Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο & Γ΄ Εθνοσυνέλευση (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο & Γ΄ Εθνοσυνέλευση (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες των ακόλουθων κειμένων να αναφερθείτε:
α) στις προσπάθειες προσφυγικών ομάδων να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, αλλά και στη στάση της πολιτικής ηγεσίας απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα,
β) στις αποφάσεις που λήφθηκαν για την αποκατάσταση των Σουλιωτών.
 
Κείμενο Α
πεφασίσθη κόμη να μη γένωση δεκτοί Πληρεξούσιοι λλων πλαρχηγών, εμή μόνον ατοί των Σουλιωτν δια τας νδραγαθίας και μεγάλας κδουλεύσεις αυτν.
[…]
νεγνώσθη ναφορά τν Πληρεξουσίων λυμπίων, δια να τους συγχωρηθ  εσοδος ες την Συνέλευσιν.
Δεν νεκρίθη.
 
Ανδρέου Χ. Μάμουκα, Συλλογή των περί την αναγεννώμενην Ελλάδα συναχθέντων νόμων και άλλων επίσημων πράξεων. [Πρακτικά Γ΄ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως]
 
Κείμενο Β
Οι πρόσφυγες και η Γ΄ Εθνοσυνέλευση
Τα κατά τας αρχάς του 1826 διαθρυλούµενα περί ανακηρύξεως της Ελλάδος εις ανεξάρτητον κράτος είχον συγκινήσει ζωηρώς (...) πάντας εν γένει τους πρόσφυγας, των οποίων ο νους εστράφη πλέον είτε εις την ανάκτησιν της πατρίδος των (...) είτε και εις την εντός του συγκροτηθησοµένου κράτους αποκατάστασίν των (...). Το ζήτηµα της αποκαταστάσεως είχε πλέον ωριµάσει δια τους πρόσφυγας µετά τόσα έτη πλήρη στερήσεων.
Οι ούτω δηµιουργηθέντες αντικειµενικοί όροι συνέτεινον, ώστε το προσφυγικόν ζήτηµα να συζητηθή κυρίως εις την κρισιµωτέραν περίοδον της Επαναστάσεως (...). [Τότε] ήρχισε ζωηρώς να συζητήται το ζήτηµα της πυκνώσεως του πληθυσµού της Ελλάδος και της αποκαταστάσεως των ερηµωθεισών χωρίων και πόλεων (...). Κυρίως αρχίζει τούτο από του 1826, αφ’ ότου αρχίζει τας εργασίας της η Γ΄ Εθνική Συνέλευσις. Η κίνησις των προσφύγων προς αποκατάστασιν δεν ήτο συστηµατική. Το µόνον µέσον, δια να διεκδικήσουν ούτοι τα δίκαιά των, ήτο να κατορθώσουν να εισαχθούν εις την Γ΄ Εθνοσυνέλευσιν και εκεί να υποστηρίξουν την υπόθεσίν των ευρίσκοντες ούτω συνηγόρους και τους πληρεξουσίους των ελευθέρων µερών της Ελλάδος. ∆ι’ αυτό βλέποµεν την παρατηρουµένην µεγάλην σπουδήν όλων γενικώς των προσφύγων να εισαγάγουν τους πληρεξουσίους των εις την Γ΄ Εθνοσυνέλευσιν.
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939.
 
Κείμενο Γ
(...) Μεταξύ των µελών του βουλευτικού υπήρχον αντιδρώντες εις την παραχώρησιν του Ζαπαντίου εις τους Σουλιώτας, ιδίως εντόπιοι, φοβούµενοι την απώλειαν του εδάφους τούτου και την γειτονίαν των πολεµικών Σουλιωτών. ∆ι’ αυτό και η υπό της βουλής αναβολή λήψεως αποφάσεως επί της υποθέσεως ταύτης (...) Προφανώς οι αντιδρώντες βουλευταί απέβλεπον εις το να κερδίσουν καιρόν και εις το να οργανώσουν την κατά των Σουλιωτών αντίδρασιν των εντοπίων. Και πράγµατι οι κάτοικοι των πλησίον του Ζαπαντίου τόπων (...) παρήκουσαν εις τας διαταγάς της κυβερνήσεως περί παραχωρήσεως γαιών εις τους Σουλιώτας. Επειδή δε εκ της εγερθείσης µεταξύ Σουλιωτών και εντοπίων έριδος εκινδύνευε να µαταιωθή η εκστρατεία των Ελλήνων της ∆υτικής Στερεάς Ελλάδος κατά των Τούρκων (...) απεφασίσθη ν’ αναβληθή το ζήτηµα του συνοικισµού ένεκα των κρισίµων περιστάσεων, αφ’ ου άλλως τε το ίδιον το Ζαπάντι ήτο εκτεθειµένον εις τας προσβολάς του εχθρού (...).
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939.
 
