Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Charles Frederic Ulrich

Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Ο Ιωάννου στα διηγήματά του παρουσιάζει την πραγματικότητα, όπως ο ίδιος τη βίωσε, χωρίς να καταφεύγει σε ωραιοποιήσεις και χωρίς να αποφεύγει να μιλήσει για τα καίρια κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Το βασικότερο πρόβλημα της χώρας υπήρξε, βέβαια, η άσχημη οικονομική κατάσταση που επικράτησε για πολλές δεκαετίες και το οποίο είχε αρκετές επιπτώσεις που επηρέασαν καταλυτικά τη ζωή των Ελλήνων. Ο συγγραφέας, λοιπόν, ασχολούμενος με τις εκφάνσεις της οικονομικής δυσπραγίας, αναφέρεται στη μαζική μετανάστευση των νέων της χώρας, στην εξαθλίωση που έζησαν πάρα πολλοί, αλλά και στην οικονομική εκμετάλλευση της χώρας μας από ισχυρότερα κράτη που μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη.
Ένα από τα κοινωνικά προβλήματα που απασχόλησε ιδιαίτερα τον Ιωάννου είναι η μετανάστευση, των νέων κυρίως, που κορυφώθηκε στις δεκαετίες του 50 και του 60 και σήμανε για την Ελλάδα την απώλεια σημαντικού μέρους του ενεργού της πληθυσμού. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα αυτό στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», στο οποίο παρακολουθεί την ιστορία δύο ζευγαριών προσφύγων, από το γάμο τους μέχρι τη στιγμή που τα παιδιά τους μη μπορώντας να βρουν δουλειά στην Ελλάδα μεταναστεύουν στη Γερμανία. Η προσέγγιση του Ιωάννου στο θέμα της μετανάστευσης είναι αρκετά ενδιαφέρουσα καθώς αντί να δεχτεί ως βασικό αίτιο του φαινομένου την οικονομική κρίση που ακολούθησε τα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, θεωρεί ως υπεύθυνους αυτούς που καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα και δεν φρόντισαν για τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών στη χώρα. Ο Ιωάννου, μάλιστα, βλέποντας έναν πλάτανο με γερά κλωνάρια σκέφτεται ότι θα μπορούσαν όλους αυτούς τους καταχραστές να τους κρεμάσουν εκεί ως τιμωρία για την πληγή που προκάλεσαν στη χώρα μας. Μια σχετική άποψη εκφράζει ο Ιωάννου και στο διήγημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» στο οποίο υποστηρίζει ότι οι ιθύνοντες εκμεταλλεύτηκαν την αγνότητα των προσφύγων, τους ενέπλεξαν στο φθοροποιό εμφύλιο και κατόπιν θέλησαν να τους απομακρύνουν από τη χώρα μέσω της μετανάστευσης.
Πέραν, όμως, από τους ανθρώπους που επέλεξαν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Ιωάννου ασχολείται και με εκείνους που παρέμειναν εδώ και βίωσαν την οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Στο διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς», ο Ιωάννου μας παρουσιάζει την ιστορία του Θανάση που κατέληξε να σκοτώσει έναν ξάδερφό του, ο οποίος αρνήθηκε να του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε κι επιπλέον τον έκλεβε. Η ιστορία του Θανάση είναι ενδεικτική για την δραματική επίδραση που είχε η άσχημη οικονομική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά σε όσους δεν είχαν την ψυχική δύναμη να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και στις στερήσεις. Άλλωστε, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν έφταναν στο έγκλημα, προσπαθούσαν πάντως να διαχειριστούν με κάποιο τρόπο τη μιζέρια στην οποία είχαν καταδικαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας». Ένας πατέρας που κάθε βράδυ πίνει και γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι του, μια οικογένεια που στερείται ακόμη και το φαγητό για να διασφαλίζει ο πατέρας χρήματα για το κρασί του κι ένας ταβερνιάρης που νοιάζεται μόνο να πουλήσει κρασί, αδιαφορώντας για το πώς θα βρει τα χρήματα ο αλκοολικός πατέρας. Η εικόνα που μας παρουσιάζει εδώ ο συγγραφέας αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατούσε σε πολλές οικογένειες εκείνη την εποχή καθώς πολλοί ήταν οι άνθρωποι που δεν άντεχαν να ζουν με τους μηδαμινούς πόρους που εξασφάλιζαν και γι’ αυτό κατέφευγαν συστηματικά στο ποτό σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους.
Ο Ιωάννου εκτός από την επίπτωση των οικονομικών δυσκολιών σε ατομικό επίπεδο ασχολείται και με τη γενικότερη εκμετάλλευση που ενδέχεται να υποστεί η χώρα μας από τα ισχυρότερα κράτη. Η ανησυχία αυτή δημιουργείται στο συγγραφέα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λιβύη όπου παρατηρεί με θλίψη την ανέχεια στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι της χώρας τη στιγμή που οι Αμερικάνοι αξιοποιούν τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής και διοχετεύουν άφθονα χρήματα στους ισχυρούς της Λιβύης. Οι εμπειρίες αυτές του Ιωάννου καταγράφονται στο διήγημα «Τζέλτεν» στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στις πετρελαιοπηγές της περιοχής. Φτωχοί κάτοικοι, άξεστοι Αμερικάνοι και έντονη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας συνιστούν το σκηνικό του διηγήματος, που καταλήγει στην έκφραση της ανησυχίας του συγγραφέα για το τι θα συμβεί και στη δική μας χώρα αν οι Αμερικάνοι εντοπίσουν πετρέλαιο. Οι ανησυχίες του Ιωάννου ενισχύονται κι από το γεγονός ότι στην περιοχή άντλησης πετρελαίου της Λιβύης εντοπίζει σακιά με χώμα Μυκόνου, το οποίο θεωρείται κατάλληλο για τα τρυπάνια που χρησιμοποιούσαν στις εργασίες άντλησης.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Ιωάννου στα διηγήματά του ασχολείται με την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, προβληματίζεται με τις επιπτώσεις των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα και παράλληλα ανησυχεί για το τι ενδέχεται να συμβεί στην οικονομικά ανίσχυρη Ελλάδα. Οι επιπτώσεις άλλωστε της οικονομικής κρίσης ήταν ήδη αρκετά εμφανείς με τους Έλληνες να καταφεύγουν στο έγκλημα, στη μεταξύ τους εκμετάλλευση αλλά και στο αλκοόλ για να βρουν διέξοδο στην καταθλιπτική αυτή κατάσταση που είχαν περιέλθει.

Ήρωες του περιθωρίου στα κείμενα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Diane Millsap

