Scott Norris
Νεοελληνική
Γλώσσα: Πρόθεση γράφοντος &
γλωσσικές επιλογές
Γλωσσικές επιλογές της επιχειρηματολογίας
Όταν
η πρόθεση του γράφοντος είναι να πείσει τους αναγνώστες με την
αξιοποίηση επιχειρημάτων, οι συνηθέστερες γλωσσικές επιλογές είναι οι
ακόλουθες:
1.
Αποφαντικές (δηλωτικές) προτάσεις: Ο γράφων εκφράζει μέσω αυτών
απόψεις/ισχυρισμούς που ο ίδιος θεωρεί ότι ισχύουν. Οι αποφαντικές προτάσεις
εκφέρονται με οριστική έγκλιση.
π.χ.
«Ο διάλογος –είτε προέρχεται από ένα πρόσωπο είτε από περισσότερα– ασκεί στην
ψυχή του ακροατή έντονη παιδευτική επίδραση, όπως άλλωστε όλα τα συνταρακτικά
συμβάντα.»
2. Παθητική
σύνταξη: Με την παθητική σύνταξη
προτάσσεται το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, ώστε να στραφεί η προσοχή του
αναγνώστη σε αυτό, μιας και ό,τι προέχει είναι η αντιμετώπιση της κατάστασης
που έχει δημιουργηθεί και όχι το ποιος ευθύνεται γι’ αυτή. Η πρόταξη του
υποκειμένου -ενεργητική σύνταξη- προσδίδει έμφαση στο πρόσωπο που δρα και, ως
εκ τούτου, απομακρύνει την προσοχή από το ουσιώδες, δηλαδή, από τα αποτελέσματα
της ενέργειας, τα οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε.
π.χ.
«Θα έχουν χαθεί θέσεις εργασίας λόγω αυτοματισμού, και μαζί μέρος της ψυχικής
υγείας και της κοινωνικής συνοχής.»
3. Ονοματοποίηση:
Με τη διαδικασία της ονοματοποίησης ο γράφων αποδίδει με πιο πυκνό τρόπο τις
απόψεις/ιδέες του, εφόσον οι ονοματοποιημένοι τύποι φέρουν τα σημασιολογικά
χαρακτηριστικά τόσο των ρηματικών διαδικασιών ή των ιδιοτήτων από όπου προέρχονται
όσο και το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ή των ιδιοτήτων.
Με
τους ονοματοποιημένους τύπους, άρα, ο γράφων αποφεύγει τη δημιουργία
δευτερευουσών προτάσεων, για να δηλώσει ενέργεια ή αποτέλεσμα, καθώς οι δύο
αυτές έννοιες εμπεριέχονται στην ονοματοποιημένη λέξη (π.χ. προσαρμόζομαι /
προσαρμογή).
π.χ.
«Επισημαίνεται πως η κατάρτιση των ατόμων με κατάλληλες δεξιότητες
μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη προετοιμασία και προσαρμογή στις
νέες συνθήκες, καθώς και στην άμβλυνση της παρατεταμένα υψηλής
«αναντιστοιχίας δεξιοτήτων» που σημειώνεται στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά
εργασίας.»
4. Επιστημική και δεοντική τροπικότητα: Στο πλαίσιο της
επιχειρηματολογίας ο γράφων μπορεί να εκφράσει το βαθμό βεβαιότητάς του για τα
όσα διατυπώνει, δηλώνοντας είτε μεγαλύτερη είτε μικρότερη βεβαιότητα. Δείκτες
βεβαιότητας (επιστημικής τροπικότητας) είναι, μεταξύ άλλων, η χρήση της
οριστικής έγκλισης (για το βέβαιο) ή χρήση υποτακτικής έγκλισης (για το πιθανό
ή για το δυνατό), καθώς και η χρήση επιρρημάτων ή φράσεων, μέσω των οποίων
επιτυγχάνεται η σχετική διαβάθμιση (π.χ. ίσως, πιθανώς, σίγουρα, είναι βέβαιο,
είναι αναμφισβήτητο, είναι πιθανό κ.ά.).
Αντιστοίχως,
ο γράφων μπορεί να δηλώσει πόσο αναγκαίο θεωρεί πως είναι κάτι που προτείνει
(δεοντική τροπικότητα). Η αναγκαιότητα δηλώνεται, μεταξύ άλλων, με ρηματικές
φράσεις και επιρρήματα (π.χ. πρέπει να, είναι απαραίτητο να, είναι αναγκαίο, θα
ήταν ωφέλιμο, θα βοηθούσε ίσως, συνιστά αδήριτη ανάγκη, θα μπορούσαμε πιθανώς
κ.ά.), καθώς και με τη χρήση υποτακτικής έγκλισης μέσω της οποίας εκφράζεται
τόσο το επιθυμητό/ζητούμενο όσο και το υποχρεωτικό/αναγκαίο.
