Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος
«μεταρσιώνω»
μεταρσιώνω: προκαλώ ψυχική ανάταση, εξυψώνω (την ψυχή και το σώμα)
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μεταρσιώνω, μεταρσιώνεις, μεταρσιώνει, μεταρσιώνουμε, μεταρσιώνετε, μεταρσιώνουν (ή μεταρσιώνουνε)
Υποτακτική
να μεταρσιώνω, να μεταρσιώνεις, να μεταρσιώνει, να μεταρσιώνουμε, να μεταρσιώνετε, να μεταρσιώνουν (ή να μεταρσιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεταρσίωνε – β΄ πληθυντικό: μεταρσιώνετε
Μετοχή
μεταρσιώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
μεταρσίωνα, μεταρσίωνες, μεταρσίωνε, μεταρσιώναμε, μεταρσιώνατε, μεταρσίωναν ή μεταρσιώνανε
Αόριστος
Οριστική
μεταρσίωσα, μεταρσίωσες, μεταρσίωσε, μεταρσιώσαμε, μεταρσιώσατε, μεταρσίωσαν ή μεταρσιώσανε
Υποτακτική
να μεταρσιώσω, να μεταρσιώσεις, να μεταρσιώσει, να μεταρσιώσουμε, να μεταρσιώσετε, να μεταρσιώσουν (ή να μεταρσιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεταρσίωσε – β΄ πληθυντικό: μεταρσιώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώνω, θα μεταρσιώνεις, θα μεταρσιώνει, θα μεταρσιώνουμε, θα μεταρσιώνετε, θα μεταρσιώνουν (ή θα μεταρσιώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώσω, θα μεταρσιώσεις, θα μεταρσιώσει, θα μεταρσιώσουμε, θα μεταρσιώσετε, θα μεταρσιώσουν (ή θα μεταρσιώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταρσιώσει, θα έχεις μεταρσιώσει, θα έχει μεταρσιώσει, θα έχουμε μεταρσιώσει, θα έχετε μεταρσιώσει, θα έχουν(ε) μεταρσιώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταρσιώσει, έχεις μεταρσιώσει, έχει μεταρσιώσει, έχουμε μεταρσιώσει, έχετε μεταρσιώσει, έχουν(ε) μεταρσιώσει
Υποτακτική
να έχω μεταρσιώσει, να έχεις μεταρσιώσει, να έχει μεταρσιώσει, να έχουμε μεταρσιώσει, να έχετε μεταρσιώσει, να έχουν(ε) μεταρσιώσει
Μετοχή
έχοντας μεταρσιώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταρσιώσει, είχες μεταρσιώσει, είχε μεταρσιώσει, είχαμε μεταρσιώσει, είχατε μεταρσιώσει, είχαν(ε) μεταρσιώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μεταρσιώνομαι, μεταρσιώνεσαι, μεταρσιώνεται, μεταρσιωνόμαστε, μεταρσιώνεστε, μεταρσιώνονται
Υποτακτική
να μεταρσιώνομαι, να μεταρσιώνεσαι, να μεταρσιώνεται, να μεταρσιωνόμαστε, να μεταρσιώνεστε, να μεταρσιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεταρσιώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
μεταρσιωνόμουν, μεταρσιωνόσουν, μεταρσιωνόταν, μεταρσιωνόμαστε, μεταρσιωνόσαστε, μεταρσιώνονταν
(& μεταρσιωνόμουνα, μεταρσιωνόσουνα,
μεταρσιωνότανε, μεταρσιωνόμασταν, μεταρσιωνόσασταν, μεταρσιωνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
μεταρσιώθηκα, μεταρσιώθηκες, μεταρσιώθηκε, μεταρσιωθήκαμε, μεταρσιωθήκατε, μεταρσιώθηκαν (ή μεταρσιωθήκανε)
Υποτακτική
να μεταρσιωθώ, να μεταρσιωθείς, να μεταρσιωθεί, να μεταρσιωθούμε, να μεταρσιωθείτε, να μεταρσιωθούν (ή να μεταρσιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μεταρσιώσου - β΄ πληθυντικό: μεταρσιωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώνομαι, θα μεταρσιώνεσαι, θα μεταρσιώνεται, θα μεταρσιωνόμαστε, θα μεταρσιώνεστε, θα μεταρσιώνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιωθώ, θα μεταρσιωθείς, θα μεταρσιωθεί, θα μεταρσιωθούμε, θα μεταρσιωθείτε, θα μεταρσιωθούν (ή θα μεταρσιωθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταρσιωθεί, θα έχεις μεταρσιωθεί, θα έχει μεταρσιωθεί, θα έχουμε μεταρσιωθεί, θα έχετε μεταρσιωθεί, θα έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταρσιωθεί, έχεις μεταρσιωθεί, έχει μεταρσιωθεί, έχουμε μεταρσιωθεί, έχετε μεταρσιωθεί, έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Υποτακτική
να έχω μεταρσιωθεί, να έχεις μεταρσιωθεί, να έχει μεταρσιωθεί, να έχουμε μεταρσιωθεί, να έχετε μεταρσιωθεί, να έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Μετοχή
