Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Αποζημίωση ανταλλαξίμων & ελληνική οικονομία (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Αποζημίωση ανταλλαξίμων & ελληνική οικονομία (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται να παρουσιάσετε:
α. την αποζημίωση των ανταλλαξίμων (μονάδες 12) και
β. τις επιπτώσεις από την άφιξη των προσφύγων στην ελληνική οικονομία (μονάδες 13).
Μονάδες 25
 
Κείμενο Α
Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης, κάθε ανταλλάξιμος, Έλληνας ή Τούρκος, δικαιούται να πάρει στη χώρα, όπου εγκαθίσταται, περιουσία ίσης αξίας και ίδιας ποιότητας μ’ αυτήν που είχε πριν από την Ανταλλαγή.
Για να γίνει, όμως, αυτή η καταβολή της αποζημίωσης στη νέα πατρίδα, έπρεπε στην παλιά να είχε ολοκληρωθεί η εκτίμηση της ανταλλάξιμης περιουσίας και να είχε παραδοθεί στον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη ειδική δήλωση για το χρηματικό ποσό που του οφείλεται. Η προϋπόθεση αυτή ήταν πολύ εύκολη για τους Μουσουλμάνους ανταλλάξιμους, γιατί η αναχώρηση τους έγινε τόσο άνετα, ώστε πρόλαβαν και την εκτίμηση να κάνουν και τη δήλωση να παραλάβουν. Για τους Έλληνες, όμως, που έφυγαν, στην πλειονότητα τους, ξεριζωμένοι και διωγμένοι από τις εστίες τους, κάτι τέτοιο δεν ήταν μόνο αδύνατο, ήταν και αδιανόητο, μια και η Σύμβαση έγινε μετά τον ξεριζωμό τους.
Η κατάσταση αυτή επέβαλε την ανάγκη να εξευρεθεί τρόπος, ώστε η εκτίμηση των ελληνικών ανταλλαξίμων περιουσιών στην Τουρκία να πραγματοποιηθεί εδώ, στην Ελλάδα.
[…] Το Υπουργείο Γεωργίας προέβη στη συγκρότηση επιτροπών από έγκυρα πρόσωπα που γνώριζαν καλά την περιουσιακή κατάσταση των συντοπιτών τους (συγχωριανών ή συμπολιτών), πριν από την Ανταλλαγή, στην Τουρκία.  Οι επιτροπές, λοιπόν, αυτές επιφορτίστηκαν με το έργο της εκτίμησης της περιουσίας κάθε ανταλλαξίμου που υπαγόταν στη δική τους ευθύνη, για να εκδώσουν, στη συνέχεια, ύστερα από συνεννόηση με τον ενδιαφερόμενο, τη σχετική δήλωση. Σ’ αυτήν έπρεπε να επισυναφτούν και όλα τα σχετικά πιστοποιητικά (τίτλοι κυριότητας κ.λπ.) που τυχόν είχαν μαζί τους οι ανταλλάξιμοι. Μόνο οι περιπτώσεις δυσεπίλυτων διαφορών μεταξύ επιτροπών και δικαιούχων αποζημίωσης θα παραπέμπονταν σε περιοδεύοντα ειρηνοδικεία που θα λειτουργούσαν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
 
Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των Προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930)
 
Κείμενο Β
Για να κατανοηθεί πληρέστερα το οικονομικό άλμα της χώρας μας, αρκεί να έχουμε υπόψη ορισμένες αισθητές αλλαγές:1) Η γνωστή αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 υλοποιήθηκε με την άφιξη των προσφύγων του 1922, 2) Η τσιφλικική γεωργία αντικαταστάθηκε από την οικογενειακή. Πράγματι, στα 1930 το 80% των γεωργικών επιχειρήσεων διευθύνονταν από τους ιδιοκτήτες τους, δηλ. από τους ίδιους τους γεωργούς, οι οποίοι διέθεταν μικροϊδιοκτησίες από 30 μέχρι 100 στρέμματα ο καθένας. 3) Η αστική ανάπτυξη της Ελλάδας είναι απόρροια της αγροτικής μεταρρύθμισης, εξαιτίας της οποίας οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, από το 1922 ως το 1938, αυξήθηκαν κατά 14.600.000 στρ. και ανέβηκαν σε 27.000.000 στρέμμ. 4) Ενώ το 1923 το εθνικό εισόδημα ήταν του ύψους των 16.163.816.120 δρχ., το 1928 ανεβαίνει στα 26.750.000.000. 5) Στην πριν από την Ανταλλαγή περίοδο έχουμε τις γνωστές παραδοσιακές καλλιέργειες, με κορυφαία την καλλιέργεια των σιτηρών. Με την άφιξη των προσφύγων σημειώνεται πραγματική επανάσταση στα καλλιεργούμενα προϊόντα και στις καλλιεργητικές μεθόδους. 6) Η βιομηχανία της ταπητουργίας, σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα και πολύ γνωστή στην Ανατολή, γνωρίζει αλματώδη πρόοδο, μετά την προσφυγική εγκατάσταση, και ενισχύει με 500.000 Λίρες Αγγλίας* το ετήσιο εθνικό εισόδημα.
 
* Κατά μέσο όρο μια Λίρα Αγγλίας ισοδυναμούσε με 354,470 δραχμές.
 
Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των Προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930)
 
Κείμενο Γ
Η ανάπτυξη της ταπητουργίας, άγνωστη, σχεδόν, στην Ελλάδα και πασίγνωστη στην Ανατολή, αποτελεί, κατεξοχήν, αστική προσφυγική δραστηριότητα και μια από τις πρώτες οικονομικές και επαγγελματικές διεξόδους, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, αλλά και σε μικρότερα αστικά κέντρα, ακόμη και σε χωριά. Πρόκειται, μάλιστα, για πρωταρχική γυναικεία δραστηριότητα. Ήδη στα 1928, από το μεγάλο αριθμό των προσφύγων γυναικών εργατριών στην Ελλάδα, οι 11.000 απασχολούνται στη βιοτεχνία των ταπήτων, η οποία διαθέτει 5.600 αργαλειούς και έχει ετήσια παραγωγή πάνω από 250.000 τ.μ. υφαντών. Τα περισσότερα από αυτά εξάγονται στο εξωτερικό.
 
Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των Προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930)
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Η Σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προέβλεπε την αποζημίωση των ανταλλάξιμων προσφύγων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους, από το κράτος υποδοχής. Ο Ευστάθιος Πελαγίδης (Κείμενο Α) επιβεβαιώνει τις πληροφορίες αυτές, επισημαίνοντας πως η αποζημίωση δινόταν σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης και πως επρόκειτο για υλική αποκατάσταση με περιουσία αντίστοιχης αξίας και ποιότητας με εκείνη που είχε ο κάθε πρόσφυγας πριν τη διαδικασία ανταλλαγής. Το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή. Για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή συστάθηκε το 1924 η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών.
Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών προχωρούσε αργά και η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, που βρισκόταν σε απόγνωση, μεγάλωνε. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Α, η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η εκτίμηση έπρεπε να έχει γίνει στην παλιά πατρίδα των προσφύγων, ώστε να έχουν λάβει ειδική βεβαίωση για το ποσό που δικαιούνταν. Διαδικασία που είχε επιτευχθεί για τους Μουσουλμάνους πρόσφυγες, εφόσον εκείνοι έφυγαν από την Ελλάδα αργότερα και είχαν, ως εκ τούτου, το περιθώριο να ολοκληρώσουν πρώτα την εκτίμηση των περιουσιών τους. Για την πλειονότητα, όμως, των Ελλήνων προσφύγων που είχαν εκδιωχθεί προτού υπογραφεί η σχετική σύμβαση δεν είχε, αυτονόητα, γίνει καμία αντίστοιχη εκτίμηση της περιουσίας τους. Έτσι, υιοθετήθηκε η λύση να δοθεί μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας πού εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμησή της. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους ανταλλάξιμους την προκαταβολή αυτή.
Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Σύμφωνα με το Κείμενο Α, οι επιτροπές αυτές, που υπάγονταν στο Υπουργείο Γεωργίας, καλούνταν να επιτελέσουν σε ελληνικό έδαφος μια διαδικασία που έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί στην Τουρκία. Το θετικό τους στοιχείο ήταν πως στελεχώνονταν από πρόσωπα που είχαν καλή γνώση της περιουσιακής κατάστασης των συντοπιτών τους, καθώς ζούσαν στα ίδια χωριά ή στις ίδιες πόλεις πριν την Ανταλλαγή. Οι επιτροπές θα εξέδιδαν δήλωση για την περιουσία εκάστου πρόσφυγα, ύστερα από συνεννόηση με αυτόν. Στη δήλωση θα συμπεριλαμβάνονταν και πιστοποιητικά για την περιουσία, όπως τίτλοι κυριότητας, σε περίπτωση που τα είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες. Αν, μάλιστα, υπήρχαν διαφορές μεταξύ των επιτροπών και των δικαιούχων, που δεν μπορούσαν να τις επιλύσουν, αυτές θα αναθέτονταν σε ειδικά ειρηνοδικεία που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτό και μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές. Εάν, από την άλλη, οι δηλώσεις θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Η προκαταβολή θα δινόταν σ’ εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί.
Για την οριστική εκτίμηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία συστάθηκαν Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης και Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, για προβλήματα που ενδεχομένως θα ανέκυπταν. Με την πάροδο του χρόνου η ολοκλήρωση του έργου της εκτίμησης των περιουσιών φαινόταν όλο και πιο μακρινή. Το έργο ήταν τεράστιο και επιπλέον η όλη διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά.
 
β. Για ένα διάστημα η άφιξη των προσφύγων φαινόταν δυσβάστακτο φορτίο για την ελληνική οικονομία. Μεσοπρόθεσμα όμως αυτή ωφελήθηκε από την εγκατάσταση των προσφύγων. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Κείμενο Β, η Ελλάδα επωφελήθηκε σημαντικά από την έλευση των προσφύγων επιτυγχάνοντας μεγάλη οικονομική άνοδο. Ενδεικτικό, ως προς αυτό, είναι το γεγονός πως ενώ το 1923 το εθνικό εισόδημα ανερχόταν στα 16.163.816.120 δραχμές, το 1928 ανέρχεται στα 26.750.000.000. δραχμές.
Κατ’ αρχήν αναδιαρθρώθηκαν οι καλλιέργειες και η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε. Σε μία δεκαετία (1922-1931) οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν περίπου κατά 50%, η γεωργική παραγωγή διπλασιάστηκε και εξασφαλίστηκε επάρκεια σε σιτηρά. Οι πρόσφυγες εφάρμοσαν την αμειψισπορά και την πολυκαλλιέργεια και στήριξαν το θεσμό της μικρής γεωργικής ιδιοκτησίας. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, στο οποίο επισημαίνεται πως το 1930 το 80% των γεωργικών επιχειρήσεων ήταν ιδιόκτητο και ελεγχόταν από τους ίδιους τους γεωργούς, οι οποίοι ως μικροϊδιοκτήτες κατείχαν από 30 έως 100 στρέμματα γης ο καθένας. Η έλλειψη γεωργικών εκτάσεων προς διανομή στους πρόσφυγες υποχρέωσε το κράτος να αναλάβει την κατασκευή μεγάλων εγγειοβελτιωτικών έργων, κυρίως στη Μακεδονία, και έτσι αυξήθηκαν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Παραλλήλως, όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Β, η έλευση των προσφύγων οδήγησε στην ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917 με αποτέλεσμα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις που ήταν 14.600.000 στρέμματα το 1922 να αυξηθούν στα 27.000.000 στρέμματα το 1928, με επωφελείς συνέπειες για την εθνική οικονομία. Εισήχθησαν νέες καλλιέργειες ή επεκτάθηκαν οι παλιές (καπνός, βαμβάκι, σταφίδα). Όπως συμπληρώνει το Κείμενο Β, πριν την Ανταλλαγή στην Ελλάδα κυριαρχούσε η καλλιέργεια των σιτηρών, χάρη στους πρόσφυγες, ωστόσο, συντελείται τεράστια αλλαγή τόσο ως προς το είδος των καλλιεργούμενων προϊόντων όσο και ως προς τις μεθόδους καλλιέργειας. Η κτηνοτροφία και η πτηνοτροφία βελτιώθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά. Η δενδροκομία, η σηροτροφία και η αλιεία αναπτύχθηκαν από πρόσφυγες που ήταν ειδικευμένοι σε αυτές τις ασχολίες στην πατρίδα τους.
Η άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε και τη βιομηχανία με νέο, ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, με τη διεύρυνση της καταναλωτικής αγοράς και με τη δράση ανθρώπων με επιχειρηματικές ικανότητες. Στη δεκαετία 1922-1932, διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Η πρόοδος όμως δεν ήταν σημαντική, εξαιτίας κυρίως της διατήρησης των παραδοσιακών δομών λειτουργίας τους. Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία, την αλευροβιομηχανία και την παραγωγή οικοδομικών υλικών. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ταπητουργία, όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Γ, αποτελούσε μια τέχνη ελάχιστα διαδεδομένη στην Ελλάδα, η οποία ήταν εντούτοις εξαιρετικά διαδεδομένη στην Ανατολή. Αποτέλεσε, έτσι, μια βασική επιλογή για τους αστούς πρόσφυγες, εφόσον τους προσέφερε μια επαγγελματική επιλογή για την οικονομική τους διασφάλιση. Αναπτύχθηκε, μάλιστα, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, αλλά και στις μικρότερες, όπως και σε χωριά. Σύμφωνα με το Κείμενο Β, η ανάπτυξη της ταπητουργίας υπήρξε εξαιρετικά υψηλή στην Ελλάδα χάρη στη συνδρομή των προσφύγων, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν τα ετήσια εθνικά έσοδα με 500.000 λίρες Αγγλίας. Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες που αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες, βιομήχανοι ή μεγαλέμποροι. Οι Έλληνες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας και την Κωνσταντινούπολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τους βοήθησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών.
Η άφιξη των προσφύγων επέδρασε και στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό. Το 1930 οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων. Σύμφωνα, πάντως, με το Κείμενο Γ, η κατεξοχήν γυναικεία δραστηριότητα ήταν η ενασχόληση με την ταπητουργία. Το 1928 από το σύνολο των προσφύγων εργατριών 11.000 εργάζονταν σε βιοτεχνίες ταπήτων, οι οποίες διέθεταν 5.600 αργαλειούς και παρήγαν περισσότερα από 250.000 τ.μ. υφαντών, τα περισσότερα εκ των οποίων εξάγονταν.

