Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Βιζυηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Βιζυηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γεώργιος Μ. Βιζυηνός 1849 – 1896

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonardo da Vinci

Γεώργιος Μ. Βιζυηνός 1849 – 1896

Η ζωή και το έργο του

Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, το 1849. Αν και υπάρχουν σκοτεινά σημεία σχετικά με την οικογενειακή κατάστασή του, ωστόσο είναι βέβαιο ότι έχασε μικρός τον πατέρα του και μαζί με τα αδέρφια του μεγάλωσε μέσα σε δυσκολίες και στερήσεις με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα τους, για την οποία ο συγγραφέας έτρεφε αισθήματα λατρείας. Παιδί στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μαθητευόμενος σε ραφτάδικο. Στη συνέχεια, τον πήρε υπό την προστασία του ο έμπορος Γιάγκος Γεωργιάδης, δίπλα στον οποίο γνώρισε και αγάπησε την εκκλησία και τα γράμματα. Ακολούθησε η μακρά παραμονή του στην Κύπρο, όπου θήτευσε στην καλογερική ζωή με σκοπό να γίνει κληρικός. Η θερμή φύση του όμως και η μεγάλη του επιθυμία για μόρφωση τον έφεραν ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχιερέας Σύρου Λυκούργος τον σύστησε στον φιλάνθρωπο Γ. Χασιώτη, με τη βοήθεια του οποίου φοίτησε στην ιερατική σχολή της Χάλκης. Εκεί γνωρίστηκε με τον τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη και άρχισε ουσιαστικά η ενασχόλησή του με την ποίηση.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βιζυηνού, με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια (1873), προκάλεσε επαινετικά σχόλια, που έγιναν αφορμή να γνωριστεί με τον μαικήνα της εποχής, Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον πήρε έκτοτε υπό την προστασία του. Τον Σεπτέμβριο του 1873 ήλθε στην Αθήνα, τελειόφοιτος μαθητής στο γυμνάσιο της Πλάκας. Μαζί του είχε φέρει από τη Χάλκη το επικολυρικό ποίημα «Κόδρος», το οποίο ξαναδουλεμένο υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό και κέρδισε το πρώτο βραβείο (διαγωνιζόμενος με μεγάλα ονόματα της εποχής). Αφού φοίτησε μια χρονιά στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, έφυγε για σπουδές στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας, όπου άρχισε η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του. Σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία και αισθητική και η διδακτορική του διατριβή με τίτλο Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική εκδόθηκε στη Λειψία. Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές, ο Βιζυηνός μελετούσε γερμανική λογοτεχνία, κλασική και νεότερη, και έγραφε συνεχώς στίχους. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκε η συλλογή ΄Αρες, μάρες, κουκουνάρες, την οποία υπέβαλε, το 1876, στο Βουτσιναίο διαγωνισμό, κερδίζοντας και πάλι το βραβείο. Αργότερα αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον «σοβαρό» τίτλο Βοσπορίδες Αύραι.
Με αφετηρία τη Γερμανία, ο Βιζυηνός ταξίδεψε στη γενέτειρα Βιζύη, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με τον Δ. Βικέλα. ΄Ηταν η εποχή που στην Ελλάδα το ενδιαφέρον της πνευματικής ζωής στρεφόταν στις λαογραφικές μελέτες, οι οποίες στόχευαν να αναδείξουν τη συνέχεια του ελληνισμού. Με παρακίνηση του Βικέλα, ο Βιζυηνός στράφηκε στις παιδικές μνήμες και στα βιώματά του και άρχισε να γράφει τα αυτοβιογραφικά διηγήματα, τα οποία έμελλαν να του χαρίσουν δάφνες.
Η ζωή, όμως, δεν στάθηκε μέχρι το τέλος γενναιόδωρη απέναντί του. Μετά τον θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη, το 1884, πέρασε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο, στα προβλήματα της οποίας δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει. Βυθίστηκε σε μια ψύχωση και, μαζί, στη δίνη ενός παράλογου έρωτα για τη μικρή Μπετίνα Φραβασίλη, στο παιδικό προσωπάκι της οποίας ο διαταραγμένος πλέον νους του συγκέντρωσε όλες τις ελπίδες για ευτυχία και αναγνώριση. Ο επίλογος της ζωής του γράφτηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο, όπου πέθανε, στις 15-4-1896.
Το λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έχει οργανική σχέση με την περιπέτεια της ζωής του. Τα παιδικά βιώματα της Βιζύης και τα ερεθίσματα που είχε, τόσο από τη γνωριμία του με φωτισμένους άνδρες της εποχής όσο και από τα συνεχή ταξίδια του, υπήρξαν η βάση για το ποιητικό και το πεζογραφικό του έργο. Αναδείχθηκε αξιόλογος ποιητής με τις συλλογές Ατθίδες αύραι, Βοσπορίδες αύραι, τα παιδικά ποιήματα και τις μπαλάντες του (βαλλίσματα). Την επίζηλη όμως θέση στα ελληνικά γράμματα την κατέκτησε με το πεζογραφικό έργο του, δηλαδή με τα αυτοβιογραφικής αφετηρίας διηγήματά του, και, κατά δεύτερο λόγο, με τις αισθητικές και φιλολογικές μελέτες του, μεταξύ των οποίων είναι: η διδακτορική του διατριβή που αναφέρθηκε παραπάνω, Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω, Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας, κ.ά. Τα διηγήματα γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1883-1895 και είναι, κατά χρονολογική σειρά έκδοσης: Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύςτου αδελφού μου, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και Μοσκώβ Σελήμ. Με βάση τα θρακιώτικα βιώματα, τη φαναριώτικη λογιοσύνη και την ευρωπαϊκή μόρφωση, ο Βιζυηνός έγραψε τα διηγήματά του τηρώντας το μέτρο της αισθητικής σε όλα τα επίπεδα: στο περιεχόμενο (μη ξεπέφτοντας σε μελοδραματισμούς), στη γλώσσα (κρατώντας τα ζωντανά λαϊκά και λόγια στοιχεία), στη διαγραφή των χαρακτήρων (διατηρώντας τους ήρωές του στις ανθρώπινες διαστάσεις τους). Αναδεικνύεται έξοχος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, η οποία αντιπαραβάλλει στην αδυσώπητη μοίρα τη δύναμη και το μεγαλείο της.

