Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επαινώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mike Moyers
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επαινώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επαινώ, επαινείς, επαινεί, επαινούμε, επαινείτε, επαινούν (ή επαινούνε)
Υποτακτική
να επαινώ, να επαινείς, να επαινεί, να επαινούμε, να επαινείτε, να επαινούν (ή να επαινούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επαινείτε 
Μετοχή
επαινώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
επαινούσα, επαινούσες, επαινούσε, επαινούσαμε, επαινούσατε, επαινούσαν (ή επαινούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
επαίνεσα, επαίνεσες, επαίνεσε, επαινέσαμε, επαινέσατε, επαίνεσαν (ή επαινέσανε)
Υποτακτική
να επαινέσω, να επαινέσεις, να επαινέσει, να επαινέσουμε, να επαινέσετε, να επαινέσουν (ή να επαινέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επαίνεσε β΄ πληθυντικό: επαινέστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινώ, θα επαινείς, θα επαινεί, θα επαινούμε, θα επαινείτε, θα επαινούν (ή θα επαινούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινέσω, θα επαινέσεις, θα επαινέσει, θα επαινέσουμε, θα επαινέσετε, θα επαινέσουν (ή θα επαινέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινέσει, θα έχεις επαινέσει, θα έχει επαινέσει, θα έχουμε επαινέσει, θα έχετε επαινέσει, θα έχουν(ε) επαινέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επαινέσει, έχεις επαινέσει, έχει επαινέσει, έχουμε επαινέσει, έχετε επαινέσει, έχουν(ε) επαινέσει
Υποτακτική
να έχω επαινέσει, να έχεις επαινέσει, να έχει επαινέσει, να έχουμε επαινέσει, να έχετε επαινέσει, να έχουν(ε) επαινέσει
Μετοχή
έχοντας επαινέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινέσει, είχες επαινέσει, είχε επαινέσει, είχαμε επαινέσει, είχατε επαινέσει, είχαν(ε) επαινέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επαινούμαι, επαινείσαι, επαινείται, επαινούμαστε, επαινείστε, επαινούνται
Υποτακτική
να επαινούμαι, να επαινείσαι, να επαινείται, να επαινούμαστε, να επαινείστε, να επαινούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
επαινούμενος, επαινούμενη, επαινούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
επαινούμουν, επαινούσουν, επαινούταν, επαινούμασταν ή επαινούμαστε, επαινούσαστε, επαινούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
επαινέθηκα, επαινέθηκες, επαινέθηκε, επαινεθήκαμε, επαινεθήκατε, επαινέθηκαν ή επαινεθήκανε
Υποτακτική
να επαινεθώ, να επαινεθείς, να επαινεθεί, να επαινεθούμε, να επαινεθείτε, να επαινεθούν ή να επαινεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: επαινέσου β΄ πληθυντικό: επαινεθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινούμαι, θα επαινείσαι, θα επαινείται, θα επαινούμαστε, θα επαινείστε, θα επαινούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινεθώ, θα επαινεθείς, θα επαινεθεί, θα επαινεθούμε, θα επαινεθείτε, θα επαινεθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινεθεί, θα έχεις επαινεθεί, θα έχει επαινεθεί, θα έχουμε επαινεθεί, θα έχετε επαινεθεί, θα έχουν(ε) επαινεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επαινεθεί, έχεις επαινεθεί, έχει επαινεθεί, έχουμε επαινεθεί, έχετε επαινεθεί, έχουν(ε) επαινεθεί
Υποτακτική
να έχω επαινεθεί, να έχεις επαινεθεί, να έχει επαινεθεί, να έχουμε επαινεθεί, να έχετε επαινεθεί, να έχουν(ε) επαινεθεί
Μετοχή
