Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναγγέλλω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Milo Serrano 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναγγέλλω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναγγέλλω, αναγγέλλεις, αναγγέλλει, αναγγέλλουμε, αναγγέλλετε, αναγγέλλουν
Υποτακτική
να αναγγέλλω, να αναγγέλλεις, να αναγγέλλει, να αναγγέλλουμε, να αναγγέλλετε, να αναγγέλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάγγελλε – β΄ πληθυντικό: αναγγέλλετε 
Μετοχή
αναγγέλλοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανήγγελλα, ανήγγελλες, ανήγγελλε, αναγγέλλαμε, αναγγέλλατε, ανήγγελλαν ή αναγγέλλανε
Σημείωση: Η αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.  
 
Αόριστος
Οριστική
ανήγγειλα, ανήγγειλες, ανήγγειλε, αναγγείλαμε, αναγγείλατε, ανήγγειλαν ή αναγγείλανε
Υποτακτική
να αναγγείλω, να αναγγείλεις, να αναγγείλει, να αναγγείλουμε, να αναγγείλετε, να αναγγείλουν ή να αναγγείλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάγγειλε – β΄ πληθυντικό: αναγγείλετε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγέλλω, θα αναγγέλλεις, θα αναγγέλλει, θα αναγγέλλουμε, θα αναγγέλλετε, θα αναγγέλλουν ή θα αναγγέλλουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγείλω, θα αναγγείλεις, θα αναγγείλει, θα αναγγείλουμε, θα αναγγείλετε, θα αναγγείλουν ή θα αναγγείλουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναγγείλει, θα έχεις αναγγείλει, θα έχει αναγγείλει, θα έχουμε αναγγείλει, θα έχετε αναγγείλει, θα έχουν αναγγείλει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγγείλει, έχεις αναγγείλει, έχει αναγγείλει, έχουμε αναγγείλει, έχετε αναγγείλει, έχουν αναγγείλει
Υποτακτική
να έχω αναγγείλει, να έχεις αναγγείλει, να έχει αναγγείλει, να έχουμε αναγγείλει, να έχετε αναγγείλει, να έχουν αναγγείλει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγγείλει, είχες αναγγείλει, είχε αναγγείλει, είχαμε αναγγείλει, είχατε αναγγείλει, είχαν(ε) αναγγείλει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναγγέλλομαι, αναγγέλλεσαι, αναγγέλλεται, αναγγελλόμαστε, αναγγέλλεστε, αναγγέλλονται
Υποτακτική
να αναγγέλλομαι, να αναγγέλλεσαι, να αναγγέλλεται, να αναγγελλόμαστε, να αναγγέλλεστε, να αναγγέλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγγέλλεστε
Μετοχή
αναγγελλόμενος, αναγγελλόμενη, αναγγελλόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
αναγγελλόμουν, αναγγελλόσουν, αναγγελλόταν, αναγγελλόμαστε, αναγγελλόσαστε, αναγγέλλονταν
(& αναγγελλόμουνα, αναγγελλόσουνα, αναγγελλότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναγγέλθηκα, αναγγέλθηκες, αναγγέλθηκε, αναγγελθήκαμε, αναγγελθήκατε, αναγγέλθηκαν ή αναγγελθήκανε
Υποτακτική
να αναγγελθώ, να αναγγελθείς, να αναγγελθεί, να αναγγελθούμε, να αναγγελθείτε, να αναγγελθούν ή να αναγγελθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγγελθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγέλλομαι, θα αναγγέλλεσαι, θα αναγγέλλεται, θα αναγγελλόμαστε, θα αναγγέλλεστε, θα αναγγέλλονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγελθώ, θα αναγγελθείς, θα αναγγελθεί, θα αναγγελθούμε, θα αναγγελθείτε, θα αναγγελθούν ή θα αναγγελθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναγγελθεί, θα έχεις αναγγελθεί, θα έχει αναγγελθεί, θα έχουμε αναγγελθεί, θα έχετε αναγγελθεί, θα έχουν αναγγελθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγγελθεί, έχεις αναγγελθεί, έχει αναγγελθεί, έχουμε αναγγελθεί, έχετε αναγγελθεί, έχουν αναγγελθεί
Υποτακτική
να έχω αναγγελθεί, να έχεις αναγγελθεί, να έχει αναγγελθεί, να έχουμε αναγγελθεί, να έχετε αναγγελθεί, να έχουν αναγγελθεί
Μετοχή
αναγγελμένος, αναγγελμένη, αναγγελμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγγελθεί, είχες αναγγελθεί, είχε αναγγελθεί, είχαμε αναγγελθεί, είχατε αναγγελθεί, είχαν(ε) αναγγελθεί
 
Σημειώσεις:
1. Το ρήμα αναγγέλλω ανήκει στα λίγα ρήματα της Νέας Ελληνικής που κατά κανόνα διατηρούν τη χρονική ή φωνηεντική αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνος (παρατατικό και αόριστο). Η χρονική αύξηση γράφεται πάντοτε με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται.
 
2. Η ορθογραφία του ρήματος αναγγέλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημόνικο κσνόνα: μια φορά = ένα λ, πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Με δύο -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται διάρκεια ή επανάληψη (δηλ. στον Ενεστώτα, Παρατατικό και Εξακολουθητικό Μέλλοντα): αναγγέλλω – ανήγγελλα – θα αναγγέλλω.
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): ανήγγειλα – θα αναγγείλω – έχω / είχα / θα έχω αναγγείλει.
 
