Ben Goossens
Θάνος
Ανεστόπουλος «Απουσία»
Βουρκωμένη έρημη νύχτα
Πνίγει τις φωνές μέσα μου, τις φωνές
απ’ τον πεζόδρομο
Τη βοή απ’ τα καθισμένα παιδιά στο
πλακόστρωτο
που σιγά σιγά όσο περνάει η ώρα και
πάει να ξημερώσει,
εξασθενεί.
Τα στόρια απ’ τα δυο μου παράθυρα
-καπάκια από φέρετρα -κηδεία της νύχτας
Το κλείσιμό τους -αρραβώνας με τη μέρα
Το δάκρυ ενός παιδιού πάνω απ’ την
κιθάρα του
η τελευταία ανάμνηση.
Το τελευταίο χτύπημα.
Έτσι είναι οι νύχτες μου από δω και
πέρα.
Μοιρασμένες σε κενοτάφια που δημιούργησε
η απουσία.
Βυθισμένες σε πονεμένα σπλάχνα.
Βροχή από αλάτι
Και ένα βουνό από σπασμένα σώματα να
βαραίνει
την προσπάθεια για ύπνο λευκό.
Τώρα είμαι ξυπόλητος γυμνός πάνω από τα
μαχαίρια
κάτω απ’ τις μυλόπετρες
του μελανιού.
Μόνος με τα χέρια μου γεμάτα με
πετράδια
απ’ τα μαλλιά της.
Καθώς με νιώθω ακίνητο
στη μέση του στενού αυτού δωματίου
Η μοναξιά τυλίγει αυτό που άγγιξα με τα
μάτια.
Αυτήν την χαίτη, της βουρκωμένης έρημης
νύχτας.
Καθώς με βλέπω αύπνωτο
Σπίτι έρημο
Και πρωινό θολό
Σαν χώρα μοιάζω
Ο Θάνος Ανεστόπουλος αποτυπώνει με
ιδιαίτερη ενάργεια την οδυνηρή συναισθηματική πραγματικότητα που προκαλείται
από την απουσία της αγαπημένης γυναίκας. Ό,τι αποτελούσε στο παρελθόν πηγή
ευχαρίστησης και ευδαιμονίας δεν υπάρχει πια∙ ό,τι απομένει είναι μια πικρή
αίσθηση κενότητας που υπονομεύει και την ελάχιστη ακόμη πιθανότητα να δοθεί στο
ποιητικό υποκείμενο το προνόμιο της ψυχικής γαλήνης.
Βουρκωμένη έρημη νύχτα
Πνίγει τις φωνές μέσα μου, τις φωνές
απ’ τον πεζόδρομο
Τη βοή απ’ τα καθισμένα παιδιά στο
πλακόστρωτο
που σιγά σιγά όσο περνάει η ώρα και
πάει να ξημερώσει,
εξασθενεί.
Η νύχτα, βουρκωμένη κι έρημη -όπως
ακριβώς κι ο ίδιος ο ποιητής-, εντείνει την απομόνωσή του, καθιστώντας αδύνατη
την όποια πραγματική επαφή τόσο με τον εξωτερικό κόσμο όσο και με τον εαυτό
του. Οι φωνές των παιδιών που βρίσκονται στον πεζόδρομο κάτω απ’ το σπίτι του,
φτάνουν σ’ αυτόν υπόκωφες, πνιγμένες απ’ τη θλίψη του∙ μοιάζουν περισσότερο με
μια ακατάληπτη βοή, που με τη νεανική ζωντάνια που τη διακρίνει έρχεται σε
πλήρη αντίθεση με τη στασιμότητα και την επώδυνη ψυχική αδράνεια του ποιητικού
υποκειμένου.
Ο ποιητής παραμένει εγκλωβισμένος στον
πόνο του, χωρίς να μπορεί μήτε να βρει ειρμό και νόημα στις δικές του σκέψεις,
μα μήτε και να αφεθεί στους περισπασμούς της ζωής που συνεχίζει γύρω του την
αδιάκοπη πορεία της. Τα εξωτερικά ερεθίσματα φτάνουν σ’ αυτόν ολοένα και πιο
εξασθενημένα, καθώς η νύχτα δίνει τη θέση της στη μέρα που έρχεται.
Τα στόρια απ’ τα δυο μου παράθυρα
-καπάκια από φέρετρα -κηδεία της νύχτας
Το κλείσιμό τους -αρραβώνας με τη μέρα
Το δάκρυ ενός παιδιού πάνω απ’ την
κιθάρα του
η τελευταία ανάμνηση.
Το τελευταίο χτύπημα.
Η αποχώρηση της νύχτας, που τον αφήνει
άυπνο και καταπονημένο, επισφραγίζεται απ’ τον ποιητή με το να κλείσει τα
στόρια των παραθύρων του. Μια απλή κίνηση που του δημιουργεί εντούτοις
δυσοίωνους συνειρμούς, μιας και τα κλεισμένα στόρια μοιάζουν με καπάκια από
φέρετρα, σαν να έγινε μόλις η κηδεία μιας άγονης νύχτας∙ μιας νύχτας που ό,τι
είχε να του προσφέρει ήταν ένας παρατεταμένος μηρυκασμός του πόνου και της
οδύνης του. Συνάμα, ωστόσο, το κλείσιμό τους δημιουργεί και μιαν ακόμη
υποδήλωση με θετικότερη χροιά, καθώς είναι σαν να επισφραγίζεται ο αρραβώνας με
την καινούρια ημέρα, που θα μπορούσε ίσως να φέρει κάτι καλύτερο απ’ το
γιόρτασμα της θλίψης που συνόδευε τη νύχτα που πέρασε.