επαινεμένος, επαινεμένη, επαινεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινεθεί, είχες επαινεθεί, είχε επαινεθεί, είχαμε επαινεθεί, είχατε επαινεθεί, είχαν(ε) επαινεθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Melanie Viola
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνω, κλείνεις, κλείνει, κλείνουμε, κλείνετε, κλείνουν (ή κλείνουνε)
Υποτακτική
να κλείνω, να κλείνεις, να κλείνει, να κλείνουμε, να κλείνετε, να κλείνουν (ή να κλείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείνε – β΄ πληθυντικό: κλείνετε
Μετοχή
κλείνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έκλεινα, έκλεινες, έκλεινε, κλείναμε, κλείνατε, έκλειναν ή κλείνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έκλεισα, έκλεισες, έκλεισε, κλείσαμε, κλείσατε, έκλεισαν ή κλείσανε
Υποτακτική
να κλείσω, να κλείσεις, να κλείσει, να κλείσουμε, να κλείσετε, να κλείσουν (ή να κλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείσε – β΄ πληθυντικό: κλείστε (ή κλείσετε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνω, θα κλείνεις, θα κλείνει, θα κλείνουμε, θα κλείνετε, θα κλείνουν (ή θα κλείνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείσω, θα κλείσεις, θα κλείσει, θα κλείσουμε, θα κλείσετε, θα κλείσουν (ή θα κλείσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλείσει, θα έχεις κλείσει, θα έχει κλείσει, θα έχουμε κλείσει, θα έχετε κλείσει, θα έχουν(ε) κλείσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλείσει, έχεις κλείσει, έχει κλείσει, έχουμε κλείσει, έχετε κλείσει, έχουν(ε) κλείσει
Υποτακτική
να έχω κλείσει, να έχεις κλείσει, να έχει κλείσει, να έχουμε κλείσει, να έχετε κλείσει, να έχουν(ε) κλείσει
Μετοχή
έχοντας κλείσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλείσει, είχες κλείσει, είχε κλείσει, είχαμε κλείσει, είχατε κλείσει, είχαν(ε) κλείσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνομαι, κλείνεσαι, κλείνεται, κλεινόμαστε, κλείνεστε, κλείνονται
Υποτακτική
να κλείνομαι, να κλείνεσαι, να κλείνεται, να κλεινόμαστε, να κλείνεστε, να κλείνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κλείνεστε
Μετοχή
(κλεινόμενος, κλεινόμενη, κλεινόμενο)
 
Παρατατικός
Οριστική
κλεινόμουν, κλεινόσουν, κλεινόταν, κλεινόμαστε, κλεινόσαστε, κλείνονταν
(& κλεινόμουνα, κλεινόσουνα, κλεινότανε, κλεινόμασταν, κλεινόσασταν, κλεινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κλείστηκα, κλείστηκες, κλείστηκε, κλειστήκαμε, κλειστήκατε, κλείστηκαν (ή κλειστήκανε)
Υποτακτική
να κλειστώ, να κλειστείς, να κλειστεί, να κλειστούμε, να κλειστείτε, να κλειστούν (ή να κλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κλείσου β΄ πληθυντικό: κλειστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνομαι, θα κλείνεσαι, θα κλείνεται, θα κλεινόμαστε, θα κλείνεστε, θα κλείνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλειστώ, θα κλειστείς, θα κλειστεί, θα κλειστούμε, θα κλειστείτε, θα κλειστούν (ή θα κλειστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλειστεί, θα έχεις κλειστεί, θα έχει κλειστεί, θα έχουμε κλειστεί, θα έχετε κλειστεί, θα έχουν(ε) κλειστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλειστεί, έχεις κλειστεί, έχει κλειστεί, έχουμε κλειστεί, έχετε κλειστεί, έχουν(ε) κλειστεί
Υποτακτική
να έχω κλειστεί, να έχεις κλειστεί, να έχει κλειστεί, να έχουμε κλειστεί, να έχετε κλειστεί, να έχουν(ε) κλειστεί
Μετοχή
