Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Peter Holme III 

Γιώργος Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

(Μυθιστόρημα, 1935)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα τα στοιχεία που σχετίζονται με το περιβάλλον μέσα στο οποίο είδε το φως το παιδί.

Η γέννηση του Αστυάνακτα συνδέεται στενά τόσο με το φυσικό περιβάλλον της Τροίας, όσο και με τους ανθρώπους της, γεγονός που υποδηλώνει πως το παιδί αυτό έχει άρρητο μα σαφές χρέος να γνωρίσει σε βάθος τον τόπο του και να τον τιμήσει με τη ζωή του.
«το παιδί / που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι»
Ο Έκτορας προσδιορίζει τοπικά τη γέννηση του παιδιού δείχνοντας -νοητά- ένα συγκεκριμένο πλατάνι, κάτω απ’ το οποίο η Ανδρομάχη το έφερε στο φως. Ο Αστυάνακτας συνδέεται, έτσι, άρρηκτα με τη μοίρα της Τροίας, όπως ακριβώς και το φυσικό της περιβάλλον, κι όπως αυτό, έτσι κι ο Αστυάνακτας αποτελεί τη φυσική συνέχεια και το μέλλον της.  

«μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια»
Η μέρα που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, ήταν μέρα πολέμου, και συμμετείχαν σ’ αυτή, όχι μόνο οι άνθρωποι της πόλης, μα και τα άλογά της, που έχοντας υπομείνει με καρτερία τη δυσκολία της μάχης, βρέθηκαν τη στιγμή της γέννησης του παιδιού να σκύβουν ιδρωμένα στη γούρνα με το πράσινο νερό για να ξεδιψάσουν.

«Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας»
Στην πόλη που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας υπάρχουν ακόμη οι ελιές που μετρούν με το μεγάλωμά τους τις ρυτίδες των γονιών του Έκτορα και των άλλων ανθρώπων της Τροίας, αφού με τις δικές τους φροντίδες και με τη δική τους έγνοια φυτεύτηκαν, μεγάλωσαν και κάρπισαν. Εκεί είναι και τα βράχια που κρύβουν τη γνώση των γονιών τους, τη γνώση των προγόνων, αφού στάθηκαν μάρτυρες της χρόνιας επιμονής τους και της ακούραστης προσπάθειάς τους να χτίσουν και να δοξάσουν την πόλη τους. Τα βράχια αυτά γνωρίζουν καλά πόσους αγώνες, πόσα βάσανα και πόσοι κόποι απαιτήθηκαν απ’ τους γονείς του Έκτορα για να διασφαλιστεί η ύπαρξη της Τροίας και της οικογένειάς τους.

«και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα»
Το χώμα αυτής της πόλης διατηρεί ακόμη ζωντανό μέσα του το αίμα του αδερφού μας, το αίμα του κάθε πολίτη της Τροίας που θυσίασε τη ζωή του για να την προστατέψει. Είναι κι αυτό ένας ακόμη μάρτυρας του υψηλού φόρου αίματος που απαιτείται για να διατηρεί μια πόλη την ελευθερία της και το δικαίωμα να υπάρχει.

«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου»
Ο Έκτορας επαναλαμβάνει την αναφορά του στον πλάτανο, κάτω απ’ τα φύλλα του οποίου γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, προκειμένου να υπενθυμίσει πως το παιδί αυτό αποτελεί αναγκαίο και πολύτιμο μέρος της Τροίας, αφού είναι μέσω αυτού που θα διασφαλιστεί τόσο η συνέχειά της, όσο και η διαφύλαξη της μνήμης των προγόνων, αλλά και όσων θυσιάστηκαν για χάρη της κοινής τους μητρικής πόλης.

α2. Λαμβάνοντας υπόψη πως στο ποίημα μιλάει ο Έκτορας και ότι απευθύνεται στη γυναίκα του Ανδρομάχη λίγο πριν από τον βίαιο θάνατό του, να εντοπίσετε στο ποίημα τρεις (3) λόγους που επιβάλλουν την ανάγκη της αναχώρησης / φυγάδευσης του παιδιού από τον τόπο του και να τους σχολιάσετε σύντομα, σε μία παράγραφο.