Κείμενο Δ
Το «ακανθώδες» θέµα της διανοµής των εθνικών γαιών
Η λύσις του προσφυγικού ζητήµατος κατά την Επανάστασιν, ως και των µεγάλων αυτής δηµογραφικών και κοινωνικών ζητηµάτων, συνήντησε µεγάλας δυσκολίας. (...) Παρά ταύτα είχεν εξευρεθή η ορθή βάσις προς αποκατάστασιν των προσφύγων. Ήτο δε αύτη η εγκατάστασις αυτών εις τας καθ’ άπασαν την χώραν ευρισκοµένας εθνικάς γαίας, τας γαίας δηλαδή εκείνας, αι οποίαι ανήκον άλλοτε εις τους εκδιωχθέντας Τούρκους (...).
Κατά την επανάστασιν όµως και µετ’ αυτήν εις την διανοµήν των εθνικών γαιών, η οποία ήτο εν εκ των ακανθωδεστέρων ζητηµάτων, αντέδρων οι ολίγοι. Ειδικώς δε δια τους πρόσφυγας, το πνεύµα του τοπικισµού, υποδαυλιζόµενον υπό των διαφόρων προκρίτων ή στρατιωτικών αρχηγών, (...) ήτο το σοβαρότερον εµπόδιον δια την µη οµαδικήν εγκατάστασιν των προσφύγων κατά τόπους προελεύσεως εις διάφορα µέρη της Ελλάδος.
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) διάφορες ομάδες προσφύγων που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα επιχείρησαν να θέσουν το αίτημα της αποκατάστασής τους και ειδικά της μόνιμης εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό επιδίωξαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση. Ήδη από τις αρχές του 1826, όπως επισημαίνει ο Απ. Βακαλόπουλος (Κείμενο Β), οι πληροφορίες σχετικά με την επικείμενη ανακήρυξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους είχαν κινητοποιήσει τους πρόσφυγες, οι οποίοι σκέφτονταν είτε το ενδεχόμενο της επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους είτε την αποκατάστασή τους στο κράτος που θα δημιουργούταν. Ένιωθαν, άλλωστε, οι πρόσφυγες πως μετά από πολλά χρόνια στερήσεων πλησίαζε ο καιρός της αποκατάστασής τους. Η κατάλληλη ευκαιρία, πάντως, για τους πρόσφυγες ήταν να πετύχουν την εκπροσώπησή τους στην Εθνοσυνέλευση, όπου θα είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους για τη διασφάλιση τόπου εγκατάστασης, λαμβάνοντας μάλιστα, ως προς αυτό, στήριξη από πληρεξουσίους περιοχών που είχαν ήδη ελευθερωθεί. Έτσι, αν και δεν είχαν εργαστεί όλοι οι πρόσφυγες συστηματικά για την αποκατάστασή τους, παρουσιάστηκε μια επείγοντα χαρακτήρα κινητοποίησή τους για να γίνουν δεκτοί πληρεξούσιοί τους στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Το δικαίωμα εκπροσώπησης, ωστόσο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Κείμενο Α), δεν παρεχόταν σε όλους. Οι πληρεξούσιοι, για παράδειγμα, των Ολυμπίων, αν και ζήτησαν να συμμετάσχουν στην Εθνοσυνέλευση, δεν έλαβαν τη σχετική άδεια. Από τους Μικρασιάτες, μόνο οι Σμυρναίοι ενεργοποιήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ζητούσαν από τη Συνέλευση: α) να εκπροσωπούνται σ’ αυτήν και β) να προσδιοριστεί τόπος για τη δημιουργία συνοικισμού των διασκορπισμένων ελεύθερων Σμυρναίων. Μόνο το αίτημα του τόπου έγινε καταρχήν δεκτό. Αποφασίστηκε να δοθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού για να δημιουργηθεί πόλη με την επωνυμία «Νέα Σμύρνη». Η Συνέλευση παρέπεμψε το θέμα στη Βουλή, η οποία όμως δεν το προώθησε. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, επίσης, οι Ψαριανοί ζήτησαν με καθυστέρηση να καθοριστεί τόπος προσφυγικού συνοικισμού τους. Έχοντας εξασφαλίσει στην πράξη χώρο εγκατάστασης στην Αίγινα δεν πιέζονταν, όπως άλλοι. Από τους Ηπειρώτες πρόσφυγες, πρώτοι οι Σουλιώτες πέτυχαν να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου έθεσαν ως βασικό θέμα την παραχώρηση τόπου για μόνιμη εγκατάσταση. Όπως, μάλιστα, επισημαίνεται στα πρακτικά της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Κείμενο Α), το αίτημα των Σουλιωτών να εκπροσωπηθούν με πληρεξούσιους στην Εθνοσυνέλευση έγινε δεκτό κατ’ εξαίρεση λόγω των γενναίων ενεργειών τους και της σημαντικής τους προσφοράς στον αγώνα, παρά τη γενικότερη απόφαση να μην γίνουν δεκτοί πληρεξούσιοι οπλαρχηγών.
Γενικά, το προσφυγικό ζήτημα στη διάρκεια της Επανάστασης δεν αντιμετωπίστηκε μεθοδικά εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας των Ελλήνων. Όπου έγιναν προσπάθειες για την περίθαλψη και την ενσωμάτωση των προσφύγων, αυτές στηρίχθηκαν στον αυθορμητισμό και τη συμπαράσταση των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων ή σε εντελώς προσωρινά μέτρα των κυβερνήσεων. Αιτήματα προσφύγων τέθηκαν, αλλά όχι προσφυγικό ζήτημα συνολικά. Μόνο στην Γ΄ Εθνική Συνέλευση το προσφυγικό προβλήθηκε εντονότερα από τις διάφορες προσφυγικές ομάδες, που ζήτησαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση, για να προωθήσουν το αίτημα παροχής χώρου για μόνιμη εγκατάσταση στην ελεύθερη Ελλάδα. Το ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827, με το οποίο καλούνταν όλοι οι ορθόδοξοι «όσων αι πόλεις κατεστράφησαν, να προσέλθουν εις την Βουλήν να ζητήσουν τόπον και να εγείρουν νέας πόλεις», έδειχνε την τάση να επικρατήσει μία ευρύτερη αντίληψη για το προσφυγικό. Όπως προκύπτει, άλλωστε, από τις πληροφορίες του Απ. Βακαλόπουλου (Κείμενο Β), στο πλαίσιο της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης το ζήτημα των προσφύγων αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων, εφόσον είχαν πλέον διαμορφωθεί οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπισή του. Εκφραζόταν εντόνως, για παράδειγμα, η άποψη πως θα μπορούσε να πυκνωθεί χάρη στους πρόσφυγες ο πληθυσμός της Ελλάδας με το να εγκατασταθούν εκείνοι σε χωριά και πόλεις που είχαν ερημώσει. Ωστόσο, οι επαναστατικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στην υλοποίηση των αποφάσεών τους και δεν οργάνωσαν συνοικισμούς προσφύγων. Οι δυσμενέστατες συνθήκες κατά την Επανάσταση αλλά και οι κατά τόπους αντιδράσεις εμπόδισαν την εφαρμογή μέτρων για την επίλυση του προβλήματος.
 
