Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Η αντίθεση μεταξύ Δ. Υψηλάντη και προκρίτων (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ansel Adams
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Η αντίθεση μεταξύ Δ. Υψηλάντη και προκρίτων (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται, να παρουσιάσετε:
α. την άποψη του Δημητρίου Υψηλάντη, όταν έφτασε στην Πελοπόννησο κατά την έναρξη της Επανάστασης, για την οργάνωση της Επανάστασης και τη διοίκηση του νέου κράτους,
β. τις απόψεις των προκρίτων για το ίδιο θέμα.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Παρουσιασθείς (ο ∆. Υψηλάντης) εις Ύδραν (το καλοκαίρι του 1821) ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, υποδέχεται και αναγνωρίζεται υπό των προκρίτων· […] Τότε οι ολιγαρχικοί […] ζητούσι να επικυρώση την Γερουσίαν των, να διευθύνη δε τα πράγματα, και να κινή τα στρατεύματα, παρά των συγγενών και των οικείων των διοικούμενα, κατά τας αποφάσεις της Γερουσίας, ήτις έμελλε να ήναι το συμβούλιόν του· προ λίγου μάλιστα εφρόνουν να τον ψηφίσωσι και αυτόν απλούν µέλος, μίαν και μόνην ψήφον έχοντα εις τας αποφάσεις της. Ο δε Υψηλάντης κατά την έννοιαν του τίτλου, πληρεξούσιος του Γ. Επιτρόπου,[…] εννοεί να ήναι υπέρτατος άρχων και να διευθύνη τα τε πολιτικά και τα πολεμικά κατά τινάς όρους· να ήναι δε ο πληρεξούσιος αρχιστράτηγος της Ελλάδος και τα στρατεύματα να εξαρτώνται και να διευθύνωνται απολύτως από αυτόν.
 
Σπηλιάδη, Ν., «Απομνημονεύματα (Α΄ 203-213)», στο Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις Πηγές, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1998, σ. 92-93.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Είναι αξιοσημείωτος η προκήρυξις του ∆ημ. Υψηλάντου (6/18 Οκτωβρίου 1821) δι’ ης διετάχθησαν αι εκλογαί προς συγκρότησιν της Εθνοσυνελεύσεως (της Επιδαύρου), διότι εις αυτήν πλην άλλων τονίζεται ότι ο αγών διεξήγετο υπέρ της απελευθερώσεως του λαού από πάσης καταπιέσεως όχι μόνον από της δυναστικής των Τούρκων, αλλά και από της οικονομικής των Χριστιανών ισχυρών. «Ήλθον», έγραφεν ο Υψηλάντης, «να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν την ζωήν, την περιουσίαν σας· ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίου, δικαστήρια αμερόληπτα... Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι µόνο των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν[…]».
 
Σβώλος, Α., Τα Ελληνικά Συντάγματα, 1822-1975/1986, Η συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος, Στοχαστής, 1998, σ. 62.
 
α. Όσο οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι, σε γενικές γραμμές τηρούσαν κοινή στάση απέναντι στον κατακτητή. Όταν άρχισε η εκδίωξη των Τούρκων, άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των μέχρι τότε ομονοούντων. Το βασικότερο ζήτημα αφορούσε το ποιος και πώς θα διαχειριζόταν την εξουσία. Μια σειρά γεγονότων, που σχετίζονται με τη διαμόρφωση διαφορετικών απόψεων για το ζήτημα αυτό, οδήγησαν σ’ ένα προστάδιο διαμόρφωσης των πρώτων πολιτικών κομμάτων. Τα γεγονότα αυτά συνδέονται με την κάθοδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ως πληρεξουσίου του αδελφού του Αλεξάνδρου, Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό την ανάληψη της ηγεσίας της Επανάστασης. Όταν ο Δημ. Υψηλάντης έφτασε στην Ύδρα, οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη ορίσει από μόνοι τους κυβερνητικά όργανα τοπικής εμβέλειας. Ο Υψηλάντης θέλησε να επιβάλει ένα δικό του «Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου», που θα του επέτρεπε να συγκεντρώσει τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στα χέρια του. Όπως διευκρινίζει ο Ν. Σπηλιάδης (Κείμενο Α), ο Δημήτριος Υψηλάντης, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου ήθελε να είναι ο ανώτατος άρχοντας του επαναστατημένου τόπου. Ήθελε, δηλαδή, να διευθύνει υπό συγκεκριμένους όρους τόσο τα πολιτικά όσο και τα στρατιωτικά ζητήματα. Θεωρούσε, ειδικότερα, πως έπρεπε να είναι ο αρχιστράτηγος της Ελλάδας και, ως εκ τούτου, στρατεύματα να εξαρτώνται και να διοικούνται αποκλειστικά από τον ίδιο. Οι πρόκριτοι δεν το αποδέχθηκαν και με δυσκολία αποσοβήθηκε η σύρραξη. Η αντίθεση μεταξύ των δύο πλευρών δεν είχε ως αντικείμενο μόνο το ποιος θα κατείχε πραγματικά την εξουσία, αλλά αφορούσε και τη δομή τού υπό ίδρυση κρατικού οργανισμού. Οι απόψεις του Δ. Υψηλάντη αποσαφηνίζονται πληρέστερα με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο Α. Σβώλος (Κείμενο Α) σχετικά με το περιεχόμενο της προκήρυξης που συνέταξε τον Οκτώβριο του 1821 για τη διενέργεια των εκλογών, προκειμένου να συγκροτηθεί η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Στο πλαίσιο αυτής της προκήρυξης ο Δ. Υψηλάντης τόνιζε, μεταξύ άλλων, πως ο επαναστατικός αγώνας διεξαγόταν όχι μόνο για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τους Τούρκους, αλλά και από την οικονομική καταπίεση που υφίσταντο από τους ισχυρούς Έλληνες. Επιδίωξή του ήταν, όπως έγραφε ο ίδιος, να διεκδικήσει τα δίκαια δικαιώματα των Ελλήνων, την τιμή, τη ζωή και την περιουσία τους, να τους διασφαλίσει νόμους δικαίου και αμερόληπτα δικαστήρια. Ήταν, κατά τον Δ. Υψηλάντη, καιρός να τερματιστεί η τυραννική εξουσία όχι μόνο των Τούρκων, αλλά κι εκείνων που υιοθετούσαν τη λογική των Τούρκων και καταπίεζαν τον ελληνικό λαό.
Ο Υψηλάντης πρότεινε, έτσι, τη δημιουργία συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να εξασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι για τη συνέχιση του αγώνα και η πειθαρχία στο στράτευμα. Θεωρούσε ότι οι τοπικιστικές τάσεις αποτελούσαν εμπόδιο για την οργάνωση του Αγώνα.
 
β. Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι έχοντας ήδη ορίσει από μόνοι τους κυβερνητικά όργανα τοπικής εμβέλειας ζήτησαν, σύμφωνα με τον Ν. Σπηλιάδη (Κείμενο Α), από τον Δημήτριο Υψηλάντη, όταν εκείνος έφτασε στην Ύδρα του καλοκαίρι του 1821 να επικυρώσει την τοπική τους Γερουσία και να αποδεχτεί πως αυτή θα είχε την αρμοδιότητα να διευθύνει την εξέλιξη των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων. Τα στρατεύματα, μάλιστα, θα διοικούνταν από τους συγγενείς και τους φίλους των προκρίτων, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Γερουσίας, η οποία θα συνίστατο από το συμβούλιο των προκρίτων. Σκέφτονταν, επιπροσθέτως, οι πρόκριτοι να αναγνωρίσουν τον Δ. Υψηλάντη ως απλό μέλος της Γερουσίας, παρέχοντάς του μία και μόνο ψήφο στη λήψη των αποφάσεων της Γερουσίας. Έτσι, αν και οι πρόκριτοι αναγνώριζαν πως ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας δεν ήθελαν να του παραχωρήσουν την πρωτοκαθεδρία. Οι πρόκριτοι, έχοντας διαφορετικές επιδιώξεις, ήθελαν να είναι όλοι υπεύθυνοι για όλα.
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Σ.Ε.Κ.Ε.: Ίδρυση & εξέλιξη (επεξεργασία πηγών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Lourry Legarde

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Σ.Ε.Κ.Ε.: Ίδρυση & εξέλιξη (επεξεργασία πηγών)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται:
α. να αναφερθείτε στην ανάπτυξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα  από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό εθνικό κορμό μέχρι και την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.)
β. να παρουσιάσετε την εξέλιξη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος  (Σ.Ε.Κ.Ε) από την ίδρυσή του μέχρι και το 1924 και να επισημάνετε τις προγραμματικές του θέσεις  γύρω από το ζήτημα της προστασίας της εργατικής τάξης και της ανόρθωσης των οικονομικών της χώρας
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αντίθετα, για το χώρο της πολιτικής αριστεράς και του εργατικού κινήματος, η περίοδος αυτή [1917-1918] είναι μία από τις πιο σημαντικές. Οι μικρές σοσιαλιστικές ομάδες της «Παλαιάς Ελλάδας», μετά την προσάρτηση των «Νέων Χωρών», είχαν σημαντικά ενισχυθεί από τη «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία» (Federation) της Θεσσαλονίκης, που, όπως προαναφέρθηκε, είχε κατορθώσει να εκλέξει και δύο βουλευτές στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος με τις ειδικές συνθήκες που είχε δημιουργήσει στην οικονομία και την κοινωνία και το παράδειγμα της μπολσεβικικής επαναστάσεως του Οκτωβρίου 1917 στη Ρωσία ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το μέχρι τότε ασθενές σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, σε σημείο ώστε να καταστεί δυνατή το Νοέμβριο του 1918 η σύγκληση στον Πειραιά του Α΄ Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου, που απέληξε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.).
 
Οικονόμου, Ν., «Από την άφιξη του Βενιζέλου στην Αθήνα ως το τέλος του πολέμου», ΙΕΕ, τ. ΙΕ, 1978, σ. 50.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Το πρόγραµµα που ψηφίζεται στο ιδρυτικό συνέδριο (του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόµµατος – Σ.Ε.Κ.Ε.) τον Νοέµβριο του 1918 [...] ζητά σε ό,τι αφορά το πεδίο της οικονοµίας: «την δια νόµου καθιέρωσιν οκταώρου και Κυριακής αργίας» την «ίδρυσιν υπό του κράτους ταµείων και συντάξεως και [...] δωρεάν παροχήν της ιατρικής περιθάλψεως και φαρµάκων [...]». Ζητά επίσης την «κατάργησιν των εµµέσων φόρων [...]», προοδευτική φορολογία στο εισόδηµα και στα κεφάλαια, «συµµετοχή του κράτους εις τα κέρδη των µεγάλων µονοπωλίων», «εθνικοποίηση των συγκοινωνιών, των Τραπεζών, των µεταλλείων και «συµµετοχή των εργατών εις την διοίκησιν [...]» καθώς και την «εθνικοποίησιν των τσιφλικιών και των µοναστηριακών κτηµάτων και την παραχώρησίν των εις τας κοινότητας [...]».
 
Μοσκώφ, Κ. Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 413-414.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Οι διαφορές του αγροτικού προβλήματος στην Ελλάδα, σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονταν στις ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το εργατικό κίνημα. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, μιας πόλης με σημαντικό -για τα μέτρα της περιοχής- βιομηχανικό υπόβαθρο και με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα. Όπως επισημαίνει ο Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), οι ολιγομελείς σοσιαλιστικές ομάδες της Παλαιάς Ελλάδας ενισχύθηκαν μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα των «Νέων Χωρών». Σε αυτό είχε βοηθήσει ιδιαίτερα η «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία», η επονομαζόμενη «Federation». Η μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης, η Φεντερασιόν, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης, αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), η Φεντερασιόν είχε συμμετάσχει στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, εκλέγοντας δύο βουλευτές.
Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πιέσεις που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία, η εμπλοκή της σε διεθνείς υποθέσεις και ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης οδήγησαν το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα σε ταχύτατη ωρίμανση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος παρά τις εύλογες αρνητικές του συνέπειες αποτέλεσε μια ιδιαίτερης σημασίας περίοδο για τον χώρο της αριστέρας. Τόσο οι επιπτώσεις του στην οικονομία και στο κοινωνικό σύνολο όσο και η μπολσεβικική επανάσταση που διενεργήθηκε στη Ρωσία κατά τη διάρκειά του, τον Οκτώβριο του 1917, λειτούργησαν ενισχυτικά για το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο μέχρι τότε έβρισκε χαμηλή ανταπόκριση. Προς το τέλος του πολέμου ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) που συμπεριέλαβε κλαδικά και τοπικά σωματεία και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ). 
 
