Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Η διαμόρφωση νέων δεδομένων κατά την Επανάσταση [Πηγές]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Η διαμόρφωση νέων δεδομένων κατά την Επανάσταση [Πηγές]
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και τα παραθέματα που σας δίνονται να παρουσιάσετε το ζήτημα σχετικά με τη διαχείριση της εξουσίας, όπως αυτό άρχισε να εκτυλίσσεται από τη στιγμή που ξεκίνησε η εκδίωξη των Τούρκων μέχρι και την Α΄ Εθνοσυνέλευση.
Μονάδες 25 
 
Κείμενο 1
Το «Προσωρινόν Πολίτευµα» της Επιδαύρου
Το πολίτευµα τούτο, δια να µη διεγείρη, ως δηµοκρατικόν την δυσπιστίαν της Ιεράς Συµµαχίας, ωνοµάσθη «προσωρινόν». ∆ιεκρίνετο, όπως αντιλαµβάνει κανείς, από έντονον αντιαπολυταρχικήν διάθεσιν. Βεβαίως δε, λόγω του πολυαρχικού χαρακτήρος του, και συγκεκριµένως λόγω της χρονικώς περιορισµένης θητείας του εκτελεστικού, της ελλείψεως ενότητας και ισχύος του πολυµελούς εκτελεστικού, δεν ήτο προωρισµένον να διευκολύνη τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο οποίος πιθανώς θα ηυδοκίµει περισσότερον υπό την διεύθυνσιν ενός ή ολίγων προσώπων. Αλλ’ η διαχειριζοµένη τον Αγώνα κατά τόπους αριστοκρατία των προεστών και των στρατιωτικών δεν ηνείχετο ευκόλως την αρχήν ενός µόνον προσώπου, τόσω µάλλον, καθόσον δεν φαίνεται να υπήρχεν εκείνην την εποχήν αρχηγός του µαχοµένου λαού ικανός να επιβληθή γενικώτερον δια της υπεροχής του.
 
Αλέξανδρου Σβώλου, Τα Ελληνικά Συντάγματα.
 
Κείμενο 2
Στο θέμα της οργανώσεως και της διοικήσεως των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων του Μοριά προέκυψε διαφωνία ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους προκρίτους. Ο Υψηλάντης συνέταξε «Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου» με τον οποίο πρότεινε να ασκεί ο ίδιος της αρχιστρατηγία ως «Πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου της αρχής»· στις 24 επαρχίες του Μοριά να συγκροτηθούν ισάριθμες πενταμελείς εφορίες με εκλέκτορες τους προκρίτους των επαρχιών· ο αξιότερος να αντιπροσωπεύει την επαρχία στη Βουλή· τους 24 πληρεξούσιους που θα αποτελούσαν τη Βουλή να «επικυρώνει» ο ίδιος ως «Πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου της αρχής»· οι υπόλοιπο 4 έφοροι να φροντίζουν στις επαρχίες τους τον επισιτισμό, την επιμελητεία του στρατού, τη στρατολογία, τις μεταφορές, τις συγκοινωνίες, την αλληλογραφία και τα οικονομικά και να συγκεντρώνουν τις εκούσιες προσφορές και «τα διοριζόμενα από την Βουλή δοσίματα».
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών
 
