Τα γηρατειά στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης υπήρξε αφοσιωμένος λάτρης της νεότητας και της ομορφιάς, καθώς θεωρούσε ότι η νεότητα σε συνδυασμό με το σωματικό κάλλος αποτελεί μια ανυπέρβλητη πηγή δύναμης. Ο ποιητής υμνεί με κάθε ευκαιρία τους ωραίους νέους που κοσμούν το ιδιαίτερο ποιητικό του σύμπαν και θλίβεται στη σκέψη ότι κάποια στιγμή η ομορφιά τους θα χαθεί. Το πέρασμα του χρόνου και η φθορά που επέρχεται τρομοκρατεί τον ποιητή, όχι γιατί φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο τέλος της ζωής του, αλλά γιατί του στερεί τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη μοναδική εκείνη χαρά που προσφέρουν τα νιάτα και ο συγχρωτισμός με τους νέους ανθρώπους. Ο ποιητής θεωρεί ότι τα γηρατειά θέτουν τον άνθρωπο στο περιθώριο και τον κρατούν μακριά από κάθε ουσιαστική απόλαυση, δημιουργώντας έτσι μια ανυπόφορη κατάσταση κατά την οποία μπορεί να υπάρχει μόνο πόνος και απελπισία. Αν κοιτάξουμε, άλλωστε, τα πορτρέτα των ηλικιωμένων που δημιουργεί ο Καβάφης συνειδητοποιούμε πως ό,τι αισθάνεται ο ποιητής για τα γηρατειά είναι αποστροφή και θλίψη. Ο Καβάφης, βέβαια, γνωρίζει ότι το πέρασμα του χρόνου και η έλευση του γήρατος είναι κάτι το αναπόφευκτο, γι’ αυτό και στρέφεται στην ποίηση, τη μόνη δυνατή παρηγοριά που γνωρίζει. Η ποίηση μπορεί είτε να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στον ηλικιωμένο ποιητή και τους νέους είτε να του προσφέρει λίγες αναγκαίες στιγμές λησμονιάς.
Στο «Πολύ Σπανίως» ο Καβάφης καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ηλικιωμένου ποιητή που έχοντας καταντήσει πλέον αποκρουστικός εξαιτίας των καταχρήσεων της νεότητάς του και φυσικά εξαιτίας του γήρατος, δεν έχει τίποτε άλλο να τον παρηγορεί παρά μόνο το ποιητικό του έργο. Παρόλο που ο ίδιος δεν μπορεί πια να σχετίζεται με τους νέους, το έργο του συνεχίζει να τους ενθουσιάζει, παρέχοντας έτσι στον ποιητή ένα συνεκτικό δεσμό μαζί τους. Ο ποιητής χαίρεται καθώς γνωρίζει ότι οι δικές του ερωτικές «οπτασίες» και η δική του «έκφανση του ωραίου», όπως αποτυπώθηκαν στα ποιήματά του, ενεργοποιούν τη φαντασία των νέων και συγκινούν «το ηδονικό και υγιές μυαλό τους» καθώς και «τη σφιχτοδεμένη σάρκα τους». Η αναφορά εδώ του Καβάφη γίνεται βέβαια για τα ερωτικά του ποιήματα, μιας και τα γηρατειά πέραν των άλλων του στερούν τη δυνατότητα να απολαμβάνει τον έρωτα, όπως ο ποιητής τον εννοούσε και τον απομακρύνουν ακόμη κι από την απλή συναναστροφή των ωραίων νέων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες του γήρατος, μπορεί τουλάχιστον να παρηγορείται με τη σκέψη ότι η ποίησή του θα συνεχίσει να προσφέρει αισθητική απόλαυση στους νέους των επερχόμενων γενιών. Ο Καβάφης είχε κατανοήσει τη δύναμη του ποιητικού του λόγου και γνώριζε ότι η ποίησή του θα αποτελέσει το μέσο που θα του προσφέρει μια διηνεκή παρουσία στο μέλλον.
