Studio Grafiikka
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἔχω / ἔχομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἔχω, ἔχεις, ἔχει, ἔχομεν, ἔχετε, ἔχουσι(ν)
Υποτακτική
ἔχω, ἔχῃς, ἔχῃ, ἔχωμεν, ἔχητε, ἔχωσι(ν)
Ευκτική
ἔχοιμι, ἔχοις, ἔχοι, ἔχοιμεν, ἔχοιτε, ἔχοιεν
Προστακτική
---, ἔχε, ἐχέτω, ---, ἔχετε, ἐχόντων (ή ἐχέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἔχειν
Μετοχή
ἔχων, ἔχουσα, ἔχον
Παρατατικός
Οριστική
εἶχον, εἶχες, εἶχε, εἴχομεν, εἴχετε, εἶχον
Μέλλοντας
Οριστική
ἕξω, ἕξεις, ἕξει, ἕξομεν, ἕξετε, ἕξουσι(ν)
ή σχήσω, σχήσεις, σχήσει,
σχήσομεν, σχήσετε, σχήσουσι(ν)
Ευκτική
ἕξοιμι, ἕξοις, ἕξοι, ἕξοιμεν, ἕξοιτε, ἕξοιεν
ή σχήσοιμι, σχήσοις, σχήσοι, σχήσοιμεν,
σχήσοιτε, σχήσοιεν
Απαρέμφατο
ἕξειν
ή σχήσειν
Μετοχή
ἕξων, ἕξουσα, ἕξον
ή σχήσων, σχήσουσα, σχῆσον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔσχον, ἔσχες, ἔσχε(ν), ἔσχομεν, ἔσχετε, ἔσχον
Υποτακτική
σχῶ, σχῇς, σχῇ, σχῶμεν, σχῆτε, σχῶσι(ν)
Ευκτική
σχοίην, σχοίης, σχοίη, σχοῖμεν, σχοῖτε, σχοῖεν
Προστακτική
---, σχές, σχέτω, ---, σχέτε, σχόντων (ή σχέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχεῖν
Μετοχή
σχῶν, σχοῦσα, σχόν
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσχηκα, ἔσχηκας, ἔσχηκε, ἐσχήκαμεν, ἐσχήκατε, ἐσχήκασι(ν)
Υποτακτική
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ὦ
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ᾖς
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ᾖ
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ὦμεν
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ἦτε
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ὦσι
Ευκτική
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός εἴην
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός εἴης
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός εἴη
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα εἴητε (εἶτε)
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ἴσθι
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ἔστω
---
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ἔστε
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἐσχηκέναι
Μετοχή
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐσχήκειν, ἐσχήκεις, ἐσχήκει, ἐσχήκεμεν, ἐσχήκετε, ἐσχήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἔχομαι, ἔχῃ/ἔχει, ἔχεται, ἐχόμεθα, ἔχεσθε, ἔχονται
Υποτακτική
ἔχωμαι, ἔχῃ, ἔχηται, ἐχώμεθα, ἔχησθε, ἔχωνται
Ευκτική
ἐχοίμην, ἔχοιο, ἔχοιτο, ἐχοίμεθα, ἔχοισθε, ἔχοιντο
Προστακτική
---, ἔχου, ἐχέσθω, ---, ἔχεσθε, ἐχέσθων ή ἐχέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἔχεσθαι
Μετοχή
ἐχόμενος
ἐχομένη
ἐχόμενον
Παρατατικός
Οριστική
εἰχόμην, εἴχου, εἴχετο, εἰχόμεθα, εἴχεσθε, εἴχοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἕξομαι, ἕξῃ/ἕξει, ἕξεται, ἑξόμεθα, ἕξεσθε, ἕξονται
ή σχήσομαι, σχήσῃ/σχήσει, σχήσεται, σχησόμεθα, σχήσεσθε,
σχήσονται
Ευκτική
ἑξοίμην, ἕξοιο, ἕξοιτο, ἑξοίμεθα, ἕξοισθε, ἕξοιντο
ή σχησοίμην, σχήσοιο, σχήσοιτο,
σχησοίμεθα, σχήσοισθε, σχήσοιντο
Απαρέμφατο
ἕξεσθαι / σχήσεσθαι
Μετοχή
ἑξόμενος, ἑξομένη, ἑξόμενον
ή σχησόμενος, σχησομένη, σχησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐσχόμην, ἔσχου, ἔσχετο, ἐσχόμεθα, ἔσχεσθε, ἔσχοντο
Υποτακτική
σχῶμαι, σχῇ, σχῆται, σχῶμεθα, σχῆσθε, σχῶνται
Ευκτική
σχοίμην, σχοῖο, σχοῖτο, σχοίμεθα, σχοῖσθε, σχοῖντο
Προστακτική
---, σχοῦ, σχέσθω, ----, σχέσθε, σχέσθων ή σχέσθωσαν
Απαρέμφατο
σχέσθαι
Μετοχή
σχόμενος, σχομένη, σχόμενον
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσχημαι, ἔσχησαι, ἔσχηται, ἐσχήμεθα, ἔσχησθε, ἔσχηνται
Υποτακτική
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ὦ