5. Κυριολεκτική/αναφορική χρήση του λόγου, ειδικοί όροι, ακρίβεια στη
χρήση του λεξιλογίου: Βασικό στόχος του γράφοντος στο πλαίσιο της
επιχειρηματολογίας είναι η σαφήνεια στις διατυπώσεις του, ώστε να μην υπάρχει
το περιθώριο παρερμηνείας των ισχυρισμών του. Ως εκ τούτου, στα
επιχειρηματολογικά κείμενα κυριαρχεί η κυριολεκτική χρήση του λόγου, η
προσεκτική επιλογή λεξιλογίου, ώστε να εκφράζονται με ακρίβεια οι σκέψεις του
γράφοντος, καθώς και οι ειδικοί όροι, όταν το θέμα που προσεγγίζεται έχει
επιστημονικό χαρακτήρα.
6. Ρητορικά ερωτήματα: Με τη χρήση ρητορικών ερωτημάτων ο γράφων
κατορθώνει, μεταξύ άλλων, να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να
κατευθύνει την προσοχή του σε συγκεκριμένες πτυχές του υπό διερεύνηση θέματος,
καθώς και να διασφαλίσει σε επίπεδο δομής τη συνοχή του κειμένου του.
π.χ.
«Είναι δυνατόν να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει η διδασκαλία αυτά τα «φυσικά»
κεφάλαια όταν λείπουν ή όταν είναι ανεπαρκή;»
7. Διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις που δηλώνουν σχέσεις χρόνου, αντίθεσης,
αιτίου και αποτελέσματος, συμπεράσματος, αιτιολόγησης κ.λπ.: Η τεκμηρίωση
ενός ισχυρισμού στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος βασίζεται συχνά σε νοηματικές
σχέσεις, όπως είναι αυτή της αιτιολόγησης (διότι, γιατί, καθώς κ.ά.), του αιτίου-αποτελέσματος
(ως εκ τούτου, με αποτέλεσμα, ως απόρροια κ.ά.), στη σύγκριση μεταξύ χρονικών
περιόδων ή καταστάσεων (αντιθέτως, σε αντίθεση, από την άλλη κ.ά.). Παραλλήλως,
ένα επιχείρημα καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα (άρα, επομένως, λοιπόν, συμπερασματικά
κ.ά.).
π.χ.
«Τα καταπιεσμένα συναισθήματα βρίσκουν διέξοδο στην εχθρότητα και στη βίαιη
εκδήλωσή της απέναντι σε πρόσωπα ευπρόσβλητα, επειδή είναι ασθενέστερα ή
υποδεέστερα.»
8. Πλούσια στίξη: Στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος, προκειμένου να
δοθούν καθοδηγητικές διευκρινίσεις ή να διατυπωθεί μια ιδέα με την αναγκαία
σαφήνεια ο γράφων αξιοποιεί ποικίλα σημεία στίξης, όπως, μεταξύ άλλων, τις
παρενθέσεις για να εντάξει πρόσθετες, αλλά όχι αναγκαίες, πληροφορίες, τις
παύλες, για να εντάξει αναγκαία για την κατανόηση του κειμένου σχόλια,
εισαγωγικά, για να υποδηλώσει τη χρήση ειδικού όρου ή μεταφορικού λόγου, τα
κόμματα, για να πυκνώσει τον λόγο μέσω ασύνδετου σχήματος, τα αποσιωπητικά, για
να υπονοήσει κάτι, π.χ. περαιτέρω συνέπειες ενός φαινομένου, την άνω τελεία για
να διαμορφώσει μια ημιπερίοδο, την άνω και κάτω τελεία, για να απαριθμήσει ή
για να επεξηγήσει κάποιον όρο ή ιδέα.
π.χ.
«Ο σπουδαστής (με την καθοδήγηση του ενήμερου και λεπταίσθητου δασκάλου) πρέπει
να τα αναζητήσει σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη του πνευματικού σύμπαντος και να τα
απορροφήσει σε ολάνοιχτους τους πόρους της ψυχής του –διαβάζοντας, συνεχώς
διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας σε κάθε ευκαιρία τα βιβλία που τον συγκινούν
και τον ευφραίνουν με την ομορφιά τους.»
