Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
English School 
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές που σας δίνονται: 
α. να  περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένη η βάση των κομμάτων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα
β. να αναφερθείτε στην οικονομικο-κοινωνική προέλευση των υποψήφιων βουλευτών και στα κριτήρια με τα οποία γίνονταν η επιλογή τους από τα κόμματα.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Η κοµµατική πειθαρχία που προσπάθησε να επιβάλει ο Τρικούπης στην κοινοβουλευτική οµάδα, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο ίδιος, ήταν βέβαια αξιοσηµείωτη, οφειλόταν όμως κυρίως στον αυταρχικό χαρακτήρα του και στο πολιτικό του κύρος. Ακόµα και στο ίδιο το τρικουπικό κόµµα δεν προβλεπόταν κανένα κοµµατικό όργανο. […]όλα τα κόµµατα ήταν άµορφοι και άτυποι µηχανισµοί χωρίς πρόβλεψη τυπικών διαδικασιών για τη λήψη αποφάσεων. […]Μόνος ο αρχηγός του κόμματος αποφάσιζε, και η επιβολή της θελήσεώς του ήταν συνάρτηση της συγκεκριµένης ισορροπίας δυνάµεων. Η κοµµατική πειθαρχία, που πρώτη φορά µπαίνει σαν πρόβληµα, δεν είναι παρά η προσπάθεια της µειώσεως της δυνατότητας της βουλής να ελέγχει, να κωλυσιεργεί, να προτείνει, να µεταβάλλει την πολιτική επιλογή της κυβερνήσεως και γενικότερα τους περιορισµούς της βουλευτοκρατίας.
 
Τσουκαλάς, Κ., «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895»,  ΙΕΕ, τ. Ι∆,  Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 42-43. (διασκευή)
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Εξαρτήσεις κάθε είδους και πελατειακές σχέσεις επιδρούσαν στη δυνατότητα των πολιτικών τοπικής εμβέλειας να διαμορφώσουν ένα σώμα προσωπικών οπαδών και επομένως να αναδειχτούν υποψήφιοι. Φοροεισπράκτορες, δήμαρχοι και άνθρωποι στους οποίους ανέθεταν τις κρατικές παραγγελίες είχαν, όπως φαίνεται, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες· εξάλλου και γιατροί, δικηγόροι και, φυσικά, ήδη εκλεγμένοι Βουλευτές μπορούσαν επίσης να δεσμεύσουν ψηφοφόρους [...]. Στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1890 για την ανάδειξη υποψηφίων σωρεύονται οι ενδείξεις ότι η εκλογή του ενός ή του άλλου πολιτικού, ο οποίος ασκούσε παλαιότερα επιρροή, εξαρτάται από το αν θα διακήρυσσε δημοσίως την κομματική του επιλογή.
 
Hering, G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Α’, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 634.
 
α. Η βάση των κομμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα εξακολουθούσε να μην έχει τυπική οργάνωση. Όπως σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς (Κείμενο Α), τα κόμματα της εποχής -ακόμη και το κόμμα του Τρικούπη- δεν είχαν ουσιαστική εσωτερική οργάνωση, ήταν άμορφοι μηχανισμοί, χωρίς κομματικά όργανα ή έστω τυπικά καθορισμένες διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων. Σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση των οπαδών των κομμάτων έπαιζαν η οικογενειοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις και η εξαγορά ψήφων. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα, η επιλογή των εκλογέων βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην κρίση τους για την πολιτική των κομμάτων, στις επιδράσεις που αυτά ασκούσαν κατά περιοχές και στα συμφέροντα κάθε κοινωνικής ομάδας.
Η οργάνωση των κομμάτων ήταν εμφανής μόνο στο επίπεδο της ηγεσίας. Τη σημαντικότερη θέση μετά τον αρχηγό την είχε η κοινοβουλευτική ομάδα. Οι βουλευτές είχαν σημαντική θέση, διότι λόγω της μεγάλης πλειοψηφίας που χρειαζόταν η Βουλή για να έχει απαρτία και να παίρνει αποφάσεις, οι βουλευτές και μόνο με την απουσία τους (ή την απειλή της) μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη πίεση στην κομματική ηγεσία. Σύμφωνα με τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), η προσπάθεια ύπαρξης «κομματικής πειθαρχίας» στο κόμμα του Τρικούπη, η οποία συνιστούσε αξιοπρόσεκτη κίνηση για την εποχή εκείνη, σχετιζόταν περισσότερο με το πολιτικό κύρος του Τρικούπη, αλλά και με τον αυταρχισμό που τον διέκρινε. Στα κόμματα εκείνης της περιόδου, αν και τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων είχε μόνο ο αρχηγός, το αν θα κατόρθωνε να επιβάλει τη θέλησή του στην κοινοβουλευτική του ομάδα ήταν περισσότερο κάτι που εξαρτιόταν από την κατά περίπτωση ισορροπία δυνάμεων στο κόμμα. Ακριβώς, άρα, λόγω της αδυναμίας των κομματικών αρχηγών να επιβληθούν στις ομάδες τους αρχίζει να τίθεται ως ζήτημα η έννοια της κομματικής πειθαρχίας, η οποία απέβλεπε στο να περιοριστεί η δυνατότητα των βουλευτών να ελέγχουν, να καθυστερούν ή και να μεταβάλλουν τις επιλογές του εκάστοτε πρωθυπουργού. Υπήρχε, δηλαδή, μια επιβεβλημένη βουλευτοκρατία, δύσκολα περιορίσιμη. Έτσι, η κεντρική οργάνωση του κόμματος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί στους βουλευτές την εκπλήρωση επιθυμιών, π.χ. διορισμών ή ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ της εκλογικής τους περιφέρειας.
 