Μια παρόμοια εικόνα του γήρατος βρίσκουμε στο «Ένας γέρος», στο οποίο ο ποιητής μας παρουσιάζει έναν γέροντα που κάθεται μόνος του στο καφενείο και σκέφτεται με απόγνωση τα χρόνια που πέρασαν και το ασυγχώρητο λάθος του να αφήσει τη νεότητά του να χαθεί χωρίς να τη ζήσει στο έπακρο. Ο ηλικιωμένος ήρωας του ποιήματος βιώνει την καταφρόνια των γηρατειών και μετανιώνει για όλες τις «ορμές» που συγκράτησε και όλες τις ευκαιρίες που άφησε ανεκμετάλλευτες νομίζοντας ότι είχε άφθονο χρόνο μπροστά του. Τώρα είναι μόνος του κι απελπισμένος, καθώς ο χρόνος της νεότητάς του πέρασε τόσο γρήγορα που μοιάζει σα να ήταν χθες που ήταν ακόμη νέος. Η διαφορά ανάμεσα στο γέροντα του Πολύ σπανίως και του γέροντα αυτού του ποιήματος είναι ότι ο πρώτος έχει την παρηγοριά της ποίησης, ενώ ο δεύτερος δεν έχει τίποτε άλλο πέρα από μεταμέλειες και πίκρα. Διαφορά που μπορεί να οφείλεται στις περιόδους που γράφτηκαν τα δύο ποιήματα, μιας και το Πολύ σπανίως ο Καβάφης το έγραψε όταν ήταν 50 χρονών και ήδη καταξιωμένος ποιητής, ενώ το Ένα γέρος όταν ήταν μόλις 34 και βρισκόταν ακόμη στην αρχή της ποιητικής του πορείας. Εντούτοις, κοινό στοιχείο και στα δύο ποιήματα είναι η απελπισία και η απογοήτευση που γεννούν τα γηρατειά, καθώς είτε υπάρχει η ποίηση είτε όχι, το τέλος της νεότητας δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνο.
Η παρηγοριά πάντως που μπορεί να προέλθει από την ποίηση δεν περιορίζεται μόνο στη σκέψη ότι ο ποιητής έχει διασφαλίσει τη συνέχειά του μέσω του έργου του. Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα καταφύγιο της σκέψης, με τον ποιητή να αφοσιώνεται στην ποιητική του δημιουργία και να ξεχνά έστω και για λίγο την παρούσα του κατάσταση. Στο Μελαγχολία τοῦ Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητοῦ εν Κομμαγηνῇ∙ 595 μ.Χ., ο Καβάφης ζητά τη συνδρομή της ποίησης για να ξεχάσει τη πληγή που του έχει προκαλέσει το γήρασμα της μορφής του. Για έναν ποιητή, όπως είναι ο Καβάφης, που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ποίηση, δουλεύοντας ξανά και ξανά τα ποιήματά του, είναι πολύ λογικό η ενασχόληση με την ποίηση να αποτελεί έναν ασφαλή νοητικό χώρο όπου ο ποιητής μπορεί να καταφύγει για να λησμονήσει ό,τι τον απασχολεί και τον πληγώνει. Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως, αναφωνεί ο Ιάσονας Κλεάνδρου, η περσόνα που υιοθετεί εδώ ο Καβάφης, αναφερόμενος ουσιαστικά στα μέσα που χρησιμοποιεί η ποιητική δημιουργία, στη φαντασία δηλαδή και το λόγο. Για τον Καβάφη τόσο ο λόγος, η ελληνική γλώσσα, όσο και η φαντασία αποτελούν δυο στοιχεία που τον συνοδεύουν σταθερά στη ζωή του. Ο ποιητής αυτός, άλλωστε, έχει προσέξει όσο κανείς τη γλώσσα των ποιημάτων του κι έχει αποταθεί στη φαντασία του πλείστες φορές για να μπορέσει να δημιουργήσει τις ιδιαίτερες εικόνες και τις ξεχωριστές του ιστορίες που τόσο έχουν πλουτίσει το ποιητικό του έργο. Ο ίδιος μάλιστα μιλώντας για την ποίηση που δε βασίζεται στη φαντασία σχολίαζε: «Η περιγραφική ποίησις –ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως- ίσως είναι ασφαλής. Αλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα.». Ο ηλικιωμένος ποιητής, επομένως, μπορεί να βρει παρηγοριά, έστω και πρόσκαιρα, στην τέχνη του, ξεχνώντας την ασχήμια των γηρατειών κι επιστρέφοντας σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί μια διαρκής νεότητα.