Ιστορία Προσανατολισμού: Μικρασιατική Καταστροφή (Το πρώτο διάστημα) [Πηγές]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Μικρασιατική Καταστροφή (Το πρώτο διάστημα) [Πηγές]
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα να αναφερθείτε:
α) στον αριθμό των προσφύγων και στις δυσκολίες που βίωσαν κατά το πρώτο διάστημα της άφιξής τους, και
β) στο πώς διαχειρίστηκε το ελληνικό κράτος το ζήτημα της διατροφής και της στέγασης των προσφύγων κατά την ίδια αρχική περίοδο.
 
Κείμενο Α
Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Θράκη εγκαταστάθηκαν σε τέσσερα µεγάλα στρατόπεδα στις παρυφές της Θεσσαλονίκης, που είχαν χτιστεί για το βρετανικό στρατό στη διάρκεια της προετοιµασίας της εκστρατείας της Καλλίπολης. Το 70% αυτών των ανθρώπων πάσχει από ελονοσία εξαιτίας των βάλτων που βρίσκονται γύρω από την πόλη και η ασθένεια δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί γιατί δεν υπάρχει κινίνη. Η έναρξη της περιόδου των βροχών αναµένεται από στιγµή σε στιγµή και τότε η πνευµονία θα κάνει θραύση ακόµα και αν κατορθωθεί να µην εξαπλωθούν η χολέρα και ο τύφος. Στα στρατόπεδα εκτυλίσσονται σκηνές απίστευτης φρίκης. ∆εκάδες ανθρώπων - ηλικιωµένοι, άνδρες και γυναίκες, νεαρές κοπέλες που έχουν βιαστεί από τους Τούρκους, γυναίκες που είδαν τους άνδρες τους να συλλαµβάνονται και να οδηγούνται στην Άγκυρα - έχουν χάσει τα λογικά τους από τον τρόµο. Περιφέρονται µέσα στους κατάµεστους και δύσοσµους στρατώνες φωνάζοντας και βρίζοντας, τραγουδώντας και κλαίγοντας, χωρίς οι χιλιάδες αδιάφοροι και απελπισµένοι άνθρωποι που τους περιτριγυρίζουν να τους δίνουν καµιά σηµασία Γέροι άνθρωποι που έχουν αποχωριστεί τις οικογένειές τους και είναι ανίκανοι να φροντίσουν τους εαυτούς τους σωριάζονται νεκροί στο πάτωµα των στρατώνων και τα πτώµατά τους µένουν εκεί απαρατήρητα µέχρι να σκοντάψει πάνω τους κανένας από τους υπεύθυνους του έργου περίθαλψης.
 
Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία, εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997.
 
Κείμενο Β
Η περίθαλψη των προσφύγων αντιμετωπίστηκε αρχικά με πόρους του ελληνικού κράτους, τις υπηρεσίες ιδιωτικών οργανώσεων και τη βοήθεια του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού (ως τον Ιούνιο του 1923). Ωστόσο η έκταση των προσφυγικών αναγκών ήταν τέτοια ώστε χρειάστηκε η μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να εξασφαλιστεί εξωτερική πίστωση για τη χρηματοδότηση του ηράκλειου έργου της αποκαταστάσεως. Το 1924, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, συνάφθηκε δάνειο με ονομαστικό κεφάλαιο 12.300.000 λιρών Αγγλίας.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών.
 
Κείμενο Γ
Υπό την πίεση των γεγονότων, η Επαναστατική Επιτροπή του Πλαστήρα αποφασίζει την επίταξη κάποιων ακινήτων µε Απόφασή της, την 15η Σεπτεµβρίου, δεκαπέντε ηµέρες µετά την Καταστροφή. Είναι το πρώτο από τα πολλά βήµατα που θα συµπεριλάβει η προσφυγική αποκατάσταση. Σε αυτή την Απόφαση της 15ης Σεπτεµβρίου στηρίζονται οι επόµενες νοµοθετικές ρυθµίσεις. Και στις 11 Νοεµβρίου του ίδιου έτους εµφανίζεται το πολύ βασικό Ν∆ «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων»: Έχοντες υπόψη την υπ’ αριθµ. 1 § της από 15 Σεπτεµβρίου 1922 αποφάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής, προτάσει του Ηµετέρου Υπουργικού Συµβουλίου, απεφασίσαµεν και διατάσσοµεν: Άρθρον 1ον Επιτρέπεται η επίταξις εν όλω ή εν µέρει οικηµάτων επιπλωµένων και µη, αγροικιών, κτηµάτων […κτλ.] και παντός είδους ακινήτων […] µη κατοικουµένων ή άλλως πως χρησιµοποιούµενων υπό του ιδιοκτήτου.
Με αυτόν τον τρόπο επιτάχθηκαν θέατρα, κινηµατογράφοι, χαρτοπαικτικές λέσχες, γραφεία, αποθήκες, νοσοκοµεία και, φυσικά, κατοικίες. «Μη κατοικούµενες ή άλλως πως χρησιµοποιούµενες». Πάρα πολύ σύντοµα γίνεται φανερό ότι µε µόνο τις «µη κατοικούµενες» οικίες, το µέτρο της επίταξης δεν επαρκεί. Κι έτσι, έντεκα µόλις µέρες αργότερα, στις 22 Νοεµβρίου, έρχεται νέο Ν∆ βάσει του οποίου ο Υπουργός Περιθάλψεως, αν κρίνει ανεπαρκή την προσωρινή στέγαση, εξουσιοδοτείται να επεκτείνει την επίταξη και επί ακινήτων κατοικουµένων ή οπωσδήποτε χρησιµοποιουµένων. Από τη στιγµή αυτή, το προσφυγικό ζήτηµα αφορά άµεσα κάθε Έλληνα κάτοικο. Κανείς πλέον δεν µπορεί να µείνει απαθής.
 
Βίκα ∆. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουµένων ή οπωσδήποτε χρησιµοποιουµένων», στο συλλογικό τόµο Ο ξεριζωµός και η άλλη πατρίδα, Επιστηµονικό Συµπόσιο, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισµού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1997.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Οι πρώτες απογραφές των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Ο αριθμός πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος, αν υπολογίσουμε την υψηλή θνησιμότητα των πρώτων χρόνων λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των επιδημιών, το μειωμένο αριθμό των γεννήσεων και τη μετανάστευση πολλών προσφύγων σε άλλες χώρες. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και υποσιτίζονταν. Ο τύφος, η γρίπη, η φυματίωση (κυρίως στις πόλεις) και η ελονοσία (κυρίως στην ύπαιθρο) τους θέριζαν. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από τον Edward H. Bierstadt (Κείμενο Α), ο οποίος αναφερόμενος στις συνθήκες εγκατάστασης των πρώτων προσφύγων από την Ανατολική Θράκη στη Θεσσαλονίκη καταγράφει το πλήθος των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Οι πρόσφυγες αυτοί τοποθετήθηκαν σε τέσσερα στρατόπεδα μεγάλης έκτασης στα άκρα της πόλης, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου για τον αγγλικό στρατό λόγω της τότε σχεδιαζόμενης στρατιωτικής επέμβασης στη χερσόνησο της Καλλίπολης. Οι πρόσφυγες ήταν συνωστισμένοι και σε άσχημη κατάσταση, εφόσον το εβδομήντα τοις εκατό αυτών είχαν προσβληθεί από ελονοσία λόγω των βάλτων που υπήρχαν γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Δυνατότητα ίασης δεν υπήρχε, διότι στα στρατόπεδα αυτά δεν διέθεταν κινίνη. Παραλλήλως, μάλιστα, επειδή επρόκειτο να ξεκινήσει η περίοδος βροχών, οι πρόσφυγες θα ήταν ευάλωτοι στην πνευμονία, ακόμη κι αν με κάποιο τρόπο ήταν εφικτό να αποτραπεί η εμφάνιση χολέρας και τύφου στα βρόμικα στρατόπεδα εγκατάστασής τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων πέθαναν μέσα σ’ ένα χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα. Εκτός από τις αρρώστιες, οι πρόσφυγες ήταν και ψυχικά τραυματισμένοι από την απώλεια συγγενών και φίλων, της πατρογονικής γης και του ευρύτερου κοινωνικού χώρου όπου είχαν ζήσει. Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τον Edward H. Bierstadt (Κείμενο Α), ο οποίος αποδίδει εμφατικά τον ψυχικό τραυματισμό των προσφύγων της Θράκης. Άνδρες, γυναίκες και ηλικιωμένοι περιφέρονταν στα στρατόπεδα έχοντας παρανοήσει από τον βαθύτατο φόβο που είχαν βιώσει. Αρκετές γυναίκες, άλλωστε, είχαν βιαστεί από τους Τούρκους, ενώ άλλες είχαν δει τους συζύγους τους να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στην Άγκυρα. Το υπόλοιπο πλήθος των προσφύγων, πάντως, βρισκόμενο σε κατάσταση απόγνωσης δεν έδινε σημασία στην παραληρηματική συμπεριφορά των συνανθρώπων τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που κάποιοι ηλικιωμένοι, οι οποίοι δεν είχαν κανέναν δικό τους να τους προσέχει, πέθαιναν μέσα στα στρατόπεδα, δεν υπήρχε μέριμνα από τους άλλους πρόσφυγες. Μόνο αν κάποιος από τους υπευθύνους της περίθαλψης εντόπιζε τους πεθαμένους μαζεύονταν οι σοροί τους.
 