Διευκρίνιση:
Στο πλαίσιο του επιχειρηματολογικού λόγου τα ρηματικά πρόσωπα δεν επηρεάζουν
κατ’ ανάγκη την πειστικότητα ενός επιχειρήματος, εφόσον, για παράδειγμα, ένας
επιστήμονας έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει σε ένα άρθρο γνώμης ένα
επιχείρημα, ακόμη και με τη χρήση α΄ προσώπου, χωρίς αυτό να μειώσει την
πειστικότητα και την αξία του επιχειρήματός του, έστω κι αν δηλώνει την
υποκειμενική διάσταση της εκφραζόμενης άποψης.
Γλωσσικές επιλογές της
εξήγησης
Όταν
πρόθεση του γράφοντος είναι να εξηγήσει
μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο, δοθέντος πως η εξήγηση ως κοινωνική διαδικασία
ερμηνεύει, μέσω της ακολουθίας/διαδοχής, τα φαινόμενα σε σχέσεις χρονικότητας ή
και αιτιότητας, αξιοποιεί γλωσσικές επιλογές που τονίζουν τις σχέσεις αυτές.
Οι
γλωσσικές επιλογές της εξήγησης είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες:
1. Κοινά ουσιαστικά (συνήθως αφηρημένα), καθώς η εξήγηση αναφέρεται σε
συγκεκριμένες διαδικασίες που αφορούν ευρύτερες κατηγορίες φαινομένων,
γεγονότων ή εννοιών. Στο πλαίσιο ενός κειμένου εξήγησης ο γράφων επιχειρεί
να αποσαφηνίσει μια έννοια και να εξηγήσει στον αναγνώστη τα γνωρίσματα μιας
κατάστασης ή το πώς προκύπτει η κατάσταση αυτή. Ως εκ τούτου, τα ουσιαστικά, τα
οποία δηλώνουν καταστάσεις, φαινόμενα ή έννοιες χρησιμοποιούνται συχνά στα
κείμενα εξήγησης.
π.χ.
«Η δυσλεξία χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά μεταξύ ανώτερης προφορικής και
χαμηλότερης γραπτής επίδοσης, καθώς και μεταξύ ανώτερων πνευματικών δυνατοτήτων
και μειωμένης σχολικής επίδοσης.»
2. Συνδετικές/διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις που δηλώνουν χρονικές και
αιτιολογικές σχέσεις. Η εξήγηση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης απαιτεί
συχνά την παρουσίαση της αιτιολογικής ή χρονικής σχέσης μεταξύ γνωρισμάτων ή
στοιχείων που δημιουργούν την κατάσταση ή απορρέουν από αυτή.
π.χ.
«Τα δυσλεξικά παιδιά σημειώνουν χαμηλές επιδόσεις σε δοκιμασίες της βραχύχρονης
και της μακρόχρονης μνήμης, ειδικά όταν πρέπει να συγκρατήσουν και να επεξεργαστούν
λεκτικές πληροφορίες, επειδή παρουσιάζουν έλλειμμα στην φωνολογική βραχύχρονη
μνήμη.»
3. Ρήματα (συνήθως σε ενεστώτα χρόνο) δράσης και ρήματα σκέψης. Η
τοποθέτηση των ρημάτων σε χρόνο ενεστώτα είναι συχνή στα κείμενα εξήγησης,
καθώς σχετίζονται με έννοιες ή καταστάσεις διαχρονικής σημασίας. Επιλέγεται,
έτσι, ο ενεστώτας, ώστε, όποτε κι αν διαβαστεί το κείμενο, να δημιουργεί την
αίσθηση πως η έννοια που επεξηγείται είναι τωρινή και η αποσαφήνισή της έχει
άμεσο ενδιαφέρον.
π.χ.
«Η διάγνωση της δυσλεξίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη σε γλώσσες με εμφανείς
ορθογραφίες, όπου το γράφημα και το φώνημα είναι πιο συνεπή.»
4. Φράσεις πιθανολόγησης (π.χ. μπορεί, ενδέχεται, ίσως), καθώς συχνά η
εξήγηση παίρνει τον χαρακτήρα των οδηγιών ή της επιχειρηματολογίας. Η
εξήγηση ενός φαινομένου ή μιας έννοιας δεν είναι κατ’ ανάγκη απόλυτη ή πλήρως
διευκρινισμένη σε επιστημονικό επίπεδο, γι’ αυτό, όπως ακριβώς συμβαίνει στην
επιχειρηματολογία, ο γράφων ενδέχεται να καταγράφει στοιχεία που είναι «πιθανό
να ισχύουν», χωρίς αυτό να είναι -ακόμη- απολύτως βέβαιο.
π.χ.
«Η δυσλεξία αποτελεί στη πραγματικότητα ένα σύνδρομο, αφού αφορά ένα σύνολο κάποιων
χαρακτηριστικών που δεν εντοπίζονται στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο σε
κάθε άτομο, και μπορεί να περιλαμβάνουν, πέρα από κάποια προβλήματα, και
ορισμένα ταλέντα.»