Ο Έκτορας ζητά από τη γυναίκα του, την Ανδρομάχη, να πάρει μαζί της το παιδί τους, τον Αστυάνακτα, διότι, όπως ο ίδιος σχολιάζει «η μέρα της πληρωμής / χαράζει», έρχεται, δηλαδή, η μέρα της ανταπόδοσης και της εκδίκησης∙ σκέψη που προφανώς συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος σκότωσε τον Πάτροκλο, και πως δεν απέχει πολύ η στιγμή κατά την οποία ο Αχιλλέας θα θελήσει να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αδελφικού του φίλου. Είναι, άλλωστε, εμφανές ότι οι Αχαιοί έχουν αρχίσει να παίρνουν το πάνω χέρι και πως ούτως ή άλλως ο Έκτορας θα βρεθεί γρήγορα σε δυσμενή θέση έναντι των αντιπάλων του.
Ο Έκτορας αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πως ο πόλεμος έχει περιέλθει σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και πως δύσκολα θα μπορέσει να επιβιώσει ο ίδιος των ολοένα και πιο έντονων συγκρούσεων, είτε συμμετάσχει σε αυτές ο Αχιλλέας είτε όχι. Από τα λόγια του στην Ανδρομάχη: «τώρα που κανείς δεν ξέρει / ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει», είναι εμφανές πως ο ήρωας των Τρώων φοβάται πως το τέλος του είναι κοντά, αφού τώρα πια μέσα στην ένταση του εχθρικού μίσους και των συγκρούσεων κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς θα επέλθει το τέλος του ή για το ποιον θα αναγκαστεί να σκοτώσει. Με τη δυσοίωνη σκέψη πως το τέλος του δεν αργεί, ο Έκτορας θέλει να διασφαλίσει πως ο γιος του θα γλιτώσει της εκδικητικής μανίας των Αχαιών, γι’ αυτό και ζητά από την Ανδρομάχη να τον φυγαδεύσει.
Η επιθυμία του Έκτορα είναι σαφής: «πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως / κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου / και μάθε του να μελετά τα δέντρα». Ο γιος του θα πρέπει να παραμείνει ζωντανός και θα πρέπει να μάθει την ιστορία και τα βιώματα των γονιών και των προγόνων του, ώστε αφενός να αντιληφθεί το μέγεθος των αγώνων που χρειάστηκε να δώσουν εκείνοι κι αφετέρου ώστε μεγαλώνοντας να έχει κατά νου το δικό τους πρότυπο ανδρείας και γενναιότητας.

β.1. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε σύντομα τη μεταφορά του τελευταίου στίχου: «και μάθε του να μελετά τα δέντρα.»

«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα»

Ο Έκτορας ζητά από την Ανδρομάχη να φυγαδεύσει κι έτσι να διασώσει τον μικρό Αστυάνακτα, διότι στην ύπαρξη αυτού του παιδιού βασίζεται η διατήρηση και η συνέχιση της βασιλικής του οικογένειας. Ο Αστυάνακτας είναι το μέλλον της Τροίας και η φυσική συνέχεια του Έκτορα, γι’ αυτό ο ήρωας ζητά απ’ τη γυναίκα του να φροντίσει να του «μάθει να μελετά τα δέντρα», να του μάθει, δηλαδή, να αναγνωρίζει σε κάθε στοιχείο της πόλης του την προσφορά και τις θυσίες των προγόνων του, ώστε να αντιλαμβάνεται πλήρως το χρέος του απέναντι στην Τροία και στους ανθρώπους της. Όπως κάθε δέντρο κατορθώνει να υπάρχει γιατί έχει ρίζες, έτσι και κάθε άνθρωπος ήρθε στον κόσμο και επιβίωσε χάρη στους αγώνες και στους μόχθους των προγόνων του, τους οποίους και οφείλει να τιμήσει με τη δική του δράση και με τις δικές του ανάλογες προσπάθειες διαφύλαξης και διεύρυνσης του έργου τους.
Ο Έκτορας, εφόσον γνωρίζει πως ο ίδιος δεν θα ζει για να συνεισφέρει στην αγωγή του γιου του, θέλει να είναι βέβαιος πως το παιδί του θα βρει ένα κατάλληλο πρότυπο ήθους και ανδρείας∙ ένα πρότυπο που θα το αντλήσει ακριβώς μέσα από τη μελέτη των όσων έχουν κάνει και επιτύχει οι πρόγονοί του.

β.2. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Μυθιστόρημα στην οποία ο ποιητής αξιοποιεί τους αρχαιοελληνικούς μύθους και αναζητεί το τραγικό στοιχείο μέσα σ’ αυτούς. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή λαμβάνοντας υπόψη και την υποσημείωση που σας δόθηκε.

[Ο Αστυάναξ ήταν γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Οι γονείς του τον είχαν ονομάσει Σκαμάνδριο, όμως ο λαός της Τροίας προς τιμή του ήρωα πατέρα του που σκοτώθηκε με τόση αυτοθυσία για τους Τρώες, τον ονόμασε Αστυάνακτα που σημαίνει βασιλιάς της πόλης. Η μοίρα για τον μικρό Αστυάνακτα κατά τις επικρατέστερες παραδόσεις υπήρξε τραγική. Κατά μία παράδοση τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από τα τείχη της Τροίας, όταν αυτή καταλήφθηκε από τους Αχαιούς, ή ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.]