β. Στην αρχή το κράτος αντιμετώπισε με τα μέσα που διέθετε τις πρώτες στοιχειώδεις και πιεστικές ανάγκες των προσφύγων: διατροφή, προσωρινή στέγαση, ιατρική περίθαλψη. Κινητοποιήθηκαν επίσης ιδιώτες, ατομικά ή οργανωμένα. Αποφασιστική, ιδιαίτερα για την ιατρική περίθαλψη και την παροχή φαρμάκων, υπήρξε η δραστηριοποίηση στην Ελλάδα ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Β), όπου διευκρινίζεται πως μία από τις ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις ήταν ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα μέχρι τον Ιούνιο του 1923. Επισημαίνεται, βέβαια, πως οι ανάγκες ήταν τέτοιας έκτασης, ώστε απαιτήθηκε η παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγκαία δανειοδότηση για την υλοποίηση του τεράστιου έργου της αποκατάστασης των προσφύγων. Για τη σύναψη του δανείου απαιτήθηκαν, ωστόσο, δύσκολες διαπραγματεύσεις και εγκρίθηκε τελικά το 1924 με ονομαστικό κεφάλαιο που ανερχόταν στις 12.300.000 λίρες Αγγλίας. Μέχρι τότε, διενεργήθηκαν έρανοι, οργανώθηκαν πρόχειρα συσσίτια και έγινε προσπάθεια για καθημερινή διανομή ψωμιού, παροχή ρουχισμού και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης.
Με την άφιξη των προσφύγων, το έργο της προσωρινής στέγασης ανέλαβε το Υπουργείο Περιθάλψεως, που ενισχύθηκε με έκτακτο προσωπικό. Στη συνέχεια το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1922) ανήγειρε ξύλινα παραπήγματα για τη στέγαση των προσφύγων. Πλήθος ξεπρόβαλαν οι αυτοσχέδιες κατασκευές που χρησίμευαν ως προσωρινά καταλύματα (καλύβες, παράγκες, σκηνές) γύρω από τις πόλεις, σε πλατείες ή στα κενά οικόπεδα των πόλεων. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει η Βίκα Γκιζελή (Κείμενο Γ), η Επαναστατική Επιτροπή του Νικόλαου Πλαστήρα ήδη από τις 15 Σεπτεμβρίου 1922, λίγες μόλις μέρες δηλαδή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, λαμβάνει την πρώτη κρίσιμη απόφαση για την αποκατάσταση των προσφύγων επιτρέποντας την επίταξη ακινήτων. Περίπου ένα μήνα μετά, στις 11 Νοεμβρίου 1922, δημοσιεύεται το ιδιαίτερης βαρύτητας Νομοθετικό Διάταγμα «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων». Με βάση την πρώτη παράγραφο της απόφαση που είχε λάβει η Επαναστατική Επιτροπή και ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου το νέο νομοθετικό διάταγμα προβλέπει στο πρώτο του άρθρο την ολική ή μερική επίταξη οικημάτων, επιπλωμένων ή μη, κτημάτων, αλλά και κάθε είδους ακινήτου το οποίο δεν κατοικείται ή δεν χρησιμοποιείται με κάποιο άλλον τρόπο από τον ιδιοκτήτη του. Επιτάσσονται, έτσι, κινηματογράφοι, χαρτοπαικτικές λέσχες, γραφεία, νοσοκομεία και κατοικίες. Δεν έμεινε γενικά χώρος στεγασμένος που να μη χρησιμοποιήθηκε: σχολεία, εκκλησίες και τζαμιά, στρατώνες, θέατρα, δημόσια κτίρια, αποθήκες, υπόγεια. Επιτάχθηκαν και τα άδεια σπίτια σε όλη την Επικράτεια. Σύντομα, ωστόσο, όπως τονίζει η Βίκα Γκιζελή (Κείμενο Γ), έγινε αντιληπτό πως τα ακατοίκητα ακίνητα δεν επαρκούσαν. Για τον λόγο αυτό, στις 22 Νοεμβρίου 1922, έντεκα μόλις μέρες μετά το προηγούμενο διάταγμα, δημοσιεύεται νέο διάταγμα με βάση το οποίο ο Υπουργός Περιθάλψεως εξουσιοδοτείται να προβεί στην επίταξη ακόμη και ακινήτων που κατοικούνται ή χρησιμοποιούνται με όποιον άλλον τρόπο από τον ιδιοκτήτη τους. Από εκείνη τη στιγμή το ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων άρχισε να αφορά άμεσα κάθε Έλληνα πολίτη και κανείς δεν μπορούσε να αδιαφορήσει. Καταλήφθηκαν, έτσι, ακόμη και κατοικούμενοι χώροι, οι ένοικοι των οποίων μοιράστηκαν την κατοικία τους με τους πρόσφυγες.

Ιστορία Προσανατολισμού: Πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο & Γ΄ Εθνοσυνέλευση (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο & Γ΄ Εθνοσυνέλευση (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες των ακόλουθων κειμένων να αναφερθείτε:
α) στις προσπάθειες προσφυγικών ομάδων να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, αλλά και στη στάση της πολιτικής ηγεσίας απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα,
β) στις αποφάσεις που λήφθηκαν για την αποκατάσταση των Σουλιωτών.
 
Κείμενο Α
πεφασίσθη κόμη να μη γένωση δεκτοί Πληρεξούσιοι λλων πλαρχηγών, εμή μόνον ατοί των Σουλιωτν δια τας νδραγαθίας και μεγάλας κδουλεύσεις αυτν.
[…]
νεγνώσθη ναφορά τν Πληρεξουσίων λυμπίων, δια να τους συγχωρηθ  εσοδος ες την Συνέλευσιν.
Δεν νεκρίθη.
 
