Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Το Κρητικό Ζήτημα μετά την έλευση της Διεθνούς Επιτροπής (1906)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Το Κρητικό Ζήτημα μετά την έλευση της Διεθνούς Επιτροπής (1906)
 
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το ακόλουθο κείμενο να αναφερθείτε στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος από την έλευση της Διεθνούς Επιτροπής στην Κρήτη (Φεβρουάριος 1906) μέχρι και την παραίτηση του Ύπατου Αρμοστή Γεώργιου (12 Σεπτεμβρίου 1906).
 
Κείμενο
Ύστερα από τα πορίσματα της Διεθνούς Επιτροπής ακολούθησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων με αποτέλεσμα να συνταχθεί κοινή διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων στον πρίγκιπα Γεώργιο, στις 10/23 Ιουλίου 1906, και την επομένη στην πατέρα του. Η διακοίνωση αυτή περιείχε τις ακόλουθες προτάσεις: μεταρρυθμιστικά μέτρα για τη χωροφυλακή˙ δημιουργία πολιτοφυλακής με τη συνεργασία Ελλήνων αξιωματικών (όχι από τα ενεργά στελέχη)˙ υπαγωγή και των δύο οργανώσεων στις διαταγές του ύπατου αρμοστή˙ δάνειο 9.300.000 φράγκων υπό τον έλεγχο της δημοσιονομικής επιτροπής της Αθήνας˙ πλήρη ισότητα μωαμεθανών και χριστιανών˙ και τέλος το διορισμό μεικτής επιτροπής για την αντιμετώπιση θρησκευτικών διοικητικών προβλημάτων. Η διακοίνωση όμως δεν ικανοποίησε ούτε την Κρητική Συνέλευση ούτε το βασιλιά και την κυβέρνηση της Ελλάδας. Ο βασιλιάς συμβούλεψε τον πρίγκιπα Γεώργιο να την απορρίψει.
Ο Βενιζέλος όμως είδε ότι, όπως παρουσιαζόταν η διεθνής κατάσταση, ο προτεινόμενος διακανονισμός αποτελούσε ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει προς το παρόν. Έβλεπε επίσης ότι, εφόσον η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθούσε να παρέχει την υποστήριξή της, η Κρήτη θα κέρδιζε τελικά την ένωση με την Ελλάδα. […] Ο βασιλιάς Γεώργιος συμβούλεψε τελικά τον γιο του να παραιτηθεί από το αξίωμά του. Ο πρίγκιπας δέχτηκε απρόθυμα για το καλό της πατρίδας του και για χάρη του νησιού, που το είχε αγαπήσει και δεν ήθελε να το εγκαταλείψει. Ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε αντικαταστάτη του τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας, που έφτασε στην Κρήτη στις 18 Σεπτεμβρίου 1906.
 
Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1793, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις. Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Όπως επισημαίνει ο Douglas Dakin, με βάση τα συμπεράσματα τις Διεθνούς Επιτροπής ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στη σύνταξη διακοίνωσης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η οποία κοινοποιήθηκε στον πρίγκιπα Γεώργιο (10/23 Ιουλίου 1906) και την επόμενη μέρα στον πατέρα του, βασιλιά Γεώργιο. Οι προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ικανοποίησαν ούτε την Κρητική Συνέλευση, αλλά ούτε την ελληνική κυβέρνηση και τον βασιλιά, ο οποίος, μάλιστα, συμβούλεψε τον γιο του να τις απορρίψει. Στον αντίποδα, πάντως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λαμβάνοντας υπόψη του τις διεθνείς συνθήκες, αντιλήφθηκε πως οι προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων αποτελούσαν τη δεδομένη στιγμή την καλύτερη δυνατή επιλογή. Θεωρούσε, άλλωστε, ότι χάρη στη συνεχιζόμενη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα συνέβαινε οπωσδήποτε. Έπειτα, έτσι, από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Όπως, μάλιστα, αναφέρει ο Douglas Dakin, στο πλαίσιο των προτάσεων που είχαν γίνει, περιλαμβάνονταν επίσης, οι ακόλουθες ρυθμίσεις: ένταξη υπό τον έλεγχο του ύπατου αρμοστή των σωμάτων της Χωροφυλακής και της Πολιτοφυλακής, παροχή δανείου 9.300.00 φράγκων το οποίο θα το είχε υπό τον έλεγχό της η δημοσιονομική επιτροπή της ελληνικής πρωτεύουσας, απόλυτη ισοτιμία μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών, καθώς και διορισμό μιας μικτής επιτροπής, η οποία θα φρόντιζε για την αντιμετώπιση τυχόν θρησκευτικών ή διοικητικών ζητημάτων.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β΄ Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη ελληνική επαρχία.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν μπορούσε πια να παραμένει στην Αρμοστεία της Κρήτης. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις των αντιβενιζελικών φίλων του, εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη. Όπως, μάλιστα, αναφέρει ο Douglas Dakin, ο Γεώργιος έλαβε τη σχετική συμβουλή από τον πατέρα του, και την αποδέχτηκε χωρίς πραγματικά να το θέλει, καθώς είχε αγαπήσει την Κρήτη και δεν ήθελε να την εγκαταλείψει. Κατανοούσε, ωστόσο, πως η παραίτησή του θα ήταν επωφελής για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α΄ υπέδειξε ως νέο Ύπατο Αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, οποίος ήταν πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και κατέφτασε στην Κρήτη στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, όπως συμπληρώνει ο Douglas Dakin. Το Κρητικό Ζήτημα είχε πλέον εισέλθει στη φάση της οριστικής του επίλυσης.

Ιστορία Προσανατολισμού: Νομοθετικό έργο πρώτης κυβέρνησης Βενιζέλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Νομοθετικό έργο πρώτης κυβέρνησης Βενιζέλου
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε: α) στις τροποποιήσεις του Συντάγματος, και β) στους νόμους που ψηφίστηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά την επικράτησή του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910.
 
Κείμενο
Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 1911, προέβλεπε τη σημαντική διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων, βελτιώνοντας ταυτόχρονα το πλαίσιο προστασίας του πολίτη απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία (στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν, για παράδειγμα, η πρόνοια για την επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας). Την ίδια στιγμή προνοούσε για την αποτελεσματικότερη διάκριση των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής) και την αύξηση της αποτελεσματικότητας των εργασιών του Κοινοβουλίου. Οι βασιλικές αρμοδιότητες διευρύνθηκαν, καθώς στον ανώτατο άρχοντα αναγνωριζόταν μεταξύ άλλων αποφασιστικός ρόλος στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Τέλος, στοχεύοντας στην καταπολέμηση του φαινομένου της ευνοιοκρατίας και στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου, θεσπίστηκε για πρώτη φορά η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών.
Η συνταγματική αναθεώρηση συμπληρώθηκε από ένα εντυπωσιακό νομοθετικό έργο. Το βάρος ρίχτηκε πρώτα απ’ όλα στη βελτίωση της ποιότητας και στον εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, και ειδικότερα των οικονομικών υπηρεσιών, της δικαιοσύνης και της χωροφυλακής, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Συνεχίζοντας τον αγώνα για την καταπολέμηση της ρουσφετολογίας, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέβαλε τη διεξαγωγή εξετάσεων ως κριτήριο για την πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων. Αποσκοπώντας στον προσεταιρισμό όσο το δυνατό ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αλλά και στην άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων, ο Βενιζέλος εφάρμοσε μια σειρά μετριοπαθών μέτρων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, με σημαντικότερες τη θέσπιση κανονισμών για τις συνθήκες εργασίας στις βιομηχανίες, την αναγνώριση των εργατικών σωματείων, τον ορισμό της Κυριακής ως ημέρας αργίας και την καθιέρωση κατώτατων ορίων μισθών για τις εργαζόμενες γυναίκες και τα παιδιά. 
 
Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, 2019
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Το πρώτο εξάμηνο του 1911 ψηφίστηκαν από τη Βουλή 53 τροποποιήσεις μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Όπως επισημαίνει ο Α. Κλάψης, το νέο αυτό Σύνταγμα άρχισε να ισχύει από τον Ιούνιο του 1911. Δεν έγιναν ριζικές αλλαγές, αλλά αντίθετα, ενισχύθηκε η θέση της μοναρχίας και επετράπη στον βασιλιά, παρά τη συνταγματική απαγόρευση, να συμμετάσχει στη διαδικασία της αναθεώρησης. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από τον Αντώνη Κλάψη, ο οποίος επιπροσθέτως επισημαίνει πως στο Σύνταγμα υπήρχε πρόβλεψη προκειμένου να ενισχυθούν σημαντικά τα ατομικά δικαιώματα, με παράλληλη ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου της κρατικής αυθαιρεσίας εις βάρος των πολιτών. Η επανίδρυση, για παράδειγμα, του Συμβουλίου της Επικρατείας, στόχευε ακριβώς στην προστασία των πολιτών. Ένας ακόμη στόχος των τροποποιήσεων ήταν η βελτίωση της απόδοσης των κοινοβουλευτικών εργασιών. Οι σπουδαιότερες τροποποιήσεις αφορούσαν τη διασφάλιση της διάκρισης των εξουσιών, το ασυμβίβαστο μεταξύ στρατιωτικής και δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας αφ’ ενός και βουλευτικού αξιώματος αφ’ ετέρου, και τη μονιμότητα των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων. Όπως επισημαίνει ο Α. Κλάψης, η απόφαση σχετικά με τη μονιμότητα αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ευνοιοκρατίας προκειμένου να εμπεδωθεί στην κοινωνία η αίσθηση πως γίνεται σεβαστό το δίκαιο. 
Η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε επίσης 337 νέους νόμους, οι οποίοι εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν όλο το φάσμα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου: π.χ. διορισμός δημοσίων υπαλλήλων με δημόσιους διαγωνισμούς, προκειμένου να καμφθεί η ρουσφετολογία, όπως αναφέρει ο Α. Κλάψης, καθιέρωση κανονισμών εργασίας σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες, οι οποίοι αποσκοπούσαν στο να μειωθούν οι ταξικές και κοινωνικές συγκρούσεις, καθώς και στο να διευρυνθεί η απήχηση της κυβέρνησης στα λαϊκά στρώματα, όπως επισημαίνει ο Α. Κλάψης, γι’ αυτό, άλλωστε, υιοθετήθηκαν κι άλλα μέτρα, όπως η αναγνώριση των εργατικών σωματείων, η καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, αλλά και ο προσδιορισμός κατώτατων μισθολογικών ορίων για τις γυναίκες και τα παιδιά που εργάζονταν. Με άλλες μεταρρυθμίσεις προβλεπόταν:  διανομή γης στη Θεσσαλία, αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, βελτίωση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναθεώρηση του κανονισμού της Βουλής με σκοπό να διαθέτουν οι υπουργοί περισσότερο χρόνο για κοινοβουλευτικές συζητήσεις κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Αντώνη Κλάψη, ο οποίος επισημαίνει πως κύριος στόχος των νέων νόμων ήταν η αρτιότερη οργάνωση και ποιοτική ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, με έμφαση στις οικονομικές υπηρεσίες, καθώς και στη χωροφυλακή.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Στεγαστική αποκατάσταση αστών προσφύγων του 1922 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να απαντήσετε στο ακόλουθο ερώτημα:
Ποιες πρακτικές υιοθετήθηκαν για τη στεγαστική αποκατάσταση των αστών προσφύγων του 1922 στα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Το πρόβλημα, συνεπώς, της άμεσης στεγάσεως των άστεγων και κακά στεγασμένων προσφύγων, απαιτούσε άμεση λύση.
Και προς την κατεύθυνση αυτή, οι αυτοσχεδιασμοί και οι βιαστικές λύσεις δεν έλειψαν, δικαιολογημένες κατά ένα μέρος από την επείγουσα ανάγκη.
Η στέγαση όμως των προσφυγικών οικογενειών μέσα ή γύρω από τα αστικά κέντρα, που ο αριθμός αυτών των οικογενειών υπολογίζονταν σε 350.000, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα στις μικρές, πολεοδομικά αναρχούμενες πόλεις, με τα στενά και τα σοκάκια, με τα οδικά αδιέξοδα και τα μνημειακά εμπόδια, όπως ήταν κυρίως η περιοχή των Αθηνών.
Για το λόγο αυτό, προκρίθηκε η δημιουργία οικισμών γύρω από τα αστικά κέντρα, σε εκτάσεις του Δημοσίου, ή σε ιδιωτικά οικόπεδα, που απαλλοτριώνονταν αμέσως.

Γιώργος Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922, 3η έκδοση, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 165.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Αμέσως μετά το 1922 η Αθήνα και ο Πειραιάς περιτριγυρίστηκαν από προσφυγικούς συνοικισμούς και σταδιακά συνενώθηκαν σε ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα. [...] H πολιτική των φορέων που είχαν αναλάβει την αστική αποκατάσταση συνέτεινε στο διαχωρισμό των προσφύγων σε πλούσιους και φτωχούς, αφού ο τρόπος απόκτησης κατοικίας εξαρτήθηκε από την οικονομική τους δυνατότητα. Οι πρώτοι αποκτούσαν ακίνητα σε δημοπρασίες ή ενισχύονταν για να κτίσουν κατοικίες σε κεντρικές αστικές περιοχές, ενώ οι δεύτεροι, στην καλύτερη περίπτωση, στεγάζονταν από τις κρατικές υπηρεσίες στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εκτός αυτών, υπήρχαν και εκείνοι που δεν είχαν ακόμη επωφεληθεί από το πρόγραμμα κοινωνικής στέγης και διέμεναν σε κάθε είδους πρόχειρα καταλύματα. [...] Ένα σημαντικό μέρος των προσφυγικών οικογενειών στις πόλεις (περίπου το 29%) ζούσε σε ακατάλληλες κατοικίες, όπως «στρατώνες, στρατιωτικά παραπήγματα, εργαστήρια, τζαμιά, σκηνές και τρώγλες κάθε είδους».

Γιώργος Γιαννακόπουλος, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7, εκδ. Τα Νέα-Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 92-93.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Ο πίνακας που ακολουθεί αναφέρεται στην «εκτός σχεδίου πόλεως» περιοχή του Δήμου Πειραιά.
 