Το έντονα τραγικό στοιχείο του ποιήματος προκύπτει από τη γνώση που έχει ο αναγνώστης για την κατάληξη του μικρού Αστυάνακτα. Έτσι, ενώ ο Έκτορας βλέπει στον Αστυάνακτα το μέλλον και την ελπίδα της Τροίας, και νουθετεί την Ανδρομάχη κατάλληλα, ώστε το παιδί του να μεγαλώσει με τις σωστές αρχές και τα σωστά πρότυπα, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη πως το παιδί αυτό δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Η παρηγοριά που λαμβάνει ο Έκτορας από τη σκέψη πως ο γιος του μεγαλώνοντας θα μπορέσει να συνεχίσει το δικό του έργο, όπως και το έργο των κοινών τους προγόνων, είναι επί της ουσίας μάταιη, εφόσον οι Αχαιοί δεν πρόκειται να δείξουν κανένα έλεος στο μικρό αυτό παιδί. Με την ίδια σκληρότητα που θα σκοτώσουν τον Έκτορα, θα σκοτώσουν κι εκείνο, τερματίζοντας άδοξα κάθε ελπίδα συνέχισης για την οικογένεια του Έκτορα.

Συνάντηση Έκτορα – Ανδρομάχης, Ιλιάδα, Ζ΄ [390-493]

     Έτσι είπε η κελάρισσα∙ κι αυτός γοργά απ’ το σπίτι
τον ίδιο δρόμο τράβηξε στις καλόχτιστες στράτες.
Μέσα απ’ την πόλη βγαίνοντας σαν έφτασε στις πύλες
τις Σκαιές, απ’ όπου ήταν πια να βγει στην πεδιάδα,
εκεί μπροστά τρέχοντας ήρθε η Ανδρομάχη,
του αντρείου Ηετίωνα η ακριβή η κόρη,
που ήταν Κιλίκων ρήγας στη δασωμένη Πλάκο
στην υποπλάκια Θήβα και είχε τότε δώσει
στον Έκτορα το δυνατό την κόρη του γυναίκα.
Στάθηκε αντίκρυ του λοιπόν κι η βάγια από κοντά της,
τ’ αθώο μωρό παιδί τους στην αγκαλιά κρατώντας,
του Έκτορα ακριβό γιο, τον όμοιο μ’ αστέρι
Σκαμάντριο ο Έκτορας, Αστυάνακτα οι άλλοι
τον έλεγαν, γιατί έσωζε ο Έκτορας την Τροία.
Σιωπηλά αχνογέλασε βλέποντας το παιδί του∙
η Ανδρομάχη στάθηκε κοντά του δακρυσμένη,
το χέρι του τού έσφιξε, του μίλησε και είπε:
     «Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα σου φέρει
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω∙ όλοι γοργά ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν∙ αν στερηθώ εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα.
Δε θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα συ πεθάνεις,
μα βάσανα∙ και δεν μου ζουν πατέρας και μητέρα.
Σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας
και την καλόχτιστη πόλη κούρσεψε των Κιλίκων,
τη Θήβα την ψηλόπορτη∙ δεν έγδυσε εκείνον
ωστόσο, σαν τον σκότωσε, σεβάστηκε η ψυχή του∙
με τα λαμπρά τα όπλα του τού έκαψε το σώμα,
τάφο σ’ εκείνον έστησε∙ φτελιές φύτεψαν γύρω
νύμφες των βουνών, οι κόρες του ασπιδοφόρου Δία.
Εφτά στο σπίτι αδερφούς είχα∙ την ίδια μέρα
όλοι στον Άδη τράβηξαν∙ ο άξιος Αχιλλέας
ο γρήγορος τους σκότωσε όλους, καθώς βοσκούσαν
τα βόδια τα στριφτόποδα και τ’ άσπρα πρόβατά μας.
Τη μάνα που βασίλευε στη δασωμένη Πλάκο,
αφού την έφερε εδώ με τ’ άλλα λάφυρά του,
τη λευτέρωσε παίρνοντας λύτρα πολλά για εκείνη,
μα η τοξεύτρα Άρτεμη τη σκότωσε στο σπίτι.
Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και αδερφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου.
Έλα τώρα, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,
το γιο μην κάνεις ορφανό και χήρα τη γυναίκα.