β. Οι υψηλοί δείκτες ανεργίας και οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών οδήγησαν σε έντονη πολιτικοποίησή τους, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Οι συνθήκες έδιναν την εντύπωση ότι οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) από συνέδριο σοσιαλιστών. Ειδικότερα, η ίδρυσή του έγινε τον Νοέμβριο του 1918, σύμφωνα με τον Ν. Οικονόμου (Κείμενο Α), καθώς η ενισχυμένη αριστερά κατόρθωσε να συγκαλέσει στον Πειραιά το Α΄ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ). Το Σ.Ε.Κ.Ε. ήταν το πιο αυστηρά οργανωμένο κόμμα, που λίγο αργότερα προσχώρησε στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή και το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Έως το 1919 ήταν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτή, υιοθετώντας την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Βασικές θέσεις του προγράμματος του Σ.Ε.Κ.Ε., όπως αυτό ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 1918, στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος, σύμφωνα με τον Κ. Μοσκώφ (Κείμενο Β), ήταν δημοκρατία, παροχή εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, εθνικοποίηση των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέχει ο Κ. Μοσκώφ (Κείμενο Β), το Σ.Ε.Κ.Ε. ζητούσε να καθιερωθεί με νόμο η οκτάωρη εργασία και να χαρακτηριστεί η Κυριακή μέρα αργίας, να ιδρυθούν από το κράτος ασφαλιστικά ταμεία, ώστε να παρέχεται στους εργαζόμενους σύνταξη γήρατος, να παρέχεται στους πολίτες δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να καταργηθούν οι έμμεσοι φόροι, να φορολογείται το εισόδημα των πολιτών, αλλά και των κεφαλαιούχων προοδευτικά, ώστε να είναι δικαιότερο το φορολογικό σύστημα, να λαμβάνει το κράτος μέρος των κερδών που προκύπτουν από τα μονοπώλια, να εθνικοποιηθούν βασικές επιχειρήσεις, όπως αυτές των συγκοινωνιών, των Τραπεζών, καθώς και των μεταλλείων, αλλά και να συμμετέχουν οι εργαζόμενοι στη διοίκησή τους. Ζητούσε, επίσης, να εθνικοποιηθούν οι μεγάλες ιδιόκτητες εκτάσεις γης, τα τσιφλίκια δηλαδή, καθώς και τα κτήματα των μοναστηριών, προκειμένου να αποδοθούν τα καλλιεργήσιμα αυτά εδάφη στις επιμέρους τοπικές κοινότητες. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική, ζητούσε ειρήνη, χωρίς προσάρτηση εδαφών, βασισμένη στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Τα προβλήματα που αφορούσαν διαμφισβητούμενα εδάφη, θα λύνονταν με δημοψηφίσματα.  
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
English School 
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές που σας δίνονται: 
α. να  περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένη η βάση των κομμάτων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα
β. να αναφερθείτε στην οικονομικο-κοινωνική προέλευση των υποψήφιων βουλευτών και στα κριτήρια με τα οποία γίνονταν η επιλογή τους από τα κόμματα.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Η κοµµατική πειθαρχία που προσπάθησε να επιβάλει ο Τρικούπης στην κοινοβουλευτική οµάδα, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο ίδιος, ήταν βέβαια αξιοσηµείωτη, οφειλόταν όμως κυρίως στον αυταρχικό χαρακτήρα του και στο πολιτικό του κύρος. Ακόµα και στο ίδιο το τρικουπικό κόµµα δεν προβλεπόταν κανένα κοµµατικό όργανο. […]όλα τα κόµµατα ήταν άµορφοι και άτυποι µηχανισµοί χωρίς πρόβλεψη τυπικών διαδικασιών για τη λήψη αποφάσεων. […]Μόνος ο αρχηγός του κόμματος αποφάσιζε, και η επιβολή της θελήσεώς του ήταν συνάρτηση της συγκεκριµένης ισορροπίας δυνάµεων. Η κοµµατική πειθαρχία, που πρώτη φορά µπαίνει σαν πρόβληµα, δεν είναι παρά η προσπάθεια της µειώσεως της δυνατότητας της βουλής να ελέγχει, να κωλυσιεργεί, να προτείνει, να µεταβάλλει την πολιτική επιλογή της κυβερνήσεως και γενικότερα τους περιορισµούς της βουλευτοκρατίας.
 
Τσουκαλάς, Κ., «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895»,  ΙΕΕ, τ. Ι∆,  Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 42-43. (διασκευή)
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Εξαρτήσεις κάθε είδους και πελατειακές σχέσεις επιδρούσαν στη δυνατότητα των πολιτικών τοπικής εμβέλειας να διαμορφώσουν ένα σώμα προσωπικών οπαδών και επομένως να αναδειχτούν υποψήφιοι. Φοροεισπράκτορες, δήμαρχοι και άνθρωποι στους οποίους ανέθεταν τις κρατικές παραγγελίες είχαν, όπως φαίνεται, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες· εξάλλου και γιατροί, δικηγόροι και, φυσικά, ήδη εκλεγμένοι Βουλευτές μπορούσαν επίσης να δεσμεύσουν ψηφοφόρους [...]. Στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1890 για την ανάδειξη υποψηφίων σωρεύονται οι ενδείξεις ότι η εκλογή του ενός ή του άλλου πολιτικού, ο οποίος ασκούσε παλαιότερα επιρροή, εξαρτάται από το αν θα διακήρυσσε δημοσίως την κομματική του επιλογή.
 
Hering, G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Α’, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 634.
 
α. Η βάση των κομμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα εξακολουθούσε να μην έχει τυπική οργάνωση. Όπως σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς (Κείμενο Α), τα κόμματα της εποχής -ακόμη και το κόμμα του Τρικούπη- δεν είχαν ουσιαστική εσωτερική οργάνωση, ήταν άμορφοι μηχανισμοί, χωρίς κομματικά όργανα ή έστω τυπικά καθορισμένες διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων. Σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση των οπαδών των κομμάτων έπαιζαν η οικογενειοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις και η εξαγορά ψήφων. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα, η επιλογή των εκλογέων βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην κρίση τους για την πολιτική των κομμάτων, στις επιδράσεις που αυτά ασκούσαν κατά περιοχές και στα συμφέροντα κάθε κοινωνικής ομάδας.
Η οργάνωση των κομμάτων ήταν εμφανής μόνο στο επίπεδο της ηγεσίας. Τη σημαντικότερη θέση μετά τον αρχηγό την είχε η κοινοβουλευτική ομάδα. Οι βουλευτές είχαν σημαντική θέση, διότι λόγω της μεγάλης πλειοψηφίας που χρειαζόταν η Βουλή για να έχει απαρτία και να παίρνει αποφάσεις, οι βουλευτές και μόνο με την απουσία τους (ή την απειλή της) μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη πίεση στην κομματική ηγεσία. Σύμφωνα με τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), η προσπάθεια ύπαρξης «κομματικής πειθαρχίας» στο κόμμα του Τρικούπη, η οποία συνιστούσε αξιοπρόσεκτη κίνηση για την εποχή εκείνη, σχετιζόταν περισσότερο με το πολιτικό κύρος του Τρικούπη, αλλά και με τον αυταρχισμό που τον διέκρινε. Στα κόμματα εκείνης της περιόδου, αν και τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων είχε μόνο ο αρχηγός, το αν θα κατόρθωνε να επιβάλει τη θέλησή του στην κοινοβουλευτική του ομάδα ήταν περισσότερο κάτι που εξαρτιόταν από την κατά περίπτωση ισορροπία δυνάμεων στο κόμμα. Ακριβώς, άρα, λόγω της αδυναμίας των κομματικών αρχηγών να επιβληθούν στις ομάδες τους αρχίζει να τίθεται ως ζήτημα η έννοια της κομματικής πειθαρχίας, η οποία απέβλεπε στο να περιοριστεί η δυνατότητα των βουλευτών να ελέγχουν, να καθυστερούν ή και να μεταβάλλουν τις επιλογές του εκάστοτε πρωθυπουργού. Υπήρχε, δηλαδή, μια επιβεβλημένη βουλευτοκρατία, δύσκολα περιορίσιμη. Έτσι, η κεντρική οργάνωση του κόμματος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί στους βουλευτές την εκπλήρωση επιθυμιών, π.χ. διορισμών ή ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ της εκλογικής τους περιφέρειας.
 
