Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για τον Κρητικό του Σολωμού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για τον Κρητικό του Σολωμού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ηλιόδωρος «Αιθιοπικά» Βιβλίο 1ο (ενότητα 2η), ως παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Marco Bravo

Ηλιόδωρος «Αιθιοπικά» Βιβλίο 1ο (ενότητα 2η), ως παράλληλο για τον Κρητικό

Ήδη πλησίαζαν το πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά, βαθιά πονεμένη για το κακό κι όμως μ’ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας.
Φορούσε δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα· το αριστερό της μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό. Με τον αγκώνα του άλλου χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωπο αφημένο στην παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει έναν νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα.
Ο δε νέος φαινόταν μεν σοβαρά τραυματισμένος και σαν μόλις να συνερχόταν από τον βαθύ ύπνο του παρ’ ολίγον θανάτου του, αλλ’ ακόμα κι έτσι άνθιζε η αρρενωπή ομορφιά του και το πορφυρό αίμα που κυλούσε ποτάμι στα μάγουλά του έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο η λευκότητα του προσώπου του. Ο πόνος βάραινε τα βλέφαρά του, αλλά η όψη της κόρης τον έκανε να σηκώνει το βλέμμα σ’ αυτήν και το μόνο που ανάγκαζε τα μάτια του να  βλέπουν ήταν ότι έβλεπαν εκείνην. 
Καθώς σιγά σιγά ξαναρχόταν στη ζωή, στέναξε βαθιά και ψιθύρισε αδύναμα λέγοντας «Γλυκιά μου, στ’ αλήθεια έχεις σωθεί ή μήπως, θύμα του πολέμου κι εσύ, δεν στέργεις ούτε και νεκρή να αποσπαστείς από μένα και η ψυχή σου σαν φάντασμα με ακολουθεί στη δυστυχία μου;» Και η κόρη «Από σένα» είπε, «εξαρτάται η σωτηρία μου και ο χαμός μου· το βλέπεις αυτό;» και δείχνοντας ένα ξίφος πάνω στο γόνατό της, «ως τώρα», είπε, «έμεινε αργό γιατί η αναπνοή σου το συγκρατούσε». 
Και με τα λόγια αυτά εκείνη μεν τινάχτηκε από το βράχο, οι δε ληστές που στέκονταν στο λόφο, σαν να τους χτύπησε στη θέα της κεραυνός, έτρεξαν θαμπωμένοι και περίτρομοι να κρυφτούν άλλος κάτω από άλλο θάμνο· πιο μεγάλη ακόμα και πιο θεϊκή φάνταζε τώρα που ήταν όρθια, καθώς τα βέλη βρόντησαν στην ξαφνική κίνησή της, το χρυσοΰφαντο φόρεμά της άστραφτε στον ήλιο και τα μαλλιά της, λυτά κάτω από το βακχικό στεφάνι, κατρακυλούσαν ως τη μέση της σχεδόν. 
Μα περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν τους τρόμαζε η άγνοια για όσα γίνονταν· άλλοι απ’ αυτούς νόμιζαν πως είναι κάποια θεά, η Άρτεμη ή η εντόπια Ίσις, άλλοι την περνούσαν για ιέρεια που είχε καταληφθεί από θεϊκή μανία και είχε διαπράξει όλο εκείνο το φονικό. Αυτά έβαζαν εκείνοι με το νου τους, αλλά δεν γνώριζαν ακόμα την αλήθεια. Και η κόρη χύθηκε ξαφνικά πάνω στο κορμί του νέου, τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε, του σκούπιζε τα αίματα, στέναζε και δεν πίστευε πως ήταν ζωντανός.

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τ. 3, Αθήνα 2002: ΟΕΔΒ, μτφ. Αλόη Σιδέρη, σσ. 355, 357

Το ξεκίνημα των Αιθιοπικών του Ηλιοδώρου γίνεται σχεδόν in medias res με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, τη Χαρίκλεια και το Θεαγένη, να βρίσκονται σε μια παραλία της Αιγύπτου.
Η εισαγωγική εικόνα δίνεται απ’ την οπτική Αιγύπτιων ληστών, οι οποίοι αντικρίζουν ένα αραγμένο καράβι με πλούσιο φορτίο κι ολόγυρά του νεκρούς ανθρώπους. Οι ληστές, αν και παρατηρούν με απορία το αλλόκοτο θέαμα, σπεύδουν ωστόσο κοντά στο καράβι, για να μαζέψουν τα απρόσμενα λάφυρα, και τότε αντικρίζουν την πανέμορφη Χαρίκλεια πλάι στον τραυματισμένο Θεαγένη.
Η εκπληκτική εντύπωση που προκαλεί η ομορφιά της κοπέλας στους ληστές, μας παραπέμπει στην παρόμοια αντίδραση του Κρητικού μπροστά στην εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης.
  • Το εξαίσιο παρουσιαστικό της κοπέλας δημιουργεί στους ληστές την αίσθηση πως πρόκειται για κάποια θεά, όπως αντίστοιχα και ο Κρητικός αποκαλεί τη Φεγγαροντυμένη Θεά, εντυπωσιασμένος από τις υπερκόσμιες δυνάμεις της. Εντούτοις, ενώ η πεποίθηση του Κρητικού βασίζεται στο γεγονός ότι η Φεγγαροντυμένη στέκεται πάνω στο νερό και συνάμα φωτίζει το νυχτερινό τοπίο με φως μεσημεριού, η κοπέλα που αντικρίζουν οι ληστές δεν κατέχει αντίστοιχες δυνάμεις. Η εντύπωση των ληστών για τη θεϊκή ταυτότητα της κοπέλας, δικαιολογείται μόνο από την εκπληκτική ομορφιά της κι από το γεγονός ότι βρίσκεται ζωντανή ανάμεσα σε τόσους νεκρούς, στοιχείο που τους κάνει να πιστεύουν πως ίσως τους σκότωσε εκείνη σε κατάσταση θεϊκής μανίας.
  • Η λάμψη της Φεγγαροντυμένης, ως στοιχείο θεϊκότητας, παρουσιάζεται και στο έργο του Ηλιοδώρου, με τη Χαρίκλεια να σηκώνεται ξαφνικά όρθια και το φως του ήλιου να αντανακλάται πάνω στο χρυσοΰφαντο φόρεμά της και στα μαλλιά της.
  • Παράλληλα, όπως η Φεγγαροντυμένη σηκώνει το ανάστημά της, δείχνοντας όλη την υπερηφάνεια του κυπαρισσένιου κορμιού της, έτσι και η Χαρίκλεια σηκώνεται όρθια κι εντυπωσιάζει τους ληστές, που αντικρίζοντας πλήρες το μεγάλο της ανάστημα, βεβαιώνονται για τη θεϊκή της φύση.
  • Η αντίδραση των ληστών μπροστά στη ξαφνική κίνηση της κοπέλας, που τρέχουν θαμπωμένοι να κρυφτούν, σα να τους είχε χτυπήσει κεραυνός, μας παραπέμπει στην εκπληκτική επίδραση που έχει η Φεγγαροντυμένη στο περιβάλλον γύρω της, αλλά και στον Κρητικό που την κοιτάζει μαγεμένος.
  • Το γεγονός ότι η Χαρίκλεια παραμένει προσηλωμένη στον τραυματισμένο Θεαγένη, αδιαφορώντας για την παρουσία των ληστών, βρίσκει το αντίστοιχό της στη στάση της Φεγγαροντυμένης που κοιτάζει μόνο προς το μέρος του Κρητικού και όχι της αρραβωνιαστικιάς του. Η προσήλωση δε των δύο γυναικών στον άντρα που βρίσκεται κοντά τους, αναδεικνύει την καλοσύνη και το ειλικρινές ενδιαφέρον τους.
  • Οι ληστές προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας καταφεύγουν σε τρεις πιθανές εκδοχές, θεωρώντας πως είναι είτε η Άρτεμη είτε η Ίσις είτε κάποια ιέρεια. Αντίστοιχα, τρεις πιθανές εξηγήσεις επιχειρεί να δώσει και ο Κρητικός για την ταυτότητα της Φεγγαροντυμένης. Με τη διαφορά, όμως, πως ενώ οι ληστές αισθάνονται φόβο για την άγνωστη γυναίκα και πασχίζουν να βρουν μια εξήγηση για την παρουσία της, ο Κρητικός, αν κι επί της ουσίας δε γνωρίζει ποια είναι η θεϊκή αυτή γυναίκα, αισθάνεται εντούτοις πως την έχει ξαναδεί στο παρελθόν και επιχειρεί να εξηγήσει από προέρχεται η αίσθηση οικειότητας που του προκαλεί. 
  • Στις διαφορές των δύο κειμένων μπορούμε να αναφέρουμε την αντίθεση ανάμεσα στην πραγματική φύση των δύο γυναικών, υπό την έννοια πως ενώ η Φεγγαροντυμένη παρέχει σαφείς ενδείξεις για τη θεϊκή της υπόσταση, η ηρωίδα των Αιθιοπικών είναι μια γυναίκα που λανθασμένα εκλαμβάνεται ως θεά από τους έκπληκτους ληστές.
  • Επίσης, η ερωτική σχέση που συνδέει τη Χαρίκλεια με τον πληγωμένο Θεαγένη και η μεταξύ τους λεκτική επικοινωνία, που έρχονται σε αντίθεση με την πλατωνική συσχέτιση της Φεγγαροντυμένης και του Κρητικού και φυσικά με το γεγονός ότι η θεϊκή γυναίκα δεν επικοινωνεί ποτέ λεκτικά με τον ήρωα.
  • Τέλος, το γεγονός ότι ενώ στον Κρητικό έχουμε την επίδραση που έχει η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης αποκλειστικά στον ήρωα, στα Αιθιοπικά βλέπουμε την επίδραση της όμορφης Χαρίκλειας σ’ ένα πλήθος ληστών.