β. Για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο», έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Όπως επισημαίνει ο G. Hering (Κείμενο Β), οι πελατειακές σχέσεις επηρέαζαν τη δυνατότητα πολιτικών που είχαν τοπική μόνο εμβέλεια να συγκεντρώσουν ένα επαρκές σώμα οπαδών, ώστε να κατορθώσουν να λάβουν το χρίσμα του υποψήφιου βουλευτή. Οι υποψήφιοι βουλευτές προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι. Τις πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), ο οποίος συμπληρώνει πως σημαντικές πιθανότητες να αναδειχθούν υποψήφιοι είχαν εκείνοι που διεκπεραίωναν κρατικές παραγγελίες, δήμαρχοι, φοροεισπράκτορες, αλλά και όσοι ήδη είχαν εκλεχτεί βουλευτές. Κατά τη δεκαετία του 1890, μάλιστα, οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), αναφέροντας, συνάμα, πως η δήλωση αυτή συνιστούσε κριτήριο για την επιλογή ενός πολιτικού ως υποψηφίου. Σε αντίθεση με τους υποψηφίους, τα κομματικά μέλη προέρχονταν και από τα κατώτερα στρώματα.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε
α. τις διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο
και
β. τις συνέπειες που προκάλεσε η διαφωνία αυτή στην πολιτική ζωή της χώρας μέχρι τη συγκρότηση κυβέρνησης Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αυτό που βάρυνε απαρχής του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Πολέμου στον νου του Βενιζέλου και επικαθόρισε τη στροφή του από την ουδετερότητα στην επίμονη απόφασή του να θέσει τελικώς τη χώρα του στο πλευρό της Αντάντ ήταν: α) πρωτίστως τα εθνικά ζητήματα των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας και ο κίνδυνος εξαφάνισης του εκεί ελληνισμού, και β) η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου και η ευαίσθητη θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο [...]. Το πλέον φλέγον ζήτημα, που είχε έντονες προεκτάσεις στο εσωτερικό, ήταν το Μικρασιατικό, δηλ. η συσσώρευση 150.000 ως 200.000 ομογενών προσφύγων στην Ελλάδα και ο άμεσος κίνδυνος «εξοντώσεως» και αφανισμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την κυβέρνηση των
Νεότουρκων.
 
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης: Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και βενιζελισμός (1909-1922), Πατάκης, Αθήνα 2020, σ. 129-130.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Στον αντίποδα των ιδεολογικών προσανατολισμών και της δυναμικής αντίληψης του πρωθυπουργού, ο βασιλιάς έτεινε να αποτελέσει τον πόλο μιας αντίρροπης διπλωματικής στρατηγικής. Η στενή συγγένεια με την αυτοκρατορική οικογένεια των Χοετζόλλερν, η εξοικείωση με το συγκεντρωτικό πνεύμα της γερμανικής Αυλής και η μαθητεία στη στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας και στην εμπέδωση της πεποίθησής του στην ακατάβλητη δύναμη των γερμανικών όπλων. Η αντίληψη αυτή συνυφαινόταν στην πράξη με την υιοθέτηση μιας διπλωματικής τακτικής επιφυλάξεων και δισταγμών, ασύμβατης με την εφαρμογή παρακινδυνευμένων ή και, απλά, τολμηρών πρωτοβουλιών: η αποχή από την ένοπλη διαμάχη, έστω και αν αποστερούσε τη χώρα από πιθανά οφέλη, εγκυμονούσε –κατ’ αυτόν– τους ολιγότερους κινδύνους για το έθνος.
 
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1830-1981, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, σ. 138.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για τον Δεκέμβριο [του 1915]. Οι Φιλελεύθεροι και η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος απείχαν, με αποτέλεσμα η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να μην έχει τη λαϊκή υποστήριξη. Οι σχέσεις του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων με τον Κωνσταντίνο και τους βασιλικούς χειροτέρευαν όλο και περισσότερο, καθώς η κάθε πλευρά ακολουθούσε όλο και πιο σκληρή γραμμή. [...]
Το φθινόπωρο του 1916 η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος ενός εμφυλίου πολέμου. Ο Βενιζέλος είχε αποσυρθεί στην Κρήτη. [...] Ταυτόχρονα, αξιωματικοί του στρατού πιστοί σε αυτόν συγκρότησαν μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που είχε στόχο να ανατρέψει τον βασιλιά και να επαναφέρει την κυβέρνηση του Ιουνίου 1915. [...] Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1916 [ο Βενιζέλος] έφτασε εντέλει στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε «προσωρινή» κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε πια δύο αντίπαλες κυβερνήσεις.
 
Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας (επιστημονική επιμέλεια: Δήμητρα Λαμπροπούλου και Κατερίνα Γαρδίκα), Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 284-285.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ήδη από το 1912, μετά τη σαρωτική νίκη του στις εκλογές, ο Βενιζέλος ήταν κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς ουσιαστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Το 1913, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ διαδέχθηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ο Βενιζέλος, ένα χρόνο νωρίτερα, παραχώρησε το αξίωμα του αρχιστράτηγου. Μέχρι το 1915 οι δύο ισχυρές προσωπικότητες δεν ήρθαν σε σύγκρουση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναγνώριζαν στον βασιλιά το δικαίωμα να επιβάλλει τη δική του άποψη για την εξωτερική πολιτική, παραβλέποντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αντισυνταγματικό. Αυτό ενίσχυσε τους εχθρούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προ πάντων έναν κύκλο αντιδημοκρατικών αξιωματικών.
Με αφορμή τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη σκοπιμότητα ή μη της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Οι Φιλελεύθεροι τάσσονταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, επειδή προσδοκούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα είχε εδαφικά οφέλη. Όπως, πιο λεπτομερώς, αναφέρει ο Σ. Πλουμίδης (Κείμενο Α), για τον Βενιζέλο υπήρχαν συγκεκριμένοι παράγοντες που καθιστούσαν τη συμμετοχή στον πόλεμο με το μέρος την Αντάντ προτιμότερη από την ουδετερότητα. Υπήρχε, αφενός, ο φόβος για το μέλλον του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κι αφετέρου η επίγνωση πως τόσο η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο όσο και οι πολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή καθιστούσαν τη χώρα ευάλωτη. Παραλλήλως, άλλωστε, η Ελλάδα είχε ήδη υποδεχτεί εκατόν πενήντα έως διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της, ενώ ο κίνδυνος να τεθούν οι υπόλοιποι Μικρασιάτες στο στόχαστρο των Νεότουρκων και να αποτελέσουν θύματα μιας γενικευμένης εκκαθάρισης ήταν άμεσα ορατός. Ο βασιλιάς και το Γενικό Επιτελείο, ωστόσο, είχαν διαφορετική εκτίμηση. Θεωρούσαν ανεύθυνη τη θέση των Φιλελευθέρων, εκτιμώντας ότι η έκβαση του πολέμου ήταν αβέβαιη και θα μπορούσαν να νικήσουν οι Κεντρικές δυνάμεις. Όπως επισημαίνει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), ο βασιλιάς ερχόταν σε αντίθεση με την πρόθεση του Βενιζέλου για δράση προβάλλοντας μια διαφορετική διπλωματική άποψη, η οποία χαρακτηριζόταν από επιφυλάξεις και απροθυμία ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας ενείχε τον κίνδυνο ενεργού εμπλοκής στον πόλεμο. Με δεδομένη, βέβαια, την κυριαρχία της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο, και παρά τους δεσμούς του με τη Γερμανία, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να ζητήσει συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, γι’ αυτό έλαβε θέση υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας. Όπως διευκρινίζει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), η ουδετερότητα παρά το γεγονός ότι δεν θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διεκδικήσει εδαφικά οφέλη, αποτελούσε, κατά τον βασιλιά, την επιλογή εκείνη που εγκυμονούσε τους λιγότερους κινδύνους. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, ήταν επηρεασμένος αφενός από τη στενή συγγενική σχέση του με τη γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, κι αφετέρου από την επαφή του τόσο με τη γερμανική στρατιωτική εκπαίδευση -μιας κι ο ίδιος είχε φοιτήσει στην Ακαδημία του Βερολίνου- όσο και με τον συγκεντρωτισμό που διέκρινε τη λειτουργία της γερμανικής αυλής, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει συντηρητικό τρόπο σκέψης, αλλά και πίστη πως οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ανίκητες. Η εμμονή, όμως, του Κωνσταντίνου στη θέση του περί ουδετερότητας, τον οδήγησε να δράσει με τρόπο που υπέσκαπτε τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Ο βασιλιάς, ανέπτυξε μυστική διπλωματία εν αγνοία Γης κυβέρνησης, καταφεύγοντας ακόμη και σε παράνομα μέσα (π.χ. παράδοση απόρρητων διπλωματικών εγγράφων στους Γερμανούς.) Το 1915 προκάλεσε δύο φορές την παραίτηση της κυβέρνησης.
 
β. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν μετά τη δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου, δεν συμμετείχαν οι Φιλελεύθεροι, καθώς θεωρούσαν την ενέργεια του βασιλιά ως παραβίαση του συντάγματος. Όπως, μάλιστα, σχολιάζει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), η αποχή των Φιλελευθέρων σήμανε και την αποχή της πλειονότητας των εκλογέων, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση που εκλέχθηκε να μην έχει στην πραγματικότητα τη στήριξη των πολιτών. Εκδηλώσεις βίας και φανατισμού δημιούργησαν χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και κυριάρχησε το μίσος. Όποιος ήταν κατά του πολέμου, κινούσε αμέσως την υποψία στους Βενιζελικούς, ότι ήταν κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κατά των εθνικών συμφερόντων. Οι Αντιβενιζελικοί έβλεπαν στο πρόσωπο των Βενιζελικών βίαιους πράκτορες της Αντάντ, που μάχονταν τον βασιλιά, κατέστρεφαν την ενότητα του έθνους και έθεταν σε κίνδυνο το κράτος. Τα δύο κόμματα διέφεραν όλο και λιγότερο μεταξύ τους στην πολιτική πρακτική και την προπαγάνδα, παράλληλα όμως όλο και περισσότερο ενισχυόταν ο διπολισμός. Σύμφωνα με τον Th. Gallant (Κείμενο Γ), η ολοένα και σκληρότερη στάση που υιοθετούταν κι από τις δύο πλευρές οδήγησε σταδιακά τη χώρα το Φθινόπωρο του 1926 στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης. Στα μέσα του 1916 το Κοινοβούλιο χάθηκε ουσιαστικά από το προσκήνιο. Το κλίμα της εποχής επέτρεψε να συμμετάσχουν στη διαμάχη και στρατιωτικοί, οι οποίοι δημιούργησαν δύο οργανώσεις αντίθετες μεταξύ τους, ανάλογα με το αν τα συμφέροντα κάθε ομάδας εξυπηρετούνταν από τον πόλεμο ή την ουδετερότητα. Όπως, επιπλέον, αναφέρει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), αξιωματικοί που στήριζαν σταθερά τον Βενιζέλο δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, μέσω της οποίας επιδίωκαν αφενός την ανατροπή του Κωνσταντίνου και αφετέρου την αποκατάσταση της βενιζελικής κυβέρνησης που είχε συγκροτηθεί τον Ιούνιο του 1915. Ο Βενιζέλος, αν και είχε καταφύγει στην Κρήτη, πείστηκε τελικά να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, έστω κι αν η εκεί παρουσία του θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας δεύτερης κυβέρνησης στον ελληνικό χώρο. Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος συγκρότησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
 

Ιστορία Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Wayne Moran
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τα ακόλουθα κείμενα να αναφερθείτε: α) στα όσα προέβλεπε το Σύνταγμα του 1864, και β) στις συνθήκες που οδήγησαν στη διατύπωση της αρχής της δεδηλωμένης.
 
Κείμενο Α
Το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ως μορφή πολιτεύματος τη βασιλευομένη δημοκρατία. Αν και το Σύνταγμα δεν χρησιμοποιούσε τον σχετικό όρο (ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952), δίχως άλλο τον υπονοούσε με μια σειρά διατυπώσεων, που δεν ήταν καθόλου τυχαίες: Έτσι το πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν πια «ιερόν» και «απαραβίαστον», όπως στο Σύνταγμα του 1844, αλλά «ανεύθυνον» και «απαραβίαστον» και υπεύθυνοι οι υπουργοί (άρθρο 29) που προσυπέγραφαν όλες τις πράξεις του (άρθρο 30). Περαιτέρω, η δικαιοσύνη δεν θα «πήγαζε» πια από τον βασιλιά, αλλά θα απονεμόταν από δικαστές, τους οποίους ο βασιλιάς θα διόριζε «κατά νόμον». […]
Έχει ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμα του 1864 δεν είχε συμβολικό και μόνον περιεχόμενο: ήταν απόρροια μιας συνειδητής επιλογής, εν γνώσει των πρακτικών συνεπειών της. Έτσι, όπως ανέφερε η έκθεση της «επί του Πολιτεύματος επιτροπής», η ρητή μνεία της στο άρθρο 21 («άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα») έγινε «όπως έχωσιν αείποτε αι καθεστηκυίαι εξουσίαι υπ’ όψιν την θαλεράν πηγήν αφ’ ης αρύονται πάσας τας εαυτών δυνάμεις».
 
