Brooke Shaden
Γιώργος
Σεφέρης «Η μορφή της μοίρας»
Ιστορισμένα
παραμύθια στην καρδιά μας
σαν
ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο
μιας
άδειας εκκλησίας, Ιούλιο στο νησί.
Γ.Σ.
Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση
ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μιας σκοτεινή
βραδιά του
Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας
τις σκάλες που
τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς
ολόγυμνα στην
αυλή.
Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός
παιδιού μιας μοίρας
μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα
χαμηλωμένα και στή-
θος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης
θαλασσοδαρ-
μένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο
σκουφί του.
Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά
σ’ ακολουθού-
σαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά
για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη ανεμίζοντας δευτερόπριμα
κοίταζες το
λάκκο των κυμμάτων∙
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους
κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι
ήταν η χαρά.
Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί
σε τρύπησαν με τη
λόγχη,
γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο
δάσος από τη
γυναίκα
που κοίταξε στυλώνοντας τα μάτια και
δεν ήξερε καθόλου
να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως, το πέλαγο,
το ψωμί.
Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι
του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της
δικής μου τα
γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε
τέτοια πρα-
μάτεια∙
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και
σκοτώνει πίσω
από μας;
Άφησε μη ρωτάς∙ τρία κόκκινα άλογα στ’
αλώνι
γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι
έχουν τα μάτια
δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε∙ το αίμα, το
αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη
τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο
χώμα το
δράκοντα.
1η Οχτώβρη ‘41
Ένα χρόνο αφότου έχει ξεκινήσει στην
Ελλάδα ο μεγάλος πόλεμος, ο Γιώργος Σεφέρης αποτυπώνει στο έντονα θεατρικό αυτό
ποίημα τη φρίκη της φονικής λαίλαπας που έχει χτυπήσει τη χώρα. Ο παραλογισμός
της αιματηρής αυτής σύρραξης προσεγγίζεται με τρόπο σχεδόν μοιρολατρικό, εφόσον
είναι σαφές πως δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στο εναγώνιο «γιατί» τόσων αθώων
ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή τους να ρημάζεται διαμιάς. Ο ποιητής, αν και
κατέχει υψηλή διπλωματική θέση, ως Διευθυντής του τότε Τμήματος Εξωτερικού
Τύπου, που του επιτρέπει να έχει πρόσβαση σε σημαντικές πηγές πληροφόρησης,
στέκει το ίδιο ενεός απέναντι σ’ αυτή τη συμφορά, όπως και κάθε άλλος πολίτης.
Του είναι αδύνατο να κατανοήσει το πώς οι άνθρωποι έφτασαν σ’ ένα τέτοιο σημείο
βαρβαρότητας και απανθρωπιάς. Έτσι, μη έχοντας να δώσει κάποια εξήγηση,
αρκείται στην καταγραφή μιας προσδοκίας -που λειτουργεί ίσως τη στιγμή που
γράφεται περισσότερο ως απόπειρα παραμυθίας παρά ως ουσιαστική πεποίθηση- ότι
κάποια στιγμή θα επέλθει η αναγκαία αντεκδίκηση ή καλύτερα η αναγκαία αντίδραση
που θα θέσει οριστικό τέρμα στη φονική δράση των ανελέητων κατακτητών.
Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση
ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μιας σκοτεινή
βραδιά του
Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας
τις σκάλες που
τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς
ολόγυμνα στην
αυλή.
Το ποίημα ξεκινά με αφηγηματικές
αναφορές στη γέννηση ενός παιδιού μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη∙ το Φλεβάρη
του 1940, όταν ο ελληνικός στρατός συνέτριβε ουσιαστικά τις ιταλικές δυνάμεις
και σημείωνε εκπληκτικές νίκες κατά των πρώτων εκείνων εισβολέων∙ το Φλεβάρη
του 1940 που ακόμη τίποτε δεν προμήνυε το μέγεθος της καταστροφής που θα
επερχόταν στη χώρα από τη στιγμή που θα εμπλεκόταν στην αναμέτρηση κι η
Γερμανία.