Σημείωση: Σε
κάποιες περιπτώσεις η εξήγηση-αιτιολόγηση μοιάζει με επιχειρηματολογία, καθώς
και τα δύο είδη έχουν να κάνουν με αιτιότητα. Η διαφορά είναι ότι η
επιχειρηματολογία σχετίζεται κυρίως με άποψη και πειθώ, ενώ η εξήγηση στην αντικειμενική καταγραφή του
«τι» και του «πώς».
Γλωσσικές επιλογές των
οδηγιών (μη διαδικαστικών οδηγιών)
Στο
πλαίσιο των μη διαδικαστικών οδηγιών ο γράφων επιδιώκει να καθοδηγήσει ή να
συμβουλεύσει τον αναγνώστη για το πώς να κάνει ή να πετύχει κάτι. Οι συμβουλές,
για παράδειγμα, που απευθύνονται σε γονείς, σε υποψηφίους εξετάσεων, ή στους
αναγνώστες ενός περιοδικού συνιστούν κείμενα μη διαδικαστικών οδηγιών.
1. Ρήματα σε ενεστώτα χρόνο (για να δημιουργεί η αίσθηση διαχρονικότητας)
και (συχνά) σε έγκλιση προστακτική ή προτρεπτική υποτακτική.
π.χ.
«Αφιερώστε στον εαυτό σας κάποιες ώρες της ημέρας για να κάνετε δραστηριότητες
που σας ευχαριστούν και σας χαλαρώνουν.»
2. Επιρρήματα που χρησιμοποιούνται, για να τροποποιηθούν σημασιολογικά τα
ρήματα ή να προστεθούν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο υλοποίησης του στόχου.
π.χ.
«Πρόσεξε τι είναι αυτό που μπορεί να σου περισπά την προσοχή από το διάβασμα
και φρόντισε να το αλλάξεις. Μπορείς να κλείνεις εντελώς το τηλέφωνό σου
την ώρα που διαβάζεις για να είσαι σίγουρος ότι θα είσαι συγκεντρωμένος στα
βιβλία.»
3. Ρήματα δράσης, για να αποδοθούν οι διαδικασίες που απαιτούνται για την
επίτευξη του στόχου.
π.χ.
«Εκφράστε ευγνωμοσύνη, όποτε είναι δυνατόν. Πολύ συχνά θεωρούμε τη ζωή μας
δεδομένη. Μάθετε να εκτιμάτε και να απολαμβάνετε τα υπέροχα πράγματα στη ζωή,
από τους ανθρώπους μέχρι το φαγητό, από τη φύση μέχρι το χαμόγελο.»
4. Φράσεις πιθανολόγησης
(π.χ. μπορεί, ενδέχεται, ίσως) και
ρητορικά ερωτήματα που περιορίζουν τον βαθμό της υποχρέωσης να ολοκληρωθεί ο
στόχος (συνήθως στις μη διαδικαστικές οδηγίες).
π.χ.
«Τελικά φέρνει το χρήμα την ευτυχία; Είναι οι πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο και
οι πιο ευτυχισμένες; Η απάντηση είναι όχι. Σίγουρα χρειαζόμαστε μια χ
οικονομική δυνατότητα για να καλύπτουμε τις βασικές μας ανάγκες προκειμένου να
μην υποφέρουμε. Αλλά η υπερκάλυψη αυτών δεν αποτελεί εχέγγυο της ευτυχίας μας.»
5. Α΄ πληθυντικό πρόσωπο, που δίνει έναν τόνο οικειότητας στο κείμενο και
εντάσσει τον πομπό στην ίδια ομάδα ανθρώπων με τον δέκτη. Προκειμένου, οι
συμβουλές -μη διαδικαστικές οδηγίες- να δοθούν με την απαιτούμενη οικειότητα,
καθιστώντας τες πιο εφαρμόσιμες και δημιουργώντας την εντύπωση πως αφορούν το
σύνολο των ανθρώπων, το α΄ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο λειτουργεί, συχνά, ως ο
γλωσσικός δείκτης που συνενώνει τον γράφοντα με τους αποδέκτες του.
π.χ.
«Εάν διαπιστώσετε ότι πεινάτε μεταξύ των γευμάτων, επιλέξτε σνακ που έχουν
υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και πρωτεΐνες, καθώς αυτό μας βοηθά να
αισθανόμαστε πληρέστεροι για περισσότερο χρόνο.»