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010, Εκδόσεις Πόλις
 
Κείμενο Β
Το Σύνταγμα του 1864 περιόριζε τις εξουσίες του βασιλιά μόνο σε εκείνες που του απονέμονταν ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο ανώτατος άρχοντας στερούνταν της δυνατότητας να παρεμβαίνει στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο περιερχόταν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Εθνοσυνέλευσης, που κατά περίπτωση θα εκλεγόταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Ο βασιλιάς αποκλειόταν, επίσης, από το νομοθετικό έργο, καθώς οι αρμοδιότητές του δεν ξεπερνούσαν την τυπική κύρωση και τη συνακόλουθη δημοσίευση των νόμων, αφού προηγουμένως οι τελευταίοι είχαν υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό. Αντίθετα, στον βασιλιά επιφυλασσόταν το προνόμιο του διορισμού και της απόλυσης των υπουργών, αλλά μόνο εν μέρει εκείνο της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών, δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα έπρεπε να φέρει τις υπογραφές όλων των υπουργών.
 
Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο
 
Κείμενο Γ
Ο Τρικούπης θέλησε να καθιερώσει στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πιο εξελιγμένη μορφή του. Η κυβέρνηση δε θα ήταν απλώς υπεύθυνη απέναντι στη βουλή, αλλά και θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία. Έλεγε στη βουλή: «Νομίζω ότι η βουλή αντιπροσώπους αυτής έχει τους υπουργούς ούτοι δεν είναι μόνον όργανα του στέμματος, αλλά και όργανα της βουλής. Η κυβέρνησις, εκλεγομένη υπό του στέμματος καθ’ υπόδειξιν της πλειονοψηφίας της βουλής, είναι επιτροπή εργαζομένη υπό τον έλεγχο της βουλής».
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών
 
Κείμενο Δ
Από την επαύριο της ισχύος του νέου Συντάγματος έως την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, το 1875, διορίσθηκαν συνολικά 18 κυβερνήσεις. Οι περισσότερες από αυτές όφειλαν τον σχηματισμό τους σε θεμιτές και αθέμιτες παρεμβάσεις του στέμματος, καθώς ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Βουλών εκείνης της εποχής, που η σύνθεσή τους διακρινόταν από την πανσπερμία προσωποπαγών κομμάτων, ομάδων και τάσεων. Και, αντίστροφα, ο Γεώργιος απομάκρυνε αρκετές κυβερνήσεις από την εξουσία -αν και είχαν καταφέρει να κερδίσουν (εύθραυστες, είναι αλήθεια) πλειοψηφίες στη Βουλή-, διότι διαφωνούσε με την πολιτική τους.
 
Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Μέσα σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση του 1862 χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως πολίτευμα ορίστηκε η βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας. Όπως, βέβαια, διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Α), στο τότε Σύνταγμα δεν αναφερόταν ρητά η μορφή του νέου πολιτεύματος, κάτι που συνέβη αργότερα στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952. Η αλλαγή αυτή, ωστόσο, γινόταν αντιληπτή από επιμέρους διατάξεις, μέσω των οποίων γινόταν σαφές πως κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζαν πλέον οι πολίτες. Επρόκειτο για την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1864. Σύμφωνα, ειδικότερα, με το άρθρο 21 του Συντάγματος αυτού, κάθε εξουσία πήγαζε από το Έθνος και εφαρμοζόταν με βάση τις συνταγματικές επιταγές. Η διατύπωση αυτή ήταν συνειδητή επιλογή της συντακτικής βουλής, ώστε να γίνεται αντιληπτό από τους εκάστοτε πολιτικούς αρχηγούς πως αντλούσαν την πολιτική τους δύναμη από το ελληνικό Έθνος. Έτι περαιτέρω η υποχώρηση της κυρίαρχης θέσης του βασιλιά εκφραζόταν από τον χαρακτηρισμό του ως προσώπου «ανεύθυνου» και «απαραβίαστου», αλλά όχι «ιερού», όπως χαρακτηριζόταν στο προηγούμενο Σύνταγμα, εκείνο του 1844. Παραλλήλως, μήτε η δικαστική εξουσία είχε πηγή της στον βασιλιά, εφόσον αποδιδόταν από δικαστές, τους οποίους διόριζε εκείνος ακολουθώντας όμως τις σχετικές υποδείξεις του νόμου. Με το Σύνταγμα του 1864, άλλωστε, κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η άμεση, μυστική και καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνεται από τον Αντώνη Κλάψη (Κείμενο Β), οι εξουσίες τους βασιλιά περιορίζονταν σε όσες μόνο του αναγνωρίζονταν με σαφήνεια από το Σύνταγμα και τους νόμους. Ως εκ τούτου, ο βασιλιάς δεν είχε τη δυνατότητα να εμπλέκεται στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία αφορούσε αποκλειστικά την εκλεγόμενη προς τούτο Εθνοσυνέλευση. Δεν είχε, επίσης, καμία πρόσβαση στη νομοθετική εξουσία, καθώς ο δικός του ρόλος ήταν μόνο να επικυρώνει τους νόμους που είχαν ήδη υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό, σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Α). Ο βασιλιάς, βέβαια, μπορούσε να διορίζει και να απολύει τους υπουργούς, αλλά δεν είχε την απόλυτη ευχέρεια να διαλύει προώρως τη Βουλή και να προκηρύσσει εκλογές, διότι αυτό το διάταγμα θα έπρεπε να έχει υπογραφεί από όλους τους υπουργούς. Το Σύνταγμα του 1864 κατοχύρωνε, συνάμα, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων. Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή οι βιαιοπραγίες.
 