Απογραφή 1928
 
                              Σύνολο απογραφής   Κάτοικοι πριν
                               1928                              από τον Σεπτέμβριο
                                                                      1922

Βούρλα

3.184

750

Δραπετσώνα

17.652

2.080

Νέα Καλλίπολις

4.691

3.180

Νέα Καμίνια

8.040

6.626

Νέα Κοκκινιά

33.201

2.900

Παλαιά Κοκκινιά

14.225

6.854

 
Πηγή: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας/Γ.Σ.Υ.Ε., Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15ης-16ης Μαΐου 1928, Αθήνα 1933, σ. 32· παρατίθεται στο: Ελένη Κυραμαργιού, Δραπετσώνα 1922-1967, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2019, σ. 65.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Την αστική αποκατάσταση ανέλαβε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η ΕΑΠ, η οποία πρόσφερε οικονομική βοήθεια σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οικοτεχνικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων (όπως η ταπητουργία). Σε αντίθεση με την αγροτική αποκατάσταση, η αστική περιλάμβανε μόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας. Η αστική στέγαση συνάντησε περισσότερα εμπόδια από την αγροτική. Ο αριθμός των προσφύγων ήταν μεγάλος, τα ανταλλάξιμα (μουσουλμανικά) σπίτια στις πόλεις ήταν λίγα και τα οικιστικά προγράμματα του κράτους καθυστερούσαν, λόγω των πολιτικών ανωμαλιών και της κακής οικονομικής κατάστασης κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Πρόβλημα επίσης αποτελούσε η περιπλάνηση των αστών προσφύγων από πόλη σε πόλη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες στις πόλεις τα πρώτα χρόνια εργάζονταν περιστασιακά, είτε κάνοντας «μεροκάματα» στις οικοδομές, σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, είτε ως πλανόδιοι μικροπωλητές και μικροκαταστηματάρχες. Άλλοι δούλεψαν ως ναυτεργάτες και εργάτες σε δημόσια έργα στις πόλεις ή στην ύπαιθρο (αρδευτικά και αποστραγγιστικά έργα, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή ή επέκταση λιμανιών κ.ά.).
Η αστική στέγαση ξεκίνησε από την Αθήνα με τη δημιουργία τεσσάρων συνοικισμών: της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα και της Κοκκινιάς στον Πειραιά. Για τη στέγαση των αστών προσφύγων υιοθετήθηκε η δημιουργία συνοικισμών με επέκταση των πόλεων στις οποίες αυτοί ήταν προσωρινά εγκατεστημένοι. Όπως προκύπτει από τον πίνακα με τα στατιστικά αποτελέσματα της Απογραφής του 1928 (Κείμενο Γ), οι συνοικισμοί που προϋπήρχαν ή δημιουργήθηκαν σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως του Πειραιά, γνώρισαν γοργή πληθυσμιακή ανάπτυξη. Η Νέα Κοκκινιά, για παράδειγμα, από 2.900 κατοίκους το 1922 έφτασε τους 33.201 σε μόλις έξι χρόνια, ενώ εξίσου σημαντική ήταν και η αύξηση στη Δραπετσώνα που είχε 2.080 το 1922 και έφτασε τους 17.652 το 1928. Η Παλαιά Κοκκινιά, κατά το ίδιο διάστημα διπλασίασε τον αριθμό των κατοίκων της, από 6.845 σε 14.225 και τα Βούρλα από 750 κατοίκους έφτασαν τους 3.184. Μικρότερη ανάπτυξη γνώρισαν περιοχές όπως τα Νέα Καμίνια. Η επιλογή της επέκτασης των πόλεων, όπως διευκρινίζει ο Γιώργος Λαμψίδης (Κείμενο Α), θεωρήθηκε απαραίτητη, διότι ο μεγάλος αριθμός των οικογενειών που χρειάζονταν στέγαση (350.000 περίπου) δεν μπορούσε να αποκατασταθεί στις μικρές πόλεις, χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού, οι στενοί ή αδιέξοδοι δρόμοι και τα σοκάκια, αλλά και η αδυναμία δόμησης λόγω ύπαρξης μνημείων, όπως συνέβαινε στην περιοχή της Αθήνας. Επεκτάθηκαν, ως εκ τούτου, τα αστικά κέντρα, με την αξιοποίηση εκτάσεων που ανήκαν στο Δημόσιο ή ακόμη και σε οικόπεδα ιδιωτών, τα οποία και απαλλοτριώνονταν κατά τρόπο άμεσο. Λόγω, άλλωστε, της επέκτασης αυτής, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Γιαννακόπουλος (Κείμενο Β), η Αθήνα και ο Πειραιάς κατέληξαν σταδιακά να ενωθούν σε ένα ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα, αφού γύρω τους είχαν δημιουργηθεί πολλοί προσφυγικοί συνοικισμοί.  
Προκρίθηκε -εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις- το σύστημα της ανέγερσης μικρών κατοικιών, μονοκατοικιών/ διπλοκατοικιών/ τετρακατοικιών, μονοώροφων ή διώροφων, με ένα ή δύο δωμάτια, κουζίνα και τους αναγκαίους βοηθητικούς χώρους. Το κράτος ή η ΕΑΠ ανέθεταν την ανέγερση των συνοικισμών σε εργολάβους ή φρόντιζαν να εφοδιάζουν τους πρόσφυγες με τα απαραίτητα μέσα για να κατασκευάσουν οι ίδιοι τα σπίτια τους. Η οικοδόμηση των συνοικισμών, ελλείψει χρόνου και χρημάτων, συχνά δεν συνδυαζόταν με έργα υποδομής (ύδρευση, αποχετευτικό σύστημα, οδικό δίκτυο, χώροι πράσινου κ.ά.). Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Γιώργος Λαμψίδης (Κείμενο Α), η επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η στέγαση, ιδίως όσων ήταν άστεγοι ή πλημμελώς στεγασμένοι, οδήγησε εκ των πραγμάτων σε λύσεις ελλιπώς μελετημένες και σε αυτοσχεδιασμούς. Παρά την ομοιομορφία που επικρατούσε, υπήρχε ελαφρά διαφοροποίηση των κατοικιών του ενός συνοικισμού από τις κατοικίες του άλλου, ως προς το εμβαδόν, την ποιότητα κατασκευής και τη λειτουργικότητα. Ιδρύθηκαν ακόμη προσφυγικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί και χορηγήθηκαν άτοκα δάνεια σε προσφυγικές οικογένειες για τη στέγασή τους.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Γιαννακόπουλος (Κείμενο Β), οι φορείς που ανέλαβαν την αστική αποκατάσταση ακολουθούσαν πολιτική που οδηγούσε στο διαχωρισμό των προσφύγων σε εύπορους και φτωχούς, μιας και ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση διαφοροποιούταν ο τρόπος διασφάλισης κατοικίας. Οι εύποροι πρόσφυγες, είχαν την οικονομική δυνατότητα να φροντίσουν μόνοι τους για τη στέγασή τους. Αυτοί στην αρχή ήταν σε θέση να νοικιάσουν ή να αγοράσουν κατοικίες μέσα στις πόλεις και έτσι να αναμειχθούν με τους γηγενείς. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Γιώργο Γιαννακόπουλο, οι εύποροι πρόσφυγες είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν ακίνητα σε δημοπρασίες ή λάμβαναν ενίσχυση προκειμένου να χτίσουν σπίτια σε κεντρικές περιοχές των πόλεων. Αργότερα ανέλαβαν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για την ίδρυση οικισμών. Η διαδικασία ήταν η ακόλουθη: ίδρυαν έναν οικοδομικό συνεταιρισμό, αγόραζαν μία έκταση σε προνομιούχο περιοχή και οικοδομούσαν αστικές κατοικίες καλής ποιότητας. Τέτοιοι οικισμοί ήταν η Νέα Σμύρνη στην Αθήνα και η Καλλίπολη στον Πειραιά. Όπως προκύπτει από τον πίνακα με τα στατιστικά αποτελέσματα της Απογραφής του 1928 (Κείμενο Γ), η Νέα Καλλίπολη είχε 3.180 κατοίκους το 1922, οι οποίοι αυξήθηκαν στους 4.691 το 1928. Στο αντίθετο άκρο βρίσκονταν οι άποροι πρόσφυγες που δεν είχαν κατορθώσει να αποκατασταθούν ακόμη. Εγκαταστάθηκαν σε καλύβες, χαμόσπιτα και άλλες πρόχειρες κατασκευές στις παρυφές παλαιών οικισμών, ή δημιούργησαν παραγκουπόλεις γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Γιώργο Γιαννακόπουλο (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει πως πέρα από τους φτωχούς πρόσφυγες που μέσω των κρατικών υπηρεσιών αποκαταστάθηκαν σε προσφυγικούς συνοικισμούς το 29% περίπου των άπορων προσφύγων που διέμεναν σε αστικά κέντρα ήταν αναγκασμένο να ζει σε χώρους που δεν ήταν κατάλληλοι για διαβίωση, όπως ήταν τρώγλες, σκηνές, στρατιωτικά παραπήγματα, καθώς και στρατώνες και τζαμιά. Έτσι, σε άθλιες συνθήκες, επρόκειτο να ζήσουν για πολλά χρόνια.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Σύνταγμα 1927 - Τετραετία 1928-32 & Κίνημα του 1935

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα να αναφερθείτε: α) στην ψήφιση του Συντάγματος του 1927, β) στην τετραετία 1928-1932 της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, και γ) στο στρατιωτικό κίνημα του 1935.
 
