Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δελεάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
English School
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δελεάζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δελεάζω, δελεάζεις, δελεάζει, δελεάζουμε, δελεάζετε, δελεάζουν ή δελεάζουνε
Υποτακτική
να δελεάζω, να δελεάζεις, να δελεάζει, να δελεάζουμε, να δελεάζετε, να δελεάζουν ή να δελεάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: δελέαζε – β΄ πληθυντικό: δελεάζετε
Μετοχή
δελεάζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δελέαζα, δελέαζες, δελέαζε, δελεάζαμε, δελεάζατε, δελέαζαν ή δελεάζανε
 
Αόριστος
Οριστική
δελέασα, δελέασες, δελέασε, δελεάσαμε, δελεάσατε, δελέασαν ή δελεάσανε
Υποτακτική
να δελεάσω, να δελεάσεις, να δελεάσει, να δελεάσουμε, να δελεάσετε, να δελεάσουν ή να δελεάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δελέασε – β΄ πληθυντικό: δελεάστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάζω, θα δελεάζεις, θα δελεάζει, θα δελεάζουμε, θα δελεάζετε, θα δελεάζουν ή θα δελεάζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάσω, θα δελεάσεις, θα δελεάσει, θα δελεάσουμε, θα δελεάσετε, θα δελεάσουν ή θα δελεάσουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δελεάσει, θα έχεις δελεάσει, θα έχει δελεάσει, θα έχουμε δελεάσει, θα έχετε δελεάσει, θα έχουν(ε) δελεάσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δελεάσει, έχεις δελεάσει, έχει δελεάσει, έχουμε δελεάσει, έχετε δελεάσει, έχουν(ε) δελεάσει
Υποτακτική
έχω δελεάσει, έχεις δελεάσει, έχει δελεάσει, έχουμε δελεάσει, έχετε δελεάσει, έχουν(ε) δελεάσει
Μετοχή
έχοντας δελεάσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δελεάσει, είχες δελεάσει, είχε δελεάσει, είχαμε δελεάσει, είχατε δελεάσει, είχαν(ε) δελεάσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δελεάζομαι, δελεάζεσαι, δελεάζεται, δελεαζόμαστε, δελεάζεστε, δελεάζονται
Υποτακτική
να δελεάζομαι, να δελεάζεσαι, να δελεάζεται, να δελεαζόμαστε, να δελεάζεστε, να δελεάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δελεάζεστε
Μετοχή
δελεαζόμενος, δελεαζόμενη, δελεαζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
δελεαζόμουν, δελεαζόσουν, δελεαζόταν, δελεαζόμαστε, δελεαζόσαστε, δελεάζονταν
(& δελεαζόμουνα, δελεαζόσουνα, δελεαζότανε, δελεαζόμασταν, δελεαζόσασταν, δελεαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δελεάστηκα, δελεάστηκες, δελεάστηκε, δελεαστήκαμε, δελεαστήκατε, δελεάστηκαν ή δελεαστήκανε
& δελεάσθηκα, δελεάσθηκες, δελεάσθηκε, δελεασθήκαμε, δελεασθήκατε, δελεάσθηκαν ή δελεασθήκανε
Υποτακτική
να δελεαστώ, να δελεαστείς, να δελεαστεί, να δελεαστούμε, να δελεαστείτε, να δελεαστούν ή να δελεαστούνε
& να δελεασθώ, να δελεασθείς, να δελεασθεί, να δελεασθούμε, να δελεασθείτε, να δελεασθούν ή να δελεασθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δελεάσου - β΄ πληθυντικό: δελεαστείτε / δελεασθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάζομαι, θα δελεάζεσαι, θα δελεάζεται, θα δελεαζόμαστε, θα δελεάζεστε, θα δελεάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεαστώ, θα δελεαστείς, θα δελεαστεί, θα δελεαστούμε, θα δελεαστείτε, θα δελεαστούν ή θα δελεαστούνε