β. Παρά την έντονη αντίδραση του βασιλιά Γεωργίου Α΄, η Εθνοσυνέλευση επέβαλε την αρχή να προέρχεται η κυβέρνηση από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που δεν ορίστηκε με σαφήνεια, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο, ήταν ότι ο βασιλιάς όφειλε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή του κόμματος που είχε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο Γεώργιος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ασάφεια, για να διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, μέχρι την ψήφιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875. Με βάση, μάλιστα, τις πληροφορίες που παρέχει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Δ), από το 1864 μέχρι το 1875 είχαν διορισθεί από τον βασιλιά δεκαοκτώ κυβερνήσεις. Το γεγονός αυτό φανερώνει το μέγεθος του προβλήματος που ερχόταν να θεραπεύσει η αρχή της δεδηλωμένης. Εξαιτίας, άλλωστε, της δυσκολίας που υπήρχε εκείνη την περίοδο να διασφαλιστεί η πλειοψηφία στη Βουλή, καθώς υπήρχαν πολλά και ποικίλων τάσεων προσωποπαγή κόμματα, οι περισσότερες από αυτές τις κυβερνήσεις είχαν προκύψει ύστερα από νόμιμες ή μη παρεμβάσεις του βασιλιά. Αντιστοίχως, ωστόσο, ο Γεώργιος Α΄ είχε συμβάλει στην ανατροπή αρκετών κυβερνήσεων, έστω κι αν διέθεταν κάποια σχετική πλειοψηφία, επειδή ο ίδιος δεν συμφωνούσε με την πολιτική τους.
Η ιδέα για την αρχή της δεδηλωμένης ανήκε στον νέο τότε πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος υποστήριξε δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο της Αγγλίας. Για να καταστεί αυτό δυνατόν, έπρεπε ο βασιλιάς να αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μόνο σε πολιτικό ο οποίος σαφώς είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Αυτό θα στερούσε από τα κόμματα μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, θα τα ωθούσε σε συνένωση με τα μεγάλα και θα είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού αναβρασμού του λαού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού τοπίου. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Γ), απώτερος στόχος του Τρικούπη ήταν να εδραιώσει το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πλέον ουσιαστική μορφή του, αποδεσμεύοντας την εκάστοτε κυβέρνηση από τον έλεγχο του βασιλιά και θέτοντάς τη υπό τον έλεγχο της βουλής. Η κυβέρνηση που θα διέθετε την πλειοψηφία θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία έχοντας χρέος να υπηρετεί πρωτίστως τη βουλή, απέναντι στην οποία θα έφερε ευθύνη, και όχι μόνο τον βασιλιά.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Photo File 

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε:
α. τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες επιτεύχθηκε τελικά η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (μονάδες 5)
β. το πώς κατόρθωσε να χρηματοδοτήσει τη συμμετοχή της στον πόλεμο (μονάδες 10)
γ. τις συνθήκες διαμόρφωσης της νομισματικής πολιτικής των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έως τη Μικρασιατική καταστροφή. (μονάδες 10)
Μονάδες 25
 
Κείμενο Α
Τελικά, το 1922 η κυβέρνηση επέβαλε έναν ιδιότυπο συνδυασμό υποτίμησης και εσωτερικού δανείου. Όσοι κατείχαν τραπεζογραμμάτια1 (δηλαδή περίπου οι πάντες, όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα) υποχρεώθηκαν να τα διχοτομήσουν, να ανταλλάξουν το μισό τραπεζογραμμάτιο με κρατικά ομόλογα και να κρατήσουν το άλλο μισό, το οποίο διατήρησε την ονομαστική αξία του ολοκλήρου. Αλλά και τα νέα χρηματικά μέσα που απέκτησε έτσι το ∆ημόσιο δεν έσωσαν την κατάσταση: απορροφήθηκαν πολύ γρήγορα από τις συνεχώς αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες και τον πληθωρισμό.
 
1. τραπεζογραμμάτιο: χαρτονόμισμα
 
Γ.Β. ∆ερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, τ. Β ́, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2005, σ.886
 
Κείμενο Β
Στις πολεμικές ζημίες θα πρέπει να προστεθούν και οι ζημίες που προκλήθηκαν από τους Συμμάχους, πριν από την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβερνήσεως, οι ζημίες που προκάλεσαν τα Συμμαχικά στρατεύματα στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 1.126.500.000 δραχμές. Το ποσό αυτό συμπεριλάμβανε και τους τόκους για την περίοδο που το ποσό των ζημιών παρέμεινε απλήρωτο. Στο τέλος οι Σύμμαχοι δέχθηκαν να καταβάλουν ένα μικρό μόνο ποσοστό των ζημιών και τελικά κατέβαλαν ένα ακόμη μικρότερο, ασήμαντο ποσό. […]
………………………………………………………………….
Οι πολεμικές δαπάνες της Ελλάδας ήταν πάνω από τις οικονομικές δυνατότητές της. Καλύφθηκαν με τη φορολογία, την έκδοση χαρτονομίσματος και το δανεισμό. Για να μπορέσει να διεξαγάγει τον πόλεμο, οι Σύμμαχοι άνοιξαν πίστωση για την ελληνική κυβέρνηση, μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, 12 εκατομμύρια στερλίνες η Αγγλία, 300 εκατομμύρια φράγκα η Γαλλία και 50 εκατομμύρια δολάρια οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με βάση αυτές τις πιστώσεις, που θα μπορούσαν να ληφθούν μόνο μετά το τέλος του πολέμου, η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε τραπεζογραμμάτια που η αξία τους ανερχόταν σε 850 εκατομμύρια δραχμές. Στην πραγματικότητα, μετά την υπογραφή της ειρήνης, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τις πιστώσεις αυτές, εξαιτίας της νομισματικής αστάθειας και της ταχείας υποτιμήσεως της δραχμής. Στο τέλος του 1920, το σύνολο των γαλλικών πιστώσεων, το μισό των αγγλικών και τα 2/3 των αμερικανικών παρέμειναν αχρησιμοποίητες. Τέλος, όταν επανήλθε στη χώρα ο Κωνσταντίνος το 1920, ανακλήθηκαν όλες οι πιστώσεις. Έτσι, ουσιαστικά η Ελλάδα πήρε ελάχιστη οικονομική βοήθεια από τους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου και βασίστηκε κυρίως στους δικούς της πόρους.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄ σελ. 84-85, Εκδοτική Αθηνών
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε κάτω από δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες. Η σύγκρουση του παλατιού με τον Βενιζέλο, ο Διχασμός, όπως ονομάστηκε, η άσκοπη και δαπανηρή επιστράτευση του 1915, η δημιουργία της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και η διάσπαση της χώρας σε δυο ουσιαστικά κράτη, ο συμμαχικός αποκλεισμός και οι συγκρούσεις, είχαν οπωσδήποτε μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και υπονόμευσαν πολλά από τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, το οικονομικό κόστος, σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», σημαντικό μέρος αυτού οφειλόταν στις ζημιές που είχε προκαλέσει ο συμμαχικός στρατός κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του αποκλεισμού της χώρας. Με βάση την εκτίμησης της ελληνικής κυβέρνησης το κόστος των ζημιών, μαζί με τους τόκους για το διάστημα που αυτό έμενε απλήρωτο, έφτανε το 1.126.500.000 δραχμές. Οι Σύμμαχοι, ωστόσο, πλήρωσαν ένα ελάχιστο τμήμα του ποσού αυτού. Έτσι, όταν, με την επέμβασή τους, ενοποιήθηκε το 1917 η χώρα υπό τον Βενιζέλο, στάθηκε αδύνατο να αναλάβει, χωρίς εξωτερική αρωγή, το κόστος της συμμετοχής στον πόλεμο. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν τότε σ’ έναν ιδιόμορφο δανεισμό της χώρας, που θα είχε οδυνηρές συνέπειες στο μέλλον.
 
