Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θηράω / θηρῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Donna Tucker

 
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θηράω / θηρ»
 
θηρ = κυνηγώ
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θηρ, θηρς, θηρ, θηρμεν, θηρτε, θηρσι(ν)
Υποτακτική
θηρ, θηρς, θηρ, θηρμεν, θηρτε, θηρσι(ν)
Ευκτική
θηρμι, θηρς, θηρ ή θηρην, θηρης, θηρη, θηρμεν, θηρτε, θηρεν
Προστακτική
---, θήρα, θηράτω, ---, θηρτε, θηρώντων ή θηράτωσαν
Απαρέμφατο
θηρν
Μετοχή
θηρν, θηρσα, θηρν
 
Παρατατικός
θήρων, θήρας, θήρα, θηρμεν, θηρτε, θήρων
 
Μέλλοντας
Οριστική
θηράσω, θηράσεις, θηράσει, θηράσομεν, θηράσετε, θηράσουσι(ν)
Ευκτική
θηράσοιμι, θηράσοις, θηράσοι, θηράσοιμεν, θηράσοιτε, θηράσοιεν
Απαρέμφατο
θηράσειν
Μετοχή
θηράσων, θηράσουσα, θηρσον
 
Αόριστος
Οριστική
θήρασα, θήρασας, θήρασε(ν), θηράσαμεν, θηράσατε, θήρασαν
Υποτακτική
θηράσω, θηράσς, θηράσ, θηράσωμεν, θηράσητε, θηράσωσι(ν)
Ευκτική
θηράσαιμι, θηράσαις ή θηράσειας, θηράσαι ή θηράσειε(ν), θηράσαιμεν, θηράσαιτε, θηράσαιεν ή θηράσειαν
Προστακτική
---, θήρασον, θηρασάτω, ---, θηράσατε, θηρασάντων (ή θηρασάτωσαν)
Απαρέμφατο
θηρσαι
Μετοχή
θηράσας, θηράσασα, θηρσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τεθήρακα, τεθήρακας, τεθήρακε, τεθηράκαμεν, τεθηράκατε, τεθηράκασι(ν)
 
Υποτακτική
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός ς
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα μεν
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα τε
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα σι(ν)
 
Ευκτική
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός εην
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός εης
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός εη
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα εημεν/ εμεν
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα εητε/ ετε
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός σθι
τεθηρακώς- τεθηρακυα- τεθηρακός στω
---
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα στε
τεθηρακότες- τεθηρακυαι- τεθηρακότα στων
 
Απαρέμφατο
τεθηρακέναι
 
Μετοχή
τεθηρακώς, τεθηρακυα, τεθηρακός
 
Υπερσυντέλικος
τεθηράκειν, τεθηράκεις, τεθηράκει, τεθηράκεμεν, τεθηράκετε, τεθηράκεσαν
 
Μέση φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θηρμαι, θηρ, θηρται, θηρώμεθα, θηρσθε, θηρνται
Υποτακτική
θηρμαι, θηρ, θηρται, θηρώμεθα, θηρσθε, θηρνται
Ευκτική
θηρμην, θηρο, θηρτο, θηρμεθα, θηρσθε, θηρντο
Προστακτική
--- θηρ, θηράσθω, --- θηρσθε, θηράσθων ή θηράσθωσαν
Απαρέμφατο
θηρσθαι
Μετοχή
θηρώμενος, θηρωμένη, θηρώμενον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φείδομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Tony Rubino

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φείδομαι»
 
φείδομαι = κάνω οικονομία, προσέχω, λυπάμαι
 
Ενεστώτας
Οριστική
φείδομαι, φείδ ή φείδει, φείδεται, φειδόμεθα, φείδεσθε, φείδονται
Υποτακτική
φείδωμαι, φείδ, φείδηται, φειδώμεθα, φείδησθε, φείδωνται
Ευκτική
φειδοίμην, φείδοιο, φείδοιτο, φειδοίμεθα, φείδοισθε, φείδοιντο
Προστακτική
---, φείδου, φειδέσθω, ---, φείδεσθε, φειδέσθων ή φειδέσθωσαν
Απαρέμφατο
φείδεσθαι
Μετοχή
φειδόμενος
φειδομένη
φειδόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φειδόμην, φείδου, φείδετο, φειδόμεθα, φείδεσθε, φείδοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
φείσομαι, φείσ ή φείσει, φείσεται, φεισόμεθα, φείσεσθε, φείσονται
Ευκτική
φεισοίμην, φείσοιο, φείσοιτο, φεισοίμεθα, φείσοισθε, φείσοιντο
Απαρέμφατο
φείσεσθαι
Μετοχή
φεισόμενος
φεισομένη
φεισόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φεισθήσομαι, φεισθήσ ή φεισθήσει, φεισθήσεται, φεισθησόμεθα, φεισθήσεσθε, φεισθήσονται
Ευκτική
φεισθησοίμην, φεισθήσοιο, φεισθήσοιτο, φεισθησοίμεθα, φεισθήσοισθε, φεισθήσοιντο
Απαρέμφατο
φεισθήσεσθαι
Μετοχή
φεισθησόμενος
φεισθησομένη
φεισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
φεισάμην, φείσω, φείσατο, φεισάμεθα, φείσασθε, φείσαντο
Υποτακτική
φείσωμαι, φείσ, φείσηται, φεισώμεθα, φείσησθε, φείσωνται
Ευκτική
φεισαίμην, φείσαιο, φείσαιτο, φεισαίμεθα, φείσαισθε, φείσαιντο
Προστακτική
---, φεσαι, φεισάσθω, ---, φείσασθε, φεισάσθων ή φεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
φείσασθαι
Μετοχή
φεισάμενος
φεισαμένη
φεισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φείσθην, φείσθης, φείσθη, φείσθημεν, φείσθητε, φείσθησαν
Υποτακτική
φεισθ, φεισθς, φεισθ, φεισθμεν, φεισθτε, φεισθσι(ν)
Ευκτική
φεισθείην, φεισθείης, φεισθείη, φεισθείημεν ή φεισθεμεν, φεισθείητε ή φεισθετε, φεισθείησαν ή φεισθεεν
Προστακτική
---, φείσθητι, φεισθήτω, ---, φείσθητε, φεισθέντων ή φεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
φεισθναι
Μετοχή
φεισθείς
φεισθεσα
φεισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέφεισμαι, πέφεισαι, πέφεισται, πεφείσμεθα, πέφεισθε, πεφεισμένοι εσί
 
Υποτακτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ς
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα μεν
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα τε
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα σι
 
Ευκτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εην
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εης
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εη
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εημεν (εμεν)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εητε (ετε)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πέφεισο, πεφείσθω, --- πέφεισθε, πεφείσθων ή πεφείσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφεσθαι
Μετοχή
πεφεισμένος,
πεφεισμένη,
πεφεισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφείσμην, πέφεισο, πέφειστο, πεφείσμεθα, πέφεισθε, πεφεισμένοι σαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρεμάννυμι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sebastien Del Grosso

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρεμάννυμι»
 
κρεμάννυμι = κρεμάω   
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμι, κρεμάννυς, κρεμάννυσι, κρεμάννυμεν, κρεμάννυτε, κρεμαννύασι(ν)
Υποτακτική
κρεμαννύω, κρεμαννύς, κρεμαννύ, κρεμαννύωμεν, κρεμαννύητε, κρεμαννύωσι(ν)
Ευκτική
κρεμαννύοιμι, κρεμαννύοις, κρεμαννύοι, κρεμαννύοιμεν, κρεμαννύοιτε, κρεμαννύοιεν
Προστακτική
---, κρεμάννυ, κρεμαννύτω, ---, κρεμάννυτε, κρεμαννύντων (ή κρεμαννύτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμαννύναι
Μετοχή
κρεμαννύς, κρεμαννσα, κρεμαννύν
 
Αόριστος
Οριστική
κρέμασα, κρέμασας, κρέμασε(ν), κρεμάσαμεν, κρεμάσατε, κρέμασαν
Υποτακτική
κρεμάσω, κρεμάσς, κρεμάσ, κρεμάσωμεν, κρεμάσητε, κρεμάσωσι(ν)
Ευκτική
κρεμάσαιμι, κρεμάσαις ή κρεμάσειας, κρεμάσαι ή κρεμάσειε, κρεμάσαιμεν, κρεμάσαιτε, κρεμάσαιεν ή κρεμάσειαν
Προστακτική
---, κρέμασον, κρεμασάτω, ---, κρεμάσατε, κρεμασάντων (ή κρεμασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμάσαι
Μετοχή
κρεμάσας, κρεμάσασα, κρεμάσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμαι, κρεμάννυσαι, κρεμάννυται, κρεμαννύμεθα, κρεμάννυσθε, κρεμάννυνται
Υποτακτική
κρεμαννύωμαι, κρεμαννύ, κρεμαννύηται, κρεμαννυώμεθα, κρεμαννύησθε, κρεμαννύωνται
Ευκτική
κρεμαννυοίμην, κρεμαννύοιο, κρεμαννύοιτο, κρεμαννυοίμεθα, κρεμαννύοισθε, κρεμαννύοιντο
Προστακτική
---, κρεμάννυσο, κρεμαννύσθω, ---, κρεμάννυσθε, κρεμαννύσθων ή κρεμαννύσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάννυσθαι
Μετοχή
κρεμαννύμενος
κρεμαννυμένη
κρεμαννύμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κρεμάσθην, κρεμάσθης, κρεμάσθη, κρεμάσθημεν, κρεμάσθητε, κρεμάσθησαν
Υποτακτική
κρεμασθ, κρεμασθς, κρεμασθ, κρεμασθμεν, κρεμασθτε, κρεμασθσι(ν)
Ευκτική
κρεμασθείην, κρεμασθείης, κρεμασθείη, κρεμασθείημεν ή κρεμασθεμεν, κρεμασθείητε ή κρεμασθετε, κρεμασθείησαν ή κρεμασθεεν
Προστακτική
---, κρεμάσθητι, κρεμασθήτω, ---, κρεμάσθητε, κρεμασθέντων ή κρεμασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρεμασθναι
Μετοχή
κρεμασθείς
κρεμασθεσα
κρεμασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κρέμαμαι, κρέμασαι, κρέμαται, κρεμάμεθα, κρέμασθε, κρέμανται
 
Υποτακτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ς
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα μεν
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα τε
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα σι
 
Ευκτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εην
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εης
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εη
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εημεν (εμεν)
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εητε (ετε)
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κρέμασο, κρεμάσθω, --- κρέμασθε, κρεμάσθων ή κρεμάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κρεμάσθαι
Μετοχή
κρεμάμενος,
κρεμάμενη,
κρεμάμενον
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...