Ανδρέου Χ. Μάμουκα, Συλλογή των περί την αναγεννώμενην Ελλάδα συναχθέντων νόμων και άλλων επίσημων πράξεων. [Πρακτικά Γ΄ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως]
 
Κείμενο Β
Οι πρόσφυγες και η Γ΄ Εθνοσυνέλευση
Τα κατά τας αρχάς του 1826 διαθρυλούµενα περί ανακηρύξεως της Ελλάδος εις ανεξάρτητον κράτος είχον συγκινήσει ζωηρώς (...) πάντας εν γένει τους πρόσφυγας, των οποίων ο νους εστράφη πλέον είτε εις την ανάκτησιν της πατρίδος των (...) είτε και εις την εντός του συγκροτηθησοµένου κράτους αποκατάστασίν των (...). Το ζήτηµα της αποκαταστάσεως είχε πλέον ωριµάσει δια τους πρόσφυγας µετά τόσα έτη πλήρη στερήσεων.
Οι ούτω δηµιουργηθέντες αντικειµενικοί όροι συνέτεινον, ώστε το προσφυγικόν ζήτηµα να συζητηθή κυρίως εις την κρισιµωτέραν περίοδον της Επαναστάσεως (...). [Τότε] ήρχισε ζωηρώς να συζητήται το ζήτηµα της πυκνώσεως του πληθυσµού της Ελλάδος και της αποκαταστάσεως των ερηµωθεισών χωρίων και πόλεων (...). Κυρίως αρχίζει τούτο από του 1826, αφ’ ότου αρχίζει τας εργασίας της η Γ΄ Εθνική Συνέλευσις. Η κίνησις των προσφύγων προς αποκατάστασιν δεν ήτο συστηµατική. Το µόνον µέσον, δια να διεκδικήσουν ούτοι τα δίκαιά των, ήτο να κατορθώσουν να εισαχθούν εις την Γ΄ Εθνοσυνέλευσιν και εκεί να υποστηρίξουν την υπόθεσίν των ευρίσκοντες ούτω συνηγόρους και τους πληρεξουσίους των ελευθέρων µερών της Ελλάδος. ∆ι’ αυτό βλέποµεν την παρατηρουµένην µεγάλην σπουδήν όλων γενικώς των προσφύγων να εισαγάγουν τους πληρεξουσίους των εις την Γ΄ Εθνοσυνέλευσιν.
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939.
 
Κείμενο Γ
(...) Μεταξύ των µελών του βουλευτικού υπήρχον αντιδρώντες εις την παραχώρησιν του Ζαπαντίου εις τους Σουλιώτας, ιδίως εντόπιοι, φοβούµενοι την απώλειαν του εδάφους τούτου και την γειτονίαν των πολεµικών Σουλιωτών. ∆ι’ αυτό και η υπό της βουλής αναβολή λήψεως αποφάσεως επί της υποθέσεως ταύτης (...) Προφανώς οι αντιδρώντες βουλευταί απέβλεπον εις το να κερδίσουν καιρόν και εις το να οργανώσουν την κατά των Σουλιωτών αντίδρασιν των εντοπίων. Και πράγµατι οι κάτοικοι των πλησίον του Ζαπαντίου τόπων (...) παρήκουσαν εις τας διαταγάς της κυβερνήσεως περί παραχωρήσεως γαιών εις τους Σουλιώτας. Επειδή δε εκ της εγερθείσης µεταξύ Σουλιωτών και εντοπίων έριδος εκινδύνευε να µαταιωθή η εκστρατεία των Ελλήνων της ∆υτικής Στερεάς Ελλάδος κατά των Τούρκων (...) απεφασίσθη ν’ αναβληθή το ζήτηµα του συνοικισµού ένεκα των κρισίµων περιστάσεων, αφ’ ου άλλως τε το ίδιον το Ζαπάντι ήτο εκτεθειµένον εις τας προσβολάς του εχθρού (...).
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939.
 
Κείμενο Δ
Το «ακανθώδες» θέµα της διανοµής των εθνικών γαιών
Η λύσις του προσφυγικού ζητήµατος κατά την Επανάστασιν, ως και των µεγάλων αυτής δηµογραφικών και κοινωνικών ζητηµάτων, συνήντησε µεγάλας δυσκολίας. (...) Παρά ταύτα είχεν εξευρεθή η ορθή βάσις προς αποκατάστασιν των προσφύγων. Ήτο δε αύτη η εγκατάστασις αυτών εις τας καθ’ άπασαν την χώραν ευρισκοµένας εθνικάς γαίας, τας γαίας δηλαδή εκείνας, αι οποίαι ανήκον άλλοτε εις τους εκδιωχθέντας Τούρκους (...).
Κατά την επανάστασιν όµως και µετ’ αυτήν εις την διανοµήν των εθνικών γαιών, η οποία ήτο εν εκ των ακανθωδεστέρων ζητηµάτων, αντέδρων οι ολίγοι. Ειδικώς δε δια τους πρόσφυγας, το πνεύµα του τοπικισµού, υποδαυλιζόµενον υπό των διαφόρων προκρίτων ή στρατιωτικών αρχηγών, (...) ήτο το σοβαρότερον εµπόδιον δια την µη οµαδικήν εγκατάστασιν των προσφύγων κατά τόπους προελεύσεως εις διάφορα µέρη της Ελλάδος.
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) διάφορες ομάδες προσφύγων που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα επιχείρησαν να θέσουν το αίτημα της αποκατάστασής τους και ειδικά της μόνιμης εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό επιδίωξαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση. Ήδη από τις αρχές του 1826, όπως επισημαίνει ο Απ. Βακαλόπουλος (Κείμενο Β), οι πληροφορίες σχετικά με την επικείμενη ανακήρυξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους είχαν κινητοποιήσει τους πρόσφυγες, οι οποίοι σκέφτονταν είτε το ενδεχόμενο της επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους είτε την αποκατάστασή τους στο κράτος που θα δημιουργούταν. Ένιωθαν, άλλωστε, οι πρόσφυγες πως μετά από πολλά χρόνια στερήσεων πλησίαζε ο καιρός της αποκατάστασής τους. Η κατάλληλη ευκαιρία, πάντως, για τους πρόσφυγες ήταν να πετύχουν την εκπροσώπησή τους στην Εθνοσυνέλευση, όπου θα είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους για τη διασφάλιση τόπου εγκατάστασης, λαμβάνοντας μάλιστα, ως προς αυτό, στήριξη από πληρεξουσίους περιοχών που είχαν ήδη ελευθερωθεί. Έτσι, αν και δεν είχαν εργαστεί όλοι οι πρόσφυγες συστηματικά για την αποκατάστασή τους, παρουσιάστηκε μια επείγοντα χαρακτήρα κινητοποίησή τους για να γίνουν δεκτοί πληρεξούσιοί τους στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Το δικαίωμα εκπροσώπησης, ωστόσο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Κείμενο Α), δεν παρεχόταν σε όλους. Οι πληρεξούσιοι, για παράδειγμα, των Ολυμπίων, αν και ζήτησαν να συμμετάσχουν στην Εθνοσυνέλευση, δεν έλαβαν τη σχετική άδεια. Από τους Μικρασιάτες, μόνο οι Σμυρναίοι ενεργοποιήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ζητούσαν από τη Συνέλευση: α) να εκπροσωπούνται σ’ αυτήν και β) να προσδιοριστεί τόπος για τη δημιουργία συνοικισμού των διασκορπισμένων ελεύθερων Σμυρναίων. Μόνο το αίτημα του τόπου έγινε καταρχήν δεκτό. Αποφασίστηκε να δοθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού για να δημιουργηθεί πόλη με την επωνυμία «Νέα Σμύρνη». Η Συνέλευση παρέπεμψε το θέμα στη Βουλή, η οποία όμως δεν το προώθησε. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, επίσης, οι Ψαριανοί ζήτησαν με καθυστέρηση να καθοριστεί τόπος προσφυγικού συνοικισμού τους. Έχοντας εξασφαλίσει στην πράξη χώρο εγκατάστασης στην Αίγινα δεν πιέζονταν, όπως άλλοι. Από τους Ηπειρώτες πρόσφυγες, πρώτοι οι Σουλιώτες πέτυχαν να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου έθεσαν ως βασικό θέμα την παραχώρηση τόπου για μόνιμη εγκατάσταση. Όπως, μάλιστα, επισημαίνεται στα πρακτικά της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Κείμενο Α), το αίτημα των Σουλιωτών να εκπροσωπηθούν με πληρεξούσιους στην Εθνοσυνέλευση έγινε δεκτό κατ’ εξαίρεση λόγω των γενναίων ενεργειών τους και της σημαντικής τους προσφοράς στον αγώνα, παρά τη γενικότερη απόφαση να μην γίνουν δεκτοί πληρεξούσιοι οπλαρχηγών.
Γενικά, το προσφυγικό ζήτημα στη διάρκεια της Επανάστασης δεν αντιμετωπίστηκε μεθοδικά εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας των Ελλήνων. Όπου έγιναν προσπάθειες για την περίθαλψη και την ενσωμάτωση των προσφύγων, αυτές στηρίχθηκαν στον αυθορμητισμό και τη συμπαράσταση των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων ή σε εντελώς προσωρινά μέτρα των κυβερνήσεων. Αιτήματα προσφύγων τέθηκαν, αλλά όχι προσφυγικό ζήτημα συνολικά. Μόνο στην Γ΄ Εθνική Συνέλευση το προσφυγικό προβλήθηκε εντονότερα από τις διάφορες προσφυγικές ομάδες, που ζήτησαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση, για να προωθήσουν το αίτημα παροχής χώρου για μόνιμη εγκατάσταση στην ελεύθερη Ελλάδα. Το ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827, με το οποίο καλούνταν όλοι οι ορθόδοξοι «όσων αι πόλεις κατεστράφησαν, να προσέλθουν εις την Βουλήν να ζητήσουν τόπον και να εγείρουν νέας πόλεις», έδειχνε την τάση να επικρατήσει μία ευρύτερη αντίληψη για το προσφυγικό. Όπως προκύπτει, άλλωστε, από τις πληροφορίες του Απ. Βακαλόπουλου (Κείμενο Β), στο πλαίσιο της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης το ζήτημα των προσφύγων αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων, εφόσον είχαν πλέον διαμορφωθεί οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπισή του. Εκφραζόταν εντόνως, για παράδειγμα, η άποψη πως θα μπορούσε να πυκνωθεί χάρη στους πρόσφυγες ο πληθυσμός της Ελλάδας με το να εγκατασταθούν εκείνοι σε χωριά και πόλεις που είχαν ερημώσει. Ωστόσο, οι επαναστατικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στην υλοποίηση των αποφάσεών τους και δεν οργάνωσαν συνοικισμούς προσφύγων. Οι δυσμενέστατες συνθήκες κατά την Επανάσταση αλλά και οι κατά τόπους αντιδράσεις εμπόδισαν την εφαρμογή μέτρων για την επίλυση του προβλήματος.
 