Η κριτική για το έργο του
Γνωρίσματα της πεζογραφίας του Βιζυηνού «Τα διηγήματα του Βιζυηνού συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις της καλής αφηγηματικής πεζογραφίας. Διακρίνονται για την αφηγηματική ικανότητα, για την τεχνική διάρθρωση της πλοκής, για την πλαστική δύναμη στη διαγραφή των χαρακτήρων, αλλά, προπαντός, για τη διείσδυση στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και την έντονη δραματικότητα. Ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος είναι κατά κύριο λόγο ο Βιζυηνός. Μπορεί να μας κάνει να ενδιαφερθούμε ζωηρά για την ιστορία που μας λέει, μπορεί να ζωντανέψει άμεσα και παραστατικά τα πρόσωπά του, αλλά περισσότερο ακόμα —ικανότητα που είναι η δυσκολότερη και η σημαντικότερη για έναν πεζογράφο— μπορεί να εισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να εικονίσει την εσωτερική τρικυμία και το δράμα της […]. Δύο είναι τα βασικά εξωτερικά γνωρίσματα των διηγημάτων του Βιζυηνού: ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των μύθων του και η γλώσσα τους, η καθαρεύουσα. Σ’ αυτά τα δύο γνωρίσματα θα μπορούσαν να προστεθούν ακόμα δύο, πιο δευτερεύοντα: το κοσμοπολίτικο ή καλύτερα το ανθρώπινο στοιχείο που διακρίνεται μέσα σ’ αυτά και η έκτασή τους, η τάση του συγγραφέα προς το άπλωμα της αφήγησης.[...] Η πρωτοτυπία του Βιζυηνού βρίσκεται στο ότι μπόρεσε να αναπαραστήσει και να απεικονίσει, με πειστικούς αφηγηματικούς και πεζογραφικούς τρόπους, γεγονότα και περιστατικά της οικογένειάς του, και να μας τα εξιστορήσει με βαθιά συγκίνηση, πόνο και συγκρατημένο πάθος».