Η ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να επιστρέφει με τη βοήθεια της φαντασίας του, με τη βοήθεια της ποίησής του, στο παρελθόν της νεότητάς του γίνεται όλο και πιο έκδηλη στο έργο του καθώς ο ποιητής μεγαλώνει. Στο υπέροχο ποίημα Κατά τες συνταγές ἀρχαίων Ἐλληνοσύρων μάγων, που έγραψε ο Καβάφης στα 68 του χρόνια, ο αισθητιστής ήρωας αναζητά κάποιο μαγικό απόσταγμα που να μπορεί να τον γυρίσει πίσω στα 23 του χρόνια και παράλληλα να του φέρει και το νεαρό του φίλο. Κι επειδή αντιλαμβάνεται, φυσικά, πως δεν μπορεί να γίνει ξανά νέος, ζητά τουλάχιστον να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω έστω για μια μέρα, έστω για λίγες στιγμές. Ο Καβάφης έχοντας φτάσει πια σε μια ηλικία που δεν υπάρχουν περιθώρια για δεύτερες ευκαιρίες και νέες προοπτικές, επιδίδεται σ’ αυτό που γνωρίζει καλύτερα. Επιστρατεύει τη φαντασία του κι επιχειρεί αναδρομές στο παρελθόν του για να μπορέσει έστω και μέσα από τις αναμνήσεις ή τις οπτασίες του να αισθανθεί ξανά την υπέροχη ευτυχία της νεότητας και του έρωτα.
Ο Καβάφης αισθανόταν, από τα χρόνια της νεότητάς του ακόμη, φόβο για τα γηρατειά και τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου κι η μόνη απάντηση που είχε να αντιτάξει σ’ αυτό το φόβο ήταν η ποίησή του. Ο ποιητής πίστευε ότι μπορούσε να διασώσει από τη φθορά τα αγαπημένα του πρόσωπα, εντάσσοντάς τα στα ποιήματά του. Η εναπόθεση της ανάμνησης όλων εκείνων των ωραίων νέων που κόσμησαν τη ζωή του ποιητή μέσα στα ποιητικά του δημιουργήματα ήταν η μόνη δυνατότητα διασφάλισής τους. Ανατρέχοντας στο ποίημα Γκρίζα βρίσκουμε αυτή ακριβώς τη λυτρωτική λειτουργία της ποίησης του Καβάφη:
…
Θ’ ἀσχήμισαν -ἂν ζει- τα γκρίζα μάτια
θα χάλασε τα’ ὡραῖο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ὡς ἦσαν.
Και, μνήμη, ὅ,τι μπορεῖς ἀπό τον ἔρωτά μου αὐτόν,
ὅ,τι μπορεῖς φέρε με πίσω ἀπόψι.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης υπήρξε αφοσιωμένος λάτρης της νεότητας και της ομορφιάς, καθώς θεωρούσε ότι η νεότητα σε συνδυασμό με το σωματικό κάλλος αποτελεί μια ανυπέρβλητη πηγή δύναμης. Ο ποιητής υμνεί με κάθε ευκαιρία τους ωραίους νέους που κοσμούν το ιδιαίτερο ποιητικό του σύμπαν και θλίβεται στη σκέψη ότι κάποια στιγμή η ομορφιά τους θα χαθεί. Το πέρασμα του χρόνου και η φθορά που επέρχεται τρομοκρατεί τον ποιητή, όχι γιατί φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο τέλος της ζωής του, αλλά γιατί του στερεί τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη μοναδική εκείνη χαρά που προσφέρουν τα νιάτα και ο συγχρωτισμός με τους νέους ανθρώπους. Ο ποιητής θεωρεί ότι τα γηρατειά θέτουν τον άνθρωπο στο περιθώριο και τον κρατούν μακριά από κάθε ουσιαστική απόλαυση, δημιουργώντας έτσι μια ανυπόφορη κατάσταση κατά την οποία μπορεί να υπάρχει μόνο πόνος και απελπισία. Αν κοιτάξουμε, άλλωστε, τα πορτρέτα των ηλικιωμένων που δημιουργεί ο Καβάφης συνειδητοποιούμε πως ό,τι αισθάνεται ο ποιητής για τα γηρατειά είναι αποστροφή και θλίψη. Ο Καβάφης, βέβαια, γνωρίζει ότι το πέρασμα του χρόνου και η έλευση του γήρατος είναι κάτι το αναπόφευκτο, γι’ αυτό και στρέφεται στην ποίηση, τη μόνη δυνατή παρηγοριά που γνωρίζει. Η ποίηση μπορεί είτε να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στον ηλικιωμένο ποιητή και τους νέους είτε να του προσφέρει λίγες αναγκαίες στιγμές λησμονιάς.
