Ιστορία Προσανατολισμού: Αποζημίωση ανταλλαξίμων & ελληνική οικονομία (πηγές)
Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης, κάθε ανταλλάξιμος, Έλληνας ή Τούρκος, δικαιούται να πάρει στη χώρα, όπου εγκαθίσταται, περιουσία ίσης αξίας και ίδιας ποιότητας μ’ αυτήν που είχε πριν από την Ανταλλαγή.
Για να γίνει, όμως, αυτή η καταβολή της αποζημίωσης στη νέα πατρίδα, έπρεπε στην παλιά να είχε ολοκληρωθεί η εκτίμηση της ανταλλάξιμης περιουσίας και να είχε παραδοθεί στον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη ειδική δήλωση για το χρηματικό ποσό που του οφείλεται. Η προϋπόθεση αυτή ήταν πολύ εύκολη για τους Μουσουλμάνους ανταλλάξιμους, γιατί η αναχώρηση τους έγινε τόσο άνετα, ώστε πρόλαβαν και την εκτίμηση να κάνουν και τη δήλωση να παραλάβουν. Για τους Έλληνες, όμως, που έφυγαν, στην πλειονότητα τους, ξεριζωμένοι και διωγμένοι από τις εστίες τους, κάτι τέτοιο δεν ήταν μόνο αδύνατο, ήταν και αδιανόητο, μια και η Σύμβαση έγινε μετά τον ξεριζωμό τους.
Η κατάσταση αυτή επέβαλε την ανάγκη να εξευρεθεί τρόπος, ώστε η εκτίμηση των ελληνικών ανταλλαξίμων περιουσιών στην Τουρκία να πραγματοποιηθεί εδώ, στην Ελλάδα.
[…] Το Υπουργείο Γεωργίας προέβη στη συγκρότηση επιτροπών από έγκυρα πρόσωπα που γνώριζαν καλά την περιουσιακή κατάσταση των συντοπιτών τους (συγχωριανών ή συμπολιτών), πριν από την Ανταλλαγή, στην Τουρκία. Οι επιτροπές, λοιπόν, αυτές επιφορτίστηκαν με το έργο της εκτίμησης της περιουσίας κάθε ανταλλαξίμου που υπαγόταν στη δική τους ευθύνη, για να εκδώσουν, στη συνέχεια, ύστερα από συνεννόηση με τον ενδιαφερόμενο, τη σχετική δήλωση. Σ’ αυτήν έπρεπε να επισυναφτούν και όλα τα σχετικά πιστοποιητικά (τίτλοι κυριότητας κ.λπ.) που τυχόν είχαν μαζί τους οι ανταλλάξιμοι. Μόνο οι περιπτώσεις δυσεπίλυτων διαφορών μεταξύ επιτροπών και δικαιούχων αποζημίωσης θα παραπέμπονταν σε περιοδεύοντα ειρηνοδικεία που θα λειτουργούσαν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
Για να κατανοηθεί πληρέστερα το οικονομικό άλμα της χώρας μας, αρκεί να έχουμε υπόψη ορισμένες αισθητές αλλαγές:1) Η γνωστή αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 υλοποιήθηκε με την άφιξη των προσφύγων του 1922, 2) Η τσιφλικική γεωργία αντικαταστάθηκε από την οικογενειακή. Πράγματι, στα 1930 το 80% των γεωργικών επιχειρήσεων διευθύνονταν από τους ιδιοκτήτες τους, δηλ. από τους ίδιους τους γεωργούς, οι οποίοι διέθεταν μικροϊδιοκτησίες από 30 μέχρι 100 στρέμματα ο καθένας. 3) Η αστική ανάπτυξη της Ελλάδας είναι απόρροια της αγροτικής μεταρρύθμισης, εξαιτίας της οποίας οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, από το 1922 ως το 1938, αυξήθηκαν κατά 14.600.000 στρ. και ανέβηκαν σε 27.000.000 στρέμμ. 4) Ενώ το 1923 το εθνικό εισόδημα ήταν του ύψους των 16.163.816.120 δρχ., το 1928 ανεβαίνει στα 26.750.000.000. 5) Στην πριν από την Ανταλλαγή περίοδο έχουμε τις γνωστές παραδοσιακές καλλιέργειες, με κορυφαία την καλλιέργεια των σιτηρών. Με την άφιξη των προσφύγων σημειώνεται πραγματική επανάσταση στα καλλιεργούμενα προϊόντα και στις καλλιεργητικές μεθόδους. 6) Η βιομηχανία της ταπητουργίας, σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα και πολύ γνωστή στην Ανατολή, γνωρίζει αλματώδη πρόοδο, μετά την προσφυγική εγκατάσταση, και ενισχύει με 500.000 Λίρες Αγγλίας* το ετήσιο εθνικό εισόδημα.
Η ανάπτυξη της ταπητουργίας, άγνωστη, σχεδόν, στην Ελλάδα και πασίγνωστη στην Ανατολή, αποτελεί, κατεξοχήν, αστική προσφυγική δραστηριότητα και μια από τις πρώτες οικονομικές και επαγγελματικές διεξόδους, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, αλλά και σε μικρότερα αστικά κέντρα, ακόμη και σε χωριά. Πρόκειται, μάλιστα, για πρωταρχική γυναικεία δραστηριότητα. Ήδη στα 1928, από το μεγάλο αριθμό των προσφύγων γυναικών εργατριών στην Ελλάδα, οι 11.000 απασχολούνται στη βιοτεχνία των ταπήτων, η οποία διαθέτει 5.600 αργαλειούς και έχει ετήσια παραγωγή πάνω από 250.000 τ.μ. υφαντών. Τα περισσότερα από αυτά εξάγονται στο εξωτερικό.
Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Σύμφωνα με το Κείμενο Α, οι επιτροπές αυτές, που υπάγονταν στο Υπουργείο Γεωργίας, καλούνταν να επιτελέσουν σε ελληνικό έδαφος μια διαδικασία που έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί στην Τουρκία. Το θετικό τους στοιχείο ήταν πως στελεχώνονταν από πρόσωπα που είχαν καλή γνώση της περιουσιακής κατάστασης των συντοπιτών τους, καθώς ζούσαν στα ίδια χωριά ή στις ίδιες πόλεις πριν την Ανταλλαγή. Οι επιτροπές θα εξέδιδαν δήλωση για την περιουσία εκάστου πρόσφυγα, ύστερα από συνεννόηση με αυτόν. Στη δήλωση θα συμπεριλαμβάνονταν και πιστοποιητικά για την περιουσία, όπως τίτλοι κυριότητας, σε περίπτωση που τα είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες. Αν, μάλιστα, υπήρχαν διαφορές μεταξύ των επιτροπών και των δικαιούχων, που δεν μπορούσαν να τις επιλύσουν, αυτές θα αναθέτονταν σε ειδικά ειρηνοδικεία που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτό και μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές. Εάν, από την άλλη, οι δηλώσεις θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Η προκαταβολή θα δινόταν σ’ εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί.
Για την οριστική εκτίμηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία συστάθηκαν Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης και Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, για προβλήματα που ενδεχομένως θα ανέκυπταν. Με την πάροδο του χρόνου η ολοκλήρωση του έργου της εκτίμησης των περιουσιών φαινόταν όλο και πιο μακρινή. Το έργο ήταν τεράστιο και επιπλέον η όλη διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά.
Η
άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε και τη βιομηχανία με νέο, ειδικευμένο και
φθηνό εργατικό δυναμικό, με τη διεύρυνση της καταναλωτικής αγοράς και με τη
δράση ανθρώπων με επιχειρηματικές ικανότητες. Στη δεκαετία 1922-1932,
διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Η πρόοδος όμως δεν ήταν
σημαντική, εξαιτίας κυρίως της διατήρησης των παραδοσιακών δομών λειτουργίας
τους. Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν
μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία, την
αλευροβιομηχανία και την παραγωγή οικοδομικών υλικών. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα
την ταπητουργία, όπως επισημαίνεται στο
Κείμενο Γ, αποτελούσε μια τέχνη ελάχιστα διαδεδομένη στην Ελλάδα, η οποία ήταν
εντούτοις εξαιρετικά διαδεδομένη στην Ανατολή. Αποτέλεσε, έτσι, μια βασική
επιλογή για τους αστούς πρόσφυγες, εφόσον τους προσέφερε μια επαγγελματική
επιλογή για την οικονομική τους διασφάλιση. Αναπτύχθηκε, μάλιστα, όχι μόνο στις
μεγάλες πόλεις, αλλά και στις μικρότερες, όπως και σε χωριά. Σύμφωνα με το Κείμενο Β, η ανάπτυξη της
ταπητουργίας υπήρξε εξαιρετικά υψηλή στην Ελλάδα χάρη στη συνδρομή των προσφύγων,
με αποτέλεσμα να ενισχυθούν τα ετήσια εθνικά έσοδα με 500.000 λίρες Αγγλίας. Αρκετοί
ήταν οι πρόσφυγες που αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες, βιομήχανοι ή
μεγαλέμποροι. Οι Έλληνες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας
και την Κωνσταντινούπολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε
επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Ο
κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που
είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τους βοήθησαν, όταν
εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να
στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών.
Η άφιξη των προσφύγων επέδρασε και στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό. Το 1930 οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων. Σύμφωνα, πάντως, με το Κείμενο Γ, η κατεξοχήν γυναικεία δραστηριότητα ήταν η ενασχόληση με την ταπητουργία. Το 1928 από το σύνολο των προσφύγων εργατριών 11.000 εργάζονταν σε βιοτεχνίες ταπήτων, οι οποίες διέθεταν 5.600 αργαλειούς και παρήγαν περισσότερα από 250.000 τ.μ. υφαντών, τα περισσότερα εκ των οποίων εξάγονταν.
Η άφιξη των προσφύγων επέδρασε και στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό. Το 1930 οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων. Σύμφωνα, πάντως, με το Κείμενο Γ, η κατεξοχήν γυναικεία δραστηριότητα ήταν η ενασχόληση με την ταπητουργία. Το 1928 από το σύνολο των προσφύγων εργατριών 11.000 εργάζονταν σε βιοτεχνίες ταπήτων, οι οποίες διέθεταν 5.600 αργαλειούς και παρήγαν περισσότερα από 250.000 τ.μ. υφαντών, τα περισσότερα εκ των οποίων εξάγονταν.