(Σαχίνης Απ., 31989, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 152-158)

Άνθρωπος και φύση στο έργο του Βιζυηνού

«Έτσι, κέντρο στα διηγήματα και στις νουβέλες του αποτελεί ο άνθρωπος. Γι’ αυτό, αν και οι ιστορίες του εκτυλίσσονται συχνότατα στο φυσικό και αγροτικό περιβάλλον, η φύση, μολονότι δεν παραλείπει εδώ κι εκεί να την περιγράφει, εμφανίζεται κάπως αφηρημένη, κι έχεις παράδοξα την αίσθηση πως επικρατεί ο κλειστός χώρος. Τη φύση ο Βιζυηνός την κοιτάζει πιο πολύ με το μάτι του ρομαντικού. Στο αφηγηματικό του έργο, εξάλλου, όπως και στο ποιητικό, καταφέρνει σ’ ένα θαυμαστό κράμα να συνδυάζει τη λογιότητα με τα λαϊκά και τα δημοτικά στοιχεία. Σε τελική ανάλυση όμως ό,τι τον ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος, η ψυχολογία του και η μοίρα του —και μάλιστα καθώς το βλέπουμε καθαρότερα στον Μοσκώβ Σελήμ και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου, όχι ο στενά περιορισμένος στα όρια της εθνότητας. Γι’ αυτό, παρά τις πετυχημένες κάποτε περιγραφές, η φύση απομένει συνηθέστερα διακοσμητική. Υπάρχει γύρω, μα σπάνια γίνεται πραγματική και ζωντανεύει. Ενώ οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του αναλύονται και ψυχογραφούνται με μια διεισδυτικότητα που σε λιγοστές περιπτώσεις ξαναγνώρισε η πεζογραφία μας».

(Στεργιόπουλος Κ., 1997, «Γεώργιος Βιζυηνός, Παρουσίαση-Ανθολόγηση», Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Τόμος ΣΤ΄, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 51)

Η ανθρωπιστική οπτική του έργου του Βιζυηνού

«Σε κάθε διήγημα του Βιζυηνού υπάρχει και μια κρίση συνείδησης, ένα πρόβλημα ψυχικό, που βρίσκει τη λύση του μαλακά μαλακά, με τη συγγνώμη, με τον έλεον, με την ανθρωπιά. Η μητρική αμαρτία, ο αθέλητος φόνος του αδερφού, η φαινομενική από περίσσευμα ανθρωπιάς, εξωμοσία του Μοσκώβ Σελήμ, η άκακη ψευδολογία, η γεμάτη πόνο και φαντασία, του παππού, είναι θέματα βαρυσήμαντης ψυχολογικής ανάλυσης, που ισόρροπα και αυτοσυνείδητα και με περισσή μαστοριά τ’ απλώνει μπροστά μας και τα δικαιώνει ο Βιζυηνός. Στο διήγημα Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου καρτερούμε, στις πρώτες σελίδες, μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ’ ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσής
της, όπου ο φονιάς μάς γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς».

(Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., 1959, «Γεώργιος Βιζυηνός», Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 18,
Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 29)