β. Οι Σουλιώτες πρόσφυγες έφτασαν σε μια περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι, μετά την εκδίωξη των Τούρκων από τη Δυτική Στερεά, είχε πλέον επιβαρυνθεί υπερβολικά. Οι εγχώριοι δυσφορούσαν έντονα γι’ αυτήν τη συνεχή εισροή προσφυγικών πληθυσμών. Για να ανακουφιστεί η πόλη, το Βουλευτικό παραχώρησε στους Σουλιώτες το Ζαπάντι, βορειοδυτικά του Αγρινίου. Οργανωμένες όμως αντιδράσεις των ντόπιων ματαίωσαν τη σχεδιαζόμενη παραχώρηση γης για εγκατάσταση προσφύγων. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Απ. Βακαλόπουλο (Κείμενο Γ), ο οποίος επεξηγεί πως ήδη κατά τη διάρκεια της συζήτησης του θέματος αυτού στο Βουλευτικό υπήρχαν μέλη του και κυρίως ντόπιοι της εκεί περιοχής που αντιδρούσαν. Τα μέλη αυτά του Βουλευτικού είχαν τον φόβο αφενός πως θα χάσουν τα εδάφη αυτά κι αφετέρου πως η γειτονία με τους ένοπλους Σουλιώτες θα είναι επιζήμια για τους συμπατριώτες τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Βουλευτικό καθυστέρησε να λάβει τη σχετική απόφαση για την παραχώρηση του Ζαπαντίου στους Σουλιώτες. Στόχος, απ’ ό,τι φαίνεται, των βουλευτών που αντιδρούσαν ήταν να διασφαλίσουν επαρκή χρόνο, ώστε να οργανώσουν την αντίδραση των κατοίκων της περιοχής ενάντια στην απόφαση αυτή. Η αντίδραση αυτή των κατοίκων των γύρω περιοχών στην κυβερνητική απόφαση για την παραχώρηση του Ζαπαντίου υπήρξε αποτελεσματική, διότι η μεταξύ αυτών και των Σουλιωτών ένταση έθετε σε κίνδυνο την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης εκστρατείας των Ελλήνων της Δυτικής Στερεάς κατά των Τούρκων. Αποφασίστηκε, έτσι, να αναβληθεί η δημιουργία του εκεί συνοικισμού αφενός λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης και αφετέρου γιατί το ίδιο το Ζαπάντι ήταν ευάλωτο στις επιθέσεις του εχθρικού στρατού.  Παρά την αποτυχία, η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη ιδέα για αποκατάσταση προσφύγων στα χρόνια του Αγώνα και έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα αξιοποίησης των «εθνικών γαιών», που επρόκειτο να απασχολήσει αργότερα το νεοελληνικό κράτος. Το θέμα αυτό αναλύει περαιτέρω ο Απ. Βακαλόπουλος (Κείμενο Δ), ο οποίος επισημαίνει πως η εγκατάσταση των προσφύγων σε εθνικές γαίες που βρίσκονταν σε διάφορα απελευθερωμένα μέρη του ελληνικού χώρου αποτελούσε σωστή επιλογή, παρά το γεγονός ότι η αξιοποίηση αυτής της επιλογής συνάντησε σημαντικά εμπόδια. Η επίλυση, έτσι, του προσφυγικού ζητήματος γνώρισε ιδιαίτερες δυσχέρειες, διότι τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης όσο και μετέπειτα κάθε απόπειρα διανομής των εθνικών γαιών σε πρόσφυγες έβρισκε σημαντικές αντιδράσεις από μικρές ομάδες. Επρόκειτο, ειδικότερα, για αντιδράσεις που υποκινούνταν είτε από προκρίτους είτε από οπλαρχηγούς, οι οποίοι αξιοποιούσαν το τοπικιστικό πνεύμα των κατοίκων επιμέρους περιοχών και τους ωθούσαν σε δυναμικές κινητοποιήσεις. Εξαιτίας αυτών ακριβώς των αντιδράσεων, οι όποιες προσπάθειες για τη μαζική εγκατάσταση προσφύγων με κριτήριο τον κοινό τόπο προέλευσης σε διάφορες περιοχές της χώρας υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και η οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

John Angelo Lattanzio

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και η οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στη στάση του Βενιζέλου, ως πρωθυπουργού της Ελλάδας, απέναντι στο Κρητικό Ζήτημα μέχρι τις αρχές του 1912,
β. στα γεγονότα που οδήγησαν στην οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου.
 
Κείμενο Α
Οι Κρητικοί βουλευτές διαδήλωναν την άκαμπτη απόφαση να πάρουν μέρος στις εργασίες του ελληνικού κοινοβουλίου με την πεποίθηση ότι, μετά τη μονόπλευρη ανακήρυξη της ενώσεως, το 1908, θα συνέβαλαν ήδη στην τυπική επικύρωσή της και θα εκβίαζαν τη διεθνή αναγνώριση.
Η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν άμεση και αποφασιστική. Σε κατεπείγον μήνυμα προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, υπογράμμιζε:
«Ο Κρτες λησμονον τι τίθενται ντιμέτωποι χι μόνον τς Τουρκίας και τν Μεγάλων Δυνάμεων, λλά και ατο τούτου το λευθέρου Βασιλείου, το ποίου κυβέρνησις δεν ννοεί να ποδεχθ το κρητικόν πραξικόπημα και να λθ ες καιρον ρξιν με την Τουρκίαν. Συντόνως και νευ πωλείας μις μέρας σχολουμένη με την στρατιωτικήν συγκρότησιν τς χώρας, κυβέρνησις ξιο πως ες την γνώμην της προσαρμοσθ γνώμη τν πολιτικν ρχηγν τς Κρήτης».
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945).
 
Κείμενο Β
Η απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας (4/17 Οκτωβρίου 1912) χαιρετίσθηκε από την πανελλήνια κοινή γνώμη με ζωηρό ενθουσιασμό. Ήδη, σε απάντηση της προκλητικής κατασχέσεως είκοσι ελληνικών πλοίων από τις λιμενικές αρχές του Ελλησπόντου της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε από τις 1/14 Οκτωβρίου δεχθεί στη βουλή τους Κρήτες βουλευτές.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄
 
