Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μαρία Πολυδούρη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Μαρία Πολυδούρη

Εργοβιογραφικά στοιχεία

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστημα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930. Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραιότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυωτάκη.
Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Άπαντά της). Οι στίχοι της είναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Nεορομαντισμού και του Nεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.

Η κριτική για το έργο της

Η ποιητική ανεξαρτησία της Μ. Πολυδούρη


«Δεν θα γλιτώσει, φυσικά, ούτε η Πολυδούρη από την επίδραση του Καρυωτάκη. Αν και θα ’ταν πιο εύστοχο αν λέγαμε πως η Πολυδούρη, βοηθημένη και από τον Καρυωτάκη, συνειδητοποιεί την εποχή της και τυραννιέται όσο κι αυτός από τη γύμνια της, χωρίς όμως και να καταφέρει να δώσει τόσο άμεσα, όσο εκείνος, το δράμα της. Και είναι προς τιμήν της πως απόφυγε τους μιμισμούς, διατηρώντας ατόφια την προσωπικότητά της. Μένει τόσο ανεξάρτητη, που δεν διδάσκεται καν από τον αγαπημένο της ποιητή την λεκτική επεξεργασία του στίχου, και υστερεί φανερά, σε σύγκριση μ’ αυτόν που έδωσε πάντα τόσο αψεγάδιαστα, από την άποψη αυτή, ποιήματα. Παρόλα αυτά, έχουνε οι δυο τους ένα κοινό σημείο. Τον απόλυτα υποκειμενικό τόνο στην ποίησή τους. Γιατί και η Πολυδούρη, παρ’ όλη την τραγικότατη συνείδησή της, δεν έδωσε κι αυτή καθολικότητα, ούτε καθρέφτισε τους ανθρώπους μέσα στο έργο της. Αλλά υπάρχει τόση ειλικρίνεια στο ασυγκράτητο λυρικό παραλήρημα της ψυχής και της φαντασίας της, ώστε ο προσωπικός τόνος της να γίνεται πανανθρώπινος».

(Λιλή Ζωγράφου, χ.χ., Μαρίας Πολυδούρη Άπαντα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 80)

Ποιητικά γνωρίσματα της Μ. Πολυδούρη

«Και συμβαίνει τούτο το χαρακτηριστικό για την περίπτωσή της: ενώ όλοι οι άλλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, πρόφτασαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο ζωντανοί, εκείνη διαβάστηκε και προσέχτηκε μόλις πριν απ’ τον πρόωρο θάνατό της κι αμέσως ύστερα. Γι’ αυτό η παρουσία της στα γράμματα, ενισχυμένη κι απ’ τη μεγάλη μεταθανάτια φήμη του Καρυωτάκη, εξαιτίας του δεσμού τους και της σχετικής επιφυλλιδογραφίας γύρω απ’ το “ειδύλλιο” των δύο ποιητών, που έφτασε να μεταμορφωθεί σε λαϊκό “ρομάντζο”, άρχισε να γίνεται αισθητή μαζί με το ρεύμα του “καρυωτακισμού”, όταν η ίδια δεν υπήρχε πια. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πόσο έμενε στραμμένη προς τη ζωή και πόσο η ποίησή της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων, των διαθέσεων και των προσωπικών της καταστάσεων. Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο —τόσο κυριαρχικό σε όλους τους— ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Για τούτο κι οι επιδράσεις στο έργο της εμφανίζονται μάλλον περιορισμένες και τυχαίες, κι είναι πιο πολύ επιδράσεις ζωής και γενικών τάσεων παρά συγκεκριμένων λόγιων πηγών, χωρίς να ξεφεύγει εντελώς απ’ τον κανόνα ούτε κι η φανερή επίδρασή της από τον Καρυωτάκη, αφού κι εκείνη φαίνεται να προέρχεται όχι μόνο απ’ την ίδια την ποίησή του, μα κι απ’ την προσωπική τους σχέση.
Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες στιγμές της τις πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας, τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε μικρή και τα αισθηματικά αναγνώσματα των λαϊκών μεσοπολεμικών περιοδικών, εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπάθεια και τύψη ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της με το πάθος και τον παλμό της φωνής της. Γιατί πέρα απ’ τις συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται, μάλιστα, στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά “στου έρωτα την άγρια καταιγίδα” να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή. Βέβαια, αν εξαιρέσουμε μερικά ποιήματα, ο συναισθηματισμός της ελάχιστα μετουσιώνεται ποιητικά, κι ακόμα πιο σπάνια πνευματικοποιείται. Κι ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη πνευματικότητα, χωρίς ακονισμένη τεχνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύναμη σε φτωχές και τριμμένες λέξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες ν’ αποκτούν εκφραστικότητα ασυνήθιστη. Γι’ αυτό κι εξακολουθεί να παραμένει από τις πιο γνήσιες γυναικείες φωνές που ακούστηκαν στη νεοελληνική ποίηση».