Το έργο του Βιζυηνού ως συναίρεση των ανθρωπίνων αντινομιών

«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου: το πιο φιλόδοξο, θα ’λεγα από όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού. Φιλόδοξο με την έννοια ότι η κύρια προσπάθεια, αλλά και το επίτευγμα, εδώ είναι η ενορχήστρωση των ποικίλων αφηγηματικών και εκφραστικών μέσων σε μια σύνθεση πολλαπλών επιπέδων. Ό,τι στα προηγούμενα διηγήματα είναι ακόμη απλό και γραμμικό, εδώ εμφανίζεται πολύμορφο και πολυδιάστατο. Η πλοκή αποτελεί κυριολεξία: μια ύφανση του αφηγηματικού λόγου, όπου τα επεισόδια συμπλέκονται το ένα με το άλλο, επιβάλλοντας τις αρχικές σημασίες τους ή όσες καινούριες αποκτούν από τα συμφραζόμενά τους. Το διήγημα, πολυπρόσωπο, γίνεται ένα μικρό μυθιστόρημα. Το αίνιγμα μεταβάλλεται σε μυστήριο. Η πορεία προς την αλήθεια είναι συνδρομή πολλών παραγόντων και συνδυασμός συλλογικών προσπαθειών, αναζητήσεων, μαρτυριών. […] Και για να συμπεράνουμε: το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου κατέχει μια σημαντική θέση όχι μόνο μέσα στο έργο του Βιζυηνού, αλλά και μέσα στη νεοελληνική διηγηματογραφία γενικότερα. Ό,τι το καταξιώνει όμως απόλυτα δεν είναι αποκλειστικά η επιδεξιότητα της σύνθεσης ή της πλοκής του. Θα 'λεγα πως εδώ η ισορροπία των αντιθέσεων λειτουργεί με τον τελειότερο τρόπο. Η επιμελημένη τεχνική συνδυάζεται με τολμηρές καταδύσεις στο βυθό της ψυχής. Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται τελικά οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, Έλληνες ή Τούρκοι, πιασμένοι στο ίδιο δόκανο της μοίρας. Η μητέρα του θύματος και ο δολοφόνος: η πρώτη δοσμένη στην άγνοιά της (γιατί το δράμα αρχίζει από τη γνώση), ο δεύτερος, αγαθός και αθώος, βυθισμένος στη συσκότιση του νου του (γιατί το δράμα τελειώνει πολλές φορές με την παραφροσύνη). Έτσι μας έρχεται κάτι από τον ταραγμένο, δαιμονικό και αγγελικό ταυτόχρονα κόσμο του Ντοστογιέφσκι: το ρίγος της αβύσσου περισσότερο από οποιοδήποτε έγκλημα και τιμωρία. Ο αναγνώστης θα προσέξει ότι Το αμάρτημα της μητρός μου και το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου τελειώνουν μ’ ένα διάλογο των ίδιων προσώπων. Στο “Αμάρτημα'' ο αφηγητής σωπαίνει μπροστά στη γνώση της μητέρας του. Εδώ κρύβει την αλήθεια μπροστά στην άγνοιά της. Έτσι ή αλλιώς, το φράγμα προβάλλει ανυπέρβατο και ο λόγος δεν μπορεί να το ξεπεράσει».

(Μουλλάς Π., 1994, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός», Γ. Μ. Βιζυηνός Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα: Εστία: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, σελ. ρι΄-ριδ΄)

Δείτε επίσης:

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ερωτήσεις)

Στοιχεία της αφήγησης στον Βιζυηνό

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jenna Anderson

Στοιχεία της αφήγησης στον Βιζυηνό

... Η διαφορά στο χειρισμό της οπτικής γωνίας ανάμεσα στο Βικέλα και το Βιζυηνό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκφράζει μικροσκοπικά και τη διαφορά ανάμεσα στο ευθύγραμμο απομνημόνευμα και το έντεχνο λογοτέχνημα ή σημαίνει κατά κάποιο τρόπο τη μετάβαση του ελληνικού αφηγηματικού λόγου από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστοριογραφία στην πεζογραφία, ένα πέρασμα που σημαδεύεται έντονα από την περιπλοκότερη και την εσωτερικότερη αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού.
Σε αυτόν τελικά η οπτική γωνία είναι ιδιάζουσα, γιατί και η πλοκή των περισσότερων διηγημάτων του είναι σχεδόν μοναδική. Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος νεοέλληνας πεζογράφος που βασίζει την πλοκή του στο αίνιγμα και το στοιχείο αυτό μαζί με το χρονικό ανάπτυγμά της έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς, με πρώτο τον Παλαμά, να υποστηρίξουν ότι τα διηγήματά του έχουν τις προϋποθέσεις του μυθιστορήματος. Πολύ δύσκολα θα ξαναβρούμε στην ελληνική πρόζα πλοκή σαν του Βιζυηνού που να εκμεταλλεύεται τόσο καλά την εσωτερική εστίαση και αυτό γιατί το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης της δράσης σε αρκετές νουβέλες και διηγήματα είναι τελείως διαφορετικό. Βασίζεται, κυρίως, στην τριμερή διάταξη των συμβάντων ακολουθώντας το σχήμα: αρχική κατάσταση – ανατροπή της – νέα κατάσταση, παρά στο αίνιγμα ή στην απορία.