Ήρωες του περιθωρίου στα κείμενα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Ο Γιώργος Ιωάννου στα κείμενά του μας παρουσιάζει πρόσωπα όλων των κοινωνικών στρωμάτων, αλλά εστιάζει την προσοχή του κυρίως στη ζωή των λαϊκών ανθρώπων, που αντιμετωπίζουν εντονότερα προβλήματα και συχνά καταλήγουν στην οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Όπως είναι λογικό, άλλωστε, ο αντίκτυπος της οικονομικής δυσπραγίας που επέφεραν οι συνεχείς πόλεμοι στην Ελλάδα, γίνεται περισσότερο αισθητός στους φτωχότερους πολίτες, οι οποίοι απελπισμένοι από τις δυσκολίες και την ανέχεια, συχνά καταφεύγουν σε βίαιες πράξεις ή σε αναποτελεσματικές συμπεριφορές που τους απομακρύνουν από τα πρότυπα της σωστής κοινωνικής διαβίωσης.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά πρόσωπα περιθωριακού ήρωα στα έργα του Ιωάννου συναντάμε στο διήγημα «Τα περιστέρια» στο οποίο ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία ενός νεαρού, τον οποίο αποκαλεί τρελό. Ο νεαρός αυτός έχει βγει στο μπαλκόνι του σπιτιού, στο οποίο συγκατοικεί με την οικογένεια του αφηγητή και με μερικά ακόμη πρόσωπα, και βγάζει έναν ασυνάρτητο λόγο για την καταπίεση που δέχεται στη ζωή του, για το γεγονός ότι άλλα είχε ελπίσει να συμβούν και άλλα συνέβησαν και στη συνέχεια προχωρά σε μια συμβολική απελευθέρωση των περιστεριών που είχε υπό την προστασία του. Έπειτα μπαίνει στο σπίτι και επιχειρεί να σκοτώσει τη μητέρα του, χωρίς πάντως να το κατορθώσει. Ο νεαρός αυτός θα καταλήξει στο Λεμπέτι όπου και θα πεθάνει από ασιτία, καθώς το κράτος δεν είχε χρήματα για τη συντήρηση των ψυχικά διαταραγμένων. Η ιστορία αυτή είναι ενδεικτική για την επίδραση που είχε η οικονομική εξαθλίωση της εποχής σε αρκετά άτομα που δεν είχαν την προσωπική δύναμη να αντέξουν τις συνεχείς ματαιώσεις των προσδοκιών τους, και μη μπορώντας να αποδεχτούν τη δική τους τελικά αδυναμία να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες αυτές περιστάσεις, κατέληγαν να αποδίδουν τις ευθύνες για τη μιζέρια της ζωής τους σε πρόσωπα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, όπως ακριβώς κάνει αυτός ο νεαρός που θεωρεί τη μητέρα του υπεύθυνη για την κακή πορεία της ζωής του.
Σε παρόμοιο κλίμα κινείται και η ιστορία που μας παρουσιάζεται στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας». Εδώ ο Ιωάννου έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική μικρογραφία της στενάχωρης ζωής που εξαναγκάζονται να ζήσουν πολλοί άνθρωποι στη μεταπολεμική Ελλάδα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος είναι ένας νέος άντρας που έχει μόλις χάσει τον πατέρα του. Ο πατέρας παρόλο που δεν είχε αρκετά χρήματα για να συντηρήσει την οικογένειά του, φρόντιζε να εξοικονομεί αρκετά χρήματα για να πίνει κάθε βράδυ και να γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι του. Η ιστορία επικεντρώνεται στην απορία του νέου για το πώς κατόρθωνε ο πατέρας του να βρίσκει τα χρήματα για το καθημερινό του κρασί και κορυφώνεται με την αποκάλυψη της συμφωνίας που είχε κάνει ο αλκοολικός πατέρας με τον ταβερνιάρη, σύμφωνα με την οποία ο πατέρας, σε αντάλλαγμα για το κρασί, θα του αγόραζε ηλεκτρικές συσκευές με διατακτικές που θα πληρώνονταν απευθείας από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν, ώστε να μην καταλαβαίνουν οι δικοί του την απώλεια των χρημάτων από το μισθό του. Ο νεαρός αισθάνεται προδομένος από τον πατέρα του αλλά και εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη που εκμεταλλευόταν την αδυναμία του πατέρα του και ανάγκαζε την οικογένειά του να ζει μέσα στην εξαθλίωση. Ο νεαρός επειδή δεν είναι απόλυτα βέβαιος για το ποιος είχε την ιδέα αυτής της συμφωνίας και για το αν θα πρέπει να θεωρεί τον ταβερνιάρη ως ηθικό αυτουργό αυτής της εξαπάτησης, περιορίζεται στο να σπάσει το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, το οποίο άλλωστε είχε αγοραστεί με τα χρήματα του πατέρα του. Ο αλκοολικός πατέρας και ο δόλιος ταβερνιάρης που αποτελούν χαρακτηριστικές μορφές της παρακμάζουσας ελληνικής κοινωνίας, ωθούν με τις πράξεις τους το νεαρό γιο σε μια παραβατική συμπεριφορά εκδίκησης.
Δύο ακόμη ήρωες του περιθωρίου παρουσιάζονται στο διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς», στο οποίο ο συγγραφέας μας δίνει ακόμη μια εικόνα της ζωής των μη προνομιούχων. Τόσο ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος, όσο και ο φίλος του ο Γιαγκούλας, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια στη φυλακή και τώρα βρίσκονται στην ίδια επαρχιακή πόλη που βρίσκεται και ο αφηγητής. Ο Θανάσης κατέληξε στη φυλακή επειδή σκότωσε έναν ξάδερφό του, ο οποίος όχι μόνο είχε δανειστεί χρήματα από το Θανάση που δεν του τα επέστρεψε ποτέ αλλά τον έκλεβε κιόλας. Η απελπισία του Θανάση ύστερα από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε με την καντίνα που είχε, τον οδήγησε στο έγκλημα, χωρίς όμως να μας δημιουργείται η εντύπωση ότι επρόκειτο για έναν κοινό εγκληματία. Ο Θανάσης παρουσιάζεται κυρίως ως θύμα των περιστάσεων γι’ αυτό και στην πορεία του διηγήματος κατορθώνει να κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη, όπως άλλωστε και ο φίλος του, ο οποίος φυλακίστηκε γιατί πιάστηκε να προσφέρει τροφή σ’ έναν περιβόητο ληστή της εποχής, το Γιαγκούλα. Ο Θανάσης είναι πλέον ο μάγειρας του αστυνομικού τμήματος, με κλονισμένη υγεία αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον για τη φροντίδα των αστυνομικών, των υπόλοιπων δημόσιων υπαλλήλων που έτρωγαν εκεί αλλά και του φίλου του, του Γιαγκούλα που δεν έχει χρήματα για φαγητό και ο Θανάσης έχει αναλάβει να τον προσέχει. Το διήγημα κλείνει με το θάνατο του Θανάση και την απόλυτη μοναξιά του Γιαγκούλα, ο οποίος δεν θα έχει πια κανέναν να του κάνει παρέα και να τον φροντίζει.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Ιωάννου στα διηγήματά του παρουσιάζει τη ζωή, όχι μόνο καθημερινών ανθρώπων, αλλά και ατόμων που έχουν λυγίσει μπροστά στο βάρος των δυσκολιών κι έχουν καταφύγει είτε στο έγκλημα είτε σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ο Ιωάννου, άλλωστε, γνωρίζει ότι οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και ότι σε εποχές με έντονα οικονομικά προβλήματα η εμφάνιση τέτοιων συμπεριφορών είναι πάντοτε ιδιαίτερα αισθητή. Θέλοντας, επομένως, να παρουσιάσει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό τη ζωή στη χώρα μας, δε διστάζει να αφιερώσει αρκετές σελίδες από το έργο του σε ήρωες με παραβατική συμπεριφορά, σε ήρωες του περιθωρίου.

Η θέση της γυναίκας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonid Afremov

Η θέση της γυναίκας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Ο Γιώργος Ιωάννου στα διηγήματά του αποτυπώνει τη ζωή στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, τότε που οι γυναίκες δεν είχαν κατορθώσει ακόμη να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους άντρες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι γυναίκες να βρίσκονται συχνά υπό τον έλεγχο της οικογένειάς τους ή των συζύγων τους, χωρίς όμως να λείπουν και τα παραδείγματα γυναικών που διέθεταν την απαιτούμενη δυναμικότητα για να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που τους έθετε η κοινωνία ή τουλάχιστον να έρθουν αντιμέτωπες με την επίκριση του κοινωνικού συνόλου σε μια προσπάθεια να διεκδικήσουν το δικαίωμα μιας αυτόνομης πορείας. Οι γυναίκες που συναντάμε στα κείμενα του Ιωάννου είτε παρουσιάζονται με μάλλον αρνητικό τρόπο, ως χαζούλες, ελαφρόμυαλες ακόμη και ανήθικες είτε περιβάλλονται με συμπάθεια από το συγγραφέα, ο οποίος εκτιμά την ποιότητα του χαρακτήρα τους και τον αγώνα που δίνουν στη ζωή.
Στις γυναίκες που ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει με ολότελα θετικό τρόπο συγκαταλέγονται κυρίως πρόσωπα δευτερεύουσας σημασίας που δεν αποκτούν ποτέ κεντρικό ρόλο στα διηγήματά του και συνήθως η επιτίμηση του Ιωάννου περιορίζεται σε σχόλια για την έλλειψη εξυπνάδας ή κάποτε και ηθικής, όπως για παράδειγμα: η λωλή δασκάλα στο «Ο θείος Βαγγέλης», η αλαφροΐσκιωτη γυναίκα του μαραγκού και η χαζούλα κόρη του χτίστη στο «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», η γεροντοκόρη στο «Βουγγάρι», αλλά και η γυναίκα του μηχανικού στο ίδιο διήγημα, η οποία χαρακτηρίζεται πολύ αρνητικά για την έλλειψη ηθικότητας που τη διακρίνει. Στα πλαίσια, επίσης, των δευτερευόντων χαρακτήρων ο συγγραφέας μας δίνει και δύο παραδείγματα γυναικών που ως πεθερές, φροντίζουν να δημιουργούν στους γαμπρούς τους μεγάλα προβλήματα με τη συνεχή γκρίνια τους. Στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας» η πεθερά του αλκοολικού πατέρα δε χάνει καμία ευκαιρία να σχολιάσει την κατάντια του, αλλά και να του κρύψει το κρασί όποτε μπορεί, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον βοηθήσει να ξεκόψει απ’ το ποτό. Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται και η γιαγιά του ίδιου του συγγραφέα, η οποία στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», εμφανίζεται να έχει ομηρικούς καυγάδες με τον πατέρα του Ιωάννου για κάθε είδους θέμα και κυρίως για τα οικονομικά της οικογένειας.
Πέρα όμως από τις γυναίκες που δεν κερδίζουν παρά μικρές αναφορές στα κείμενα του Ιωάννου, υπάρχουν κι εκείνες που κατορθώνουν να συγκινήσουν το συγγραφέα με τη ζωή τους και αποκτούν κεντρική θέση στα διηγήματά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανώνυμη ηρωίδα στο διήγημα «Το Βουγγάρι», η οποία αποτελεί ουσιαστικά το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Την κοπέλα αυτή οι γονείς του Ιωάννου την είχαν καλέσει στη Φλώρινα, όπου έκαναν συνήθως τις διακοπές τους, για να της γνωρίσουν ένα χωρισμένο μηχανικό. Το συνοικέσιο πετυχαίνει, η κοπέλα τον ερωτεύεται και μάλιστα σε μια εκδρομή που γίνεται για να γνωριστούν καλύτερα κάνει έρωτα μαζί του. Η κοπέλα μένει έγκυος αλλά προτού προλάβει να παντρευτεί με το μηχανικό ξεκινά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και τον καλούν να παρουσιαστεί στο στρατό. Η εγκυμοσύνη αυτή θα προκαλέσει πολλές δυσκολίες στην κοπέλα καθώς δεν μπορούσε για κανένα λόγο να παρουσιαστεί στους γονείς της σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς να έχει παντρευτεί. Η ηθική ακεραιότητα της γυναίκας είχε πολύ μεγάλη αξία τότε και αποτελούσε μεγάλη ντροπή για την ίδια αλλά και για την οικογένειά της μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου. Για το λόγο αυτό η κοπέλα θα καταφύγει στην Αθήνα, όπου θα γεννήσει το παιδί της μακριά από την οικογένειά της και μακριά από τον πατέρα του παιδιού. Είναι, πάντως, τόσο αποφασισμένη να παντρευτεί για να αποκαταστήσει την τιμή της, ώστε με το που μαθαίνει ότι ο μηχανικός βρίσκεται στη Φλώρινα, φεύγει από την Αθήνα με το παιδί της και πηγαίνει να τον βρει παρόλο που διαρκούσε ακόμη ο πόλεμος και οι μετακινήσεις έκρυβαν θανάσιμους κινδύνους. Τελικά ο γάμος θα γίνει αλλά σύντομα οι Γερμανοί θα σκοτώσουν τον άντρα της κι εκείνη θα μείνει μόνη της αναγκασμένη να υποστεί πολλές ταπεινώσεις στην προσπάθειά της να μεγαλώσει ένα παιδί που απέκτησε προτού παντρευτεί.
Κι ενώ η ηρωίδα από το Βουγγάρι περνά μια δυστυχισμένη ζωή πληρώνοντας την απερισκεψία της και το γεγονός ότι δε διαφύλαξε την τιμή της, η Ευτυχούλα στο ομώνυμο διήγημα θα παραμείνει αγνή σε όλη της τη ζωή, θέλοντας να ζήσει σύμφωνα με τα ηθικά πρότυπα που της θέτουν οι γονείς της. Η Ευτυχούλα αποτελεί μία από τις πλέον συμπαθητικές μορφές στα διηγήματα του Ιωάννου, καθώς ενώ παρουσιάζεται να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να φτιάξει μια πολύ όμορφη ζωή, εκείνη παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αποστειρωμένη ζωή, χωρίς συγκινήσεις και χωρίς έρωτα. Οι γονείς της έχουν μια καλή οικονομική κατάσταση και στα ίδια χνάρια κινείται και η Ευτυχούλα που εργάζεται ως ιδιαιτέρα υπουργού, αλλά οι γονείς της είναι συντηρητικοί και δε θέλουν η κόρη τους να έρχεται σε επαφή με άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα αυστηρά τους πρότυπα. Η Ευτυχούλα, επομένως, για να μπορέσει να τους ευχαριστήσει θα περιορίσει τη ζωή της, θα μείνει κοντά τους, θα τους φροντίσει στα γεράματά τους και θα μείνει τελείως μόνη της μετά το θάνατό τους. Παρόλο που η Ευτυχούλα διατηρούσε την ομορφιά της και παρόλο που είχε αρκετά μεγάλη περιουσία και θα μπορούσε να βρει εύκολα ένα σύζυγο, έστω κι αν δεν ήταν πια πολύ νέα, δε θα το τολμήσει. Έχοντας περάσει τη ζωή της περιορισμένη, χωρίς προσωπικές επαφές, δε θα έχει πια το θάρρος να διεκδικήσει το δικαίωμα στη δημιουργία μια δική της οικογένεια και θα μείνει μέχρι το τέλος μόνη της.
Μια ενδιαφέρουσα γυναικεία παρουσία στο έργο του Ιωάννου είναι η γιαγιά του, η μητέρα της μητέρας του, την οποία την έχουμε ήδη συναντήσει στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης» ως ανυπόφορη πεθερά. Η γιαγιά αυτή στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» μας παρουσιάζεται από το συγγραφέα ως μια εξαιρετικά δυναμική γυναίκα που όταν πεθαίνει ο άντρας της, μη αντέχοντας να ζει μακριά από την πατρίδα της, θα αφήσει τις κόρες της σε συγγενικά πρόσωπα στη Θεσσαλονίκη και θα πάει με τα πόδια στην Ανατολική Θράκη. Η επιστροφή της γιαγιάς του Ιωάννου στην Ανατολική Θράκη δείχνει ότι ανεξάρτητα από το φύλο τους οι άνθρωποι είναι πάντοτε ικανοί για παράτολμες πράξεις, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δείξουν υπεράνθρωπο κουράγιο και να κατανικήσουν κάθε φόβο και δισταγμό. Η γιαγιά του συγγραφέα βάζει την αγάπη για την πατρίδα της πάνω απ’ όλα και αδιαφορώντας για την επισφαλή κατάσταση της περιοχής θα επιστρέψει στο σπίτι της και θα ξεκινήσει τις ίδιες εργασίες που έκανε όλα τα χρόνια της ζωής της, σα να μην είχε φύγει ποτέ από εκεί. Μόνη της, χωρίς τον άντρα και τα παιδιά της, θα ετοιμάσει τη σοδειά, θα ετοιμάσει τα τρόφιμα της χρονιάς και θα φροντίσει κάθε τι στο σπίτι της, επιστρέφοντας στη ρουτίνα που γνώριζε και της προσέφερε ένα αίσθημα ασφάλειας και ικανοποίησης. Βέβαια, οι ιστορικές εξελίξεις είχαν διαφορετική άποψη και η γιαγιά του συγγραφέα θα αναγκαστεί για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ζήσει το υπόλοιπο της μακρόχρονης ζωής της με τον καημό της χαμένης πατρίδας.
Οι γυναίκες στα διηγήματα του Ιωάννου, επομένως, βρίσκονται τις περισσότερες φορές δέσμιες της θέσης που επιφύλασσε η τότε κοινωνία γι’ αυτές. Υποχρεωμένες να προστατεύσουν την τιμή τους, υποχρεωμένες να ζήσουν με βάση ένα αυστηρό πρότυπο ηθικών κανόνων, αλλά πάντοτε έτοιμες να επιδείξουν δυναμικότητα και αποφασιστικότητα όταν επρόκειτο για κάτι σημαντικό για εκείνες. Και παρά την αρνητική παρουσίαση μερικών γυναικών από το συγγραφέα, είναι εμφανές ότι ο Ιωάννου εκτιμά και θαυμάζει τις γυναίκες εκείνες που με πολύ κουράγιο παλεύουν για την οικογένειά τους, όπως άλλωστε σέβεται τον πόνο των γυναικών που παγιδεύονται στους περιορισμούς που θέτει σ’ αυτές η κοινωνία.