Στο «Πολύ Σπανίως» ο Καβάφης καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ηλικιωμένου ποιητή που έχοντας καταντήσει πλέον αποκρουστικός εξαιτίας των καταχρήσεων της νεότητάς του και φυσικά εξαιτίας του γήρατος, δεν έχει τίποτε άλλο να τον παρηγορεί παρά μόνο το ποιητικό του έργο. Παρόλο που ο ίδιος δεν μπορεί πια να σχετίζεται με τους νέους, το έργο του συνεχίζει να τους ενθουσιάζει, παρέχοντας έτσι στον ποιητή ένα συνεκτικό δεσμό μαζί τους. Ο ποιητής χαίρεται καθώς γνωρίζει ότι οι δικές του ερωτικές «οπτασίες» και η δική του «έκφανση του ωραίου», όπως αποτυπώθηκαν στα ποιήματά του, ενεργοποιούν τη φαντασία των νέων και συγκινούν «το ηδονικό και υγιές μυαλό τους» καθώς και «τη σφιχτοδεμένη σάρκα τους». Η αναφορά εδώ του Καβάφη γίνεται βέβαια για τα ερωτικά του ποιήματα, μιας και τα γηρατειά πέραν των άλλων του στερούν τη δυνατότητα να απολαμβάνει τον έρωτα, όπως ο ποιητής τον εννοούσε και τον απομακρύνουν ακόμη κι από την απλή συναναστροφή των ωραίων νέων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες του γήρατος, μπορεί τουλάχιστον να παρηγορείται με τη σκέψη ότι η ποίησή του θα συνεχίσει να προσφέρει αισθητική απόλαυση στους νέους των επερχόμενων γενιών. Ο Καβάφης είχε κατανοήσει τη δύναμη του ποιητικού του λόγου και γνώριζε ότι η ποίησή του θα αποτελέσει το μέσο που θα του προσφέρει μια διηνεκή παρουσία στο μέλλον.
Μια παρόμοια εικόνα του γήρατος βρίσκουμε στο «Ένας γέρος», στο οποίο ο ποιητής μας παρουσιάζει έναν γέροντα που κάθεται μόνος του στο καφενείο και σκέφτεται με απόγνωση τα χρόνια που πέρασαν και το ασυγχώρητο λάθος του να αφήσει τη νεότητά του να χαθεί χωρίς να τη ζήσει στο έπακρο. Ο ηλικιωμένος ήρωας του ποιήματος βιώνει την καταφρόνια των γηρατειών και μετανιώνει για όλες τις «ορμές» που συγκράτησε και όλες τις ευκαιρίες που άφησε ανεκμετάλλευτες νομίζοντας ότι είχε άφθονο χρόνο μπροστά του. Τώρα είναι μόνος του κι απελπισμένος, καθώς ο χρόνος της νεότητάς του πέρασε τόσο γρήγορα που μοιάζει σα να ήταν χθες που ήταν ακόμη νέος. Η διαφορά ανάμεσα στο γέροντα του Πολύ σπανίως και του γέροντα αυτού του ποιήματος είναι ότι ο πρώτος έχει την παρηγοριά της ποίησης, ενώ ο δεύτερος δεν έχει τίποτε άλλο πέρα από μεταμέλειες και πίκρα. Διαφορά που μπορεί να οφείλεται στις περιόδους που γράφτηκαν τα δύο ποιήματα, μιας και το Πολύ σπανίως ο Καβάφης το έγραψε όταν ήταν 50 χρονών και ήδη καταξιωμένος ποιητής, ενώ το Ένα γέρος όταν ήταν μόλις 34 και βρισκόταν ακόμη στην αρχή της ποιητικής του πορείας. Εντούτοις, κοινό στοιχείο και στα δύο ποιήματα είναι η απελπισία και η απογοήτευση που γεννούν τα γηρατειά, καθώς είτε υπάρχει η ποίηση είτε όχι, το τέλος της νεότητας δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνο.