κλεισμένος, κλεισμένη, κλεισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλειστεί, είχες κλειστεί, είχε κλειστεί, είχαμε κλειστεί, είχατε κλειστεί, είχαν(ε) κλειστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «προτείνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andre Petrov
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «προτείνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
προτείνω, προτείνεις, προτείνει, προτείνουμε, προτείνετε, προτείνουν (ή προτείνουνε)
Υποτακτική
να προτείνω, να προτείνεις, να προτείνει, να προτείνουμε, να προτείνετε, να προτείνουν (ή να προτείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πρότεινε – β΄ πληθυντικό: προτείνετε
Μετοχή
προτείνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
πρότεινα, πρότεινες, πρότεινε, προτείναμε, προτείνατε, πρότειναν ή προτείνανε
 
Αόριστος
Οριστική
πρότεινα, πρότεινες, πρότεινε, προτείναμε, προτείνατε, πρότειναν ή προτείνανε
& προέτεινα, προέτεινες, προέτεινε, προτείναμε, προτείνατε, προέτειναν
Υποτακτική
να προτείνω, να προτείνεις, να προτείνει, να προτείνουμε, να προτείνετε, να προτείνουν (ή να προτείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πρότεινε – β΄ πληθυντικό: προτείνετε
 
Σημείωση: Ο αόριστος πρότεινα χρησιμοποιείται με τη σημασία «κάνω πρόταση» (π.χ. Του πρότεινα να συνεργαστούμε), ενώ ο αόριστος προέτεινα χρησιμοποιείται με τη σημασία «τείνω προς τα μπρος» (π.χ. Ο ληστής προέτεινε το πιστόλι).
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προτείνω, θα προτείνεις, θα προτείνει, θα προτείνουμε, θα προτείνετε, θα προτείνουν (ή θα προτείνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προτείνω, θα προτείνεις, θα προτείνει, θα προτείνουμε, θα προτείνετε, θα προτείνουν (ή θα προτείνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω προτείνει, θα έχεις προτείνει, θα έχει προτείνει, θα έχουμε προτείνει, θα έχετε προτείνει, θα έχουν(ε) προτείνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω προτείνει, έχεις προτείνει, έχει προτείνει, έχουμε προτείνει, έχετε προτείνει, έχουν(ε) προτείνει
Υποτακτική
να έχω προτείνει, να έχεις προτείνει, να έχει προτείνει, να έχουμε προτείνει, να έχετε προτείνει, να έχουν(ε) προτείνει
Μετοχή
έχοντας προτείνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα προτείνει, είχες προτείνει, είχε προτείνει, είχαμε προτείνει, είχατε προτείνει, είχαν(ε) προτείνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
προτείνομαι, προτείνεσαι, προτείνεται, προτεινόμαστε, προτείνεστε, προτείνονται
Υποτακτική
να προτείνομαι, να προτείνεσαι, να προτείνεται, να προτεινόμαστε, να προτείνεστε, να προτείνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: προτείνεστε
Μετοχή
προτεινόμενος, προτεινόμενη, προτεινόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
προτεινόμουν, προτεινόσουν, προτεινόταν, προτεινόμαστε, προτεινόσαστε, προτείνονταν
(& προτεινόμουνα, προτεινόσουνα, προτεινότανε, προτεινόμασταν, προτεινόσασταν, προτεινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
προτάθηκα, προτάθηκες, προτάθηκε, προταθήκαμε, προταθήκατε, προτάθηκαν (ή προταθήκανε)
Υποτακτική
να προταθώ, να προταθείς, να προταθεί, να προταθούμε, να προταθείτε, να προταθούν (ή να προταθούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: προταθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προτείνομαι, θα προτείνεσαι, θα προτείνεται, θα προτεινόμαστε, θα προτείνεστε, θα προτείνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προταθώ, θα προταθείς, θα προταθεί, θα προταθούμε, θα προταθείτε, θα προταθούν (ή θα προταθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω προταθεί, θα έχεις προταθεί, θα έχει προταθεί, θα έχουμε προταθεί, θα έχετε προταθεί, θα έχουν(ε) προταθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω προταθεί, έχεις προταθεί, έχει προταθεί, έχουμε προταθεί, έχετε προταθεί, έχουν(ε) προταθεί