Δίπλα στην άγρια συκιά το στρατό στήσε, όπου
η πόλη ευκολοπαίρνεται, το τείχος της πατιέται.
Τρεις φορές οι καλύτεροι δοκίμασαν ν’ ανέβουν,
όσοι ήταν με τους Αίαντες, τον άξιο Ιδομενέα,
κι όσοι ήταν με τους Ατρείδες, το δυνατό Διομήδη∙
ή κάποιος τους συμβούλεψε που από μαντείες ξέρει
ή και η ίδια τους ψυχή αυτούς κινεί και σπρώχνει.»
     Ο λοφοσείστης Έκτορας της μίλησε έτσι τότε:
«Για όλα τούτα νοιάζομαι, γυναίκα, μα τους Τρώες,
τις μακρόπεπλες ντρέπομαι της χώρας μας γυναίκες
μακριά από τον πόλεμο σαν το δειλό να φύγω∙
και δεν το θέλει η καρδιά, γιατί έμαθα να είμαι
αντρείος και να πολεμώ ανάμεσα στους πρώτους
τη φήμη του πατέρα μου κρατώντας, τη δική μου.
Μες στην ψυχή και μες στο νου αυτό το καλοξέρω:
θα έρθει η μοίρα να χαθεί η ιερή μας Τροία
κι ο Πρίαμος ο δυνατός και όλος ο λαός του.
Κι όμως τόσο δε νοιάζομαι για τον καημό των Τρώων,
για της Εκάβης τον καημό, του Πρίαμου του ρήγα,
ούτε των αδερφών μου καν, που και πολλοί και αντρείοι
από τα χέρια των εχθρών θα κυλιστούν στη σκόνη,
όσο για σένα, σαν κάποιος χαλκοαρματωμένος
σκλαβώνοντάς σε πίσω του σε σέρνει δακρυσμένη∙
στο Άργος όντας σ’ αργαλειό μιας ξένης θα υφαίνεις,
άθελα απ’ την Υπέρεια ή απ’ τη Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις, δυνατή θα σε βαραίνει ανάγκη∙
και θα πει κάποιος βλέποντας να χύνεις μαύρο δάκρυ:
     - Του Έκτορα η γυναίκα να, στον πόλεμο της Τροίας
που ήταν στη μάχη πρώτος ανάμεσα στους Τρώες.
Έτσι θα πει∙ και μέσα σου θα ξανανάψει ο πόνος,
που θα σου λείπει ο άντρας σου να διώξει τη σκλαβιά σου.
Μα ας πεθάνω, να μη ζω, η γη να με σκεπάσει,
το σύρσιμό σου κι οι φωνές πριν στα αυτιά μου να φτάσουν!»
     Είπε κι αμέσως άνοιξε τα χέρια στο παιδί του
στης βάγιας της καλόζωστης τον κόρφο εκείνο όμως
ξανάγειρε με κλάματα∙ τρόμαξε απ’ του πατέρα,
τα χάλκινα τα όπλα του, την αλογίσια φούντα,
σαν είδε πως του σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους γέλασαν πατέρας και μητέρα∙
τότε ο λαμπρός ο Έκτορας έβγαλε απ’ το κεφάλι
το κράνος και ολόλαμπρο το άφησε στο χώμα.
Το γιο του πήρε, φίλησε, τον έπαιξε στα χέρια
κι έτσι τότε στους θεούς, στο Δία προσευχόταν:
     «Δία κι οι υπόλοιποι θεοί, δώστε να γίνει ο γιος μου,
όπως κι εγώ, ξεχωριστός ανάμεσα στους Τρώες,
άντρας τρανός και δυνατά στην Τροία ν’ αρχηγέψει∙
και κάποτε κάποιος να πει: - Πιο καλός είναι τούτος
απ’ το γονιό του-, σαν τον δει να γυρνά απ’ τη μάχη
με κούρσα σκοτωμένου εχθρού, και να χαρεί η μάνα.»
     Έδωσε στη γυναίκα του έπειτα το παιδί τους∙
στο μυρωδάτο κόρφο της το δέχτηκε εκείνη
δακρυογελώντας∙ πόνεσε, καθώς την είδε εκείνος,
με το χέρι τη χάιδεψε, της μίλησε και είπε:
     «Άμοιρη, μην πικραίνεσαι μες στην ψυχή σου τόσο∙
κανείς, πέρα απ’ τη μοίρα μου, στον Άδη δεν με στέλνει∙
μα λέω πως τη μοίρα του κανείς μας δεν ξεφεύγει,
ούτε καλός ούτε κακός, σαν γεννηθεί στον κόσμο.
Πάνε τώρα στο σπίτι μας, κοίταξε τις δουλειές σου,
τη ρόκα και τον αργαλειό, και πρόσταξε τις βάγιες
να ασχολούνται με δουλειές∙ ο πόλεμος για όλους
τους Τρώες θα είναι έγνοια και πιο πολύ για μένα.»