Κείμενο 3
Όπως φαίνεται η αντίθεση μεταξύ Υψηλάντη και προκρίτων δεν περιοριζόταν στο ποιος -οι πρόκριτοι ή εκείνος και το στρατιωτικό στοιχείο- θα είχε την πραγματική εξουσία, αλλά ήταν γενικότερη και ξεκινούσε από την πρόταση του Υψηλάντη να δημιουργηθεί συγκεντρωτικός κρατικός οργανισμός, που να λειτουργεί με ιεραρχία, αρμοδιότητες και ευθύνες. Οι πρόκριτοι δεν ήθελαν να υπάρχει επιμερισμός αρμοδιοτήτων, αλλά να είναι όλοι υπεύθυνοι για όλα «εκ συμφώνου» και οι έφοροι των επαρχιών να διοικούν στρατιωτικά και πολιτικά τις επαρχίες τους, όπως γινόταν ως τότε. Η Γερουσία, που πρότειναν, ήταν ένα συντονιστικό όργανο. Στον οργανισμό τους δεν προέβλεπαν υπευθύνους για συγκεκριμένα ζητήματα, ούτε αναφορές, ούτε ελέγχους, όπως πρότεινε ο Υψηλάντης. Σκοπός του Υψηλάντη δεν ήταν να εξουδετερώσει τη δύναμη των προκρίτων. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να δημιουργηθεί συγκεντρωτική διοικητική οργάνωση, κρατικά έσοδα, στρατόπεδα με κανονική τροφοδοσία και στοιχειώδη πειθαρχία και σώματα τακτικού στρατού, χωρίς τα οποία πίστευε πως δεν θα πετύχαινε η Επανάσταση· γι’ αυτό και ήλθε σε σύγκρουση με τους προκρίτους.  
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Όσο οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι, σε γενικές γραμμές τηρούσαν κοινή στάση απέναντι στον κατακτητή. Όταν άρχισε η εκδίωξη των Τούρκων, άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των μέχρι τότε ομονοούντων. Το βασικότερο ζήτημα αφορούσε το ποιος και πώς θα διαχειριζόταν την εξουσία. Μια σειρά γεγονότων, που σχετίζονται με τη διαμόρφωση διαφορετικών απόψεων για το ζήτημα αυτό, οδήγησαν σ' ένα προστάδιο διαμόρφωσης των πρώτων πολιτικών κομμάτων. Τα γεγονότα αυτά συνδέονται με την κάθοδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ως πληρεξουσίου του αδελφού του Αλεξάνδρου, Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό την ανάληψη της ηγεσίας της Επανάστασης. Όταν ο Δημ. Υψηλάντης έφτασε στην Ύδρα, οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη ορίσει από μόνοι τους κυβερνητικά όργανα τοπικής εμβέλειας. Ο Υψηλάντης θέλησε να επιβάλει ένα δικό του «Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου», που θα του επέτρεπε να συγκεντρώσει τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στα χέρια του. Όπως συμπληρώνεται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο 2), ο Υψηλάντης πρότεινε ένα σύστημα εκπροσώπησης των Πελοποννησίων στη Βουλή, σύμφωνα με το οποίο σε καθεμία από τις είκοσι τέσσερις επαρχίες της Πελοποννήσου θα εκλέγονταν από τους εκεί προκρίτους εφορίες με πέντε μέλη, εκ των οποίων ο πλέον άξιος θα επιλεγόταν για να εκπροσωπεί την επαρχία του στη Βουλή. Τα είκοσι τέσσερα μέλη που θα επιλέγονταν για να αποτελέσουν τη Βουλή θα τα επικύρωνε ο ίδιος ο Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας. Παραλλήλως, τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη κάθε εφορίας θα αναλάμβαναν καθήκοντα ελέγχου για τις επαρχίες τους. Πιο συγκεκριμένα, θα φρόντιζαν για τον επισιτισμό, τη διοικητική μέριμνα του στρατού, τη στρατολόγηση, τις μεταφορές από και προς την επαρχία τους, τις συγκοινωνίες, την αλληλογραφία, τα οικονομικά, όπως και την είσπραξη και συγκέντρωση τόσο των δωρεών όσο και των προσδιορισμένων από τη Βουλή φόρων που αναλογούσαν στην επαρχία τους. Οι πρόκριτοι δεν το αποδέχθηκαν και με δυσκολία αποσοβήθηκε η σύρραξη. Η αντίθεση μεταξύ των δύο πλευρών δεν είχε ως αντικείμενο μόνο το ποιος θα κατείχε πραγματικά την εξουσία, αλλά αφορούσε και τη δομή τού υπό ίδρυση κρατικού οργανισμού. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο 3), όπου επισημαίνεται πως εκείνο που ενοχλούσε τους προκρίτους ήταν η πρόταση συγκρότησης ενός συγκεντρωτικού κρατικού οργανισμού, στο πλαίσιο του οποίου θα υπήρχε ιεραρχία, συγκεκριμένες αρμοδιότητες και, ως εκ τούτου, απόδοση ευθυνών.
Ο Υψηλάντης πρότεινε τη δημιουργία συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να εξασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι για τη συνέχιση του αγώνα και η πειθαρχία στο στράτευμα. Θεωρούσε ότι οι τοπικιστικές τάσεις αποτελούσαν εμπόδιο για την οργάνωση του Αγώνα. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο 2), όπου διευκρινίζεται πως ο Υψηλάντης δεν είχε κάποια πρόθεση να εκμηδενίσει την εξουσία των προκρίτων. Ό,τι τον απασχολούσε ήταν να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη σταθερής τροφοδοσίας για τα στρατόπεδα, αλλά και η δημιουργία σωμάτων τακτικού στρατού, καθώς θεωρούσε πως συνιστούσαν αναγκαίες προϋποθέσεις για την ευόδωση της επανάστασης. Οι πρόκριτοι, έχοντας διαφορετικές επιδιώξεις, ήθελαν να είναι όλοι υπεύθυνοι για όλα. Συγκροτήθηκαν λοιπόν οι πρώτες παρατάξεις. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο 3), όπου διευκρινίζεται πως οι πρόκριτοι είχαν προτείνει τη δημιουργία μιας Γερουσίας, η οποία θα λειτουργούσε ως συντονιστικό όργανο, χωρίς να υπάρχουν σε αυτό υπεύθυνοι για επιμέρους ζητήματα, ούτε η υποχρέωση απόδοσης αναφορών, αλλά ούτε και έλεγχοι, όπως επιδίωκε ο Δημήτριος Υψηλάντης. Οι πρόκριτοι, άρα, επιθυμούσαν τη διατήρηση του πρότερου καθεστώτος, όπου κάθε πρόκριτος έλεγχε τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά τη δική του επαρχία. Ενώ σε ό,τι αφορούσε τη λήψη αποφάσεων αυτή θα μπορούσε να γίνεται με κοινή συμφωνία, χωρίς, ωστόσο, να επιμερίζονται αρμοδιότητες και ευθύνες.
Το «Προσωρινόν Πολίτευμα» της Επιδαύρου, το πρώτο σύνταγμα της Επανάστασης, ψηφισμένο από την Α΄ Εθνοσυνέλευση, έδωσε το 1822 λύση στο πρόβλημα της ηγεσίας του Αγώνα, με τον αντιαπολυταρχικό χαρακτήρα του και τη θέσπιση πολυαρχικής εξουσίας. Ο χαρακτήρας αυτός του συντάγματος επιβεβαιώνεται από τον Αλέξανδρο Σβώλο (Κείμενο 1), ο οποίος συμπληρώνει, ωστόσο, πως αφενός λόγω της σύντομης θητείας που όριζε για το εκτελεστικό και αφετέρου λόγω του γεγονός πως δεν απέδιδε στο εκτελεστικό μεγάλη δύναμη, το οποίο, επιπροσθέτως, συντίθετο από πολλά μέλη που δεν είχαν ενότητα μεταξύ τους, δεν λειτούργησε τελικά επωφελώς για την ελληνική επανάσταση. Κατά την άποψη του Α. Σβώλου, μάλιστα, είναι πιθανό πως η επανάσταση θα είχε αποδώσει καλύτερα, εάν ο έλεγχός της είχε ανατεθεί σε ένα ή σε λίγα ηγετικά πρόσωπα. Οι ισχυροί πρόκριτοι και στρατιωτικοί, βέβαια, δεν είχαν την πρόθεση να αποδεχτούν την εξουσία του ενός προσώπου, πολύ περισσότερο αφού δεν είχε ξεχωρίσει κάποιο ηγετικό πρόσωπο από τους αγωνιζόμενους Έλληνες, το οποίο θα μπορούσε να επιβληθεί χάρη στην υπεροχή του. Συμπληρωματικά επισημαίνεται πως το Πολίτευμα χαρακτηρίστηκε «προσωρινό», ώστε να μην προκληθεί ενόχληση στην Ιερά Συμμαχία λόγω του δημοκρατικού του χαρακτήρα. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατόρθωσε να γίνει ρυθμιστής της κατάστασης, έχοντας εξασφαλίσει για τον κύκλο του και για τους προκρίτους την εξουσία, ενώ αγνοήθηκαν ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης. Έτσι δημιουργήθηκε ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων.