Απαντήσεις στα Θέματα των Πανελληνίων 2011: Δ. Σολωμός "Ο Κρητικός"

Βιτσέντζος Κορνάρος «Ερωτόκριτος», ως παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Neil Camara 

Βιτσέντζος Κορνάρος «Ερωτόκριτος», ως παράλληλο για τον Κρητικό

Ερωτόκριτος (στίχοι 389-402)
«Κι όντεν η νύκτα η δροσερή καθ’ άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθή τόπο να βρη γυρεύγει,
ήπαιρνε το λαγούτον του κι εσιγανοπερπάτει,
κι εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή ‘χε σαν αηδόνι,
κάθε καρδιά να του γρικά κλαίει κι αναδακρυώνει.
Ήλεγε κι ανεβίθανε της ερωτιάς τα πάθη,
και πώς σ’ αγάπη εμπέρδεσε κι εψύγη κι εμαράθη.
Κάθε καρδιά ανελάμπανε, αν ήτο σαν το χιόνι,
σ’ έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνη.
Εμέρων’ όλα τ’ άγρια, τα δυνατά απαλαίνα,
στο νουν τ’ ανθρώπου ό,τ’ ήλεγε με λύπηση πομένα
εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα,
το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα.»

αναβιθάνω: διηγούμαι
ανάδια: απέναντι


Κρητικός (στίχοι 24-38)
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια, 
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·

Ο Ερωτόκριτος, αν και γνωρίζει πως η διεκδίκηση της νεαρής πριγκίπισσας δύσκολα θα μπορούσε να ευοδωθεί, δεν μπορεί να τιθασεύσει το βαθύ του έρωτα για την Αρετούσα, γι’ αυτό πηγαίνει τις νύχτες απέναντι από το παλάτι και  με το λαγούτο του, τραγουδά τον ερωτικό του καημό.
Ο ποιητής φροντίζει να παρουσιάσει το τραγούδι του Ερωτόκριτου με τρόπο που να αναδεικνύει στο έπακρο τη γλυκύτητά του, καθώς και τη δύναμη που ασκεί σε όσους το ακούν. Το χέρι του νεαρού, που έπαλλε τις χορδές του λαγούτου, ήταν σαν από ζάχαρη και η φωνή του σαν αηδόνι, φέρνοντας δάκρυα σε κάθε καρδιά που τον άκουγε. Διηγούνταν τα πάθη του έρωτα και πώς η καρδιά του που μπλέχτηκε στον έρωτα πάγωσε και μαράθηκε, και ήταν τόσο γλυκιά η φωνή του, ώστε όποια καρδιά ήταν κοντά του, έλαμπε όπως αν ήταν άσπρη σαν το χιόνι.
Καθετί άγριο ημέρευε στο άκουσμα αυτού του τραγουδιού και οτιδήποτε ήταν δυνατό, καμπτόταν και γινόταν απαλό. Τα λόγια του εξέφραζαν τόσο ειλικρινείς πόνους κι έκρυβαν τέτοιο καημό, ώστε οι καρδιές ένιωθαν τον πόνο οξύ σαν μαχαιριά, τα μάρμαρα έσπαζαν και τα κρύσταλλα πυρώνονταν.
Το ερωτικό τραγούδι του Ερωτόκριτου συγκινεί τους ανθρώπους και επηρεάζει τα αντικείμενα γύρω του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε καθίσταται σαφής η δύναμή του. Μ’ ένα πάθος λοιπόν που ξεπερνά τα καθημερινά μέτρα, ο νεαρός παρασύρει με τη μελωδική φωνή του καθετί που βρίσκεται γύρω του.
Η παραστατική αυτή περιγραφή της μελωδικότητας και της ομορφιάς του τραγουδιού του Ερωτόκριτου, μας παραπέμπει στην προσπάθεια του Κρητικού, στο ομώνυμο ποίημα του Σολωμού, να περιγράψει τη δύναμη αλλά και την εξαιρετική αρμονία του γλυκύτατου ήχου. Ο ήρωας που βρίσκεται αντιμέτωπος με την τελική του δοκιμασία, τίθεται υπό την απόλυτα δεσμευτική επίδραση ενός γλυκύτατου ήχου, που αποτελεί επί της ουσίας τη μετουσίωση της αρμονίας που διατρέχει τη φύση, σ’ έναν μελωδικό ήχο. Ο Κρητικός, δηλαδή, ακούει τον παναρμόνιο ρυθμό της φύσης και μαγεύεται από την αρμονικότητα και τη γλυκύτητα, του ήχου αυτού που του αποκαλύπτει τη θεϊκή αρμονία του σύμπαντος.
Ο ήρωας για να δείξει πόσο θελκτικός ήταν αυτός ο ήχος που τον είχε καθηλώσει, θα τον συγκρίνει με τρεις ξεχωριστά όμορφους και μελωδικούς ήχους, οι οποίοι βρίσκουν το ανάλογό τους στο απόσπασμα του Ερωτόκριτου:
  • Με το γλυκό τραγούδι μιας κοπέλας που βγαίνει τη νύχτα να τραγουδήσει για τον κρυφό της έρωτα, με όλη την ένταση του πάθους, αλλά και τον καημό που κρύβει η αγάπη που δεν έχει αποκαλυφθεί. Το ερωτικό αυτό τραγούδι, μας θυμίζει το αντίστοιχο τραγούδι του Ερωτόκριτου, που, όπως η κοπέλα στη σύνθεση του Σολωμού, βγαίνει κι αυτός τη νύχτα για να τραγουδήσει τον κρυφό του έρωτα.
  • Με το τραγούδι ενός αηδονιού που έχει τέτοια γλυκύτητα, ώστε να αντιβουίζει τη νύχτα η θάλασσα και οι πεδιάδες κι όταν προβάλλει η αυγή να της πέφτουν τα τριαντάφυλλα απ’ τα χέρια, στο άκουσμά του. Με παρόμοιο τρόπο ο Βιτσέντζος Κορνάρος τονίζει τη γλυκύτητα του τραγουδιού του Ερωτόκριτου, παρομοιάζοντάς το με εκείνο ενός αηδονιού και σχολιάζοντας πως το χέρι του ήρωα, που έπαιζε το λαγούτο, ήταν σαν από ζάχαρη. Η επίδραση, μάλιστα, που έχει το τραγούδι του αηδονιού στην αυγή, έχει το ανάλογό της και στο τραγούδι του Ερωτόκριτου, που κάνει τις καρδιές να λάμπουν, όπως αν ήταν λευκές σαν το χιόνι.
  • Τέλος, με τη γλυκιά μελωδία απ’ το φιαμπόλι που άκουγε ο Κρητικός στον Ψηλορείτη, βλέποντας όλη τη φύση να γελά στο αστέρι του ουρανού. Μελωδία που μας παραπέμπει στο γλυκό ήχο που δημιουργεί ο Ερωτόκριτος με το λαγούτο του (ήτον η χέρα ζάχαρη) και συνοδεύει το τραγούδι του, κάνοντας τις καρδιές να σφάζονται απ’ τον πόνο, τα μάρμαρα να σπάνε και τα κρύσταλλα να φλέγονται.
Οι δύο ποιητές αναγνωρίζουν και καταγράφουν τη δύναμη που ασκεί στην ψυχή των ανθρώπων ένας μελωδικός ήχος κι ένα ερωτικό τραγούδι, αξιοποιώντας όμως τη θεματική αυτή με διαφορετικό τρόπο. Ο Βιτσέντζος Κορνάρος δίνει στο τραγούδι του Ερωτόκριτου τη δύναμη να αναστατώνει κάθε καρδιά γύρω του, ώστε να αποτελέσει έτσι τον τρόπο με τον οποίο θα κερδίσει τον έρωτα της απρόσιτης πριγκίπισσας. Ενώ, ο Διονύσιος Σολωμός δημιουργεί μια ύψιστη δοκιμασία για τον ήρωά του, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να ακούσει την τελειότητα της αρμονίας που διαπνέει το σύμπαν και θέλγοντάς τον έτσι με την αποκάλυψη μιας όψης της θεϊκής ομορφιάς και αρτιότητας της φύσης.

«Ο Κρητικός»: Νίκη του λόγου πάνω στη δύναμη των αισθήσεων

Απόκοπος του Μπεργαδή, ως παράλληλο για τον Κρητικό του Σολωμού

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nik Helbig

Απόκοπος του Μπεργαδή, ως παράλληλο για τον Κρητικό του Σολωμού

Kαι εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,
όχλον μ’ εφάνην κ’ ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια τό ‘μπα μου να μάχουνται, δια μένα να λαλούσι
και εδόθη λόγος μέσα τους να πέψουσιν να δούσιν
τις εις τον Άδην έσωσεν, τις ταραχήν εποίκεν
και τις την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν κ’ εμπήκεν.
Kαι δύο μ’ εφάνην κ’ ήλθασι μαύροι και αραχνιασμένοι,
ως νέων σκιά και χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά μ’ εχαιρετήσασιν, ήμερα μ’ εσυντύχαν
κ’ εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τι αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν μου: "Πόθεν και από πού; Tις είσαι; Tι γυρεύεις;
Kαι δίχως πρόβοδον εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς εκατέβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες;
Oπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.
Tα χνώτα σου μυρίζουσι και τα λινά σου λάμπουν,
να είπες λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτια κάμπου:
από τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν!
Eιπέ μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα·
ειπέ αν αστράπτει και βροντά και αν συννεφιά και βρέχει
και ο Iορδάνης ποταμός αν κυματεί και τρέχει·
και αν είναι κήποι και δεντρά, πουλιά να κιλαδούσι
και ανέ μυρίζουν τα βουνιά και τα λαγκάδια αχούσιν.
Eίναι λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ’ άστρη τ’ ουρανού και αυγερινός αστέρας;
Kαι ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και αν γέρνουνται και την αυγήν ν’ άφτουσι τες λαμπάδες.
Παιδιά και να μαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν
και να περνούν τες γειτονιές κρατώντ’ από το χέριν
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;
Φιλοτιμούνται οι λυγερές τάχα και χαίροντ’ όλες;
τον κόσμον, τον εδιάβαινες, στες χώρες, τες επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας·
[απόσπασμα]


Λεξιλόγιο:
σώνω: φτάνω
βουλή: άδεια
χαραγή: περίγραμμα
κλιτά: σκύβοντας, ταπεινά
πρόβοδος: οδηγός
διαγέρνω: επιστρέφω
ανέν: αν
γέρνομαι: εγείρομαι, σηκώνομαι
παράταξη: διασκέδαση
φιλοτιμώ: τιμώ

Ο Απόκοπος (ο τίτλος προκύπτει από το πρώτο ημιστίχιο του ποιήματος: Mιαν από κόπου ενύσταξα), εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1519, αλλά η σύνθεσή του τοποθετείται αρκετά χρόνια νωρίτερα. Γραμμένο σε βυζαντινή δημώδη γλώσσα με αρκετά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος -που ενισχύουν την εικασία ότι ο ποιητής του, ο Μπεργαδής ήταν Κρητικός-, αποτελεί ένα εξαίρετο λογοτεχνικό δείγμα της εποχής του.
Ο αφηγητής βλέπει στον ύπνο του πως έχει κατέβει στον Άδη και πως τον πλησιάζουν οι σκιές των νεκρών, ρωτώντας τον με αγωνία για τους ζωντανούς. Η μεγάλη επιθυμία των νεκρών είναι να μάθουν αν οι ζωντανοί τους θυμούνται.
Ο αφηγητής τους απαντά πως οι ζωντανοί, αφού θρηνήσουν για λίγο το θάνατο των δικών τους, συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη ζωή τους και λησμονούν πολύ σύντομα τους πεθαμένους, με εξαίρεση βέβαια τις μανάδες που δεν ξεχνούν ποτέ τα παιδιά τους που χάθηκαν.
Η απάντηση αυτή του αφηγητή εμπεριέχει και το γενικότερο μήνυμα της ποιητικής σύνθεσης, που έρχεται να τονίσει το εφήμερο της ζωής και την ανάγκη να αξιοποιηθεί έγκαιρα από τους ανθρώπους το μοναδικό δώρο της ύπαρξης.

