Εικόνες προσφυγιάς στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Εικόνες προσφυγιάς στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Εικόνες προσφυγιάς στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου

Ο Γιώργος Ιωάννου λόγω της καταγωγής του από την Ανατολική Θράκη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα του εξαναγκαστικού εκπατρισμού των ανθρώπων και του πόνου που αυτός προκαλεί. Οι παππούδες του είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και ο συγγραφέας μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για την ομορφιά της χαμένης πατρίδας. Όπως είναι επόμενο στα κείμενά του υπάρχουν συχνές αναφορές για τους πρόσφυγες τους οποίους ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με σεβασμό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Ο ίδιος ο Ιωάννου δεν έχει υπάρξει ουσιαστικά πρόσφυγας με εξαίρεση μόνο μια εσωτερική μετακίνηση την περίοδο του πολέμου όταν αναγκάστηκε να αφήσει τη βομβαρδιζόμενη Θεσσαλονίκη και να ζητήσει καταφύγιο αρχικά στη Χαλκιδική και ύστερα στην Αθήνα.
Η πρώτη και βασικότερη επαφή του συγγραφέα με την προσφυγιά οφείλεται στους γονείς του, οι οποίοι μαζί με τους παππούδες του είχαν αναγκαστεί να φύγουν από την Ανατολική Θράκη. Τις περιπέτειες των προσφύγων παππούδων του ο Ιωάννου μας τις παρουσιάζει στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά», όπου μαθαίνουμε ότι είχαν φύγει από την πατρίδα τους πολύ πριν το μεγάλο κύμα προσφύγων που ακολούθησε την καταστροφή της Σμύρνης. Ο ένας παππούς του Ιωάννου είχε σκοτώσει έναν Τούρκο που γυρόφερνε τη γυναίκα του, τη γιαγιά του συγγραφέα δηλαδή, ίσως λίγο πριν τους Βαλκανικούς κι ο άλλος είχε φύγει εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν οι Τούρκοι το 1913 στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης μετά τις απώλειες που υπέστησαν από τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι παππούδες του αντιμετώπισαν πάρα πολλές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να εγκατασταθούν στο ελληνικό έδαφος και ο πόνος για την απώλεια της πατρίδας τους, τους συνόδευε αναλλοίωτος μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η αναφορά του συγγραφέα στη μητέρα της μητέρας του, η οποία αμέσως μετά την εγκατάσταση των παιδιών της στη Θεσσαλονίκη και αφού είχε χάσει τον άντρα της, επέστρεψε με τα πόδια στην Ανατολική Θράκη, πήγε στο σπίτι της και άρχισε να κάνει όλες τις ετοιμασίες και τις αγροτικές εργασίες που έκανε όσα χρόνια ζούσε εκεί. Η καταστροφή της Σμύρνης, όμως, και η βίαιη εμφάνιση των Τούρκων την ανάγκασαν για μία ακόμη φορά να εγκαταλείψει το σπίτι και την πατρίδα της, κρατώντας στην καρδιά της μέχρι που πέθανε τον πόνο του ξεριζωμού. Όταν γεννήθηκε ο Ιωάννου οι δικοί του είχαν πια προ πολλού εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, οπότε οι μόνες αναφορές που γίνονταν για τη χαμένη πατρίδα, γίνονταν από τις γιαγιάδες του όταν τις έπιανε έντονη νοσταλγία. Ο συγγραφέας μας ομολογεί ότι τότε θεωρούσε υπερβολικούς τους επαίνους των γιαγιάδων του για την Ανατολική Θράκη, αλλά στην πορεία άρχισε να κατανοεί τη θλίψη που είχαν και το πόσα πράγματα έχασαν όταν έφυγαν από την πατρίδα τους.
Με το θέμα της προσφυγιάς ο Ιωάννου ασχολείται επίσης και στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» όπου μας παρουσιάζει την ιστορία κάποιων συγγενών του, που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, μετά την καταστροφή του 1922. Εκείνη την περίοδο το κράτος για να βοηθήσει τους πρόσφυγες τους έδινε τουρκικά κτήματα, με προτεραιότητα όμως στους παντρεμένους. Με την προοπτική επομένως να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης και να αποκατασταθούν σχηματίστηκαν δύο ζευγάρια νεαρής ηλικίας που παντρεύτηκαν μάλιστα την ίδια μέρα. Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου παρακολουθεί στα βασικά της σημεία την πορεία αυτών των δύο ζευγαριών που ως πρόσφυγες απέκτησαν το δικό τους κομμάτι γης, ψηλά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης, έκτισαν το σπίτι τους και απέκτησαν πολλά παιδιά. Οι δυσκολίες που σημάδεψαν τη ζωή τους, οι συχνοί θάνατοι που αποδεκάτισαν τις δύο οικογένειες και άφησαν τα δύο ζευγάρια λειψά, η φτώχεια και ο πόνος των ανθρώπων που μεγαλώνουν χωρίς το σύντροφό τους, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιστορία τους. Το ενδιαφέρον όμως του συγγραφέα δεν περιορίζεται στην προσφυγιά των γονιών, προχωρά και φτάνει ως την ενηλικίωση των παιδιών που τελικά ήρθαν αντιμέτωπα με μια αδιέξοδη κατάσταση στη χώρα και αναγκάστηκαν να φύγουν μετανάστες στη Γερμανία. Όπως οι γονείς τους εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, έτσι και τα παιδιά αυτά ζώντας σε μια χώρα που δεν έχει να προσφέρει δουλειές και όπου τα χρήματα του κράτους πηγαίνουν στις τσέπες των διεφθαρμένων κρατικών υπαλλήλων, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μια ιδιάζουσα μορφή προσφυγιάς, τη μετανάστευση.
Μια από τις ωραιότερες ιστορίες για την προσφυγιά, πάντως, μας χαρίζει ο Ιωάννου στο διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι», όπου η βασική ηρωίδα δεν ειναι Ελληνίδα, αλλά μια Τουρκάλα. Μια γυναίκα με αρχοντική ομορφιά επισκέπτεται το σπίτι του συγγραφέα, γεύεται το νερό που της προσφέρουν, κοιτάζει με συγκίνηση το σπίτι και προφέρει χαμηλόφωνα διάφορα ονόματα. Μια ιεροτελεστία που μοιάζει παράδοξη, αλλά δύο χρόνια μετά, στην επόμενη επίσκεψή της αποκαλύπτεται, τόσο η καταγωγή της, όσο και το ενδιαφέρον που δείχνει για το σπίτι του συγγραφέα. Επρόκειτο για μια Τουρκάλα που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Οι γονείς του Ιωάννου αρχικά ταράζονται από το γεγονός ότι μια Τουρκάλα έρχεται στο σπίτι τους αλλά αμέσως συνειδητοποιούν τον πόνο που προφανώς αισθάνεται και τη συμπονούν, μιας και οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει να εγκαταλείπεις το σπίτι και την πατρίδα σου. Στο κλείσιμο μάλιστα του διηγήματος ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι η Τουρκάλα αυτή ήταν η κόρη ενός μπέη και πως όταν είχε έρθει η στιγμή να φύγει από τη Θεσσαλονίκη έκλαιγε απαρηγόρητη και φιλούσε το κατώφλι του σπιτιού. Η αναφορά του Ιωάννου στην ιστορία της Τουρκάλας είναι σημαντική καθώς αποτελεί μία από τις λίγες φορές που στη λογοτεχνία μας αποτυπώνεται με τόση ευαισθησία ο πόνος της προσφυγιάς, όχι μόνο από την πλευρά των Ελλήνων αλλά και από την πλευρά των Τούρκων που πέρασαν κι εκείνοι το δράμα του ξεριζωμού. Άλλωστε, αν αφήσουμε κατά μέρος τις διαφορές των δύο κρατών, οι δύο λαοί έχουν δοκιμαστεί πολλές φορές από κοινού και ο πόνος της προσφυγιάς και της απώλειας είναι ίδιος και για τους Έλληνες και για τους Τούρκους.
Όπως είναι λογικό ο Ιωάννου, παιδί προσφύγων, είχε μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για τη χαμένη πατρίδα και έζησε σε μια πόλη όπου είχαν συρρεύσει χιλιάδες προσφύγων, χωρίς όμως ο ίδιος να έχει ζήσει κάτι αντίστοιχο. Η μοναδική φορά που ο συγγραφέας ένιωσε τον πόνο της εξαναγκαστικής απομάκρυνσης ήταν όταν ξεκίνησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και οι Ιταλοί άρχισαν να βομβαρδίζουν τη Θεσσαλονίκη. Τότε οι δικοί του έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη και πήγαν πρώτα στη Χαλκιδική κι έπειτα στην Αθήνα. Όταν, μάλιστα, ήταν στη Χαλκιδική πληροφορήθηκαν ότι το σπίτι τους είχε καταστραφεί από μια βόμβα. Η είδηση αυτή είχε συγκλονίσει τον Ιωάννου καθώς χωρίς το σπίτι του ένιωθε πια ξεριζωμένος. Την ιστορία αυτή μας την παρουσιάζει ο συγγραφέας στο διήγημα «Η αποζημίωση», όπου με ιδιαίτερη παραστατικότητα μας περιγράφει τη βιαστική φυγή της οικογένειάς του από τη Θεσσαλονίκη και το πόσο ένιωθε σαν πρόσφυγας καθώς περπατούσαν με τα λίγα υπάρχοντα που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας από το σπίτι τους.
Εικόνες προσφυγιάς, πόνος, νοσταλγία και μια αγάπη για την πατρίδα που δε σβήνει με το πέρασμα των χρόνων, είναι μερικά από τα συστατικά που συνθέτουν τα διηγήματα του Ιωάννου. Ο συγγραφέας λειτουργεί ως ευαίσθητος ακροατής όλων αυτών των ιστοριών που χρόνια μετά τις μεταφέρει στα γραπτά του φροντίζοντας να αποδώσει με δίκαιο τρόπο την αμοιβαιότητα του πόνου τόσο στους Έλληνες όσο και στους Τούρκους, καθώς η ανταλλαγή πληθυσμών που επιβλήθηκε στις δύο χώρες, «πλούτισε» εξίσου και τους δύο λαούς με το αίσθημα του ξεριζωμού και της νοσταλγίας για τη μητέρα πατρίδα.

Δείτε επίσης:

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...