Ιστορία Προσανατολισμού: Αποζημίωση ανταλλαξίμων & ελληνική οικονομία (πηγές) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Αποζημίωση ανταλλαξίμων & ελληνική οικονομία (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Αποζημίωση ανταλλαξίμων & ελληνική οικονομία (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται να παρουσιάσετε:
α. την αποζημίωση των ανταλλαξίμων (μονάδες 12) και
β. τις επιπτώσεις από την άφιξη των προσφύγων στην ελληνική οικονομία (μονάδες 13).
Μονάδες 25
 
Κείμενο Α
Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης, κάθε ανταλλάξιμος, Έλληνας ή Τούρκος, δικαιούται να πάρει στη χώρα, όπου εγκαθίσταται, περιουσία ίσης αξίας και ίδιας ποιότητας μ’ αυτήν που είχε πριν από την Ανταλλαγή.
Για να γίνει, όμως, αυτή η καταβολή της αποζημίωσης στη νέα πατρίδα, έπρεπε στην παλιά να είχε ολοκληρωθεί η εκτίμηση της ανταλλάξιμης περιουσίας και να είχε παραδοθεί στον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη ειδική δήλωση για το χρηματικό ποσό που του οφείλεται. Η προϋπόθεση αυτή ήταν πολύ εύκολη για τους Μουσουλμάνους ανταλλάξιμους, γιατί η αναχώρηση τους έγινε τόσο άνετα, ώστε πρόλαβαν και την εκτίμηση να κάνουν και τη δήλωση να παραλάβουν. Για τους Έλληνες, όμως, που έφυγαν, στην πλειονότητα τους, ξεριζωμένοι και διωγμένοι από τις εστίες τους, κάτι τέτοιο δεν ήταν μόνο αδύνατο, ήταν και αδιανόητο, μια και η Σύμβαση έγινε μετά τον ξεριζωμό τους.
Η κατάσταση αυτή επέβαλε την ανάγκη να εξευρεθεί τρόπος, ώστε η εκτίμηση των ελληνικών ανταλλαξίμων περιουσιών στην Τουρκία να πραγματοποιηθεί εδώ, στην Ελλάδα.
[…] Το Υπουργείο Γεωργίας προέβη στη συγκρότηση επιτροπών από έγκυρα πρόσωπα που γνώριζαν καλά την περιουσιακή κατάσταση των συντοπιτών τους (συγχωριανών ή συμπολιτών), πριν από την Ανταλλαγή, στην Τουρκία.  Οι επιτροπές, λοιπόν, αυτές επιφορτίστηκαν με το έργο της εκτίμησης της περιουσίας κάθε ανταλλαξίμου που υπαγόταν στη δική τους ευθύνη, για να εκδώσουν, στη συνέχεια, ύστερα από συνεννόηση με τον ενδιαφερόμενο, τη σχετική δήλωση. Σ’ αυτήν έπρεπε να επισυναφτούν και όλα τα σχετικά πιστοποιητικά (τίτλοι κυριότητας κ.λπ.) που τυχόν είχαν μαζί τους οι ανταλλάξιμοι. Μόνο οι περιπτώσεις δυσεπίλυτων διαφορών μεταξύ επιτροπών και δικαιούχων αποζημίωσης θα παραπέμπονταν σε περιοδεύοντα ειρηνοδικεία που θα λειτουργούσαν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
 
Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των Προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930)
 
Κείμενο Β
Για να κατανοηθεί πληρέστερα το οικονομικό άλμα της χώρας μας, αρκεί να έχουμε υπόψη ορισμένες αισθητές αλλαγές:1) Η γνωστή αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 υλοποιήθηκε με την άφιξη των προσφύγων του 1922, 2) Η τσιφλικική γεωργία αντικαταστάθηκε από την οικογενειακή. Πράγματι, στα 1930 το 80% των γεωργικών επιχειρήσεων διευθύνονταν από τους ιδιοκτήτες τους, δηλ. από τους ίδιους τους γεωργούς, οι οποίοι διέθεταν μικροϊδιοκτησίες από 30 μέχρι 100 στρέμματα ο καθένας. 3) Η αστική ανάπτυξη της Ελλάδας είναι απόρροια της αγροτικής μεταρρύθμισης, εξαιτίας της οποίας οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, από το 1922 ως το 1938, αυξήθηκαν κατά 14.600.000 στρ. και ανέβηκαν σε 27.000.000 στρέμμ. 4) Ενώ το 1923 το εθνικό εισόδημα ήταν του ύψους των 16.163.816.120 δρχ., το 1928 ανεβαίνει στα 26.750.000.000. 5) Στην πριν από την Ανταλλαγή περίοδο έχουμε τις γνωστές παραδοσιακές καλλιέργειες, με κορυφαία την καλλιέργεια των σιτηρών. Με την άφιξη των προσφύγων σημειώνεται πραγματική επανάσταση στα καλλιεργούμενα προϊόντα και στις καλλιεργητικές μεθόδους. 6) Η βιομηχανία της ταπητουργίας, σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα και πολύ γνωστή στην Ανατολή, γνωρίζει αλματώδη πρόοδο, μετά την προσφυγική εγκατάσταση, και ενισχύει με 500.000 Λίρες Αγγλίας* το ετήσιο εθνικό εισόδημα.
 