Ο Σολωμός στον Κρητικό (παρενθετικοί στίχοι 2. 5-18), παρουσιάζει τον ήρωα του ποιήματος να ζητά από τη Σάλπιγγα της Δευτέρας παρουσίας να ηχήσει κι αφού εγείρεται από τον τάφο του «το σάβανο τινάζω», να μεταβαίνει στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ, λίγες στιγμές προτού γίνει η Έσχατη Κρίση.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι’ εγώ το σάβανο τινάζω,
Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:
«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.
Καπνός δε μένει από τη γή∙ νιος ουρανός εγίνη∙
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
—Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της∙
Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
Το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος∙
Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει∙
Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).

Ομοιότητες των δύο κειμένων:
-          Οι νεκροί στον Απόκοπο, όπως και οι μόλις αναστημένοι στον Κρητικό, περιγράφονται ως σκιές, καθώς για να επιστρέψουν στα σώματά τους θα πρέπει να ολοκληρωθεί η «εν σαρκί» ανάσταση. Γι’ αυτό και η αρραβωνιαστικιά του Κρητικού: «έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της∙».
-          Η ανάσταση των νεκρών αναφέρεται και στον Απόκοπο: «Oπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν· / μόνον η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.»
-          Οι νεκροί και στα δύο ποιήματα διατηρούν την ικανότητά τους να μιλούν, αλλά και να θυμούνται τα αγαπημένα τους πρόσωπα και την πρότερη ζωή τους. Στον Απόκοπο ακούμε τα εναγώνια ερωτήματα των δύο νεκρών για το αν η ζωή στον επάνω κόσμο συνεχίζει να έχει την ομορφιά που είχε όσο ζούσαν και φυσικά για το αν οι ζωντανοί τους θυμούνται ακόμη. Ενώ στον Κρητικό τόσο ο ήρωας όσο και η αγαπημένη του αναζητούν ο ένας τον άλλον και ο Κρητικός διαβεβαιώνει τους συνομιλητές του: «Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.»
-          Η ικανότητα που έχουν οι νεκροί, και στα δύο κείμενα, να μιλούν, να κινούνται και να θυμούνται, όπως όταν ήταν ζωντανοί, αποτελεί έκφραση της πεποίθησης που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο ότι ο κόσμος των νεκρών δεν διαφέρει τελείως από τον κόσμο των ζωντανών. Έχουμε, επομένως, και στα δύο κείμενα, στοιχεία εγκοσμίωσης.
Οι διαφορές των δύο κειμένων:
-          Οι δύο ποιητές ασχολούνται στα κείμενά τους με τον κόσμο των νεκρών, παρουσιάζοντας όμως δύο διαφορετικά χρονικά επίπεδα της μετά θάνατον πορείας των ανθρώπων. Ο Μπεργαδής μας παρουσιάζει τις σκιές των νεκρών να παραμένουν στο αιώνιο σκοτάδι του Άδη, ενώ ο Σολωμός μας παρουσιάζει τις σκιές των μόλις αναστημένων, καθώς έχει ήδη σημάνει η αναστάσιμη σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας.
-          Στον Απόκοπο έχουμε την απροσδόκητη είσοδο ενός ζωντανού στον κόσμο των νεκρών που τους αναστατώνει με την παρουσία του, ενώ στον Κρητικό ο ήρωας ανήκει κι αυτός με τους άλλους νεκρούς που μόλις αναστήθηκαν.
-          Στον Απόκοπο οι νεκροί κινούνται σ’ ένα διαρκές σκοτάδι, με τη θλίψη να τους βαρύνει, ενώ στον Κρητικό επικρατεί μια διάθεση εύθυμης προσδοκίας, καθώς αναμένεται η Έσχατη Κρίση και η συνακόλουθη «εν σαρκί» ανάσταση των νεκρών. «Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια /Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
-          Στον Κρητικό ο κόσμος βρίσκεται σε αναμονή της Έσχατης Κρίσης και συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές: «Καπνός δε μένει από τη γή∙ νιος ουρανός εγίνη∙». Στον Απόκοπο, από την άλλη, ο ποιητής παρουσιάζει τις ψυχές σε αιώνια αναμονή, μιας και η ανάσταση των νεκρών παραμένει απλώς ως ένα πιθανό γεγονός.

-          Ο ποιητής έχοντας αποκαλύψει από την αρχή της διήγησης το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του ήρωα, αισθάνεται την ανάγκη να δείξει πως η προσπάθειά του δεν πρόκειται να είναι χωρίς νόημα. Ο Κρητικός έχοντας δοκιμαστεί υπέρμετρα θα ανταμειφθεί με μια αγάπη που ξεπερνά τα όρια του χρόνου.
-          Η αιώνια αγάπη του Κρητικού και η αναζήτηση της αρραβωνιαστικιάς του ακόμη και μετά το θάνατο, υποδηλώνει την ένταση των δοκιμασιών που θα απαιτηθούν για να κατανικήσουν την ψυχική δύναμη του ήρωα.
-          Το υπερκόσμιο πλαίσιο της προδρομικής αφήγησης δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να γίνουν ευκολότερα αποδεκτές από τους ακροατές/αναγνώστες οι δοκιμασίες του ήρωα, που ξεπερνούν κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα.
-          Παράλληλα, μέσα από την προδρομική αφήγηση ο ποιητής εντάσσει αρμονικά τη θεματική της θρησκείας στην ποιητική του σύνθεση.

Δείτε επίσης:

Ερωτήσεις ΚΕΕ Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»: Να σχολιάσετε τη λειτουργία των παρενθετικών στίχων.


Άγγελος Τερζάκης «Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ» ως παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Scott Davidson

Άγγελος Τερζάκης «Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ» ως παράλληλο για τον Κρητικό

«Γύρω παντού σκοτάδι. Να σου λοιπόν και πιάνει τ’ αυτί μου μακριά, μέσα στο βουνό, ένα τραγούδι».
«Αερικό θα ‘τανε...»
«Ένα τραγούδι, μα τι τραγούδι! Δεν ήταν άνθρωπος αυτός που τραγούδαγε έτσι γλυκά, δεν ήταν γυναίκα. Λες κι είχαν ανοίξει τα ουράνια κι ακούγονταν οι άγγελοι. Άλλο να σου λέω κι άλλο ν’ ακούς...»
«Λοιπόν; λοιπόν;» κάνουνε γύρω ανυπόμονα.
«Μπρος να τραβήξω φοβόμουνα, πίσω να κάνω σκιαζόμουν. Με τα πολλά, το παίρνω απόφαση και τραβώ. Κατεβαίνω στη ρεματιά, χώνομαι κάτω από τα δέντρα. Η βρύση ήταν εκειδά να, άκουγα κιόλας το νερό να τρέχει. Στρίβω, που λέτε, τι να δω! Στο βράχο καβάλα, σαν πάνω σε φαρί, μια γυναίκα ασπροφορεμένη καθότανε, κι ήταν αυτή που τραγουδούσε μ’ έτσι αγγελική φωνή».
«Πώς ήτανε; πώς ήτανε;» ρώτησε άπληστα το μισόγυμνο παιδί σταματώντας το φυσερό.
«Δούλευε μωρέ!» χούγιαξε ο σιδεράς.
«Δουλεύω, αφέντη».
Το καμίνι λαμπάδιασε κι η βαριά κοπάνησε το σίδερο βροντώντας.
«Ήτανε ψηλή! Χριστέ μου, τι ψηλή! Κι είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της. Στο δεξί κράταγε ένα χτένι, χρυσό χτένι, και χτενιζότανε».
«Λοιπόν; λοιπόν;»
«Εγώ τα χρειάστηκα. Παρατώ χάμου τον κουβά, κάθουμαι πάνω γιατί τα γόνατα δεν με βαστούσαν, και σταυροχεριάζομαι να την κοιτάζω».
«Κι αυτή;»
«Αυτή τραγούδαγε του καλού καιρού. Είναι σε ξέφωτο η βρύση μας, λοιπόν από δω που βρισκόμουν έβλεπα καλά, μ’ όλο που δεν μ’ έβλεπε η λάμια».
«Δεν ήτανε λάμια. Νεράιδα ήτανε», διόρθωσε με ύφος έμπειρο ο ζευγάς. «Η λάμια δεν τραγουδάει».
«Κι ήταν όμορφη;» ρώτησε πάλι το παιδί χωρίς όμως ν’ αφήσει το φυσερό.
«Όμορφη λέει! Έλαμπε γύρω ο τόπος, λες κι είχε φανεί το φεγγάρι».
«Ο εξαποδώ παίρνει πολλά σχήματα για να μας βάλει σε πειρασμό», παρατήρησε δογματικά ο καλόγερος.
«Και δεν της μίλησες;»
«Να της μιλήσω; Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! Τι λες, κακορίζικε; Για να μου πάρει τη μιλιά;»