β. Οι Σουλιώτες πρόσφυγες έφτασαν σε μια περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι, μετά την εκδίωξη των Τούρκων από τη Δυτική Στερεά, είχε πλέον επιβαρυνθεί υπερβολικά. Οι εγχώριοι δυσφορούσαν έντονα γι’ αυτήν τη συνεχή εισροή προσφυγικών πληθυσμών. Για να ανακουφιστεί η πόλη, το Βουλευτικό παραχώρησε στους Σουλιώτες το Ζαπάντι, βορειοδυτικά του Αγρινίου. Οργανωμένες όμως αντιδράσεις των ντόπιων ματαίωσαν τη σχεδιαζόμενη παραχώρηση γης για εγκατάσταση προσφύγων. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Απ. Βακαλόπουλο (Κείμενο Γ), ο οποίος επεξηγεί πως ήδη κατά τη διάρκεια της συζήτησης του θέματος αυτού στο Βουλευτικό υπήρχαν μέλη του και κυρίως ντόπιοι της εκεί περιοχής που αντιδρούσαν. Τα μέλη αυτά του Βουλευτικού είχαν τον φόβο αφενός πως θα χάσουν τα εδάφη αυτά κι αφετέρου πως η γειτονία με τους ένοπλους Σουλιώτες θα είναι επιζήμια για τους συμπατριώτες τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Βουλευτικό καθυστέρησε να λάβει τη σχετική απόφαση για την παραχώρηση του Ζαπαντίου στους Σουλιώτες. Στόχος, απ’ ό,τι φαίνεται, των βουλευτών που αντιδρούσαν ήταν να διασφαλίσουν επαρκή χρόνο, ώστε να οργανώσουν την αντίδραση των κατοίκων της περιοχής ενάντια στην απόφαση αυτή. Η αντίδραση αυτή των κατοίκων των γύρω περιοχών στην κυβερνητική απόφαση για την παραχώρηση του Ζαπαντίου υπήρξε αποτελεσματική, διότι η μεταξύ αυτών και των Σουλιωτών ένταση έθετε σε κίνδυνο την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης εκστρατείας των Ελλήνων της Δυτικής Στερεάς κατά των Τούρκων. Αποφασίστηκε, έτσι, να αναβληθεί η δημιουργία του εκεί συνοικισμού αφενός λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης και αφετέρου γιατί το ίδιο το Ζαπάντι ήταν ευάλωτο στις επιθέσεις του εχθρικού στρατού.  Παρά την αποτυχία, η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη ιδέα για αποκατάσταση προσφύγων στα χρόνια του Αγώνα και έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα αξιοποίησης των «εθνικών γαιών», που επρόκειτο να απασχολήσει αργότερα το νεοελληνικό κράτος. Το θέμα αυτό αναλύει περαιτέρω ο Απ. Βακαλόπουλος (Κείμενο Δ), ο οποίος επισημαίνει πως η εγκατάσταση των προσφύγων σε εθνικές γαίες που βρίσκονταν σε διάφορα απελευθερωμένα μέρη του ελληνικού χώρου αποτελούσε σωστή επιλογή, παρά το γεγονός ότι η αξιοποίηση αυτής της επιλογής συνάντησε σημαντικά εμπόδια. Η επίλυση, έτσι, του προσφυγικού ζητήματος γνώρισε ιδιαίτερες δυσχέρειες, διότι τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης όσο και μετέπειτα κάθε απόπειρα διανομής των εθνικών γαιών σε πρόσφυγες έβρισκε σημαντικές αντιδράσεις από μικρές ομάδες. Επρόκειτο, ειδικότερα, για αντιδράσεις που υποκινούνταν είτε από προκρίτους είτε από οπλαρχηγούς, οι οποίοι αξιοποιούσαν το τοπικιστικό πνεύμα των κατοίκων επιμέρους περιοχών και τους ωθούσαν σε δυναμικές κινητοποιήσεις. Εξαιτίας αυτών ακριβώς των αντιδράσεων, οι όποιες προσπάθειες για τη μαζική εγκατάσταση προσφύγων με κριτήριο τον κοινό τόπο προέλευσης σε διάφορες περιοχές της χώρας υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και η οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

John Angelo Lattanzio

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και η οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στη στάση του Βενιζέλου, ως πρωθυπουργού της Ελλάδας, απέναντι στο Κρητικό Ζήτημα μέχρι τις αρχές του 1912,
β. στα γεγονότα που οδήγησαν στην οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου.
 