Δημήτρης Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Εκδ. Οδυσσέας, 1993, σσ. 49-50.

Μελετώντας την αφηγηματική προοπτική στα διηγήματα του Βιζυηνού, ο Massimo Peri υποστηρίζει ότι ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς στον εαυτό του αποσιωπώντας τις πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων και δίνοντάς μας μόνο τις πληροφορίες που είχε κατά τη στιγμή της δράσης, κάτι που ο αφηγητής ενός αφηγήματος σε τρίτο πρόσωπο συνήθως δεν κάνει. Και αυτός ακριβώς ο περιορισμός διαφοροποιεί, σύμφωνα με τον ίδιο, τα διηγήματα του Βιζυηνού από το Λουκή Λάρα του Βικέλα. Αν και η παρατήρηση αυτή είναι ορθή, ο Peri παραγνωρίζει εδώ τις επιταγές που επιβάλλει η πλοκή στο Βιζυηνό, μολονότι αργότερα τις επισημαίνει παρεμπιπτόντως. Μια πλοκή – αίνιγμα δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει πετυχημένα χωρίς περιορισμένη εσωτερική εστίαση, κάτι που δεν είναι απαραίτητο στο Βικέλα, εφόσον η δομή του Λουκή Λάρα είναι ελάχιστα αινιγματική και ο αφηγητής τείνει να βλέπει τα γεγονότα ελεύθερα, μέσα από την προοπτική του παρόντος του και όχι του παρελθόντος του...

Δημήτρης Τζίοβας, ό.π. σ. 49

Η χωροχρονική απόσταση, ιδιαίτερα στην ελληνική ηθογραφία, ανάμεσα στο συγγραφέα και το θέμα του ενέχει δυνάμει διαλογικό χαρακτήρα, αν λάβουμε υπόψη ότι ορισμένοι συγγραφείς είτε ζούσαν στο εξωτερικό και έγραφαν για τους Έλληνες της διασποράς (Δροσίνης, Εφταλιώτης) είτε μακριά από το γενέθλιο τόπο τους (Παπαδιαμάντης). Ο συγγραφέας λειτουργούσε εν είδει ανταποκριτή/ διαμεσολαβητή στο διάλογο ή στη διαμάχη εσωτερικού και εξωτερικού, μητρόπολης και επαρχίας, χωρικών και λογίων, αγροτικού και αστικού τρόπου ζωής. Διάλογος που μεταφέρεται ενίοτε και στον ίδιο τους τον εαυτό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Βιζυηνού, ανάμεσα στο συγγραφέα/αφηγητή ως ενήλικα και πεπαιδευμένο που εκφράζεται στην καθαρεύουσα και στην παιδική του ηλικία ή εφηβεία που αναφέρεται στην αγροτική ζωή του γενέθλιου χώρου του και αναπαρίσταται μέσω της δημοτικής των διαλόγων. Αυτή η ιδιότυπη διγλωσσία αποκαλύπτει ένα συγγραφικό/αφηγηματικό υποκείμενο διαλογικά διαμορφωμένο μέσα από τη συνύπαρξη ή την αντιπαλότητα διαφορετικών φωνών, λόγων, χώρων, τρόπων ζωής και αναμνήσεων.

Δημήτρης Τζιόβας, ό.π., σ. 167.
Ο χρόνος

Ο αφηγηματικός χρόνος δεν ταυτίζεται (και δεν πρέπει να συγχέεται) με το χρόνο της υπόθεσης. Ο πρώτος κατανέμεται εδώ σε πολυσέλιδα αφηγηματικά σύνολα, μολονότι όχι ισομεγέθη. Ο δεύτερος παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία, έτσι που να μπορεί να καλύπτει ένα διήμερο («Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον»), λίγες μέρες ναυσιπλοΐας («Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»)... Το συντομότερο διήγημα του Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου», εκτείνεται σ’ ένα διάστημα 28 περίπου χρόνων.

Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός» (Εισαγωγή στο Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνική Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα, 1980.

Οι περιγραφές

Τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση... Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώσουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.

Παν. Μουλλάς, ό.π. 

Ο Γιώργος Βιζυηνός και η γλώσσα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Claude Monet

Ο Γιώργος Βιζυηνός και η γλώσσα

Στην κατηγορία των λογοτεχνών που φέρνουν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς ανήκει και ο Βιζυηνός. Μόνο που ο Βιζυηνός υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας επαμφοτερίζων. Με το νου και με την καρδιά είναι ένας δημοτικιστής, όπως δείχνει και το πεζογράφημά του «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», αλλά στην πράξη προτιμά να φοράει το ψηλό κολάρο και τον «πομπέ» της καθαρεύουσας. Σε αυτή την αμφίρροπη στάση ίσως βασικά να επηρεαζόταν από τη διπλή του ιδιότητα, του λογοτέχνη και του επιστήμονα...
Η θέση λοιπόν και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θεωρητικά θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος...
... Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μιαν απλούστερη, σχετικά κομψή και – πράγμα παράξενο – σχετικά θερμή καθαρεύουσα...
Όχι σπάνια όμως η αφήγηση αποβάλλει και αυτόν το μετριοπαθή γλωσσικό καθωσπρεπισμό και πλησιάζει το λόγο της καθημερινής ζωής και πράξης...
Αυτό γίνεται κυρίως στα σημεία εκείνα που υπάρχει διάλογος. Και στα πεζογραφήματα του Βιζυηνού, στα οποία η αφήγηση δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Σε τέτοιες ακριβώς στιγμές είναι που η καθαρεύουσα παθαίνει καθίζηση και τα διάφορα πρόσωπα, κατά κανόνα απλοί άνθρωποι του λαού, εκφράζονται το καθένα με τη γλώσσα της δικής τους καρδιάς και του δικού τους περιβάλλοντος.
Παρατηρείται όμως και το αντίθετο φαινόμενο, τα λόγια δηλαδή των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον». Ωστόσο και η γλώσσα αυτή έχει τη δική της γοητεία. Ίσως να οφείλεται τούτο στο ότι τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού δεν εξαντλούνται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η αλήθεια των προσώπων, λοιπόν, δίνει στο τέλος αλήθεια και στη γλώσσα τους.
Πολλές φορές επίσης η γλώσσα του Βιζυηνού διανθίζεται με ευφυολογήματα που θυμίζουν πολύ έντονα το Ροΐδη, χωρίς όμως να έχουν ούτε την τολμηρότητα των αντιθέσεων, ούτε το δηκτικό σαρκασμό εκείνου.

Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο χρόνο, Εκδ. Φιλιππότη, 1982, σσ. 105-107.

Η χρήση του αυτοβιογραφικού στοιχείου από τον Βιζυηνό

Πραγματικά, πέρα απ’ αυτήν την πρώτη ύλη του βιώματος, αρχίζει η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Γιατί ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή, όπως πιστεύει κι ο Απόστολος Σαχίνης, του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι ν’ αυτοβιογραφηθεί και ν’ αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους.

Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Εκδόσεις Κέδρος.

Η καταφυγή, επίσης, αυτή δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εκείνη την υπερβολική – και παιδικότροπη – ευαισθησία του που τον ωθούσε στην αναζήτηση παρηγοριάς ή και βοήθειας από τους άλλους, ευαισθησία που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς με τα ποιήματά του.
Η καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε, επίσης, να αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειάς του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σ’ αυτά κάποιων βασικών στοιχείων της ύπαρξής του. Θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί ένδειξη κάποιας πιθανής ευχαρίστησης του συγγραφέα να μιλά – έστω και χωρίς να το δηλώνει άμεσα – για τον εαυτό του, δηλαδή για τη ζωή του.
Πέρα, όμως, από όλους αυτούς τους λόγους της καταφυγής του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό αφηγηματικό υλικό, την κυριότερη σχετική αιτία αποτελεί η ανάγκη του να διαθέτει η διήγησή του μια πραγματολογική διάσταση.

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Εκδ. Καρδαμίτσα, 1996, σ. 159.

Δείτε επίσης:

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...