Ιστορία Προσανατολισμού: Εθνική Τράπεζα & εκδοτικό δικαίωμα (Πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Εθνική Τράπεζα & εκδοτικό δικαίωμα (Πηγή)
 
Αφού μελετήσετε συγκριτικά τις παρακάτω ιστορικές πηγές και σε συνδυασμό με τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε:
α. στο καθεστώς λειτουργίας της Εθνικής Τράπεζας 
β. στη σημασία της δυνατότητας έκδοσης τραπεζογραμματίων
                                                                                                           
ΚΕΙΜΕΝΟ
Η έκδοση τραπεζογραμματίων είναι αποκλειστικό προνόμιο που έχει παραχωρηθεί από το Κράτος στην Εθνική Τράπεζα με την ιδρυτική της σύμβαση το 1841. Ωστόσο η σύμβαση έχει παραχωρήσει το προνόμιο μόνο για τις επαρχίες στις οποίες η Εθνική διατηρεί υποκαταστήματα. Υπάρχει επομένως η δυνατότητα, να εκδοθεί χαρτονόμισμα και από άλλη τράπεζα, αν δοθεί η σχετική έγκριση από το Δημόσιο και αν περιοριστεί η έκδοση και η κυκλοφορία του στις επαρχίες που δεν υπάρχουν υποκαταστήματα της Εθνικής. Το 1872 οι επαρχίες αυτές είναι πολλές, σχεδόν το μισό βασίλειο. Πρόκειται φυσικά για τις φτωχότερες επαρχίες της χώρας αλλά η έκδοση χαρτονομίσματος είναι εργασία αρκετά επικερδής, ώστε να ενδιαφέρει τους ομογενείς κάτω από οποιεσδήποτε σχεδόν συνθήκες. […] το κέρδος της Εθνικής από την έκδοση χαρτονομίσματος ανερχόταν σε 1.339.445 δραχμές, που ισοδυναμεί με το 42,5% των ολικών κερδών αυτής της χρονιάς.
 
Δερτιλής, Γ.,  Το ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873), Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1980, σ. 25.
 
ΠΙΝΑΚΑΣ
Νομισματική κυκλοφορία (1868-1875) /Τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία στις 31/12 κάθε έτους
 

1868                                                                         

22.968.835

1869

26.440.930

1870

26.447.149

1871

28.201.507

1872

31.796.012

1873

37.386.664

1874

39.729.116

1875

36.293.448


Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας, Ισολογισμοί και Απολογισμοί 1868-1875 (μετά από επεξεργασία)
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Το μεγάλο βήμα έγινε το 1841, με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Τα κεφάλαια για την ίδρυσή της προήλθαν κυρίως από το εξωτερικό, ενώ έντονη ήταν η παρουσία κρατικών παραγόντων στις ιδρυτικές διαδικασίες. Οι κύριοι μέτοχοι της Τράπεζας ήταν ο κεφαλαιούχος Εϋνάρδος, το ελληνικό κράτος (20% του αρχικού κεφαλαίου), Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες της διασποράς, ξένες προσωπικότητες από το χώρο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Θεμελιωτής της και πρώτος διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Στις επόμενες διευρύνσεις του κεφαλαίου της Τράπεζας άρχισαν να μετέχουν κεφαλαιούχοι, έμποροι κυρίως, του ελληνικού χώρου (Σκουζές, Ράλλης κ.λπ.). Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Σύμφωνα, βέβαια, με τον Γ. Δερτιλή (Κείμενο Α), στην ιδρυτική σύμβαση της Εθνικής Τράπεζας προβλεπόταν η παραχώρηση από το ελληνικό κράτος αποκλειστικού προνομίου έκδοσης τραπεζογραμματίων σε αυτή και, ως εκ τούτου, τής δινόταν η δυνατότητα μιας επικερδούς δραστηριοποίησης. Το προνόμιο αυτό, ωστόσο, αφορούσε μόνο τις επαρχίες της χώρας στις οποίες η Εθνική είχε υποκαταστήματα. Προοδευτικά οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Όπως, όμως, επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής (Κείμενο Α), παρά την εξάπλωση των δραστηριοτήτων της Εθνικής, υπήρχε η δυνατότητα δημιουργίας και άλλων τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να λάβουν από το κράτος το αντίστοιχο εκδοτικό δικαίωμα για τις επαρχίες όπου δεν υπήρχε εκπροσώπηση της Εθνικής. Το 1872, μάλιστα, οι επαρχίες στις οποίες δεν υπήρχε κατάστημα της Εθνικής κάλυπταν σχεδόν το μισό ελληνικό κράτος. Ήταν, βέβαια, οι φτωχότερες επαρχίες της χώρας, αλλά υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον από πλούσιους ομογενείς, διότι το εκδοτικό δικαίωμα απέδιδε σημαντικά κέρδη. Η Εθνική Τράπεζα κέρδισε την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου.
 
β. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους. Όπως επισημαίνεται από τον Γ. Δερτιλή (Κείμενο Α΄), το 1872 η Εθνική αποκόμισε κέρδη ύψους 1.339.445 δραχμών, τα οποία αποτελούσαν το 42,5 % των συνολικών της κερδών εκείνη τη χρονιά. Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία του Πίνακα από το Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας (Κείμενο Β΄), η Εθνική είχε θέσει σε κυκλοφορία 31.796.012 δραχμές το έτος αυτό. Διαφαίνεται, έτσι, το περιθώριο κέρδους που είχε η Τράπεζα μέσω του εκδοτικού δικαιώματος, εφόσον, κατ’ αντιστοιχία με το 1872 μπορούμε να υπολογίσουμε τα κέρδη των υπόλοιπων ετών από το 1868 έως το 1875. Ειδικότερα, το 1862 τα κέρδη της τράπεζας από το εκδοτικό δικαίωμα ανήλθαν στις  967.592 δραχμές, αφού έθεσε σε κυκλοφορία 22.968.835, το 1869 τα κέρδη της ήταν 1.113.427 δραχμές, καθώς έθεσε σε κυκλοφορία 26.440.930. Γίνεται αντιληπτή, κατ’ αυτό τον τρόπο η σταδιακή αύξηση των εσόδων της τράπεζας, αφού κάθε χρονιά έθετε σε κυκλοφορία μεγαλύτερο ποσό. Το έτος με τα μεγαλύτερα κέρδη, άρα, υπήρξε το 1875, καθώς εκείνη τη χρονικά έθεσε σε κυκλοφορία 39.729.116, οπότε και αποκόμισε 1.672.275 δραχμές, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1876, τα κέρδη της υποχώρησαν, εφόσον έθεσε σε κυκλοφορία 36.293.448, οπότε αποκόμισε 1.528.317 δραχμές.   
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Τα δημόσια έργα κατά τον 19ο αιώνα (Πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Τα δημόσια έργα κατά τον 19ο αιώνα (Πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα:
α. Ποια ήταν η κατάσταση των υποδομών του ελληνικού κράτους κατά την περίοδο 1830-1870;
β. Ποια ήταν τα κύρια δημόσια έργα που έγιναν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα;
 
Κείμενο Α
Το έργο στο οποίο έστρεψε ιδιαίτερα στα χρόνια 1856-1859 την προσοχή της η κυβερνητική μέριμνα και που θα γινόταν περιώνυμο τις επόμενες δεκαετίες με τις περιπλοκές του, από οικονομικής απόψεως, ήταν η αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1856, ύστερα από ένα χειμώνα παγετού, σπάνιου στα μετεωρολογικά χρονικά, επικράτησε τόσο μεγάλη ξηρασία που «πήνεγκεν τοσαύτην λάττωσιν τν δάτων τς Κωπαΐδος λίμνης, στε φάνη σχεδόν ποξηρανθεσα». Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή να μπει σε ενέργεια ένα όνειρο όχι μόνο των γύρω κατοίκων αλλά και των κυβερνήσεων. Είχαν προηγηθεί άλλωστε μελέτες Ελλήνων και ξένων ειδικών. Έτσι με την ευκαιρία της ξηρασίας του 1856 «γένετο κάθαρσις τν κυριωτέρων πωρύγων πό τν ν ατας λν, προβσα ες πόγειον μκος 250 ς γγιστα βασιλικών πήχεων ς και κάθαρσις νός τν ρχαίων φρεάτων δια δραχμν 20.300». Το ποσό αυτό ήταν περισσότερο από το μισό του συνολικού ποσού που δαπανήθηκε για εγγειοβελτιωτικά έργα όλης της χώρας. Αυτή ήταν η αρχή ενός «πακτωλού» χρημάτων που ρούφηξε η ιλύ της Κωπαΐδος μέχρις ότου αποξηρανθεί.
 
*βασιλικός πήχης = ένα μέτρο
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών.
 
Κείμενο Β
Το 1867 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε συστήσει ένα «ταμείο οδοποιίας», αλλά με ανεπαρκή χρηματοδότηση. Στα 15 χρόνια όμως που κύλησαν ως το 1881, δεν είχαν δαπανηθεί περισσότερα από 24.000.000 δραχμές σε δρόμους. Σχεδόν άλλα τόσα δαπάνησε η κυβέρνηση Τρικούπη στην τριετία 1882-1884. Ένα από τα πρώτα της μέτρα, στις 14 Μαρτίου 1882, ήταν η σύναψη δανείου οδοποιίας 20.000.000 από την Εθνική Τράπεζα. Ως το 1890 δαπανήθηκαν άλλα 30.000.000 και το οδικό δίκτυο τριπλασιάστηκε και ξεπέρασε στο σύνολο τα 4.000 χιλιόμετρα.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών.
 
Κείμενο Γ
Με τις βυθοκόρους έγιναν στο λιμάνι του Πειραιά έργα στη βορειοανατολική πλευρά, που ως τότε δεν ήταν χρησιμοποιήσιμη ούτε από βάρκες. Εργασίες εκβαθύνσεως χρειάστηκε να γίνουν επίσης στο λιμάνι των Σπετσών, που τα χρόνια εκείνα ερχόταν δεύτερο μετά τη Σύρο. Στο λιμάνι του Ναυπλίου κατασκευάστηκε μώλος, ενώ το 1857 δημιουργήθηκε λιμάνι στο Κατάκωλο Ηλείας που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για προσορμίσεις.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών.
 
Κείμενο Δ
Αν λάβουμε υπόψη πίνακα δαπανών για κατασκευή και επιδιόρθωση δημόσιων κτιρίων, καθώς και στρατώνων, φυλακών, φρουρίων, υγειονομικών σταθμών κ.λπ., θα συμπεράνουμε ότι τα κτίρια που κληρονομήσαμε ανέπαφα από τότε απορροφούσαν την ικμάδα του προϋπολογισμού στο κονδύλι δημοσίων έργων, αφού μόνο για το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, το σημερινό Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, έργο F. Boulanger δόθηκε σχεδόν το ¼ των σχετικών δαπανών ολόκληρης τετραετίας, χωρίς μάλιστα να τελειώσει. Έργα της εποχής αυτής είναι και το ορφανοτροφείο αρρένων Γ. Χατζή Κώστα (1856), το Βαρβάκειο Λύκειο (1857-1859), που έγινε με δαπάνη του Ι. Βαρβάκη.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών.
 