β. Για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο», έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Όπως επισημαίνει ο G. Hering (Κείμενο Β), οι πελατειακές σχέσεις επηρέαζαν τη δυνατότητα πολιτικών που είχαν τοπική μόνο εμβέλεια να συγκεντρώσουν ένα επαρκές σώμα οπαδών, ώστε να κατορθώσουν να λάβουν το χρίσμα του υποψήφιου βουλευτή. Οι υποψήφιοι βουλευτές προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι. Τις πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), ο οποίος συμπληρώνει πως σημαντικές πιθανότητες να αναδειχθούν υποψήφιοι είχαν εκείνοι που διεκπεραίωναν κρατικές παραγγελίες, δήμαρχοι, φοροεισπράκτορες, αλλά και όσοι ήδη είχαν εκλεχτεί βουλευτές. Κατά τη δεκαετία του 1890, μάλιστα, οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), αναφέροντας, συνάμα, πως η δήλωση αυτή συνιστούσε κριτήριο για την επιλογή ενός πολιτικού ως υποψηφίου. Σε αντίθεση με τους υποψηφίους, τα κομματικά μέλη προέρχονταν και από τα κατώτερα στρώματα.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε
α. τις διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο
και
β. τις συνέπειες που προκάλεσε η διαφωνία αυτή στην πολιτική ζωή της χώρας μέχρι τη συγκρότηση κυβέρνησης Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αυτό που βάρυνε απαρχής του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Πολέμου στον νου του Βενιζέλου και επικαθόρισε τη στροφή του από την ουδετερότητα στην επίμονη απόφασή του να θέσει τελικώς τη χώρα του στο πλευρό της Αντάντ ήταν: α) πρωτίστως τα εθνικά ζητήματα των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας και ο κίνδυνος εξαφάνισης του εκεί ελληνισμού, και β) η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου και η ευαίσθητη θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο [...]. Το πλέον φλέγον ζήτημα, που είχε έντονες προεκτάσεις στο εσωτερικό, ήταν το Μικρασιατικό, δηλ. η συσσώρευση 150.000 ως 200.000 ομογενών προσφύγων στην Ελλάδα και ο άμεσος κίνδυνος «εξοντώσεως» και αφανισμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την κυβέρνηση των
Νεότουρκων.
 
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης: Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και βενιζελισμός (1909-1922), Πατάκης, Αθήνα 2020, σ. 129-130.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Στον αντίποδα των ιδεολογικών προσανατολισμών και της δυναμικής αντίληψης του πρωθυπουργού, ο βασιλιάς έτεινε να αποτελέσει τον πόλο μιας αντίρροπης διπλωματικής στρατηγικής. Η στενή συγγένεια με την αυτοκρατορική οικογένεια των Χοετζόλλερν, η εξοικείωση με το συγκεντρωτικό πνεύμα της γερμανικής Αυλής και η μαθητεία στη στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας και στην εμπέδωση της πεποίθησής του στην ακατάβλητη δύναμη των γερμανικών όπλων. Η αντίληψη αυτή συνυφαινόταν στην πράξη με την υιοθέτηση μιας διπλωματικής τακτικής επιφυλάξεων και δισταγμών, ασύμβατης με την εφαρμογή παρακινδυνευμένων ή και, απλά, τολμηρών πρωτοβουλιών: η αποχή από την ένοπλη διαμάχη, έστω και αν αποστερούσε τη χώρα από πιθανά οφέλη, εγκυμονούσε –κατ’ αυτόν– τους ολιγότερους κινδύνους για το έθνος.
 
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1830-1981, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, σ. 138.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για τον Δεκέμβριο [του 1915]. Οι Φιλελεύθεροι και η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος απείχαν, με αποτέλεσμα η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να μην έχει τη λαϊκή υποστήριξη. Οι σχέσεις του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων με τον Κωνσταντίνο και τους βασιλικούς χειροτέρευαν όλο και περισσότερο, καθώς η κάθε πλευρά ακολουθούσε όλο και πιο σκληρή γραμμή. [...]
Το φθινόπωρο του 1916 η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος ενός εμφυλίου πολέμου. Ο Βενιζέλος είχε αποσυρθεί στην Κρήτη. [...] Ταυτόχρονα, αξιωματικοί του στρατού πιστοί σε αυτόν συγκρότησαν μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που είχε στόχο να ανατρέψει τον βασιλιά και να επαναφέρει την κυβέρνηση του Ιουνίου 1915. [...] Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1916 [ο Βενιζέλος] έφτασε εντέλει στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε «προσωρινή» κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε πια δύο αντίπαλες κυβερνήσεις.
 
Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας (επιστημονική επιμέλεια: Δήμητρα Λαμπροπούλου και Κατερίνα Γαρδίκα), Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 284-285.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ήδη από το 1912, μετά τη σαρωτική νίκη του στις εκλογές, ο Βενιζέλος ήταν κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς ουσιαστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Το 1913, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ διαδέχθηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ο Βενιζέλος, ένα χρόνο νωρίτερα, παραχώρησε το αξίωμα του αρχιστράτηγου. Μέχρι το 1915 οι δύο ισχυρές προσωπικότητες δεν ήρθαν σε σύγκρουση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναγνώριζαν στον βασιλιά το δικαίωμα να επιβάλλει τη δική του άποψη για την εξωτερική πολιτική, παραβλέποντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αντισυνταγματικό. Αυτό ενίσχυσε τους εχθρούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προ πάντων έναν κύκλο αντιδημοκρατικών αξιωματικών.
Με αφορμή τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη σκοπιμότητα ή μη της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Οι Φιλελεύθεροι τάσσονταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, επειδή προσδοκούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα είχε εδαφικά οφέλη. Όπως, πιο λεπτομερώς, αναφέρει ο Σ. Πλουμίδης (Κείμενο Α), για τον Βενιζέλο υπήρχαν συγκεκριμένοι παράγοντες που καθιστούσαν τη συμμετοχή στον πόλεμο με το μέρος την Αντάντ προτιμότερη από την ουδετερότητα. Υπήρχε, αφενός, ο φόβος για το μέλλον του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κι αφετέρου η επίγνωση πως τόσο η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο όσο και οι πολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή καθιστούσαν τη χώρα ευάλωτη. Παραλλήλως, άλλωστε, η Ελλάδα είχε ήδη υποδεχτεί εκατόν πενήντα έως διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της, ενώ ο κίνδυνος να τεθούν οι υπόλοιποι Μικρασιάτες στο στόχαστρο των Νεότουρκων και να αποτελέσουν θύματα μιας γενικευμένης εκκαθάρισης ήταν άμεσα ορατός. Ο βασιλιάς και το Γενικό Επιτελείο, ωστόσο, είχαν διαφορετική εκτίμηση. Θεωρούσαν ανεύθυνη τη θέση των Φιλελευθέρων, εκτιμώντας ότι η έκβαση του πολέμου ήταν αβέβαιη και θα μπορούσαν να νικήσουν οι Κεντρικές δυνάμεις. Όπως επισημαίνει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), ο βασιλιάς ερχόταν σε αντίθεση με την πρόθεση του Βενιζέλου για δράση προβάλλοντας μια διαφορετική διπλωματική άποψη, η οποία χαρακτηριζόταν από επιφυλάξεις και απροθυμία ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας ενείχε τον κίνδυνο ενεργού εμπλοκής στον πόλεμο. Με δεδομένη, βέβαια, την κυριαρχία της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο, και παρά τους δεσμούς του με τη Γερμανία, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να ζητήσει συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, γι’ αυτό έλαβε θέση υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας. Όπως διευκρινίζει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), η ουδετερότητα παρά το γεγονός ότι δεν θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διεκδικήσει εδαφικά οφέλη, αποτελούσε, κατά τον βασιλιά, την επιλογή εκείνη που εγκυμονούσε τους λιγότερους κινδύνους. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, ήταν επηρεασμένος αφενός από τη στενή συγγενική σχέση του με τη γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, κι αφετέρου από την επαφή του τόσο με τη γερμανική στρατιωτική εκπαίδευση -μιας κι ο ίδιος είχε φοιτήσει στην Ακαδημία του Βερολίνου- όσο και με τον συγκεντρωτισμό που διέκρινε τη λειτουργία της γερμανικής αυλής, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει συντηρητικό τρόπο σκέψης, αλλά και πίστη πως οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ανίκητες. Η εμμονή, όμως, του Κωνσταντίνου στη θέση του περί ουδετερότητας, τον οδήγησε να δράσει με τρόπο που υπέσκαπτε τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Ο βασιλιάς, ανέπτυξε μυστική διπλωματία εν αγνοία Γης κυβέρνησης, καταφεύγοντας ακόμη και σε παράνομα μέσα (π.χ. παράδοση απόρρητων διπλωματικών εγγράφων στους Γερμανούς.) Το 1915 προκάλεσε δύο φορές την παραίτηση της κυβέρνησης.
 
β. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν μετά τη δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου, δεν συμμετείχαν οι Φιλελεύθεροι, καθώς θεωρούσαν την ενέργεια του βασιλιά ως παραβίαση του συντάγματος. Όπως, μάλιστα, σχολιάζει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), η αποχή των Φιλελευθέρων σήμανε και την αποχή της πλειονότητας των εκλογέων, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση που εκλέχθηκε να μην έχει στην πραγματικότητα τη στήριξη των πολιτών. Εκδηλώσεις βίας και φανατισμού δημιούργησαν χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και κυριάρχησε το μίσος. Όποιος ήταν κατά του πολέμου, κινούσε αμέσως την υποψία στους Βενιζελικούς, ότι ήταν κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κατά των εθνικών συμφερόντων. Οι Αντιβενιζελικοί έβλεπαν στο πρόσωπο των Βενιζελικών βίαιους πράκτορες της Αντάντ, που μάχονταν τον βασιλιά, κατέστρεφαν την ενότητα του έθνους και έθεταν σε κίνδυνο το κράτος. Τα δύο κόμματα διέφεραν όλο και λιγότερο μεταξύ τους στην πολιτική πρακτική και την προπαγάνδα, παράλληλα όμως όλο και περισσότερο ενισχυόταν ο διπολισμός. Σύμφωνα με τον Th. Gallant (Κείμενο Γ), η ολοένα και σκληρότερη στάση που υιοθετούταν κι από τις δύο πλευρές οδήγησε σταδιακά τη χώρα το Φθινόπωρο του 1926 στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης. Στα μέσα του 1916 το Κοινοβούλιο χάθηκε ουσιαστικά από το προσκήνιο. Το κλίμα της εποχής επέτρεψε να συμμετάσχουν στη διαμάχη και στρατιωτικοί, οι οποίοι δημιούργησαν δύο οργανώσεις αντίθετες μεταξύ τους, ανάλογα με το αν τα συμφέροντα κάθε ομάδας εξυπηρετούνταν από τον πόλεμο ή την ουδετερότητα. Όπως, επιπλέον, αναφέρει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), αξιωματικοί που στήριζαν σταθερά τον Βενιζέλο δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, μέσω της οποίας επιδίωκαν αφενός την ανατροπή του Κωνσταντίνου και αφετέρου την αποκατάσταση της βενιζελικής κυβέρνησης που είχε συγκροτηθεί τον Ιούνιο του 1915. Ο Βενιζέλος, αν και είχε καταφύγει στην Κρήτη, πείστηκε τελικά να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, έστω κι αν η εκεί παρουσία του θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας δεύτερης κυβέρνησης στον ελληνικό χώρο. Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος συγκρότησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
 

Ιστορία Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Wayne Moran
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Σύνταγμα 1864 & αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τα ακόλουθα κείμενα να αναφερθείτε: α) στα όσα προέβλεπε το Σύνταγμα του 1864, και β) στις συνθήκες που οδήγησαν στη διατύπωση της αρχής της δεδηλωμένης.
 
Κείμενο Α
Το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ως μορφή πολιτεύματος τη βασιλευομένη δημοκρατία. Αν και το Σύνταγμα δεν χρησιμοποιούσε τον σχετικό όρο (ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952), δίχως άλλο τον υπονοούσε με μια σειρά διατυπώσεων, που δεν ήταν καθόλου τυχαίες: Έτσι το πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν πια «ιερόν» και «απαραβίαστον», όπως στο Σύνταγμα του 1844, αλλά «ανεύθυνον» και «απαραβίαστον» και υπεύθυνοι οι υπουργοί (άρθρο 29) που προσυπέγραφαν όλες τις πράξεις του (άρθρο 30). Περαιτέρω, η δικαιοσύνη δεν θα «πήγαζε» πια από τον βασιλιά, αλλά θα απονεμόταν από δικαστές, τους οποίους ο βασιλιάς θα διόριζε «κατά νόμον». […]
Έχει ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμα του 1864 δεν είχε συμβολικό και μόνον περιεχόμενο: ήταν απόρροια μιας συνειδητής επιλογής, εν γνώσει των πρακτικών συνεπειών της. Έτσι, όπως ανέφερε η έκθεση της «επί του Πολιτεύματος επιτροπής», η ρητή μνεία της στο άρθρο 21 («άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα») έγινε «όπως έχωσιν αείποτε αι καθεστηκυίαι εξουσίαι υπ’ όψιν την θαλεράν πηγήν αφ’ ης αρύονται πάσας τας εαυτών δυνάμεις».
 
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010, Εκδόσεις Πόλις
 
Κείμενο Β
Το Σύνταγμα του 1864 περιόριζε τις εξουσίες του βασιλιά μόνο σε εκείνες που του απονέμονταν ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο ανώτατος άρχοντας στερούνταν της δυνατότητας να παρεμβαίνει στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο περιερχόταν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Εθνοσυνέλευσης, που κατά περίπτωση θα εκλεγόταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Ο βασιλιάς αποκλειόταν, επίσης, από το νομοθετικό έργο, καθώς οι αρμοδιότητές του δεν ξεπερνούσαν την τυπική κύρωση και τη συνακόλουθη δημοσίευση των νόμων, αφού προηγουμένως οι τελευταίοι είχαν υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό. Αντίθετα, στον βασιλιά επιφυλασσόταν το προνόμιο του διορισμού και της απόλυσης των υπουργών, αλλά μόνο εν μέρει εκείνο της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών, δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα έπρεπε να φέρει τις υπογραφές όλων των υπουργών.
 
Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο
 
Κείμενο Γ
Ο Τρικούπης θέλησε να καθιερώσει στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πιο εξελιγμένη μορφή του. Η κυβέρνηση δε θα ήταν απλώς υπεύθυνη απέναντι στη βουλή, αλλά και θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία. Έλεγε στη βουλή: «Νομίζω ότι η βουλή αντιπροσώπους αυτής έχει τους υπουργούς ούτοι δεν είναι μόνον όργανα του στέμματος, αλλά και όργανα της βουλής. Η κυβέρνησις, εκλεγομένη υπό του στέμματος καθ’ υπόδειξιν της πλειονοψηφίας της βουλής, είναι επιτροπή εργαζομένη υπό τον έλεγχο της βουλής».
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών
 
Κείμενο Δ
Από την επαύριο της ισχύος του νέου Συντάγματος έως την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, το 1875, διορίσθηκαν συνολικά 18 κυβερνήσεις. Οι περισσότερες από αυτές όφειλαν τον σχηματισμό τους σε θεμιτές και αθέμιτες παρεμβάσεις του στέμματος, καθώς ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Βουλών εκείνης της εποχής, που η σύνθεσή τους διακρινόταν από την πανσπερμία προσωποπαγών κομμάτων, ομάδων και τάσεων. Και, αντίστροφα, ο Γεώργιος απομάκρυνε αρκετές κυβερνήσεις από την εξουσία -αν και είχαν καταφέρει να κερδίσουν (εύθραυστες, είναι αλήθεια) πλειοψηφίες στη Βουλή-, διότι διαφωνούσε με την πολιτική τους.
 
Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Μέσα σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση του 1862 χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως πολίτευμα ορίστηκε η βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας. Όπως, βέβαια, διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Α), στο τότε Σύνταγμα δεν αναφερόταν ρητά η μορφή του νέου πολιτεύματος, κάτι που συνέβη αργότερα στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1952. Η αλλαγή αυτή, ωστόσο, γινόταν αντιληπτή από επιμέρους διατάξεις, μέσω των οποίων γινόταν σαφές πως κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζαν πλέον οι πολίτες. Επρόκειτο για την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1864. Σύμφωνα, ειδικότερα, με το άρθρο 21 του Συντάγματος αυτού, κάθε εξουσία πήγαζε από το Έθνος και εφαρμοζόταν με βάση τις συνταγματικές επιταγές. Η διατύπωση αυτή ήταν συνειδητή επιλογή της συντακτικής βουλής, ώστε να γίνεται αντιληπτό από τους εκάστοτε πολιτικούς αρχηγούς πως αντλούσαν την πολιτική τους δύναμη από το ελληνικό Έθνος. Έτι περαιτέρω η υποχώρηση της κυρίαρχης θέσης του βασιλιά εκφραζόταν από τον χαρακτηρισμό του ως προσώπου «ανεύθυνου» και «απαραβίαστου», αλλά όχι «ιερού», όπως χαρακτηριζόταν στο προηγούμενο Σύνταγμα, εκείνο του 1844. Παραλλήλως, μήτε η δικαστική εξουσία είχε πηγή της στον βασιλιά, εφόσον αποδιδόταν από δικαστές, τους οποίους διόριζε εκείνος ακολουθώντας όμως τις σχετικές υποδείξεις του νόμου. Με το Σύνταγμα του 1864, άλλωστε, κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η άμεση, μυστική και καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνεται από τον Αντώνη Κλάψη (Κείμενο Β), οι εξουσίες τους βασιλιά περιορίζονταν σε όσες μόνο του αναγνωρίζονταν με σαφήνεια από το Σύνταγμα και τους νόμους. Ως εκ τούτου, ο βασιλιάς δεν είχε τη δυνατότητα να εμπλέκεται στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία αφορούσε αποκλειστικά την εκλεγόμενη προς τούτο Εθνοσυνέλευση. Δεν είχε, επίσης, καμία πρόσβαση στη νομοθετική εξουσία, καθώς ο δικός του ρόλος ήταν μόνο να επικυρώνει τους νόμους που είχαν ήδη υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό, σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως διευκρινίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Α). Ο βασιλιάς, βέβαια, μπορούσε να διορίζει και να απολύει τους υπουργούς, αλλά δεν είχε την απόλυτη ευχέρεια να διαλύει προώρως τη Βουλή και να προκηρύσσει εκλογές, διότι αυτό το διάταγμα θα έπρεπε να έχει υπογραφεί από όλους τους υπουργούς. Το Σύνταγμα του 1864 κατοχύρωνε, συνάμα, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων. Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή οι βιαιοπραγίες.
 
β. Παρά την έντονη αντίδραση του βασιλιά Γεωργίου Α΄, η Εθνοσυνέλευση επέβαλε την αρχή να προέρχεται η κυβέρνηση από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που δεν ορίστηκε με σαφήνεια, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο, ήταν ότι ο βασιλιάς όφειλε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή του κόμματος που είχε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο Γεώργιος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ασάφεια, για να διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, μέχρι την ψήφιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875. Με βάση, μάλιστα, τις πληροφορίες που παρέχει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Δ), από το 1864 μέχρι το 1875 είχαν διορισθεί από τον βασιλιά δεκαοκτώ κυβερνήσεις. Το γεγονός αυτό φανερώνει το μέγεθος του προβλήματος που ερχόταν να θεραπεύσει η αρχή της δεδηλωμένης. Εξαιτίας, άλλωστε, της δυσκολίας που υπήρχε εκείνη την περίοδο να διασφαλιστεί η πλειοψηφία στη Βουλή, καθώς υπήρχαν πολλά και ποικίλων τάσεων προσωποπαγή κόμματα, οι περισσότερες από αυτές τις κυβερνήσεις είχαν προκύψει ύστερα από νόμιμες ή μη παρεμβάσεις του βασιλιά. Αντιστοίχως, ωστόσο, ο Γεώργιος Α΄ είχε συμβάλει στην ανατροπή αρκετών κυβερνήσεων, έστω κι αν διέθεταν κάποια σχετική πλειοψηφία, επειδή ο ίδιος δεν συμφωνούσε με την πολιτική τους.
Η ιδέα για την αρχή της δεδηλωμένης ανήκε στον νέο τότε πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος υποστήριξε δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο της Αγγλίας. Για να καταστεί αυτό δυνατόν, έπρεπε ο βασιλιάς να αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μόνο σε πολιτικό ο οποίος σαφώς είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Αυτό θα στερούσε από τα κόμματα μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, θα τα ωθούσε σε συνένωση με τα μεγάλα και θα είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού αναβρασμού του λαού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού τοπίου. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Γ), απώτερος στόχος του Τρικούπη ήταν να εδραιώσει το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πλέον ουσιαστική μορφή του, αποδεσμεύοντας την εκάστοτε κυβέρνηση από τον έλεγχο του βασιλιά και θέτοντάς τη υπό τον έλεγχο της βουλής. Η κυβέρνηση που θα διέθετε την πλειοψηφία θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία έχοντας χρέος να υπηρετεί πρωτίστως τη βουλή, απέναντι στην οποία θα έφερε ευθύνη, και όχι μόνο τον βασιλιά.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Photo File 