* Κατά μέσο όρο μια Λίρα Αγγλίας ισοδυναμούσε με 354,470 δραχμές.
 
Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των Προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930)
 
Κείμενο Γ
Η ανάπτυξη της ταπητουργίας, άγνωστη, σχεδόν, στην Ελλάδα και πασίγνωστη στην Ανατολή, αποτελεί, κατεξοχήν, αστική προσφυγική δραστηριότητα και μια από τις πρώτες οικονομικές και επαγγελματικές διεξόδους, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, αλλά και σε μικρότερα αστικά κέντρα, ακόμη και σε χωριά. Πρόκειται, μάλιστα, για πρωταρχική γυναικεία δραστηριότητα. Ήδη στα 1928, από το μεγάλο αριθμό των προσφύγων γυναικών εργατριών στην Ελλάδα, οι 11.000 απασχολούνται στη βιοτεχνία των ταπήτων, η οποία διαθέτει 5.600 αργαλειούς και έχει ετήσια παραγωγή πάνω από 250.000 τ.μ. υφαντών. Τα περισσότερα από αυτά εξάγονται στο εξωτερικό.
 
Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των Προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930)
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Η Σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προέβλεπε την αποζημίωση των ανταλλάξιμων προσφύγων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους, από το κράτος υποδοχής. Ο Ευστάθιος Πελαγίδης (Κείμενο Α) επιβεβαιώνει τις πληροφορίες αυτές, επισημαίνοντας πως η αποζημίωση δινόταν σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης και πως επρόκειτο για υλική αποκατάσταση με περιουσία αντίστοιχης αξίας και ποιότητας με εκείνη που είχε ο κάθε πρόσφυγας πριν τη διαδικασία ανταλλαγής. Το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή. Για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή συστάθηκε το 1924 η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών.
Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών προχωρούσε αργά και η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, που βρισκόταν σε απόγνωση, μεγάλωνε. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Α, η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η εκτίμηση έπρεπε να έχει γίνει στην παλιά πατρίδα των προσφύγων, ώστε να έχουν λάβει ειδική βεβαίωση για το ποσό που δικαιούνταν. Διαδικασία που είχε επιτευχθεί για τους Μουσουλμάνους πρόσφυγες, εφόσον εκείνοι έφυγαν από την Ελλάδα αργότερα και είχαν, ως εκ τούτου, το περιθώριο να ολοκληρώσουν πρώτα την εκτίμηση των περιουσιών τους. Για την πλειονότητα, όμως, των Ελλήνων προσφύγων που είχαν εκδιωχθεί προτού υπογραφεί η σχετική σύμβαση δεν είχε, αυτονόητα, γίνει καμία αντίστοιχη εκτίμηση της περιουσίας τους. Έτσι, υιοθετήθηκε η λύση να δοθεί μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας πού εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμησή της. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους ανταλλάξιμους την προκαταβολή αυτή.
Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Σύμφωνα με το Κείμενο Α, οι επιτροπές αυτές, που υπάγονταν στο Υπουργείο Γεωργίας, καλούνταν να επιτελέσουν σε ελληνικό έδαφος μια διαδικασία που έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί στην Τουρκία. Το θετικό τους στοιχείο ήταν πως στελεχώνονταν από πρόσωπα που είχαν καλή γνώση της περιουσιακής κατάστασης των συντοπιτών τους, καθώς ζούσαν στα ίδια χωριά ή στις ίδιες πόλεις πριν την Ανταλλαγή. Οι επιτροπές θα εξέδιδαν δήλωση για την περιουσία εκάστου πρόσφυγα, ύστερα από συνεννόηση με αυτόν. Στη δήλωση θα συμπεριλαμβάνονταν και πιστοποιητικά για την περιουσία, όπως τίτλοι κυριότητας, σε περίπτωση που τα είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες. Αν, μάλιστα, υπήρχαν διαφορές μεταξύ των επιτροπών και των δικαιούχων, που δεν μπορούσαν να τις επιλύσουν, αυτές θα αναθέτονταν σε ειδικά ειρηνοδικεία που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτό και μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές. Εάν, από την άλλη, οι δηλώσεις θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Η προκαταβολή θα δινόταν σ’ εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί.
Για την οριστική εκτίμηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία συστάθηκαν Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης και Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, για προβλήματα που ενδεχομένως θα ανέκυπταν. Με την πάροδο του χρόνου η ολοκλήρωση του έργου της εκτίμησης των περιουσιών φαινόταν όλο και πιο μακρινή. Το έργο ήταν τεράστιο και επιπλέον η όλη διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά.
 