 Ενδεικτική απάντηση
 
α) Το 1830, οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν ακόμη πρωτόγονες. Γέφυρες, αμαξιτοί δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία, δημόσια κτίρια, όλα όσα στηρίζουν την οικονομική και διοικητική λειτουργία του κράτους, είτε δεν υπήρχαν καθόλου, είτε βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν απόλυτα φυσικό να στραφεί το ενδιαφέρον της διοίκησης προς την κατασκευή των απαραίτητων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έργων. Οι σχετικές προσπάθειες, όπως καταγράφονται στο Κείμενο Δ (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), υπήρξαν δαπανηρές, εφόσον απαιτήθηκε τόσο η κατασκευή νέων κτιρίων όσο και η επιδιόρθωση ήδη υπαρχόντων, τα οποία αφορούσαν στρατώνες, φυλακές, φρούρια, υγειονομικούς σταθμούς κ.λπ., για τη δημιουργία των οποίων αναλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του προβλεπόμενου κονδυλίου για τα δημόσια έργα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, για το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, που σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, και αποτέλεσε έργο του F. Boulanger, απαιτήθηκε το ένα τέταρτο του κονδυλίου δημοσίων έργων μιας πλήρους τετραετίας, χωρίς καν να ολοκληρωθεί. Υπήρξε, συνάμα, συνεισφορά και ιδιωτών για την κατασκευή δημόσιων υποδομών, όπως ήταν το ορφανοτροφείο αρρένων, με χρηματοδότηση του Γ. Χατζή Κώστα το 1856, καθώς και το Βαρβάκειο Λύκειο, με χρηματοδότηση του Ι. Βαρβάκη (1857-59). Ωστόσο, οι προθέσεις, που ήταν και στον τομέα αυτό πολύ καλές, προσέκρουσαν στις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, και ειδικότερα στην αδυναμία εξεύρεσης των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ελληνικό κράτος ξεκίνησε με ένα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο, την εξυπηρέτηση δηλαδή των δανείων που είχαν συναφθεί στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και αργότερα, στους δύσκολους καιρούς της κρατικής του συγκρότησης.
Στις χερσαίες συγκοινωνίες αλλά και στα περισσότερα από τα δημόσια έργα που είχε ανάγκη η χώρα, η έλλειψη του ιδιωτικού ενδιαφέροντος ήταν δεδομένη, καθώς οι επενδύσεις στις βασικές αυτές υποδομές δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Το κράτος είτε απ’ ευθείας, είτε μέσω των δήμων, προσπάθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές με τις δικές του δυνάμεις. Η δραστηριότητα του ήταν μάλλον υποτονική, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1870, καθώς τα χρήματα έλειπαν και οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν δεν ήταν δημοφιλείς (για παράδειγμα, οι αγγαρείες των αγροτών στην κατασκευή δρόμων).
 
