Tom Lacoste
Γιάννης Βούλτος, Ποίηση
Ερωμένη
Κάθε βράδυ
Στο κρεβάτι του
Άλλαζε ερωμένη
Κάθε πρωί
Όταν ξύπναγε
Έβλεπε δίπλα του
Την ίδια γυναίκα
Κι όταν σηκωνόταν
Και κοιταζόταν
Στον καθρέφτη
Δεν έβλεπε κανέναν
Η διαρκής εναλλαγή ερωτικών συντρόφων
και το τίμημα που έχει αυτή η τακτική στην ψυχή ενός ανθρώπου, προσεγγίζεται
εδώ με τρόπο ευσύνοπτο, και γι’ αυτό ιδιαίτερα αποτελεσματικό.
Η συνεχής αναζήτηση νέων ερωτικών
συγκινήσεων με διαφορετικούς κάθε φορά συντρόφους -που προκύπτει ως ένα βαθμό
απ’ την αδυναμία του ατόμου να συνάψει σταθερούς δεσμούς ερωτικής οικειότητας
και συντροφικότητας-, καταλήγει αναπόφευκτα σ’ έναν κορεσμό που ματαιώνει την
όποια επιδιωκόμενη απόλαυση.
Οι διαφορετικές ερωμένες που καταλήγουν
να είναι η ίδια γυναίκα υποδηλώνουν ακριβώς το μάταιο της εναλλαγής. Το άτομο
δεν έχει να κερδίσει σε επίπεδο ερωτικής ικανοποίησης με το να περνά από
ερωμένη σε ερωμένη. Αντιθέτως, χάνει τη βαθύτερη εκείνη απόλαυση του έρωτα που
προκύπτει μέσα από την ουσιαστικότερη γνωριμία και την ανάπτυξη ισχυρών
συναισθημάτων έλξης, έρωτα και αγάπης.
Η ερωτική πράξη χωρίς το υπόβαθρο των
ερωτικών συναισθημάτων συνιστά μια ανούσια εκτόνωση, η οποία σύντομα φανερώνει
την αδυναμία της να συνεισφέρει στην εσωτερική πλήρωση του ατόμου. Η
επιζητούμενη κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών του ανθρώπου δεν μπορεί να
προέλθει μέσα από ανώφελες ερωτικές συνευρέσεις, καθώς αυτές δεν εμπεριέχουν το
αναγκαίο στοιχείο της ψυχικής επικοινωνίας, της οικειότητας, και πολύ
περισσότερο την αίσθηση της προοπτικής για μια διαρκέστερη και ισχυρότερη
συναισθηματική σύνδεση.
Έτσι, εκείνος που προχωρά σε συνεχείς
εναλλαγές ερωτικών συντρόφων συνειδητοποιεί αίφνης πως όχι μόνο δεν έχει
αποκτήσει κάποιου είδους εσωτερική ευτυχία και ικανοποίηση, αλλά στην
πραγματικότητα έχει φθαρεί ψυχολογικά απ’ την παρατεταμένη έλλειψη μιας ουσιαστικής
συναισθηματικής επικοινωνίας και πνευματικής επαφής που μόνο μια σταθερή σχέση
θα μπορούσε να του προσφέρει.
Με την επιδίωξη της εφήμερης απόλαυσης
το άτομο χάνει σιγά – σιγά τον εαυτό του, χάνει πολύτιμα κομμάτια του
εσωτερικού του κόσμου, που τα προσέφερε μάταια σε περαστικές ερωμένες. Κι ενώ
θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη και ουσιαστική σχέση μ’ έναν
άλλον άνθρωπο, καταλήγει να μην μπορεί να αναγνωρίσει ούτε τον ίδιο του τον
εαυτό.
Η απουσία προσώπου στον καθρέφτη, η
αδυναμία να δει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό, υποδηλώνουν την ψυχική εξάντληση
και την κενότητα που προκύπτει από τη συνεχή αποφυγή δημιουργίας
συναισθηματικών και ψυχικών δεσμών με άλλους ανθρώπους. Η απώλεια του εαυτού,
είναι εν τέλει το γέννημα της απροθυμίας του ανθρώπου να συνδεθεί βαθύτερα με
άλλους ανθρώπους∙ είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς συναισθηματικής
αποστασιοποίησης.
ΕΣΩΚΛΕΙΣΤΟΙ
Τίποτα
Δεν μπορεί
Να γραφτεί
Το μολύβι
Όταν αγγίζει
Το χαρτί
Δεν αφήνει ίχνος
Γιατί το χαρτί
Είναι στον αέρα
Στον αέρα
Που δεν εξέρχεται
Γιατί είμαστε
Ερμητικά
Εσώκλειστοι
Η ποιητική πράξη, η δημιουργία αληθινής
ποίησης που θα έχει πραγματικά τη δυνατότητα να μεταδώσει κάτι απ’ την υπόσταση
του δημιουργού, και άρα να επηρεάσει τον αναγνώστη, καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη.