Η παρηγοριά πάντως που μπορεί να προέλθει από την ποίηση δεν περιορίζεται μόνο στη σκέψη ότι ο ποιητής έχει διασφαλίσει τη συνέχειά του μέσω του έργου του. Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα καταφύγιο της σκέψης, με τον ποιητή να αφοσιώνεται στην ποιητική του δημιουργία και να ξεχνά έστω και για λίγο την παρούσα του κατάσταση. Στο Μελαγχολία τοῦ Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητοῦ εν Κομμαγηνῇ∙ 595 μ.Χ., ο Καβάφης ζητά τη συνδρομή της ποίησης για να ξεχάσει τη πληγή που του έχει προκαλέσει το γήρασμα της μορφής του. Για έναν ποιητή, όπως είναι ο Καβάφης, που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ποίηση, δουλεύοντας ξανά και ξανά τα ποιήματά του, είναι πολύ λογικό η ενασχόληση με την ποίηση να αποτελεί έναν ασφαλή νοητικό χώρο όπου ο ποιητής μπορεί να καταφύγει για να λησμονήσει ό,τι τον απασχολεί και τον πληγώνει. Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως, αναφωνεί ο Ιάσονας Κλεάνδρου, η περσόνα που υιοθετεί εδώ ο Καβάφης, αναφερόμενος ουσιαστικά στα μέσα που χρησιμοποιεί η ποιητική δημιουργία, στη φαντασία δηλαδή και το λόγο. Για τον Καβάφη τόσο ο λόγος, η ελληνική γλώσσα, όσο και η φαντασία αποτελούν δυο στοιχεία που τον συνοδεύουν σταθερά στη ζωή του. Ο ποιητής αυτός, άλλωστε, έχει προσέξει όσο κανείς τη γλώσσα των ποιημάτων του κι έχει αποταθεί στη φαντασία του πλείστες φορές για να μπορέσει να δημιουργήσει τις ιδιαίτερες εικόνες και τις ξεχωριστές του ιστορίες που τόσο έχουν πλουτίσει το ποιητικό του έργο. Ο ίδιος μάλιστα μιλώντας για την ποίηση που δε βασίζεται στη φαντασία σχολίαζε: «Η περιγραφική ποίησις –ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως- ίσως είναι ασφαλής. Αλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα.». Ο ηλικιωμένος ποιητής, επομένως, μπορεί να βρει παρηγοριά, έστω και πρόσκαιρα, στην τέχνη του, ξεχνώντας την ασχήμια των γηρατειών κι επιστρέφοντας σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί μια διαρκής νεότητα.
Η ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να επιστρέφει με τη βοήθεια της φαντασίας του, με τη βοήθεια της ποίησής του, στο παρελθόν της νεότητάς του γίνεται όλο και πιο έκδηλη στο έργο του καθώς ο ποιητής μεγαλώνει. Στο υπέροχο ποίημα Κατά τες συνταγές ἀρχαίων Ἐλληνοσύρων μάγων, που έγραψε ο Καβάφης στα 68 του χρόνια, ο αισθητιστής ήρωας αναζητά κάποιο μαγικό απόσταγμα που να μπορεί να τον γυρίσει πίσω στα 23 του χρόνια και παράλληλα να του φέρει και το νεαρό του φίλο. Κι επειδή αντιλαμβάνεται, φυσικά, πως δεν μπορεί να γίνει ξανά νέος, ζητά τουλάχιστον να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω έστω για μια μέρα, έστω για λίγες στιγμές. Ο Καβάφης έχοντας φτάσει πια σε μια ηλικία που δεν υπάρχουν περιθώρια για δεύτερες ευκαιρίες και νέες προοπτικές, επιδίδεται σ’ αυτό που γνωρίζει καλύτερα. Επιστρατεύει τη φαντασία του κι επιχειρεί αναδρομές στο παρελθόν του για να μπορέσει έστω και μέσα από τις αναμνήσεις ή τις οπτασίες του να αισθανθεί ξανά την υπέροχη ευτυχία της νεότητας και του έρωτα.
Ο Καβάφης αισθανόταν, από τα χρόνια της νεότητάς του ακόμη, φόβο για τα γηρατειά και τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου κι η μόνη απάντηση που είχε να αντιτάξει σ’ αυτό το φόβο ήταν η ποίησή του. Ο ποιητής πίστευε ότι μπορούσε να διασώσει από τη φθορά τα αγαπημένα του πρόσωπα, εντάσσοντάς τα στα ποιήματά του. Η εναπόθεση της ανάμνησης όλων εκείνων των ωραίων νέων που κόσμησαν τη ζωή του ποιητή μέσα στα ποιητικά του δημιουργήματα ήταν η μόνη δυνατότητα διασφάλισής τους. Ανατρέχοντας στο ποίημα Γκρίζα βρίσκουμε αυτή ακριβώς τη λυτρωτική λειτουργία της ποίησης του Καβάφη:
…
Θ’ ἀσχήμισαν -ἂν ζει- τα γκρίζα μάτια
θα χάλασε τα’ ὡραῖο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ὡς ἦσαν.
Και, μνήμη, ὅ,τι μπορεῖς ἀπό τον ἔρωτά μου αὐτόν,
ὅ,τι μπορεῖς φέρε με πίσω ἀπόψι.