Κείμενο Γ
Η πρεσβευτική συνδιάσκεψη του Λονδίνου κατέληγε στη σύνταξη και την υποβολή, στις 20 Μαρτίου 1913, των προκαταρκτικών εισηγήσεων, η συμφωνία γύρω από τις οποίες θα καθιστούσε δυνατή τη σύναψη της οριστικής συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην Πύλη και στους Βαλκανικούς συμμάχους. Μεταξύ αυτών ήταν η άρση κάθε ενδιαφέροντος για την Κρήτη και η συμμετοχή των Βαλκανικών συμμάχων στα βάρη του οθωμανικού χρέους, αναλογικά στα εδάφη που τελικά θα προσαρτούσαν. Η Πύλη δέχτηκε τις εισηγήσεις της Συνδιασκέψεως στις 5 Απριλίου. […]
Αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου με την Τουρκία η Ελλάδα είχε αποδεχθεί την ένωση, που από το 1908 είχαν κηρύξει οι Κρητικοί.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄ 
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, ήδη από το 1910, με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο γνώριζε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Στις επίμονες παρακλήσεις των συμπατριωτών του Κρητών απαντούσε αρνητικά και φαινόταν δυσάρεστος. Όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Κείμενο Α), οι βουλευτές της Κρήτης θεωρούσαν πως αν λάμβαναν μέρος στις συνεδριάσεις της ελληνικής βουλής θα ενίσχυαν με την εκεί παρουσία τους την κήρυξη της ένωσης που είχε μονομερώς γίνει από την Κρήτη το 1908. Πίστευαν, ειδικότερα, πως η παρουσία τους αυτή θα λειτουργούσε ως τυπική επικύρωση της ένωσης και, άρα, θα ασκούταν επαρκή πίεση, ώστε να αναγνωριστεί διεθνώς η αναγνώριση της ένωσης. Η άποψη του Βενιζέλου, ωστόσο, ήταν διαφορετική, καθώς όπως ανέφερε σε σχετικό μήνυμά του στον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, οι Κρητικοί με τη στάση τους αυτή δεν έρχονταν αντιμέτωποι μόνο με την Τουρκία και με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και με το ελληνικό βασίλειο, αφού η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να υποχωρήσει στην εκβιαστική τους στάση και να έρθει σε πρόωρη σύγκρουση με την Τουρκία. Απαιτούσε, μάλιστα, από τους Κρητικούς να συμμορφωθούν με την απόφασή του, ώστε να μη στερήσουν από το ελληνικό κράτος ούτε μία μέρα από την προσπάθειά του να προετοιμάσει και να ενισχύσει τη στρατιωτική του δύναμη. Η σταθερή άρνησή του, όμως, να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα.
β) Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Όπως διευκρινίζεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Β), αν και η κήρυξη του πολέμου εναντίον της Τουρκίας έγινε από την ελληνική κυβέρνηση στις 4/17 Οκτωβρίου 1912, η απόφαση του Βενιζέλου να δεχτεί τους Κρητικούς βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο είχε ληφθεί λίγες μέρες πριν (1/14 Οκτωβρίου 1912), διότι ήθελε με αυτή την κίνηση να δώσει μια συμβολική απάντηση στην ενέργεια των Τούρκων να κατασχέσουν είκοσι ελληνικά πλοία από τα λιμάνια του Ελλησπόντου, της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Παραλλήλως, σύμφωνα με το Κείμενο Γ, η ελληνική κυβέρνηση αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος με την Τουρκία αποδέχτηκε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, που είχαν κηρύξει οι Κρητικοί ήδη από το 1908. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει. Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912.
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη.
Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Γ), οι πρεσβευτές των Δυνάμεων στη συνδιάσκεψή τους στο Λονδίνο (20 Μαρτίου 1913) συνέταξαν και κατέθεσαν τις αρχικές προτάσεις τους για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τους Βαλκανικούς αντιπάλους της, ώστε να προκύψει μια οριστική συνθήκη ειρήνης. Μία από τις προτάσεις αυτές προέβλεπε τη δήλωση από τη μεριά της Πύλης πως δεν είχε πλέον κανένα ενδιαφέρον και κατ’ επέκταση κανένα δικαίωμα για την Κρήτη, με αντάλλαγμα να αναλάβουν οι Βαλκανικές χώρες μέρος του χρέους των Οθωμανών που θα αναλογούσε στα εδάφη που θα αποκτούσε κάθε μία από αυτές. Η Πύλη, μάλιστα, αποδέχτηκε τις σχετικές προτάσεις στις 5 Απριλίου 1913. Έτσι, με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης.

Ιστορία Προσανατολισμού: Το τέλος της επανάστασης του Θερίσου (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Το τέλος της επανάστασης του Θερίσου (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στο τέλος της επανάστασης του Θερίσου και στον θρίαμβο της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, μέχρι και τις 14 Αυγούστου 1906.  
 
Κείμενο Α
Η διεθνής εξεταστική επιτροπή, μετά από επιτόπια έρευνα λίγων εβδομάδων, υπέβαλε στις 30 Μαρτίου 1906 προς τις προστάτιδες κυβερνήσεις εκτενή έκθεση γύρω από τα διοικητικά, οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα της Μεγαλονήσου καθώς και τα ενδεικνυόμενα για την αντιμετώπισή τους ειδικά μέτρα. Μολονότι όμως ο μεσολαβητικός, καταρχήν, και διερευνητικός χαρακτήρας της αποστολής της δεν επέτρεπε την εισήγηση συγκεκριμένων μέτρων για την επίλυση κυρίως του πολιτικού θέματος, οι τέσσερις Ευρωπαίοι εκπρόσωποι είχαν καταλήξει σε δύο βασικές διαπιστώσεις: πρώτον, ότι καμία βιώσιμη λύση δεν ήταν δυνατή εκτός από την ενωτική, και δεύτερον, ότι η στάση του πρίγκιπα Γεώργιου απέκλειε και αυτή την ομαλή προσωρινή διαρρύθμιση των εσωτερικών πολιτικών πραγμάτων της Μεγαλονήσου.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄.
 
Κείμενο Β
Στις 15 Ιουλίου, στην αποφασιστική συνάντηση της επαναστατικής τριανδρίας με τους διπλωματικούς εκπροσώπους των Προστατριών Δυνάμεων, στο χωριό Μουρνιές, ο Βενιζέλος μετέθεσε το επίκεντρο των επαναστατικών αξιώσεων σε πεδίο πρόσφορο να επιτρέψει το συμβιβασμό. «Διαρκούσης τς μακρς ατς συνδιαλέξεως», γράφει σε απόρρητη επιστολή του, «πωφεληθείς περιστάσεως τινός τούς επον τι κατά την γνώμην μου λυσιτελέστατος τρόπος νεργείας θα το ν προκειμέν, άν α Δυνάμεις ντί να ζητον να ποκαταστήσουν προσωρινς το καταρρεσαν καθεστώς, περ μες ς πεδείχθει θ’ ποκρούσωμεν δια τς βίας, και στερον να μελετήσουν τάς εσακτέας μεταρρυθμίσεις, πεφάσιζον να ποστείλουν την πιτροπήν, περί ς και λλοτε γένετο λόγος και διαρκούσης τς συνδιαλέξεως, την ντεταλμένην να μελετήσ τάς εσακτέας μεταρρυθμίσεις και φο λάβ π’ ψιν το πόρισμα τς μελέτης ατς να προκηρύξουν ατάς και καλέσουν τον κρητικόν λαόν να τας ποδεχθ».
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945).
 