β. Η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ενέκριναν κατ’ αρχήν μεγάλο δάνεια προς την Ελλάδα: 12.000.000 λίρες Αγγλίας, 300.000.000 γαλλικά φράγκα και 50.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Ο δανεισμός ήταν όμως θεωρητικός. Το ποσά αυτά δεν εκταμιεύτηκαν ούτε δόθηκαν στην Ελλάδα. Θεωρήθηκαν κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος, με το οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου θα χρηματοδοτούσε την πολεμική της προσπάθεια. Ένα είδος αποθέματος, δηλαδή, σε χρυσό και σε συνάλλαγμα, που δεν βρισκόταν όμως υπό τον έλεγχο της χώρας. Τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», στην οποία επιπροσθέτως αναφέρεται πως οι πιστώσεις αυτές θα μπορούσαν να αντληθούν μόνο όταν θα είχε ολοκληρωθεί ο πόλεμος. Δόθηκε, ωστόσο, η δυνατότητα στην Εθνική Τράπεζα να εκδώσει νέα χαρτονομίσματα αξίας οκτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων δραχμών. Επί της ουσίας, επομένως, η χώρα πέρα από την έκδοση νέου χαρτονομίσματος, μπόρεσε να αντλήσει έσοδα από τη φορολογία κι από το θεωρητικό, έστω, δάνειο των Συμμάχων. Η Ελλάδα, πάντως, χρηματοδότησε με τον τρόπο αυτό την πολεμική συμμετοχή της στο μακεδονικό μέτωπο, την εκστρατεία στην Ουκρανία και την Κριμαία, και την πρώτη φάση της στρατιωτικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Όπως, όμως, επισημαίνεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» λόγω της γοργής υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και της συνεπαγόμενης νομισματικής αστάθειας, στο τέλος του 1920, μετά, δηλαδή, την υπογραφή ειρήνης, η Ελλάδα είχε αφήσει αναξιοποίητο όλο το ποσό της γαλλικής πίστωσης, το ήμισυ της αγγλικής και τα 2/3 της αμερικανικής. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτής της ιδιόμορφης νομισματικής ισορροπίας δεν άργησαν να φανούν.
 
γ. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Ας σημειωθεί, άλλωστε, πως από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», όπου επισημαίνεται πως η Ελλάδα έχοντας λάβει μικρή οικονομική βοήθεια από τους Συμμάχους για τη διεξαγωγή του πολέμου, κλήθηκε να καλύψει τις υψηλές πολεμικές δυνάμεις με δικά της μέσα. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβη σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Ο Γ. Δερτιλής, αν και επιβεβαιώνει τη διαδικασία της διχοτόμησης, παρουσιάζει διαφορετικά βασικές πτυχές της. Επισημαίνει, ειδικότερα, πως το εσωτερικό αυτό δάνειο συνδυάστηκε με την υποτίμηση του νομίσματος, και πως το μισό χαρτονόμισμα που κρατούσαν στην κατοχή τους οι πολίτες κυκλοφορούσε διατηρώντας την ονομαστική αξία ενός ακέραιου χαρτονομίσματος. Συμπληρώνει, συνάμα, πως η διχοτόμηση του νομίσματος αφορούσε ακόμη και τα νομικά πρόσωπα της χώρας. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της. Όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Δερτιλής, το οικονομικό αυτό όφελος ήταν προσωρινό, εφόσον λόγω του πληθωρισμού και των διαρκώς αυξανόμενων δαπανών του κράτους εξαντλήθηκε με γρήγορο ρυθμό.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Διχοτόμηση χαρτονομίσματος (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Διχοτόμηση χαρτονομίσματος (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται να αναφερθείτε:
α. στις αιτίες που οδήγησαν στην επιλογή της λύσης της «διχοτόμησης του χαρτονομίσματος» από την ελληνική κυβέρνηση το 1922.
β. στα χαρακτηριστικά της ενέργειας αυτής και τις συνέπειές της.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνεπώς η δραματική αύξηση της παροχής χρήματος μεταξύ 1920 και 1922 προκλήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με μια βρετανική αναφορά, μόνο μέσα στο 1921 η κυβέρνηση δανείστηκε 1.200 και πλέον εκατομμύρια δραχμές από την Εθνική Τράπεζα. Το φθινόπωρο του 1921 το καθημερινό κόστος του συνεχιζόμενου πολέμου υπολογιζόταν γύρω στα 8.000.000 δραχμές, αναγκάζοντας τη βασιλική κυβέρνηση να προσφεύγει σε όλο και πιο σπασμωδικά μέτρα. Ο υπουργός οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκης, επιχειρώντας έναν πρωτότυπο αυτοσχεδιασμό την επόμενη άνοιξη, εισήγαγε έναν νέο τύπο αναγκαστικού δανείου. Το κοινό υποχρεώθηκε να παραδώσει τα χαρτονομίσματά του στις τράπεζες, οι οποίες τα διχοτομούσαν: το ένα κομμάτι επιστρεφόταν στον κομιστή, ενώ το άλλο ανταλλασσόταν με εικοσαετή ομόλογα του Δημοσίου. Ταυτόχρονα, η Εθνική Τράπεζα διατάχθηκε να πιστώσει το κράτος με ένα ποσόν ισοδύναμο με το ήμισυ της αξίας των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσαν. Ήταν ένα ακραίο μέτρο αρνητικά προοδευτικής φορολόγησης, εφόσον εφαρμόστηκε μόνο στα χαρτονομίσματα και όχι στις τραπεζικές καταθέσεις ή τις άλλες μορφές αποταμίευσης. Από την άλλη πλευρά, είχε το προτέρημα πως δεν ενίσχυε τον πληθωρισμό: κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν 1.300 εκατομμύρια δραχμές χωρίς να αυξηθεί η νομισματική κυκλοφορία.
 
Mazower, M., Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Όπως επισημαίνει, μάλιστα, ο M. Mazower, ήταν σαφές πως η επιδείνωση των οικονομικών της χώρας την περίοδο 1920-1922 σχετιζόταν με επιλογές της κυβέρνησης, καθώς μόνο το 1921 είχε προχωρήσει σε δανεισμό πάνω από 1.200 εκατομμυρίων δραχμών από την Εθνική Τράπεζα. Επιπλέον, από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τον M. Mazower, ο οποίος επισημαίνει πως το φθινόπωρο του 1921 η συντήρηση της στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία κόστιζε στο ελληνικό κράτος 8.000.000 δραχμές την ημέρα, με αποτέλεσμα η τότε φιλοβασιλική κυβέρνηση να καταφεύγει σε κινήσεις απελπισίας, προκειμένου να διασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση.
 
β. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβει σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Όπως διευκρινίζει ο M. Mazower, η ιδέα του καινοφανούς αυτού δανείου ανήκε στον τότε υπουργό οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη. Με βάση τον δικό του σχεδιασμό οι πολίτες παρέδωσαν τα χαρτονομίσματα που είχαν στην κατοχή τους στις τράπεζες από τις οποίες έπαιρναν το ένα κομμάτι των διχοτομημένων πια χαρτονομισμάτων και το υπόλοιπο της αξίας τους σε ομόλογα του Δημοσίου εικοσαετούς διάρκειας. Παραλλήλως, η Εθνική Τράπεζα υποχρεώθηκε να πιστώσει στο ελληνικό κράτος το ήμισυ της αξία του συνόλου των χαρτονομισμάτων που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.  Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Σύμφωνα με τον M. Mazower, το εσωτερικό αυτό αναγκαστικό δάνειο αποτέλεσε μια ακραία μορφή αρνητικά προοδευτικής φορολόγησης, καθώς αφορούσε μόνο τα χαρτονομίσματα που είχαν στην κατοχή τους οι πολίτες και όχι τις καταθέσεις τους στην τράπεζα ή λοιπές μορφές αποταμίευσης, επιβαρύνοντας, έτσι, δυσανάλογα ορισμένους πολίτες ειδικότερα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Κύριο προτέρημά της, ωστόσο, ήταν πως δεν απαιτούσε την κυκλοφορία νέου νομίσματος και ως εκ τούτου δεν προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Τα εθνικά δάνεια και η πτώχευση του 1893 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
War is hell store
 
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Τα εθνικά δάνεια και η πτώχευση του 1893 (πηγή)
 
Αντλώντας πληροφορίες από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναφερθείτε:
α. στη χρησιμοποίηση/διάθεση των ποσών των δανείων που συνάφθηκαν κατά την περίοδο 1880-1892
β. στους λόγους που αιτιολογούν την επιλογή επιβολής της πτώχευσης το 1893.
 
Κείμενο
Μεταξύ 1879 και 1890 το ελληνικό κράτος συνήψε οκτώ εξωτερικά δάνεια […]και ακόμη πέντε εσωτερικά δάνεια […]. Από το συνολικό ποσό των δανείων, ο Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγισε σε 100 εκατομμύρια τις στρατιωτικές δαπάνες και 120 περίπου εκατομμύρια τα ποσά που διατέθηκαν για τα δημόσια έργα – σιδηροδρόμους και δρόμους. Τα υπόλοιπα, δηλαδή περίπου τα μισά από το καθαρό ποσό των δανείων, διατέθηκαν για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, για την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και για την ίδια την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Οι όροι των δανείων επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος. […] Εν όψει των δανείων ο Τρικούπης συνήθιζε να παίρνει προκαταβολές από τις τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια. […] Η υποτίμηση της δραχμής, ήδη από το 1885, αλλά σε μεγαλύτερη έκταση από το 1890 και έπειτα, κατέστησε τις ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις δυσβάστακτες για τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα προβλήματα των δημοσιονομικών ισορροπιών της χώρας επιβαρύνονταν ιδιαίτερα από τους καταναγκασμούς της εξωτερικής πολιτικής[…].Ο Τρικούπης επανερχόμενος στην εξουσία τον Ιούνιο του 1892 είχε προσπαθήσει, χωρίς επιτυχία, να εξασφαλίσει νέο δάνειο, για να άρει και πάλι την αναγκαστική κυκλοφορία και να αποκαταστήσει τη δραχμή, ενώ ξεσπούσε και η σταφιδική κρίση, που περιόριζε περαιτέρω τις συναλλαγματικές εισροές.
 
Αγραντώνη, Χρ., «Η συγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού (1870-1909)», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1770-2000), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 5, 68-69.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της. Όπως, ειδικότερα, προσθέτει το παράθεμα από το 1789 και μέχρι το 1890 η Ελλάδα είχε λάβει οκτώ δάνεια από το εξωτερικό και είχε συνάψει, μάλιστα, και πέντε εσωτερικά δάνεια. Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών, καθώς και των δαπανών των στρατιωτικών κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000 δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το 1889). Επίσης μεγάλα ποσά διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν. Το παράθεμα επιβεβαιώνει τις πληροφορίες αυτές, διευκρινίζοντας πως σύμφωνα με μελέτη του Ανδρέα Ανδρεάδη στα δημόσια έργα διατέθηκαν περίπου 120 εκατομμύρια, ενώ σε στρατιωτικές δαπάνες 100 εκατομμύρια. Το υπόλοιπο ποσό των δανείων, που προσέγγιζε το ήμισυ της καθαρής αξίας τους, διατέθηκε για έκτακτα έξοδα, για την κάλυψη ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς, αλλά και για να εξυπηρετηθούν τα ίδια τα δάνεια.
 
β. Κατά το έτος 1893 η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών της δανείων και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους της. Όπως επισημαίνεται στο παράθεμα, οι δυσμενείς όροι των δανείων λειτουργούσαν επιβαρυντικά για το δημόσιο χρέος, ενώ, παράλληλα, ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης συνήθιζε, κάθε φορά που είχε εγκριθεί κάποιο δάνειο, να λαμβάνει προκαταβολές από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες όμως παρέχονταν με υψηλό επιτόκιο. Επιπροσθέτως, επιβαρυντικά για το δημόσιο χρέος λειτουργούσαν αφενός οι επιβεβλημένες επιλογές της εξωτερικής πολιτικής, που συνδέονταν με εθνικές κρίσεις, κι αφετέρου οι συνεχείς υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, της δραχμής, οι οποίες ξεκίνησαν το 1885 και εντάθηκαν μετά το 1890, διότι καθιστούσαν την αποπληρωμή των ετήσιων δόσεων για τα τοκοχρεολύσια δυσχερέστατες. Η αδυναμία, άλλωστε, του Τρικούπη να διασφαλίσει νέο δάνειο το 1892, ώστε να ενισχύσει την αξία της δραχμής και να διακόψει την υποχρεωτική κυκλοφορία του νομίσματος που είχε επιβληθεί, επιδείνωσαν δραστικά την κατάσταση.  Η «πτώχευση», όπως χαρακτηρίστηκε, δεν ήταν ασυνήθιστη επιλογή των φτωχότερων κρατών, στην Ελλάδα όμως της εποχής εκείνης είχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Οι διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες συνεχίστηκαν μέχρι τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα του ελληνικού στρατού και η υποχρέωση της Ελλάδας να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία έθεσαν το ζήτημα σε νέες βάσεις. Παραλλήλως, όπως τονίζεται στο παράθεμα, η σταφιδική κρίση που είχε ξεσπάσει στο τέλος του 19ου αιώνα μείωσε περαιτέρω το εισερχόμενο στη χώρα συνάλλαγμα, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη θέση της χώρας στις σχετικές διαπραγματεύσεις.
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Darice Machel McGuire
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τις κατάλληλες πληροφορίες από το ακόλουθο παράθεμα να αναφερθείτε στις εξαγωγές και στις εισαγωγές της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.
 