Κείμενο Α
Οι Κρητικοί βουλευτές διαδήλωναν την άκαμπτη απόφαση να πάρουν μέρος στις εργασίες του ελληνικού κοινοβουλίου με την πεποίθηση ότι, μετά τη μονόπλευρη ανακήρυξη της ενώσεως, το 1908, θα συνέβαλαν ήδη στην τυπική επικύρωσή της και θα εκβίαζαν τη διεθνή αναγνώριση.
Η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν άμεση και αποφασιστική. Σε κατεπείγον μήνυμα προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, υπογράμμιζε:
«Ο Κρτες λησμονον τι τίθενται ντιμέτωποι χι μόνον τς Τουρκίας και τν Μεγάλων Δυνάμεων, λλά και ατο τούτου το λευθέρου Βασιλείου, το ποίου κυβέρνησις δεν ννοεί να ποδεχθ το κρητικόν πραξικόπημα και να λθ ες καιρον ρξιν με την Τουρκίαν. Συντόνως και νευ πωλείας μις μέρας σχολουμένη με την στρατιωτικήν συγκρότησιν τς χώρας, κυβέρνησις ξιο πως ες την γνώμην της προσαρμοσθ γνώμη τν πολιτικν ρχηγν τς Κρήτης».
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945).
 
Κείμενο Β
Η απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας (4/17 Οκτωβρίου 1912) χαιρετίσθηκε από την πανελλήνια κοινή γνώμη με ζωηρό ενθουσιασμό. Ήδη, σε απάντηση της προκλητικής κατασχέσεως είκοσι ελληνικών πλοίων από τις λιμενικές αρχές του Ελλησπόντου της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε από τις 1/14 Οκτωβρίου δεχθεί στη βουλή τους Κρήτες βουλευτές.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄
 
Κείμενο Γ
Η πρεσβευτική συνδιάσκεψη του Λονδίνου κατέληγε στη σύνταξη και την υποβολή, στις 20 Μαρτίου 1913, των προκαταρκτικών εισηγήσεων, η συμφωνία γύρω από τις οποίες θα καθιστούσε δυνατή τη σύναψη της οριστικής συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην Πύλη και στους Βαλκανικούς συμμάχους. Μεταξύ αυτών ήταν η άρση κάθε ενδιαφέροντος για την Κρήτη και η συμμετοχή των Βαλκανικών συμμάχων στα βάρη του οθωμανικού χρέους, αναλογικά στα εδάφη που τελικά θα προσαρτούσαν. Η Πύλη δέχτηκε τις εισηγήσεις της Συνδιασκέψεως στις 5 Απριλίου. […]
Αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου με την Τουρκία η Ελλάδα είχε αποδεχθεί την ένωση, που από το 1908 είχαν κηρύξει οι Κρητικοί.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄ 
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, ήδη από το 1910, με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο γνώριζε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Στις επίμονες παρακλήσεις των συμπατριωτών του Κρητών απαντούσε αρνητικά και φαινόταν δυσάρεστος. Όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Κείμενο Α), οι βουλευτές της Κρήτης θεωρούσαν πως αν λάμβαναν μέρος στις συνεδριάσεις της ελληνικής βουλής θα ενίσχυαν με την εκεί παρουσία τους την κήρυξη της ένωσης που είχε μονομερώς γίνει από την Κρήτη το 1908. Πίστευαν, ειδικότερα, πως η παρουσία τους αυτή θα λειτουργούσε ως τυπική επικύρωση της ένωσης και, άρα, θα ασκούταν επαρκή πίεση, ώστε να αναγνωριστεί διεθνώς η αναγνώριση της ένωσης. Η άποψη του Βενιζέλου, ωστόσο, ήταν διαφορετική, καθώς όπως ανέφερε σε σχετικό μήνυμά του στον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, οι Κρητικοί με τη στάση τους αυτή δεν έρχονταν αντιμέτωποι μόνο με την Τουρκία και με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και με το ελληνικό βασίλειο, αφού η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να υποχωρήσει στην εκβιαστική τους στάση και να έρθει σε πρόωρη σύγκρουση με την Τουρκία. Απαιτούσε, μάλιστα, από τους Κρητικούς να συμμορφωθούν με την απόφασή του, ώστε να μη στερήσουν από το ελληνικό κράτος ούτε μία μέρα από την προσπάθειά του να προετοιμάσει και να ενισχύσει τη στρατιωτική του δύναμη. Η σταθερή άρνησή του, όμως, να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα.
β) Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Όπως διευκρινίζεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Β), αν και η κήρυξη του πολέμου εναντίον της Τουρκίας έγινε από την ελληνική κυβέρνηση στις 4/17 Οκτωβρίου 1912, η απόφαση του Βενιζέλου να δεχτεί τους Κρητικούς βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο είχε ληφθεί λίγες μέρες πριν (1/14 Οκτωβρίου 1912), διότι ήθελε με αυτή την κίνηση να δώσει μια συμβολική απάντηση στην ενέργεια των Τούρκων να κατασχέσουν είκοσι ελληνικά πλοία από τα λιμάνια του Ελλησπόντου, της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Παραλλήλως, σύμφωνα με το Κείμενο Γ, η ελληνική κυβέρνηση αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος με την Τουρκία αποδέχτηκε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, που είχαν κηρύξει οι Κρητικοί ήδη από το 1908. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει. Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912.
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη.
Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Γ), οι πρεσβευτές των Δυνάμεων στη συνδιάσκεψή τους στο Λονδίνο (20 Μαρτίου 1913) συνέταξαν και κατέθεσαν τις αρχικές προτάσεις τους για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τους Βαλκανικούς αντιπάλους της, ώστε να προκύψει μια οριστική συνθήκη ειρήνης. Μία από τις προτάσεις αυτές προέβλεπε τη δήλωση από τη μεριά της Πύλης πως δεν είχε πλέον κανένα ενδιαφέρον και κατ’ επέκταση κανένα δικαίωμα για την Κρήτη, με αντάλλαγμα να αναλάβουν οι Βαλκανικές χώρες μέρος του χρέους των Οθωμανών που θα αναλογούσε στα εδάφη που θα αποκτούσε κάθε μία από αυτές. Η Πύλη, μάλιστα, αποδέχτηκε τις σχετικές προτάσεις στις 5 Απριλίου 1913. Έτσι, με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης.

Ιστορία Προσανατολισμού: Το τέλος της επανάστασης του Θερίσου (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Το τέλος της επανάστασης του Θερίσου (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στο τέλος της επανάστασης του Θερίσου και στον θρίαμβο της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, μέχρι και τις 14 Αυγούστου 1906.  
 