μεταρσιωμένος, μεταρσιωμένη, μεταρσιωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταρσιωθεί, είχες μεταρσιωθεί, είχε μεταρσιωθεί, είχαμε μεταρσιωθεί, είχατε μεταρσιωθεί, είχαν(ε) μεταρσιωθεί
μεταρσιώνω: προκαλώ ψυχική ανάταση, εξυψώνω (την ψυχή και το σώμα)
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μεταρσιώνω, μεταρσιώνεις, μεταρσιώνει, μεταρσιώνουμε, μεταρσιώνετε, μεταρσιώνουν (ή μεταρσιώνουνε)
να μεταρσιώνω, να μεταρσιώνεις, να μεταρσιώνει, να μεταρσιώνουμε, να μεταρσιώνετε, να μεταρσιώνουν (ή να μεταρσιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεταρσίωνε – β΄ πληθυντικό: μεταρσιώνετε
Μετοχή
μεταρσιώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
μεταρσίωνα, μεταρσίωνες, μεταρσίωνε, μεταρσιώναμε, μεταρσιώνατε, μεταρσίωναν ή μεταρσιώνανε
Αόριστος
Οριστική
μεταρσίωσα, μεταρσίωσες, μεταρσίωσε, μεταρσιώσαμε, μεταρσιώσατε, μεταρσίωσαν ή μεταρσιώσανε
να μεταρσιώσω, να μεταρσιώσεις, να μεταρσιώσει, να μεταρσιώσουμε, να μεταρσιώσετε, να μεταρσιώσουν (ή να μεταρσιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεταρσίωσε – β΄ πληθυντικό: μεταρσιώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώνω, θα μεταρσιώνεις, θα μεταρσιώνει, θα μεταρσιώνουμε, θα μεταρσιώνετε, θα μεταρσιώνουν (ή θα μεταρσιώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώσω, θα μεταρσιώσεις, θα μεταρσιώσει, θα μεταρσιώσουμε, θα μεταρσιώσετε, θα μεταρσιώσουν (ή θα μεταρσιώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταρσιώσει, θα έχεις μεταρσιώσει, θα έχει μεταρσιώσει, θα έχουμε μεταρσιώσει, θα έχετε μεταρσιώσει, θα έχουν(ε) μεταρσιώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταρσιώσει, έχεις μεταρσιώσει, έχει μεταρσιώσει, έχουμε μεταρσιώσει, έχετε μεταρσιώσει, έχουν(ε) μεταρσιώσει
να έχω μεταρσιώσει, να έχεις μεταρσιώσει, να έχει μεταρσιώσει, να έχουμε μεταρσιώσει, να έχετε μεταρσιώσει, να έχουν(ε) μεταρσιώσει
Μετοχή
έχοντας μεταρσιώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταρσιώσει, είχες μεταρσιώσει, είχε μεταρσιώσει, είχαμε μεταρσιώσει, είχατε μεταρσιώσει, είχαν(ε) μεταρσιώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μεταρσιώνομαι, μεταρσιώνεσαι, μεταρσιώνεται, μεταρσιωνόμαστε, μεταρσιώνεστε, μεταρσιώνονται
να μεταρσιώνομαι, να μεταρσιώνεσαι, να μεταρσιώνεται, να μεταρσιωνόμαστε, να μεταρσιώνεστε, να μεταρσιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεταρσιώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
μεταρσιωνόμουν, μεταρσιωνόσουν, μεταρσιωνόταν, μεταρσιωνόμαστε, μεταρσιωνόσαστε, μεταρσιώνονταν
Αόριστος
Οριστική
μεταρσιώθηκα, μεταρσιώθηκες, μεταρσιώθηκε, μεταρσιωθήκαμε, μεταρσιωθήκατε, μεταρσιώθηκαν (ή μεταρσιωθήκανε)
να μεταρσιωθώ, να μεταρσιωθείς, να μεταρσιωθεί, να μεταρσιωθούμε, να μεταρσιωθείτε, να μεταρσιωθούν (ή να μεταρσιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μεταρσιώσου - β΄ πληθυντικό: μεταρσιωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώνομαι, θα μεταρσιώνεσαι, θα μεταρσιώνεται, θα μεταρσιωνόμαστε, θα μεταρσιώνεστε, θα μεταρσιώνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιωθώ, θα μεταρσιωθείς, θα μεταρσιωθεί, θα μεταρσιωθούμε, θα μεταρσιωθείτε, θα μεταρσιωθούν (ή θα μεταρσιωθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταρσιωθεί, θα έχεις μεταρσιωθεί, θα έχει μεταρσιωθεί, θα έχουμε μεταρσιωθεί, θα έχετε μεταρσιωθεί, θα έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταρσιωθεί, έχεις μεταρσιωθεί, έχει μεταρσιωθεί, έχουμε μεταρσιωθεί, έχετε μεταρσιωθεί, έχουν(ε) μεταρσιωθεί
να έχω μεταρσιωθεί, να έχεις μεταρσιωθεί, να έχει μεταρσιωθεί, να έχουμε μεταρσιωθεί, να έχετε μεταρσιωθεί, να έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Μετοχή
μεταρσιωμένος, μεταρσιωμένη, μεταρσιωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταρσιωθεί, είχες μεταρσιωθεί, είχε μεταρσιωθεί, είχαμε μεταρσιωθεί, είχατε μεταρσιωθεί, είχαν(ε) μεταρσιωθεί