6. Κοινά ουσιαστικά (συνήθως συγκεκριμένα) που αποδίδουν τα μέσα, τα
υλικά, τα συστατικά κ.λπ.
π.χ.
«Στόχος για τα ισορροπημένα γεύματα τις περισσότερες φορές, είναι το κάθε κύριο
γεύμα που τρώτε να περιέχει καθένα από τα ακόλουθα: Μια μικρή ποσότητα
ποιοτικών λιπών, όπως εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, αβοκάντο ή ξηρούς καρπούς.»
7. Άμεσες ή έμμεσες (με τη χρήση αναφοράς ή έλλειψης) προσφωνήσεις.
π.χ.
«Θυμηθείτε τη σύνδεση μυαλού-σώματος. Αυτό που κάνουμε -ή δεν κάνουμε- με το
σώμα μας επηρεάζει το μυαλό μας. Η τακτική άσκηση, ο επαρκής ύπνος και οι
υγιεινές διατροφικές συνήθειες οδηγούν σε σωματική και ψυχική υγεία.»
8. Χρονικές διαρθρωτικές/συνδετικές λέξεις/φράσεις, που τοποθετούν τις
ενέργειες στην ορθή σειρά και αιτιολογικοί προσδιορισμοί για την αποσαφήνιση
των αιτίων.
π.χ.
«Δώστε στον εαυτό σας την «άδεια» να είναι άνθρωπος. Όταν δεχόμαστε
συναισθήματα -όπως ο φόβος, ο φθόνος, η λύπη ή το άγχος- ως κάτι το
φυσιολογικό, είναι πιο πιθανό να ξεπεράσουμε αυτές τις καταστάσεις. Η απόρριψη
των συναισθημάτων μας, είτε είναι ευχάριστα είτε επώδυνα, οδηγεί σε
απογοήτευση και δυστυχία.»
9. Συνδετικές/διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις που δηλώνουν προϋπόθεση, για να
αποδοθεί μία προκείμενη πάνω στην οποία βασίζεται μία εντολή ή δήλωση.
π.χ.
«Η ευτυχία βρίσκεται στο σημείο τομής μεταξύ της ευχαρίστησης και του νοήματος.
Είτε στη δουλειά είτε στο σπίτι, ο στόχος είναι να συμμετέχετε σε
δραστηριότητες που είναι προσωπικά σημαντικές και ευχάριστες. Όταν αυτό δεν
είναι εφικτό, φροντίστε να έχετε «ενισχυτές» ευτυχίας, στιγμές δηλαδή σε
όλη τη διάρκεια της εβδομάδας που σας προσφέρουν ευχαρίστηση και νόημα. Οι
έρευνες δείχνουν ότι μία ή δύο ώρες μιας ουσιαστικής και ευχάριστης εμπειρίας
μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα μιας ολόκληρης ημέρας ή ακόμα και μιας
ολόκληρης εβδομάδας.»
Γλωσσικές επιλογές της
ευαισθητοποίησης (επίκληση στο συναίσθημα)
Η
ευαισθητοποίηση του αναγνώστη απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα μπορεί να
επιτευχθεί με την αξιοποίηση εκείνων των γλωσσικών επιλογών που στοχεύουν
κυρίως στη διέγερση των συναισθημάτων του. Η επιδίωξη της ευαισθητοποίησης δεν
αποκλείει την καταγραφή δεδομένων -τεκμηρίων- και την εν γένει αντικειμενική
και λογική προσέγγιση ενός ζητήματος, επιτυγχάνεται, ωστόσο, δραστικότερα όταν
ο γράφων στοχεύει περισσότερο στο συναίσθημα παρά στη λογική του αποδέκτη. Κατ’
αυτό τον τρόπο, συνήθεις επιλογές είναι οι ακόλουθες:
- Χρήση
μεταφορικού λόγου, ώστε το νόημα του κειμένου αφενός να διευρύνεται και
αφετέρου να αποδίδεται με πιο παραστατικό τρόπο, και καθώς, μάλιστα, μέσω αυτού
επιδιώκεται η συγκίνηση του αναγνώστη, επιλέγονται μεταφορές που είτε
αναφέρονται σε συναισθήματα ή σε καταστάσεις που εύλογα επηρεάζουν σε
συναισθηματικό επίπεδο τον αναγνώστη.
Π.χ.
«Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την
καρδιά».
- Χρήση
σχημάτων λόγου, όπως είναι, για παράδειγμα, οι προσωποποιήσεις, προκειμένου
το κείμενο να κινείται πλησιέστερα στη λογοτεχνική γραφή και να κερδίζει, έτσι,
σε ζωντάνια, αλλά και σε επιμέρους ποιότητες, όπως είναι η νοηματική του
βάθυνση μέσω των συνυποδηλώσεων που προκύπτουν στη σκέψη του αναγνώστη.