Οι άνθρωποι παραμένουν πεισματικά «εσώκλειστοι», παραμένουν απρόθυμοι να
μοιραστούν τις αλήθειες της ψυχής τους -όπως ζητά η ποιητική γραφή-, φοβούμενοι
πως ίσως η προσφορά τους αυτή μείνει χωρίς ανταπόκριση ή δεν εκτιμηθεί σωστά.
Ο δημιουργός είναι απρόθυμος να
προχωρήσει στο επώδυνο εκείνο ξεγύμνωμα της ψυχής του, που απαιτείται για την
άρθρωση λόγου ικανού να διασωθεί στο πέρασμα των χρόνων. Μα, και ο αναγνώστης
απ’ τη μεριά του, δεν είναι πρόθυμος να αποδεχτεί πλήρως την αλήθεια για τον
εαυτό του, ώστε να είναι σε θέση να ταυτιστεί με όσα ειλικρινώς του
προσφέρονται, και άρα να αναγνωρίσει την αξία τους.
Το μολύβι, επομένως, δεν αφήνει ίχνος
στο χαρτί, γιατί όσα γράφονται είναι κενά περιεχομένου, είναι ανώδυνες
γενικότητες ή ανούσιες κοινοτοπίες, χωρίς καμία πρόθεση καίριας αποκάλυψης όσων
μοναδικών διαδραματίζονται στην ψυχή του ποιητή. Ο δημιουργός διστάζει να
μιλήσει κι ο αναγνώστης δεν είναι πάντοτε έτοιμος να δεχτεί∙ έτσι, η ποιητική
επικοινωνία ακυρώνεται, συχνά προτού καν επιχειρηθεί.
ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ
Κάθε πρωί
Κάνει έναν ιδιότροπο περίπατο
Στην προκυμαία
Έχει τη συνήθεια
Μαζί με τα κοχύλια
Να μαζεύει
Και τα συντρίμμια
Απ’ τα ναυάγια
Και στο σπίτι
Κάθε βράδυ
Να τα συναρμόζει
Στην ψυχή του
Αίτημα της ποιητικής δημιουργίας είναι
όχι μόνο η πρόθεση του ποιητή να διερευνήσει τη δική του ψυχή, τις δικές του
εσωτερικές πληγές ή δυνάμεις, αλλά να καταστεί αποδέκτης κι εκείνων των πληγών
που δεν είναι δικές του. Τα συντρίμμια από τα ναυάγια που συλλέγει το ποιητικό
υποκείμενο είναι οι ιστορίες άλλων ανθρώπων, είναι οι καημοί και οι αποτυχίες
συνανθρώπων και άρα συνοδοιπόρων. Ο ποιητής καλείται, λοιπόν, να έρθει σ’ επαφή
και να εσωτερικεύσει τις αγωνίες και τη θλίψη των ανθρώπων της εποχής του. Καλείται
να εντάξει στη δική του ψυχή -στην πηγή απ’ όπου με πόνο κάποτε αντλεί το υλικό
της ποίησής του-, ό,τι πικραίνει κι ό,τι πονά, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους
συνανθρώπους του είτε τους γνωρίζει, και άρα έχει μια εύλογη συναισθηματική
εμπλοκή με τα προβλήματά τους, είτε όχι.
Ο ποιητής είναι γέννημα και εκφραστής
της εποχής του, κι αυτό σημαίνει πως πρέπει να είναι πρόθυμος να διευρύνει την
ψυχή του, όχι τόσο για να δεχτεί τη χαρά και τον ενθουσιασμό των άλλων, αλλά
πολύ περισσότερο για να νιώσει βαθιά μέσα του τον πόνο τους, ώστε να μπορέσει
έτσι να εκφράσει με το λόγο του και τους δικούς τους καημούς.
ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ
Καθώς κλεισμένος μες την κάμαρα
Πολεμάω ν’ αρθρώσω λέξεις στο χαρτί
Οι τοίχοι αρχίζουν να γαβγίζουν
Δείχνοντας δόντια κοφτερά θανατηφόρα
Τότε κι εγώ για να σωθώ
Ποιήματα νεογέννητα τους ρίχνω
Και τους ταΐζω
Το ποιητικό υποκείμενο, που εκφράζεται
εδώ σε πρώτο πρόσωπο, αποκαλύπτει μια ακόμη πτυχή της αγωνίας που βιώνεται από
τους πνευματικούς δημιουργούς. Ο χρόνος που τόσο αφειδώς δαπανάται στην
προσπάθεια να αρθρωθεί ο τόσο δυσεπίτευκτος ποιητικός λόγος∙ ο χρόνος της
μόνωσης και της απόσυρσης από την κοινωνική επαφή και την ενεργή βίωση της
ζωής, μοιάζει κάποτε να είναι χρόνος -απόλυτα πολύτιμος και αναντικατάστατος-
που φεύγει ανώφελα, στερώντας παρά προσφέροντας στον ίδιο τον δημιουργό. Μια
αγωνία εύλογη που φέρνει αντιμέτωπο τον ποιητή με το βαθύτερο ερώτημα, αν
πράγματι αξίζει αυτό το ξόδεμα της ζωής και της ψυχής του, αν πράγματι
δικαιώνεται η επιλογή του να κλειστεί μέσα στην κάμαρα μακριά από ό,τι θα
μπορούσε να συνιστά μια πιο ουσιαστική και ευδαιμονική απόλαυση της ζωής.