Κείμενο Α
Μετά από πέντε μήνες συζήτησης στη Βουλή, το οριστικό Σύνταγμα της Δημοκρατίας δημοσιεύτηκε επιτέλους στις 3 Ιουνίου 1927. Σπουδαιότερη καινοτομία του ήταν η θέσπιση Γερουσίας ως δεύτερου νομοθετικού σώματος. Είχε σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως ασπίδα της Δημοκρατίας σε περίπτωση εχθρικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Κοινές συνεδριάσεις Βουλής και Γερουσίας προβλέπονταν για την άρση διαφωνιών τους στο νομοθετικό έργο, για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η κυβέρνηση χρειαζόταν ψήφο εμπιστοσύνης μόνο από τη Βουλή αλλά χρειαζόταν άδεια της Γερουσίας για να διαλυθεί πρόωρα η Βουλή.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
 
Κείμενο Β
Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο το 1928-1932 έμεινε γνωστή ως η «Τετραετία» και κατέληξε να θεωρείται δεύτερη χρυσή εποχή του βενιζελισμού, μετά το 1910-15. Εμπνεόταν από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Πρώτη προτεραιότητα δόθηκε στην οικονομική ανάπτυξη και προπαντός στην ταχεία ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, με στροφή από τα εξαγωγικά προϊόντα στα δημητριακά για εγχώρια κατανάλωση, ώστε να μειωθεί το χρόνιο έλλειμμα στα σιτηρά. Η ανάπτυξη της γεωργίας και του αγροτικού εισοδήματος, με τη σειρά της, θα μεγάλωνε την αγορά για το εμπόριο και ιδίως για την εγχώρια βιομηχανία. […]
Συνοπτικά, όραμα της Τετραετίας ήταν μία καπιταλιστική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη και μία σύγχρονη αστική δημοκρατία.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
 
Κείμενο Γ
Μετά την εκδήλωση του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 η κυβέρνηση Τσαλδάρη κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, και ιδιοποιήθηκε τη νομοθετική εξουσία, εκδίδοντας σωρεία αναγκαστικών νόμων (α.ν.) για τη δίωξη των Βενιζελικών. Δημεύθηκαν τότε οι περιουσίες εκατοντάδων προσώπων που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο κίνημα, καθώς και των συζύγων τους. Και τούτο, προκειμένου να αποζημιωθούν, όπως προβλεπόταν, τα θύματα του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση συγκάλεσε τη Βουλή μόνο στις 29 Μαρτίου, για μία και μοναδική συνεδρίαση, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει σε δίκη, μαζί με τους πρωταίτιους του κινήματος, τον Ελ. Βενιζέλο και τους κυριότερους ηγέτες του βενιζελισμού, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στο κίνημα. Προς τούτο, για όσους ήταν βουλευτές, ανέστειλε παράνομα τη βουλευτική τους ασυλία.
Συνολικά 1.130 πολιτικοί και στρατιωτικοί παραπέμφθηκαν σε δίκη στα έκτακτα στρατοδικεία, που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτόν· 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο (μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ν. Πλαστήρας, που είχαν όμως διαφύγει στο εξωτερικό), από τους οποίους 3 εκτελέσθηκαν και 57 καταδικάστηκαν σε ισόβια.
Την 1η Απριλίου 1935, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ιδιοποιήθηκε και τη συντακτική εξουσία, εκδίδοντας τις τέσσερις πρώτες από 46 συντακτικές πράξεις που υιοθέτησε συνολικά έως τον Ιούνιου του ίδιου χρόνου. Με την πρώτη από αυτές καταργούσε τη Γερουσία, στην οποία οι Βενιζελικοί εξακολουθούσαν να έχουν την πλειοψηφία, διέλυε τη Βουλή του 1933 και προκήρυσσε εκλογές «εντός δύο μηνών».
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Σημαντική πολιτική τομή της περιόδου 1923-1928 είναι η ψήφιση νέου συντάγματος, διαδικασία που ξεκίνησε το 1924 και ολοκληρώθηκε μόλις το 1927, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Όπως, μάλιστα, διευκρινίζεται στο Κείμενο Α, η τελική διαδικασία συζητήσεων στη Βουλή για την ψήφισή του διήρκησε πέντε μήνες και το «Σύνταγμα της Δημοκρατίας» δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουνίου του 1927. Με βάση το Σύναγμα αυτό στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που τον εξέλεγε η Βουλή και η Γερουσία, η οποία αποτελούσε νέο, δεύτερο νομοθετικό σώμα. Η ύπαρξη της Γερουσίας, όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Α, αποσκοπούσε στην προστασία της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που εκλεγόταν στη Βουλή πλειοψηφία εχθρική προς το πολίτευμα αυτό. Τα δύο νομοθετικά σώματα μπορούσαν να συνεδριάσουν από κοινού μόνο όταν χρειαζόταν να ξεπεράσουν μεταξύ τους διαφωνίες που σχετίζονταν με το νομοθετικό έργο, όταν γινόταν η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και όταν πραγματοποιούνταν αναθεώρηση του Συντάγματος. Η εκάστοτε κυβέρνηση μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με τη στήριξη της Βουλής από την οποία και χρειαζόταν να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση, όμως, που ήθελε να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή, έπρεπε να λάβει την άδεια της Γερουσίας.
 
