές και με τη βοήθεια του Νικηταρά κατατροπώνει τη στρατιά του Δράμαλη (περίπου 30.000 άντρες), που περνούσε από τα στενά των Δερβενακίων κατά την επιστροφή του από το Άργος στην Κόρινθο. Η περιφανής αυτή νίκη των Ελλήνων πέτυχε χάρη στο σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενώ η πανωλεθρία του Δράμαλη έσωσε την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ο Δράμαλης άφησε στο πεδίο της μάχης 3.000 νεκρούς και τραυματίες.

Ο Ρήγας Βελεστινλής ήταν ένας ιδιαίτερα μαχητικός πολιτικός και συγγραφέας που με την επαναστατική του δράση αποτέλεσε σημαντικό πρωτεργάτη της Ελληνικής Επανάστασης. Η συνεισφορά του στην πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων υπήρξε πολύτιμη, καθώς εργάστηκε με αφοσίωση στη διάδοση των επαναστατικών ιδεών. Ένα από τα γνωστότερα έργα του είναι ο Θούριος, ένας πατριωτικός ύμνος, τον οποίο συνέθεσε το 1797. Ο Ρήγας δολοφονήθηκε το 1798 από τους Τούρκους.

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ’ ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
O Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά 'φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σαν θηρία είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν.

«Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!»

Τα γεγονότα της Επανάστασης αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη σύνθεση πολλών δημοτικών τραγουδιών. Οι δημιουργοί τους δεν μας είναι γνωστοί, οι στίχοι τους όμως έμειναν για να θυμίζουν στους Έλληνες τη γενναιότητα των αγωνιστών του ’21.
Το ακόλουθο σύντομο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται στον θάνατο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, του νεότερου αδερφού του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Κυριακούλης σκοτώθηκε τον Ιούλιο του 1822 υπερασπιζόμενος το Σούλι και ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. 

Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ΄ ένα χρυσό μαντήλι
-Τι έχεις Μπέη και θλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα
-Σα με ρωτάς Κυριάκαινα και θέλεις για να μάθης
απόψε μου ΄ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι
τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα

Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται σε μια πολύ σημαντική μάχη του αγώνα, σ’ αυτή που έγινε τον Μάη του 1821 στο Βαλτέτσι, και άνοιξε το δρόμο για την κατάκτηση της Τρίπολης. Μια μάχη στην οποία αναδείχθηκαν τόσο ο Κολοκοτρώνης κι ο Νικηταράς, όσο και οι Μαυρομιχαλαίοι. 

Βαλτέτσι μου περήφανο
και χιλιοδοξασμένο,
πού είναι οι λεβέντες σου
που όλο τους περιμένω
ναρθούνε να χορέψουνε
στης Παναγιάς τη χάρη
στου Βαλτετσίου τον πλάτανο
να ρίξουν το λιθάρι
ν’ αναδειχτούνε στο σπαθί
και στο καλό σημάδι,
ν’ αναδειχτούν και στο χορό,
ποιός είναι παληκάρι.

Εδώ που μαζευτήκανε
όλοι οι καπεταναίοι
της Μάνης ο Πετρόμπεης
και Κολοκοτρωναίοι
κι’ όλοι λεβέντες του Μοριά
που ήτανε γενναίοι. […]

Σας φέρνουμε ζεστό ψωμί
κρασί να πιείτε ούλοι.
Σας φέρνω και αρνιά ψητά.
Βαρώντας το νταούλι
ετάξανε στην Παναγιά
στην Παναγιά Παρθένα
από τα παλικάρια τους
μη σκοτωθεί κανένα.

Τότε στη μάχη ρίχτηκαν
μες το Βαλτέτσι ούλοι
και πήρανε τη λευτεριά
για να μη ζούνε δούλοι
μας χάρισαν τη λευτεριά
και μεις δεν ζούμε δούλοι

Έφτασε κι’ ο Νικηταράς
με το σπαθί στο χέρι
πέντε πιστόλες κράταγε
κι αστραφτερό μαχαίρι
στην ρεματιά του Βαλτετσιού
τους έκανε καρτέρι

Γεια σου μωρέ Νικηταρά
άλλον δεν είχες ταίρι
είχες στα πόδια σου φτερά
κι όλη τουρκιά το ξέρει
έτσι παιδιά μου τέλειωσε
η μάχη στο Βαλτέτσι
τους Τούρκους τους εκλείσανε
σαν κότες στο κοτέτσι
τους κλείσαν στην Τριπολιτσά
προτού ο ήλιος πέσει.