Ο Άγγελος Τερζάκης στο απόσπασμα αυτό μας παραθέτει ενδιαφέρουσες λαογραφικές πληροφορίες σχετικά με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, που παρά το έντονο παραμυθιακό τους στοιχείο, περνούσαν από γενιά σε γενιά ως πραγματικά γεγονότα. Οι νεράιδες και οι λάμιες ήταν γυναικείες μορφές που κυριαρχούσαν στη λαϊκή παράδοση, έχοντας επιβιώσει με κάποιες παραλλαγές από την αρχαιοελληνική μυθολογία.
Οι νεράιδες -που προέρχονται από τις Νηρηίδες της αρχαιότητας- ήταν εξαιρετικά όμορφες γυναίκες που έμεναν συνήθως κοντά σε πηγές και ποτάμια. Η ομορφιά τους αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους ανθρώπους της εποχής, καθώς οι νεράιδες τιμωρούσαν όποιον τολμούσε να τις αντικρίσει, ιδίως όταν είχαν βγάλει τα ρούχα τους και κολυμπούσαν γυμνές. Η παράδοση αναφέρεται σε νεραϊδοπαρμένους, εννοώντας ανθρώπους που είχαν χάσει τη λογική τους ύστερα από μια τέτοια απρόσμενη συνάντηση με τις νεράιδες. Εντούτοις, για τους πιο θαρραλέους υπήρχε και η προοπτική να κάνουν δική τους μια νεράιδα, αρκεί να της κλέψουν το μαντήλι και να το κρύψουν, ώστε η νεράιδα να μην μπορεί να φύγει από κοντά τους.
Οι λάμιες αποτελούσαν μεγαλύτερο φόβο για τους ανθρώπους της εποχής, γιατί σύμφωνα με την παράδοση έπιναν το αίμα των μικρών παιδιών ή ακόμη και τα άρπαζαν για να τα καταβροχθίσουν. Η Λάμια κατά την αρχαιοελληνική μυθολογία ήταν κόρη του Ποσειδώνα, με την οποία ο Δίας απέκτησε πολλά παιδιά, τα οποία όμως σκότωσε η ζηλόφθονη Ήρα. Η απώλεια των παιδιών της μετέτρεψε τη Λάμια σε τέρας που κυκλοφορούσε σκοτώνοντας τα παιδιά των άλλων ανθρώπων.
Το τραγούδι της όμορφης γυναίκας που ακούγεται τόσο γλυκό σα να προέρχεται από αγγέλους, μας παραπέμπει στις ομηρικές σειρήνες και παράλληλα μας οδηγεί στον γλυκύτατο ήχο του Κρητικού.
Ο Τερζάκης παρουσιάζει τη νεράιδα της διήγησής του να είναι τόσο όμορφη, ώστε να λάμπει ο τόπος γύρω της λες κι είχε φανεί το φεγγάρι, ενώ το τραγούδι της ήταν τόσο γλυκό που δεν θα μπορούσε να είναι ανθρώπινο. Τα στοιχεία αυτά που έλκουν βέβαια την καταγωγή τους από την αρχαιοελληνική μυθολογία, είναι παράλληλα ζωντανά στη λαϊκή παράδοση, αποκαλύπτοντας μια συνέχεια και μια γόνιμη διατήρησή τους στις διηγήσεις του ελληνικού λαού.
Αντίστοιχα, η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού με τη μαγική της επίδραση σε όλη τη φύση και ιδίως στον ήρωα του ποιήματος, αλλά και ο γλυκύτατος ήχος, αντλούν εν μέρει τη γένεσή τους σε αρχαιοελληνικούς μύθους, χωρίς να αποκλείεται η συσχέτισή τους και με τις λαϊκές παραδόσεις που με τόσο ενδιαφέρον άκουγε ο ποιητής από τους γέροντες της Ζακύνθου.
Ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, μια βασική διαφοροποίηση που παρατηρείται ανάμεσα στον Κρητικό του Σολωμού και στη σύντομη διήγηση από την Πριγκιπέσα Ιζαμπώ του Τερζάκη. Ο ράφτης που μας διηγείται τη συνάντησή του με τη νεράιδα, γνωρίζει καλά πως είναι επικίνδυνη γι’ αυτόν η όμορφη γυναίκα, γι’ αυτό και στέκει μακριά της. Ενώ ο Κρητικός αφήνεται στη μαγεία της Φεγγαροντυμένης, θεωρώντας πως η θεϊκή αυτή μορφή βρίσκεται εκεί για να τον βοηθήσει στη δύσκολη στιγμή του, αγνοώντας πως στην πραγματικότητα είναι εκεί για να δοκιμάσει την ηθική του δύναμη και την αποφασιστικότητά του να σώσει την αγαπημένη του. 

Η Φεγγαροντυμένη, η Αναδυομένη και η θεϊκή Πατρίδα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Richard Young

Η Φεγγαροντυμένη, η Αναδυομένη και η θεϊκή Πατρίδα

Ο Κρητικός

Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.
Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
Όμως κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη,
Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι•
Και ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν•
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,
Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι



Σχεδίασμα Γ «Ο Πειρασμός»

Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί’ δες∙
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


Ο Λάμπρος

Απόσπασμα 32

Στην κορυφή της θάλασσας πατώντας
Στέκει, και δε συγχύζει τα νερά της,
Που στα βάθη τους μέσα ολόστρωτα όντας
Δεν έδειχναν το θείο ανάστημά της.
Δίχως αύρα να πνέη, φεγγοβολώντας
Η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της
Συχνότρεμε, σα νάχε επιθυμήσει
Τα ποδάρια τα θεία να της φιλήση.

Η θεϊκή μορφή της Φεγγαροντυμένης εντοπίζεται στο έργο του Σολωμού τόσο στον Κρητικό, όσο και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ενώ μια παρόμοια μορφή βρίσκουμε και στο ποίημα ο Λάμπρος, την οποία ο Στυλιανός Αλεξίου ονομάζει «Αναδυομένη».
Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής επιλέγει να παρουσιάσει τις μορφές αυτές έχει πολλές ομοιότητες στα τρία ποιήματα, παρόλο που η λειτουργία της θεϊκής γυναίκας, μοιάζει να διαφοροποιείται στον Λάμπρο, ή τουλάχιστον παραμένει αδιευκρίνιστη.
Στον Κρητικό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, που έχουμε πληρέστερα την παρουσίαση του σκηνικού της εμφάνισης των θεϊκών μορφών, προηγείται μια αναφορά στο μυστηριακό κλίμα που επικρατεί στη φύση. Στον Κρητικό δηλώνεται πως κάποιο κρυφό μυστήριο αναγκάζει τη φύση να στολιστεί με κάθε ομορφιά, ενώ στους Ελεύθερους Πολιορκημένους η νύχτα παρουσιάζεται να είναι γεμάτη από θαύματα και μάγια. Η παρουσίαση της Αναδυομένης στον Λάμπρο αποτελεί απόσπασμα που ξεκινά με τη θεϊκή μορφή να είναι ήδη παρούσα, οπότε δεν έχουμε τους στίχους που προετοιμάζουν την εμφάνισή της.
Κοινό στοιχείο και στις τρεις εμφανίσεις είναι η ακινησία της φύσης, η οποία δίνεται με την αναφορά στο γεγονός ότι ο άνεμος δεν πνέει ούτε στο ελάχιστο. Στον Κρητικό μάλιστα και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, η πλήρης απουσία του ανέμου δίνεται παραστατικά με την ίδια ακριβώς παρομοίωση: «Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας, / Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι», ενώ στην Αναδυομένη του Λάμπρου η ανυπαρξία του ανέμου δίνεται τελείως επιγραμματικά: «Δίχως αύρα να πνέη».
Σε ό,τι αφορά, τώρα, την εμφάνιση των θεϊκών γυναικών, στον Κρητικό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, οι μορφές μοιάζουν να προβάλουν μέσα από το φως του φεγγαριού που καθρεφτίζεται στο ακινητοποιημένο νερό της θάλασσας. Οι μορφές δηλαδή εμφανίζονται λουσμένες στο φως του φεγγαριού, γι’ αυτό και ο ποιητής χαρακτηρίζει τη μορφή στον Κρητικό Φεγγαροντυμένη.

Κρητικός:
«Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι•
Και ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.»

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι:
«Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.»

Η ξαφνική εμφάνιση των γυναικών μέσα από το φως του φεγγαριού, ενισχύει τη μυστηριακή και υπερβατική τους υπόσταση, ενώ παράλληλα μας δημιουργεί την αίσθηση πως η παρουσία τους σηματοδοτεί μια θεϊκή παρέμβαση.
Σε ό,τι αφορά την Αναδυομένη, επειδή δεν έχουμε τους στίχους που παρουσιάζουν την εμφάνισή της, δε γνωρίζουμε αν ο ποιητής σκόπευε να δημιουργήσει μια παρόμοια εικόνα, βρίσκουμε, όμως, κι εδώ την κυρίαρχη παρουσία του φεγγαριού. Ο ποιητής λέει πως το φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στο νερό δίπλα της έτρεμε, σα να ήθελε το φως του φεγγαριού να φιλήσει τα πόδια της.
Παρατηρούμε, παράλληλα, πως η εικόνα του φεγγαριού που καθρεφτίζεται στο νερό, είναι κοινή και στις τρεις εμφανίσεις, ενώ στον Κρητικό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους η αντανάκλαση του φεγγαριού τρέμει λίγο προτού εμφανιστούν οι θεϊκές μορφές, εικόνα που παρουσιάζεται και στην Αναδυομένη, με τη διαφορά πως η Αναδυομένη είναι ήδη παρούσα.
Μια βασική ομοιότητα επίσης βρίσκουμε ανάμεσα στη Φεγγαροντυμένη του Κρητικού και την Αναδυομένη, καθώς και οι δύο μορφές παρουσιάζονται να πατούν πάνω στο νερό της θάλασσας, χωρίς να το ταράζουν. Στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι οι γυναικείες αυτές μορφές έχουν θεϊκή υπόσταση.