Π.χ.
«Το γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο».
- Χρήση
επαναλήψεων, ώστε ορισμένες καίριες κατά τον γράφοντα ιδέες ή
συναισθηματικές καταστάσεις να αποδίδονται με έμφαση και να προκαλούν, έτσι,
διαρκέστερη εντύπωση στον αναγνώστη.
Π.χ.
«Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά, λείπει
η βλεμματική επαφή που μπορεί να κάνει τον αποδέκτη του γράμματος να νιώσει
ζωντανός ή νεκρός».
- Χρήση
συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων, μέσω των οποίων υποβάλλεται έμμεσα στον
αναγνώστη μια συναισθηματική κατάσταση ή αντίδραση. Πρόκειται για μια
συνηθισμένη γλωσσική επιλογή, η οποία υπαγορεύει -υπό μία έννοια- στον
αναγνώστη το πώς οφείλει να αντικρίσει το παρουσιαζόμενο θέμα και πώς να
αισθανθεί απέναντι σε συγκεκριμένες πτυχές αυτού.
Π.χ.
«αυτή η βουλιμία του εφήμερου και της στιγμής».
- Χρήση
ρητορικών ερωτημάτων, μέσω των οποίων ο γράφων επιδιώκει να προκαλέσει το
ενδιαφέρον του αναγνώστη, κατευθύνοντάς το, συνάμα, σε κατάλληλες πτυχές του
θέματος. Η αξιοποίηση ανάλογων ερωτημάτων καθιστά, επίσης, εμφανή τη διάθεση
του γράφοντος να εμπλέξει τον αναγνώστη σε μια περισσότερο ενεργή επαφή με το
κείμενο και να τον οδηγήσει σ’ έναν γόνιμο εσωτερικό προβληματισμό.
Π.χ. «Ποιος αντέχει σήμερα να περιμένει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες για την
παραλαβή ενός γράμματος;»
- Χρήση
σημείων στίξης, μέσω των οποίων είτε υποδηλώνεται η διαφορετική
σημασιολογική λειτουργία μιας λέξης ή φράσης («»), είτε καθοδηγείται ο ρυθμός
ανάγνωσης (ασύνδετο σχήμα), είτε γίνεται εμφανής η διάθεση του γράφοντος να
σχολιάσει (! …) να αποσιωπήσει ή να υπονοήσει κάτι (…), κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
να προκαλείται συναισθηματική αντίδραση ή επίδραση στον αναγνώστη.
Π.χ.
«Όμως, δεν υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά,
δεν υπάρχει το άγγιγμα.»
- Χρήση
υποτακτικής έγκλισης, μέσω της οποίας γίνεται εφικτή η δήλωση ποικίλων
νοηματικών διαβαθμίσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ευχή, επιθυμία, προτροπή,
παραχώρηση, υποχρέωση, κ.λπ., και τονίζεται, έτσι, εναργέστερα η συναισθηματική
διάσταση του υπό διερεύνηση ζητήματος.
Π.χ.
«Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.» [Με την προτρεπτική
υποτακτική γίνεται εμφανής η θέση της γράφουσας σχετικά με την έντυπη
αλληλογραφία, την οποία θεωρεί πολύτιμη και, ως ένα βαθμό, αναγκαία.]
- Χρήση
ειρωνείας, μέσω της οποίας άλλοτε στηλιτεύεται η στάση ορισμένων ανθρώπων
και άλλοτε φανερώνονται αρνητικές πτυχές συγκεκριμένων φαινομένων. Η λεκτική
ειρωνεία επηρεάζει συναισθηματικά τον αποδέκτη, εφόσον καθοδηγεί δραστικά την
προσοχή του σε στάσεις ή καταστάσεις που οφείλει να λάβει υπόψη του.
Π.χ.
«Οι πιο ανυπόμονοι, με τα εξπρες τότε γράμματα, σήμερα θα πέθαιναν από
αδημονία».
- Χρήση
μικροπερίοδου λόγου, όταν ο γράφων επιθυμεί να προσδώσει γοργότερο ρυθμό
στην ανάγνωση και να μεταφέρει εναργέστερα μια συναισθηματική κατάσταση ή μια
ιδέα στον αναγνώστη.
Π.χ.
«Κι όμως η απόσταση πληγώνει, αλλά και προστατεύει. Το κάθε γράμμα ένας
περιφρουρημένος τόπος.»