Εικόνες απαισιοδοξίας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Εικόνες απαισιοδοξίας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά»

Οι εποχές στις οποίες αναφέρονται τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου υπήρξαν δύσκολες για τους Έλληνες, καθώς από άποψη ιστορικών συγκυριών – δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος πόλεμος – η χώρα βρέθηκε σε μια διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και μια δεινή οικονομική θέση. Οι Έλληνες στερήθηκαν την ελευθερία τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν με ελάχιστους οικονομικούς πόρους και το κυριότερο έζησαν πολλαπλά επώδυνες εμπειρίες. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στα έργα του Ιωάννου, τα οποία πολλές φορές αποπνέουν μια έντονη αίσθηση απαισιοδοξίας καθώς η ζωή των ηρώων μοιάζει να είναι εγκλωβισμένη σε μια αδιέξοδη κατάσταση θλίψης, οικονομικής στέρησης και απουσίας της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του απαισιόδοξου κλίματος που παρουσιάζεται στα κείμενα του Ιωάννου είναι το διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας», στο οποίο μας δίνεται η ζωή ενός νεαρού άντρα που έχει μόλις χάσει τον πατέρα του. Η οικογένεια του νεαρού ζει με πολλές στερήσεις, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα που μετά βίας χωράνε όλοι κι ενώ τα χρήματά τους είναι ελάχιστα, ο πατέρας πηγαίνει κάθε βράδυ στη ταβέρνα και πίνει μέχρι να μεθύσει. Το διήγημα κινείται γύρω από το πώς εξασφαλίζει ο πατέρας χρήματα για το κρασί του και μας δίνεται με αναδρομική αφήγηση από τη στιγμή που ο νεαρός πηγαίνει στην ταβέρνα που συνήθιζε να πίνει ο πατέρας του. Τελικά το μυστήριο λύνεται και ο νεαρός μαθαίνει ότι ο πατέρας του μέσω διατακτικών που πληρώνονταν απευθείας από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν, αγόραζε στον ταβερνιάρη διάφορες συσκευές, μεταξύ των οποίων είναι και το μαγνητόφωνο της ταβέρνας. Ο νεαρός, επομένως, έχει πάει στην ταβέρνα για να εκδικηθεί τον ταβερνιάρη γι’ αυτή την απάτη που κόστισε στην οικογένειά του μια μίζερη ζωή στέρησης. Επειδή, όμως, δεν είναι απόλυτα βέβαιος για την ενοχή του ταβερνιάρη και σκέφτεται ότι ίσως το όλο κόλπο να ήταν ιδέα του αλκοολικού πατέρα του, περιορίζεται στο να σπάσει το μαγνητόφωνο, που ούτως ή άλλως είχε αγοραστεί με χρήματα της οικογένειάς του. Το διήγημα αυτό καθρεφτίζει τη ζωή πολλών ανθρώπων εκείνης της εποχής που αναγκάζονταν να επιβιώνουν μέσα σε συνθήκες φτώχειας και συχνά έβρισκαν παρηγοριά στο ποτό, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στην οικογένειά τους.
Μια εξίσου απαισιόδοξη εικόνα μας παρουσιάζει ο Ιωάννου στο διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς», στο οποίο μας περιγράφει τη ζωή δύο φίλων που γνώρισε όταν είχε μετατεθεί σε κάποιο φτωχικό χωριό, το οποίο όμως δεν το κατονομάζει. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Θανάσης, ο οποίος δουλεύει ως μάγειρας στο αστυνομικό τμήμα, έχοντας περάσει είκοσι χρόνια στη φυλακή γιατί είχε σκοτώσει έναν ξάδερφό του που τον έκλεβε. Ο Θανάσης ο φονιάς είναι μια τραγική φιγούρα που έφτασε στο έγκλημα περισσότερο από απελπισία παρά γιατί ήταν κακός άνθρωπος. Όταν ήταν νεότερος είχε μια καντίνα και όσο καιρό έβγαζε λεφτά όλοι τον πλησίαζαν για δανεικά, όταν όμως ο ίδιος τους χρειάστηκε όλοι τον εγκατέλειψαν, οδηγώντας σε μια πράξη παραλογισμού, την οποία όμως πλήρωσε με το παραπάνω. Τώρα, βρίσκεται άρρωστος, καχεκτικός και αποκρουστικός στην όψη να φροντίζει με μεγάλο ενδιαφέρον του αστυνομικούς και τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους του χωριού. Η μοναδική παρέα του Θανάση είναι ο Γιαγκούλας ο λούστρος, ο οποίος επίσης είχε περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή, γιατί όταν ήταν νέος καταδικάστηκε ως ληστοτρόφος επειδή πήγαινε φαγητό στον περιβόητο λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα. Το φίλο του Θανάση του φονιά ο συγγραφέας μας τον περιγράφει ως βρωμιάρη που έζεχνε ολόκληρος κι έμενε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι, χειρότερο κι από στάβλο. Τόσο τα δύο αυτά πρόσωπα όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού, κινούνται σ’ ένα περιβάλλον φτώχειας κι εξαθλίωσης, που ήταν εντούτοις πολύ συνηθισμένο στα χρόνια που ακολούθησαν την κατοχή και τον εμφύλιο. Το διήγημα κλείνει με το θάνατο του Θανάση του φονιά, που αφήνει πλέον το φίλο του το Γιαγκούλα να συνεχίσει την τσακισμένη πορεία της ζωής του εντελώς μόνος του.
Κι ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η απαισιοδοξία συνδυάζεται με τη φτώχεια και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής, στο διήγημα «Η Ευτυχούλα», ο Ιωάννου μας παρουσιάζει τη ζωή μιας κοπέλας που ενώ είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ευτυχισμένη, καταλήγει να ζει στερημένη από κάθε προσωπική ευτυχία και ολοκλήρωση. Η Ευτυχούλα γεννιέται μ’ ένα σημάδι στο πρόσωπο, γεγονός που όλοι το θεωρούν πολύ καλό οιωνό για το μέλλον της, γι’ αυτό και της δίνουν αυτό το όνομα. Μεγαλώνοντας είναι πάντοτε τόσο ευγενική και πρόθυμη να ικανοποιήσει τους ανθρώπους γύρω της ώστε κατορθώνει να κερδίζει τη συμπάθεια και την αγάπη όλων. Πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, και αργότερα χάρη στις σωστές γνωριμίες των δικών της εξασφαλίζει μια καλή δουλειά ως γραμματέας υπουργού. Οι γονείς της έχουν μια καλή οικονομική κατάσταση κι εκείνη με τα χρόνια κατορθώνει να συγκεντρώσει πολλά χρήματα, αλλά προφανώς αυτό δεν επαρκεί για να της διασφαλίσει την προσωπική ευτυχία. Έχοντας από μικρή τη διάθεση να ευχαριστεί τους δικούς της εγκλωβίζεται στις δικές τους επιθυμίες, παραμερίζει την προσωπική της ζωή και μένει πλάι τους, ακολουθώντας πάντα τις δικές τους συνήθειες και αρέσκειες. Τα χρόνια περνούν, οι γονείς της αρρωσταίνουν κι εκείνη παραμένει κοντά τους να τους φροντίζει, μέχρι που πεθαίνουν και η Ευτυχούλα απομένει μόνη της, με ικανή πάντως περιουσία και ομορφιά για να προσελκύσει το ενδιαφέρον υποψήφιων γαμπρών. Έχοντας, όμως, ζήσει μια ζωή μακριά από κάθε είδους προσωπικής επαφής, αρνείται να αφήσει τις συνήθειες στις οποίες έχει δομήσει τη ζωή της και προτιμά να συνεχίσει μόνη της, χάνοντας την ευκαιρία να γνωρίσει τον έρωτα και να δημιουργήσει τη δική της οικογένεια. Η εικόνα που κλείνει το διήγημα μας δείχνει την Ευτυχούλα να δυσανασχετεί κάποιες φορές τα βράδια που κοιμάται, και να επιχειρεί να απομακρύνει κάτι από το πρόσωπό της που μοιάζει να την εμποδίζει να ανασάνει, αλλά αμέσως μετά υποτάσσεται ξανά και ηρεμεί, παραμένοντας πάντα γαλήνια, όμορφη και μόνη.
Αυτό που παρατηρούμε, λοιπόν, στα διηγήματα του Ιωάννου είναι αφενός μια αίσθηση απαισιοδοξίας που προκύπτει από τις στερήσεις, τη φτώχεια και τη ζωή χωρίς προοπτικές, αλλά κάποτε και την απαισιοδοξία που μπορεί να προκύψει από μια ζωή που ενώ μοιάζει ιδανική, καταλήγει στη μοναξιά και τη στέρηση της προσωπικής ευτυχίας. Ένα πλέγμα οικονομικής ανέχειας, έλλειψης ευκαιριών, προσωπικών περιορισμών και ενοχών, δημιουργούν το χώρο μέσα στον οποίο συντρίβονται οι ήρωες του συγγραφέα, που αδυνατούν να ξεφύγουν τόσο από τις εξωτερικές συνθήκες όσο και από τις δικές τους ελλείψεις.