[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]


Οδυσσέας Ελύτης «Του Αιγαίου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Οδυσσέας Ελύτης «Του Αιγαίου»

Του Αιγαίου
Ι
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό

[Προσανατολισμοί, Πυρσός, 1940] 

πρώρα: πλώρη
αμεριμνησία: ανεμελιά
φλόκος: τριγωνικό ιστίο που προεξέχει στην πλώρη

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να εντοπίσετε τα δύο (2) πρόσωπα του ποιήματος.

Τα δύο πρόσωπα του ποιήματος, που συναποτελούν το σε απόσταση ερωτικό ζεύγος, είναι ο ναύτης κι η αρραβωνιαστικιά του.

α2. Να περιγράψετε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το καθένα απ’ αυτά τα πρόσωπα παραπέμποντας σε λέξεις και εκφράσεις του κειμένου.

Ο ναύτης βρίσκεται σε ένα ακόμη ταξίδι, μα δεν παύει στιγμή να σκέφτεται την αγαπημένη του, γι’ αυτό και ανεβασμένος στο πιο ψηλό κατάρτι του πλοίου στέλνει προς εκείνη το τραγούδι του «Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει / Ένα τραγούδι», μόνο και μόνο για να λάβει σε απάντηση την ηχώ της ίδιας του της φωνής, που εντείνει ακόμη περισσότερο το αίσθημα της νοσταλγίας του «Κι η ηχώ της νοσταλγίας του». Μόνιμη σκέψη κι ελπίδα του ναύτη είναι η επιστροφή στο νησί, προκειμένου να βρεθεί και πάλι κοντά στη γυναίκα που αγαπά∙ ελπίδα που θα μπορέσει να δικαιωθεί χάρη στην ηρεμία της θάλασσας που εγγυάται ασφάλεια κατά το ταξίδι της επιστροφής «Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει / Τον ερχομό».
Την ίδια στιγμή, πάντως, που ο ναύτης σκέφτεται την αρραβωνιαστικιά του και της στέλνει νοητά το τραγούδι του, εκείνη βρίσκεται σ’ ένα βράχο και, μάλιστα, στον πιο βρεγμένο βράχο -προφανώς όχι μόνο από τη θάλασσα μα και από τα δάκρυά της-, και προσμένει τον ερχομό του «Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει».

β1. Να εντοπίσετε την επανάληψη στην αρχή της καθεμιάς από τις τρεις στροφικές ενότητες και να εξηγήσετε τη λειτουργία της στο ποίημα.

Η λέξη που επαναλαμβάνεται σε όλες τις στροφές είναι «ο έρωτας», το κυρίαρχο, δηλαδή, συναίσθημα του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, που επηρεάζει και διαμορφώνει τη συμπεριφορά τους καθ’ όλη τη διάρκεια του επιβεβλημένου χωρισμού τους. Είναι, συνάμα, η λέξη-συναίσθημα που διατρέχει όλο το ποίημα και προσδίδει μια ιδιαίτερη διάσταση σε όλες τις επιμέρους εικόνες, αφού καθετί που συμβαίνει χρωματίζεται από την συγκινησιακή φόρτιση του ερωτικού αυτού συναισθήματος.
Επιπλέον, στη δεύτερη στροφή επαναλαμβάνεται η φράση «το τραγούδι του», με την οποία γίνεται η σύνδεση με το περιεχόμενο της πρώτης στροφής. Ενώ, στην τρίτη στροφή επαναλαμβάνεται η λέξη «καράβι» που τη συνδέει νοηματικά με τη δεύτερη στροφή.   

β2. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο «ποιητής του Αιγαίου» όπως τον αποκάλεσαν, στα πρώτα ποιήματά του ύμνησε «μια πρωινή θάλασσα αρυτίδωτη που απλώνεται ως το βάθος των οριζόντων». [Αντρέας Καραντώνης, «Η ποίηση του Ελύτη», Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση, Δίφρος, 1958.] Να επαληθεύσετε την παραπάνω κρίση με πέντε (5) αναφορές σε λέξεις ή εκφράσεις του κειμένου που σχετίζονται με τη θάλασσα του Αιγαίου και με τη θαλασσινή ζωή.

Το σύνολο του συγκεκριμένου ποιήματος αποτελείται από εικόνες της θάλασσας και της θαλασσινής ζωής, εφόσον σε κεντρικό πλάνο βρίσκεται το καράβι του ερωτευμένου ναύτη που πλέει στο Αιγαίο και σε δεύτερο επίπεδο εντοπίζουμε την αγαπημένη του να περιμένει με ανυπομονησία την επιστροφή εκείνου στο νησί τους.

- αρχιπέλαγος
- γλάροι
- οι ορίζοντες του ταξιδιού του
- μελτεμιών
- νησί

Γιάννης Ρίτσος «Ο ποιητής»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Moritz Aust

Γιάννης Ρίτσος «Ο ποιητής»

O ποιητής

Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,
το χέρι του δεν μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

Καρλόβασι, 17.VII. 87

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος.

Ο τίτλος του ποιήματος αποκαλύπτει την ιδιότητα του προσώπου για το οποίο γίνεται λόγος στο ποίημα∙ του προσώπου που κατορθώνει να έρχεται σε συνεχή επαφή με το σκοτάδι, χωρίς ποτέ να επηρεάζεται από αυτό∙ του προσώπου που ακόμη και μετά το θάνατό του θα είναι σε θέση να στηρίζει με θέρμη τους συνανθρώπους του στον δύσκολο αγώνα της ζωής.

α2. Σε ποιους στίχους εντοπίζεται η προσφορά του ποιητή στον κόσμο;

«Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,
το χέρι του δεν μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα.»