Κείμενο Γ
Κάτω από την επίδραση των διαπιστώσεων της εξεταστικής επιτροπής, αλλά και επιθυμώντας να δώσουν τέλος στην πολύμηνη επαναστατική αναταραχή, οι Δυνάμεις κατέληξαν τον Ιούλιο του 1906 στην υιοθέτηση ενός συνολικότερου σχεδίου για τη διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος: αναθεώρηση του κρητικού Συντάγματος· αναδιάρθρωση της χωροφυλακής με παράλληλη δημιουργία πολιτοφυλακής· χορήγηση δανείου στην Κρητική Πολιτεία ύψους 9.300.000 γαλλικών φράγκων· απόσυρση, τέλος, όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από την Κρήτη.
Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Η επιμονή των επαναστατών στον ένοπλο αγώνα και η παράταση της έκρυθμης κατάστασης, που απειλούσε με κατάρρευση την οικονομική και πολιτική υπόσταση της Κρήτης, ανάγκασε τις Προστάτιδες Δυνάμεις να αποστείλουν αυστηρό τελεσίγραφο προς τους επαναστάτες στις 2 Ιουλίου 1905. Οι Γενικοί Πρόξενοι των Δυνάμεων, οι οποίοι υπέγραψαν αυτήν τη διακοίνωση, καθιστούσαν σαφές ότι δεν μπορούσαν να μεταβάλουν το πολιτικό καθεστώς του νησιού. Διαβεβαίωναν όμως ότι θα επιφέρουν ουσιώδεις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν θεαματικά την κατάσταση, υπό το ρητό όρο ότι εντός 15 ημερών οι επαναστάτες όφειλαν να καταθέσουν τα όπλα, με παράλληλη χορήγηση γενικής αμνηστίας.
Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Κείμενο Β), κρίσιμη υπήρξε η συνάντηση της επαναστατικής τριανδρίας με τους εκπροσώπους των Δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου στις Μουρνιές, καθώς ο Βενιζέλος μετακίνησε τις αξιώσεις των επαναστατών σε σημείο τέτοιο, ώστε να καταστεί εφικτή η ύπαρξη ενός συμβιβασμού. Όπως προκύπτει από προσωπική επιστολή του, κατά τη διάρκεια της συζήτησης εξέφρασε την άποψη πως η πιο επωφελής επιλογή θα ήταν να στείλουν στην Κρήτη μια επιτροπή με σκοπό να μελετήσει τις προς εισαγωγή μεταρρυθμίσεις και οι Δυνάμεις να λάβουν υπόψη τα πορίσματα της επιτροπής αυτής, για να ανακοινώσουν ακολούθως στους Κρητικούς τα μέτρα στα οποία θα έχουν καταλήξει. Ο Βενιζέλος, μάλιστα, δεν δίστασε να διατυπώσει ξεκάθαρα την προειδοποίηση πως αν οι Δυνάμεις επιδίωκαν να αποκαταστήσουν το καθεστώς του πρίγκιπα, οι Κρητικοί θα αντιστέκονταν με τη χρήση βίας. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις. Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Α), η Διεθνής Επιτροπή, που αποτελούταν από τέσσερις Ευρωπαίους, πραγματοποίησε έρευνα μερικών εβδομάδων στην Κρήτη και κατέθεσε στις 30 Μαρτίου 1906 την έκθεσή της στις κυβερνήσεις των προστάτιδων δυνάμεων καλύπτοντας ποικίλα προβλήματα της νήσου τόσο σε διοικητικό και οικονομικό όσο και δημοσιονομικό επίπεδο, με παράλληλη παράθεση προτάσεων για την επίλυσή τους. Επιπροσθέτως, αν και δεν εντασσόταν στις αρμοδιότητές της, εφόσον ο ρόλος της ήταν περισσότερο διαμεσολαβητικός και ελεγκτικός, η Διεθνής Επιτροπή εξέφρασε τις απόψεις της και για το πολιτικό θέμα της Κρήτης. Ειδικότερα, διαπίστωνε αφενός πως η μόνη πραγματική επίλυση του σχετικού ζητήματος ήταν η ένωση της νήσου με την Ελλάδα και αφετέρου πως η συμπεριφορά του πρίγκιπα Γεώργιου δεν επέτρεπε να υπάρξει μια ομαλή μεταρρυθμιστική περίοδος στα πολιτικά πράγματα της Κρήτης, έστω κι αν ήταν προσωρινή.  
Έπειτα από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Αντώνη Κλάψη (Κείμενο Γ), ο οποίος επιπροσθέτως συμπληρώνει πως η σχετική απόφαση λήφθηκε τον Ιούλιο του 1906, με σαφή την επίδραση των απόψεων που είχαν εκφραστεί από την εξεταστική επιτροπή, αλλά και με την επιδίωξη να τερματιστεί η επανάσταση που είχε ήδη διαρκέσει πολλούς μήνες. Στις μεταρρυθμίσεις, μάλιστα, προβλεπόταν επιπλέον η αναθεώρηση του κρητικού Συντάγματος, αλλά και η παροχή δανείου στην Κρητική Πολιτεία, το οποίο θα ανερχόταν στα 9.300.000 γαλλικά φράγκα.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β΄ Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη ελληνική επαρχία.

Ιστορία Προσανατολισμού: Η αντίθεση μεταξύ Δ. Υψηλάντη και προκρίτων (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ansel Adams
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Η αντίθεση μεταξύ Δ. Υψηλάντη και προκρίτων (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται, να παρουσιάσετε:
α. την άποψη του Δημητρίου Υψηλάντη, όταν έφτασε στην Πελοπόννησο κατά την έναρξη της Επανάστασης, για την οργάνωση της Επανάστασης και τη διοίκηση του νέου κράτους,
β. τις απόψεις των προκρίτων για το ίδιο θέμα.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Παρουσιασθείς (ο ∆. Υψηλάντης) εις Ύδραν (το καλοκαίρι του 1821) ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, υποδέχεται και αναγνωρίζεται υπό των προκρίτων· […] Τότε οι ολιγαρχικοί […] ζητούσι να επικυρώση την Γερουσίαν των, να διευθύνη δε τα πράγματα, και να κινή τα στρατεύματα, παρά των συγγενών και των οικείων των διοικούμενα, κατά τας αποφάσεις της Γερουσίας, ήτις έμελλε να ήναι το συμβούλιόν του· προ λίγου μάλιστα εφρόνουν να τον ψηφίσωσι και αυτόν απλούν µέλος, μίαν και μόνην ψήφον έχοντα εις τας αποφάσεις της. Ο δε Υψηλάντης κατά την έννοιαν του τίτλου, πληρεξούσιος του Γ. Επιτρόπου,[…] εννοεί να ήναι υπέρτατος άρχων και να διευθύνη τα τε πολιτικά και τα πολεμικά κατά τινάς όρους· να ήναι δε ο πληρεξούσιος αρχιστράτηγος της Ελλάδος και τα στρατεύματα να εξαρτώνται και να διευθύνωνται απολύτως από αυτόν.
 
Σπηλιάδη, Ν., «Απομνημονεύματα (Α΄ 203-213)», στο Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις Πηγές, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1998, σ. 92-93.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Είναι αξιοσημείωτος η προκήρυξις του ∆ημ. Υψηλάντου (6/18 Οκτωβρίου 1821) δι’ ης διετάχθησαν αι εκλογαί προς συγκρότησιν της Εθνοσυνελεύσεως (της Επιδαύρου), διότι εις αυτήν πλην άλλων τονίζεται ότι ο αγών διεξήγετο υπέρ της απελευθερώσεως του λαού από πάσης καταπιέσεως όχι μόνον από της δυναστικής των Τούρκων, αλλά και από της οικονομικής των Χριστιανών ισχυρών. «Ήλθον», έγραφεν ο Υψηλάντης, «να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν την ζωήν, την περιουσίαν σας· ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίου, δικαστήρια αμερόληπτα... Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι µόνο των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν[…]».
 