(Κώστας Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. Ανθολογία-Γραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 422-423)

Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Horacio Cardozo

Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια η φυσική φωνή ως φορέας αισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται η τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των αισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να’ ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να ‘χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση σάμπως ο παράγων Τέχνη να ‘ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση της ψυχής.
[...] Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα τούτα τα γνωστά τα σώζει μια πνοή αλήθειας, που ενώ είναι κατάσταση ζωής, δε βουλιάζει στη πεζολογία που πληγώνει, κατορθώνει και κινείται τις περισσότερες στιγμές επάνω απ’ την τριβή, είναι, να πει κανείς, το τριμμένο διασωμένο μέσα σ’ έναν αέρα μουσικής, που βεβαιώνει την παρουσία της ψυχής, μιας ψυχής γυναικείας με την ιδιαίτερη εκείνη υφή της θηλυκότητας.
[...] Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση.
[...]

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είναι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο.
...
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα και στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα.
...
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.

Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες Λυρικοί, (Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 29), εκδοτ. οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 50-52

Όμως και πάλι, για να βαστάξει τον πόνο της και να δικαιώσει τη ζωή της – με την πιο μεστή και εξαίσια δικαίωση – και για ν’ αντιπροβάλει ένα φως στο μέγα σκοτάδι του φριχτού Οράματος, της φτάνει που ένας άνθρωπος την αγάπησε, της φτάνει που ένας άνθρωπος την κράτησε στα χέρια του μια νύχτα και την φίλησε στο στόμα. Είναι τόσο πλούσια, τόσο μεγάλη αυτή η χαρά, ώστε την γεμίζει ακόμα και νικάει τον πόνο της, και η ματωμένη φωνή που σκίζεται – μα και που βρίσκει πάντα τη δύναμη να ‘ναι ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός – ξεχύνεται στο πιο θεσπέσιο κι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

Κλέων Παράσχος, Νέα Εστία, τόμ. 2, τεύχ. 78, 15-3-1930 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχολιασμός, Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αστέρι, 1982, σ. 257-265.

Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής, το βιωματικό στοιχείο – τόσο κυριαρχικό σε όλους τους – ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
[...] Γιατί, πέρα απ’ τις κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή.

Κώστας Στεργιόπουλος, Η ανανεωμένη παράδοση, Η Ελληνική ποίηση, Εκδ. Σοκόλη, 1980 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 267-271.

Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ’ όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη στο τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.
[...] Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν, αλλά και υπό την τεχνικήν, τουτέστιν εις την ουσίαν και την υφήν της ποιητικής μορφής, όπου επιδιώκει την λεπτότητα, την λιτότητα, την διαφάνειαν και την οξύτητα. Η λυρική ελεγεία εμφανίζεται εις σημεία τινα του έργου της μετ’ αρτιότητος ουχί συνήθους.

Τέλλος Άγρας, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., 266-270.

Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ‘φτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψωνόταν κυριάρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.

Άγγελος Σικελιανός, Ελληνικόν Ημερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1945 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 272-274

Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφθεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, μ’ άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ’ τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δικής της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειο διέξοδο.
[...] Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως φτάνει ν’ αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη, για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές:

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
........

Πότε άλλοτε η ποίηση μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας;

Γιάννης Χατζίνης, «Η ζωή και η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη», Καθημερινή, 29-9-1954 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, ό.π, σ. 282-289.

Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Horacio Cardozo

Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930

Η Μαρία Πολυδούρη γεννιέται στην Καλαμάτα την Πρωταπριλιά του 1902. Περνά τα πρώτα της χρόνια σο Γύθειο (1905-1914) και στα Φιλιατρά (1914-1916), παρακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα της, που ήταν φιλόλογος.
Το 1916 η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα, και η Πολυδούρη δημοσιεύει το πρώτο της κείμενο στον Οικογενειακό Αστέρα, περιοδικό ποικίλης ύλης και εργοχείρων. Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», που κάνει μεγάλη εντύπωση και στο σχολείο της και στην πόλη.
Το 1918 τελειώνει το γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Αφήνει πίσω της τα παιδικά της ποιήματα, ένα χοντρό τετράδιο με τίτλο Μαργαρίτες.
Το 1920, μέσα σε σαράντα ημέρες, χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της. Το 1921 γράφεται στη Νομική. Το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Ανάμεσα στους συναδέλφους της – «κάτι νέοι άνθρωποι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος, κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι» - είναι και ο Καρυωτάκης: έξι χρόνια μεγαλύτερός της, δόκιμος ποιητής ήδη, είναι αλλιώτικος και δεν αργεί να γίνει ιδεώδης.
Στις 3 Μαΐου εκείνης της χρονιάς σημειώνει στο ημερολόγιό της: «Τον αγαπώ... Τον αγαπώ... Καμιά αμφιβολία πια... [...] Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;»
Η σχέση τους είναι σύντομη και εμποδισμένη, γεμάτη μακρινούς περιπάτους, παράφορα φιλήματα, ποιήματα και συγκρούσεις, ένας μοιραίος και ανεκπλήρωτος έρωτας που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Το 1923 η Πολυδούρη προσβάλλεται από αδενοπάθεια και μένει για ένα διάστημα σ’ ένα σπιτάκι στο Μαρούσι. Ο Καρυωτάκης την επισκέπτεται ακόμη συχνά.
Το 1924 η Πολυδούρη δραπετεύει από την αδιέξοδη σχέση της με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάζεται τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου. Ο Καρυωτάκης ψυχραίνεται. Τώρα πια δεν μπορούν να είναι ούτε φίλοι. Την ίδια χρονιά η Πολυδούρη απολύεται από τη Νομαρχία «ως αργόμισθος».
Το 1925 εγκαταλείπει τις σπουδές της. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έπειτα στη Σχολή Κουνελάκη. Κάνει τη μοναδική θεατρική της εμφάνιση στο Κουρέλι του Νικοντέμι.
Το 1926 φεύγει για το Παρίσι διαλύοντας τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου. Σπουδάζει ραπτική στην Ecole Pigier, όμως τον επόμενο χρόνο προσβάλλεται από φυματίωση – θανάσιμη αρρώστια την εποχή εκείνη – και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Charite.
Το 1928 επιστρέφει από το Παρίσι. Μπαίνει στο «φθισιατρείο» της Σωτηρίας: μακριά από τους θαλάμους των άλλων αρρώστων, σ’ ένα μικρό δωματιάκι στον περίβολο, προορισμένο για τους ετοιμοθάνατους. Καθώς δεν έχει πια κανέναν πόρο, η Σωτηρία της λύνει στοιχειωδώς το πρόβλημα της στέγης και της τροφής.
Η Πολυδούρη είναι ήδη ένας θρύλος για τη λογοτεχνική Αθήνα. Νεαροί ποιητές της προσφέρουν τη φιλία και τον πλατωνικό έρωτά τους, κι εκείνη χαρίζει τα ποιήματα σε άλλους νεαρούς ποιητές, συνασθενείς της στη Σωτηρία: στον Γιάννη Ρίτσο, που είναι τότε δεκαεννέα χρόνων, και στον Ιωσήφ Ραφτόπουλο, που πεθαίνει στα είκοσι έξι του.
Στη Σωτηρία την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, για να την αποχαιρετήσει φεύγοντας για την Πρέβεζα. Ένα μήνα αργότερα αυτοκτονεί. Η είδηση του θανάτου του είναι η χαριστική βολή στην κλονισμένη υγεία της Πολυδούρη. Για ένα διάστημα αρνείται να δεχτεί επισκέψεις, χαρίζει τα βιβλία της και σκίζει τις σημειώσεις της, πιστεύει πως δε θα ξαναγράψει ποτέ. Όμως ο έξω κόσμος δεν αργεί να την ξανακερδίσει. Ντυμένη στα μαύρα δραπετεύει κάθε τόσο από τη Σωτηρία για να ξοδευτεί σε ξενύχτια και βραχύβια πάθη. Τέλη της χρονιάς αυτής εκδίδεται το πρώτο της βιβλίο, «Οι τρίλιες που σβήνουν»
Με απόσταση ενός χρόνου εκδίδεται το 1929 και η «Ηχώ στο Χάος». Εκεί, λίγο πριν από το τέλος, τη γνωρίζει ο Άγγελος Σικελιανός: «Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη... Της χρωστώ πως δε μ’ έμπασε από τη θύρα της κοινής εισόδου, που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι θαυμαστές, βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο, από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό σιδερένιο κλινάρι μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος...»
Αρχές του 1930, με δαπάνες του Σικελιανού, του πρώην μνηστήρα της και μερικών άλλων φίλων, η Πολυδούρη μεταφέρεται στην Κλινική Καραμάνη, «ψηλά στα Πατήσια».
Εκεί πεθαίνει στις 29 Απριλίου, βοηθημένη από μια ένεση μορφίνης κι ένα ανώνυμο φιλικό χέρι. Έχει μόλις κλείσει τα είκοσι οχτώ της χρόνια.

Μικρό Χρονολόγιο
Μαρία Πολυδούρη “Τα ποιήματα”
Εκδόσεις «γράμματα», 2001
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...