Υποτακτική
να έχω προταθεί, να έχεις προταθεί, να έχει προταθεί, να έχουμε προταθεί, να έχετε προταθεί, να έχουν(ε) προταθεί
Μετοχή
προτεταμένος, προτεταμένη, προτεταμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα προταθεί, είχες προταθεί, είχε προταθεί, είχαμε προταθεί, είχατε προταθεί, είχαν(ε) προταθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διανέμω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Science Photo Library
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διανέμω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διανέμω, διανέμεις, διανέμει, διανέμουμε, διανέμετε, διανέμουν (ή διανέμουνε)
Υποτακτική
να διανέμω, να διανέμεις, να διανέμει, να διανέμουμε, να διανέμετε, να διανέμουν (ή να διανέμουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάνεμε – β΄ πληθυντικό: διανέμετε
Μετοχή
διανέμοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διένεμα, διένεμες, διένεμε, διανέμαμε, διανέματε, διένεμαν ή διανέμανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
διένειμα, διένειμες, διένειμε, διανείμαμε, διανείματε, διένειμαν ή διανείμανε
Υποτακτική
να διανείμω, να διανείμεις, να διανείμει, να διανείμουμε, να διανείμετε, να διανείμουν (ή να διανείμουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάνειμε – β΄ πληθυντικό: διανείμετε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανέμω, θα διανέμεις, θα διανέμει, θα διανέμουμε, θα διανέμετε, θα διανέμουν (ή θα διανέμουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανείμω, θα διανείμεις, θα διανείμει, θα διανείμουμε, θα διανείμετε, θα διανείμουν (ή θα διανείμουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διανείμει, θα έχεις διανείμει, θα έχει διανείμει, θα έχουμε διανείμει, θα έχετε διανείμει, θα έχουν(ε) διανείμει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διανείμει, έχεις διανείμει, έχει διανείμει, έχουμε διανείμει, έχετε διανείμει, έχουν(ε) διανείμει
Υποτακτική
να έχω διανείμει, να έχεις διανείμει, να έχει διανείμει, να έχουμε διανείμει, να έχετε διανείμει, να έχουν(ε) διανείμει
Μετοχή
έχοντας διανείμει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διανείμει, είχες διανείμει, είχε διανείμει, είχαμε διανείμει, είχατε διανείμει, είχαν(ε) διανείμει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διανέμομαι, διανέμεσαι, διανέμεται, διανεμόμαστε, διανέμεστε, διανέμονται
Υποτακτική
να διανέμομαι, να διανέμεσαι, να διανέμεται, να διανεμόμαστε, να διανέμεστε, να διανέμονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διανέμεστε
Μετοχή
διανεμόμενος, διανεμόμενη, διανεμόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διανεμόμουν, διανεμόσουν, διανεμόταν, διανεμόμαστε, διανεμόσαστε, διανέμονταν
(& διανεμόμουνα, διανεμόσουνα, διανεμότανε, διανεμόμασταν, διανεμόσασταν, διανεμόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διανεμήθηκα, διανεμήθηκες, διανεμήθηκε, διανεμηθήκαμε, διανεμηθήκατε, διανεμήθηκαν (ή διανεμηθήκανε)
Υποτακτική