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε:
α. τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες επιτεύχθηκε τελικά η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (μονάδες 5)
β. το πώς κατόρθωσε να χρηματοδοτήσει τη συμμετοχή της στον πόλεμο (μονάδες 10)
γ. τις συνθήκες διαμόρφωσης της νομισματικής πολιτικής των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έως τη Μικρασιατική καταστροφή. (μονάδες 10)
Μονάδες 25
 
Κείμενο Α
Τελικά, το 1922 η κυβέρνηση επέβαλε έναν ιδιότυπο συνδυασμό υποτίμησης και εσωτερικού δανείου. Όσοι κατείχαν τραπεζογραμμάτια1 (δηλαδή περίπου οι πάντες, όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα) υποχρεώθηκαν να τα διχοτομήσουν, να ανταλλάξουν το μισό τραπεζογραμμάτιο με κρατικά ομόλογα και να κρατήσουν το άλλο μισό, το οποίο διατήρησε την ονομαστική αξία του ολοκλήρου. Αλλά και τα νέα χρηματικά μέσα που απέκτησε έτσι το ∆ημόσιο δεν έσωσαν την κατάσταση: απορροφήθηκαν πολύ γρήγορα από τις συνεχώς αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες και τον πληθωρισμό.
 
1. τραπεζογραμμάτιο: χαρτονόμισμα
 
Γ.Β. ∆ερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, τ. Β ́, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2005, σ.886
 
Κείμενο Β
Στις πολεμικές ζημίες θα πρέπει να προστεθούν και οι ζημίες που προκλήθηκαν από τους Συμμάχους, πριν από την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβερνήσεως, οι ζημίες που προκάλεσαν τα Συμμαχικά στρατεύματα στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 1.126.500.000 δραχμές. Το ποσό αυτό συμπεριλάμβανε και τους τόκους για την περίοδο που το ποσό των ζημιών παρέμεινε απλήρωτο. Στο τέλος οι Σύμμαχοι δέχθηκαν να καταβάλουν ένα μικρό μόνο ποσοστό των ζημιών και τελικά κατέβαλαν ένα ακόμη μικρότερο, ασήμαντο ποσό. […]
………………………………………………………………….
Οι πολεμικές δαπάνες της Ελλάδας ήταν πάνω από τις οικονομικές δυνατότητές της. Καλύφθηκαν με τη φορολογία, την έκδοση χαρτονομίσματος και το δανεισμό. Για να μπορέσει να διεξαγάγει τον πόλεμο, οι Σύμμαχοι άνοιξαν πίστωση για την ελληνική κυβέρνηση, μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, 12 εκατομμύρια στερλίνες η Αγγλία, 300 εκατομμύρια φράγκα η Γαλλία και 50 εκατομμύρια δολάρια οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με βάση αυτές τις πιστώσεις, που θα μπορούσαν να ληφθούν μόνο μετά το τέλος του πολέμου, η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε τραπεζογραμμάτια που η αξία τους ανερχόταν σε 850 εκατομμύρια δραχμές. Στην πραγματικότητα, μετά την υπογραφή της ειρήνης, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τις πιστώσεις αυτές, εξαιτίας της νομισματικής αστάθειας και της ταχείας υποτιμήσεως της δραχμής. Στο τέλος του 1920, το σύνολο των γαλλικών πιστώσεων, το μισό των αγγλικών και τα 2/3 των αμερικανικών παρέμειναν αχρησιμοποίητες. Τέλος, όταν επανήλθε στη χώρα ο Κωνσταντίνος το 1920, ανακλήθηκαν όλες οι πιστώσεις. Έτσι, ουσιαστικά η Ελλάδα πήρε ελάχιστη οικονομική βοήθεια από τους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου και βασίστηκε κυρίως στους δικούς της πόρους.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄ σελ. 84-85, Εκδοτική Αθηνών
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε κάτω από δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες. Η σύγκρουση του παλατιού με τον Βενιζέλο, ο Διχασμός, όπως ονομάστηκε, η άσκοπη και δαπανηρή επιστράτευση του 1915, η δημιουργία της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και η διάσπαση της χώρας σε δυο ουσιαστικά κράτη, ο συμμαχικός αποκλεισμός και οι συγκρούσεις, είχαν οπωσδήποτε μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και υπονόμευσαν πολλά από τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, το οικονομικό κόστος, σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», σημαντικό μέρος αυτού οφειλόταν στις ζημιές που είχε προκαλέσει ο συμμαχικός στρατός κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του αποκλεισμού της χώρας. Με βάση την εκτίμησης της ελληνικής κυβέρνησης το κόστος των ζημιών, μαζί με τους τόκους για το διάστημα που αυτό έμενε απλήρωτο, έφτανε το 1.126.500.000 δραχμές. Οι Σύμμαχοι, ωστόσο, πλήρωσαν ένα ελάχιστο τμήμα του ποσού αυτού. Έτσι, όταν, με την επέμβασή τους, ενοποιήθηκε το 1917 η χώρα υπό τον Βενιζέλο, στάθηκε αδύνατο να αναλάβει, χωρίς εξωτερική αρωγή, το κόστος της συμμετοχής στον πόλεμο. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν τότε σ’ έναν ιδιόμορφο δανεισμό της χώρας, που θα είχε οδυνηρές συνέπειες στο μέλλον.
 
β. Η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ενέκριναν κατ’ αρχήν μεγάλο δάνεια προς την Ελλάδα: 12.000.000 λίρες Αγγλίας, 300.000.000 γαλλικά φράγκα και 50.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Ο δανεισμός ήταν όμως θεωρητικός. Το ποσά αυτά δεν εκταμιεύτηκαν ούτε δόθηκαν στην Ελλάδα. Θεωρήθηκαν κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος, με το οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου θα χρηματοδοτούσε την πολεμική της προσπάθεια. Ένα είδος αποθέματος, δηλαδή, σε χρυσό και σε συνάλλαγμα, που δεν βρισκόταν όμως υπό τον έλεγχο της χώρας. Τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», στην οποία επιπροσθέτως αναφέρεται πως οι πιστώσεις αυτές θα μπορούσαν να αντληθούν μόνο όταν θα είχε ολοκληρωθεί ο πόλεμος. Δόθηκε, ωστόσο, η δυνατότητα στην Εθνική Τράπεζα να εκδώσει νέα χαρτονομίσματα αξίας οκτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων δραχμών. Επί της ουσίας, επομένως, η χώρα πέρα από την έκδοση νέου χαρτονομίσματος, μπόρεσε να αντλήσει έσοδα από τη φορολογία κι από το θεωρητικό, έστω, δάνειο των Συμμάχων. Η Ελλάδα, πάντως, χρηματοδότησε με τον τρόπο αυτό την πολεμική συμμετοχή της στο μακεδονικό μέτωπο, την εκστρατεία στην Ουκρανία και την Κριμαία, και την πρώτη φάση της στρατιωτικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Όπως, όμως, επισημαίνεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» λόγω της γοργής υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και της συνεπαγόμενης νομισματικής αστάθειας, στο τέλος του 1920, μετά, δηλαδή, την υπογραφή ειρήνης, η Ελλάδα είχε αφήσει αναξιοποίητο όλο το ποσό της γαλλικής πίστωσης, το ήμισυ της αγγλικής και τα 2/3 της αμερικανικής. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτής της ιδιόμορφης νομισματικής ισορροπίας δεν άργησαν να φανούν.
 