Μια πρώτη βασική προσφορά του ποιητή είναι το γεγονός ότι κατορθώνει να διατηρεί την αισιοδοξία, την πίστη και την ελπίδα του, έστω κι αν έρχεται διαρκώς σ’ επαφή με τις πλέον επώδυνες και σκοτεινές πτυχές της ζωής. Έτσι, παρά το γεγονός ότι «βρέχει» συνεχώς το χέρι του στο σκοτάδι του ανθρώπινου βίου, αυτό δεν μαυρίζει ποτέ∙ αυτό διατηρεί τη φωτεινότητά του, την οποία και κατορθώνει να περνά στους στίχους του. Σε μια ζωή γεμάτη αντιξοότητες και προβλήματα, το χέρι του ποιητή, το χέρι με το οποίο συνθέτει το έργο του, παραμένει «αδιάβροχο στη νύχτα», παραμένει επίμονα ανεπηρέαστο από τις δυσκολίες, και συνεχίζει να μεταδίδει φως και αισιοδοξία στους στίχους που γράφει.

«Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.»

Χάρη στην ικανότητά του να παραμένει αλώβητος από την επαφή του με τις δυσκολίες της ζωής και το σκοτάδι, ο ποιητής θα αφήσει πίσω του ως συνεχιστή της προσωπικής του προσπάθειας το έργο του, το οποίο θα αποτελεί μια διαρκή κατάφαση σε όλα εκείνα τα ιδανικά που συνεχώς διαψεύδονται. Το έργο του θα μοιάζει με ένα γλυκύτατο χαμόγελο που θα λέει με επιμονή «ναι» σε όλες τις ελπίδες των ανθρώπων, έστω κι αν αυτές μοιάζουν ανέφικτες ή μάταιες. Το έργο του ποιητή θα μείνει εδώ για να διατηρεί ζωντανή την ελπίδα στους ανθρώπους, καθώς όσο κι αν μοιάζουν δυσεπίτευκτα τα ιδανικά του ανθρωπισμού και της δικαιοσύνης, οι άνθρωποι δεν πρέπει στιγμή να σταματούν τον αγώνα τους γι’ αυτά.
Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο ποιητής αντιστάθηκε σε όλη του τη ζωή στο σκοτάδι και στις αντιξοότητες και δεν τους επέτρεψε να στερήσουν το φως και την αισιοδοξία από το έργο του, έτσι κι οι άλλοι άνθρωποι θα πρέπει να διατηρούν μέσα τους την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου, έστω κι αν ό,τι αντικρίζουν γύρω τους είναι η αδικία και η εκμετάλλευση. Μόνο, άλλωστε, αν συνεχίσουν να παλεύουν αδιάκοπα για τα ιδανικά τους θα υπάρξει κάποτε η δυνατότητα να γίνουν αυτά πραγματικότητα και να αναμορφώσουν πλήρως τον κόσμο.

β1. Να σχολιάσετε τη χρήση των παρενθέσεων και του α΄ πληθυντικού προσώπου στον τέταρτο στίχο.

(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα)

Το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση της παρενθετικής αυτής φράσης είναι σαν να δηλώνει πως δεν αναφέρεται στον εαυτό του όταν περιγράφει τον ιδεατό αυτό ποιητή, μιας και κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αρνητική εντύπωση. Από την άλλη, με τη χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου, ο ποιητής επιλέγει να συμπεριλάβει τον εαυτό του στο σύνολο των ανθρώπων που αν και γνωρίζουν πως η μοιραία κατάληξη για όλους είναι ο θάνατος, δεν παύουν να έχουν ανάγκη από ψυχικά και ηθικά στηρίγματα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις πλείστες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, και συνάμα, δεν παύουν να ελπίζουν πως θα έρθει κάποτε η στιγμή κατά την οποία ο κόσμος αυτός θα αλλάξει και θα γίνει πολύ πιο ανθρώπινος.

β2. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών και να σχολιάσετε την επανάληψη του μονολεκτικού περιεχομένου τους.

Η λέξη «ναι» τίθεται σε εισαγωγικά, προκειμένου να δηλωθεί πως αποτελεί αυτό που θα ακούγεται από το γλυκό χαμόγελο, από την παρακαταθήκη του ποιητή στον κόσμο αυτό. Το αδιάκοπο «ναι» του ποιητή, η αδιάκοπη κατάφασή του σε όλες εκείνες τις προαιώνιες και διαχρονικές ελπίδες των ανθρώπων, που διαρκώς διαψεύδονται, αποτελεί φανέρωμα της αισιόδοξης ματιάς του, μα και της πρόθεσής του να διατηρήσει ζωντανή την ελπίδα στον κόσμο. Εκεί όπου οι άλλοι άνθρωποι βλέπουν τη διάψευση κι απογοητεύονται, ο ποιητής συνεχίζει να έχει πίστη πως κάποτε τα πράγματα θα μπορέσουν να αλλάξουν, και θα δικαιωθεί η προσδοκία των ανθρώπων για τα μεγάλα ιδανικά του ανθρωπισμού, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.

Τα «ναι» αυτά του ποιητή θα αντλούνται, βέβαια, όχι από τον ίδιο, αφού αυτός θα έχει πια χαθεί, αλλά από το έργο του που θα παραμένει ως διαχρονικός μάρτυρας της ακλόνητης αποφασιστικότητας του δημιουργού τους να μην καμφθεί ποτέ από τις αδιάκοπες διαψεύσεις της ζωής. Έτσι, ακόμη κι όταν ο ποιητής δεν θα υπάρχει πια για να στηρίζει τους συνανθρώπους του με τη δύναμη της θέλησής του, θα έχει μείνει το έργο του να συνεχίζει την πολύτιμη αυτή προσπάθεια. 