β. Για ένα διάστημα η άφιξη των προσφύγων φαινόταν δυσβάστακτο φορτίο για την ελληνική οικονομία. Μεσοπρόθεσμα όμως αυτή ωφελήθηκε από την εγκατάσταση των προσφύγων. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Κείμενο Β, η Ελλάδα επωφελήθηκε σημαντικά από την έλευση των προσφύγων επιτυγχάνοντας μεγάλη οικονομική άνοδο. Ενδεικτικό, ως προς αυτό, είναι το γεγονός πως ενώ το 1923 το εθνικό εισόδημα ανερχόταν στα 16.163.816.120 δραχμές, το 1928 ανέρχεται στα 26.750.000.000. δραχμές.
Κατ’ αρχήν αναδιαρθρώθηκαν οι καλλιέργειες και η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε. Σε μία δεκαετία (1922-1931) οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν περίπου κατά 50%, η γεωργική παραγωγή διπλασιάστηκε και εξασφαλίστηκε επάρκεια σε σιτηρά. Οι πρόσφυγες εφάρμοσαν την αμειψισπορά και την πολυκαλλιέργεια και στήριξαν το θεσμό της μικρής γεωργικής ιδιοκτησίας. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, στο οποίο επισημαίνεται πως το 1930 το 80% των γεωργικών επιχειρήσεων ήταν ιδιόκτητο και ελεγχόταν από τους ίδιους τους γεωργούς, οι οποίοι ως μικροϊδιοκτήτες κατείχαν από 30 έως 100 στρέμματα γης ο καθένας. Η έλλειψη γεωργικών εκτάσεων προς διανομή στους πρόσφυγες υποχρέωσε το κράτος να αναλάβει την κατασκευή μεγάλων εγγειοβελτιωτικών έργων, κυρίως στη Μακεδονία, και έτσι αυξήθηκαν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Παραλλήλως, όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Β, η έλευση των προσφύγων οδήγησε στην ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917 με αποτέλεσμα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις που ήταν 14.600.000 στρέμματα το 1922 να αυξηθούν στα 27.000.000 στρέμματα το 1928, με επωφελείς συνέπειες για την εθνική οικονομία. Εισήχθησαν νέες καλλιέργειες ή επεκτάθηκαν οι παλιές (καπνός, βαμβάκι, σταφίδα). Όπως συμπληρώνει το Κείμενο Β, πριν την Ανταλλαγή στην Ελλάδα κυριαρχούσε η καλλιέργεια των σιτηρών, χάρη στους πρόσφυγες, ωστόσο, συντελείται τεράστια αλλαγή τόσο ως προς το είδος των καλλιεργούμενων προϊόντων όσο και ως προς τις μεθόδους καλλιέργειας. Η κτηνοτροφία και η πτηνοτροφία βελτιώθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά. Η δενδροκομία, η σηροτροφία και η αλιεία αναπτύχθηκαν από πρόσφυγες που ήταν ειδικευμένοι σε αυτές τις ασχολίες στην πατρίδα τους.
Η άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε και τη βιομηχανία με νέο, ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, με τη διεύρυνση της καταναλωτικής αγοράς και με τη δράση ανθρώπων με επιχειρηματικές ικανότητες. Στη δεκαετία 1922-1932, διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Η πρόοδος όμως δεν ήταν σημαντική, εξαιτίας κυρίως της διατήρησης των παραδοσιακών δομών λειτουργίας τους. Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία, την αλευροβιομηχανία και την παραγωγή οικοδομικών υλικών. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ταπητουργία, όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Γ, αποτελούσε μια τέχνη ελάχιστα διαδεδομένη στην Ελλάδα, η οποία ήταν εντούτοις εξαιρετικά διαδεδομένη στην Ανατολή. Αποτέλεσε, έτσι, μια βασική επιλογή για τους αστούς πρόσφυγες, εφόσον τους προσέφερε μια επαγγελματική επιλογή για την οικονομική τους διασφάλιση. Αναπτύχθηκε, μάλιστα, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, αλλά και στις μικρότερες, όπως και σε χωριά. Σύμφωνα με το Κείμενο Β, η ανάπτυξη της ταπητουργίας υπήρξε εξαιρετικά υψηλή στην Ελλάδα χάρη στη συνδρομή των προσφύγων, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν τα ετήσια εθνικά έσοδα με 500.000 λίρες Αγγλίας. Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες που αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες, βιομήχανοι ή μεγαλέμποροι. Οι Έλληνες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας και την Κωνσταντινούπολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τους βοήθησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών.
Η άφιξη των προσφύγων επέδρασε και στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό. Το 1930 οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων. Σύμφωνα, πάντως, με το Κείμενο Γ, η κατεξοχήν γυναικεία δραστηριότητα ήταν η ενασχόληση με την ταπητουργία. Το 1928 από το σύνολο των προσφύγων εργατριών 11.000 εργάζονταν σε βιοτεχνίες ταπήτων, οι οποίες διέθεταν 5.600 αργαλειούς και παρήγαν περισσότερα από 250.000 τ.μ. υφαντών, τα περισσότερα εκ των οποίων εξάγονταν.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...