γ. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Ας σημειωθεί, άλλωστε, πως από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», όπου επισημαίνεται πως η Ελλάδα έχοντας λάβει μικρή οικονομική βοήθεια από τους Συμμάχους για τη διεξαγωγή του πολέμου, κλήθηκε να καλύψει τις υψηλές πολεμικές δυνάμεις με δικά της μέσα. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβη σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Ο Γ. Δερτιλής, αν και επιβεβαιώνει τη διαδικασία της διχοτόμησης, παρουσιάζει διαφορετικά βασικές πτυχές της. Επισημαίνει, ειδικότερα, πως το εσωτερικό αυτό δάνειο συνδυάστηκε με την υποτίμηση του νομίσματος, και πως το μισό χαρτονόμισμα που κρατούσαν στην κατοχή τους οι πολίτες κυκλοφορούσε διατηρώντας την ονομαστική αξία ενός ακέραιου χαρτονομίσματος. Συμπληρώνει, συνάμα, πως η διχοτόμηση του νομίσματος αφορούσε ακόμη και τα νομικά πρόσωπα της χώρας. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της. Όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Δερτιλής, το οικονομικό αυτό όφελος ήταν προσωρινό, εφόσον λόγω του πληθωρισμού και των διαρκώς αυξανόμενων δαπανών του κράτους εξαντλήθηκε με γρήγορο ρυθμό.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Διχοτόμηση χαρτονομίσματος (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Διχοτόμηση χαρτονομίσματος (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται να αναφερθείτε:
α. στις αιτίες που οδήγησαν στην επιλογή της λύσης της «διχοτόμησης του χαρτονομίσματος» από την ελληνική κυβέρνηση το 1922.
β. στα χαρακτηριστικά της ενέργειας αυτής και τις συνέπειές της.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνεπώς η δραματική αύξηση της παροχής χρήματος μεταξύ 1920 και 1922 προκλήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με μια βρετανική αναφορά, μόνο μέσα στο 1921 η κυβέρνηση δανείστηκε 1.200 και πλέον εκατομμύρια δραχμές από την Εθνική Τράπεζα. Το φθινόπωρο του 1921 το καθημερινό κόστος του συνεχιζόμενου πολέμου υπολογιζόταν γύρω στα 8.000.000 δραχμές, αναγκάζοντας τη βασιλική κυβέρνηση να προσφεύγει σε όλο και πιο σπασμωδικά μέτρα. Ο υπουργός οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκης, επιχειρώντας έναν πρωτότυπο αυτοσχεδιασμό την επόμενη άνοιξη, εισήγαγε έναν νέο τύπο αναγκαστικού δανείου. Το κοινό υποχρεώθηκε να παραδώσει τα χαρτονομίσματά του στις τράπεζες, οι οποίες τα διχοτομούσαν: το ένα κομμάτι επιστρεφόταν στον κομιστή, ενώ το άλλο ανταλλασσόταν με εικοσαετή ομόλογα του Δημοσίου. Ταυτόχρονα, η Εθνική Τράπεζα διατάχθηκε να πιστώσει το κράτος με ένα ποσόν ισοδύναμο με το ήμισυ της αξίας των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσαν. Ήταν ένα ακραίο μέτρο αρνητικά προοδευτικής φορολόγησης, εφόσον εφαρμόστηκε μόνο στα χαρτονομίσματα και όχι στις τραπεζικές καταθέσεις ή τις άλλες μορφές αποταμίευσης. Από την άλλη πλευρά, είχε το προτέρημα πως δεν ενίσχυε τον πληθωρισμό: κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν 1.300 εκατομμύρια δραχμές χωρίς να αυξηθεί η νομισματική κυκλοφορία.
 
Mazower, M., Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους Συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Όπως επισημαίνει, μάλιστα, ο M. Mazower, ήταν σαφές πως η επιδείνωση των οικονομικών της χώρας την περίοδο 1920-1922 σχετιζόταν με επιλογές της κυβέρνησης, καθώς μόνο το 1921 είχε προχωρήσει σε δανεισμό πάνω από 1.200 εκατομμυρίων δραχμών από την Εθνική Τράπεζα. Επιπλέον, από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τον M. Mazower, ο οποίος επισημαίνει πως το φθινόπωρο του 1921 η συντήρηση της στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία κόστιζε στο ελληνικό κράτος 8.000.000 δραχμές την ημέρα, με αποτέλεσμα η τότε φιλοβασιλική κυβέρνηση να καταφεύγει σε κινήσεις απελπισίας, προκειμένου να διασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση.
 
β. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβει σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Όπως διευκρινίζει ο M. Mazower, η ιδέα του καινοφανούς αυτού δανείου ανήκε στον τότε υπουργό οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη. Με βάση τον δικό του σχεδιασμό οι πολίτες παρέδωσαν τα χαρτονομίσματα που είχαν στην κατοχή τους στις τράπεζες από τις οποίες έπαιρναν το ένα κομμάτι των διχοτομημένων πια χαρτονομισμάτων και το υπόλοιπο της αξίας τους σε ομόλογα του Δημοσίου εικοσαετούς διάρκειας. Παραλλήλως, η Εθνική Τράπεζα υποχρεώθηκε να πιστώσει στο ελληνικό κράτος το ήμισυ της αξία του συνόλου των χαρτονομισμάτων που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.  Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Σύμφωνα με τον M. Mazower, το εσωτερικό αυτό αναγκαστικό δάνειο αποτέλεσε μια ακραία μορφή αρνητικά προοδευτικής φορολόγησης, καθώς αφορούσε μόνο τα χαρτονομίσματα που είχαν στην κατοχή τους οι πολίτες και όχι τις καταθέσεις τους στην τράπεζα ή λοιπές μορφές αποταμίευσης, επιβαρύνοντας, έτσι, δυσανάλογα ορισμένους πολίτες ειδικότερα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Κύριο προτέρημά της, ωστόσο, ήταν πως δεν απαιτούσε την κυκλοφορία νέου νομίσματος και ως εκ τούτου δεν προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...