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ᾖς
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ᾖ
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα ὦμεν
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα ἦτε
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα ὦσι
Ευκτική
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον εἴην
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον εἴης
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον εἴη
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα εἴημεν (εἶμεν)
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα εἴητε (εἶτε)
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἔσχησο, ἐσχήσθω, --- ἔσχησθε, ἐσχήσθων ή ἐσχήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐσχῆσθαι
Μετοχή
ἐσχημένος,
ἐσχημένη,
ἐσχημένον
Υπερσυντέλικος
ἐσχήμην, ἔσχησο, ἔσχητο, ἐσχήμεθα, ἔσχησθε, ἔσχηντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἔχω / ἔχομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἔχω, ἔχεις, ἔχει, ἔχομεν, ἔχετε, ἔχουσι(ν)
ἔχω, ἔχῃς, ἔχῃ, ἔχωμεν, ἔχητε, ἔχωσι(ν)
ἔχοιμι, ἔχοις, ἔχοι, ἔχοιμεν, ἔχοιτε, ἔχοιεν
---, ἔχε, ἐχέτω, ---, ἔχετε, ἐχόντων (ή ἐχέτωσαν)
ἔχειν
ἔχων, ἔχουσα, ἔχον
Παρατατικός
Οριστική
εἶχον, εἶχες, εἶχε, εἴχομεν, εἴχετε, εἶχον
Μέλλοντας
Οριστική
ἕξω, ἕξεις, ἕξει, ἕξομεν, ἕξετε, ἕξουσι(ν)
Ευκτική
ἕξοιμι, ἕξοις, ἕξοι, ἕξοιμεν, ἕξοιτε, ἕξοιεν
Απαρέμφατο
ἕξειν
Μετοχή
ἕξων, ἕξουσα, ἕξον
Οριστική
ἔσχον, ἔσχες, ἔσχε(ν), ἔσχομεν, ἔσχετε, ἔσχον
σχῶ, σχῇς, σχῇ, σχῶμεν, σχῆτε, σχῶσι(ν)
σχοίην, σχοίης, σχοίη, σχοῖμεν, σχοῖτε, σχοῖεν
---, σχές, σχέτω, ---, σχέτε, σχόντων (ή σχέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχεῖν
σχῶν, σχοῦσα, σχόν
Οριστική
ἔσχηκα, ἔσχηκας, ἔσχηκε, ἐσχήκαμεν, ἐσχήκατε, ἐσχήκασι(ν)
Υποτακτική
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ὦ
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ᾖς
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός εἴην
Προστακτική
---
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ἴσθι
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐσχηκέναι
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐσχήκειν, ἐσχήκεις, ἐσχήκει, ἐσχήκεμεν, ἐσχήκετε, ἐσχήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἔχομαι, ἔχῃ/ἔχει, ἔχεται, ἐχόμεθα, ἔχεσθε, ἔχονται
ἔχωμαι, ἔχῃ, ἔχηται, ἐχώμεθα, ἔχησθε, ἔχωνται
ἐχοίμην, ἔχοιο, ἔχοιτο, ἐχοίμεθα, ἔχοισθε, ἔχοιντο
---, ἔχου, ἐχέσθω, ---, ἔχεσθε, ἐχέσθων ή ἐχέσθωσαν
ἔχεσθαι
ἐχόμενος
Παρατατικός
Οριστική
εἰχόμην, εἴχου, εἴχετο, εἰχόμεθα, εἴχεσθε, εἴχοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἕξομαι, ἕξῃ/ἕξει, ἕξεται, ἑξόμεθα, ἕξεσθε, ἕξονται
ἑξοίμην, ἕξοιο, ἕξοιτο, ἑξοίμεθα, ἕξοισθε, ἕξοιντο
Απαρέμφατο
ἕξεσθαι / σχήσεσθαι
ἑξόμενος, ἑξομένη, ἑξόμενον
Οριστική
ἐσχόμην, ἔσχου, ἔσχετο, ἐσχόμεθα, ἔσχεσθε, ἔσχοντο
σχῶμαι, σχῇ, σχῆται, σχῶμεθα, σχῆσθε, σχῶνται
σχοίμην, σχοῖο, σχοῖτο, σχοίμεθα, σχοῖσθε, σχοῖντο
---, σχοῦ, σχέσθω, ----, σχέσθε, σχέσθων ή σχέσθωσαν
σχέσθαι
Μετοχή
σχόμενος, σχομένη, σχόμενον
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσχημαι, ἔσχησαι, ἔσχηται, ἐσχήμεθα, ἔσχησθε, ἔσχηνται
Υποτακτική
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ὦ
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ᾖς
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα ὦμεν
Ευκτική
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον εἴην
Προστακτική
---, ἔσχησο, ἐσχήσθω, --- ἔσχησθε, ἐσχήσθων ή ἐσχήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐσχῆσθαι
ἐσχημένος,
Υπερσυντέλικος
ἐσχήμην, ἔσχησο, ἔσχητο, ἐσχήμεθα, ἔσχησθε, ἔσχηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου