Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Photo File 

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε:
α. τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες επιτεύχθηκε τελικά η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (μονάδες 5)
β. το πώς κατόρθωσε να χρηματοδοτήσει τη συμμετοχή της στον πόλεμο (μονάδες 10)
γ. τις συνθήκες διαμόρφωσης της νομισματικής πολιτικής των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έως τη Μικρασιατική καταστροφή. (μονάδες 10)
Μονάδες 25
 
Κείμενο Α
Τελικά, το 1922 η κυβέρνηση επέβαλε έναν ιδιότυπο συνδυασμό υποτίμησης και εσωτερικού δανείου. Όσοι κατείχαν τραπεζογραμμάτια1 (δηλαδή περίπου οι πάντες, όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα) υποχρεώθηκαν να τα διχοτομήσουν, να ανταλλάξουν το μισό τραπεζογραμμάτιο με κρατικά ομόλογα και να κρατήσουν το άλλο μισό, το οποίο διατήρησε την ονομαστική αξία του ολοκλήρου. Αλλά και τα νέα χρηματικά μέσα που απέκτησε έτσι το ∆ημόσιο δεν έσωσαν την κατάσταση: απορροφήθηκαν πολύ γρήγορα από τις συνεχώς αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες και τον πληθωρισμό.
 
1. τραπεζογραμμάτιο: χαρτονόμισμα
 
Γ.Β. ∆ερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, τ. Β ́, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2005, σ.886
 
Κείμενο Β
Στις πολεμικές ζημίες θα πρέπει να προστεθούν και οι ζημίες που προκλήθηκαν από τους Συμμάχους, πριν από την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβερνήσεως, οι ζημίες που προκάλεσαν τα Συμμαχικά στρατεύματα στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 1.126.500.000 δραχμές. Το ποσό αυτό συμπεριλάμβανε και τους τόκους για την περίοδο που το ποσό των ζημιών παρέμεινε απλήρωτο. Στο τέλος οι Σύμμαχοι δέχθηκαν να καταβάλουν ένα μικρό μόνο ποσοστό των ζημιών και τελικά κατέβαλαν ένα ακόμη μικρότερο, ασήμαντο ποσό. […]
………………………………………………………………….
Οι πολεμικές δαπάνες της Ελλάδας ήταν πάνω από τις οικονομικές δυνατότητές της. Καλύφθηκαν με τη φορολογία, την έκδοση χαρτονομίσματος και το δανεισμό. Για να μπορέσει να διεξαγάγει τον πόλεμο, οι Σύμμαχοι άνοιξαν πίστωση για την ελληνική κυβέρνηση, μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, 12 εκατομμύρια στερλίνες η Αγγλία, 300 εκατομμύρια φράγκα η Γαλλία και 50 εκατομμύρια δολάρια οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με βάση αυτές τις πιστώσεις, που θα μπορούσαν να ληφθούν μόνο μετά το τέλος του πολέμου, η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε τραπεζογραμμάτια που η αξία τους ανερχόταν σε 850 εκατομμύρια δραχμές. Στην πραγματικότητα, μετά την υπογραφή της ειρήνης, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τις πιστώσεις αυτές, εξαιτίας της νομισματικής αστάθειας και της ταχείας υποτιμήσεως της δραχμής. Στο τέλος του 1920, το σύνολο των γαλλικών πιστώσεων, το μισό των αγγλικών και τα 2/3 των αμερικανικών παρέμειναν αχρησιμοποίητες. Τέλος, όταν επανήλθε στη χώρα ο Κωνσταντίνος το 1920, ανακλήθηκαν όλες οι πιστώσεις. Έτσι, ουσιαστικά η Ελλάδα πήρε ελάχιστη οικονομική βοήθεια από τους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου και βασίστηκε κυρίως στους δικούς της πόρους.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄ σελ. 84-85, Εκδοτική Αθηνών
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε κάτω από δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες. Η σύγκρουση του παλατιού με τον Βενιζέλο, ο Διχασμός, όπως ονομάστηκε, η άσκοπη και δαπανηρή επιστράτευση του 1915, η δημιουργία της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και η διάσπαση της χώρας σε δυο ουσιαστικά κράτη, ο συμμαχικός αποκλεισμός και οι συγκρούσεις, είχαν οπωσδήποτε μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και υπονόμευσαν πολλά από τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, το οικονομικό κόστος, σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», σημαντικό μέρος αυτού οφειλόταν στις ζημιές που είχε προκαλέσει ο συμμαχικός στρατός κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του αποκλεισμού της χώρας. Με βάση την εκτίμησης της ελληνικής κυβέρνησης το κόστος των ζημιών, μαζί με τους τόκους για το διάστημα που αυτό έμενε απλήρωτο, έφτανε το 1.126.500.000 δραχμές. Οι Σύμμαχοι, ωστόσο, πλήρωσαν ένα ελάχιστο τμήμα του ποσού αυτού. Έτσι, όταν, με την επέμβασή τους, ενοποιήθηκε το 1917 η χώρα υπό τον Βενιζέλο, στάθηκε αδύνατο να αναλάβει, χωρίς εξωτερική αρωγή, το κόστος της συμμετοχής στον πόλεμο. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν τότε σ’ έναν ιδιόμορφο δανεισμό της χώρας, που θα είχε οδυνηρές συνέπειες στο μέλλον.
 
β. Η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ενέκριναν κατ’ αρχήν μεγάλο δάνεια προς την Ελλάδα: 12.000.000 λίρες Αγγλίας, 300.000.000 γαλλικά φράγκα και 50.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Ο δανεισμός ήταν όμως θεωρητικός. Το ποσά αυτά δεν εκταμιεύτηκαν ούτε δόθηκαν στην Ελλάδα. Θεωρήθηκαν κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος, με το οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου θα χρηματοδοτούσε την πολεμική της προσπάθεια. Ένα είδος αποθέματος, δηλαδή, σε χρυσό και σε συνάλλαγμα, που δεν βρισκόταν όμως υπό τον έλεγχο της χώρας. Τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», στην οποία επιπροσθέτως αναφέρεται πως οι πιστώσεις αυτές θα μπορούσαν να αντληθούν μόνο όταν θα είχε ολοκληρωθεί ο πόλεμος. Δόθηκε, ωστόσο, η δυνατότητα στην Εθνική Τράπεζα να εκδώσει νέα χαρτονομίσματα αξίας οκτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων δραχμών. Επί της ουσίας, επομένως, η χώρα πέρα από την έκδοση νέου χαρτονομίσματος, μπόρεσε να αντλήσει έσοδα από τη φορολογία κι από το θεωρητικό, έστω, δάνειο των Συμμάχων. Η Ελλάδα, πάντως, χρηματοδότησε με τον τρόπο αυτό την πολεμική συμμετοχή της στο μακεδονικό μέτωπο, την εκστρατεία στην Ουκρανία και την Κριμαία, και την πρώτη φάση της στρατιωτικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Όπως, όμως, επισημαίνεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» λόγω της γοργής υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και της συνεπαγόμενης νομισματικής αστάθειας, στο τέλος του 1920, μετά, δηλαδή, την υπογραφή ειρήνης, η Ελλάδα είχε αφήσει αναξιοποίητο όλο το ποσό της γαλλικής πίστωσης, το ήμισυ της αγγλικής και τα 2/3 της αμερικανικής. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτής της ιδιόμορφης νομισματικής ισορροπίας δεν άργησαν να φανούν.
 
γ. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Ας σημειωθεί, άλλωστε, πως από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», όπου επισημαίνεται πως η Ελλάδα έχοντας λάβει μικρή οικονομική βοήθεια από τους Συμμάχους για τη διεξαγωγή του πολέμου, κλήθηκε να καλύψει τις υψηλές πολεμικές δυνάμεις με δικά της μέσα. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβη σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Ο Γ. Δερτιλής, αν και επιβεβαιώνει τη διαδικασία της διχοτόμησης, παρουσιάζει διαφορετικά βασικές πτυχές της. Επισημαίνει, ειδικότερα, πως το εσωτερικό αυτό δάνειο συνδυάστηκε με την υποτίμηση του νομίσματος, και πως το μισό χαρτονόμισμα που κρατούσαν στην κατοχή τους οι πολίτες κυκλοφορούσε διατηρώντας την ονομαστική αξία ενός ακέραιου χαρτονομίσματος. Συμπληρώνει, συνάμα, πως η διχοτόμηση του νομίσματος αφορούσε ακόμη και τα νομικά πρόσωπα της χώρας. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της. Όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Δερτιλής, το οικονομικό αυτό όφελος ήταν προσωρινό, εφόσον λόγω του πληθωρισμού και των διαρκώς αυξανόμενων δαπανών του κράτους εξαντλήθηκε με γρήγορο ρυθμό.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Διχοτόμηση χαρτονομίσματος (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Διχοτόμηση χαρτονομίσματος (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται να αναφερθείτε:
α. στις αιτίες που οδήγησαν στην επιλογή της λύσης της «διχοτόμησης του χαρτονομίσματος» από την ελληνική κυβέρνηση το 1922.
β. στα χαρακτηριστικά της ενέργειας αυτής και τις συνέπειές της.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνεπώς η δραματική αύξηση της παροχής χρήματος μεταξύ 1920 και 1922 προκλήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με μια βρετανική αναφορά, μόνο μέσα στο 1921 η κυβέρνηση δανείστηκε 1.200 και πλέον εκατομμύρια δραχμές από την Εθνική Τράπεζα. Το φθινόπωρο του 1921 το καθημερινό κόστος του συνεχιζόμενου πολέμου υπολογιζόταν γύρω στα 8.000.000 δραχμές, αναγκάζοντας τη βασιλική κυβέρνηση να προσφεύγει σε όλο και πιο σπασμωδικά μέτρα. Ο υπουργός οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκης, επιχειρώντας έναν πρωτότυπο αυτοσχεδιασμό την επόμενη άνοιξη, εισήγαγε έναν νέο τύπο αναγκαστικού δανείου. Το κοινό υποχρεώθηκε να παραδώσει τα χαρτονομίσματά του στις τράπεζες, οι οποίες τα διχοτομούσαν: το ένα κομμάτι επιστρεφόταν στον κομιστή, ενώ το άλλο ανταλλασσόταν με εικοσαετή ομόλογα του Δημοσίου. Ταυτόχρονα, η Εθνική Τράπεζα διατάχθηκε να πιστώσει το κράτος με ένα ποσόν ισοδύναμο με το ήμισυ της αξίας των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσαν. Ήταν ένα ακραίο μέτρο αρνητικά προοδευτικής φορολόγησης, εφόσον εφαρμόστηκε μόνο στα χαρτονομίσματα και όχι στις τραπεζικές καταθέσεις ή τις άλλες μορφές αποταμίευσης. Από την άλλη πλευρά, είχε το προτέρημα πως δεν ενίσχυε τον πληθωρισμό: κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν 1.300 εκατομμύρια δραχμές χωρίς να αυξηθεί η νομισματική κυκλοφορία.
 
Mazower, M., Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Όπως επισημαίνει, μάλιστα, ο M. Mazower, ήταν σαφές πως η επιδείνωση των οικονομικών της χώρας την περίοδο 1920-1922 σχετιζόταν με επιλογές της κυβέρνησης, καθώς μόνο το 1921 είχε προχωρήσει σε δανεισμό πάνω από 1.200 εκατομμυρίων δραχμών από την Εθνική Τράπεζα. Επιπλέον, από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τον M. Mazower, ο οποίος επισημαίνει πως το φθινόπωρο του 1921 η συντήρηση της στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία κόστιζε στο ελληνικό κράτος 8.000.000 δραχμές την ημέρα, με αποτέλεσμα η τότε φιλοβασιλική κυβέρνηση να καταφεύγει σε κινήσεις απελπισίας, προκειμένου να διασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση.
 
β. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβει σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Όπως διευκρινίζει ο M. Mazower, η ιδέα του καινοφανούς αυτού δανείου ανήκε στον τότε υπουργό οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη. Με βάση τον δικό του σχεδιασμό οι πολίτες παρέδωσαν τα χαρτονομίσματα που είχαν στην κατοχή τους στις τράπεζες από τις οποίες έπαιρναν το ένα κομμάτι των διχοτομημένων πια χαρτονομισμάτων και το υπόλοιπο της αξίας τους σε ομόλογα του Δημοσίου εικοσαετούς διάρκειας. Παραλλήλως, η Εθνική Τράπεζα υποχρεώθηκε να πιστώσει στο ελληνικό κράτος το ήμισυ της αξία του συνόλου των χαρτονομισμάτων που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.  Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Σύμφωνα με τον M. Mazower, το εσωτερικό αυτό αναγκαστικό δάνειο αποτέλεσε μια ακραία μορφή αρνητικά προοδευτικής φορολόγησης, καθώς αφορούσε μόνο τα χαρτονομίσματα που είχαν στην κατοχή τους οι πολίτες και όχι τις καταθέσεις τους στην τράπεζα ή λοιπές μορφές αποταμίευσης, επιβαρύνοντας, έτσι, δυσανάλογα ορισμένους πολίτες ειδικότερα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Κύριο προτέρημά της, ωστόσο, ήταν πως δεν απαιτούσε την κυκλοφορία νέου νομίσματος και ως εκ τούτου δεν προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Τα εθνικά δάνεια και η πτώχευση του 1893 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
War is hell store
 
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Τα εθνικά δάνεια και η πτώχευση του 1893 (πηγή)
 
Αντλώντας πληροφορίες από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναφερθείτε:
α. στη χρησιμοποίηση/διάθεση των ποσών των δανείων που συνάφθηκαν κατά την περίοδο 1880-1892
β. στους λόγους που αιτιολογούν την επιλογή επιβολής της πτώχευσης το 1893.
 
Κείμενο
Μεταξύ 1879 και 1890 το ελληνικό κράτος συνήψε οκτώ εξωτερικά δάνεια […]και ακόμη πέντε εσωτερικά δάνεια […]. Από το συνολικό ποσό των δανείων, ο Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγισε σε 100 εκατομμύρια τις στρατιωτικές δαπάνες και 120 περίπου εκατομμύρια τα ποσά που διατέθηκαν για τα δημόσια έργα – σιδηροδρόμους και δρόμους. Τα υπόλοιπα, δηλαδή περίπου τα μισά από το καθαρό ποσό των δανείων, διατέθηκαν για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, για την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και για την ίδια την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Οι όροι των δανείων επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος. […] Εν όψει των δανείων ο Τρικούπης συνήθιζε να παίρνει προκαταβολές από τις τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια. […] Η υποτίμηση της δραχμής, ήδη από το 1885, αλλά σε μεγαλύτερη έκταση από το 1890 και έπειτα, κατέστησε τις ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις δυσβάστακτες για τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα προβλήματα των δημοσιονομικών ισορροπιών της χώρας επιβαρύνονταν ιδιαίτερα από τους καταναγκασμούς της εξωτερικής πολιτικής[…].Ο Τρικούπης επανερχόμενος στην εξουσία τον Ιούνιο του 1892 είχε προσπαθήσει, χωρίς επιτυχία, να εξασφαλίσει νέο δάνειο, για να άρει και πάλι την αναγκαστική κυκλοφορία και να αποκαταστήσει τη δραχμή, ενώ ξεσπούσε και η σταφιδική κρίση, που περιόριζε περαιτέρω τις συναλλαγματικές εισροές.
 
Αγραντώνη, Χρ., «Η συγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού (1870-1909)», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1770-2000), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 5, 68-69.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της. Όπως, ειδικότερα, προσθέτει το παράθεμα από το 1789 και μέχρι το 1890 η Ελλάδα είχε λάβει οκτώ δάνεια από το εξωτερικό και είχε συνάψει, μάλιστα, και πέντε εσωτερικά δάνεια. Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών, καθώς και των δαπανών των στρατιωτικών κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000 δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το 1889). Επίσης μεγάλα ποσά διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν. Το παράθεμα επιβεβαιώνει τις πληροφορίες αυτές, διευκρινίζοντας πως σύμφωνα με μελέτη του Ανδρέα Ανδρεάδη στα δημόσια έργα διατέθηκαν περίπου 120 εκατομμύρια, ενώ σε στρατιωτικές δαπάνες 100 εκατομμύρια. Το υπόλοιπο ποσό των δανείων, που προσέγγιζε το ήμισυ της καθαρής αξίας τους, διατέθηκε για έκτακτα έξοδα, για την κάλυψη ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς, αλλά και για να εξυπηρετηθούν τα ίδια τα δάνεια.
 
β. Κατά το έτος 1893 η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών της δανείων και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους της. Όπως επισημαίνεται στο παράθεμα, οι δυσμενείς όροι των δανείων λειτουργούσαν επιβαρυντικά για το δημόσιο χρέος, ενώ, παράλληλα, ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης συνήθιζε, κάθε φορά που είχε εγκριθεί κάποιο δάνειο, να λαμβάνει προκαταβολές από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες όμως παρέχονταν με υψηλό επιτόκιο. Επιπροσθέτως, επιβαρυντικά για το δημόσιο χρέος λειτουργούσαν αφενός οι επιβεβλημένες επιλογές της εξωτερικής πολιτικής, που συνδέονταν με εθνικές κρίσεις, κι αφετέρου οι συνεχείς υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, της δραχμής, οι οποίες ξεκίνησαν το 1885 και εντάθηκαν μετά το 1890, διότι καθιστούσαν την αποπληρωμή των ετήσιων δόσεων για τα τοκοχρεολύσια δυσχερέστατες. Η αδυναμία, άλλωστε, του Τρικούπη να διασφαλίσει νέο δάνειο το 1892, ώστε να ενισχύσει την αξία της δραχμής και να διακόψει την υποχρεωτική κυκλοφορία του νομίσματος που είχε επιβληθεί, επιδείνωσαν δραστικά την κατάσταση.  Η «πτώχευση», όπως χαρακτηρίστηκε, δεν ήταν ασυνήθιστη επιλογή των φτωχότερων κρατών, στην Ελλάδα όμως της εποχής εκείνης είχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Οι διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες συνεχίστηκαν μέχρι τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα του ελληνικού στρατού και η υποχρέωση της Ελλάδας να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία έθεσαν το ζήτημα σε νέες βάσεις. Παραλλήλως, όπως τονίζεται στο παράθεμα, η σταφιδική κρίση που είχε ξεσπάσει στο τέλος του 19ου αιώνα μείωσε περαιτέρω το εισερχόμενο στη χώρα συνάλλαγμα, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη θέση της χώρας στις σχετικές διαπραγματεύσεις.
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Darice Machel McGuire
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τις κατάλληλες πληροφορίες από το ακόλουθο παράθεμα να αναφερθείτε στις εξαγωγές και στις εισαγωγές της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.
 
Πολλαπλασιασμός των εμπορικοποιήσιμων καλλιεργειών
 
Πραγματικά, από τα μέσα του αιώνα διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση πολλαπλασιασμού των εμπορικοποιήσιμων σε βάρος των παραδοσιακών καλλιεργειών που αποβλέπουν στην αυτοκατανάλωση. Η καλλιέργεια των δημητριακών, λόγου χάρη, αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
…………………………………………………………………………………………
Αντίθετα, τα αμπέλια, από 9.000 στρέμματα που καλύπτουν το 1835, φτάνουν σε 492.000 στρέμματα το 1861, σε 822.000 το 1881, σε 1.266.000 το 1887, σε 1.350.000 το 1900, για να περιοριστούν, το 1909, σε 1.040.000 στρέμματα.
Η σταφίδα πάλι, που η εκμετάλλευσή της γίνεται από το 1830, από 53.000 στρέμματα που καλύπτει το 1861 φτάνει τα 468.000 το 1887, τα 700.000 στρέμματα το 1900, και το 1909 πέφτει στα 577.000 στρέμματα. Η ελιά, καλύπτει το 1835 τα 250.000 στρέμματα, το 1881 τα 1.829.000 και το 1900 καθώς και το 1909 τα 2.600.000 στρέμματα. Τέλος, οι καλλιέργειες του καπνού και του βαμβακιού, που το 1830 ήταν ανύπαρκτες ή περιθωριακές, από το 1870-1880 αρχίζουν να επεκτείνονται.
Καθοριστικό στοιχείο στάθηκε η ανάπτυξη μιας φυσικής διεξόδου για τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα: το λάδι, ο καπνός, τα σύκα και κυρίως η σταφίδα, βρήκαν στην αγορά της δυτικής Ευρώπης ένα πεδίο συνεχώς διευρυνόμενο. Βασική σημασία είχε η σταφίδα: η καλλιέργειά της είχε επεκταθεί σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο: Με τις ευλογίες του Κράτους, της εμπορικής αστικής τάξης και του χρηματιστικού κεφαλαίου, που έλεγχε τα κυκλώματα, οι αγρότες υποτάχθηκαν στις αντικειμενικές απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς. Στο τέλος του περασμένου αιώνα αν η Ελλάδα δεν ήταν χώρα μονοκαλλιέργειας, είχε γίνει σχεδόν χώρα μονοεξαγωγής, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% των εξαγωγών για όλο το δεύτερο μισό του19ου αιώνα.
 
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 91-92
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες γεωργοί είχαν αρχίσει να στρέφονται σε καλλιέργειες που μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν εμπορικά, για αυτό και τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης, όπως το σιτάρι, γνώριζαν αργή ανάπτυξη. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Την πρωτοκαθεδρία της σταφίδας στις εξαγωγές σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς, ο οποίος αναφέρει πως από το 1850 και για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα η Ελλάδα είχε εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές του προϊόντος αυτού. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που υπαγορευόταν από τη ζήτηση της διεθνούς αγοράς και λάμβανε στήριξη τόσο από το κράτος όσο και από τους εμπόρους και τους κεφαλαιούχους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καλλιεργείται η σταφίδα σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Από το σύνολο, άλλωστε, των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας μεγάλος αριθμός αποδίδεται στην αμπελουργία, από την οποία αντλούνταν τόσο η παραγωγής σταφίδας, όσο και η παραγωγή κρασιού, αντιστοίχως μεγάλες εκτάσεις καταλάμβαναν οι σταφιδώνες. Πιο συγκεκριμένα οι αμπελώνες το 1861 καλύπτουν 492.000 στρέμματα και οι σταφιδώνες 468.000 στρέμματα το 1887. Πρόκειται για σημαντική αύξηση από τα 9.000 του 1835 και τα 53.000 στρέμματα του 1861 που κάλυπταν αντιστοίχως οι αμπελώνες και οι σταφιδώνες. Τα αμπέλια θα φτάσουν τα 822.000 στρέμματα το 188, τα 1.266.000 το 1887 και τα 1.350.000 το 1900, με τους σταφιδώνες να ανέρχονται σε 700.000 στρέμματα το 1900. Τόσο οι αμπελώνες όσο και οι σταφιδώνες θα γνωρίσουν κάμψη στη συνέχεια, εφόσον οι αμπελώνες θα μειωθούν στα 1.040.000 στρέμματα το 1909 και οι αμπελώνες στα 577.000 το ίδιο έτος.  Στις εξαγωγές ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Η καλλιέργεια ελαιώνων, πάντως, ακολουθεί ανοδική πορεία, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Κ. Τσουκαλάς, Από τα 250.000 στρέμματα του 1835, θα ανέβει στα 1.829.000 το 1881, και στην περίοδο 1900-1909 στα 2.600.000 στρέμματα, γεγονός που φανερώνει τη δυναμική του συγκεκριμένου προϊόντος. Η ενίσχυση της καλλιέργειας εξαγώγιμων προϊόντων, όπως ήταν η σταφίδα, το λάδι, το κρασί, αλλά και τα σύκα, οφείλεται στο γεγονός πως στις αγορές της δυτικής Ευρώπης οι Έλληνες παραγωγοί εντόπισαν ζήτηση που συνεχώς διευρυνόταν.   
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Όπως επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς, αν και η καλλιέργεια του καπνού και του βαμβακιού το 1830 ήταν μηδαμινή, από την περίοδο 1870-1880 και εξής ξεκινά να διευρύνεται. Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.

Ιστορία Προσανατολισμού: Το εμπόριο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

William Clark


Ιστορία Προσανατολισμού: Το εμπόριο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας το ακόλουθο παράθεμα να αναφερθείτε:
α) στις εισαγωγές και τις εξαγωγές της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα, και
β) στις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς κατά την ίδια περίοδο.  
 
Κείμενο
Πρώτη εισαγωγική χώρα για την Ελλάδα ήταν η Αγγλία, από όπου εισάγονταν υφάσματα κυρίως βαμβακερά, που ήταν το πρώτο σε αξία εισαγόμενο είδος (το 1858 εισήχθησαν 1.307.114 οκάδες υφάσματα, αξίας 9.562,005 δρχ., που περισσότερα από τα μισά ήταν βαμβακερά), νήματα, δέρματα ακατέργαστα, που ήταν το δεύτερο εισαγωγικό είδος για τον ίδιο χρόνο και προοριζόταν για τα βυρσοδεψία της Σύρου, σίδηρος και ζάχαρη. Ακολουθούσε η Αυστρία (ξυλεία, μάλλινα υφάσματα, σχοινιά, σίδηρος), η Τουρκία (δημητριακοί καρποί, ζώα, ακατέργαστα δέρματα, ξυλεία), η Γαλλία (ζάχαρη, δέρματα, υφάσματα μάλλινα, καφές). Μικρότερες εισαγωγές γίνονταν και από τη Ρωσία (δημητριακοί καρποί), την Ιταλία (ρύζι, θείο, δέρματα) την Αίγυπτο (δέρματα ακατέργαστα, δημητριακοί καρποί) και άλλες χώρες.
Αλλά και στις εξαγωγές την πρώτη θέσει κατείχε η Αγγλία με κύριο προϊόν την κορινθιακή σταφίδα. […] Δεύτερο εξαγωγικό προϊόν στα μέσα του αιώνα ήταν τα κουκούλια (μεταξοσκώληκα). Το 1858 εξήχθησαν 121.120 οκάδες, που εκτιμήθηκαν 1.783.257 δρχ. και μετάξι αξίας 515.605 δραχμών. Αποκλειστική χώρα εισαγωγική και για τα κουκούλια και για το μετάξι ήταν η Γαλλία, όπου η εισαγωγή γινόταν ατελώς για το κουκούλι και με ελάχιστα τέλη για το μετάξι.
Η παραγωγή του καπνού ήταν τα χρόνια αυτά ακόμη μικρή μολαταύτα κάλυπτε τις ανάγκες της καταναλώσεως και οι ποσότητες που διατίθενταν για εξαγωγή (κυρίως στην Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις εισαγόμενες (κυρίως από την Τουρκία, όπου ο παραγόμενος καπνός ήταν καλύτερης ποιότητας από τον ελληνικό).
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, 2000
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Το παράθεμα επιβεβαιώνει την εξαγωγική κυριαρχία της σταφίδας, επισημαίνει, ωστόσο, πως στα μέσα του 19ου αιώνα το δεύτερο εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν ήταν τα κουκούλια μεταξοσκώληκα. Παραθέτει, μάλιστα, τις εξαγωγές του έτους 1858, όταν εξήχθησαν 121.100 οκάδες κουκούλια, η αξία των οποίων ήταν 1.783.257, και μαζί με αυτά μετάξι, η αξία του οποίου ανήλθε στις 515.605 δραχμές.
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από το παράθεμα, στο οποίο συμπληρώνεται πως η ποσότητα καπνού που εξαγόταν ήταν σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη που εισήγε η χώρα, κυρίως από την Τουρκία, της οποίας ο καπνός ήταν ποιοτικά ανώτερος από τον ελληνικό. Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Παραλλήλως, σύμφωνα με το παράθεμα, η Ελλάδα εισήγε, επίσης, ζάχαρη, ρύζι, καφέ, ζώα. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων. Στα εισαγόμενα προϊόντα, σύμφωνα με το παράθεμα, μπορούν να καταγραφούν τα ακατέργαστα δέρματα για τα βυρσοδεψία της Σύρου, τα βαμβακερά και μάλλινα υφάσματα, τα σχοινιά, ο σίδηρος και το θείο. Από τα προϊόντα αυτά, μάλιστα, τα βαμβακερά υφάσματα και τα ακατέργαστα δέρματα εισάγονταν σε μεγάλες ποσότητες λόγω της αυξημένης ζήτησης.    
 
β) Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε στο διάστημα αυτό εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Σύμφωνα, μάλιστα, με το παράθεμα, η Αγγλία ήταν η χώρα από την οποία η Ελλάδα έκανε τις περισσότερες εισαγωγές (υφάσματα, νήματα, ακατέργαστα δέρματα), αλλά και προς την οποία έκανε τις περισσότερες εξαγωγές (κορινθιακή σταφίδα). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Σε ό,τι αφορά, πάντως, τη δεκαετία του 1850, σύμφωνα με το παράθεμα, στη δεύτερη θέση ως προς τις εισαγωγές βρισκόταν η Αυστρία, μετά η Τουρκία, από την οποία η Ελλάδα εισήγε δημητριακά, ζώα, ξυλεία, ακατέργαστα δέρματα και καπνό, και ακολουθούσε η Γαλλία. Η Γαλλία ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα ο αποκλειστικός αποδέκτης των εξαγωγών κουκουλιών και μεταξιού της Ελλάδας, με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους, καθώς για τα κουκούλια δεν υπήρχαν καθόλου φόροι, ενώ για το μετάξι ήταν εξαιρετικά χαμηλοί. Η Ελλάδα, συνάμα, εισήγε μικρότητες ποσότητες προϊόντων από τη Ρωσία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και άλλες χώρες. Οι εμπορικές σχέσεις, πάντως, με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας.

Ιστορία Προσανατολισμού: Το Κρητικό Ζήτημα μετά την έλευση της Διεθνούς Επιτροπής (1906)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Το Κρητικό Ζήτημα μετά την έλευση της Διεθνούς Επιτροπής (1906)
 
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το ακόλουθο κείμενο να αναφερθείτε στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος από την έλευση της Διεθνούς Επιτροπής στην Κρήτη (Φεβρουάριος 1906) μέχρι και την παραίτηση του Ύπατου Αρμοστή Γεώργιου (12 Σεπτεμβρίου 1906).
 
Κείμενο
Ύστερα από τα πορίσματα της Διεθνούς Επιτροπής ακολούθησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων με αποτέλεσμα να συνταχθεί κοινή διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων στον πρίγκιπα Γεώργιο, στις 10/23 Ιουλίου 1906, και την επομένη στην πατέρα του. Η διακοίνωση αυτή περιείχε τις ακόλουθες προτάσεις: μεταρρυθμιστικά μέτρα για τη χωροφυλακή˙ δημιουργία πολιτοφυλακής με τη συνεργασία Ελλήνων αξιωματικών (όχι από τα ενεργά στελέχη)˙ υπαγωγή και των δύο οργανώσεων στις διαταγές του ύπατου αρμοστή˙ δάνειο 9.300.000 φράγκων υπό τον έλεγχο της δημοσιονομικής επιτροπής της Αθήνας˙ πλήρη ισότητα μωαμεθανών και χριστιανών˙ και τέλος το διορισμό μεικτής επιτροπής για την αντιμετώπιση θρησκευτικών διοικητικών προβλημάτων. Η διακοίνωση όμως δεν ικανοποίησε ούτε την Κρητική Συνέλευση ούτε το βασιλιά και την κυβέρνηση της Ελλάδας. Ο βασιλιάς συμβούλεψε τον πρίγκιπα Γεώργιο να την απορρίψει.
Ο Βενιζέλος όμως είδε ότι, όπως παρουσιαζόταν η διεθνής κατάσταση, ο προτεινόμενος διακανονισμός αποτελούσε ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει προς το παρόν. Έβλεπε επίσης ότι, εφόσον η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθούσε να παρέχει την υποστήριξή της, η Κρήτη θα κέρδιζε τελικά την ένωση με την Ελλάδα. […] Ο βασιλιάς Γεώργιος συμβούλεψε τελικά τον γιο του να παραιτηθεί από το αξίωμά του. Ο πρίγκιπας δέχτηκε απρόθυμα για το καλό της πατρίδας του και για χάρη του νησιού, που το είχε αγαπήσει και δεν ήθελε να το εγκαταλείψει. Ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε αντικαταστάτη του τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας, που έφτασε στην Κρήτη στις 18 Σεπτεμβρίου 1906.
 
Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1793, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις. Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Όπως επισημαίνει ο Douglas Dakin, με βάση τα συμπεράσματα τις Διεθνούς Επιτροπής ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στη σύνταξη διακοίνωσης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η οποία κοινοποιήθηκε στον πρίγκιπα Γεώργιο (10/23 Ιουλίου 1906) και την επόμενη μέρα στον πατέρα του, βασιλιά Γεώργιο. Οι προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ικανοποίησαν ούτε την Κρητική Συνέλευση, αλλά ούτε την ελληνική κυβέρνηση και τον βασιλιά, ο οποίος, μάλιστα, συμβούλεψε τον γιο του να τις απορρίψει. Στον αντίποδα, πάντως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λαμβάνοντας υπόψη του τις διεθνείς συνθήκες, αντιλήφθηκε πως οι προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων αποτελούσαν τη δεδομένη στιγμή την καλύτερη δυνατή επιλογή. Θεωρούσε, άλλωστε, ότι χάρη στη συνεχιζόμενη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα συνέβαινε οπωσδήποτε. Έπειτα, έτσι, από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Όπως, μάλιστα, αναφέρει ο Douglas Dakin, στο πλαίσιο των προτάσεων που είχαν γίνει, περιλαμβάνονταν επίσης, οι ακόλουθες ρυθμίσεις: ένταξη υπό τον έλεγχο του ύπατου αρμοστή των σωμάτων της Χωροφυλακής και της Πολιτοφυλακής, παροχή δανείου 9.300.00 φράγκων το οποίο θα το είχε υπό τον έλεγχό της η δημοσιονομική επιτροπή της ελληνικής πρωτεύουσας, απόλυτη ισοτιμία μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών, καθώς και διορισμό μιας μικτής επιτροπής, η οποία θα φρόντιζε για την αντιμετώπιση τυχόν θρησκευτικών ή διοικητικών ζητημάτων.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β΄ Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη ελληνική επαρχία.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν μπορούσε πια να παραμένει στην Αρμοστεία της Κρήτης. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις των αντιβενιζελικών φίλων του, εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη. Όπως, μάλιστα, αναφέρει ο Douglas Dakin, ο Γεώργιος έλαβε τη σχετική συμβουλή από τον πατέρα του, και την αποδέχτηκε χωρίς πραγματικά να το θέλει, καθώς είχε αγαπήσει την Κρήτη και δεν ήθελε να την εγκαταλείψει. Κατανοούσε, ωστόσο, πως η παραίτησή του θα ήταν επωφελής για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α΄ υπέδειξε ως νέο Ύπατο Αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, οποίος ήταν πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και κατέφτασε στην Κρήτη στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, όπως συμπληρώνει ο Douglas Dakin. Το Κρητικό Ζήτημα είχε πλέον εισέλθει στη φάση της οριστικής του επίλυσης.

Ιστορία Προσανατολισμού: Νομοθετικό έργο πρώτης κυβέρνησης Βενιζέλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Νομοθετικό έργο πρώτης κυβέρνησης Βενιζέλου
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε: α) στις τροποποιήσεις του Συντάγματος, και β) στους νόμους που ψηφίστηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά την επικράτησή του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910.
 
Κείμενο
Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 1911, προέβλεπε τη σημαντική διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων, βελτιώνοντας ταυτόχρονα το πλαίσιο προστασίας του πολίτη απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία (στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν, για παράδειγμα, η πρόνοια για την επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας). Την ίδια στιγμή προνοούσε για την αποτελεσματικότερη διάκριση των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής) και την αύξηση της αποτελεσματικότητας των εργασιών του Κοινοβουλίου. Οι βασιλικές αρμοδιότητες διευρύνθηκαν, καθώς στον ανώτατο άρχοντα αναγνωριζόταν μεταξύ άλλων αποφασιστικός ρόλος στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Τέλος, στοχεύοντας στην καταπολέμηση του φαινομένου της ευνοιοκρατίας και στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου, θεσπίστηκε για πρώτη φορά η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών.
Η συνταγματική αναθεώρηση συμπληρώθηκε από ένα εντυπωσιακό νομοθετικό έργο. Το βάρος ρίχτηκε πρώτα απ’ όλα στη βελτίωση της ποιότητας και στον εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, και ειδικότερα των οικονομικών υπηρεσιών, της δικαιοσύνης και της χωροφυλακής, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Συνεχίζοντας τον αγώνα για την καταπολέμηση της ρουσφετολογίας, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέβαλε τη διεξαγωγή εξετάσεων ως κριτήριο για την πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων. Αποσκοπώντας στον προσεταιρισμό όσο το δυνατό ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αλλά και στην άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων, ο Βενιζέλος εφάρμοσε μια σειρά μετριοπαθών μέτρων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, με σημαντικότερες τη θέσπιση κανονισμών για τις συνθήκες εργασίας στις βιομηχανίες, την αναγνώριση των εργατικών σωματείων, τον ορισμό της Κυριακής ως ημέρας αργίας και την καθιέρωση κατώτατων ορίων μισθών για τις εργαζόμενες γυναίκες και τα παιδιά. 
 
Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, 2019
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Το πρώτο εξάμηνο του 1911 ψηφίστηκαν από τη Βουλή 53 τροποποιήσεις μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Όπως επισημαίνει ο Α. Κλάψης, το νέο αυτό Σύνταγμα άρχισε να ισχύει από τον Ιούνιο του 1911. Δεν έγιναν ριζικές αλλαγές, αλλά αντίθετα, ενισχύθηκε η θέση της μοναρχίας και επετράπη στον βασιλιά, παρά τη συνταγματική απαγόρευση, να συμμετάσχει στη διαδικασία της αναθεώρησης. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από τον Αντώνη Κλάψη, ο οποίος επιπροσθέτως επισημαίνει πως στο Σύνταγμα υπήρχε πρόβλεψη προκειμένου να ενισχυθούν σημαντικά τα ατομικά δικαιώματα, με παράλληλη ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου της κρατικής αυθαιρεσίας εις βάρος των πολιτών. Η επανίδρυση, για παράδειγμα, του Συμβουλίου της Επικρατείας, στόχευε ακριβώς στην προστασία των πολιτών. Ένας ακόμη στόχος των τροποποιήσεων ήταν η βελτίωση της απόδοσης των κοινοβουλευτικών εργασιών. Οι σπουδαιότερες τροποποιήσεις αφορούσαν τη διασφάλιση της διάκρισης των εξουσιών, το ασυμβίβαστο μεταξύ στρατιωτικής και δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας αφ’ ενός και βουλευτικού αξιώματος αφ’ ετέρου, και τη μονιμότητα των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων. Όπως επισημαίνει ο Α. Κλάψης, η απόφαση σχετικά με τη μονιμότητα αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ευνοιοκρατίας προκειμένου να εμπεδωθεί στην κοινωνία η αίσθηση πως γίνεται σεβαστό το δίκαιο. 
Η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε επίσης 337 νέους νόμους, οι οποίοι εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν όλο το φάσμα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου: π.χ. διορισμός δημοσίων υπαλλήλων με δημόσιους διαγωνισμούς, προκειμένου να καμφθεί η ρουσφετολογία, όπως αναφέρει ο Α. Κλάψης, καθιέρωση κανονισμών εργασίας σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες, οι οποίοι αποσκοπούσαν στο να μειωθούν οι ταξικές και κοινωνικές συγκρούσεις, καθώς και στο να διευρυνθεί η απήχηση της κυβέρνησης στα λαϊκά στρώματα, όπως επισημαίνει ο Α. Κλάψης, γι’ αυτό, άλλωστε, υιοθετήθηκαν κι άλλα μέτρα, όπως η αναγνώριση των εργατικών σωματείων, η καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, αλλά και ο προσδιορισμός κατώτατων μισθολογικών ορίων για τις γυναίκες και τα παιδιά που εργάζονταν. Με άλλες μεταρρυθμίσεις προβλεπόταν:  διανομή γης στη Θεσσαλία, αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, βελτίωση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναθεώρηση του κανονισμού της Βουλής με σκοπό να διαθέτουν οι υπουργοί περισσότερο χρόνο για κοινοβουλευτικές συζητήσεις κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Αντώνη Κλάψη, ο οποίος επισημαίνει πως κύριος στόχος των νέων νόμων ήταν η αρτιότερη οργάνωση και ποιοτική ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, με έμφαση στις οικονομικές υπηρεσίες, καθώς και στη χωροφυλακή.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Στεγαστική αποκατάσταση αστών προσφύγων του 1922 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να απαντήσετε στο ακόλουθο ερώτημα:
Ποιες πρακτικές υιοθετήθηκαν για τη στεγαστική αποκατάσταση των αστών προσφύγων του 1922 στα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Το πρόβλημα, συνεπώς, της άμεσης στεγάσεως των άστεγων και κακά στεγασμένων προσφύγων, απαιτούσε άμεση λύση.
Και προς την κατεύθυνση αυτή, οι αυτοσχεδιασμοί και οι βιαστικές λύσεις δεν έλειψαν, δικαιολογημένες κατά ένα μέρος από την επείγουσα ανάγκη.
Η στέγαση όμως των προσφυγικών οικογενειών μέσα ή γύρω από τα αστικά κέντρα, που ο αριθμός αυτών των οικογενειών υπολογίζονταν σε 350.000, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα στις μικρές, πολεοδομικά αναρχούμενες πόλεις, με τα στενά και τα σοκάκια, με τα οδικά αδιέξοδα και τα μνημειακά εμπόδια, όπως ήταν κυρίως η περιοχή των Αθηνών.
Για το λόγο αυτό, προκρίθηκε η δημιουργία οικισμών γύρω από τα αστικά κέντρα, σε εκτάσεις του Δημοσίου, ή σε ιδιωτικά οικόπεδα, που απαλλοτριώνονταν αμέσως.

Γιώργος Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922, 3η έκδοση, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 165.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Αμέσως μετά το 1922 η Αθήνα και ο Πειραιάς περιτριγυρίστηκαν από προσφυγικούς συνοικισμούς και σταδιακά συνενώθηκαν σε ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα. [...] H πολιτική των φορέων που είχαν αναλάβει την αστική αποκατάσταση συνέτεινε στο διαχωρισμό των προσφύγων σε πλούσιους και φτωχούς, αφού ο τρόπος απόκτησης κατοικίας εξαρτήθηκε από την οικονομική τους δυνατότητα. Οι πρώτοι αποκτούσαν ακίνητα σε δημοπρασίες ή ενισχύονταν για να κτίσουν κατοικίες σε κεντρικές αστικές περιοχές, ενώ οι δεύτεροι, στην καλύτερη περίπτωση, στεγάζονταν από τις κρατικές υπηρεσίες στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εκτός αυτών, υπήρχαν και εκείνοι που δεν είχαν ακόμη επωφεληθεί από το πρόγραμμα κοινωνικής στέγης και διέμεναν σε κάθε είδους πρόχειρα καταλύματα. [...] Ένα σημαντικό μέρος των προσφυγικών οικογενειών στις πόλεις (περίπου το 29%) ζούσε σε ακατάλληλες κατοικίες, όπως «στρατώνες, στρατιωτικά παραπήγματα, εργαστήρια, τζαμιά, σκηνές και τρώγλες κάθε είδους».

Γιώργος Γιαννακόπουλος, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7, εκδ. Τα Νέα-Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 92-93.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Ο πίνακας που ακολουθεί αναφέρεται στην «εκτός σχεδίου πόλεως» περιοχή του Δήμου Πειραιά.
 
Απογραφή 1928
 
                              Σύνολο απογραφής   Κάτοικοι πριν
                               1928                              από τον Σεπτέμβριο
                                                                      1922

Βούρλα

3.184

750

Δραπετσώνα

17.652

2.080

Νέα Καλλίπολις

4.691

3.180

Νέα Καμίνια

8.040

6.626

Νέα Κοκκινιά

33.201

2.900

Παλαιά Κοκκινιά

14.225

6.854

 
Πηγή: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας/Γ.Σ.Υ.Ε., Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15ης-16ης Μαΐου 1928, Αθήνα 1933, σ. 32· παρατίθεται στο: Ελένη Κυραμαργιού, Δραπετσώνα 1922-1967, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2019, σ. 65.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Την αστική αποκατάσταση ανέλαβε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η ΕΑΠ, η οποία πρόσφερε οικονομική βοήθεια σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οικοτεχνικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων (όπως η ταπητουργία). Σε αντίθεση με την αγροτική αποκατάσταση, η αστική περιλάμβανε μόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας. Η αστική στέγαση συνάντησε περισσότερα εμπόδια από την αγροτική. Ο αριθμός των προσφύγων ήταν μεγάλος, τα ανταλλάξιμα (μουσουλμανικά) σπίτια στις πόλεις ήταν λίγα και τα οικιστικά προγράμματα του κράτους καθυστερούσαν, λόγω των πολιτικών ανωμαλιών και της κακής οικονομικής κατάστασης κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Πρόβλημα επίσης αποτελούσε η περιπλάνηση των αστών προσφύγων από πόλη σε πόλη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες στις πόλεις τα πρώτα χρόνια εργάζονταν περιστασιακά, είτε κάνοντας «μεροκάματα» στις οικοδομές, σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, είτε ως πλανόδιοι μικροπωλητές και μικροκαταστηματάρχες. Άλλοι δούλεψαν ως ναυτεργάτες και εργάτες σε δημόσια έργα στις πόλεις ή στην ύπαιθρο (αρδευτικά και αποστραγγιστικά έργα, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή ή επέκταση λιμανιών κ.ά.).
Η αστική στέγαση ξεκίνησε από την Αθήνα με τη δημιουργία τεσσάρων συνοικισμών: της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα και της Κοκκινιάς στον Πειραιά. Για τη στέγαση των αστών προσφύγων υιοθετήθηκε η δημιουργία συνοικισμών με επέκταση των πόλεων στις οποίες αυτοί ήταν προσωρινά εγκατεστημένοι. Όπως προκύπτει από τον πίνακα με τα στατιστικά αποτελέσματα της Απογραφής του 1928 (Κείμενο Γ), οι συνοικισμοί που προϋπήρχαν ή δημιουργήθηκαν σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως του Πειραιά, γνώρισαν γοργή πληθυσμιακή ανάπτυξη. Η Νέα Κοκκινιά, για παράδειγμα, από 2.900 κατοίκους το 1922 έφτασε τους 33.201 σε μόλις έξι χρόνια, ενώ εξίσου σημαντική ήταν και η αύξηση στη Δραπετσώνα που είχε 2.080 το 1922 και έφτασε τους 17.652 το 1928. Η Παλαιά Κοκκινιά, κατά το ίδιο διάστημα διπλασίασε τον αριθμό των κατοίκων της, από 6.845 σε 14.225 και τα Βούρλα από 750 κατοίκους έφτασαν τους 3.184. Μικρότερη ανάπτυξη γνώρισαν περιοχές όπως τα Νέα Καμίνια. Η επιλογή της επέκτασης των πόλεων, όπως διευκρινίζει ο Γιώργος Λαμψίδης (Κείμενο Α), θεωρήθηκε απαραίτητη, διότι ο μεγάλος αριθμός των οικογενειών που χρειάζονταν στέγαση (350.000 περίπου) δεν μπορούσε να αποκατασταθεί στις μικρές πόλεις, χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού, οι στενοί ή αδιέξοδοι δρόμοι και τα σοκάκια, αλλά και η αδυναμία δόμησης λόγω ύπαρξης μνημείων, όπως συνέβαινε στην περιοχή της Αθήνας. Επεκτάθηκαν, ως εκ τούτου, τα αστικά κέντρα, με την αξιοποίηση εκτάσεων που ανήκαν στο Δημόσιο ή ακόμη και σε οικόπεδα ιδιωτών, τα οποία και απαλλοτριώνονταν κατά τρόπο άμεσο. Λόγω, άλλωστε, της επέκτασης αυτής, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Γιαννακόπουλος (Κείμενο Β), η Αθήνα και ο Πειραιάς κατέληξαν σταδιακά να ενωθούν σε ένα ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα, αφού γύρω τους είχαν δημιουργηθεί πολλοί προσφυγικοί συνοικισμοί.  
Προκρίθηκε -εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις- το σύστημα της ανέγερσης μικρών κατοικιών, μονοκατοικιών/ διπλοκατοικιών/ τετρακατοικιών, μονοώροφων ή διώροφων, με ένα ή δύο δωμάτια, κουζίνα και τους αναγκαίους βοηθητικούς χώρους. Το κράτος ή η ΕΑΠ ανέθεταν την ανέγερση των συνοικισμών σε εργολάβους ή φρόντιζαν να εφοδιάζουν τους πρόσφυγες με τα απαραίτητα μέσα για να κατασκευάσουν οι ίδιοι τα σπίτια τους. Η οικοδόμηση των συνοικισμών, ελλείψει χρόνου και χρημάτων, συχνά δεν συνδυαζόταν με έργα υποδομής (ύδρευση, αποχετευτικό σύστημα, οδικό δίκτυο, χώροι πράσινου κ.ά.). Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Γιώργος Λαμψίδης (Κείμενο Α), η επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η στέγαση, ιδίως όσων ήταν άστεγοι ή πλημμελώς στεγασμένοι, οδήγησε εκ των πραγμάτων σε λύσεις ελλιπώς μελετημένες και σε αυτοσχεδιασμούς. Παρά την ομοιομορφία που επικρατούσε, υπήρχε ελαφρά διαφοροποίηση των κατοικιών του ενός συνοικισμού από τις κατοικίες του άλλου, ως προς το εμβαδόν, την ποιότητα κατασκευής και τη λειτουργικότητα. Ιδρύθηκαν ακόμη προσφυγικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί και χορηγήθηκαν άτοκα δάνεια σε προσφυγικές οικογένειες για τη στέγασή τους.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Γιαννακόπουλος (Κείμενο Β), οι φορείς που ανέλαβαν την αστική αποκατάσταση ακολουθούσαν πολιτική που οδηγούσε στο διαχωρισμό των προσφύγων σε εύπορους και φτωχούς, μιας και ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση διαφοροποιούταν ο τρόπος διασφάλισης κατοικίας. Οι εύποροι πρόσφυγες, είχαν την οικονομική δυνατότητα να φροντίσουν μόνοι τους για τη στέγασή τους. Αυτοί στην αρχή ήταν σε θέση να νοικιάσουν ή να αγοράσουν κατοικίες μέσα στις πόλεις και έτσι να αναμειχθούν με τους γηγενείς. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Γιώργο Γιαννακόπουλο, οι εύποροι πρόσφυγες είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν ακίνητα σε δημοπρασίες ή λάμβαναν ενίσχυση προκειμένου να χτίσουν σπίτια σε κεντρικές περιοχές των πόλεων. Αργότερα ανέλαβαν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για την ίδρυση οικισμών. Η διαδικασία ήταν η ακόλουθη: ίδρυαν έναν οικοδομικό συνεταιρισμό, αγόραζαν μία έκταση σε προνομιούχο περιοχή και οικοδομούσαν αστικές κατοικίες καλής ποιότητας. Τέτοιοι οικισμοί ήταν η Νέα Σμύρνη στην Αθήνα και η Καλλίπολη στον Πειραιά. Όπως προκύπτει από τον πίνακα με τα στατιστικά αποτελέσματα της Απογραφής του 1928 (Κείμενο Γ), η Νέα Καλλίπολη είχε 3.180 κατοίκους το 1922, οι οποίοι αυξήθηκαν στους 4.691 το 1928. Στο αντίθετο άκρο βρίσκονταν οι άποροι πρόσφυγες που δεν είχαν κατορθώσει να αποκατασταθούν ακόμη. Εγκαταστάθηκαν σε καλύβες, χαμόσπιτα και άλλες πρόχειρες κατασκευές στις παρυφές παλαιών οικισμών, ή δημιούργησαν παραγκουπόλεις γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Γιώργο Γιαννακόπουλο (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει πως πέρα από τους φτωχούς πρόσφυγες που μέσω των κρατικών υπηρεσιών αποκαταστάθηκαν σε προσφυγικούς συνοικισμούς το 29% περίπου των άπορων προσφύγων που διέμεναν σε αστικά κέντρα ήταν αναγκασμένο να ζει σε χώρους που δεν ήταν κατάλληλοι για διαβίωση, όπως ήταν τρώγλες, σκηνές, στρατιωτικά παραπήγματα, καθώς και στρατώνες και τζαμιά. Έτσι, σε άθλιες συνθήκες, επρόκειτο να ζήσουν για πολλά χρόνια.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...