Δείτε επίσης:

Η αγάπη στα διηγήματα της συλλογής Η μόνη κληρονομιά του Ιωάννου

Αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο στα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Claude Monet

Αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο στα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς του Ιωάννου

Ο Γιώργος Ιωάννου πέρα από τα δύσκολα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής, έζησε όπως κι οι υπόλοιποι Έλληνες τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Στο έργο του, αν και υπάρχουν αναφορές για την επώδυνη αυτή περίοδο της ιστορίας μας, ο συγγραφέας φροντίζει όχι μόνο να κρατά αποστάσεις κι από τις δύο πλευρές, αλλά επιπλέον και να παρουσιάσει αυτές τις εμφύλιες συγκρούσεις με τρόπο που να τονίζει τη ματαιότητα τους. Ο Ιωάννου στέκεται μακριά από τις ιδεολογίες, που εν τέλει εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εχόντων, και εστιάζει την προσοχή του στον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων.
Η εκτενέστερη αναφορά στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου γίνεται στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», όπου ο συγγραφέας χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο για τα γεγονότα αυτού του πολέμου μας παρουσιάζει εικόνες που έχουν πολλά να διδάξουν τους νεότερους Έλληνες για το κέρδος όσων συμμετείχαν στον πόλεμο αυτό. Ο θείος Βαγγέλης είναι δάσκαλος που υπηρετεί στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ως έφεδρος αξιωματικός στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων, αλλά στα χρόνια του εμφυλίου παίρνει το βαθμό του λοχαγού κι αναλαμβάνει να εκφωνεί τον επικήδειο λόγο των φαντάρων που σκοτώνονταν στα μέτωπα της Μακεδονίας. Οι νεκροί στρατιώτες στοιβάζονται στο νεκροστάσιο της Θεσσαλονίκης και παραμένουν εκεί μέχρι να έρθει η σειρά τους για την τυπική τελετή της κηδείας τους. Οι στρατιώτες ενταφιάζονται χωρίς την παρουσία συγγενών, καθώς δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα για έγκαιρη ενημέρωση των συγγενών, αλλά ούτε και τα μέσα για την έγκαιρη μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Ο θείος Βαγγέλης είχε γράψει τρεις διαφορετικούς επικήδειους ανάλογα με το αν πρόκειται για απλούς φαντάρους, για έφεδρους υπαξιωματικούς ή για μόνιμους υπαξιωματικούς. Μια ομάδα βαριεστημένων φαντάρων που αποτελούσαν το «τιμητικό απόσπασμα» παρακολουθούσαν τις τελετές αυτές, με χασμουρητά και φυσικά καμία αίσθηση συγκίνησης. Η διαδικασία αυτή αποτελεί για το θείο Βαγγέλη μια καθημερινή ρουτίνα που του προκαλεί ανία και τον έχει τόσο απευαισθητοποιήσει ώστε όταν επισκέπτεται την οικογένεια του συγγραφέα για να περάσουν μαζί την παραμονή της πρωτοχρονιάς, θεωρεί ότι θα είναι πολύ διασκεδαστικό να τους διαβάσει τους επικήδειους λόγους που εκφωνεί καθημερινά. Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου, χωρίς να πει τίποτε για τον εμφύλιο, αφήνει την εικόνα των στοιβαγμένων νεκρών και την αδιαφορία που επικρατεί στη κηδεία τους, να μιλήσουν με σαφήνεια για το ποια ήταν η επιβράβευση των Ελλήνων στρατιωτών που θυσιάζονταν για την «πατρίδα» τους.
Μια μικρότερης έκτασης αναφορά για τον εμφύλιο γίνεται στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου επανέρχεται το μοτίβο της αδιαφορίας που επέδειξε η πολιτεία για τους στρατιώτες που πήραν μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εμφυλίου. Ήρωες του διηγήματος είναι τα αρσενικά παιδιά μιας συγγενικής οικογένειας του Ιωάννου, τα οποία όταν έφτασαν σε στρατεύσιμη ηλικία ακολουθώντας τις οδηγίες των ανωτέρων τους πολέμησαν «με τους πράσινους, τους κόκκινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν», όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. Και το έκαναν αυτό μόνο και μόνο για να βρεθούν μετά το τέλος του πολέμου χωρίς δουλειά και χωρίς καμία εξασφάλιση για το μέλλον τους. Αυτή η εξέλιξη ενοχλεί τον Ιωάννου ο οποίος σχολιάζει ότι προτού βρεθούν στο πολεμικό μέτωπο, οι ιθύνοντες του στρατεύματος τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια για να δεχτούν να πολεμήσουν και όταν τελείωσε ο πόλεμος ούτε γύρισαν να τους κοιτάξουν. Η εικόνα που παρουσιάζει ο Ιωάννου είναι χαρακτηριστική της εκμετάλλευσης που υφίσταται ο απλός λαός, ο οποίος κάθε φορά εξαναγκάζεται να θυσιαστεί για τα συμφέροντα των κρατούντων και στη συνέχεια καταλήγει να πληρώνει τις παρασπονδίες των ισχυρών. Ειδικά στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται και στην κατασπατάληση του χρήματος που χορηγήθηκε στη χώρα και είχε σαν συνέπεια μια τεράστια οικονομική κρίση που οδήγησε τους νέους της χώρας στη μετανάστευση.
Τέλος, μια πολύ σύντομη αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο γίνεται στο διήγημα «Η αποζημίωση», όπου ο συγγραφέας μας μιλά για τις περιπέτειες που έζησε όταν αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του από τη Θεσσαλονίκη που τη βομβάρδιζαν οι Ιταλοί. Ο Ιωάννου φιλοξενείται στο σπίτι μιας οικογένειας που μένει στη Χαλκιδική και αναλαμβάνει να γράφει τα γράμματα που στέλνονταν στον νοικοκύρη του σπιτιού, ο οποίος βρίσκεται στο μέτωπο. Τον άντρα αυτό ο Ιωάννου θα προλάβει να τον γνωρίσει και θα εκπλαγεί από το εντυπωσιακό παράστημά του και τη δύναμή του. Θα τον παρομοιάσει με ταυρί και θα επαινέσει τη δυναμική του συμμετοχή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ίσα για να μας αποκαλύψει με μια αναχρονία στην αφήγηση ότι στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αυτός ο δυνατός άντρας σφάχτηκε χωρίς κανένα έλεος μέσα στο ίδιο του το χωράφι. Ο συγγραφέας αρκείται να μας πει ότι εκείνα τα χρόνια έγιναν παντού φοβερά πράγματα, κρύβοντας έτσι μέσα στη φράση αυτή όλες τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου αντεκδίκησης, μίσους και προσωπικών διαφορών. Ο Ιωάννου είναι βέβαιο ότι έγινε μάρτυρας πολλών και δυσάρεστων γεγονότων τα σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου, αλλά προτιμά να μην επεκταθεί σε αυτά, θεωρώντας ίσως ότι είναι ακόμη πολύ νωπά για να τα ανασκαλεύει.
Ο Ιωάννου αποφεύγοντας να πάρει το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς, επιλέγει να παρουσιάσει εικόνες από τον εμφύλιο πόλεμο που αναδεικνύουν το μάταιο της συμμετοχής των στρατιωτών, που παρά τις θυσίες τους, βρέθηκαν τελικά να εξυπηρετούν απλώς τα συμφέροντα των κρατούντων. Αν και ο εμφύλιος κρύβει πολλά γεγονότα πόνου, ακόμη και φρίκης, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ιδανικό υλικό στα χέρια ενός συγγραφέα που θέλει απλώς να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του, για τον Ιωάννου ο εμφύλιος είναι κυρίως ένα επώδυνο μέρος της ιστορίας μας που προτιμά να αποφύγει. Εκείνο, όμως, που τον θυμώνει και δεν αποσιωπά είναι το γεγονός ότι τελικά τόσες ζωές χάθηκαν για να επωφεληθούν οι λίγοι. Μάταιοι θάνατοι, που ακολουθήθηκαν από ένα αδυσώπητο φαγοπότι του κρατικού χρήματος, κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μία ακόμη πληγή για τη χώρα μας, τη μετανάστευση.