Κρητικός:
«Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει»
Λάμπρος:
«Στην κορυφή της θάλασσας πατώντας
Στέκει, και δε συγχύζει τα νερά της»

Κοινή μοιάζει να είναι και η λειτουργία των θεϊκών μορφών στον Κρητικό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, μιας κι ο ποιητής τις θέλει να αποτελούν στοιχεία έκφρασης της ομορφιάς και να θέτουν σε δοκιμασία την αποφασιστικότητα των ηρώων. Στον Κρητικό η Φεγγαροντυμένη δοκιμάζει την αφοσίωση του ήρωα στην απόφασή του να σώσει την αρραβωνιαστικιά του, ενώ στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στα πλαίσια της ενότητας που επονομάζεται ο Πειρασμός, η θεϊκή μορφή συνενώνεται με τη γενικότερη ευδαιμονία της φύσης και θέτει σε δοκιμασία την απόφαση των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους, με την ηρωική έξοδο που ετοιμάζουν.
Ενώ, λοιπόν, στα δύο ποιήματα οι θεϊκές γυναίκες λειτουργούν ως «πειρασμοί» για τους ήρωες, στον Λάμπρο η λειτουργία της Αναδυομένης είναι αδιευκρίνιστη, καθώς το απόσπασμα που την παρουσιάζει δεν είναι ενταγμένο στο ποίημα, αλλά δίνεται ανεξάρτητο. Δεν μπορούμε επομένως να γνωρίζουμε σε ποιον θα έκανε την εμφάνισή της η Αναδυομένη και με ποιο σκοπό.
Γνωρίζουμε, βέβαια, πως ο κεντρικός ήρωας του ποιήματος είναι ο Λάμπρος και πως μέσα στη θάλασσα είχε πνιγεί η κόρη του, όταν με φρίκη έμαθε πως ο άντρας με τον οποίο είχε ερωτικές σχέσεις ήταν ο πατέρας της. Γνωρίζουμε, επίσης, πως ο Λάμπρος τελικά θα τερματίσει τη ζωή του πέφτοντας κι αυτός στη θάλασσα, όπως και η κόρη του.
Ενδέχεται, επομένως, σε μια σκηνή τιμωρίας του ήρωα να εμφανιζόταν η ψυχή της χαμένης κόρης του ή μια θεϊκή γυναίκα που θα καλούσε τον ήρωα να την ακολουθήσει στα βάθη της θάλασσας.


Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Σχεδίασμα Γ

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χαρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα∙
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του Μεσολογγιού).

Η εμφάνιση της μητέρας πατρίδας, της προσωποποιημένης θεϊκής πατρίδας, που μας δίνεται στο τρίτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, γίνεται για να κληθεί ο ποιητής, από την ίδια την πονεμένη πατρίδα, να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου και τη θυσία των παιδιών της.
Η εμφάνιση αυτή διαφοροποιείται σε πολλά σημεία από τις άλλες εμφανίσεις θεϊκών γυναικών στο έργο του Σολωμού, αποτελεί όμως μια ακόμη προτίμηση του ποιητή στη θεματική της αποθέωσης της Γυναίκας, στην οποία ο ποιητής προσδίδει θεϊκή υπόσταση και την καθιστά κεντρική παρουσία στα έργα του.
Η μητέρα πατρίδα εμφανίζεται ξαφνικά, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τον ποιητή, και στις παρακλήσεις του να ακούσει το θέλημά της, απαντά πως επιθυμία της είναι να εξυμνηθεί από τον ποιητή η πολιορκία του Μεσολογγίου. Όπως και στις άλλες θεϊκές μορφές, υπάρχει κι εδώ το στοιχείο του άπειρου κάλλους, της ακινησίας αλλά και του μυστηρίου, χωρίς όμως η μορφή αυτή να εντάσσεται όπως οι προηγούμενες στα πλαίσια της δοκιμασίας των ηρώων. Εδώ, η θεϊκή γυναίκα είναι η προσωποποίηση της Πατρίδας, που θέλει να εξυμνηθούν τα παιδιά της που θυσιάστηκαν.

Νικόλαος Μαυροκορδάτος «Στο περιβόλι περπατεί...», παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ilse Kleyn

Νικόλαος Μαυροκορδάτος «Στο περιβόλι περπατεί...», παράλληλο για τον Κρητικό



Στο περιβόλι περπατεῖ,
τα χορταράκια που πατεῖ
τα ίχνη της γλυκοφιλοῦν
κι ευθύς ιδές τα πως ανθοῦν!

Τ’ αγκάθια σαν την στοχασθοῦν,
ανάγκη είν’ να φοβηθοῦν∙
να την εγγίσουν δεν τολμοῦν,
μον’ σκύφτουν και την προσκυνοῦν.

Στα χόρτ’ απάνω την θωρεῖς,
άνθος πως είναι την θαρρεῖς∙
κι οι άνεμοι όπου φυσοῦν,
ότι αναπνέει και μεθοῦν.

Και τ’ αηδονάκια που λαλοῦν
τα χείλη της γλυκοφιλοῦν,
τα ρόδα πλια καταφρονοῦν∙
- όχ, πώς φωνάζουν και πονοῦν! -

Και τα νερά παραστρατοῦν
στους πόδας της να κυλισθοῦν,
να τα πατήση να ‘φρανθοῦν
κι ευθύς ευθύς να γλυκανθοῦν.

Τα σύννεφα να μαζωχθοῦν,
τον Ήλιο-μπέη να λυπηθοῦν,
‘λαφρά ‘λαφρά να σκεπασθῆ,
να μην την διῆ και σκοτισθῆ!

Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος θέλοντας να εκφράσει το θαυμασμό του για την ομορφιά της κοπέλας του ποιήματος, αντί να επιχειρήσει μια περιγραφή του προσώπου ή του σώματός της που ίσως θα αδικούσε την ιδιαίτερη γοητεία της, μας αφήνει να φανταστούμε πόσο όμορφή είναι με το να μας περιγράψει τον αντίκτυπο που έχει η παρουσία της στη φύση. Όπως ο Όμηρος δείχνει την ομορφιά της Ελένης μέσα από τις αντιδράσεις όσων την αντικρίζουν, έτσι και ο ποιητής εδώ, αφήνει την αναστάτωση που προκαλείται στη φύση, να μιλήσει για τη μοναδική ομορφιά της κοπέλας.
Όταν η κοπέλα περπατά στο περιβόλι, τα χορταράκια που πατά, γλυκοφιλούν τα ίχνη που αφήνει στο πέρασμά της κι αμέσως ανθίζουν.
Τα αγκάθια που υπάρχουν εκεί και που ίσως θα μπορούσαν να πληγώσουν τα πόδια της κοπέλας, δεν το τολμούν καν, αντιθέτως πέφτουν και την προσκυνούν.
Βλέποντας την κοπέλα να πατά πάνω στα χόρτα, νομίζεις πως είναι κι αυτή ένα από τα λουλούδια, κι οι άνεμοι που περνούν κοντά της μεθούν με την ανάσα της. Η εντύπωση που δίνεται πως η κοπέλα είναι ένα από τα λουλούδια ενισχύεται από την αντίδραση των ανέμων, καθώς μεθούν από τη γλυκύτητα της αναπνοής της, όπως ακριβώς όταν περνούν από κάποιο λουλούδι που αποπνέει ένα υπέροχο άρωμα.
Αντιστοίχως, τα αηδόνια του περιβολιού, αντί να πηγαίνουν στα λουλούδια, προτιμούν να γευτούν τα χείλη της κοπέλας και δε θέλουν πια να πλησιάζουν τα πραγματικά άνθη. Είναι, μάλιστα, τέτοια η απόλαυση που τους προσφέρει το φίλημα της κοπέλας, που το τραγούδι τους μοιάζει με έκφραση ερωτικού καημού και πόνου.
Ακόμη και τα νερά του περιβολιού αλλάζουν την πορεία τους, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να έρθουν σ’ επαφή με τα πόδια της κοπέλας και να λάβουν έτσι μερίδιο της γλυκύτητας, που η κοπέλα χαρίζει σε κάθε τι γύρω της.
Είναι, άλλωστε, τέτοια η ομορφιά και η λάμψη της κοπέλας, ώστε ο ποιητής καλεί τα σύννεφα να καλύψουν τον ήλιο, γιατί αν δει την κοπέλα θα σκοτεινιάσει από τη ζήλια του.
Τα χορτάρια, τα λουλούδια, τα αηδόνια, τα νερά, ακόμη κι ο ήλιος επηρεάζονται από την ομορφιά της κοπέλας, η οποία στο πέρασμά της μαγεύει όλη τη φύση. Όλα τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, άλλωστε, θέλουν να είναι κοντά στην όμορφη κοπέλα για να έρθουν σ’ επαφή με τη γλυκύτητα που αυτή αποπνέει.
Η απόδοση της ομορφιάς της κοπέλας μέσα από την επίδραση που έχει στη φύση γύρω της, μας παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο ο Σολωμός παρουσιάζει τη μορφή της Φεγγαροντυμένης.
Ο Σολωμός, βέβαια, επιχειρεί να παρουσιάσει μια μορφή με θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και η επίδραση στη φύση είναι σαφώς πιο έντονη, αλλά η βασική ιδέα είναι παρόμοια. Όπως δηλαδή το πέρασμα της κοπέλας στο ποίημα του Μαυροκορδάτου μαγεύει τη φύση, έτσι και η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης ησυχάζει την ταραγμένη φύση και την ωθεί να στολιστεί με κάθε ομορφιά. Η θάλασσα γαληνεύει απόλυτα και μοιάζει με περιβόλι, τα άνθη του οποίου είναι τα αστέρια του ουρανού που καθρεφτίζονται στο νερό.
Τα αστέρια χαίρονται με την εμφάνιση της θεϊκής γυναίκας και επιχειρούν μάταια να επισκιάσουν τη λάμψη της με το δικό τους φως, ενώ το νερό της θάλασσας δεν ταράζεται ούτε στο ελάχιστο από το πάτημά της. Η Φεγγαροντυμένη μοιάζει να ακτινοβολεί με τέτοια ένταση ώστε φωτίζει τη νύχτα με φως μεσημεριού κι όλος ο κόσμος γύρω της μοιάζει με ολόφωτο ναό.