& θα δελεασθώ, θα δελεασθείς, θα δελεασθεί, θα δελεασθούμε, θα δελεασθείτε, θα δελεασθούν ή θα δελεασθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δελεαστεί, θα έχεις δελεαστεί, θα έχει δελεαστεί, θα έχουμε δελεαστεί, θα έχετε δελεαστεί, θα έχουν(ε) δελεαστεί
& θα έχω δελεασθεί, θα έχεις δελεασθεί, θα έχει δελεασθεί, θα έχουμε δελεασθεί, θα έχετε δελεασθεί, θα έχουν(ε) δελεασθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δελεαστεί, έχεις δελεαστεί, έχει δελεαστεί, έχουμε δελεαστεί, έχετε δελεαστεί, έχουν(ε) δελεαστεί
& έχω δελεασθεί, έχεις δελεασθεί, έχει δελεασθεί, έχουμε δελεασθεί, έχετε δελεασθεί, έχουν(ε) δελεασθεί
Υποτακτική
να έχω δελεαστεί, να έχεις δελεαστεί, να έχει δελεαστεί, να έχουμε δελεαστεί, να έχετε δελεαστεί, να έχουν(ε) δελεαστεί
& να έχω δελεασθεί, να έχεις δελεασθεί, να έχει δελεασθεί, να έχουμε δελεασθεί, να έχετε δελεασθεί, να έχουν(ε) δελεασθεί
Μετοχή
δελεασμένος, δελεασμένη, δελεασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δελεαστεί, είχες δελεαστεί, είχε δελεαστεί, είχαμε δελεαστεί, είχατε δελεαστεί, είχαν(ε) δελεαστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεννοούμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Konrad Wothe
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεννοούμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συνεννοούμαι, συνεννοείσαι, συνεννοείται, συνεννοούμαστε, συνεννοείστε, συνεννοούνται
Υποτακτική
να συνεννοούμαι, να συνεννοείσαι, να συνεννοείται, να συνεννοούμαστε, να συνεννοείστε, να συνεννοούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνεννοείστε
Μετοχή
συνεννοούμενος, συνεννοούμενη, συνεννοούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
συνεννοούμουν, συνεννοούσουν, συνεννοούταν, συνεννοούμασταν ή συνεννοούμαστε, συνεννοούσαστε, συνεννοούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
συνεννοήθηκα, συνεννοήθηκες, συνεννοήθηκε, συνεννοηθήκαμε, συνεννοηθήκατε, συνεννοήθηκαν ή συνεννοηθήκανε
Υποτακτική
να συνεννοηθώ, να συνεννοηθείς, να συνεννοηθεί, να συνεννοηθούμε, να συνεννοηθείτε, να συνεννοηθούν ή να συνεννοηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συνεννοήσου β΄ πληθυντικό: συνεννοηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεννοούμαι, θα συνεννοείσαι, θα συνεννοείται, θα συνεννοούμαστε, θα συνεννοείστε, θα συνεννοούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεννοηθώ, θα συνεννοηθείς, θα συνεννοηθεί, θα συνεννοηθούμε, θα συνεννοηθείτε, θα συνεννοηθούν ή θα συνεννοηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνεννοηθεί, θα έχεις συνεννοηθεί, θα έχει συνεννοηθεί, θα έχουμε συνεννοηθεί, θα έχετε συνεννοηθεί, θα έχουν(ε) συνεννοηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνεννοηθεί, έχεις συνεννοηθεί, έχει συνεννοηθεί, έχουμε συνεννοηθεί, έχετε συνεννοηθεί, έχουν(ε) συνεννοηθεί
Υποτακτική
να έχω συνεννοηθεί, να έχεις συνεννοηθεί, να έχει συνεννοηθεί, να έχουμε συνεννοηθεί, να έχετε συνεννοηθεί, να έχουν(ε) συνεννοηθεί
Μετοχή