Κείμενο Α
Η διεθνής εξεταστική επιτροπή, μετά από επιτόπια έρευνα λίγων εβδομάδων, υπέβαλε στις 30 Μαρτίου 1906 προς τις προστάτιδες κυβερνήσεις εκτενή έκθεση γύρω από τα διοικητικά, οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα της Μεγαλονήσου καθώς και τα ενδεικνυόμενα για την αντιμετώπισή τους ειδικά μέτρα. Μολονότι όμως ο μεσολαβητικός, καταρχήν, και διερευνητικός χαρακτήρας της αποστολής της δεν επέτρεπε την εισήγηση συγκεκριμένων μέτρων για την επίλυση κυρίως του πολιτικού θέματος, οι τέσσερις Ευρωπαίοι εκπρόσωποι είχαν καταλήξει σε δύο βασικές διαπιστώσεις: πρώτον, ότι καμία βιώσιμη λύση δεν ήταν δυνατή εκτός από την ενωτική, και δεύτερον, ότι η στάση του πρίγκιπα Γεώργιου απέκλειε και αυτή την ομαλή προσωρινή διαρρύθμιση των εσωτερικών πολιτικών πραγμάτων της Μεγαλονήσου.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄.
 
Κείμενο Β
Στις 15 Ιουλίου, στην αποφασιστική συνάντηση της επαναστατικής τριανδρίας με τους διπλωματικούς εκπροσώπους των Προστατριών Δυνάμεων, στο χωριό Μουρνιές, ο Βενιζέλος μετέθεσε το επίκεντρο των επαναστατικών αξιώσεων σε πεδίο πρόσφορο να επιτρέψει το συμβιβασμό. «Διαρκούσης τς μακρς ατς συνδιαλέξεως», γράφει σε απόρρητη επιστολή του, «πωφεληθείς περιστάσεως τινός τούς επον τι κατά την γνώμην μου λυσιτελέστατος τρόπος νεργείας θα το ν προκειμέν, άν α Δυνάμεις ντί να ζητον να ποκαταστήσουν προσωρινς το καταρρεσαν καθεστώς, περ μες ς πεδείχθει θ’ ποκρούσωμεν δια τς βίας, και στερον να μελετήσουν τάς εσακτέας μεταρρυθμίσεις, πεφάσιζον να ποστείλουν την πιτροπήν, περί ς και λλοτε γένετο λόγος και διαρκούσης τς συνδιαλέξεως, την ντεταλμένην να μελετήσ τάς εσακτέας μεταρρυθμίσεις και φο λάβ π’ ψιν το πόρισμα τς μελέτης ατς να προκηρύξουν ατάς και καλέσουν τον κρητικόν λαόν να τας ποδεχθ».
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945).
 
Κείμενο Γ
Κάτω από την επίδραση των διαπιστώσεων της εξεταστικής επιτροπής, αλλά και επιθυμώντας να δώσουν τέλος στην πολύμηνη επαναστατική αναταραχή, οι Δυνάμεις κατέληξαν τον Ιούλιο του 1906 στην υιοθέτηση ενός συνολικότερου σχεδίου για τη διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος: αναθεώρηση του κρητικού Συντάγματος· αναδιάρθρωση της χωροφυλακής με παράλληλη δημιουργία πολιτοφυλακής· χορήγηση δανείου στην Κρητική Πολιτεία ύψους 9.300.000 γαλλικών φράγκων· απόσυρση, τέλος, όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από την Κρήτη.
Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Η επιμονή των επαναστατών στον ένοπλο αγώνα και η παράταση της έκρυθμης κατάστασης, που απειλούσε με κατάρρευση την οικονομική και πολιτική υπόσταση της Κρήτης, ανάγκασε τις Προστάτιδες Δυνάμεις να αποστείλουν αυστηρό τελεσίγραφο προς τους επαναστάτες στις 2 Ιουλίου 1905. Οι Γενικοί Πρόξενοι των Δυνάμεων, οι οποίοι υπέγραψαν αυτήν τη διακοίνωση, καθιστούσαν σαφές ότι δεν μπορούσαν να μεταβάλουν το πολιτικό καθεστώς του νησιού. Διαβεβαίωναν όμως ότι θα επιφέρουν ουσιώδεις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν θεαματικά την κατάσταση, υπό το ρητό όρο ότι εντός 15 ημερών οι επαναστάτες όφειλαν να καταθέσουν τα όπλα, με παράλληλη χορήγηση γενικής αμνηστίας.
Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Κείμενο Β), κρίσιμη υπήρξε η συνάντηση της επαναστατικής τριανδρίας με τους εκπροσώπους των Δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου στις Μουρνιές, καθώς ο Βενιζέλος μετακίνησε τις αξιώσεις των επαναστατών σε σημείο τέτοιο, ώστε να καταστεί εφικτή η ύπαρξη ενός συμβιβασμού. Όπως προκύπτει από προσωπική επιστολή του, κατά τη διάρκεια της συζήτησης εξέφρασε την άποψη πως η πιο επωφελής επιλογή θα ήταν να στείλουν στην Κρήτη μια επιτροπή με σκοπό να μελετήσει τις προς εισαγωγή μεταρρυθμίσεις και οι Δυνάμεις να λάβουν υπόψη τα πορίσματα της επιτροπής αυτής, για να ανακοινώσουν ακολούθως στους Κρητικούς τα μέτρα στα οποία θα έχουν καταλήξει. Ο Βενιζέλος, μάλιστα, δεν δίστασε να διατυπώσει ξεκάθαρα την προειδοποίηση πως αν οι Δυνάμεις επιδίωκαν να αποκαταστήσουν το καθεστώς του πρίγκιπα, οι Κρητικοί θα αντιστέκονταν με τη χρήση βίας. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις. Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Α), η Διεθνής Επιτροπή, που αποτελούταν από τέσσερις Ευρωπαίους, πραγματοποίησε έρευνα μερικών εβδομάδων στην Κρήτη και κατέθεσε στις 30 Μαρτίου 1906 την έκθεσή της στις κυβερνήσεις των προστάτιδων δυνάμεων καλύπτοντας ποικίλα προβλήματα της νήσου τόσο σε διοικητικό και οικονομικό όσο και δημοσιονομικό επίπεδο, με παράλληλη παράθεση προτάσεων για την επίλυσή τους. Επιπροσθέτως, αν και δεν εντασσόταν στις αρμοδιότητές της, εφόσον ο ρόλος της ήταν περισσότερο διαμεσολαβητικός και ελεγκτικός, η Διεθνής Επιτροπή εξέφρασε τις απόψεις της και για το πολιτικό θέμα της Κρήτης. Ειδικότερα, διαπίστωνε αφενός πως η μόνη πραγματική επίλυση του σχετικού ζητήματος ήταν η ένωση της νήσου με την Ελλάδα και αφετέρου πως η συμπεριφορά του πρίγκιπα Γεώργιου δεν επέτρεπε να υπάρξει μια ομαλή μεταρρυθμιστική περίοδος στα πολιτικά πράγματα της Κρήτης, έστω κι αν ήταν προσωρινή.  
Έπειτα από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Αντώνη Κλάψη (Κείμενο Γ), ο οποίος επιπροσθέτως συμπληρώνει πως η σχετική απόφαση λήφθηκε τον Ιούλιο του 1906, με σαφή την επίδραση των απόψεων που είχαν εκφραστεί από την εξεταστική επιτροπή, αλλά και με την επιδίωξη να τερματιστεί η επανάσταση που είχε ήδη διαρκέσει πολλούς μήνες. Στις μεταρρυθμίσεις, μάλιστα, προβλεπόταν επιπλέον η αναθεώρηση του κρητικού Συντάγματος, αλλά και η παροχή δανείου στην Κρητική Πολιτεία, το οποίο θα ανερχόταν στα 9.300.000 γαλλικά φράγκα.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β΄ Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη ελληνική επαρχία.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...