Σονέτα του Πετράρχη ως παράλληλα για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Arthur Braginsky

Σονέτα του Πετράρχη ως παράλληλα για τον Κρητικό

Το έργο του Πετράρχη (1304-1374) αποτέλεσε ένα από τα αναγνώσματα του Διονύσιου Σολωμού και επηρέασε την ποιητική του δημιουργία, καθώς η εξύμνηση της δύναμης της αγάπης και η αποθέωση της γυναίκας, που απασχολούν το Σολωμό, αποτελούν βασικά στοιχεία στο έργο του Ιταλού ποιητή.
Τα 366 σονέτα του Πετράρχη (canzoniere) είναι αφιερωμένα στη μεγάλη αγάπη του ποιητή, τη Laura, την οποία παρουσιάζει ως την ωραιότερη γυναίκα που υπήρξε ποτέ. Ο ποιητής ζει και αναπνέει για να εξυμνεί την ομορφιά και την αρετής της αγαπημένης του, παρουσιάζοντας τη σταδιακά σαν ένα πλάσμα που δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο θάνατος, άλλωστε, της αγαπημένης γυναίκας θα ωθήσει τον ποιητή στην αποθέωσή της και θα τον κάνει να ευχηθεί πολλές φορές το θάνατό του, ώστε να μεταβεί στον παράδεισο όπου εκείνη τον περιμένει καρτερικά.

CLVI

I' vidi in terra angelici costumi
et celesti bellezze al mondo sole,
tal che di rimembrar mi giova et dole,
ché quant'io miro par sogni, ombre et fumi;

et vidi lagrimar que' duo bei lumi,
ch'àn fatto mille volte invidia al sole;
et udí' sospirando dir parole
che farian gire i monti et stare i fiumi.

Amor, Senno, Valor, Pietate, et Doglia
facean piangendo un piú dolce concento
d'ogni altro che nel mondo udir si soglia;

ed era il cielo a l'armonia sí intento
che non se vedea in ramo mover foglia,
tanta dolcezza avea pien l'aere e 'l vento.

[Είδα αγγελική αρετή στη γη
και παραδείσια ομορφιά σε γήινο έδαφος,
ώστε είμαι θλιμμένος και γεμάτος χαρά με την ανάμνηση αυτή,
κι αυτό που βλέπω μοιάζει με όνειρο, σκιά, καπνό∙

και είδα δύο αξιαγάπητα μάτια που δάκρυσαν,
που έκαναν τον ήλιο να ζηλέψει χίλιες φορές∙
κι άκουσα λέξεις να αναδύονται ανάμεσα στους αναστεναγμούς,
που έκαναν τα βουνά να κινηθούν και τα ποτάμια να σταματήσουν.

Αγάπη, Κρίση, Στενοχώρια, Αξία και Θρήνος,
έκαναν τη γλυκύτερη χορωδία θρήνου
απ’ οποιαδήποτε άλλη έχει ακουστεί κάτω απ’ το φεγγάρι∙

και ο παράδεισος προσηλωμένος στην αρμονία,
κανένα φύλλο δε φαινόταν να κινείται στα κλαδιά,
τόσο γεμάτοι με γλυκύτητα ήταν ο άνεμος και ο αέρας.]

Η ομορφιά και η αρετή της αγαπημένης του ποιητή είναι τέτοια, που μοιάζει αδύνατο να αποτελεί μέρος αυτού του κόσμου, γι’ αυτό και ο ποιητής πιστεύει πως είναι πιθανότερο η θέαση της αγαπημένης του να ήταν ένα όνειρο παρά ένα πραγματικό συμβάν.
Η δύναμη της γυναικείας παρουσίας που επιβάλλεται στη φύση, όπως και η ακινησία του φυσικού περιβάλλοντος, που βρίσκουμε σ’ αυτό το σονέτο, αποτελούν θεματικές που αξιοποιήθηκαν κι από το Σολωμό.

XIX
...
Ch'i' non son forte ad aspectar la luce
di questa donna, et non so fare schermi
di luoghi tenebrosi, o d' ore tarde:

però con gli occhi lagrimosi e 'nfermi
mio destino a vederla mi conduce;
et so ben ch'i' vo dietro a quel che m'arde.

[Δεν είμαι αρκετά δυνατός για να κοιτάξω το φως
αυτής της γυναίκας, και δε γνωρίζω πώς να φτιάξω ένα παραπέτασμα
με σκιώδη μέρη ή με το πέρασμα της ώρας.

κι όμως, με δακρυσμένα και ασθενικά μάτια, η μοίρα μου
με οδηγεί να στρέψω το βλέμμα μου σ’ αυτή: και γνωρίζω καλά
πως θα ήθελα να προχωρήσω πέρα από τη φωτιά που με καίει.]

Η αγαπημένη γυναίκα είναι τόσο όμορφη, ώστε εκπέμπει ένα τόσο ισχυρό φως που είναι ικανό να τυφλώσει όποιον την αντικρίζει. Το φως εδώ εκφράζει την ένταση της ομορφιάς, ενώ θα αξιοποιηθεί από το Σολωμό στον Κρητικό ως έκφανση της δύναμης που κατέχει η θεϊκή Φεγγαροντυμένη και την καθιστά ικανή να φωτίζει τη νύχτα.

CCCXXIII
...
Alfin vid'io per entro i fiori et l'erba
pensosa ir sí leggiadra et bella donna,
che mai nol penso ch'i' non arda et treme:
humile in sé, ma 'ncontra Amor superba;
et avea indosso sí candida gonna,
sí texta, ch'oro et neve parea inseme;
ma le parti supreme
eran avolte d'una nebbia oscura:
punta poi nel tallon d'un picciol angue,
come fior colto langue,
lieta si dipartio, nonché secura.
Ahi, nulla, altro che pianto, al mondo dura!

Canzon, tu puoi ben dire:
- Queste sei visïoni al signor mio
àn fatto un dolce di morir desio. -

[Τέλος, είδα μια τόσο αξιαγάπητη και γεμάτη χάρη γυναίκα
να περνά σκεφτική ανάμεσα στα λουλούδια και το γρασίδι,
ώστε δεν μπορώ να τη σκεφτώ χωρίς να φλέγομαι και να τρέμω∙
ταπεινή στον εαυτό της, ήταν υπερήφανη απέναντι στον Έρωτα∙
και φορούσε μια τόσο λευκή εσθήτα
έτσι υφασμένη που έμοιαζε χρυσάφι να έχει ανακατευθεί με χιόνι∙
αλλά το στέμμα στο κεφάλι της
ήταν κρυμμένο από μια σκοτεινή ομίχλη∙
τότε, δαγκωμένη από ένα μικρό φίδι στη φτέρνα,
λύγισε όπως ένα λουλούδι όταν κόβεται,
χαρούμενη και αποφασισμένη να αποχωρήσει.
Ω, τίποτε πέρα από το θρήνο δε διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο!

Τραγούδι, μπορείς κάλλιστα να πεις:
«Αυτά τα οράματα έδωσαν
στον κύριό μου, μια γλυκιά επιθυμία να πεθάνει.»]

Ο Πετράρχης παρουσιάζει μια σειρά από οράματα που βλέπει, το τελευταίο από τα οποία είναι μιας εξαιρετικά όμορφης γυναίκας, η οποία ξαφνικά χάνει τη ζωή της και αποχωρεί απ’ αυτό τον κόσμο.

CCCLII

Spirto felice che sí dolcemente
volgei quelli occhi, piú chiari che 'l sole,
et formavi i sospiri et le parole,
vive ch'anchor mi sonan ne la mente:

già ti vid'io, d'onesto foco ardente,
mover i pie' fra l'erbe et le vïole,
non come donna, ma com'angel sòle,
di quella ch'or m'è piú che mai presente;

...
Nel tuo partir, partí nel mondo Amore
et Cortesia, e 'l sol cadde del cielo,
et dolce incominciò farsi la morte.

[Ευτυχισμένο πνεύμα που κοίταζες τόσο γλυκά
από αυτά τα μάτια, φωτεινότερα κι από τον ήλιο,
και σχημάτιζες τους αναστεναγμούς και τις λέξεις,
με τόση ζωντάνια που ακόμη αντηχούν στο μυαλό μου.

Κάποτε σε είδα, να φλέγεσαι με τη φωτιά της αρετής,
να κινείς τα πόδια σου ανάμεσα στο γρασίδι και τα λουλούδια,
όχι σαν γυναίκα, αλλά όπως κινούνται οι άγγελοι,
μια εικόνα που είναι πιο ζωντανή για μένα από ποτέ.

...
Με την αποχώρησή σου, ο Έρωτας και η Αβρότητα έφυγαν
από τη γη, ο ήλιος έπεσε από τον ουρανό
και ο ίδιος ο θάνατος άρχισε να μοιάζει πιο γλυκός.]

Η γυναίκα εξιδανικεύεται από τον ποιητή, συγκρίνεται το φωτεινό της βλέμμα με το φως του ήλιου, κινείται όπως οι άγγελοι κι όταν αποχωρεί από τη γη, φεύγουν μαζί της ο Έρωτας και η ομορφιά.

CCLXXV

Occhi miei, oscurato è 'l nostro sole;
anzi è salito al cielo, et ivi splende:
ivi il vedremo anchora, ivi n'attende,
et di nostro tardar forse li dole.
...

[Δικά μου μάτια, ο ήλιος μας σκοτείνιασε
ή καλύτερα ανέβηκε στον παράδεισο και λάμπει εκεί∙
εκεί θα τη δω ξανά, εκεί περιμένει,
και θρηνεί, ίσως, που αργούμε τόσο πολύ.]

Η αγαπημένη του ποιητή μετά το θάνατό της βρίσκεται στον παράδεισο, όπου και τον περιμένει σχεδόν ανυπόμονα να βρεθεί κι εκείνος κοντά της. Μια τέτοια συνάντηση θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ο Σολωμός στον Κρητικό.

CCCLIV
...
Forma par non fu mai dal dí ch'Adamo
aperse li occhi in prima; et basti or questo:
piangendo i' 'l dico, et tu piangendo scrivi.

[Καμία μορφή δεν ήταν ισάξια της από τη μέρα που ο Αδάμ
άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του∙ και τώρα ας είναι αυτό αρκετο∙
στα λέω αυτά κλαίγοντας, και κλαίγοντας πρέπει να τα γράψεις.]

Η θεματική του Αδάμ αποτέλεσε στοιχείο που θέλησε και ο Σολωμός να αξιοποιήσει για να εκφράσει εναργέστερα την εντύπωση που προκαλεί ο γλυκύτατος ήχος στον Κρητικό. Ο Πετράρχης χρησιμοποιεί την αναφορά στον Αδάμ για να δείξει πως δεν εμφανίστηκε ποτέ μια γυναίκα τόσο όμορφη, όσο η αγαπημένη του.