Οι τοίχοι με τα θανατηφόρα δόντια που
γαβγίζουν είναι ακριβώς η έκφραση της ανησυχίας του ποιητή πως σπαταλά τη ζωή
του, πως στερείται άλλων προσφορότερων και γονιμότερων ενασχολήσεων∙ ανησυχία
που του δημιουργεί την ανάγκη να επιδείξει κάποιο αποτέλεσμα, κάποιο ποιητικό
προϊόν ως αντιστάθμισμα για τις χαμένες ώρες και τη χαμένη ζωή. Η απάντηση,
επομένως, στη φονική απαίτηση των τοίχων, που αποτελούν τον χώρο του
αυτοπεριορισμού του, είναι τα νεογέννητα ποιήματα που τους ρίχνει και τους ταΐζει,
για να γλιτώσει έτσι απ’ την ανελέητη καταδίωξή τους, απ’ την επώδυνη
υπενθύμιση πως απέχει απ’ την ίδια του τη ζωή.
Μέρος της αξίας που ενέχει η ποίηση,
άλλωστε, είναι πως γεννιέται όχι μόνο μέσα από τη διάθεση του δημιουργού να
φέρει στην επιφάνεια εσώτατες πτυχές της ψυχής του, αλλά και από την αναγκαία
προϋπόθεση να θυσιάσει στην τέχνη του κομμάτια απ’ την ίδια του τη ζωή.
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ
Άρχισε να καίει
Όλα του τα χειρόγραφα
Ένα προς ένα
Τελετουργικά
Τα ’ριχνε στο τζάκι
Ώσπου ξαφνικά
Ο καπνός
Του καμένου χαρτιού
Δεν έφευγε
Από την καμινάδα
Ερχόταν στο δωμάτιο
Μαύρος
Παίρνοντας το σχήμα
Ενός τεράστιου φιδιού
Που άρχισε να τον τυλίγει
Και να τον σφίγγει
Και να τον πνίγει
Όπως θυμόταν
Μόλις συνέφερε
Πάνω από τα χειρόγραφα
Ο Γιάννης Βούλτος διερευνώντας τη σχέση
του ποιητή με την τέχνη του περνά με τρόπο ειλικρινή απ’ όλες τις πλευρές αυτής
της ιδιότυπης σύνδεσης. Η ανάγκη του ποιητή να δώσει μέσα από τους στίχους του
αλήθειες της ψυχής του∙ το γεγονός πως πρέπει να λειτουργήσει ως εκφραστής της
εποχής του και άρα πρέπει να συναισθανθεί τους πόνους και τις αγωνίες των
ανθρώπων γύρω του∙ η ανησυχία πως θυσιάζει την ίδια του τη ζωή στο βωμό
της ποίησης, χωρίς να είναι βέβαιος πώς το αποτέλεσμα θα αποτελέσει επαρκή
δικαίωση αυτής της θυσίας, συνιστούν κάποιες απ’ τις πτυχές αυτής της
απαιτητικής και συχνά ψυχοφθόρας διαδικασίας που οδηγεί στην έκφραση ποιητικού
λόγου.
Ο ποιητής, μάλιστα, δε διστάζει να
φανερώσει και την απογοήτευση στην οποία φτάνει κάποτε ένας δημιουργός∙ απογοήτευση
που τον ωθεί να στραφεί ενάντια στο ίδιο του το έργο, για το οποίο έχει ήδη
πληρώσει υψηλό τίμημα. Κι είναι εν τέλει αυτή η προσπάθεια απόρριψης του έργου
του, αυτή η προσπάθεια καταστροφής όσων έχει γράψει που του αποκαλύπτουν με τον
πλέον δραστικό τρόπο πως έχει συνδέσει σε τέτοιο σημείο τη ζωή του με τα
ποιητικά του έργα, ώστε πια ο μεταξύ τους δεσμός είναι ακατάλυτος.
Είναι τόσες οι ώρες που έχει περάσει
γράφοντας, είναι τόσος ο καιρός που η σκέψη του κινείται γύρω απ’ το ποιητικό
του έργο, ώστε τα χειρόγραφα αυτά συνιστούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής
του, αποτελούν πολύτιμο μέρος αυτής. Ο ποιητής, επομένως, ακόμη κι αν κατά
διαστήματα κουράζεται απ’ τη διαρκή ενασχόληση με την τέχνη του, ακόμη κι αν
απογοητεύεται μη βλέποντας κάποια δικαίωση των κόπων του∙ από ένα σημείο και
μετά δεν μπορεί να υπάρξει πέρα απ’ την ποίησή του, δεν μπορεί πια να
διαχωριστεί από αυτή, χωρίς να θυσιάσει ένα κομμάτι της ταυτότητάς τους, χωρίς
να απειλήσει την ακεραιότητά της υπόστασής του.
[Τα ποιήματα έχουν αντληθεί από την
ποιητική συλλογή του Γιάννη Βούλτου "Μαρτυρία" (2014)]