Σβώλος, Α., Τα Ελληνικά Συντάγματα, 1822-1975/1986, Η συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος, Στοχαστής, 1998, σ. 62.
 
α. Όσο οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι, σε γενικές γραμμές τηρούσαν κοινή στάση απέναντι στον κατακτητή. Όταν άρχισε η εκδίωξη των Τούρκων, άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των μέχρι τότε ομονοούντων. Το βασικότερο ζήτημα αφορούσε το ποιος και πώς θα διαχειριζόταν την εξουσία. Μια σειρά γεγονότων, που σχετίζονται με τη διαμόρφωση διαφορετικών απόψεων για το ζήτημα αυτό, οδήγησαν σ’ ένα προστάδιο διαμόρφωσης των πρώτων πολιτικών κομμάτων. Τα γεγονότα αυτά συνδέονται με την κάθοδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ως πληρεξουσίου του αδελφού του Αλεξάνδρου, Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό την ανάληψη της ηγεσίας της Επανάστασης. Όταν ο Δημ. Υψηλάντης έφτασε στην Ύδρα, οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη ορίσει από μόνοι τους κυβερνητικά όργανα τοπικής εμβέλειας. Ο Υψηλάντης θέλησε να επιβάλει ένα δικό του «Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου», που θα του επέτρεπε να συγκεντρώσει τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στα χέρια του. Όπως διευκρινίζει ο Ν. Σπηλιάδης (Κείμενο Α), ο Δημήτριος Υψηλάντης, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου ήθελε να είναι ο ανώτατος άρχοντας του επαναστατημένου τόπου. Ήθελε, δηλαδή, να διευθύνει υπό συγκεκριμένους όρους τόσο τα πολιτικά όσο και τα στρατιωτικά ζητήματα. Θεωρούσε, ειδικότερα, πως έπρεπε να είναι ο αρχιστράτηγος της Ελλάδας και, ως εκ τούτου, στρατεύματα να εξαρτώνται και να διοικούνται αποκλειστικά από τον ίδιο. Οι πρόκριτοι δεν το αποδέχθηκαν και με δυσκολία αποσοβήθηκε η σύρραξη. Η αντίθεση μεταξύ των δύο πλευρών δεν είχε ως αντικείμενο μόνο το ποιος θα κατείχε πραγματικά την εξουσία, αλλά αφορούσε και τη δομή τού υπό ίδρυση κρατικού οργανισμού. Οι απόψεις του Δ. Υψηλάντη αποσαφηνίζονται πληρέστερα με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο Α. Σβώλος (Κείμενο Α) σχετικά με το περιεχόμενο της προκήρυξης που συνέταξε τον Οκτώβριο του 1821 για τη διενέργεια των εκλογών, προκειμένου να συγκροτηθεί η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Στο πλαίσιο αυτής της προκήρυξης ο Δ. Υψηλάντης τόνιζε, μεταξύ άλλων, πως ο επαναστατικός αγώνας διεξαγόταν όχι μόνο για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τους Τούρκους, αλλά και από την οικονομική καταπίεση που υφίσταντο από τους ισχυρούς Έλληνες. Επιδίωξή του ήταν, όπως έγραφε ο ίδιος, να διεκδικήσει τα δίκαια δικαιώματα των Ελλήνων, την τιμή, τη ζωή και την περιουσία τους, να τους διασφαλίσει νόμους δικαίου και αμερόληπτα δικαστήρια. Ήταν, κατά τον Δ. Υψηλάντη, καιρός να τερματιστεί η τυραννική εξουσία όχι μόνο των Τούρκων, αλλά κι εκείνων που υιοθετούσαν τη λογική των Τούρκων και καταπίεζαν τον ελληνικό λαό.
Ο Υψηλάντης πρότεινε, έτσι, τη δημιουργία συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να εξασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι για τη συνέχιση του αγώνα και η πειθαρχία στο στράτευμα. Θεωρούσε ότι οι τοπικιστικές τάσεις αποτελούσαν εμπόδιο για την οργάνωση του Αγώνα.
 
β. Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι έχοντας ήδη ορίσει από μόνοι τους κυβερνητικά όργανα τοπικής εμβέλειας ζήτησαν, σύμφωνα με τον Ν. Σπηλιάδη (Κείμενο Α), από τον Δημήτριο Υψηλάντη, όταν εκείνος έφτασε στην Ύδρα του καλοκαίρι του 1821 να επικυρώσει την τοπική τους Γερουσία και να αποδεχτεί πως αυτή θα είχε την αρμοδιότητα να διευθύνει την εξέλιξη των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων. Τα στρατεύματα, μάλιστα, θα διοικούνταν από τους συγγενείς και τους φίλους των προκρίτων, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Γερουσίας, η οποία θα συνίστατο από το συμβούλιο των προκρίτων. Σκέφτονταν, επιπροσθέτως, οι πρόκριτοι να αναγνωρίσουν τον Δ. Υψηλάντη ως απλό μέλος της Γερουσίας, παρέχοντάς του μία και μόνο ψήφο στη λήψη των αποφάσεων της Γερουσίας. Έτσι, αν και οι πρόκριτοι αναγνώριζαν πως ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας δεν ήθελαν να του παραχωρήσουν την πρωτοκαθεδρία. Οι πρόκριτοι, έχοντας διαφορετικές επιδιώξεις, ήθελαν να είναι όλοι υπεύθυνοι για όλα.
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Σ.Ε.Κ.Ε.: Ίδρυση & εξέλιξη (επεξεργασία πηγών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Lourry Legarde

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Σ.Ε.Κ.Ε.: Ίδρυση & εξέλιξη (επεξεργασία πηγών)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται:
α. να αναφερθείτε στην ανάπτυξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα  από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό εθνικό κορμό μέχρι και την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.)
β. να παρουσιάσετε την εξέλιξη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος  (Σ.Ε.Κ.Ε) από την ίδρυσή του μέχρι και το 1924 και να επισημάνετε τις προγραμματικές του θέσεις  γύρω από το ζήτημα της προστασίας της εργατικής τάξης και της ανόρθωσης των οικονομικών της χώρας
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αντίθετα, για το χώρο της πολιτικής αριστεράς και του εργατικού κινήματος, η περίοδος αυτή [1917-1918] είναι μία από τις πιο σημαντικές. Οι μικρές σοσιαλιστικές ομάδες της «Παλαιάς Ελλάδας», μετά την προσάρτηση των «Νέων Χωρών», είχαν σημαντικά ενισχυθεί από τη «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία» (Federation) της Θεσσαλονίκης, που, όπως προαναφέρθηκε, είχε κατορθώσει να εκλέξει και δύο βουλευτές στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος με τις ειδικές συνθήκες που είχε δημιουργήσει στην οικονομία και την κοινωνία και το παράδειγμα της μπολσεβικικής επαναστάσεως του Οκτωβρίου 1917 στη Ρωσία ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το μέχρι τότε ασθενές σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, σε σημείο ώστε να καταστεί δυνατή το Νοέμβριο του 1918 η σύγκληση στον Πειραιά του Α΄ Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου, που απέληξε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.).
 