Το σκηνικό που συνθέτει ο ποιητής είναι
ιδιαίτερα υποβλητικό. Μια ακαθόριστη γυναικεία μορφή, που ενσαρκώνει τη Μοίρα,
παρίσταται στη γέννηση ενός παιδιού -ενός αθώου και πάναγνου παιδιού-, με τη
σαφή πρόθεση να καθορίσει την πορεία της ζωής του∙ να αποφανθεί για το μέλλον
του και την καλοτυχία ή ενδεχομένως την ατυχία που θα το
συνοδεύει από εκείνη τη στιγμή και μετά. Ενώ, την ίδια στιγμή, τ’ αστέρια
περιστρέφονται, λαμβάνοντας τη θέση που θα σηματοδοτεί το ακριβές χρονικό σημείο
της γέννησης του παιδιού∙ κι ο άνεμος προσδίδει με την έντασή του μια δυσοίωνη
αίσθηση.
Το όλο σκηνικό συμπληρώνεται ηχητικά με
τα τριξίματα της σκάλας από τα βήματα των γεροντισσών που φέρνουν τα
γιατροσόφια για τη λεχώνα, και οπτικά με τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς που
βρίσκονται ολόγυμνα στην αυλή, παραδομένα κι αυτά στο χειμωνιάτικο κλίμα.
Τι είναι αυτό που ωθεί τον Σεφέρη, έναν
ποιητή με τόσο σαφή γνώση των ιστορικών εξελίξεων της εποχής του να καταφύγει
στην υπερκόσμια και άλογη μορφή της μοίρας προκειμένου να εξηγήσει ή να
κατανοήσει τον παραλογισμό των γεγονότων εκείνων; Ίσως η δυσκολία να ερμηνεύσει
μέσω της λογικής τόσο την έκταση που έλαβαν οι πολεμικές εκείνες αναμετρήσεις
όσο και την ακραία απάνθρωπη βιαιότητά τους. Υπάρχει, άλλωστε, τεράστια διαφορά
ανάμεσα στο να γνωρίζεις ή να υποθέτεις εκ των προτέρων πως οι πολιτικές και
οικονομικές εξελίξεις οδηγούν σε μια πολεμική σύγκρουση και στο να βλέπεις γύρω
σου τους ανθρώπους να ξεπερνούν κάθε μέτρο και να επιδίδονται σε ανελέητες
σφαγές. Πρόκειται για μια βιαιότητα τόσο έξω από τη λογική και τη φύση του
ποιητή, που, εύλογα, τον αναγκάζει να αναζητήσει την πηγή αυτού του μίσους κι αυτής
της αγριότητας πέρα από τα στενά όρια των εθνικών και οικονομικών ανταγωνισμών.
Ίσως, τελικά, ό,τι κινεί τα νήματα αυτού του φονικότατου πολέμου να είναι μια
άλλη μορφής ανάγκη∙ μια ανάγκη που υπηρετεί τους σχεδιασμούς της ίδιας της
Μοίρας.
Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός
παιδιού μιας μοίρας
μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα
χαμηλωμένα και στή-
θος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης
θαλασσοδαρ-
μένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο
σκουφί του.
Η μορφή της μοίρας που στέκει πάνω απ’
την κούνια του παιδιού, φορώντας το μαύρο μαντίλι της, χαμογελά αμφίσημα, μιας
και κανείς δεν μπορεί να ξεδιαλύνει αν το χαμόγελο αυτό φανερώνει κάποια
ευνοϊκή διάθεση ή αντιθέτως έναν ψυχρό υπολογισμό. Με τα βλέφαρα χαμηλωμένα και
το ολόλευκο στήθος της, στέκει εκεί και προδιαγράφει το μέλλον του νεογέννητου
παιδιού, αδιάφορη για τον ερχομό του πατέρα του. Τίποτε, άλλωστε, δεν μπορεί να
επηρεάσει το δικό της το έργο, ούτε καν η αγάπη του πατέρα, που δίχως άλλο θα
έκανε το οτιδήποτε για να προστατεύσει το αθώο αυτό παιδί από τη σκληρότητα του
κόσμου.
Ο πατέρας, ο θαλασσοδαρμένος
καραβοκύρης, έρχεται στο σπίτι και πετά σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο από τα
χειμωνιάτικα κύματα σκουφί του, χωρίς να γνωρίζει πως την ίδια στιγμή η μοίρα
παίρνει αμετάκλητες αποφάσεις για το μέλλον του παιδιού του∙ αποφάσεις που
σχετίζονται άμεσα μ’ εκείνον.
Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά
σ’ ακολουθού-
σαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά
για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη ανεμίζοντας δευτερόπριμα
κοίταζες το
λάκκο των κυμμάτων∙
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους
κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι
ήταν η χαρά.
Σ’ αυτόν τον θαλασσοδαρμένο καραβοκύρη αναφέρεται
ο ποιητής -απευθύνοντάς του μάλιστα σε β΄ πρόσωπο τα λόγια του-, επισημαίνοντας
πως τα περιστατικά που σχετίζονταν με τη γέννηση του παιδιού του, όπως και τα
πρόσωπα που συμμετείχαν σ’ αυτά τα γεγονότα είναι όσα κρατούσε στην ψυχή του
και τον ακολουθούσαν όλο το αμέσως επόμενο διάστημα. Τη στιγμή που ετοίμαζε τα
δίχτυα στην ακρογιαλιά, αλλά και τη στιγμή που έπλεε δευτερόπριμα (με τον καιρό
στο ισχίο της πρύμης), κοιτάζοντας το λάκκο που σχημάτιζαν τα κύματα της
θάλασσας∙ τον ίδιο το λάκκο που σχηματίζεται σ’ όλες τις θάλασσες και σ’ όλους
τους κόλπους που έτυχε να τον οδηγήσουν τα ταξίδια του, εκείνος είχε στη σκέψη
του τη γέννηση του παιδιού του και τα πρόσωπα της οικογένειάς του, για τα οποία
και δούλευε πια όσο πιο σκληρά μπορούσε.
Μια ζωή με πολλές δυσκολίες, βέβαια, μα
και μια ζωή με τη δική της χαρά, αφού πλέον ήταν ένας πατέρας που δεν πάσχιζε
για τον εαυτό του, αλλά για το παιδί του και τη γυναίκα του. Ένας πατέρας που
όσο κι αν μοχθούσε, ήξερε πως στο σπίτι του βρισκόταν και μεγάλωνε το παιδί
του, αντλώντας απ’ αυτή την επίγνωση όλη τη δύναμη και την ευδαιμονία που είχε
ανάγκη.
Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί
σε τρύπησαν με τη
λόγχη,
γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο
δάσος από τη
γυναίκα
που κοίταξε στυλώνοντας τα μάτια και
δεν ήξερε καθόλου
να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως, το πέλαγο,
το ψωμί.
Κι εδώ ο ποιητής έρχεται, αίφνης, σε
αδιέξοδο και αδυνατεί να καταλάβει τη συνέχεια των γεγονότων∙ δεν ξέρει να
διαβάσει παρακάτω. Γιατί αυτόν τον άνθρωπο, που μόλις πριν λίγους μήνες είχε
αποκτήσει ένα παιδί και δούλευε σκληρά για να του προσφέρει ό,τι χρειαζόταν,
τον έδεσαν με αλυσίδες και τον τραυμάτισαν θανάσιμα, χωρίζοντάς τον μια νύχτα
από τη γυναίκα του που κοίταζε ανήμπορη τους θύτες και το θύμα μη γνωρίζοντας
τι να πει και πώς ν’ αντιδράσει∙ γιατί στέρησαν από αυτόν τον άνθρωπο το φως,
το πέλαγος και το ψωμί;
Ποιος ο λόγος να βασανιστεί και να
φονευθεί ένας άνθρωπος που το μόνο που ήθελε ήταν να δουλέψει σκληρά για το
παιδί και για τη γυναίκα του; Ποιο το όφελος από μια τέτοια παράλογη
αιματοχυσία; Ποιος ο λόγος να μείνει ορφανό ένα παιδί που μετρούσε μόλις λίγους
μήνες ζωής;
Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι
του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της
δικής μου τα
γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε
τέτοια πρα-
μάτεια∙
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και
σκοτώνει πίσω
από μας;
Το ερώτημα του ποιητή είναι συνάμα και
το ερώτημα όλων των συγκαιρινών του∙ πώς είναι δυνατόν έτσι απροσδόκητα να ζουν
ξαφνικά σε μια κατάσταση διαρκούς και ακατάλυτου φόβου; Πώς βρέθηκαν σ’ αυτή
την κατάσταση;
Ερώτημα εξαιρετικά δύσκολο ν’
απαντηθεί, εφόσον ο ποιητής είναι βέβαιος πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν’ αναλογεί
μήτε στη δική του μοίρα, μήτε στη μοίρα των συνανθρώπων του μια τέτοια
κατάληξη, αφού εκείνοι ποτέ δεν φέρθηκαν σε άλλους ανθρώπους με τέτοια
σκληρότητα και ποτέ δεν προσπάθησαν να στερήσουν με τη βία την ανεξαρτησία των
συνανθρώπων τους («ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια»).