Πολλαπλασιασμός των εμπορικοποιήσιμων καλλιεργειών
 
Πραγματικά, από τα μέσα του αιώνα διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση πολλαπλασιασμού των εμπορικοποιήσιμων σε βάρος των παραδοσιακών καλλιεργειών που αποβλέπουν στην αυτοκατανάλωση. Η καλλιέργεια των δημητριακών, λόγου χάρη, αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
…………………………………………………………………………………………
Αντίθετα, τα αμπέλια, από 9.000 στρέμματα που καλύπτουν το 1835, φτάνουν σε 492.000 στρέμματα το 1861, σε 822.000 το 1881, σε 1.266.000 το 1887, σε 1.350.000 το 1900, για να περιοριστούν, το 1909, σε 1.040.000 στρέμματα.
Η σταφίδα πάλι, που η εκμετάλλευσή της γίνεται από το 1830, από 53.000 στρέμματα που καλύπτει το 1861 φτάνει τα 468.000 το 1887, τα 700.000 στρέμματα το 1900, και το 1909 πέφτει στα 577.000 στρέμματα. Η ελιά, καλύπτει το 1835 τα 250.000 στρέμματα, το 1881 τα 1.829.000 και το 1900 καθώς και το 1909 τα 2.600.000 στρέμματα. Τέλος, οι καλλιέργειες του καπνού και του βαμβακιού, που το 1830 ήταν ανύπαρκτες ή περιθωριακές, από το 1870-1880 αρχίζουν να επεκτείνονται.
Καθοριστικό στοιχείο στάθηκε η ανάπτυξη μιας φυσικής διεξόδου για τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα: το λάδι, ο καπνός, τα σύκα και κυρίως η σταφίδα, βρήκαν στην αγορά της δυτικής Ευρώπης ένα πεδίο συνεχώς διευρυνόμενο. Βασική σημασία είχε η σταφίδα: η καλλιέργειά της είχε επεκταθεί σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο: Με τις ευλογίες του Κράτους, της εμπορικής αστικής τάξης και του χρηματιστικού κεφαλαίου, που έλεγχε τα κυκλώματα, οι αγρότες υποτάχθηκαν στις αντικειμενικές απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς. Στο τέλος του περασμένου αιώνα αν η Ελλάδα δεν ήταν χώρα μονοκαλλιέργειας, είχε γίνει σχεδόν χώρα μονοεξαγωγής, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% των εξαγωγών για όλο το δεύτερο μισό του19ου αιώνα.
 
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 91-92
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες γεωργοί είχαν αρχίσει να στρέφονται σε καλλιέργειες που μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν εμπορικά, για αυτό και τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης, όπως το σιτάρι, γνώριζαν αργή ανάπτυξη. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Την πρωτοκαθεδρία της σταφίδας στις εξαγωγές σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς, ο οποίος αναφέρει πως από το 1850 και για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα η Ελλάδα είχε εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές του προϊόντος αυτού. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που υπαγορευόταν από τη ζήτηση της διεθνούς αγοράς και λάμβανε στήριξη τόσο από το κράτος όσο και από τους εμπόρους και τους κεφαλαιούχους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καλλιεργείται η σταφίδα σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Από το σύνολο, άλλωστε, των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας μεγάλος αριθμός αποδίδεται στην αμπελουργία, από την οποία αντλούνταν τόσο η παραγωγής σταφίδας, όσο και η παραγωγή κρασιού, αντιστοίχως μεγάλες εκτάσεις καταλάμβαναν οι σταφιδώνες. Πιο συγκεκριμένα οι αμπελώνες το 1861 καλύπτουν 492.000 στρέμματα και οι σταφιδώνες 468.000 στρέμματα το 1887. Πρόκειται για σημαντική αύξηση από τα 9.000 του 1835 και τα 53.000 στρέμματα του 1861 που κάλυπταν αντιστοίχως οι αμπελώνες και οι σταφιδώνες. Τα αμπέλια θα φτάσουν τα 822.000 στρέμματα το 188, τα 1.266.000 το 1887 και τα 1.350.000 το 1900, με τους σταφιδώνες να ανέρχονται σε 700.000 στρέμματα το 1900. Τόσο οι αμπελώνες όσο και οι σταφιδώνες θα γνωρίσουν κάμψη στη συνέχεια, εφόσον οι αμπελώνες θα μειωθούν στα 1.040.000 στρέμματα το 1909 και οι αμπελώνες στα 577.000 το ίδιο έτος.  Στις εξαγωγές ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Η καλλιέργεια ελαιώνων, πάντως, ακολουθεί ανοδική πορεία, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Κ. Τσουκαλάς, Από τα 250.000 στρέμματα του 1835, θα ανέβει στα 1.829.000 το 1881, και στην περίοδο 1900-1909 στα 2.600.000 στρέμματα, γεγονός που φανερώνει τη δυναμική του συγκεκριμένου προϊόντος. Η ενίσχυση της καλλιέργειας εξαγώγιμων προϊόντων, όπως ήταν η σταφίδα, το λάδι, το κρασί, αλλά και τα σύκα, οφείλεται στο γεγονός πως στις αγορές της δυτικής Ευρώπης οι Έλληνες παραγωγοί εντόπισαν ζήτηση που συνεχώς διευρυνόταν.   
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Όπως επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς, αν και η καλλιέργεια του καπνού και του βαμβακιού το 1830 ήταν μηδαμινή, από την περίοδο 1870-1880 και εξής ξεκινά να διευρύνεται. Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...