Οικονόμου, Ν., «Από την άφιξη του Βενιζέλου στην Αθήνα ως το τέλος του πολέμου», ΙΕΕ, τ. ΙΕ, 1978, σ. 50.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Το πρόγραµµα που ψηφίζεται στο ιδρυτικό συνέδριο (του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόµµατος – Σ.Ε.Κ.Ε.) τον Νοέµβριο του 1918 [...] ζητά σε ό,τι αφορά το πεδίο της οικονοµίας: «την δια νόµου καθιέρωσιν οκταώρου και Κυριακής αργίας» την «ίδρυσιν υπό του κράτους ταµείων και συντάξεως και [...] δωρεάν παροχήν της ιατρικής περιθάλψεως και φαρµάκων [...]». Ζητά επίσης την «κατάργησιν των εµµέσων φόρων [...]», προοδευτική φορολογία στο εισόδηµα και στα κεφάλαια, «συµµετοχή του κράτους εις τα κέρδη των µεγάλων µονοπωλίων», «εθνικοποίηση των συγκοινωνιών, των Τραπεζών, των µεταλλείων και «συµµετοχή των εργατών εις την διοίκησιν [...]» καθώς και την «εθνικοποίησιν των τσιφλικιών και των µοναστηριακών κτηµάτων και την παραχώρησίν των εις τας κοινότητας [...]».
 
Μοσκώφ, Κ. Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 413-414.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Οι διαφορές του αγροτικού προβλήματος στην Ελλάδα, σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονταν στις ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το εργατικό κίνημα. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, μιας πόλης με σημαντικό -για τα μέτρα της περιοχής- βιομηχανικό υπόβαθρο και με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα. Όπως επισημαίνει ο Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), οι ολιγομελείς σοσιαλιστικές ομάδες της Παλαιάς Ελλάδας ενισχύθηκαν μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα των «Νέων Χωρών». Σε αυτό είχε βοηθήσει ιδιαίτερα η «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία», η επονομαζόμενη «Federation». Η μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης, η Φεντερασιόν, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης, αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), η Φεντερασιόν είχε συμμετάσχει στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, εκλέγοντας δύο βουλευτές.
Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πιέσεις που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία, η εμπλοκή της σε διεθνείς υποθέσεις και ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης οδήγησαν το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα σε ταχύτατη ωρίμανση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος παρά τις εύλογες αρνητικές του συνέπειες αποτέλεσε μια ιδιαίτερης σημασίας περίοδο για τον χώρο της αριστέρας. Τόσο οι επιπτώσεις του στην οικονομία και στο κοινωνικό σύνολο όσο και η μπολσεβικική επανάσταση που διενεργήθηκε στη Ρωσία κατά τη διάρκειά του, τον Οκτώβριο του 1917, λειτούργησαν ενισχυτικά για το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο μέχρι τότε έβρισκε χαμηλή ανταπόκριση. Προς το τέλος του πολέμου ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) που συμπεριέλαβε κλαδικά και τοπικά σωματεία και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ). 
 
β. Οι υψηλοί δείκτες ανεργίας και οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών οδήγησαν σε έντονη πολιτικοποίησή τους, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Οι συνθήκες έδιναν την εντύπωση ότι οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) από συνέδριο σοσιαλιστών. Ειδικότερα, η ίδρυσή του έγινε τον Νοέμβριο του 1918, σύμφωνα με τον Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), καθώς η ενισχυμένη αριστερά κατόρθωσε να συγκαλέσει στον Πειραιά το Α΄ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ). Το Σ.Ε.Κ.Ε. ήταν το πιο αυστηρά οργανωμένο κόμμα, που λίγο αργότερα προσχώρησε στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή και το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Έως το 1919 ήταν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτή, υιοθετώντας την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Βασικές θέσεις του προγράμματος του Σ.Ε.Κ.Ε., όπως αυτό ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 1918, στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος, σύμφωνα με τον Κ. Μοσκώφ (Κείμενο Β), ήταν δημοκρατία, παροχή εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, εθνικοποίηση των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέχει ο Κ. Μοσκώφ (Κείμενο Β), το Σ.Ε.Κ.Ε. ζητούσε να καθιερωθεί με νόμο η οκτάωρη εργασία και να χαρακτηριστεί η Κυριακή μέρα αργίας, να ιδρυθούν από το κράτος ασφαλιστικά ταμεία, ώστε να παρέχεται στους εργαζόμενους σύνταξη γήρατος, να παρέχεται στους πολίτες δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να καταργηθούν οι έμμεσοι φόροι, να φορολογείται το εισόδημα των πολιτών, αλλά και των κεφαλαιούχων προοδευτικά, ώστε να είναι δικαιότερο το φορολογικό σύστημα, να λαμβάνει το κράτος μέρος των κερδών που προκύπτουν από τα μονοπώλια, να εθνικοποιηθούν βασικές επιχειρήσεις, όπως αυτές των συγκοινωνιών, των Τραπεζών, καθώς και των μεταλλείων, αλλά και να συμμετέχουν οι εργαζόμενοι στη διοίκησή τους. Ζητούσε, επίσης, να εθνικοποιηθούν οι μεγάλες ιδιόκτητες εκτάσεις γης, τα τσιφλίκια δηλαδή, καθώς και τα κτήματα των μοναστηριών, προκειμένου να αποδοθούν τα καλλιεργήσιμα αυτά εδάφη στις επιμέρους τοπικές κοινότητες. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική, ζητούσε ειρήνη, χωρίς προσάρτηση εδαφών, βασισμένη στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Τα προβλήματα που αφορούσαν διαμφισβητούμενα εδάφη, θα λύνονταν με δημοψηφίσματα.  
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
English School 
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές που σας δίνονται: 
α. να  περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένη η βάση των κομμάτων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα
β. να αναφερθείτε στην οικονομικο-κοινωνική προέλευση των υποψήφιων βουλευτών και στα κριτήρια με τα οποία γίνονταν η επιλογή τους από τα κόμματα.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Η κοµµατική πειθαρχία που προσπάθησε να επιβάλει ο Τρικούπης στην κοινοβουλευτική οµάδα, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο ίδιος, ήταν βέβαια αξιοσηµείωτη, οφειλόταν όμως κυρίως στον αυταρχικό χαρακτήρα του και στο πολιτικό του κύρος. Ακόµα και στο ίδιο το τρικουπικό κόµµα δεν προβλεπόταν κανένα κοµµατικό όργανο. […]όλα τα κόµµατα ήταν άµορφοι και άτυποι µηχανισµοί χωρίς πρόβλεψη τυπικών διαδικασιών για τη λήψη αποφάσεων. […]Μόνος ο αρχηγός του κόμματος αποφάσιζε, και η επιβολή της θελήσεώς του ήταν συνάρτηση της συγκεκριµένης ισορροπίας δυνάµεων. Η κοµµατική πειθαρχία, που πρώτη φορά µπαίνει σαν πρόβληµα, δεν είναι παρά η προσπάθεια της µειώσεως της δυνατότητας της βουλής να ελέγχει, να κωλυσιεργεί, να προτείνει, να µεταβάλλει την πολιτική επιλογή της κυβερνήσεως και γενικότερα τους περιορισµούς της βουλευτοκρατίας.
 