β) Η πύκνωση του οδικού δικτύου πέρασε στην πρώτη θέση των εθνικών και τοπικών προτεραιοτήτων προς το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, στο πλαίσιο του οποίου συγκρίνονται οι δαπάνες της κυβέρνησης Κουμουνδούρου για την κατασκευή δρόμου με τις αντίστοιχες πολύ υψηλότερες που έγιναν από την Κυβέρνηση Τρικούπη. Πιο συγκεκριμένα, ο Κουμουνδούρος είχε ήδη από το 1867 συστήσει ένα «ταμείο οδοποιίας», χωρίς όμως επαρκή χρηματοδότηση. Έτσι, κατά τη διάρκεια δεκαπέντε χρόνων το σύνολο της δαπάνης για κατασκευή δρόμων δεν είχε ξεπεράσει τα 24.000.000 δραχμές. Αντιθέτως, σχεδόν το ίδιο ποσό δαπάνησε ο Τρικούπης μόλις σε τρία χρόνια, από το 1882 έως το 1884. Η κατασκευή δρόμων, άλλωστε, αποτέλεσε βασική προτεραιότητα για τον Τρικούπη, καθώς στις 14 Μαρτίου 1882 σύναψε δάνειο από την Εθνική Τράπεζα είκοσι εκατομμυρίων δραχμών για το σχετικό έργο. Μέχρι το 1890, μάλιστα δαπάνησε άλλα τριάντα εκατομμύρια, επιτυγχάνοντας τον τριπλασιασμό του οδικού δικτύου, το οποίο ξεπέρασε τα 4.000 χιλιόμετρα. Η οικονομική ανάπτυξη, οι πιο γρήγοροι ρυθμοί αστικοποίησης, η δημιουργία των κεντρικών σιδηροδρομικών αξόνων και η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου ήταν παράγοντες που προώθησαν την κατασκευή οδικού δικτύου. Στους ανασταλτικούς παράγοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το μεγάλο κόστος της κατασκευής δρόμων σε ορεινά εδάφη αλλά και τον «ανταγωνισμό» των θαλάσσιων συγκοινωνιών που κυριαρχούσαν στις μεταφορές κοντά στα παράλια, δηλαδή σε πολύ μεγάλο τμήμα της χώρας.
Από τα υπόλοιπα δημόσια έργα το κυριότερο ήταν η αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων που καλύπτονταν από νερά λιμνών και ελών. Πέρα από το γεγονός ότι η αποξήρανση έδινε πλούσια καλλιεργήσιμη γη, ήταν και ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της ελονοσίας, της αρρώστιας που αποτελούσε μάστιγα για την αγροτική Ελλάδα ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Πολλά αποστραγγιστικά έργα έγιναν στη χώρα, με πιο σημαντικό την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις πληροφορίες που αντλούμε από το Κείμενο Α (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), το έργο της αποξήρανσης αυτής έμεινε γνωστό κατά τις επόμενες δεκαετίες λόγω των ποικίλων οικονομικών προβλημάτων του. Ιδιαίτερη έμφαση στην αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας δόθηκε κυρίως την περίοδο 1856-1859, με τη δαπάνη του πρώτου έτους να καλύπτει 20.300 δραχμές -πάνω από το μισό της συνολικής δαπάνης για εγγειοβελτιωτικά έργα στο σύνολο της τότε ελληνικής επικράτειας-, μικρή δαπάνη, εντούτοις, σε σχέση με το τεράστιο ποσό που τελικά απαιτήθηκε για την αποξήρανση της λίμνης. Το γεγονός που έφερε την αποξήρανση της Κωπαΐδας στο προσκήνιο το 1856 υπήρξε ένα ασυνήθιστο καιρικό φαινόμενο, καθώς μετά από έναν πρωτοφανή παγετό εκείνου του χειμώνα, ακολούθησε εντονότατη περίοδο ξηρασίας εξαιτίας της οποίας η στάθμη των νερών της λίμνης υποχώρησε τόσο πολύ, ώστε η λίμνη έμοιαζε σχεδόν αποξηραμένη. Με αφορμή, λοιπόν, την ξηρασία αυτή θεωρήθηκε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για να υλοποιηθεί μια πάγια επιδίωξη τόσο της κυβέρνησης όσο και των κατοίκων της περιοχής, με την αξιοποίηση, μάλιστα, μελετών που είχαν ήδη γίνει από Έλληνες, αλλά και ξένους ειδικούς. Προχώρησε, έτσι, ο καθαρισμός των βασικότερων υπόγειων αγωγών από τα διάφορα υλικά που τους είχαν φράξει, ο οποίος έφτασε σε βάθος 250 μέτρων, καθώς και ο καθαρισμός ενός από τα φρεάτια της αρχαίας περιόδου.
Εκτός από το σιδηροδρομικό δίκτυο, το μεγαλύτερο τεχνικό έργο που κατασκευάστηκε αυτήν την εποχή ήταν η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Το έργο ξεκίνησε το 1881 από μια υπερβολικά αισιόδοξη γαλλική τεχνική εταιρεία. Ύστερα από πολλές τεχνικές και οικονομικές περιπέτειες, το έργο ολοκληρώθηκε το 1893, βελτιώνοντας τους όρους της ναυσιπλοΐας, καθώς έκανε περιττό τον περίπλου της Πελοποννήσου. Επιπλέον, με τη διάνοιξη του πορθμού του Ευρίπου και την κατασκευή φάρων στις ακτές, η ναυσιπλοΐα ευνοήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή. Παραλλήλως, σε ό,τι αφορά τη ναυσιπλοΐα, όπως προκύπτει από το Κείμενο Γ, έγιναν πρόσθετα αξιοσημείωτα έργα. Στη βορειοανατολική πλευρά του λιμένος Πειραιά έγιναν έργα εκβάθυνσης με τη χρήση βυθοκόρων, καθώς μέχρι τότε δεν ήταν αξιοποιήσιμη ούτε καν για βάρκες, αντίστοιχα έργα εκβάθυνσης έγιναν στο λιμάνι Σπετσών, το οποίο εκείνη την περίοδο ήταν το δεύτερο σημαντικότερο μετά από αυτό της Σύρου. Επιπροσθέτως, κατασκευάστηκε μόλος στο λιμάνι του Ναυπλίου, ενώ το 1857 κατασκευάστηκε λιμάνι στο Κατάκολο Ηλείας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για προσορμίσεις πλοίων.

Ιστορία Προσανατολισμού: Η δημιουργία τραπεζικού συστήματος [Πηγή]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Η δημιουργία τραπεζικού συστήματος [Πηγή]  
 
3ο ΘΕΜΑ 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται: 
α. να περιγράψετε την εικόνα που παρουσίαζε το πιστωτικό σύστημα της Ελλάδας κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της και μέχρι το 1841 (μονάδες 12) 
 
β. να παρουσιάσετε τις  δραστηριότητες  της Εθνικής Τράπεζας κατά το πρώτο διάστημα της ίδρυσής της και να αναδείξετε τις αλλαγές που έφερε η λειτουργία της στην  οικονομία της χώρας. (μονάδες 13) 
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Οι τοκογλύφοι που αποτελούσαν ένα ακόμα συστατικό στρώμα της ελληνικής αστικής τάξης, στο α΄ μισό του 19ου αιώνα, υφαρπάζοντας το μερίδιό τους από το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής και ωθώντας σε εμπορικοποίηση, συχνά δεν ήταν άλλοι από τους τοπικούς άρχοντες, τους εμπόρους, ακόμα και τους πλούσιους χωρικούς. Οι φόροι, τα εμπορικά κυκλώματα και η τοκογλυφία αποτελούν έτσι τις κύριες μορφές που συμπορεύονται με την αυξανόμενη ενσωμάτωση των ανεξάρτητων μικροκαλλιεργητών στο εκχρηματισμένο εμπορικό σύστημα.
 