συνεννοημένος, συνεννοημένη, συνεννοημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνεννοηθεί, είχες συνεννοηθεί, είχε συνεννοηθεί, είχαμε συνεννοηθεί, είχατε συνεννοηθεί, είχαν(ε) συνεννοηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαδίδω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gary Bodnar
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαδίδω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαδίδω, διαδίδεις, διαδίδει, διαδίδουμε, διαδίδετε, διαδίδουν (ή διαδίδουνε)
Υποτακτική
να διαδίδω, να διαδίδεις, να διαδίδει, να διαδίδουμε, να διαδίδετε, να διαδίδουν (ή να διαδίδουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάδιδε – β΄ πληθυντικό: διαδίδετε
Μετοχή
διαδίδοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διέδιδα, διέδιδες, διέδιδε, διαδίδαμε, διαδίδατε, διέδιδαν ή διαδίδανε
Η χρονική αύξηση διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
διέδωσα, διέδωσες, διέδωσε, διαδώσαμε, διαδώσατε, διέδωσαν ή διαδώσανε
Υποτακτική
να διαδώσω, να διαδώσεις, να διαδώσει, να διαδώσουμε, να διαδώσετε, να διαδώσουν (ή να διαδώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάδωσε – β΄ πληθυντικό: διαδώστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδίδω, θα διαδίδεις, θα διαδίδει, θα διαδίδουμε, θα διαδίδετε, θα διαδίδουν (ή θα διαδίδουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδώσω, θα διαδώσεις, θα διαδώσει, θα διαδώσουμε, θα διαδώσετε, θα διαδώσουν (ή θα διαδώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαδώσει, θα έχεις διαδώσει, θα έχει διαδώσει, θα έχουμε διαδώσει, θα έχετε διαδώσει, θα έχουν(ε) διαδώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαδώσει, έχεις διαδώσει, έχει διαδώσει, έχουμε διαδώσει, έχετε διαδώσει, έχουν(ε) διαδώσει
Υποτακτική
να έχω διαδώσει, να έχεις διαδώσει, να έχει διαδώσει, να έχουμε διαδώσει, να έχετε διαδώσει, να έχουν(ε) διαδώσει
Μετοχή
έχοντας διαδώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαδώσει, είχες διαδώσει, είχε διαδώσει, είχαμε διαδώσει, είχατε διαδώσει, είχαν(ε) διαδώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαδίδομαι, διαδίδεσαι, διαδίδεται, διαδιδόμαστε, διαδίδεστε, διαδίδονται
Υποτακτική
να διαδίδομαι, να διαδίδεσαι, να διαδίδεται, να διαδιδόμαστε, να διαδίδεστε, να διαδίδονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαδίδεστε
Μετοχή
διαδιδόμενος, διαδιδόμενη, διαδιδόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διαδιδόμουν, διαδιδόσουν, διαδιδόταν, διαδιδόμαστε, διαδιδόσαστε, διαδίδονταν
(& διαδιδόμουνα, διαδιδόσουνα, διαδιδότανε, διαδιδόμασταν, διαδιδόσασταν, διαδιδόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διαδόθηκα, διαδόθηκες, διαδόθηκε, διαδοθήκαμε, διαδοθήκατε, διαδόθηκαν ή διαδοθήκανε
Υποτακτική
να διαδοθώ, να διαδοθείς, να διαδοθεί, να διαδοθούμε, να διαδοθείτε, να διαδοθούν ή να διαδοθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: διαδώσου β΄ πληθυντικό: διαδοθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδίδομαι, θα διαδίδεσαι, θα διαδίδεται, θα διαδιδόμαστε, θα διαδίδεστε, θα διαδίδονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδοθώ, θα διαδοθείς, θα διαδοθεί, θα διαδοθούμε, θα διαδοθείτε, θα διαδοθούν ή θα διαδοθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαδοθεί, θα έχεις διαδοθεί, θα έχει διαδοθεί, θα έχουμε διαδοθεί, θα έχετε διαδοθεί, θα έχουν(ε) διαδοθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαδοθεί, έχεις διαδοθεί, έχει διαδοθεί, έχουμε διαδοθεί, έχετε διαδοθεί, έχουν(ε) διαδοθεί