CLIV

Le stelle, il cielo et gli elementi a prova
tutte lor arti et ogni extrema cura
poser nel vivo lume, in cui Natura
si specchia, e 'l Sol ch'altrove par non trova.

L'opra è sí altera, sí leggiadra et nova
che mortal guardo in lei non s'assecura:
tanta negli occhi bei for di misura
par ch'Amore et dolcezza et gratia piova.
...

[Τα αστέρια, ο ουρανός, τα στοιχεία χρησιμοποίησαν
όλη τους την τέχνη, και όλη τη βαθύτερη φροντίδα τους,
για να φτιάξουν αυτό το ζωντανό φως, όπου η Φύση
καθρεφτίζεται, και ένας ήλιος χωρίς σύγκριση.

Το αποτέλεσμα, τόσο ευγενές, γεμάτο χάρη και σπάνιο,
είναι τέτοιο που η θνητή ματιά δεν μπορεί να το συλλάβει∙
τέτοιο είναι το μέγεθος της ομορφιάς στα μάτια της
που ο Έρωτας βρέχει χάρη και γλυκύτητα.]

Η ομορφιά της αγαπημένης του ποιητή μοιάζει να είναι έργο όλων των στοιχείων της φύσης, τα οποία εργάστηκαν για να δημιουργήσουν μια τέλεια μορφή, που αποδίδεται από τον ποιητή ως ζωντανό φως.

CCXIII
...
e que' belli occhi che i cor' fanno smalti,
possenti a rischiarar abisso et notti,
et tôrre l'alme a' corpi, et darle altrui;
...

[κι αυτά τα αξιαγάπητα μάτια που ζαλίζουν την καρδιά,
μπορούν να φωτίσουν την άβυσσο και τη νύχτα,
να βγάλουν την ψυχή από το σώμα και να την προσφέρουν σε άλλο.]

Όπως η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού έχει την ικανότητα να φωτίζει τη νύχτα με φως μεσημεριού, έτσι και η αγαπημένη του Πετράρχη με τη λαμπρότητα των ματιών της μπορεί να φωτίσει την άβυσσο και τη νύχτα.

III
....
Trovommi Amor del tutto disarmato
et aperta la via per gli occhi al core,
che di lagrime son fatti uscio et varco:

però al mio parer non li fu honore
ferir me de saetta in quello stato,
a voi armata non mostrar pur l'arco.

[Ο Έρωτας με βρήκε άοπλο
και άνοιξε το δρόμο για την καρδιά μου, μέσω των ματιών μου
που έχουν γίνει πέρασμα και πύλη των δακρύων μου.

έτσι μου φαίνεται πως αυτό δεν τον τιμά καθόλου
να με πληγώσει με το βέλος του, σ’ αυτή την κατάσταση,
αφού αυτός δε δείχνει καθόλου το τόξο του σε σας που είστε οπλισμένοι.]

Η διαφορά ανάμεσα στους δύο ποιητές είναι πως ενώ ο Πετράρχης βασίζει την ποίησή του στην εξύμνηση του έρωτα και μένει στάσιμος στην περιγραφή της έντασης που έχουν τα συναισθήματά του, ο Σολωμός προχωρά στη δημιουργία μιας βαθύτερης ποιητικής σύνθεσης, όπου ο ήρωας δοκιμάζεται και αποκτά την ευκαιρία να εξυψωθεί ηθικά. 

Αθανάσιος Χριστόπουλος «Η Αφροδίτη» παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Richard Young

Αθανάσιος Χριστόπουλος «Η Αφροδίτη» παράλληλο για τον Κρητικό

...
Προβαίν’ εμπρός ο Έρωτας
και η θεά αγάλια
ακολουθά κατόπι του
απάν’ στα περιγιάλια.

Κι όπου πατεί και στέκεται
ο τόπος πρασινίζει,
η γη καταστολίζεται
και όλη λουλουδίζει.

Μυρτιές και τριαντάφυλλα
και σπάρτια φουντωμένα
συντρέχουν και την δέχονται
παντού στη γη στρωμένα.

Ανθοβολούν οι νάρκισσοι,
ανθοβολούν οι κρίνοι,
και όλα τ’ άνθη η άνοιξη
στα ίχνη της τα χύνει.
...
(απόσπασμα)

Ιούλιος Τυπάλδος «Το πλάσμα της φαντασίας» παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Arthur Braginsky

Ιούλιος Τυπάλδος «Το πλάσμα της φαντασίας» παράλληλο για τον Κρητικό

Ἐσὺ ποὺ πρώτη ἐπρόβαλες
σὰν ὄνειρο ἐμπροστά μου,
κι ἄναψες πάθη ἀκοίμητα
στὴν ἄδολη καρδιά μου,
ἄ! ποῦ 'σαι, πὲς μου, αγάπη μου,
ποῦ 'σαι, γλυκιά μου ἐλπίδα;
Tὴ γῆν ἔχεις πατρίδα
ἢ τ' ἄστρα τ' οὐρανοῦ;

Ἐσὲ ζητῶ στὸ χάραμα,
σὰ γλυκοφέγγει ἡ μέρα,
εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας,
στὸν ἥσυχον αἰθέρα·
ἐσὲ στὴν ἀνθοστόλιστη
τοῦ κάμπου πρασινάδα,
στὴν μυστικὴν ἀχνάδα
τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ.

Πόσες φορὲς μοῦ φαίνεται
νὰ σὲ θωρῶ μπροστά μου,
καὶ ἀπὸ τὰ στήθια στέκεται
νὰ πετακτῆ ἡ καρδιά μου
θωρῶ τὰ οὐράνια βλέμματα,
τ' ἀγγελικό σου στόμα,
τ' ἀέρινο τὸ σῶμα,
τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά.

Πόσες φορές, ἀγάπη μου,
ζητώντας σὲ εἰς τὰ ξένα,
μὲ πόθο γύρω ἀσήκωσα,
τὰ μάτια ἐρωτευμένα,
ὅπου τὰ κάλλη ἐλάμπανε
μὲς στ' ἄνθη, στὰ λουλούδια,
ὅπου χοροί, τραγούδια
μαγεύουν τὴν καρδιά.

....
(απόσπασμα)

Διονύσιος Σολωμός «Ο Πόρφυρας» παράλληλο για τον Κρητικό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bo Bartlett

Διονύσιος Σολωμός «Ο Πόρφυρας» παράλληλο για τον Κρητικό

V
Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
Και κεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Aλλ’ αχ! να δώσω μια πλεξιά και να ‘μαι και φτασμένος,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !".

VI
«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

VII
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του∙
Eλπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί..............
Kοντά 'ναι εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά, μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !
Αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.................
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.............
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.

VIII
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει∙
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
........................................................................
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

Ένας Άγγλος στρατιώτης κατασπαράχτηκε το 1847 από έναν πόρφυρα (σκυλόψαρο, καρχαρία), ενώ κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Το πραγματικό αυτό γεγονός αξιοποίησε ο Σολωμός για τη δημιουργία ενός εξαιρετικού ποιήματος, όπου η θεματική της δοκιμασίας κυριαρχεί.
Ο Σολωμός παρουσιάζει εδώ τη φύση σε διττό ρόλο, καθώς από τη μία προσφέρει μια ανυπέρβλητη εικόνα ομορφιάς κι από την άλλη ενέχει ένα θανάσιμο κίνδυνο, ο οποίος θα σημάνει το πρόωρο τέλος του νεαρού στρατιώτη.
Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους η φύση με την ομορφιά της αντιμάχεται τη θέληση και την αποφασιστικότητα των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους σε μια ύστατη προσπάθεια να αντισταθούν στους εχθρούς. Ενώ, στον Πόρφυρα ο νεαρός ήρωας εγκλωβίζεται από την ομορφιά της φύσης και δε συνειδητοποιεί έγκαιρα τον κίνδυνο που καραδοκεί, πέφτοντας θύμα μιας βίαιης έκφανσης της φύσης. Αντιστοίχως, στον Κρητικό ο ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος αρχικά με την αρνητική όψης της φύσης, όπως αυτή εκδηλώνεται με την ισχυρή τρικυμία, κι αμέσως μετά θα δοκιμαστεί από τη θετική όψη της φύσης, η οποία με την υπερβατική γοητεία της επιχειρεί να αποτρέψει τον ήρωα από τη διάσωση της αγαπημένης του. Οι ήρωες του Σολωμού, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, δοκιμάζονται, όχι απέναντι σε αρνητικές δυνάμεις, αλλά απέναντι στη θετική και όμορφη εικόνα της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει τις αντιστάσεις τους και να θέσει σε δοκιμασία την αφοσίωσή τους στον αρχικό τους στόχο. Στον Πόρφυρα, ωστόσο, όπως άλλωστε και στον Κρητικό, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος παράλληλα με τη θετική και την αρνητική πλευρά της φύσης, και καλείται να αποδεσμευτεί τόσο από τη μαγεία που του ασκεί η ομορφιά της φύσης όσο και από το φόβο που του προκαλεί η άλογη βία της.

Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
...