Τσουκαλάς, Κ., Εξάρτηση και Αναπαραγωγή – Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 – 1922), σ. 93
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Τα ιδρυτικά νομοθετήματα παρεχώρησαν στην τράπεζα το λεγόμενο εκδοτικό προνόμιο. Ήταν το αποκλειστικό δικαίωμα να κυκλοφορεί τραπεζογραμμάτια, υπό τον όρο ένα σοβαρό ποσοστό τους να καλύπτεται από τα αποθέματά της, αφενός, σε χρυσό και άργυρο, ατόφιο ή νομισματικό, και, αφετέρου, σε διεθνή «βαριά» συναλλάγματα, όπως ήταν εκείνη την εποχή το γαλλικό φράγκο και η στερλίνα. Σε γενικές γραμμές, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η δραχμή θα συνδεόταν στο εξής με το διεθνές νομισματικό σύστημα […]. Οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι αντιλαμβάνονταν ότι ο συμβιβασμός με την Εθνική θα ήταν, αργά ή γρήγορα, η μόνη λύση. Οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι, έμποροι, τοκιστές και κτηματίες, παρείχαν στην τράπεζα τις απαιτούμενες εγγυήσεις, δανείζονταν εκείνοι τα τραπεζικά κεφάλαια προς 8 έως 10% και τα επαναδάνειζαν στους αγρότες προς 12 έως 48% […]. Πράγματι, η πολιτική αυτή προήγαγε, ουσιαστικά, την μετεξέλιξη του πιστοδοτικού συστήματος, το άνοιγμα του τραπεζικού συστήματος σε ανταγωνισμούς και, μακροχρονίως, τον γενικότερο εκσυγχρονισμό της οικονομίας.
 
Δερτιλής, Γ. Β., Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2014, σ. 239-240 και σ. 250.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Όπως διευκρινίζει ο Κ. Τσουκαλάς (Κείμενο Α), οι τοκογλύφοι, μέρος κι αυτοί της αστικής τάξης του ελληνικού χώρου, κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 19ου αιώνα, βάσιζαν τα κέρδη τους στην οικειοποίηση του πλεονάσματος της αγροτικής παραγωγής, την οποία ωθούσαν σε επιλογές προϊόντων εμπορικά αξιοποιήσιμων. Επρόκειτο, για ευκατάστατους χωρικούς, για τοπικούς άρχοντες, αλλά και εμπόρους. Ο δανεισμός τους κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), ο συνδυασμός των κρατικών φόρων, της τοκογλυφίας, όπως και των εμπορικών κυκλωμάτων που πίεζαν τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, είχαν ως αποτέλεσμα ακόμη και οι άλλοτε ανεξάρτητοι μικροπαραγωγοί να ενταχθούν στο ελεγχόμενο από τους εμπόρους σύστημα που βασιζόταν και αποσκοπούσε στο χρηματικό κέρδος μέσω της εμπορευματοποίησης της παραγωγής. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων.
 
β. Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους. Σύμφωνα, πάντως, με τον Γ. Δερτιλή (Κείμενο Β), το εκδοτικό αυτό δικαίωμα, όπως προβλεπόταν από τα ιδρυτικά νομοθετήματα της Εθνικής Τράπεζας, εξαρτιόταν από έναν βασικό όρο, την κάλυψη από μέρους της τράπεζας σημαντικού μέρους των εκδιδόμενων τραπεζογραμματίων με την ύπαρξη αποθέματος είτε πολύτιμων μετάλλων, όπως ήταν ο χρυσός ή το ασήμι, ανεξάρτητα από τα αν αυτά θα ήταν ατόφια ή σε μορφή νομισμάτων, είτε διεθνούς συναλλάγματος υψηλού κύρους, όπως ήταν την εποχή εκείνη το γαλλικό φράγκο ή η βρετανική στερλίνα. Επιτεύχθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο η σταδιακή σύνδεση της ελληνικής δραχμής με το διεθνές νομισματικό σύστημα.  
Προοδευτικά οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Προτού, βέβαια, το τραπεζικό σύστημα εμπλακεί σε ανταγωνιστικές ενέργειες, όπως επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής, οι ντόπιοι κεφαλαιούχοι είχαν αντιληφθεί πως όφειλαν να συμβιβαστούν με την ύπαρξη της τράπεζας και να την εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Έτσι, οι εύποροι της εποχής, που δρούσαν ως τοκογλύφοι, όπως ήταν έμποροι και κτηματίες, καθώς είχαν τα κατάλληλα εχέγγυα για να δανειστούν μεγάλα ποσά από την τράπεζα, με χαμηλό τόκο ύψους από 8 έως 10 τοις εκατό, δάνειζαν ακολούθως τα χρήματα αυτά στους αγρότες με υψηλότερο τόκο από 12 έως 48 τοις εκατό. Με την τακτική τους αυτή προκάλεσαν εξελίξεις στο πιστωτικό σύστημα, εφόσον αφενός οδήγησαν τις τράπεζες σε ανταγωνιστικές επιλογές που θα προφύλασσαν τα κέρδη τους και αφετέρου, σε βάθος χρόνου, εκσυγχρόνισαν εν γένει την ελληνική οικονομία. Η Τράπεζα κέρδισε την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου.
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Αγγλικό κόμμα (οπαδοί και επιλογές εσωτερικής πολιτικής) [Πηγές]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος 


Ιστορία Προσανατολισμού: Αγγλικό κόμμα (οπαδοί και επιλογές εσωτερικής πολιτικής) [Πηγές]
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται,
α. να αναφερθείτε στις κοινωνικές ομάδες που συμπαρατάχθηκαν με το αγγλικό κόμμα,
β. να εξηγήσετε τις επιλογές του αγγλικού κόμματος όσον αφορά την εξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης της Ελλάδας.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Το Αγγλικό κόμμα αποτελούνταν από οπαδούς του Αλ. Μαυροκορδάτου, οι οποίοι ήταν κυρίως τα στρατιωτικά και πολιτικά στοιχεία της δυτικής Ρούμελης, της Πελοποννήσου και της Ύδρας, αλλά και από πολλούς ετερόχθονες, εμπόρους, διανοούμενους, σπουδασμένους σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κατοίκους δυτικοευρωπαϊκών χωρών, ομάδες και πρόσωπα που ήταν επηρεασμένα από δημοκρατικές ιδέες. […]
Στη μεγάλη αντιπαράθεση που προκλήθηκε σχετικά με το Εκκλησιαστικό Ζήτημα, το Αγγλικό κόμμα κράτησε σαφή και σταθερή θέση. Η κήρυξη του Αυτοκέφαλου, το 1833, δίχασε την ελληνική κοινωνία […]. Το Αγγλικό κόμμα υποστήριζε ότι η εκκλησία έπρεπε να υπαχθεί στο κράτος και όχι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε έναν θεσμό δηλαδή που δεν δρούσε ελεύθερα, εφόσον υπαγόταν στον σουλτάνο.
 
