Dawn Rosendahl
Κωνσταντίνος Καβάφης «Επιθυμίες»
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τα ‘κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
και τα ‘κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Για τον Καβάφη η αναπόληση του παρελθόντος και η μεταμέλεια για τις ευκαιρίες απόλαυσης που έμειναν ανεκμετάλλευτες, αποτελούν συχνές θεματικές στην ποίησή του. Η αυτοσυγκράτηση του ποιητή και η σκέψη του ότι υπάρχει ακόμη καιρός για τις ηδονές, του στέρησαν τη δυνατότητα να γευτεί ερωτικές εμπειρίες για τις οποίες, τώρα πια που ο χρόνος πέρασε, μετανιώνει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης παρουσιάζει τις επιθυμίες, η θέασή τους ως χαμένες ευκαιρίες, λειτουργεί όχι μόνο ως δήλωση μεταμέλειας από τη μεριά του ποιητή, αλλά και ως κάλεσμα για τον αναγνώστη να μην κάνει το ίδιο λάθος. Ο αναγνώστης οφείλει, μέσα από την πικρή εμπειρία του ποιητή, να αντιληφθεί την ιδιαίτερη σημασία που έχει η αξιοποίηση του παρόντος. Ο ποιητής είναι σαφής, ό,τι δεν το απολαύσουμε έγκαιρα, όχι μόνο δεν ξεχνιέται, αλλά παραμένει στη σκέψη μας ως ένα μόνιμο παράπονο.
Η εικόνα που δημιουργεί ο Καβάφης μέσα από την εκτενή παρομοίωση του ποιήματος αποκαλύπτει την ισχυρή κυριαρχία της μνήμης στην ηλικία του απολογισμού. Όταν πια ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να πράξει, δεν του μένει παρά να αναπολεί το παρελθόν και να μετανιώνει για όσα μπορούσε να κάνει, αλλά δεν τόλμησε ή θεώρησε ότι δεν επείγουν.
Οι επιθυμίες που δεν ικανοποιήθηκαν μοιάζουν με ωραία σώματα νεκρών που δεν γέρασαν, μας λέει ο ποιητής, δηλώνοντας πως όσα ποθήσαμε παραμένουν στη μνήμη μας σταθερά με την πρώτη τους ομορφιά, αναλλοίωτα από το πέρασμα του χρόνου. Μπορεί εμείς να βιώνουμε τη φθορά του χρόνου, αλλά οι ανικανοποίητες επιθυμίες μας παραμένουν πάντοτε στη μνήμη μας όπως τις είχαμε πρωτοαντικρίσει ακμαίες και ποθητές.
Το ποίημα βασίζεται στην εκτεταμένη παρομοίωση των επιθυμιών που δεν εκπληρώθηκαν με ωραία σώματα νεκρών που παραμένουν αγέραστα. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής παρουσιάζει αφενός τη μόνιμη συγκράτηση των επιθυμιών αυτών στη μνήμη του ανθρώπου κι αφετέρου την -αθέλητη, αλλά ισχυρή- τάση της μνημονικής διαδικασίας για εξιδανίκευση του παρελθόντος. Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες δεν παραμένουν απλώς στη μνήμη μας με την πρώτη τους ομορφιά, αλλά στολίζονται «με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά». Η μνήμη των ανθρώπων έχει την τάση να εξωραΐζει τις εμπειρίες του παρελθόντος και ιδίως εκείνες που απέμειναν απλές επιθυμίες, χωρίς να βιωθούν, καθώς αφήνουν πολλά περιθώρια για την πιθανή εξέλιξή τους. Η μνήμη αφαιρεί τους δισταγμούς της στιγμής και τους λόγους για τους οποίους η επιθυμία δεν έφτασε στην πραγμάτωσή της και της προσδίδει όλη εκείνη την ομορφιά που θα είχε η πιθανή και ιδανική εκπλήρωσή της.
Το 1904 που γράφεται το ποίημα αυτό, ο ποιητής στα 41 του χρόνια, έχει ήδη διαγνώσει την πολύτιμη αξία της τέχνης του. Η ποίηση λειτουργεί ως άριστο μέσο απαθανάτισης κάθε ομορφιάς που αντίκρισε και κάθε πόθου που αισθάνθηκε ο ποιητής. Το λαμπρό μαυσωλείο στο οποίο τοποθετούνται τα ωραία σώματα δεν είναι άλλο από τους στίχους του ίδιου του ποιητή. Μέσα στα ποιήματα, άλλωστε, του Καβάφη θα βρουν καταφύγιο και θα διασωθούν από το πέρασμα του χρόνου πολλά ηδονικά πρόσωπα και σώματα που ο ποιητής είχε την ευκαιρία να θαυμάσει ή ακόμη και να απολαύσει στα χρόνια της νεότητάς του. Η ποίηση, επομένως, λειτουργεί όχι μόνο ως μέσο έκφρασης προβληματισμών ή επιθυμιών, αλλά και ως μέσο διαφύλαξης των πιο πολύτιμων αναμνήσεων και εμπειριών του ποιητή. Η φευγαλέα και εύθραυστη ομορφιά της νιότης, θα βρει στους στίχους του ποιητή το ιδανικό της «μαυσωλείο».