Υποτακτική
να έχω διαδοθεί, να έχεις διαδοθεί, να έχει διαδοθεί, να έχουμε διαδοθεί, να έχετε διαδοθεί, να έχουν(ε) διαδοθεί
Μετοχή
διαδομένος, διαδομένη, διαδομένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαδοθεί, είχες διαδοθεί, είχε διαδοθεί, είχαμε διαδοθεί, είχατε διαδοθεί, είχαν(ε) διαδοθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναρωτιέμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναρωτιέμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναρωτιέμαι, αναρωτιέσαι, αναρωτιέται, αναρωτιόμαστε, αναρωτιέστε, αναρωτιούνται
Υποτακτική
να αναρωτιέμαι, να αναρωτιέσαι, να αναρωτιέται, να αναρωτιόμαστε, να αναρωτιέστε, να αναρωτιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναρωτιέστε
 
Παρατατικός
Οριστική
αναρωτιόμουν, αναρωτιόσουν, αναρωτιόταν, αναρωτιόμαστε, αναρωτιόσαστε, αναρωτιόνταν ή αναρωτιούνταν  
& αναρωτιόμουνα, αναρωτιόσουνα, αναρωτιότανε, αναρωτιόμασταν, αναρωτιόσασταν, αναρωτιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
αναρωτήθηκα, αναρωτήθηκες, αναρωτήθηκε, αναρωτηθήκαμε, αναρωτηθήκατε, αναρωτήθηκαν (ή αναρωτηθήκανε)
Υποτακτική
να αναρωτηθώ, να αναρωτηθείς, να αναρωτηθεί, να αναρωτηθούμε, να αναρωτηθείτε, να αναρωτηθούν (ή να αναρωτηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναρωτήσου β΄ πληθυντικό: αναρωτηθείτε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναρωτιέμαι, θα αναρωτιέσαι, θα αναρωτιέται, θα αναρωτιόμαστε, θα αναρωτιέστε, θα αναρωτιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναρωτηθώ, θα αναρωτηθείς, θα αναρωτηθεί, θα αναρωτηθούμε, θα αναρωτηθείτε, θα αναρωτηθούν (ή θα αναρωτηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναρωτηθεί, θα έχεις αναρωτηθεί, θα έχει αναρωτηθεί, θα έχουμε αναρωτηθεί, θα έχετε αναρωτηθεί, θα έχουν(ε) αναρωτηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναρωτηθεί, έχεις αναρωτηθεί, έχει αναρωτηθεί, έχουμε αναρωτηθεί, έχετε αναρωτηθεί, έχουν(ε) αναρωτηθεί
Υποτακτική
να έχω αναρωτηθεί, να έχεις αναρωτηθεί, να έχει αναρωτηθεί, να έχουμε αναρωτηθεί, να έχετε αναρωτηθεί, να έχουν(ε) αναρωτηθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναρωτηθεί, είχες αναρωτηθεί, είχε αναρωτηθεί, είχαμε αναρωτηθεί, είχατε αναρωτηθεί, είχαν(ε) αναρωτηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λατρεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sd Graphics Studio

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λατρεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λατρεύω, λατρεύεις, λατρεύει, λατρεύουμε, λατρεύετε, λατρεύουν (ή λατρεύουνε)
Υποτακτική
να λατρεύω, να λατρεύεις, να λατρεύει, να λατρεύουμε, να λατρεύετε, να λατρεύουν (ή να λατρεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λάτρευε – β΄ πληθυντικό: λατρεύετε
Μετοχή
λατρεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