να διανεμηθώ, να διανεμηθείς, να διανεμηθεί, να διανεμηθούμε, να διανεμηθείτε, να διανεμηθούν (ή να διανεμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διανεμήσου β΄ πληθυντικό: διανεμηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανέμομαι, θα διανέμεσαι, θα διανέμεται, θα διανεμόμαστε, θα διανέμεστε, θα διανέμονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανεμηθώ, θα διανεμηθείς, θα διανεμηθεί, θα διανεμηθούμε, θα διανεμηθείτε, θα διανεμηθούν (ή θα διανεμηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διανεμηθεί, θα έχεις διανεμηθεί, θα έχει διανεμηθεί, θα έχουμε διανεμηθεί, θα έχετε διανεμηθεί, θα έχουν(ε) διανεμηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διανεμηθεί, έχεις διανεμηθεί, έχει διανεμηθεί, έχουμε διανεμηθεί, έχετε διανεμηθεί, έχουν(ε) διανεμηθεί
Υποτακτική
να έχω διανεμηθεί, να έχεις διανεμηθεί, να έχει διανεμηθεί, να έχουμε διανεμηθεί, να έχετε διανεμηθεί, να έχουν(ε) διανεμηθεί
Μετοχή
διανεμημένος, διανεμημένη, διανεμημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διανεμηθεί, είχες διανεμηθεί, είχε διανεμηθεί, είχαμε διανεμηθεί, είχατε διανεμηθεί, είχαν(ε) διανεμηθεί
 
Σημείωση: διανέμω – κατανέμω. Τα δύο ομόρριζα ρήματα, σύνθετα του αρχαιοελληνικού νέμω, συγκλίνουν στη γενική σημασία «μοιράζω (κάτι) σε μέρη ή μερίδια», αλλά παρουσιάζουν σημαντική διαφορά στη χρήση. Δύο βασικοί παράγοντες περιλαμβάνονται στην εν λόγω διαφορά: πρώτον, η αναφορά σε σύνολο (ομοιογενές ή ενιαίο) ή σε χωριστά μέρη και, δεύτερον, η δήλωση προηγούμενης ταξινόμησης και υποδιαίρεσης του συνόλου ή απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε τέτοια ενέργεια.
Συγκεκριμένα, το ρήμα διανέμω (ουσιαστικό: διανομή) αφορά περισσότερο σε χωριστά μέρη ενός συνόλου και δεν εστιάζει σε τυχόν προηγούμενη ταξινόμησή του, ενώ το κατανέμω (ουσιαστικό: κατανομή) αναφέρεται στην ύλη του ως σύνολο και προϋποθέτει προηγούμενη ταξινόμηση και υποδιαίρεση. Η διαφορά τους φαίνεται ευθύς αμέσως αν χρησιμοποιηθούν με το ίδιο αντικείμενο, όπως φαίνεται στα ακόλουθα παραδείγματα:
-        διανέμω τρόφιμα «προσφέρω τρόφιμα στους δικαιούχους»
-        κατανέμω τρόφιμα «μοιράζω και ταξινομώ τα τρόφιμα»
-        διανέμω επιστολές «παραδίδω τις επιστολές (στους παραλήπτες)»
-        κατανέμω επιστολές «μοιράζω και ταξινομώ τις επιστολές»
-        διανομή εκπαιδευτικού υλικού (σημαίνει ότι όλοι οι αποδέκτες έλαβαν το υλικό, π.χ. βιβλίο, λογισμικό κ.ά.)
-        κατανομή εκπαιδευτικού υλικού (σημαίνει ότι το υλικό ταξινομήθηκε και χωρίστηκε σε τμήματα)
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, όταν προϋποτίθεται ταξινόμηση και κατόπιν απόδοση (χωρίς αυτή να είναι απαραίτητη), κατάλληλο είναι μόνο το ρήμα κατανέμω και το ουσιαστικό κατανομή (π.χ. κατανομή της ύλης σε κεφάλαια [όχι: διανομή της ύλης] – κατανομή των βουλευτικών εδρών στα κόμματα [όχι: διανομή των εδρών] – κατανομή αρμοδιοτήτων στους συνεργάτες [όχι: διανομή αρμοδιοτήτων]), ενώ όπου δίνεται έμφαση μόνο στην πράξη του μοιράσματος και της απόδοσης, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα αν προηγήθηκε ταξινόμηση και επιμερισμός με ειδικά κριτήρια, τότε είναι κατάλληλο το ρήμα διανέμω και το ουσιαστικό διανομή (π.χ. Ομάδα παραγωγών διένειμε δωρεάν πατάτες σε απόρους [όχι: κατένειμε δωρεάν πατάτες] – Δέκα τόνοι αλεύρι διανεμήθηκαν δωρεάν σε ευπαθείς ομάδες [όχι: κατανεμήθηκαν σε ευπαθείς ομάδες] – Το φυλλάδιο της μητρόπολης διανεμήθηκε την Κυριακή στους ναούς [όχι: κατανεμήθηκε στους ναούς]).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...