Γιώργος Σεφέρης «Επί σκηνής» [Δ΄]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Chris Rivera

Γιώργος Σεφέρης «Επί σκηνής» [Δ΄]

Η θάλασσα∙ πώς έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά∙
με τύφλωσαν πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.

Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.

Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου∙
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

(Τρία κρυφά ποιήματα, Τυπογραφείο Γαλλικού Ινστιτούτου, 1966)

κακοφορμίζω: μολύνομαι, παθαίνω φλεγμονή από πύο.
Θαλασσινός Γέρος: ο Πρωτέας, μυθικός βασιλιάς, ο ομηρικός «Γέρος της θάλασσας» που μεταμορφωνόταν αδιάκοπα για να αποφύγει να δώσει τις αλάθητες προφητείες του.

Ερωτήσεις

1. Στο ποίημα παρατηρείται μια νοσταλγική αναπόληση της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Να εντοπίσετε τους σχετικούς στίχους.

«Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς...»

Η παρατήρηση της θάλασσας, που τώρα μοιάζει να ασθενεί δοσμένη σε μια αφύσικη ακινησία, φέρνει στη σκέψη του ποιητή ευδαιμονικές μνήμες από τα χρόνια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του, τότε που η πραγματικότητα έμοιαζε ακόμη ικανή να προσφέρει χαρά και αρμονία. Όταν ήταν παιδί -θυμάται ο ποιητής- το κύμα στο οποίο έπεφτε για να κολυμπήσει ήταν γλυκό κι η θάλασσα έμοιαζε με χώρο ατέρμονης ευτυχίας. Μα κι αντιστοίχως, όταν πια έγινε παλικάρι, όταν βρέθηκε στα χρόνια της εφηβείας, κι ένιωθε μέσα του τον έρωτα της ποίησης να ξυπνά, στη θάλασσα πήγαινε για ν’ αναζητήσει βότσαλα με όμορφα σχήματα, ικανά να του εμπνεύσουν ιδανικούς ρυθμούς.

2. Να σχολιάσετε τους τέσσερις τελευταίους στίχους του ποιήματος.

μου μίλησε ο θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου∙
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

Ο ποιητής τοποθετεί την απρόσμενη συνάντησή του με τον θαλασσινό Γέρο, με τον Πρωτέα, στα χρόνια της πρώτης του νεότητας, όταν ακόμη διέτρεχε το θαλασσινό τοπίο αναζητώντας την έμπνευση και το υλικό για τη γένεση του ποιητικού του λόγου. Εκεί είναι που άκουσε τον βαρυσήμαντο αυτό λόγο του αλάνθαστου προφήτη, πως «αυτός είναι ο τόπος του ποιητή, που όσο κι αν φαίνεται ασήμαντος, φτωχικός και αδιαμόρφωτος ακόμη, έχει μέσα του τη δυνατότητα να γίνει ακριβώς αυτό που εκείνος θέλει και αποζητά».
Τα λόγια αυτά ειπωμένα από τον σε αδιάκοπη κατάσταση μεταμόρφωσης προφήτη αποκτούν ιδιαίτερο συμβολισμό, διότι αποδίδουν έμμεσα παρόμοιες ιδιότητες στον ελληνικό χώρο και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα. Όπως, δηλαδή, η αεικίνητη θάλασσα, κι όπως ο σε συνεχή αλλαγή Πρωτέας, έτσι κι η Ελλάδα, έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από κάθε κρίσιμη κατάσταση με το να αναδιαμορφωθεί και να αποκτήσει νέες ποιότητες. Αν, λοιπόν, οι συγκαιρινοί του βλέπουν με φόβο το πολιτικό κλίμα της εποχής τους και ανησυχούν πως η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει αλώβητη από μια κατάσταση που μοιάζει να την έχει εγκλωβίσει πλήρως, ο ποιητής αισιοδοξεί πως η χώρα αυτή έχει κάθε ελπίδα να γλιτώσει, αρκεί να καταφύγει σε μια διαδικασία πλήρους αναμόρφωσης.
Κι αν για κάποιους το οικονομικά και πολιτικά ασήμαντο αυτής της μικρής χώρας μοιάζει να αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα, ο θαλασσινός γέρος αναγνωρίζει ακριβώς σε αυτό το στοιχείο ένα καίριο προτέρημα, διότι η Ελλάδα μη έχουσα ακόμη μια ισχυρά διαμορφωμένη και παγιωμένη ταυτότητα, έχει το πλεονέκτημα της ευελιξίας και των ελιγμών. Μπορεί, όπως ο ίδιος ο Πρωτέας, να αλλάξει ριζικά και να πάρει την ταυτότητα εκείνη που οι πολίτες της επιθυμούν. Μπορεί να εγκαταλείψει τους παλιούς της τρόπους και να αναγεννηθεί, αποκτώντας πλέον τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες που της αρμόζουν.  