β) Στις εκλογές του 1928 οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν τις 178 από τις 250 έδρες. Με τη μεγάλη αυτή πλειοψηφία, οι Βενιζελικοί είχαν τη δυνατότητα να στερεώσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να γεφυρώσουν το χάσμα που υπήρχε μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων. Στην αρχή, οι ηγεσίες και των δυο μεγάλων κομμάτων επέδειξαν καλή θέληση και προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Οι Βενιζελικοί όμως δυσπιστούσαν για την καλή θέληση του κύριου αντιπάλου, του Λαϊκού κόμματος, και επιπλέον φοβούνταν ότι μόνο ο αρχηγός του Π. Τσαλδάρης ήταν διαλλακτικός, και ότι σε περίπτωση ανάδειξης αντιβενιζελικής κυβέρνησης θα κυριαρχούσαν τα ακραία στοιχεία. Επιπλέον, οι βενιζελικοί αξιωματικοί δεν ήθελαν το συμβιβασμό, επειδή φοβούνταν ότι μ' αυτόν τον τρόπο το Λαϊκό Κόμμα θα μπορούσε να αυξήσει την επιρροή του, να κερδίσει τις εκλογές και να επαναφέρει στην ενεργό υπηρεσία πολλούς αντιβενιζελικούς αξιωματικούς. Καθώς τα ακραία στοιχεία των δύο παρατάξεων αλληλοϋποβλέπονταν, οι δυνατότητες να γεφυρωθεί το χάσμα περιορίζονταν.
Κατά την περίοδο 1928-1932 η Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα σε ό,τι αφορά την οικονομική ανόρθωση της χώρας, την παιδεία και την εξωτερική πολιτική. Στοιχεία που επιβεβαιώνονται από το Κείμενο Β, στο οποίο επιπροσθέτως αναφέρεται πως η περίοδος αυτή απέκτησε τον χαρακτηρισμό η «Τετραετία», καθώς υπήρξε η δεύτερη σημαντικότερη περίοδος της πολιτικής του Βενιζέλου μετά την αρχή της σταδιοδρομίας του (1910-1915). Κύριο χαρακτηριστικό της «Τετραετίας» ήταν η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εκσυγχρονισμού της χώρας. Πρώτη επιδίωξη της κυβέρνησης του Βενιζέλου ήταν να διασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη, με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη και ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής. Κρίσιμη, ως προς αυτό επιλογή, ήταν η αποδέσμευση της αγροτικής παραγωγής από τα εξαγώγιμα προϊόντα και η στροφή στα δημητριακά που ήταν αναγκαία για την εγχώρια κατανάλωση. Με τον τρόπο αυτό θα επιτυγχάνονταν η μείωση του διαχρονικού ελλείμματος της χώρας σε σιτηρά. Πρόβλεψη της κυβέρνησης αποτελούσε πως μέσω της ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής και κατ’ επέκταση των εσόδων για τους αγρότες θα επερχόταν και η ενίσχυση της αγοράς που σχετιζόταν με το εμπόριο και κυρίως με την εγχώρια βιομηχανία. Το όραμα που διέτρεχε την «Τετραετία» ήταν η διαμόρφωση μιας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία θα βρισκόταν σε γοργή ανάπτυξη, και, παραλλήλως, η συγκρότηση μιας σύγχρονης αστικής δημοκρατίας. Στις εκλογές του 1932, όμως, οι Φιλελεύθεροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες και έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής. Σε νέες εκλογές το 1933 επικράτησε ο συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος.
 
γ)  Ο Βενιζέλος προχώρησε τον Μάρτιο του 1935 σε αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα, αποσκοπώντας και πάλι στην κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας από τους βασιλικούς. Κίνημα που, όπως διευκρινίζεται στο Κείμενο Γ, εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου του 1935. Ακριβώς αυτό το αποτυχημένο κίνημα έδωσε λαβή στην κυβέρνηση, υπό την πίεση αξιωματικών της άλλης πλευράς, να σκληρύνει τη στάση της: διέλυσε το Κοινοβούλιο, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και προκήρυξε εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Η αντίδραση της κυβέρνησης Τσαλδάρη παρουσιάζεται πιο αναλυτικά από τον Ν. Αλιβιζάτο (Κείμενο Γ), σύμφωνα με τον οποίο, πρώτη κίνησή της ήταν να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς, μάλιστα, να λάβει σχετική έγκριση από τη Βουλή. Ακολούθως, κατά τρόπο αντισυνταγματικό, προχώρησε στην έκδοση πολλών αναγκαστικών νόμων, παρακάμπτοντας και πάλι τη Βουλή και ασκώντας μονομερώς τη νομοθετική εξουσία, προκειμένου να πραγματοποιήσει τη δίωξη των Βενιζελικών. Με βάση τους αναγκαστικούς αυτούς νόμους η κυβέρνηση προχώρησε στη δήμευση εκατοντάδων ατόμων με την κατηγορία πως συμμετείχαν στο κίνημα του Βενιζέλου. Η δήμευση επεκτάθηκε και στην περιουσία των συζύγων τους, καθώς ήταν αναγκαίο να αποζημιωθούν τα θύματα του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη συγκάλεσε τη Βουλή να συνεδριάσει για μία και τελευταία φορά στις 29 Μαρτίου του 1935, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει σε δίκη τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στο κίνημα, καθώς και τον ίδιο τον Βενιζέλο, αλλά και τους σημαντικότερους ηγέτες της βενιζελικής παράταξης, κατηγορώντας τους ως ηθικούς αυτουργούς του κινήματος. Με παράνομο τρόπο, μάλιστα, ανέστειλε τη βουλευτική ασυλία όσων ήταν βουλευτές. Τελικά, 1.130 πολιτικοί και στρατιωτική δικάστηκαν σε έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία συγκροτήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Από αυτούς 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά εκτελέστηκαν μόνο 3 και η ποινή των υπόλοιπων 57 τράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο ήταν ο Βενιζέλος και ο Ν. Πλαστήρας, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν ήδη διαφύγει στο εξωτερικό. Μετά από την τελευταία συνεδρίαση της βουλής, η κυβέρνηση Τσαλδάρη προχώρησε την 1η Απριλίου του 1935 σε νέες αντισυνταγματικές ενέργειες, καθώς άσκησε μονομερώς εκ νέου και τη συντακτική εξουσία, και εξέδωσε τις τέσσερις πρώτες, από το σύνολο σαράντα έξι συντακτικών πράξεων που κύρωσε μέχρι τον Ιούνιο του 1935. Με την πρώτη από αυτές τις συντακτικές πράξεις κατάργησε το νομοθετικό σώμα της Γερουσίας, στο οποίο οι υποστηρικτές του Βενιζέλου είχαν την πλειοψηφία, διέλυσε τη Βουλή και προχώρησε στην προκήρυξη εκλογών, οι οποίες έπρεπε να διεξαχθούν εντός δύο μηνών. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας.
 

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Πρόσφυγες από τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Cavan images
 
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Πρόσφυγες από τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και τα κείμενα που ακολουθούν να παρουσιάσετε την πορεία και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες από τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα.
 
Κείμενο Α
Η αποτυχηµένη εκστρατεία εναντίον της Χίου
Η εκστρατεία της Χίου είχε αναληφθή µε πρωτοβουλία και µε δαπάνες των Χίων της Σύρου κυρίως και είχε εγκριθή «εξ αλογιστίας και χαλαρότητος» από την Αντικυβερνητική Επιτροπή*, που διέθετε για την εκστρατεία αυτή το σώµα του τακτικού στρατού υπό τον Φαβιέρο.
Η επιχείρηση ήταν εκ των προτέρων καταδικασµένη σε αποτυχία, εφόσον ούτε οι Χίοι ούτε η ελληνική κυβέρνηση διέθεταν τα απαιτούµενα οικονοµικά µέσα, για να είναι δυνατόν να εξασφαλίζωνται συνεχείς ενισχύσεις (...) και διαρκής παρουσία ισχυρών ελληνικών ναυτικών δυνάµεων, ώστε να εξουδετερώνωνται οι δυσµενείς συνέπειες από τη γεωγραφική θέση του νησιού, οι δυνατότητες δηλαδή του εχθρού να στέλνη µεγάλες ενισχύσεις ιδίως από τη Σµύρνη.
 
Αντικυβερνητική Επιτροπή: Εκλεγμένη από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση το 1827 είχε αναλάβει τη διοίκηση της χώρας μέχρι την έλευση του Ι. Καποδίστρια.
 
Αλέξ. ∆εσποτόπουλος, Η Επανάσταση κατά το 1828, Ι.Ε.Ε., τόµ. ΙΒ΄, σ. 490
 
Κείμενο Β
Οι Χίοι της Ερµούπολης οργανώνουν εκστρατεία
Μετά την καταστροφήν αυτής [της Χίου], τινές των πολιτών της συνοικισθέντες εν Σύρα χάριν εµπορίου και πεινώντες και διψώντες την ανέγερσιν της πατρίδος των (...) συνάξαντες ικανά χρήµατα παρά των εν τη αλλοδαπή συµπολιτών, και καταθέσαντες και αυτοί εις κίνησιν ναυτικής και στρατιωτικής δυνάµεως και πορισµόν των αναγκαίων, ανέθεσαν την πραγµατοποίησιν του πατριωτικού σκοπού των εις εντίµους συναδέλφους των (...). Συστηθείσα η επιτροπή αύτη κατ’ έγκρισιν της κυβερνήσεως, συνεννοήθη µετά του Φαβιέρου (...).
 
Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµ. ∆΄, σσ. 213-214.
 
Κείμενο Γ
Οι Χίοι πρόσφυγες νοσταλγούν το νησί τους
Η εν Ελλάδι δυστυχία των καλοµαθηµένων Χίων (...) παρεκίνησαν πολλούς να φύγουν εις διαφόρους λιµένας της Μεσογείου. (...) Γενικώς η κατάστασίς των ήτο οικτρά, εν ω αι υπέρ αυτών ενέργειαι της κυβερνήσεως ήσαν σπασµωδικαί. (...) Η απελπισία των ηύξανεν ένεκα της αδιαφόρου και ενίοτε ασπλάγχνου, κατά την γνώµιν των, στάσεως των λοιπών Ελλήνων, ιδίως των πόλεων. Ήρχιζον λοιπόν να αναπολούν µετά νοσταλγίας την Χίον εις την οποίαν κατά βάθος επεθύµουν να επιστρέψουν, έστω και αν αύτη ευρίσκετο υπό το πέλµα των Τούρκων.
(...) Και πραγµατικώς χάρις εις την επί του νέου διοικητού τής Χίου Γιουσούφ µπέη αποκατασταθείσαν εν τη νήσω τάξιν και την υπ’ αυτού εγκαινιασθείσαν φιλάνθρωπον πολιτικήν έναντι των ορθοδόξων Χριστιανών, πάµπολλοι φυγάδες Χίοι, ιδίως από του Οκτωβρίου του 1822, ήρχισαν να επιστρέφουν εις την πατρίδα των (...) και να αναλαµβάνουν τας προτέρας των εργασίας εν µέσω µυρίων δυσκολιών εις την ηρειπωµένην χώραν (...).
Η επιτροπή των ελευθέρων Χίων δια του από 5 Οκτωβρίου 1825 εγγράφου της προς το βουλευτικόν (...) αναφέρει ότι µόνον το 1/4 των διασωθέντων επανήλθεν εις την νήσον «και τούτο είναι εκ των ασηµάντων χωρικών, οίτινες δουλεύουν ως ανδράποδα εις τους Τούρκους, διότι κανείς εκ των χωραϊτών ούτε εκ των σηµαντικών δεν είναι δεκτός τώρα εις την Χίον».
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939, σσ. 54-56.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Μετά την καταστροφή της Χίου και τη μαζική μεταφορά των κατοίκων της στα Ψαρά, ανέκυψε πρόβλημα από το πλήθος των προσφύγων που κατέκλυσε το νησί. Οι Ψαριανοί έδειξαν και πάλι φροντίδα, παραχωρώντας στους Χίους πρόχειρα καταλύματα. Το αδιαχώρητο που δημιουργήθηκε αντιμετωπίστηκε, όπως και παλαιότερα, με τη μεταφορά μεγάλου αριθμού Χίων στις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Γενικά, η διάθεση των Κυκλαδιτών απέναντι τους ήταν φιλική και οι Χίοι προσαρμόστηκαν εύκολα.
Όσοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο, βρέθηκαν στην πυρπολημένη Κόρινθο πεινασμένοι και χωρίς καμία περίθαλψη. Μερικοί αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και από εκεί πήγαν στην Αθήνα. Η κυβέρνηση έδειξε φροντίδα για όλους αυτούς: παραχώρησε χώρους στέγασης και καταλύματα και ανέλαβε τη δαπάνη της συντήρησης των απόρων, των χηρών και των ορφανών. Στη συνέχεια διαμοίρασε τους πρόσφυγες σε γύρω χωριά και κωμοπόλεις και ζήτησε από τους προκρίτους να τους φροντίζουν. Τα μέτρα περίθαλψης όμως ατόνησαν μέσα σ’ ένα μήνα, γιατί έπρεπε η κυβέρνηση να εξοικονομήσει πόρους για την προετοιμασία της άμυνας, ενόψει της επικείμενης εκστρατείας του Δράμαλη.
Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και οι κακουχίες στην προσφυγιά τόνωσαν την επιθυμία των Χίων να επιστρέψουν στο νησί τους, έστω κι αν αυτό βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Απόστολου Βακαλόπουλου (Κείμενο Γ), οι πρόσφυγες από τη Χίο βίωσαν δύσκολες στιγμές στον ελληνικό χώρο, καθώς είχαν συνηθίσει να ζουν υπό πολύ καλύτερες συνθήκες στο νησί τους, γι’ αυτό, άλλωστε, αρκετοί κατέφυγαν από νωρίς σε άλλες μεσογειακές χώρες. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην Ελλάδα ήταν πολλές, η μέριμνα της ελληνικής κυβέρνησης για εκείνους ήταν ανοργάνωτη και αποσπασματική, αλλά και η στάση των ντόπιων απέναντί τους, όπως τουλάχιστον εκείνοι το αντιλαμβάνονταν, ήταν σκληρή και αφιλόξενη, ιδίως στα αστικά κέντρα. Έτσι, πολύ γρήγορα άρχισαν να επιθυμούν την επιστροφή στο νησί τους. Από τον Οκτώβριο του 1822, αρκετοί άρχισαν να επιστρέφουν. Με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες του Απόστολου Βακαλόπουλου (Κείμενο Γ), μόλις η Χίος πέρασε στη διοίκηση του Γιουσούφ μπέη υπήρξε αφενός αποκατάσταση της τάξης στο νησί και αφετέρου υιοθετήθηκε μια πολιτική πιο φιλική και δεκτική απέναντι στους Χριστιανούς ορθόδοξους, γεγονός που ενθάρρυνε πολλούς να επιστρέψουν πίσω και να καταπιαστούν και πάλι με τις πρότερες ασχολίες τους, έστω κι αν αντιμετώπισαν πολλά εμπόδια, μιας και το νησί ήταν ερειπωμένο από την καταστροφή που είχε προηγηθεί. Σύμφωνα, πάντως, με έγγραφο που απέστειλε η επιτροπή των ελεύθερων Χίων στο βουλευτικό, στις 5 Οκτωβρίου του 1825, μικρό μόνο μέρος από όσους Χίους διασώθηκαν επέστρεψαν στο νησί, το ¼ περίπου, κι αυτοί που επέστρεψαν δεν ανήκαν ούτε στους αστούς της Χίου ούτε στις σημαντικές οικογένειες του νησιού, αφού δεν τους δέχονταν πίσω, ήταν κυρίως άποροι χωρικοί, οι οποίοι κατέληξαν να εργάζονται ως υπηρέτες των Τούρκων. Όσοι Χίοι παρέμειναν στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλους πρόσφυγες, εργάστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, όχι για αποκατάσταση στους τόπους που είχαν προσφύγει, αλλά για ανακατάληψη του νησιού τους. Όπως αναφέρει ο Σπυρίδων Τρικούπης (Κείμενο Β), οι Χίοι πρόσφυγες της Σύρου, που είχαν βρεθεί εκεί, μετά την καταστροφή του νησιού τους, για να ασκήσουν την εμπορική δραστηριότητα, δεν έπαψαν ποτέ να επιθυμούν με ένταση την αποκατάσταση της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Για τον λόγο αυτό συγκέντρωσαν χρήματα από συντοπίτες τους που διέμεναν στο εξωτερικό και συνεισέφεραν κι εκείνοι προκειμένου να συγκροτήσουν ναυτική και στρατιωτική δύναμη με τα αναγκαία εφόδια. Κατόπιν εμπιστεύτηκαν την ευόδωση της σχετικής προσπάθειας σε ηθικά ακέραιους συμπολίτες τους, οι οποίοι αφού έλαβαν την έγκριση της κυβέρνησης συγκρότησαν μια επιτροπή και ήρθαν σε συνεννόηση με τον Φαβιέρο. Η αποτυχημένη επιχείρηση του Φαβιέρου (1827-1828), που προετοιμάστηκε από Χίους πρόσφυγες για το σκοπό αυτό, έθεσε άδοξο τέλος σε αυτές τις προσπάθειες και γέννησε νέο κύμα Χίων προσφύγων προς τη Σάμο και τις Κυκλάδες. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο (Κείμενο Α), η εκστρατεία αυτή ξεκίνησε με πρωτοβουλία των Χίων που διέμεναν στη Σύρο, οι οποίοι ανέλαβαν και το οικονομικό της κόστος. Συνυπεύθυνη, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, ήταν και η Αντικυβερνητική Επιτροπή της περιόδου εκείνης, η οποία δεν εξέτασε επαρκώς το ζήτημα και κινούμενη με έλλειψη σύνεσης έθεσε στη διάθεση των Χίων σώμα του τακτικού στρατού υπό τη διοίκηση του Φαβιέρου. Η εκστρατεία αυτή, ωστόσο, ήταν εξαρχής δεδομένο πως δεν θα πετύχει, καθώς η αναγκαία χρηματοδότηση προκειμένου να παρέχονται συνεχείς ενισχύσεις και να διασφαλίζεται η διαρκής ύπαρξη μεγάλη ναυτικής δύναμης στο νησί, δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί ούτε από τους Χίους ούτε από την ελληνική κυβέρνηση. Η θέση του νησιού ήταν τέτοια, ώστε οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να στέλνουν συνεχώς ενισχύσεις από τη Σμύρνη, ενώ, αντιθέτως, οι Έλληνες όφειλαν να διαθέτουν ανεξάντλητους οικονομικούς πόρους για να πετύχουν κάτι αντίστοιχο.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Ποντιακός Ελληνισμός & Διαμετακομιστικό εμπόριο