λάτρευα, λάτρευες, λάτρευε, λατρεύαμε, λατρεύατε, λάτρευαν ή λατρεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
λάτρεψα, λάτρεψες, λάτρεψε, λατρέψαμε, λατρέψατε, λάτρεψαν ή λατρέψανε
& λάτρευσα, λάτρευσες, λάτρευσε, λατρεύσαμε, λατρεύσατε, λάτρευσαν ή λατρεύσανε
Υποτακτική
να λατρέψω, να λατρέψεις, να λατρέψει, να λατρέψουμε, να λατρέψετε, να λατρέψουν (ή να λατρέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λάτρεψε – β΄ πληθυντικό: λατρέψτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρεύω, θα λατρεύεις, θα λατρεύει, θα λατρεύουμε, θα λατρεύετε, θα λατρεύουν (ή θα λατρεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρέψω, θα λατρέψεις, θα λατρέψει, θα λατρέψουμε, θα λατρέψετε, θα λατρέψουν (ή θα λατρέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λατρέψει, θα έχεις λατρέψει, θα έχει λατρέψει, θα έχουμε λατρέψει, θα έχετε λατρέψει, θα έχουν(ε) λατρέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λατρέψει, έχεις λατρέψει, έχει λατρέψει, έχουμε λατρέψει, έχετε λατρέψει, έχουν(ε) λατρέψει
Υποτακτική
να έχω λατρέψει, να έχεις λατρέψει, να έχει λατρέψει, να έχουμε λατρέψει, να έχετε λατρέψει, να έχουν(ε) λατρέψει
Μετοχή
έχοντας λατρέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λατρέψει, είχες λατρέψει, είχε λατρέψει, είχαμε λατρέψει, είχατε λατρέψει, είχαν(ε) λατρέψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λατρεύομαι, λατρεύεσαι, λατρεύεται, λατρευόμαστε, λατρεύεστε, λατρεύονται
Υποτακτική
να λατρεύομαι, να λατρεύεσαι, να λατρεύεται, να λατρευόμαστε, να λατρεύεστε, να λατρεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λατρεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
λατρευόμουν, λατρευόσουν, λατρευόταν, λατρευόμαστε, λατρευόσαστε, λατρεύονταν
(& λατρευόμουνα, λατρευόσουνα, λατρευότανε, λατρευόμασταν, λατρευόσασταν, λατρευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
λατρεύτηκα, λατρεύτηκες, λατρεύτηκε, λατρευτήκαμε, λατρευτήκατε, λατρεύτηκαν ή λατρευτήκανε
Υποτακτική
να λατρευτώ, να λατρευτείς, να λατρευτεί, να λατρευτούμε, να λατρευτείτε, να λατρευτούν (ή να λατρευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: λατρέψου β΄ πληθυντικό: λατρευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρεύομαι, θα λατρεύεσαι, θα λατρεύεται, θα λατρευόμαστε, θα λατρεύεστε, θα λατρεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρευτώ, θα λατρευτείς, θα λατρευτεί, θα λατρευτούμε, θα λατρευτείτε, θα λατρευτούν (ή θα λατρευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λατρευτεί, θα έχεις λατρευτεί, θα έχει λατρευτεί, θα έχουμε λατρευτεί, θα έχετε λατρευτεί, θα έχουν(ε) λατρευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λατρευτεί, έχεις λατρευτεί, έχει λατρευτεί, έχουμε λατρευτεί, έχετε λατρευτεί, έχουν(ε) λατρευτεί
Υποτακτική
να έχω λατρευτεί, να έχεις λατρευτεί, να έχει λατρευτεί, να έχουμε λατρευτεί, να έχετε λατρευτεί, να έχουν(ε) λατρευτεί
Μετοχή
λατρεμένος, λατρεμένη, λατρεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λατρευτεί, είχες λατρευτεί, είχε λατρευτεί, είχαμε λατρευτεί, είχατε λατρευτεί, είχαν(ε) λατρευτεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...