- Χρήση
α΄ ρηματικού προσώπου, όταν ο γράφων επιδιώκει να τονίσει την προσωπική του
εμπλοκή στο ζήτημα ή όταν θέλει να διαμορφώσει ένα πιο οικείο ύφος γραφής,
καθώς και β΄ ρηματικού προσώπου, όταν ο γράφων επιδιώκει να
δημιουργήσει μια αίσθηση αλληλεπίδρασης/επικοινωνίας με τον αποδέκτη, ώστε να
κεντρίσει το ενδιαφέρον του.
Π.χ.
«Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.»
- Αξιοποίηση
περιγραφής, εικόνων και αφήγησης, ώστε ο γράφων να έχει τη δυνατότητα να
παρουσιάσει με την αναγκαία παραστατικότητα εικόνες και στιγμιότυπα μιας
κατάστασης που αναπόφευκτα θα συγκινήσει τον αποδέκτη (π.χ. η περιγραφή μικρών
παιδιών που λιμοκτονούν ή έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους λόγω κάποιου
πολέμου). Αντιστοίχως, με τη συνδρομή της αφήγησης έχει τη δυνατότητα να
παρουσιάσει γεγονότα με έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο, τα οποία δεν είναι
απλώς στατικές εικόνες, αλλά μια κατάσταση που συνεχώς προχωρά και πιθανώς
κλιμακώνεται.
- Αξιοποίηση
του χιούμορ, όταν ο γράφων επιθυμεί να επηρεάσει τον αποδέκτη με ηπιότερο
τρόπο και προσεγγίζοντας το υπό διερεύνηση θέμα με πιο ανάλαφρη διάθεση. Συχνά,
άλλωστε, το χιούμορ αποδεικνύεται περισσότερο αποτελεσματικό απ’ οποιαδήποτε
άλλη προσέγγιση, εφόσον επιτρέπει στον αναγνώστη να αντικρίσει ένα θέμα από μια
πιο αισιόδοξη οπτική και να αποκτήσει, έτσι, την αναγκαία αποστασιοποίηση, ώστε
να δει καθαρότερα τις πραγματικές του διαστάσεις.
Η ευαισθητοποίηση επιτυγχάνεται, μεταξύ
άλλων, με την περιγραφή και την αφήγηση. Οι διαδικασίες αυτές
έχουν τις δικές τους χαρακτηριστικές γλωσσικές επιλογές. Ειδικότερα:
Η γλώσσα της περιγραφής
- Ρήματα: τα
ρήματα στην περιγραφή, επειδή αυτή οργανώνεται στον άξονα του χώρου και όχι του
χρόνου, βρίσκονται συνήθως στον ενεστώτα και είναι συχνότατα συνδετικά, όταν
σκοπός είναι η ταξινόμηση και η παράθεση χαρακτηριστικών, δράσης για περιγραφή
συμπεριφορών
ή
κρίσης για την απόδοση υποκειμενικών σχολίων.
- Επίθετα:
αποτελούν το κυριότερο συστατικό της γλώσσας σε μια περιγραφική διαδικασία που πρέπει
να χαρακτηρίζεται από ακρίβεια. Τα επίθετα λοιπόν αποδίδουν τις ιδιότητες των
περιγραφόμενων αντικειμένων.
- Συνδετικές/διαρθρωτικές
λέξεις/φράσεις: κειμενικοί δείκτες, επιρρηματικοί προσδιορισμοί που
δηλώνουν τον χώρο (πάνω, κάτω, μπροστά, πίσω, αριστερά, δεξιά κ.λπ.).
Η γλώσσα της αφήγησης
Στο
είδος της αφήγησης παρουσιάζονται ορισμένα κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά:
- Ρήματα: συνήθως σε παρελθοντικούς
χρόνους (κυρίως αόριστο), χωρίς να είναι σπάνιος και ο «ιστορικός
ενεστώτας»· στην «περιπέτεια» χρησιμοποιούνται συνήθως ρήματα που δηλώνουν
κίνηση/δράση, ενώ στον «προσανατολισμό», την «αξιολόγηση» και τη «λύση» ρήματα κρίσης/βούλησης
κ.λπ.
-
Διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις:
δηλώνουν σχέσεις χρόνου, αιτίου και αποτελέσματος, σκοπού.
-
Ρυθμός: επαναλήψεις, παρηχήσεις
κ.λπ.
Γλωσσικές επιλογές της
ενημέρωσης/πληροφόρησης
Όταν
πρόθεση του γράφοντος είναι να
ενημερώσει ή να πληροφορήσει τον αναγνώστη για κάποιο γεγονός, για μια νέα
ανακάλυψη, για μια εκδήλωση, για κάποια σχεδιαζόμενη δράση, τότε αξιοποιεί,
μεταξύ άλλων, γλωσσικές επιλογές που του επιτρέπουν να προσδιορίσει το «πότε»,
το «που», το «πώς», το «ποιοι», τα ερωτήματα, δηλαδή, εκείνα που θα επιτρέψουν
στον αναγνώστη να λάβει επαρκείς πληροφορίες για το εκάστοτε γεγονός.