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στη συμβολή του διαμετακομιστικού εμπορίου στην οικονομική ανάπτυξη του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα.
 
Κείμενο Α
Στήν Τραπεζούντα τό 1869 ξία τν εσαγωγν εχε φθάσει στά 62.787.464 φράγκα, μ χρες προελεύσεως κατά σειρά: γγλία, Περσία, Γαλλία, Ρωσία, λβετία κα προτελευταία τν λλάδα μ 131.150 φράγκα, κα τν ξαγωγν στ 37.901.438 φράγκα, μ προορισμ κατ σειρά: Περσία, Κωνσταντινούπολη, Ρωσία, Γαλλία, Καύκασο κ.. Τν διο χρόνο εχαν ρθει στ λιμάνι της Τραπεζούντας 297 τμόπλοια κα 704 στιοφόρα. Μ τς χερσαες συγκοινωνίες κα διαίτερα π τ δρόμο Τραπεζούντας - ρζερομ – Ταυρίδας πολλά καραβάνια μετέφεραν μπορεύματα πρς κα π τ σωτερικό τς Μικρς σίας, πρς τν Περσία κα λλες χρες.
 
στορία το λληνικο θνους, τ. ΙΓ΄: Νεώτερος λληνισμς π τ 1833 ς τ 1881, θήνα: κδοτικ θηνν, 1977, σ.435.
 
Κείμενο Β
Στόν Πόντο οκονομικ δραστηριότητα περιοριζόταν στν παραλιακ ζώνη κα σ’ ατ πάλι κμαζε τ λληνικ στοιχεο. Τ σπουδαιότερο κέντρο ταν Τραπεζούντα, πο βρισκόταν στ τέρμα το χερσαίου δρόμου κα στ πίκεντρο τς πικοινωνίας τς Περσίας κα τς Κασπίας μ λη τ Μικρ σία κα μ τ Δύση. Τ μπόριο τς Τραπεζούντας ναπτύχθηκε διαίτερα π το 1883, ταν Ρωσία πέκλεισε τν δ μέσω Καυκάσου στ περσικ μπόριο, μέχρι το 1906, πότε ποκαταστάθηκε πάλι πικοινωνία μέσω Ρωσίας. Στ διαμετακομιστικ μπόριο τς Τραπεζούντας λληνική ναυτιλία παιζε σημαντικ ρόλο - ρχόταν τρίτη στς εσαγωγς κα ξαγωγς στ λιμάνι τς πόλεως. πρχε ποκατάστημα τς Τράπεζας θηνν, ν ο ντόπιοι μεγάλοι τραπεζικο κα μπορικο οκοι τν Γ. Καπαγιαννίδη, δελφν Φωστηροπούλου κα τν Θεοφύλακτου κα Λεοντίδη λεγχαν τν οκονομικ ζω το τόπου. Δεύτερη σ σημασία ρχόταν μισς (Samsun) πο κμαζε ς κέντρο ξαγωγς καπνο κα διέθετε κα ατ ποκατάστημα τς Τράπεζας θηνν. Κερασούντα κα τ Κοτύωρα κμαζαν πίσης· κα κε τ μπόριο ταν στ χέρια τν λλήνων.
 
στορία το λληνικο θνους, τ. ΙΔ΄: Νεώτερος λληνισμς π τ 1881 ς τ 1913, θήνα: κδοτικ θηνν, 1977, σ.372.
 
Κείμενο Γ
[...] οκονομική νάπτυξη, τν λλήνων μπόρων το Πόντου πό τά μέσα το 19ου αώνα φείλεται κατά να μέρος στήν ενοϊκή μεταχείρηση πού πολάμβαναν π τήν τσαρική Ρωσία καί σέ μικρότερο βαθμό πό λλες μεγάλες Δυνάμεις. Ο πολύγλωσσοι λληνες μποροι πρξαν πολύτιμοι συνέταιροι, πειδή γνώριζαν καλά τίς τοπικές μπορικές συνθκες καί εχαν κτεταμένες παφές μέ λληνικές παροικίες στήν Ερώπη καί σ’ λόκληρη τήν θωμανική Ατοκρατορία. λλά ο λληνες χριστιανοί ταν ξίσου πολύτιμοι για την προώθηση ερωπαϊκν καί διαίτερα ρωσικν πολιτικν φιλοδοξιν σέ βάρος θωμανικν δαφν. Πολλοί π’ ατούς διέθεταν συχνά διπλωματικά διαβατήρια πήλαυαν προστασία ερωπαϊκν Δυνάμεων και φελήματα πό τό σύστημα των διομολογήσεων. Μ’ ατές τίς συνθκες ριθμός τν μουσουλμάνων μπόρων στή Μαύρη Θάλασσα μειώθηκε σημαντικά σέ ριθμό κα δύναμη γύρω στ τέλη το περασμένου καί στίς ρχές το είκοστο αώνα.
 
