Jules
Elie Delaunay
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρηγορέω - παρηγορῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρηγορῶ, παρηγορεῖς, παρηγορεῖ, παρηγοροῦμεν, παρηγορεῖτε, παρηγοροῦσι(ν)
παρηγορῶ, παρηγορῇς, παρηγορῇ, παρηγορῶμεν, παρηγορῆτε, παρηγορῶσι(ν)
παρηγοροῖμι, παρηγοροῖς, παρηγοροῖ (ή παρηγοροίην, παρηγοροίης, παρηγοροίη), παρηγοροῖμεν, παρηγοροῖτε, παρηγοροῖεν
---, παρηγόρει, παρηγορείτω, ---, παρηγορεῖτε, παρηγορούντων
παρηγορεῖν
παρηγορῶν, παρηγοροῦσα, παρηγοροῦν
Παρατατικός
Οριστική
παρηγόρουν, παρηγόρεις, παρηγόρει, παρηγοροῦμεν, παρηγορεῖτε, παρηγόρουν
Μέλλοντας
Οριστική
παρηγορήσω, παρηγορήσεις, παρηγορήσει, παρηγορήσομεν, παρηγορήσετε, παρηγορήσουσι(ν)
παρηγορήσοιμι, παρηγορήσοις, παρηγορήσοι, παρηγορήσοιμεν, παρηγορήσοιτε, παρηγορήσοιεν
Απαρέμφατο
παρηγορήσειν
Μετοχή
παρηγορήσων, παρηγορήσουσα, παρηγορῆσον
Αόριστος
Οριστική
παρηγόρησα, παρηγόρησας, παρηγόρησε(ν), παρηγορήσαμεν, παρηγορήσατε, παρηγόρησαν
παρηγορήσω, παρηγορήσῃς, παρηγορήσῃ, παρηγορήσωμεν, παρηγορήσητε, παρηγορήσωσι(ν)
παρηγορήσαιμι, παρηγορήσαις ή παρηγορήσειας, παρηγορήσαι ή παρηγορήσειε(ν), παρηγορήσαιμεν, παρηγορήσαιτε, παρηγορήσαιεν ή παρηγορήσειαν
Προστακτική
---, παρηγόρησον, παρηγορησάτω, ---, παρηγορήσατε, παρηγορησάντων (ή παρηγορησάτωσαν)
Απαρέμφατο
παρηγορῆσαι
παρηγορήσας, παρηγορήσασα, παρηγορῆσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρηγοροῦμαι, παρηγορῇ ή παρηγορεῖ, παρηγορεῖται, παρηγορούμεθα, παρηγορεῖσθε, παρηγοροῦνται
παρηγορῶμαι, παρηγορῇ, παρηγορῆται, παρηγορώμεθα, παρηγορῆσθε, παρηγορῶνται
παρηγοροῖμην, παρηγοροῖο, παρηγοροῖτο, παρηγοροίμεθα, παρηγοροῖσθε, παρηγοροῖντο
---, παρηγοροῦ, παρηγορείσθω, ---, παρηγορεῖσθε, παρηγορείσθων ή παρηγορείσθωσαν
παρηγορεῖσθαι
παρηγορούμενος
παρηγορουμένη
παρηγορούμενον
Μέλλοντας
Οριστική
παρηγορήσομαι, παρηγορήσῃ ή παρηγορήσει, παρηγορήσεται, παρηγορησόμεθα, παρηγορήσεσθε, παρηγορήσονται
παρηγορησοίμην, παρηγορήσοιο, παρηγορήσοιτο, παρηγορησοίμεθα, παρηγορήσοισθε, παρηγορήσοιντο
Απαρέμφατο
παρηγορήσεσθαι
Μετοχή
παρηγορησόμενος
παρηγορησομένη
παρηγορησόμενον
Οριστική
παρηγορησάμην, παρηγορήσω, παρηγορήσατο, παρηγορησάμεθα, παρηγορήσασθε, παρηγορήσαντο
παρηγορήσωμαι, παρηγορήσῃ, παρηγορήσηται, παρηγορησώμεθα, παρηγορήσησθε, παρηγορήσωνται
παρηγορησαίμην, παρηγορήσαιο, παρηγορήσαιτο, παρηγορησαίμεθα, παρηγορήσαισθε, παρηγορήσαιντο
Προστακτική
---, παρηγόρησαι, παρηγορησάσθω, ---, παρηγορήσασθε, παρηγορησάσθων ή παρηγορησάσθωσαν
Απαρέμφατο
παρηγορήσασθαι
Μετοχή
παρηγορησάμενος
παρηγορησαμένη
παρηγορησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
παρηγορήθην, παρηγορήθης, παρηγορήθη, παρηγορήθημεν, παρηγορήθητε, παρηγορήθησαν
παρηγορηθῶ, παρηγορηθῇς, παρηγορηθῇ, παρηγορηθῶμεν, παρηγορηθῆτε, παρηγορηθῶσι(ν)
παρηγορηθείην, παρηγορηθείης, παρηγορηθείη, παρηγορηθείημεν ή παρηγορηθεῖμεν, παρηγορηθείητε ή παρηγορηθεῖτε, παρηγορηθείησαν ή παρηγορηθεῖεν
---, παρηγορήθητι, παρηγορηθήτω, ---, παρηγορήθητε, παρηγορηθέντων ή παρηγορηθήτωσαν
Απαρέμφατο
παρηγορηθῆναι
παρηγορηθείς
παρηγορηθεῖσα