Δείτε επίσης:

Η θέση της γυναίκας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Εικόνες προσφυγιάς στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Εικόνες προσφυγιάς στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Ο Γιώργος Ιωάννου λόγω της καταγωγής του από την Ανατολική Θράκη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα του εξαναγκαστικού εκπατρισμού των ανθρώπων και του πόνου που αυτός προκαλεί. Οι παππούδες του είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και ο συγγραφέας μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για την ομορφιά της χαμένης πατρίδας. Όπως είναι επόμενο στα κείμενά του υπάρχουν συχνές αναφορές για τους πρόσφυγες τους οποίους ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με σεβασμό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Ο ίδιος ο Ιωάννου δεν έχει υπάρξει ουσιαστικά πρόσφυγας με εξαίρεση μόνο μια εσωτερική μετακίνηση την περίοδο του πολέμου όταν αναγκάστηκε να αφήσει τη βομβαρδιζόμενη Θεσσαλονίκη και να ζητήσει καταφύγιο αρχικά στη Χαλκιδική και ύστερα στην Αθήνα.
Η πρώτη και βασικότερη επαφή του συγγραφέα με την προσφυγιά οφείλεται στους γονείς του, οι οποίοι μαζί με τους παππούδες του είχαν αναγκαστεί να φύγουν από την Ανατολική Θράκη. Τις περιπέτειες των προσφύγων παππούδων του ο Ιωάννου μας τις παρουσιάζει στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά», όπου μαθαίνουμε ότι είχαν φύγει από την πατρίδα τους πολύ πριν το μεγάλο κύμα προσφύγων που ακολούθησε την καταστροφή της Σμύρνης. Ο ένας παππούς του Ιωάννου είχε σκοτώσει έναν Τούρκο που γυρόφερνε τη γυναίκα του, τη γιαγιά του συγγραφέα δηλαδή, ίσως λίγο πριν τους Βαλκανικούς κι ο άλλος είχε φύγει εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν οι Τούρκοι το 1913 στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης μετά τις απώλειες που υπέστησαν από τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι παππούδες του αντιμετώπισαν πάρα πολλές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να εγκατασταθούν στο ελληνικό έδαφος και ο πόνος για την απώλεια της πατρίδας τους, τους συνόδευε αναλλοίωτος μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η αναφορά του συγγραφέα στη μητέρα της μητέρας του, η οποία αμέσως μετά την εγκατάσταση των παιδιών της στη Θεσσαλονίκη και αφού είχε χάσει τον άντρα της, επέστρεψε με τα πόδια στην Ανατολική Θράκη, πήγε στο σπίτι της και άρχισε να κάνει όλες τις ετοιμασίες και τις αγροτικές εργασίες που έκανε όσα χρόνια ζούσε εκεί. Η καταστροφή της Σμύρνης, όμως, και η βίαιη εμφάνιση των Τούρκων την ανάγκασαν για μία ακόμη φορά να εγκαταλείψει το σπίτι και την πατρίδα της, κρατώντας στην καρδιά της μέχρι που πέθανε τον πόνο του ξεριζωμού. Όταν γεννήθηκε ο Ιωάννου οι δικοί του είχαν πια προ πολλού εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, οπότε οι μόνες αναφορές που γίνονταν για τη χαμένη πατρίδα, γίνονταν από τις γιαγιάδες του όταν τις έπιανε έντονη νοσταλγία. Ο συγγραφέας μας ομολογεί ότι τότε θεωρούσε υπερβολικούς τους επαίνους των γιαγιάδων του για την Ανατολική Θράκη, αλλά στην πορεία άρχισε να κατανοεί τη θλίψη που είχαν και το πόσα πράγματα έχασαν όταν έφυγαν από την πατρίδα τους.
Με το θέμα της προσφυγιάς ο Ιωάννου ασχολείται επίσης και στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» όπου μας παρουσιάζει την ιστορία κάποιων συγγενών του, που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, μετά την καταστροφή του 1922. Εκείνη την περίοδο το κράτος για να βοηθήσει τους πρόσφυγες τους έδινε τουρκικά κτήματα, με προτεραιότητα όμως στους παντρεμένους. Με την προοπτική επομένως να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης και να αποκατασταθούν σχηματίστηκαν δύο ζευγάρια νεαρής ηλικίας που παντρεύτηκαν μάλιστα την ίδια μέρα. Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου παρακολουθεί στα βασικά της σημεία την πορεία αυτών των δύο ζευγαριών που ως πρόσφυγες απέκτησαν το δικό τους κομμάτι γης, ψηλά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης, έκτισαν το σπίτι τους και απέκτησαν πολλά παιδιά. Οι δυσκολίες που σημάδεψαν τη ζωή τους, οι συχνοί θάνατοι που αποδεκάτισαν τις δύο οικογένειες και άφησαν τα δύο ζευγάρια λειψά, η φτώχεια και ο πόνος των ανθρώπων που μεγαλώνουν χωρίς το σύντροφό τους, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιστορία τους. Το ενδιαφέρον όμως του συγγραφέα δεν περιορίζεται στην προσφυγιά των γονιών, προχωρά και φτάνει ως την ενηλικίωση των παιδιών που τελικά ήρθαν αντιμέτωπα με μια αδιέξοδη κατάσταση στη χώρα και αναγκάστηκαν να φύγουν μετανάστες στη Γερμανία. Όπως οι γονείς τους εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, έτσι και τα παιδιά αυτά ζώντας σε μια χώρα που δεν έχει να προσφέρει δουλειές και όπου τα χρήματα του κράτους πηγαίνουν στις τσέπες των διεφθαρμένων κρατικών υπαλλήλων, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μια ιδιάζουσα μορφή προσφυγιάς, τη μετανάστευση.
Μια από τις ωραιότερες ιστορίες για την προσφυγιά, πάντως, μας χαρίζει ο Ιωάννου στο διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι», όπου η βασική ηρωίδα δεν ειναι Ελληνίδα, αλλά μια Τουρκάλα. Μια γυναίκα με αρχοντική ομορφιά επισκέπτεται το σπίτι του συγγραφέα, γεύεται το νερό που της προσφέρουν, κοιτάζει με συγκίνηση το σπίτι και προφέρει χαμηλόφωνα διάφορα ονόματα. Μια ιεροτελεστία που μοιάζει παράδοξη, αλλά δύο χρόνια μετά, στην επόμενη επίσκεψή της αποκαλύπτεται, τόσο η καταγωγή της, όσο και το ενδιαφέρον που δείχνει για το σπίτι του συγγραφέα. Επρόκειτο για μια Τουρκάλα που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Οι γονείς του Ιωάννου αρχικά ταράζονται από το γεγονός ότι μια Τουρκάλα έρχεται στο σπίτι τους αλλά αμέσως συνειδητοποιούν τον πόνο που προφανώς αισθάνεται και τη συμπονούν, μιας και οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει να εγκαταλείπεις το σπίτι και την πατρίδα σου. Στο κλείσιμο μάλιστα του διηγήματος ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι η Τουρκάλα αυτή ήταν η κόρη ενός μπέη και πως όταν είχε έρθει η στιγμή να φύγει από τη Θεσσαλονίκη έκλαιγε απαρηγόρητη και φιλούσε το κατώφλι του σπιτιού. Η αναφορά του Ιωάννου στην ιστορία της Τουρκάλας είναι σημαντική καθώς αποτελεί μία από τις λίγες φορές που στη λογοτεχνία μας αποτυπώνεται με τόση ευαισθησία ο πόνος της προσφυγιάς, όχι μόνο από την πλευρά των Ελλήνων αλλά και από την πλευρά των Τούρκων που πέρασαν κι εκείνοι το δράμα του ξεριζωμού. Άλλωστε, αν αφήσουμε κατά μέρος τις διαφορές των δύο κρατών, οι δύο λαοί έχουν δοκιμαστεί πολλές φορές από κοινού και ο πόνος της προσφυγιάς και της απώλειας είναι ίδιος και για τους Έλληνες και για τους Τούρκους.
Όπως είναι λογικό ο Ιωάννου, παιδί προσφύγων, είχε μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για τη χαμένη πατρίδα και έζησε σε μια πόλη όπου είχαν συρρεύσει χιλιάδες προσφύγων, χωρίς όμως ο ίδιος να έχει ζήσει κάτι αντίστοιχο. Η μοναδική φορά που ο συγγραφέας ένιωσε τον πόνο της εξαναγκαστικής απομάκρυνσης ήταν όταν ξεκίνησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και οι Ιταλοί άρχισαν να βομβαρδίζουν τη Θεσσαλονίκη. Τότε οι δικοί του έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη και πήγαν πρώτα στη Χαλκιδική κι έπειτα στην Αθήνα. Όταν, μάλιστα, ήταν στη Χαλκιδική πληροφορήθηκαν ότι το σπίτι τους είχε καταστραφεί από μια βόμβα. Η είδηση αυτή είχε συγκλονίσει τον Ιωάννου καθώς χωρίς το σπίτι του ένιωθε πια ξεριζωμένος. Την ιστορία αυτή μας την παρουσιάζει ο συγγραφέας στο διήγημα «Η αποζημίωση», όπου με ιδιαίτερη παραστατικότητα μας περιγράφει τη βιαστική φυγή της οικογένειάς του από τη Θεσσαλονίκη και το πόσο ένιωθε σαν πρόσφυγας καθώς περπατούσαν με τα λίγα υπάρχοντα που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας από το σπίτι τους.
Εικόνες προσφυγιάς, πόνος, νοσταλγία και μια αγάπη για την πατρίδα που δε σβήνει με το πέρασμα των χρόνων, είναι μερικά από τα συστατικά που συνθέτουν τα διηγήματα του Ιωάννου. Ο συγγραφέας λειτουργεί ως ευαίσθητος ακροατής όλων αυτών των ιστοριών που χρόνια μετά τις μεταφέρει στα γραπτά του φροντίζοντας να αποδώσει με δίκαιο τρόπο την αμοιβαιότητα του πόνου τόσο στους Έλληνες όσο και στους Τούρκους, καθώς η ανταλλαγή πληθυσμών που επιβλήθηκε στις δύο χώρες, «πλούτισε» εξίσου και τους δύο λαούς με το αίσθημα του ξεριζωμού και της νοσταλγίας για τη μητέρα πατρίδα.

Δείτε επίσης:

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου


Μνήμες από τη γερμανική κατοχή στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Lacey Jane

Μνήμες από τη γερμανική κατοχή στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου

Τα εφηβικά χρόνια του Γιώργου Ιωάννου σημαδεύτηκαν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την επώδυνη κατοχή της Ελλάδας από τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η στέρηση της ελευθερίας, η πείνα που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους στη χώρα, αλλά και οι ταπεινώσεις που υπέστησαν οι Έλληνες από τους κατακτητές, αποτέλεσαν στοιχεία που επέφεραν μεγάλο πόνο στον Ιωάννου. Εντούτοις, ο συγγραφέας κατορθώνει στις αφηγήσεις του να συγκρατεί την ένταση των συναισθημάτων του και μας μιλά για όλα αυτά με ελεγχόμενη αγανάκτηση και κάποτε μάλιστα με χιούμορ, σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από τις μνήμες αυτές, που η ανάκλησή τους δεν μπορεί παρά να είναι βασανιστική για το συγγραφέα.
Στο σύντομο διήγημα «Τα λεμόνια ήταν ακριβά», ο Ιωάννου αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό από τα χρόνια της κατοχής το οποίο, όπως μας αποκαλύπτει, αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς της ζωής του. Σε μια περίοδο που οι Έλληνες πέθαιναν κατά χιλιάδες από την έλλειψη τροφής, μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών θεώρησε ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να χτυπάει τους περαστικούς με λεμόνια. Κι ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση οι διαβάτες απλά θα έφευγαν από αυτό το σημείο για να μη γίνονται τα παιχνίδια των Γερμανών, η πείνα και η πλήρης εξαθλίωση τους έκανε, όχι μόνο να δέχονται τα χτυπήματα των Γερμανών, αλλά και να πέφτουν στο δρόμο για να μαζέψουν τα πολύτιμα λεμόνια. Όπως είναι λογικό, η εικόνα των Ελλήνων που τσακώνονταν για το ποιος θα πρωτοπάρει τα λεμόνια ήταν εξαιρετικά αστεία για τους Γερμανούς αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κατενθουσιαστεί με το παιχνίδι αυτό. Με αντίστοιχες διαθέσεις, άλλωστε, κατά την περιφορά του Επιταφίου εκείνη την εποχή, οι Γερμανοί έβγαιναν στο δρόμο και γέλαγαν με την ψυχή τους εις βάρος των Ελλήνων. Γεγονότα τόσο λυπηρά για τους κατακτημένους Έλληνες που όταν κάποιος βρέθηκε και πέταξε μια χειροβομβίδα στα γραφεία εκείνων των Γερμανών, που τόσο είχαν διασκεδάσει πετώντας λεμόνια στους διαβάτες, ο Ιωάννου θεώρησε ότι επρόκειτο για θεία δίκη.
Ο συγγραφέας εκτός από τις στιγμές εξευτελισμού θυμάται με ιδιαίτερη ένταση και το φόβο που είχε σκεπάσει την πόλη του όσο καιρό διήρκεσε η κατοχή. Στο διήγημα «Τα σκυλιά του Σέιχ-σου», μας αναπαριστά το κλίμα ανελευθερίας και τρόμου που είχαν επιβάλει οι Γερμανοί στους Έλληνες. Με μια σειρά συνειρμών ο Ιωάννου μας περιγράφει τους ήχους που άκουγε από το σπίτι του σε διάφορες εποχές, κι ενώ κατά τις ειρηνικές περιόδους τα αυτοκίνητα, οι πετεινοί και τα παγόνια είχαν τον κυρίαρχο λόγο, στα χρόνια της κατοχής, λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, επικρατούσε μια τρομαχτική ησυχία, την οποία διέκοπταν μόνο ο έντονος βηματισμός των Γερμανών στρατιωτών και το πνιχτό βήξιμο των χαφιέδων. Ο Ιωάννου θυμάται μάλιστα τη μεγάλη αναστάτωση που είχε προκληθεί στην πόλη το διάστημα που οι Γερμανοί είχαν φέρει πολλά άγρια σκυλιά και τα είχαν συγκεντρώσει στο στρατόπεδό τους στο δάσος του Σέιχ-σου. Τα σκυλιά αυτά θα τα χρησιμοποιούσαν οι κατακτητές κατά τις νυχτερινές τους περιπολίες και όπως μας λέει ο συγγραφέας τα ουρλιαχτά τους απλώνονταν σ’ όλη την πόλη. Τα βράδια που οι Θεσσαλονικείς ξαγρυπνούσαν από την πείνα άκουγαν τα δυνατά γαυγίσματα των σκύλων και ήξεραν ότι οι Γερμανοί είχαν στήσει πάλι μπλόκα, στην προσπάθειά τους να πιάσουν αντάρτες. Ο Ιωάννου εκείνα τα χρόνια πήγαινε ακόμα σχολείο, αλλά ήθελε να βοηθήσει κι αυτός όπως μπορούσε, γι’ αυτό και είχε ακολουθήσει την υπόλοιπη ομάδα των μαθητών που είχε σταλεί στο Σέιχ-σου για την παρατήρηση των σκυλιών. Τελικά, η πόλη απαλλάχτηκε από τα σκυλιά αυτά καθώς οι Γερμανοί τα έστειλαν στα βουνά της Μακεδονίας, θέλοντας να κυνηγήσουν τους αντάρτες στα μέρη που συνήθιζαν να κρύβονται.
Πέρα από τις στιγμές ντροπής και φόβου, η κατοχή χαρακτηρίστηκε κι από την πείνα που είχε κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη χώρα και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο Ιωάννου φυσικά, όπως έζησε όλες τις άλλες επώδυνες επιπτώσεις της γερμανικής κατοχής, έζησε και τη φρίκη του να μην υπάρχουν τρόφιμα και οι άνθρωποι να πεθαίνουν στους δρόμους. Στο θέμα αυτό αναφέρεται στο διήγημα «Το Βουγγάρι», στην ευρύτερη ιστορία του οποίου εγκιβωτίζει την ιστορία του Κυρ-Μάνθου που δούλευε σ’ ένα εστιατόριο και κορόιδευε τους πελάτες που έτρωγαν ό,τι σκουπίδια τους σέρβιρε ο εστιάτορας. Ο Κυρ-Μάνθος διηγόταν στους στρατιώτες που μόλις είχαν γυρίσει από το μέτωπο για την έλλειψη τροφίμων και τους τρομοκρατούσε για όσα έρχονται, αλλά τελικά μόλις έκλεισε το εστιατόριο γιατί δεν είχε πια τι να προσφέρει στους πελάτες, εκείνος πέθανε από την πείνα ενώ αρκετοί από τους στρατιώτες επιβίωσαν ασχολούμενοι με την πώληση αγαθών στη μαύρη αγορά. Ένας από αυτούς μάλιστα είχε πει στον πεινασμένο Κυρ-Μάνθο: Ο θάνατός σου – η ζωή μου! Το θέμα της πείνας βέβαια ο Ιωάννου το προσεγγίζει και με μια δόση χιούμορ καθώς μας περιγράφει ότι ο ίδιος συνήθιζε να παίρνει βαθιές ανάσες σκεπτόμενος ότι κάθε τέτοια ανάσα ισοδυναμούσε με μια χοιρινή μπριζόλα. Πικρό χιούμορ, που είναι όμως απαραίτητο για το συγγραφέα που αναγκάζεται να επιστρέψει σ’ εκείνα τα χρόνια που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ψυχή του.
Οι μνήμες από τη γερμανική κατοχή, όπως είναι φυσικό, διατρέχουν το έργο του Ιωάννου, ο οποίος συνηθίζει να επιστρέφει σ’ εκείνα τα χρόνια σε μια προσπάθεια να καταλάβει, να εκλογικεύσει και εν τέλει να αντιμετωπίσει όλα όσα πέρασε σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία, χωρίς ποτέ να μπορεί να αντιδράσει και να τερματίσει όλη αυτή την απάνθρωπη κατάσταση. Οι ξάγρυπνες νύχτες όπου άκουγε με τρόμο τα αλυχτίσματα των σκύλων, η πείνα που τον έφερνε αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο ενός πρόωρου θανάτου, οι εκτελέσεις των συμπατριωτών του και η αδυναμία των Ελλήνων να αντιδράσουν αποτελεσματικά, έχουν αφήσει στον Ιωάννου πόνο και αγανάκτηση για όσα συνέβησαν εκείνα τα χρόνια.

Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά (Modern Greek A Level)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Μνήμες από τη γερμανική κατοχή στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου

Εικόνες προσφυγιάς στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Η σημασία της Θεσσαλονίκης στα διηγήματα του Ιωάννου

Η αγάπη στα διηγήματα της συλλογής Η μόνη κληρονομιά του Ιωάννου

Αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο στα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς του Ιωάννου

Εικόνες απαισιοδοξίας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά»

Η θέση της γυναίκας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Ήρωες του περιθωρίου στα κείμενα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)

Η αγάπη στα διηγήματα της συλλογής Η μόνη κληρονομιά του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonid Afremov

Η αγάπη στα διηγήματα του Ιωάννου

Οι σχέσεις των ανθρώπων στα πεζογραφήματα του Ιωάννου επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό τόσο από τις ιστορικές συγκυρίες όσο και από τα αυστηρά ήθη της εποχής. Ο πόλεμος, η κατοχή και οι στερήσεις από τη μία, απομακρύνουν τους ανθρώπους, παραμερίζουν ως ένα βαθμό την αγάπη και θέτουν ως βασική προϋπόθεση για μια πετυχημένη συμβίωση τα χρήματα. Ενώ, από την άλλη, οι αυστηρές ηθικές αρχές της εποχής αναγκάζουν τους ανθρώπους να ζουν τον έρωτά τους κρυφά και να επιδιώκουν το γάμο με κάθε κόστος, μιας και μόνο μέσω του γάμου μπορούσε μια σχέση να αποκτήσει την απαιτούμενη νομιμότητα στα μάτια των υπολοίπων.
Με ιδιαίτερα σαφή τρόπο μας δείχνει ο πεζογράφος τις επιπτώσεις που είχαν τα δραματικά ιστορικά γεγονότα αλλά και οι αυστηρές ηθικές αρχές, στις σχέσεις των ανθρώπων, στο διήγημα «Το Βουγγάρι». Στο πεζογράφημα αυτό βλέπουμε ότι η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου αναγκάζει τον κεντρικό ήρωα του διηγήματος να καταταχτεί στο στρατό αφήνοντας την κοπέλα που έχει ερωτευτεί μόνη της. Αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος το ζευγάρι αυτό θα είχε παντρευτεί και θα είχαν πιθανότατα ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή. Ο πόλεμος όμως χωρίζει το ζευγάρι και οδηγεί την κοπέλα στην απελπισία καθώς έχει ήδη μείνει έγκυος προτού προλάβουν να παντρευτούν κι αυτό θεωρούνταν απαράδεκτο εκείνη την εποχή. Η κοπέλα επομένως αναγκάζεται να φύγει για την Αθήνα ώστε να γεννήσει εκεί το παιδί της κρυφά από την οικογένειά της, που δε θα δεχόταν ποτέ μια εγκυμοσύνη χωρίς να έχει γίνει πρώτα ο γάμος. Κι ενώ τελικά η κοπέλα κατορθώνει να εντοπίσει ξανά τον άντρα που αγαπά και να τον παντρευτεί, μένει τελικά πολύ σύντομα χήρα καθώς οι Γερμανοί τον εκτελούν για να τον τιμωρήσουν που συμμετείχε σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Στο ίδιο διήγημα, μάλιστα, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει ακόμη μια ερωτική ιστορία που είχε άδοξο τέλος, αυτή τη φορά για χάρη των χρημάτων. Ένας νεαρός κουρέας είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα της πόλης του, η οποία όμως προτιμά να παντρευτεί έναν ευκατάστατο Αμερικάνο που μόλις γνώρισε, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει μια πιο άνετη ζωή.
Μια πιο αισιόδοξη ιστορία αγάπης μας παρουσιάζει ο συγγραφέας στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ». Στο διήγημα αυτό η κόρη του μαραγκού παρόλο που δεν είναι όμορφη και δεν βρίσκεται πια στην πρώτη της νεότητα, ερωτεύεται ένα νεαρό που της έχει γνωρίσει ο αδερφός της. Ο νεαρός αυτός δεν είναι καθόλου εργατικός και δεν κατορθώνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συγγενών της κοπέλας, γι’ αυτό και τον απομακρύνουν. Εντούτοις, με την επιμονή του και χάρη στην αγάπη που έχει για εκείνον η κοπέλα, κατορθώνει να τους πείσει να τον δεχτούν ξανά και να του επιτρέψουν να την παντρευτεί. Στην ιστορία αυτή ο Ιωάννου μας παρουσιάζει με αρκετές δόσεις χιούμορ μια ενδιαφέρουσα περίπτωση κατά την οποία ο έρωτας υπερισχύει και παραμερίζει τόσο τις αντιρρήσεις των συγγενών, όσο και την οικονομική ανασφάλεια που συνοδεύει τον χασικλή γαμπρό.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί η εικόνα που μας παρουσιάζει ο Ιωάννου σ’ ένα ακόμη διήγημα, στο οποίο ο έρωτας και η αγάπη απουσιάζουν εντελώς, παρόλο που η ηρωίδα θα μπορούσε να έχει χτίσει μια ευτυχισμένη ζωή. Συγκεκριμένα, στο διήγημα «Η Ευτυχούλα», ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία μιας κοπέλας που είχε τις προϋποθέσεις να ζήσει μια καλή ζωή και γιατί όχι να δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια. Οι αυστηρές ηθικές αρχές όμως με τις οποίες μεγάλωσε η ηρωίδα του κειμένου, η αφοσίωση της στη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών της, αλλά και ο φόβος που είχε αποκτήσει με τα χρόνια απέναντι στον έρωτα, την εγκλωβίζουν και της στερούν την ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένη και να δικαιώσει τις προσδοκίες των γονιών της, που της είχαν δώσει το σημαδιακό όνομα, Ευτυχούλα.
Η αγάπη, ο έρωτας και κάθε είδους διαπροσωπική επαφή ήταν λογικό να συμπαρασύρεται από τις δύσκολες ιστορικές συνθήκες που για χρόνια ταλαιπώρησαν τη χώρα, οδηγώντας τους ανθρώπους να θέσουν άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους, όπως για παράδειγμα την οικονομική εξασφάλιση. Οι ήρωες των διηγημάτων του Ιωάννου αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις καταστρεπτικές συνέπειες των πολέμων αλλά και την καταπίεση που μπορεί να επιφέρει στη ζωή του ανθρώπου ένα αυστηρό σύστημα ηθικών αρχών.

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Salvador Dali

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ
Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου μας παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τη ζωή των ηρώων και με τον ίδιο τρόπο αναφέρεται και στο θάνατό τους. «Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη.» Όπως δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας δώσει τα ονόματά τους και να μας τους παρουσιάσει με μεγαλύτερη πληρότητα, έτσι και όταν φτάνει η στιγμή να μιλήσει για το τέλος τους, το κάνει με σύντομο τρόπο, χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και εκτενείς περιγραφές. Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει για το συγγραφέα ιδιαίτερος λόγος να αφιερώσει μεγάλο τμήμα της αφήγησής του σε αυτόν. Μας επιτρέπει παρ’ όλα αυτά να αντιληφθούμε τον καημό που επιφέρει ο χαμός της «αλαφροΐσκιωτης» αλλά και του «χτίστη», όταν μας μιλά για τη στενοχώρια που έχει ο μαραγκός και για το γεγονός ότι συνήθιζε μετά το θάνατό τους να πίνει και να τους θυμάται με μεγάλη συγκίνηση.

Ο θείος Βαγγέλης
Στο πεζογράφημα αυτό ο Ιωάννου μας δίνει μια διαφορετική εικόνα για το θάνατο. Αντί να βλέπουμε τη θλίψη και το θρήνο των γονιών για τον άδικο χαμό των παιδιών τους σ’ έναν μάταιο εμφύλιο πόλεμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την τυποποιημένη διαδικασία του ενταφιασμού που επιφύλασσε ο ελληνικός στρατός για τους νέους που πέθαιναν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο ήρωας του διηγήματος που έχει αναλάβει να διαβάζει τον επικήδειο λόγο κατά τη διάρκεια της κηδείας των στρατιωτών έχει τόσο πολύ συνηθίσει να παρευρίσκεται στις κηδείες αυτές που έχει πάψει πια να αισθάνεται συγκίνηση για τα παιδιά αυτά. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να διαβάζει τους επικήδειους λόγους για να διασκεδάσει τους συγγενείς του, την ώρα που όλοι μαζί περιμένουν την αλλαγή του χρόνου.
Μας δίνεται για μια στιγμή η εντύπωση ότι ο θάνατος τόσων ανθρώπων δε σημαίνει τίποτα για το θείο Βαγγέλη. Εντύπωση που, όμως, ανατρέπεται όταν πεθαίνει η γυναίκα του και τον βλέπουμε ξαφνικά να καταρρέει από τον πόνο. «Αυτός που είχε θάψει και θάψει ξένους, ένιωθε τώρα στο πετσί του το θάνατο. Λέξη δεν ήταν σε θέση να προφέρει.»