Ένα χρυσόφτερο πουλί αφήνει το κλαδί του δέντρου όπου καθόταν και πετά κοντά στο γιαλό, απολαμβάνει την ομορφιά του ουρανού και της θάλασσας και συνοδεύει την ομορφιά αυτή με το μαγευτικό τραγούδι του. Υπό τον ήχο του κελαϊδίσματος του, που αντηχεί από τη θάλασσα μέχρι το βράχο, όλη η φύση συνενώνεται σε μια αρμονική εικόνα ομορφιάς κι ευδαιμονίας και το πουλί καλεί τον Αποσπερίτη, το πρώτο άστρο που εμφανίζεται στον ουρανό να προβάλει νωρίτερα απ’ ό,τι συνηθίζει, για να συμπληρώσει με την παρουσία του την ομορφιά της φύσης.
Ο νεαρός μαγεμένος από το κελάιδισμα του πουλιού, του μιλά, λέγοντάς του πως αν δεν είναι ο ήχος της φωνής του η απόλυτη ευτυχία τότε τίποτε καλό δεν έχει γίνει στη γη και στον ουρανό. Ο ήρωας του ποιήματος βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους ευδαιμονίας, καθώς απολαμβάνει το κολύμπι του περιτριγυρισμένος από την εκστατική ομορφιά της φύσης κι εύχεται να μπορούσε πολύ γρήγορα, προτού καν διαλυθεί ο αφρός του κύματος, να φτάσει στη χώρα του και να γυρίσει έχοντας πάρει δυο φιλιά από τη μητέρα του και μια φούχτα χώμα από την πατρίδα του. Ο νεαρός Άγγλος αισθάνεται πως η ευτυχία του θα ήταν πληρέστερη αν είχε και την ευλογημένη στοργή της μητέρας του, καθώς και λίγο έστω χώμα από την πατρική του γη.
Η ευδαιμονία που αισθάνεται ο νεαρός αγγίζει τα όρια της έκστασης και του διονυσιασμού, ωθώντας το νεαρό να φιλήσει τα χέρια του και να αγκαλιάσει το στήθος του. Αισθάνεται τις αισθήσεις του, τα μάτια της ψυχής του, να βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση κι απορεί ποια είναι η πηγή όλη αυτής της ομορφιάς που έχει κατακλύσει τη φύση γύρω του.
Η προσωποποιημένη φύση μοιάζει να χαμογελά στο νεαρό και να του παραδίνεται, καθώς ο νεαρός βιώνει την ευδαιμονική της ομορφιά με κάθε του αίσθηση, μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Η χαρά αυτή που αισθάνεται του γεννά μια απρόσμενη ελπίδα, πως η ζωή είναι απόλυτα όμορφη κι αυτός θα μπορέσει να τη βιώσει στο έπακρο. Η ελπίδα της ζωής και της χαράς κυριεύει το νου του νεαρού με όλα τα μάγια που έχει, υπό την έννοια πως η ελπίδα όντας ουσιαστικά ένα συναίσθημα, κατορθώνει να επηρεάσει καταλυτικά την ψυχή του νεαρού, δίνοντας την υπόσχεση μιας ευτυχίας πρωτόγνωρης. Ο νεαρός στην αποκορύφωση της χαράς που αισθάνεται και παρασυρμένος από την αίσθηση της ελπίδας που τον έχει κατακλύσει βλέπει γύρω του τον κόσμο αναγεννημένο και δομημένο με υλικά ομορφιάς, χαράς και καλοσύνης.
Κοντά στο νεαρό, όμως βρίσκεται ο τίγρης του πελάγους, ο καρχαρίας, τον οποίο ο νεαρός δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα, καθώς βρισκόταν σε μια κατάσταση διονυσιακής απόλαυσης της ομορφιάς της φύσης. Η θετική έκφανση της φύσης παγίδευσε το νεαρό και τον άφησε εκτεθειμένο στην επίθεση του καρχαρία, στην επίθεση της βίαιης και αρνητικής έκφανσής της. Ο νεαρός είναι άοπλος, καθώς το σπαθί και το όπλο του βρίσκονται στην ακτή.
Ο καρχαρίας με μεγάλη ταχύτητα προβάλλει από το βάθος της θάλασσας και ορμά στο νεαρό. Ο ποιητής εδώ μας παρουσιάζει σταδιακά το σώμα του νεαρού, ξεκινώντας από το λευκό λαιμό του, προχωρώντας στο πλατύ στήθος και το ξανθό του κεφάλι και καταλήγοντας στην έδρα της ζωής του, στη γλυκιά πνοή της νιότης του. Ο καρχαρίας επιτίθεται για να σκοτώσει.
Ο νεαρός, βέβαια, δεν παραμένει άπραγος απέναντι στη φονική επίθεση που δέχεται. Αποδεσμεύεται αμέσως από τη μαγεία που τόση ώρα του ασκούσε η ομορφιά της φύσης και τον είχε παγιδεύσει και ξυπνά μέσα του η τέχνη του κολυμβητή και του πολεμιστή. Ο νεαρός είναι έτοιμος να κολυμπήσει μακριά από τον καρχαρία, αλλά και να παλέψει για τη ζωή του. Ξυπνά μέσα του μια αγωνιστική διάθεση, που όσο κι αν είναι μάταιη σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα, σηματοδοτεί τη δυναμική αντίσταση του νεαρού τόσο απέναντι στην ομορφιά της φύσης που τον είχε κρατήσει δέσμιό της, όσο κι απέναντι στο φόβο που του προκαλεί ο φονικός καρχαρίας.
Την ύστατη στιγμή προτού ο νεαρός ξεψυχήσει, αισθάνεται να τον κυριεύει ένα αίσθημα χαράς και με μια ξαφνική λάμψη φωτός∙ με μια διαδικασία τάχιστη, ο νεαρός φτάνει στην αυτογνωσία, στο απόλυτο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης. Ο νεαρός αντιλαμβάνεται πως βρίσκεται πολύ πέρα από την ομορφιά της φύσης, αλλά και πέρα πια από το φόβο του θανάτου. Τίποτα δεν τον δεσμεύει και σε τίποτα δεν είναι υποταγμένος, είναι ο ίδιος ένα αυτόνομο δημιούργημα τέλειο και απόλυτα ολοκληρωμένο που δεν έχει ανάγκη ούτε τα κάλλη της φύσης, ούτε κι επηρεάζεται από την κατάσταση του θανάτου. Έχει κι ο ίδιος μια θεϊκή υπόσταση, όπως και κάθε άλλο δημιούργημα και δεν βρίσκεται σε θέση εξάρτησης απέναντι στις δυνάμεις της φύσης.

«Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν»

Το νόημα του στίχου δεν είναι ολοκληρωμένο, αλλά από ένα ιταλικό σχεδίασμα του Σολωμού γνωρίζουμε τι σκόπευε να γράψει ο ποιητής: «Ν’ άνοιγαν γύρου οι κρυφοί κόσμοι να του ρίξουν κορόνες, θα τον έβρισκαν αδιάφορον, όπως και η ιδέα πως την πράξη του κανείς ποτέ δε θα τη μάθει.» Ο νεαρός δεν ενδιαφέρεται ούτε για την επιβράβευση του θάρρους του, ούτε τον απασχολεί αν το κουράγιο και η δύναμη που επέδειξε τη στιγμή του θανάτου του περάσουν απαρατήρητα.
Το ποίημα κλείνει με τα λόγια θρήνου του ποιητή, ο οποίος υπενθυμίζει την ομορφιά, την καλοσύνη και φυσικά τη νεότητα του στρατιώτη που πέθανε τόσο πρόωρα. Ό,τι έχει απομείνει από το σώμα του το έφεραν τα κύματα στην ακτή, όπου και ο νεαρός θα γίνει αποδέκτης του θρήνου των ανθρώπων που τον αγαπούσαν.
Ο Πόρφυρας έχει παραλληλίες με τον Κρητικό σε ό,τι αφορά τη δοκιμασία του ήρωα, καθώς όπως ο νεαρός στρατιώτης παγιδεύεται από την ομορφιά της φύσης και βρίσκεται τελικά εκτεθειμένος στη φονική επίθεση του Καρχαρία, έτσι και ο Κρητικός παγιδεύεται από την άφατη ευχαρίστηση που του προκαλεί αρχικά η παρουσία της θεϊκής Φεγγαροντυμένης, κι αμέσως ύστερα ο γλυκύτατος ήχος, και καταλήγει να χάνει την αγαπημένη του, για χάρη της οποίας είχε ήδη παλέψει με κύματα της μανιασμένης τρικυμίας.

Τα συναισθήματα εκστατικής ευδαιμονίας του νεαρού Άγγλου βρίσκουν το ανάλογό τους στην εμπειρία του γλυκύτατου ήχου για τον Κρητικό, όπου ο ήρωας μοιάζει να παραδίνεται πλήρως στο κάλεσμα του θεσπέσιου ήχου: «με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω / τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω».

Η αδυναμία του νεαρού Άγγλου ν’ αντιληφθεί το θανάσιμο κίνδυνο που παραμονεύει στα νερά της θάλασσας, μας παραπέμπει στην αδυναμία του Κρητικού ν’ αντιληφθεί τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχει η κόρη, όσο εκείνος παραδίνεται στη θεϊκή ομορφιά της φύσης: «M’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπόρει / ο ουρανός κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη».

Η αναφορά στην αιφνίδια επίτευξη αυτογνωσίας του νεαρού Άγγλου «Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του», που αποδίδεται με την επενέργεια της λάμψης του φωτός, επιτρέπει μιαν ανάλογη ανάγνωση του φωτός που διαχέει παντού γύρω της η Φεγγαροντυμένη «Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει, / κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει», ως μέσου αυτοσυνειδησίας για τον Κρητικό, ο οποίος απέναντι στην απόλυτα αγαθή και ταπεινή Φεγγαροντυμένη, συναισθάνεται καθαρότερα το βίαιο της δικής του υπόστασης «Eγώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι, / π’ αγνάντευεν Aγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι».

Οι ποιότητες που αποδίδονται στη φύση στο ποίημα «Ο Πόρφυρας» (Eλπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙ / Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης), έχουν αντιστοιχίες και στον Κρητικό, τόσο μέσα από την εμπειρία της Φεγγαροντυμένης (κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, / κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη), όσο και μέσα από την εμπειρία του γλυκύτατου ήχου (σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα, / γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . . .). Ενώ, οι στίχοι αυτοί παραπέμπουν και στη δεύτερη ενότητα του Κρητικού (Kαπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη).

Το μάγεμα του νεαρού Άγγλου απ’ την ομορφιά της φύσης, που διακόπτεται γοργά καθώς γίνεται αισθητός ο φονικός καρχαρίας (Έτσι κι ο νιος............. / Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες, / οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,- / Κι ευθύς ξυπνά στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει, / Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.), μας παραπέμπει στην άμεση και γεμάτη νέα δύναμη πάλη του Κρητικού με τα άγρια κύματα, μόλις εξαφανίζεται η θεϊκή οπτασία (Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα, / με δύναμη που δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα).

Ομοιότητες με την εμπειρία του γλυκύτατου ήχου βρίσκουμε και στον εμφατικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η ομορφιά και η μαγεία του κελαηδίσματος του χρυσόφτερου πουλιού (Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου, / Ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου, / Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα).


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...