Aλ.’Αλεξανδρς, νάπτυξη το θνικο πνεύματος τν λλήνων το Πόντου, 1918-1922: λληνική ξωτερική πολιτική καί τουρκική ντίδραση, στό: Μελετήματα γύρω πό τόν Βενιζέλο καί τήν ποχή του, μέ τήν ποπτεία Θάνου Βερέμη καί Οδυσσέα Δημητρακόπουλου, θήνα: Φιλιππότης, 1980, σσ. 427-428.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Η κυρία πλουτοπαραγωγική πηγή στα παράλια του Ευξείνου Πόντου ήταν το διαμετακομιστικό εμπόριο με κυριότερα λιμάνια την Αμισό, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, την Οδησσό, τη Βραΐλα, το Νοβοροσίσκι και τη Σεβαστούπολη. Σύμφωνα, άλλωστε, με το Κείμενο Β, η οικονομική δραστηριότητα του Πόντου περιοριζόταν στις παραλιακές περιοχές του, τις οποίες και αξιοποιούσε συστηματικά ο ελληνικός πληθυσμός.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Νεότουρκοι με διάφορους τρόπους προσπαθούσαν να απομακρύνουν και να περιορίσουν το εμπόριο των χριστιανών, οι οποίοι για να επιβιώσουν συνεργάστηκαν με τις τοπικές μουσουλμανικές εθνότητες. Η Τραπεζούντα μέχρι το 1869 έλεγχε το 40% του εμπορίου της Περσίας και το διαμετακομιστικό εμπόριο απέφερε κέρδος περίπου 200.000.000 φράγκα το χρόνο. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις πληροφορίες του Κειμένου Α, οι εισαγωγές στην Τραπεζούντα το 1869 ήταν ιδιαίτερα υψηλής αξίας, εφόσον ανέρχονταν στα 62.787.464 φράγκα και προέρχονταν κατά σειρά χρηματικής αξίας από την Αγγλία, την Περσία (Ιράν), τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Ελβετία. Η Ελλάδα καταλάμβανε την προτελευταία θέση σε αυτή την κατάταξη με τις εισαγωγές που προέρχονταν από εκείνη να αγγίζουν τα 131.150 φράγκα. Σχετικά υψηλή ήταν και η αξία των εξαγωγών της Τραπεζούντας, καθώς έφτανε τα 37.901.438 φράγκα και κατευθύνονταν -πάντα με σειρά χρηματικής αξίας- στην Περσία, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τον Καύκασο, καθώς και σε άλλες περιοχές. Ενδεικτική, συνάμα, της εμπορικής δύναμης του λιμανιού της Τραπεζούντας, υπήρξε η κίνηση πλοίων σε αυτό. Μόνο το 1869 είχαν έρθει στο συγκεκριμένο λιμάνι 297 ατμόπλοια και 704 ιστιοφόρα. 
Οι ελληνικές επιχειρήσεις διέθεταν εμπορικά υποκαταστήματα και πρακτορεία μεταφορών στη Ρωσία, την Περσία, την Αγγλία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μασσαλία και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Σύμφωνα με το Κείμενο Γ, μέρος της οικονομικής ευημερίας που γνώρισαν οι Έλληνες έμποροι της περιοχής του Πόντου από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα οφείλεται στο γεγονός που έχαιραν ευνοϊκής μεταχείρισης από την τσαρική Ρωσία, αλλά και από άλλες μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, έστω και σε μικρότερο βαθμό. Οι Έλληνες έμποροι ήταν πολύγλωσσοι και η συνεργασία με αυτούς ήταν εξαιρετικά επωφελής, επειδή αφενός ήταν γνώστες των εμπορικών συνθηκών στην περιοχή του Πόντου και αφετέρου είχαν διασυνδέσεις με τις υπόλοιπες ελληνικές παροικίες της Ευρώπης, αλλά και στο σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παραλλήλως, βέβαια, οι Ευρωπαίοι, αλλά κυρίως οι Ρώσοι είχαν τη δυνατότητα να προωθήσουν μέσω των Ελλήνων τις πολιτικές τους φιλοδοξίες εις βάρος των Οθωμανών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, πολλοί Έλληνες έμποροι είχαν διπλωματικά διαβατήρια, λάμβαναν προστασία από τις Δυνάμεις της Ευρώπης και επωφελούνταν οικονομικά από τις διομολογήσεις. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των μουσουλμάνων εμπόρων στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και να απωλέσουν μεγάλο μέρος της οικονομικής τους δύναμης από τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου.    
Η Τραπεζούντα αποτελούσε το σταυροδρόμι της εμπορικής κίνησης μεταξύ Δύσης και Ανατολής μέχρι το 1869 που ολοκληρώθηκε η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, οπότε άρχισε η σταδιακή παρακμή του λιμανιού της. Τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής θέσης της Τραπεζούντας επιβεβαιώνει και το Κείμενο Β, στο οποίο αναφέρεται πως αποτελούσε το τέρμα του χερσαίου εμπορικού δρόμου και ως εκ τούτου βρισκόταν στο επίκεντρο της εμπορικής επικοινωνίας ανάμεσα στην Περσία και την Κασπία τόσο με το σύνολο της Μικράς Ασίας όσο και με τη Δύση. Όπως, άλλωστε, επισημαίνεται στο Κείμενο Α, ο χερσαίος εμπορικός δρόμος μεταξύ Τραπεζούντας, Ερζερούμ και Ταυρίδας, είχε ιδιαίτερη αξία, εφόσον μέσω αυτού μεταφέρονταν με καραβάνια πολλά εμπορεύματα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας τόσο προς την Περσία όσο και προς άλλες χώρες.  Για μεγάλο διάστημα ακόμη και μετά το 1883, τέσσερις μεγάλοι ελληνικοί τραπεζικοί και εμπορικοί οίκοι της Τραπεζούντας έλεγχαν μαζί με το υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών σχεδόν όλη την οικονομία του ανατολικού Πόντου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Κειμένου Β, η εμπορική δραστηριότητα της Τραπεζούντας γνώρισε ιδιαίτερη ακμή μετά το 1883 -παρά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ-, διότι τη χρονιά εκείνη και μέχρι το 1906 η Ρωσία έκλεισε τη χερσαία οδό μέσω Καυκάσου στο περσικό εμπόριο, ενισχύοντας έτσι τη σημασία της Τραπεζούντας, τουλάχιστον μέχρι την αποκατάσταση των μετακινήσεων μέσω Ρωσίας. Στο Κείμενο Β, συνάμα, επιβεβαιώνεται ο ιδιαίτερος ρόλος των επιχώριων ελληνικών και τραπεζικών οίκων, όπως ήταν εκείνοι του Γ. Καπαγιαννίδη, των αδελφών Φωστηρόπουλου, του Θεοφύλακτου και του Λεοντίδη, οι οποίοι είχαν ουσιαστικά υπό τον έλεγχό τους την οικονομική ζωή της Τραπεζούντας. Πέρα, μάλιστα, από την ύπαρξη υποκαταστήματος της Τράπεζας Αθηνών, η ελληνική παρουσία ήταν εμφανής και από το γεγονός ότι η ελληνική ναυτιλία κατείχε την τρίτη θέση στις εισαγωγές, αλλά και στις εξαγωγές του λιμανιού της Τραπεζούντας.
Ανάλογη ήταν η οικονομική κίνηση των Ελλήνων και στις άλλες πόλεις του Πόντου: από το εμπορικό λιμάνι της Αμισού εξάγονταν μεγάλες ποσότητες εξαιρετικού καπνού και άλλων εγχώριων προϊόντων, ενώ το 1869 στην Αμισό από τις 214 επιχειρήσεις της πόλης οι 156 ανήκαν στους Έλληνες. Η πληροφορία σχετικά με την εξαγωγή καπνού επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, στο οποίο επιπροσθέτως επισημαίνεται πως η Αμισός (Samsun) ήταν δεύτερη σε εμπορική σημασία μετά την Τραπεζούντα, γι’ αυτό υπήρχε και εκεί υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών. Στην Κερασούντα οι εφοπλιστικοί και εμπορικοί οίκοι των Κωνσταντινίδη, Κακουλίδη, Σουρμελή και Πισσάνη καταξιώθηκαν στα μεγάλα εμπορικά κέντρα του Ευξείνου Πόντου αλλά και της Ευρώπης. Όπως, μάλιστα, αναφέρεται στο Κείμενο Β, τόσο η Κερασούντα όσο και τα Κοτύωρα σημείωναν σημαντική οικονομική δραστηριότητα, με το εμπόριο και των περιοχών αυτών να ελέγχεται από Έλληνες.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...