Λίνα Λούβη, «Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό: Τα πρώτα κόμματα», στο: Κατερίνα Δέδε, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Λίνα Λούβη, Ηλίας Νικολακόπουλος και Σωτήρης Ριζάς (επιμ.), Ιστορικό Λεξικό Ελληνικών Κοινοβουλευτικών Κομμάτων, 1844-1967, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία - Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2022, σ. 330.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Για το Αγγλικό κόμμα βασικές αρχές μιας νόμιμης εξουσίας ήταν το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και η διάκριση των εξουσιών, αρχές στις οποίες είχε σταθεί πάντοτε πιστό κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας. […]
Ο Μαυροκορδάτος ήθελε αρχικά να καθοριστεί σαφώς η συνταγματική τάξη με γραπτό σύνταγμα. Το αργότερο όμως το 1837 διαφοροποίησε την άποψή του και θεωρούσε το σύνταγμα τελική πράξη εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες και μόνο θα καθιστούσαν δυνατή την ύπαρξη συνταγματικής τάξης: υποστήριζε να βελτιωθεί αρχικά η τοπική αυτοδιοίκηση, προπάντων να εκλεγούν δημοτικά και επαρχιακά συμβούλια, να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθεροτυπία, να διευρυνθούν οι αρμοδιότητες των ορκωτών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και να σχηματιστούν εθνικές ένοπλες δυνάμεις.
 
Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τόμος Α΄, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2004, σ. 200 (διασκευή).
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Με το αγγλικό κόμμα συμπαρατάχθηκαν πρόκριτοι, στρατιωτικοί, λόγιοι και έμποροι που είχαν σπουδάσει ή διαμείνει στη Δυτική Ευρώπη, με κύριο χαρακτηριστικό τους τις εθνικιστικές και δημοκρατικές ιδέες. Όπως επεξηγεί η Λ. Λούβη (Κείμενο Α), οι υποστηρικτές του αγγλικού κόμματος ήταν πρωτίστως άτομα που εκτιμούσαν και στήριζαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Επρόκειτο για στρατιωτικούς και πολιτικούς της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Ύδρας, εμπόρους, ετερόχθονες, καθώς και άτομα που διέμεναν σε χώρες της δυτικής Ευρώπης· κοινό στοιχείο των οποίων ήταν οι επιδράσεις που είχαν δεχτεί από τις δημοκρατικές ιδέες. Αισθάνονταν, έτσι, την ανάγκη ενός κράτους δικαίου, το οποίο θα τους εξασφάλιζε την περιουσία και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.
 
β. Οι επιλογές του αγγλικού κόμματος επηρεάζονταν και από την αντίληψη ότι η Βρετανία αποτελούσε πρότυπο για την εξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης της χώρας. Ως θεμελιώδεις αρχές του πολιτικού συστήματος, το αγγλικό κόμμα θεωρούσε το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και τη διάκριση των εξουσιών, αρχές τις οποίες υποστήριξε σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Πρόκειται για στοιχεία που επιβεβαιώνονται πλήρως από τον Gunnar Hering (Κείμενο Β), ο οποίος συμπληρώνει πως μέσω των αρχών αυτών διασφαλιζόταν η νομιμότητα της εξουσίας. Ο Μαυροκορδάτος στην αρχή ήθελε να οριστεί η κρατική οργάνωση με γραπτό σύνταγμα, αργότερα όμως τροποποίησε τη θέση του και έβλεπε το σύνταγμα ως την τελική πράξη μιας σειράς εσωτερικών μεταρρυθμίσεων: εκλογή των κοινοτικών συμβουλίων, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ελευθερία του τύπου και συγκρότηση εθνικού στρατού. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Gunnar Hering (Κείμενο Β), ο οποίος συμπληρώνει πως ο Μαυροκορδάτος άλλαξε τη θέση του σχετικά με το σύνταγμα το 1837, εφόσον θεώρησε πως έπρεπε να προηγηθούν οι βασικές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να είναι εφικτή η λειτουργία του συντάγματος. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνδέονταν τόσο με την τοπική αυτοδιοίκηση, στο πλαίσιο της οποίας θα έπρεπε να εκλεχθούν δημοτικά, αλλά και επαρχιακά συμβούλια, όσο και με τη δικαιοσύνη, στον χώρο της οποίας θεωρούσε αναγκαία τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των ορκωτών δικαστηρίων, καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επίσης επιζητούσε τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας, ατομικές ελευθερίες και αυτοκέφαλη ελληνική εκκλησία, χωρίς δεσμεύσεις από το Πατριαρχείο. Στο κρίσιμο Εκκλησιαστικό Ζήτημα, μάλιστα, που εντάθηκε με την κήρυξη του Αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας το 1833, το αγγλικό κόμμα, όπως επισημαίνει η Λ. Λούβη (Κείμενο Α),  είχε ξεκάθαρη και σταθερή θέση, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις που επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία. Τάχθηκε υπέρ της αποδέσμευσης της ελληνικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι αυτό βρισκόταν υπό τον έλεγχο του σουλτάνου και δεν μπορούσε να δρα με την αναγκαία ελευθερία. Σ’ ένα δεύτερο στάδιο επιζητούσε γραπτό σύνταγμα, κράτος δικαίου και κοινοβουλευτικό έλεγχο των πράξεων της κυβέρνησης. Γενικότερα, το αγγλικό κόμμα υποστήριζε την άσκηση μετριοπαθούς πολιτικής, τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τα μέσα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...