-
Τα ρήματα τίθενται στον απαραίτητο
χρόνο, ανάλογα με το αν πρόκειται για κάτι που πρόκειται να συμβεί -μια μελλοντική
εκδήλωση-, αν είναι κάτι που έχει ήδη συμβεί -άμεσο παρελθόν- ή αν αποτελεί
κάτι που αφορά το παρόν των αναγνωστών.
-
Αξιοποίηση ουσιαστικών και χρονικών
προσδιορισμών, προκειμένου να μεταφερθεί η ζητούμενη πληροφορία στον
αναγνώστη με πληρότητα, καλύπτοντας αφενός το θέμα με το οποίο σχετίζεται, κι
αφετέρου το πότε συνέβη ή πότε θα συμβεί.
-
Χαρακτηριστική για τη γλώσσα της ενημέρωσης είναι η χρήση των ονοματικών προσδιορισμών (κυρίως
παραθέσεων και επεξηγήσεων), με σκοπό να αποδοθούν με συντομία τα βασικά
χαρακτηριστικά (όνομα, καταγωγή, επάγγελμα, κτλ.) των προσώπων που συμμετέχουν
στα παρουσιαζόμενα γεγονότα.
-
Ο γράφων προτάσσει συνήθως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο, ανάλογα με την
περίπτωση, μπορεί να είναι: μια πράξη, το
αποτέλεσμα της πράξης (παθητική σύνταξη), το πρόσωπο που δρα (ενεργητική σύνταξη) ή που παθαίνει κάτι, ο
τόπος, ο χρόνος, η αιτία, ο τρόπος κτλ.
-
Σε μια αφήγηση ιδιαίτερη σημασία έχει να προσδιορίσουμε τα γεγονότα από την
άποψη του χρόνου. Να δηλώσουμε δηλαδή:
α)
Τη χρονική βαθμίδα: το παρελθόν· το παρόν·
το μέλλον.
β)
Τον τρόπο ο οποίος μπορεί να είναι: εξακολουθητικός (Η
γη γυρίζει)· συνοπτικός (Γύρισε όλο τον κόσμο)· συντελεσμένος (Είχε
γυρίσει από το ταξίδι του, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος).
γ)
Τη χρονική στιγμή: γ1) Είδαν τότε τα σύννεφα να
πυκνώνουν. γ2) Γύρισε στο σπίτι χαράματα, γ3) Μας ήρθε πρωινός.
δ)
Το βαθμό της χρονικής διάρκειας: δ1) Για πολλή ώρα
ακούγαμε σιωπηλοί. δ2) Εδώ και δυο βδομάδες έχω να τον δω.
ε)
Το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει κάτι (χρονική αφετηρία): Βρισκόμαστε
εδώ από το μεσημέρι.
στ)
Το χρόνο κατά τον οποίο τελειώνει κάτι (χρονικό τέρμα): Έμεινε
μαζί μας ως το μεσημέρι.
ζ)
Το χρόνο κατά τον οποίο επαναλαμβάνεται κάτι (χρονική
επανάληψη): Τον βλέπω κάθε μέρα.
η)
Τη χρονική σχέση των γεγονότων: το σύγχρονο (Όταν
εργάζεται, ακούει μουσική)· το προτερόχρονο (Όταν
τα έμαθε, στενοχωρήθηκε)· το υστερόχρονο (Θα
δουλέψει, έως ότου τελειώσει το έργο).
Τα
κυριότερα μέσα με τα οποία δηλώνουμε τα γεγονότα από την άποψη του χρόνου
είναι οι χρόνοι του ρήματος και οι επιρρηματικοί
προσδιορισμοί που εκφράζουν χρόνο:
-
τα χρονικά επιρρήματα,
-
οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί,
-
οι πτωτικοί προσδιορισμοί,
-
οι χρονικές επιρρηματικές εκφράσεις,
-
το επιρρηματικό κατηγορούμενο,
-
οι χρονικές προτάσεις και οι χρονικές μετοχές: Ακούγοντας (= όταν άκουσαν) το
νέο βουβάθηκαν.
Πρέπει
να σημειώσουμε ότι, εκτός από τους χρονικούς συνδέσμους, και ο παρατακτικός
σύνδεσμος και μερικές φορές συνδέει προτάσεις που έχουν μεταξύ
τους κάποια χρονική σχέση: έβγαλε μια φωνή και λιποθύμησε.