Η μόνη κληρονομιά
Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό που είναι από τα πιο προσωπικά της συλλογής αναφέρεται στο θάνατο των μελών της οικογένειάς του, ελέγχοντας τους θανάτους αυτούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αισθάνεται ότι ο πρόωρος θάνατος των παππούδων, των θείων αλλά και του πατέρα του, προδιαγράφουν έναν πρόωρο θάνατο και για τον ίδιο. Όπως μας λέει ο Ιωάννου «Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα.» Τώρα, όμως, που ο συγγραφέας έχει μεγαλώσει, αντικρίζει για πρώτη φορά όλους αυτούς τους θανάτους ως γεγονότα που τον αφορούν πολύ πιο άμεσα, μιας και αποτελούν μια σημαντική ένδειξη ότι κι ο ίδιος ενδέχεται να έχει μια παρόμοια πρόωρη κατάληξη.
Στο ίδιο πάντως, διήγημα, έχει ξεχωριστή σημασία η αναφορά στο θάνατο του πατέρα του. Τη στιγμή που ο Ιωάννου μιλά για το θάνατο ενός από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα και θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει περισσότερο συναισθηματικός και να εκφράσει τον πόνο που αισθάνεται, προτιμά να προσπεράσει με συντομία το γεγονός αυτό. «Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου.» Ο συγγραφέας αρνείται να μας μιλήσει για το θάνατο του πατέρα του και μας λέει μόνο «Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα.»

Ομίχλη
Στο κείμενο αυτό που η αφήγηση σε ορισμένα σημεία κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία ο συγγραφέας βλέπει και ακολουθεί πρόσωπα της ζωής του που έχουν πια πεθάνει. Τα ακολουθεί κι εύχεται να ήταν αλήθεια η παλιά δοξασία ότι κάποτε θα τους ξαναβρούμε όλους, αλλά δεν θέλει να περάσει μαζί τους την Πορτάρα. Ο συγγραφέας δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει τους νεκρούς της ζωής του στην άλλη πλευρά. Φυλάει αυτή τη σκέψη για την εποχή που θα βρεθεί κάποιο αγαπημένο πρόσωπο να του ζητήσει να περάσει στην πλευρά των πεθαμένων.

Ευτυχούλα
Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια τραυματική εμπειρία που μας γεμίζει με πόνο και θλίψη, αντιμετωπίζεται κάποτε με συγκράτηση και αξιοπρέπεια. «Κάποτε έσβησε μαλακά και την κήδεψαν μέσα σε ακριβό και σοβαρό φέρετρο, μα χωρίς πολλά κλάματα και στεφάνια.» Η Ευτυχούλα που έχει μάθει να ζει αξιοπρεπώς, χωρίς πολλές εντάσεις και συγκινήσεις, αντιμετωπίζει το θάνατο της μητέρας της με τρόπο μετρημένο και ήπιο. Όπως ακριβώς έχει μάθει να μετριάζει τον ενθουσιασμό της και να περιορίζει τη ζωή της, έτσι περιορίζει και τη θλίψη της.

Η σημασία της Θεσσαλονίκης στα διηγήματα του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sandi Baker

Η σημασία της Θεσσαλονίκης στα διηγήματα του Ιωάννου

Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως ο χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Ομίχλη

Όπως και στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, έτσι κι εδώ, η Θεσσαλονίκη αποτελεί το χώρο όπου διαδραματίζονται όσα μας αναφέρει ο συγγραφέας. Ο Ιωάννου έχει ταυτίσει τους περιπάτους του στην ομίχλη με το λιμάνι της πόλης, καθώς όπως μας λέει ο ίδιος «ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.» Η Θεσσαλονίκη σε αυτό το κείμενο, πάντως, πέραν από το γεγονός ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του συγγραφέα μιας και είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, γίνεται και κομμάτι της πλοκής του διηγήματος λαμβάνοντας μάλιστα συμβολικές διαστάσεις. Βλέπουμε δηλαδή τον Ιωάννου να αναφέρει την Πορτάρα σαν να είναι η πύλη που οδηγεί στο θάνατο, μια πύλη που δεν θέλει να την περάσει γιατί, όπως μας αναφέρει «Θαρρώ πώς μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.»

Στου Κεμάλ το σπίτι

Στο διήγημα αυτό η Θεσσαλονίκη αποτελεί όχι μόνο το χώρο που εκτυλίσσεται η ιστορία αλλά και το λόγο για τον οποίο μια μουσουλμάνα επιστρέφει ξανά και ξανά από την Τουρκία. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται το σπίτι που γεννήθηκε και γι’ αυτό την αισθάνεται κι εκείνη, όπως και ο Ιωάννου, σαν την ιδιαίτερη πατρίδα της. Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί, έτσι, με συγκίνηση ότι την πόλη αυτή την έχουν αγαπήσει σαν πατρίδα τους και οι μουσουλμάνοι που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1923.

Τα σκυλιά του Σέιχ – σου

Ο Ιωάννου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη γι’ αυτό και οι αναμνήσεις από την παιδική και εφηβική του ηλικία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πόλη αυτή. Στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας με αφορμή τους ήχους της σύγχρονής Θεσσαλονίκης κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν και θυμάται τους ήχους που κυριαρχούσαν στην πόλη του κατά καιρούς. Η Θεσσαλονίκη, επομένως, γίνεται το έναυσμα για να μας αφηγηθεί αυτή την ιστορία ο Ιωάννου.

Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nicolas Martin 

Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ

Η πρώτη εικόνα μοναξιάς που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα έχει να κάνει με τον μαραγκό, ο οποίος μετά το θάνατο της γυναίκας του και του μπατζανάκη του, κυκλοφορεί μεθυσμένος και αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές που περνούσαν οι δύο οικογένειες μαζί. Ο μαραγκός αισθάνεται πολύ έντονα την απώλεια της γυναίκας που αγαπούσε και του φίλου του και στρέφεται στο αλκοόλ για να ξεχάσει και να βρει παρηγοριά. «Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας στερεότυπα..... Την είχε αγαπήσει πολύ τη μακαρίτισσα κι ας ήταν κομμάτι αγαθιάρα. Του έλειπε πολύ κι ο μπατζανάκη του.... θυμόταν το γυρισμό στο σπίτι με τον μπατζανάκη του και τις γυναίκες τους... και τα μάτια του βούρκωναν.»
· Το δεύτερο σημείο που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως έκφραση μοναξιάς σε αυτό το διήγημα είναι η εποχή όπου τα αγόρια των δύο οικογενειών έχουν φύγει για τη Γερμανία και στο σπίτι έχουν μείνει μόνο ο μαραγκός, η κουνιάδα του και η κόρη της. Στο σπίτι που κάποτε υπήρχαν πολλά άτομα και ήταν γεμάτο ζωή, τώρα μόλις τρία πρόσωπα περιφέρονται, δημιουργώντας εντονότερη την εικόνα της ερήμωσης που προκαλεί η μετανάστευση. «Μονάχα ο μαραγκός με τις σαράντα ομολογίες του, η κουνιάδα του και η κόρη της, μεγαλοκοπέλα πια και παχύσαρκη, αναδεύαν στα ανώγια, στα κατώγια και στις αυλές.»

Ο θείος Βαγγέλης

Στο διήγημα αυτό παρουσιάζεται μια ιδιότυπη εικόνα μοναξιάς που έχει να κάνει με τους νεκρούς στρατιώτες, οι οποίοι ενταφιάζονται χωρίς να είναι κοντά τους κανένας από τους δικούς τους ανθρώπους. «Συνήθως τους έθαβαν έρμους και μοναχούς στο ξένο χώμα.»

Η μόνη κληρονομιά

Ο Ιωάννου σε αυτό το κείμενο αναφέρεται αφενός στο ότι δεν πρόκειται να κληροδοτήσει σε κανέναν το όνομά του και αφετέρου στο ότι δεν έχει περιουσιακά στοιχεία αλλά ούτε και κληρονόμους. Οι σκέψεις αυτές του συγγραφέα δείχνουν ότι αισθάνεται μόνος του γιατί δεν έχει δημιουργήσει οικογένεια και δεν έχει αποκτήσει παιδιά. «Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω.» «Κι εγώ, φυσικά, τίποτα δε θα κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα;»

Τα σκυλιά του Σέιχ – σού

Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου ακούει τους διάφορους ήχους που ακούγονται τη νύχτα από το δρόμο και θυμάται περασμένες εποχές και τους αντίστοιχους ήχους που άκουγε τότε από το παράθυρό του. Οι αναμνήσεις από την εποχή που ήταν μικρότερος και ζούσε με την οικογένειά του έρχονται σε έντονη αντίθεση με το παρόν του συγγραφέα που είναι πια μόνος του και δεν έχει κανέναν για να μοιραστεί τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Τη μοναξιά του αυτή ο Ιωάννου την εκφράζει με ξεκάθαρο τρόπο όταν περιγράφει τις στιγμές που σηκώνεται από το κρεβάτι για να πάει να μιλήσει σε κάποιον δικό του και συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος μέσα στο σπίτι του. «Ξεχνιέμαι καμιά φορά και σηκώνομαι να πάω σε άλλο κρεβάτι να σιγομιλήσω για τις φωνές με κανέναν δικό μου. Μα, μόλις τρίξει το χερούλι της άλλης πόρτας και νιώσω το άδειο δωμάτιο, συνέρχομαι και τρέχω στο γιατάκι μου.»

Ομίχλη

Το πεζογράφημα «Ομίχλη» αποτελεί συνολικά ένα κείμενο μοναξιάς, καθώς ο συγγραφέας μας περιγράφει μια αγαπημένη του μοναχική ασχολία. Του αρέσει να περπατά μόνος του και να χάνεται μέσα στην ομίχλη και τις σκέψεις του. Ακόμη κι όταν επιχειρεί να βρει τους φίλους του, στην ταβέρνα που συνήθιζαν να μαζεύονται, δεν είναι κανένας εκεί και ο Ιωάννου κάθεται και περιμένει μάταια. «Κι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Κι όταν δεν ήταν εκεί – και δεν ήταν ποτέ εκεί – καθόμουν ώρες και καρτερούσα.»

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...