Πώς μπορεί, λοιπόν, να τους αναλογεί μια τόσο βαριά μοίρα από τη στιγμή που
εκείνοι δεν υπήρξαν ποτέ βίαιοι ή φιλοπόλεμοι στη ζωή τους;
Ποιος είναι τελικά εκείνος που λαμβάνει
τις αποφάσεις για τέτοιου είδους βιαιότητες και διαπράττει τέτοια εγκλήματα,
μένοντας κρυμμένος πίσω από τους απλούς ανθρώπους; Ποιος είναι εκείνος που
αποφασίζει να ρίξει και να αφανίσει τόσες ανθρώπινες ψυχές στον παραλογισμό ενός
πολέμου;
Άφησε μη ρωτάς∙ τρία κόκκινα άλογα στ’
αλώνι
γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι
έχουν τα μάτια
δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε∙ το αίμα, το
αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη
τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο
χώμα το
δράκοντα.
Η απάντηση που έρχεται από τον
υποθετικό συνομιλητή του ποιητή -επί της ουσίας, φυσικά, από τον ίδιο τον
ποιητή- φανερώνει την πρόθεση ν’ αποδοθεί το παράλογο και το βάναυσο αυτών των
γεγονότων σε μια δύναμη πάνω από τους ανθρώπους∙ ίσως στην άτεγκτη μοίρα, που
υπό μία έννοια καλύπτει την απόσταση ανάμεσα στους πολιτικούς υπολογισμούς μιας
πολεμικής αναμέτρησης και στην πραγμάτωση αυτού του πολέμου με μια τέτοια
βιαιότητα και μ’ ένα τόσο λυσσαλέο μίσος, που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με
λογικά μέσα.
Οι άνθρωποι σκοτώνουν έχοντας τυφλωθεί
από το μίσος και τη δίψα για αίμα, σαν τα τρία εκείνα κόκκινα άλογα με τα
δεμένα μάτια που γυρίζουν στο αλώνι πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα. Οι άνθρωποι
σκοτώνουν έχοντας τυφλωθεί από κάτι που ξεπερνά κατά πολύ την προσδοκία κάποιου
οικονομικού ή άλλου συμφέροντος. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν μπορεί να
εξηγήσει τι τους εξωθεί σε τέτοιες ακρότητες, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί
λογικό το να κατασφάζουν συνανθρώπους τους με τη σκέψη σε κάποιο χρηματικό όφελος
ή με την αίσθηση κάποιου εθνικού καθήκοντος.
Ο συνομιλητής του ποιητή δεν μπορεί να
απαντήσει στο ποιος ή στο τι ωθεί τους ανθρώπους σε τέτοιες πρωτόφαντες πράξεις
βίας, του συνιστά, ωστόσο, να περιμένει, διότι το ίδιο το αίμα∙ το αίμα των
τόσων αθώων ανθρώπων που σφαγιάστηκαν χωρίς λόγο, θα σηκωθεί ένα λυτρωτικό
πρωινό, σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη, και θα καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο
χώμα το δράκοντα∙ θα καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στους απάνθρωπους
αυτούς φονιάδες και θα τερματίσει ολοκληρωτικά τη δράση τους.
Η σύνδεση, μέσω της παρομοίωσης, του
χτυπήματος που θα καταφέρει το αίμα των αθώων ανθρώπων με τη λαϊκή παράδοση για
τον Αι-Γιώργη και τη δολοφονία του δράκου που ετοιμάζεται να κατασπαράξει την
νεαρή πριγκίπισσα («θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη»), υποδηλώνει τη
θέληση του ποιητή να ενισχύσει την καρτερία των συγκαιρινών του με την υπόμνηση
της ισχυρής θρησκευτικής τους πίστης. Όσο παράλογος κι αν είναι αυτός ο
πόλεμος, όσο φονικός κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να επέλθει κάποια στιγμή το
τέλος του∙ κι ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί παρά να επέλθει η αναγκαία δικαίωση
για όλους εκείνους τους αθώους ανθρώπους που έπεσαν θύματα του τυφλού μίσους
και της αγριότητας.