Το τραγούδι που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στον Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, η δράση του οποίου υπήρξε εξαιρετικά πολύτιμη κατά τη διάρκεια του αγώνα, εφόσον χάρη στη στρατιωτική του ευφυΐα και το ακλόνητο θάρρος του, οι Έλληνες κέρδισαν πολλές και σημαντικές μάχες. Τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη υπήρξαν τόσο σπουδαία, ώστε για πολλούς το όνομά του έχει συνδεθεί αναπόσπαστα με την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ένα τραγούδι θα σας πω για το Λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μας, το Γέρο του Μοριά
και βάλτε, αδέλφια μας, για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας.
Τη Λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τα όμορφα χρόνια, τα παλιά, να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
κει, των προγόνων οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι τούτη τη στροφή:
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ’ Αγια – Λαύρα θα ‘χαμε
ούτε Εικοσιένα.

Οι δημιουργοί των δημοτικών τραγουδιών δεν λησμόνησαν να τονίσουν τη διπλή γιορτή της 25ης Μαρτίου, εφόσον πέρα από την επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, ο ελληνισμός γιορτάζει και μια πολύ σημαντική θρησκευτική γιορτή.

Πάνω στα κάστρα σα θεά πανώρια η Ελευθερία
κρατά στα χέρια λάβαρο και λάμπει η ματιά
κι εκεί στα εικονίσματα η Παναγιά η Μαρία
το μήνυμα της Γέννησης δέχεται με χαρά.

Στο ιερό μας σύμβολο τη γαλανή Σημαία
της λευτεριάς τα χρώματα σμίγουν αρμονικά
και της αγάπης σήμαντρα ηχούνε στον αιθέρα.
Γιορτάζει η Πατρίδα μας, γιορτάζει η Παναγιά.

Το «Χαίρε Αειπάρθενε» ψαλμός και μελωδία
κι οι παιάνες που ηχούν ύμνος στη Λευτεριά
χαμογελά στην εκκλησιά γλυκά η Παναγία
κι η Ελλάδα ντύθηκε γαλάζια φορεσιά.

Το παράδειγμα των αγωνιστών του ’21 συνέχισε να εμπνέει και να στηρίζει τους Έλληνες όλα τα επόμενα χρόνια. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για έναν άλλο αγώνα του ελληνισμού, εκείνον των δύσκολων χρόνων της Ιταλικής και Γερμανικής Εισβολής το 1940-1941, φρόντισε να υπενθυμίσει, με έμμεσες αναφορές στον εθνικό ύμνο, στους ανθρώπους της εποχής του πως οι Έλληνες είχαν δοκιμαστεί ξανά στο παρελθόν κι είχαν καταφέρει και τότε να κερδίσουν υπέρτερες δυνάμεις. Η μνήμη της ελληνικής επανάστασης είναι μια «άκαυτη βάτος» που θα στηρίζει διαχρονικά τους Έλληνες.

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Η τελευταία μάχη του αγώνα θα δοθεί στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829 στο στενό της Πέτρας μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς, όπου θα συγκρουστούν 2.500 Έλληνες υπό τους Δ. Υψηλάντη, Δυοβουνιώτη και Κριεζιώτη, με 5.000 Τούρκους του Ασλάμπεη και του Οτζάκ Αγά. Με τη νίκη σε αυτή τη μάχη οι Έλληνες θα αναγκάσουν τους Τούρκους να τους παραχωρήσουν την περιοχή της Λιβαδειάς, τις Θερμοπύλες, καθώς και την περιοχή της Αλαμάνας.
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, με το άρθρο 1 πρωτοκόλλου που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η διακήρυξη αυτή της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διεθνή αναγνώριση ελληνικού κράτους. Την ίδρυσή του, δηλαδή, και την έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας.
Ο πολυετής αγώνας των Ελλήνων, οι χιλιάδες νεκροί που είχαν θυσιαστεί για την πατρίδα, οι απερίγραπτες κακουχίες που είχαν βιώσει γυναίκες και μικρά παιδιά, έφεραν το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Η Ελλάδα είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους κι οι Έλληνες είχαν αποκτήσει ένα ανεξάρτητο κράτος. Το ίδιο αυτό κράτος στο οποίο έχουμε εμείς τη δυνατότητα να ζούμε ελεύθεροι και να κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Χρονολόγιο Πολεμικών Γεγονότων του Ελληνικού Έθνους, Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών
- Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη (1789 -1909), ΟΕΔΒ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...