Η τελευταία εικόνα, πάντως, της νύχτας
λειτουργεί σαν μια ισχυρή υπόμνηση του πόσο ευάλωτοι και αδύναμοι είναι οι
άνθρωποι απέναντι στον πόνο∙ ένα παιδί που δακρύζει πάνω απ’ την κιθάρα του,
έρχεται να καθρεφτίσει τη συναισθηματική κατάσταση του ίδιου του ποιητή, που
αισθάνεται ακριβώς έτσι, σαν ένα θλιμμένο παιδί αντιμέτωπο με τις πρώτες πληγές
του έρωτα.
Έτσι είναι οι νύχτες μου από δω και
πέρα.
Μοιρασμένες σε κενοτάφια που
δημιούργησε η απουσία.
Βυθισμένες σε πονεμένα σπλάχνα.
Βροχή από αλάτι
Και ένα βουνό από σπασμένα σώματα να
βαραίνει
την προσπάθεια για ύπνο λευκό.
Έτσι είναι πλέον οι νύχτες του ποιητή∙
άυπνες κι αφιερωμένες σ’ όλες εκείνες τις μνήμες που απέμειναν χωρίς υπόσταση,
εφόσον «εκείνη» δεν είναι πια κοντά του για να προσφέρει με την παρουσία της
πνοή στην κοινή τους πορεία. Κάθε σκέψη και κάθε ανάμνηση συνθέτουν ένα πλαίσιο
αδιάκοπης οδύνης, εφόσον η νύχτα δεν προσφέρει διαφυγή από την αναπόληση και
οδηγεί αναπόφευκτα στη συνεχή αναβίωση όσων πέρασαν ανεπιστρεπτί. Ό,τι απομένει
στον ποιητή είναι τα δάκρυα και οι διαρκώς επανερχόμενες εικόνες του
παρελθόντος από πράξεις κι εμπειρίες που δεν μπορούν πια να βιωθούν ξανά∙
εμπειρίες που μοιάζουν πλέον ν’ ανήκουν σε ανθρώπους ξένους, που έχουν προ
πολλού χάσει τη δυνατότητά τους να ζουν.
Δάκρυα και θανάσιμα επώδυνες αναμνήσεις
που δεν αφήνουν τον ποιητή να αφεθεί σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα και χωρίς
σκέψεις∙ σ’ έναν ύπνο λευκό, που θα μπορούσε να τον απαλλάξει, έστω και για
λίγο, απ’ την αδιάκοπη επιστροφή σε όσα έχασε.
Τώρα είμαι ξυπόλητος γυμνός πάνω από τα
μαχαίρια
κάτω απ’ τις μυλόπετρες
του μελανιού.
Ο ποιητής αισθάνεται τελείως
απροστάτευτος και απόλυτα ευάλωτος καθώς επιχειρεί να μετουσιώσει σε στίχους
την εσωτερική του οδύνη. Το ξεγύμνωμα της ψυχής του, που το απαιτεί η αλήθεια
της ποίησης, τον αφήνει διπλά έκθετο τόσο απέναντι στα «μαχαίρια» της πραγματικότητας
που βιώνει, όσο και απέναντι στις «μυλόπετρες» του μελανιού∙ απέναντι στην
αφόρητη πίεση που του προκαλεί η ανάγκη να δώσει με λέξεις όσα αισθάνεται, τη
στιγμή ακριβώς που γνωρίζει πως μια τέτοια καταγραφή είναι σχεδόν ανέφικτη,
μιας κι ο πόνος που νιώθει ξεπερνά κάθε όριο.
Μόνος με τα χέρια μου γεμάτα με
πετράδια
απ’ τα μαλλιά της.
Καθώς με νιώθω ακίνητο
στη μέση του στενού αυτού δωματίου
Η μοναξιά τυλίγει αυτό που άγγιξα με τα
μάτια.
Αυτήν την χαίτη, της βουρκωμένης έρημης
νύχτας.
Εντελώς μόνος ο ποιητής, μέσα σ’ ένα
στενό δωμάτιο, νιώθει τον εαυτό του τελείως αδρανή και ακίνητο∙ τα χέρια του
που κάποτε άγγιξαν τα μαλλιά της, αισθάνονται τώρα αυτό το άγγιγμα σαν μια
χεριά από πολύτιμα πετράδια. Ένας θησαυρός που του δόθηκε, μα τον έχει πια
χάσει, επιτρέποντας στη μοναξιά να τυλίγει και ν’ αγκαλιάζει ό,τι εκείνος
κάποτε άγγιξε με τα μάτια του∙ αυτή την αγαπημένη χαίτη, που μοιάζει πλέον ν’
ανήκει στη βουρκωμένη έρημη νύχτα, στη μόνη πραγματικότητα που του έχει
απομείνει.
Οι ευδαιμονικές στιγμές του παρελθόντος
δίνουν τη θέση τους σε μια εικόνα εγκατάλειψης και μοναξιάς, που έχει ως μόνο
της συμπλήρωμα τη θλίψη και τα δάκρυα.
Καθώς με βλέπω αύπνωτο
Σπίτι έρημο
Και πρωινό θολό
Σαν χώρα μοιάζω
Καθώς, λοιπόν, ο ποιητής αντικρίζει τον
εαυτό του άυπνο και συντετριμμένο απ’ την αδιάκοπη οδύνη, μέσα στο έρημο σπίτι
του, αυτό το θολό πρωινό που μόλις ξεκινά, έχει την αίσθηση πως μοιάζει με μια
χώρα που έχει ερημωθεί, αφού δεν είχε -ίσως- να προσφέρει ό,τι ήθελαν ή ό,τι
χρειάζονταν οι άνθρωποι που κάποτε την κατοικούσαν.
Θάνος Ανεστόπουλος «Αρχίζω με το σ’
αγαπώ», 2015, Bibliothēque