Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἔχω / ἔχομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἔχω / ἔχομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χω / χομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χω, χεις, χει, χομεν, χετε, χουσι(ν)
Υποτακτική
χω, χς, χ, χωμεν, χητε, χωσι(ν)
Ευκτική
χοιμι, χοις, χοι, χοιμεν, χοιτε, χοιεν
Προστακτική
---, χε, χέτω, ---, χετε, χόντων (ή χέτωσαν)
Απαρέμφατο
χειν
Μετοχή
χων, χουσα, χον
 
Παρατατικός
Οριστική
εχον, εχες, εχε, εχομεν, εχετε, εχον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ξω, ξεις, ξει, ξομεν, ξετε, ξουσι(ν)
ή σχήσω, σχήσεις, σχήσει, σχήσομεν, σχήσετε, σχήσουσι(ν)
Ευκτική
ξοιμι, ξοις, ξοι, ξοιμεν, ξοιτε, ξοιεν
ή σχήσοιμι, σχήσοις, σχήσοι, σχήσοιμεν, σχήσοιτε, σχήσοιεν
Απαρέμφατο
ξειν
ή σχήσειν
Μετοχή
ξων, ξουσα, ξον
ή σχήσων, σχήσουσα, σχσον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
σχον, σχες, σχε(ν), σχομεν, σχετε, σχον
Υποτακτική
σχ, σχς, σχ, σχμεν, σχτε, σχσι(ν)
Ευκτική
σχοίην, σχοίης, σχοίη, σχομεν, σχοτε, σχοεν
Προστακτική
---, σχές, σχέτω, ---, σχέτε, σχόντων (ή σχέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχεν
Μετοχή
σχν, σχοσα, σχόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχηκα, σχηκας, σχηκε, σχήκαμεν, σχήκατε, σχήκασι(ν)
 
Υποτακτική
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός ς
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα μεν
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα τε
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα σι
 
Ευκτική
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός εην
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός εης
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός εη
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα εημεν (εμεν)
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα εητε (ετε)
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός σθι
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός στω
---
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα στε
σχηκότες- σχηκυαι- σχηκότα στων
 
Απαρέμφατο
σχηκέναι
Μετοχή
σχηκώς- σχηκυα- σχηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σχήκειν, σχήκεις, σχήκει, σχήκεμεν, σχήκετε, σχήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χομαι, χ/χει, χεται, χόμεθα, χεσθε, χονται
Υποτακτική
χωμαι, χ, χηται, χώμεθα, χησθε, χωνται
Ευκτική
χοίμην, χοιο, χοιτο, χοίμεθα, χοισθε, χοιντο
Προστακτική
---, χου, χέσθω, ---, χεσθε, χέσθων ή χέσθωσαν
Απαρέμφατο
χεσθαι
Μετοχή
χόμενος
χομένη
χόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
εχόμην, εχου, εχετο, εχόμεθα, εχεσθε, εχοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ξομαι, ξ/ξει, ξεται, ξόμεθα, ξεσθε, ξονται
ή σχήσομαι, σχήσ/σχήσει, σχήσεται, σχησόμεθα, σχήσεσθε, σχήσονται
Ευκτική
ξοίμην, ξοιο, ξοιτο, ξοίμεθα, ξοισθε, ξοιντο
ή σχησοίμην, σχήσοιο, σχήσοιτο, σχησοίμεθα, σχήσοισθε, σχήσοιντο
Απαρέμφατο
ξεσθαι / σχήσεσθαι
Μετοχή
ξόμενος, ξομένη, ξόμενον
ή σχησόμενος, σχησομένη, σχησόμενον
  
Αόριστος Β΄
Οριστική
σχόμην, σχου, σχετο, σχόμεθα, σχεσθε, σχοντο
Υποτακτική
σχμαι, σχ, σχται, σχμεθα, σχσθε, σχνται
Ευκτική
σχοίμην, σχοο, σχοτο, σχοίμεθα, σχοσθε, σχοντο
Προστακτική
---, σχο, σχέσθω, ----, σχέσθε, σχέσθων ή σχέσθωσαν
Απαρέμφατο
σχέσθαι
Μετοχή
σχόμενος, σχομένη, σχόμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχημαι, σχησαι, σχηται, σχήμεθα, σχησθε, σχηνται
 
Υποτακτική
σχημένος- σχημένη-σχημένον
σχημένος- σχημένη-σχημένον ς
σχημένος- σχημένη-σχημένον
σχημένοι- σχημέναι-σχημένα μεν
σχημένοι- σχημέναι-σχημένα τε
σχημένοι- σχημέναι-σχημένα σι
 
Ευκτική
σχημένος- σχημένη-σχημένον εην
σχημένος- σχημένη-σχημένον εης
σχημένος- σχημένη-σχημένον εη
σχημένοι- σχημέναι-σχημένα εημεν (εμεν)
σχημένοι- σχημέναι-σχημένα εητε (ετε)
σχημένοι- σχημέναι-σχημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σχησο, σχήσθω, --- σχησθε, σχήσθων ή σχήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
σχσθαι
Μετοχή
σχημένος,
σχημένη,
σχημένον
 
Υπερσυντέλικος
σχήμην, σχησο, σχητο, σχήμεθα, σχησθε, σχηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...