Τσουκαλάς, Κ., «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895»,  ΙΕΕ, τ. Ι∆,  Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 42-43. (διασκευή)
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Εξαρτήσεις κάθε είδους και πελατειακές σχέσεις επιδρούσαν στη δυνατότητα των πολιτικών τοπικής εμβέλειας να διαμορφώσουν ένα σώμα προσωπικών οπαδών και επομένως να αναδειχτούν υποψήφιοι. Φοροεισπράκτορες, δήμαρχοι και άνθρωποι στους οποίους ανέθεταν τις κρατικές παραγγελίες είχαν, όπως φαίνεται, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες· εξάλλου και γιατροί, δικηγόροι και, φυσικά, ήδη εκλεγμένοι Βουλευτές μπορούσαν επίσης να δεσμεύσουν ψηφοφόρους [...]. Στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1890 για την ανάδειξη υποψηφίων σωρεύονται οι ενδείξεις ότι η εκλογή του ενός ή του άλλου πολιτικού, ο οποίος ασκούσε παλαιότερα επιρροή, εξαρτάται από το αν θα διακήρυσσε δημοσίως την κομματική του επιλογή.
 
Hering, G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Α’, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 634.
 
α. Η βάση των κομμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα εξακολουθούσε να μην έχει τυπική οργάνωση. Όπως σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς (Κείμενο Α), τα κόμματα της εποχής -ακόμη και το κόμμα του Τρικούπη- δεν είχαν ουσιαστική εσωτερική οργάνωση, ήταν άμορφοι μηχανισμοί, χωρίς κομματικά όργανα ή έστω τυπικά καθορισμένες διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων. Σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση των οπαδών των κομμάτων έπαιζαν η οικογενειοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις και η εξαγορά ψήφων. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα, η επιλογή των εκλογέων βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην κρίση τους για την πολιτική των κομμάτων, στις επιδράσεις που αυτά ασκούσαν κατά περιοχές και στα συμφέροντα κάθε κοινωνικής ομάδας.
Η οργάνωση των κομμάτων ήταν εμφανής μόνο στο επίπεδο της ηγεσίας. Τη σημαντικότερη θέση μετά τον αρχηγό την είχε η κοινοβουλευτική ομάδα. Οι βουλευτές είχαν σημαντική θέση, διότι λόγω της μεγάλης πλειοψηφίας που χρειαζόταν η Βουλή για να έχει απαρτία και να παίρνει αποφάσεις, οι βουλευτές και μόνο με την απουσία τους (ή την απειλή της) μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη πίεση στην κομματική ηγεσία. Σύμφωνα με τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), η προσπάθεια ύπαρξης «κομματικής πειθαρχίας» στο κόμμα του Τρικούπη, η οποία συνιστούσε αξιοπρόσεκτη κίνηση για την εποχή εκείνη, σχετιζόταν περισσότερο με το πολιτικό κύρος του Τρικούπη, αλλά και με τον αυταρχισμό που τον διέκρινε. Στα κόμματα εκείνης της περιόδου, αν και τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων είχε μόνο ο αρχηγός, το αν θα κατόρθωνε να επιβάλει τη θέλησή του στην κοινοβουλευτική του ομάδα ήταν περισσότερο κάτι που εξαρτιόταν από την κατά περίπτωση ισορροπία δυνάμεων στο κόμμα. Ακριβώς, άρα, λόγω της αδυναμίας των κομματικών αρχηγών να επιβληθούν στις ομάδες τους αρχίζει να τίθεται ως ζήτημα η έννοια της κομματικής πειθαρχίας, η οποία απέβλεπε στο να περιοριστεί η δυνατότητα των βουλευτών να ελέγχουν, να καθυστερούν ή και να μεταβάλλουν τις επιλογές του εκάστοτε πρωθυπουργού. Υπήρχε, δηλαδή, μια επιβεβλημένη βουλευτοκρατία, δύσκολα περιορίσιμη. Έτσι, η κεντρική οργάνωση του κόμματος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί στους βουλευτές την εκπλήρωση επιθυμιών, π.χ. διορισμών ή ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ της εκλογικής τους περιφέρειας.
 
β. Για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο», έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Όπως επισημαίνει ο G. Hering (Κείμενο Β), οι πελατειακές σχέσεις επηρέαζαν τη δυνατότητα πολιτικών που είχαν τοπική μόνο εμβέλεια να συγκεντρώσουν ένα επαρκές σώμα οπαδών, ώστε να κατορθώσουν να λάβουν το χρίσμα του υποψήφιου βουλευτή. Οι υποψήφιοι βουλευτές προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι. Τις πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), ο οποίος συμπληρώνει πως σημαντικές πιθανότητες να αναδειχθούν υποψήφιοι είχαν εκείνοι που διεκπεραίωναν κρατικές παραγγελίες, δήμαρχοι, φοροεισπράκτορες, αλλά και όσοι ήδη είχαν εκλεχτεί βουλευτές. Κατά τη δεκαετία του 1890, μάλιστα, οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), αναφέροντας, συνάμα, πως η δήλωση αυτή συνιστούσε κριτήριο για την επιλογή ενός πολιτικού ως υποψηφίου. Σε αντίθεση με τους υποψηφίους, τα κομματικά μέλη προέρχονταν και από τα κατώτερα στρώματα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...