3. Η θάλασσα είναι κυρίαρχο στοιχείο στο έργο του Σεφέρη. Να εντοπίσετε τους στίχους στους οποίους διαφαίνεται η αγωνία του ποιητή για το ελληνικό θαλασσινό τοπίο, πραγματικό και συμβολικό.

«Η θάλασσα∙ πώς έγινε έτσι η θάλασσα;»
Με το ερώτημα του αρκτικού στίχου ο ποιητής μας εισάγει σ’ ένα κλίμα αγωνίας σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής θάλασσας, το οποίο σε κυριολεκτικό επίπεδο αναφέρεται, όπως προκύπτει από τους ακόλουθους στίχους, αφενός στην ερημία του θαλασσινού τοπίου κι αφετέρου σε μια τρομακτική στασιμότητα που διακρίνει, κατά τρόπο παράδοξο, την υπό κανονικές συνθήκες αεικίνητη θάλασσα. Τόσο η ερημία, βέβαια, όσο και η πλήρης στασιμότητα αποδίδουν σε μεταφορικό επίπεδο την αγωνία του ποιητή για την τρέχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εποχής του. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το ποίημα αυτό κυκλοφόρησε ένα μόλις χρόνο προτού επιβληθεί δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα, και, άρα, συντέθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης.

«Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.»

Το ποιητικό υποκείμενο τοποθετεί τον εαυτό του σ’ ένα τελείως ερημικό ακρογιάλι, όπου μάταια περιμένει να εμφανιστεί και ν’ αράξει κάποιος άνθρωπος ή να φανεί έστω ένα υπόλειμμα ανθρώπινου πολιτισμού ή κάποια σχεδία, προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία να ξεφύγει από τον ιδιότυπο αυτό αποκλεισμό. Δημιουργείται, έτσι, μια επώδυνη αίσθηση ερημίας και εγκατάλειψης, που αποδίδει ίσως την απόγνωση του ποιητή απέναντι στην πολιτική κατάσταση της εποχής του. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνητικού σχήματος, η αδυναμία συνεννόησης του πολιτικού κόσμου με τον βασιλιά, οι κοινωνικές εντάσεις και το γενικότερο κλίμα αστάθειας που επικρατούσε εκείνη την εποχή, προκαλούν, πιθανώς, στον ποιητή τη δυσοίωνη αίσθηση πως η υπάρχουσα κατάσταση μπορεί μόνο να επιδεινωθεί.
Η ερημία του ποιητικού υποκειμένου συμβολίζει υπό μία έννοια την ερημία που ένιωθαν οι λογικά σκεπτόμενοι άνθρωποι σε μια χώρα όπου και η πλέον βασική δυνατότητα συνεννόησης και σύνεσης μοιάζει ανέφικτη.

«Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.»   

Κι η δεύτερη στροφή του ποιήματος ξεκινά μ’ ένα εξίσου εναγώνιο ερώτημα του ποιητή∙ είναι δυνατόν να βρεθεί η θάλασσα σε μια τέτοια κατάσταση στασιμότητας, ώστε να μολυνθεί; Πώς γίνεται να φτάσει στο σημείο να κακοφορμίσει η θάλασσα που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και ανανεώνεται συνεχώς;
Ο ποιητής παρατηρεί κάποιες σποραδικές ενδείξεις ζωντάνιας στο θαλάσσιο χώρο -το πέρασμα ενός δελφινιού και λίγο μετά το χαμηλό πέταγμα ενός γλάρου, που αγγίζει με το φτερό του την επιφάνεια της θάλασσας-, μα τίποτε από αυτά δεν επαρκεί. Η θάλασσα μοιάζει σχεδόν νεκρή κι έτοιμη να «σαπίσει», όπως σαπίζει το σώμα ενός κατάκοιτου και άρρωστου ανθρώπου∙ όπως «κακοφορμίζει» ένα πολιτικό σύστημα που παραμένει για καιρό δέσμιο εμμονών και αρνείται να αναπροσαρμοστεί, προκειμένου να επανέλθει σε αρμονική λειτουργία.

Ο ποιητής αποδίδει με έντονα συμβολικό τρόπο την ανησυχία του για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αναγνωρίζοντας στη θάλασσα τα συμπτώματα σήψης που διαπιστώνει να επικρατούν στα κέντρα εξουσίας του τόπου. Ένα πολίτευμα τόσο ζωντανό και πολυδύναμο, όπως είναι το δημοκρατικό, βρίσκεται αίφνης εγκλωβισμένο σε μια κατάσταση από την οποία μοιάζει αδύναμο να ξεφύγει∙ γεγονός που φαντάζει τόσο απρόσμενο στα μάτια του ποιητή, όπως ακριβώς το να έβλεπε κανείς την ίδια τη θάλασσα να φυλακίζεται και να «κακοφορμίζει» από την επιβεβλημένη στασιμότητα. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...