Μια φορά = -λ- (π.χ. Αύριο θα το αναγγείλω – Χτες το ανήγγειλα)
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς αναγγέλλει / ανήγγελλε).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Aged Pixel
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέω, εμπνέεις, εμπνέει, εμπνέουμε, εμπνέετε, εμπνέουν (ή εμπνέουνε)
Υποτακτική
να εμπνέω, να εμπνέεις, να εμπνέει, να εμπνέουμε, να εμπνέετε, να εμπνέουν (ή να εμπνέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνεε – β΄ πληθυντικό: εμπνέετε
Μετοχή
εμπνέοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ενέπνεα, ενέπνεες, ενέπνεε, εμπνέαμε, εμπνέατε, ενέπνεαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
ενέπνευσα, ενέπνευσες, ενέπνευσε, εμπνεύσαμε, εμπνεύσατε, ενέπνευσαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να εμπνεύσω, να εμπνεύσεις, να εμπνεύσει, να εμπνεύσουμε, να εμπνεύσετε, να εμπνεύσουν (ή να εμπνεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνευσε – β΄ πληθυντικό: εμπνεύστε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέω, θα εμπνέεις, θα εμπνέει, θα εμπνέουμε, θα εμπνέετε, θα εμπνέουν (ή θα εμπνέουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνεύσω, θα εμπνεύσεις, θα εμπνεύσει, θα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσετε, θα εμπνεύσουν (ή θα εμπνεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπνεύσει, θα έχεις εμπνεύσει, θα έχει εμπνεύσει, θα έχουμε εμπνεύσει, θα έχετε εμπνεύσει, θα έχουν εμπνεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνεύσει, έχεις εμπνεύσει, έχει εμπνεύσει, έχουμε εμπνεύσει, έχετε εμπνεύσει, έχουν(ε) εμπνεύσει
Υποτακτική
να έχω εμπνεύσει, να έχεις εμπνεύσει, να έχει εμπνεύσει, να έχουμε εμπνεύσει, να έχετε εμπνεύσει, να έχουν εμπνεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνεύσει, είχες εμπνεύσει, είχε εμπνεύσει, είχαμε εμπνεύσει, είχατε εμπνεύσει, είχαν(ε) εμπνεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέομαι, εμπνέεσαι, εμπνέεται, εμπνεόμαστε, εμπνέεστε, εμπνέονται
Υποτακτική
να εμπνέομαι, να εμπνέεσαι, να εμπνέεται, να εμπνεόμαστε, να εμπνέεστε, να εμπνέονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εμπνέεστε
Μετοχή
εμπνεόμενος, εμπνεόμενη, εμπνεόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εμπνεόμουν, εμπνεόσουν, εμπνεόταν, εμπνεόμαστε, εμπνεόσαστε, εμπνέονταν
(& εμπνεόμουνα, εμπνεόσουνα, εμπνεότανε, εμπνεόμασταν, εμπνεόσασταν, εμπνεόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
εμπνεύστηκα, εμπνεύστηκες, εμπνεύστηκε, εμπνευστήκαμε, εμπνευστήκατε, εμπνεύστηκαν
& εμπνεύσθηκα, εμπνεύσθηκες, εμπνεύσθηκε, εμπνευσθήκαμε, εμπνευσθήκατε, εμπνεύσθηκαν
Υποτακτική
να εμπνευστώ, να εμπνευστείς, να εμπνευστεί, να εμπνευστούμε, να εμπνευστείτε, να εμπνευστούν (ή να εμπνευστούνε)
& να εμπνευσθώ, να εμπνευσθείς, να εμπνευσθεί, να εμπνευσθούμε, να εμπνευσθείτε, να εμπνευσθούν (ή να εμπνευσθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εμπνεύσου β΄ πληθυντικό: εμπνευστείτε (ή εμπνευσθείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέομαι, θα εμπνέεσαι, θα εμπνέεται, θα εμπνεόμαστε, θα εμπνέεστε, θα εμπνέονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνευστώ, θα εμπνευστείς, θα εμπνευστεί, θα εμπνευστούμε, θα εμπνευστείτε, θα εμπνευστούν (ή θα εμπνευστούνε)
& θα εμπνευσθώ, θα εμπνευσθείς, θα εμπνευσθεί, θα εμπνευσθούμε, θα εμπνευσθείτε, θα εμπνευσθούν (ή θα εμπνευσθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπνευστεί, θα έχεις εμπνευστεί, θα έχει εμπνευστεί, θα έχουμε εμπνευστεί, θα έχετε εμπνευστεί, θα έχουν εμπνευστεί
& θα έχω εμπνευσθεί, θα έχεις εμπνευσθεί, θα έχει εμπνευσθεί, θα έχουμε εμπνευσθεί, θα έχετε εμπνευσθεί, θα έχουν εμπνευσθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνευστεί, έχεις εμπνευστεί, έχει εμπνευστεί, έχουμε εμπνευστεί, έχετε εμπνευστεί, έχουν εμπνευστεί
& έχω εμπνευσθεί, έχεις εμπνευσθεί, έχει εμπνευσθεί, έχουμε εμπνευσθεί, έχετε εμπνευσθεί, έχουν εμπνευσθεί
Υποτακτική
να έχω εμπνευστεί, να έχεις εμπνευστεί, να έχει εμπνευστεί, να έχουμε εμπνευστεί, να έχετε εμπνευστεί, να έχουν εμπνευστεί
Μετοχή
εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνευστεί, είχες εμπνευστεί, είχε εμπνευστεί, είχαμε εμπνευστεί, είχατε εμπνευστεί, είχαν(ε) εμπνευστεί
& είχα εμπνευσθεί, είχες εμπνευσθεί, είχε εμπνευσθεί, είχαμε εμπνευσθεί, είχατε εμπνευσθεί, είχαν(ε) εμπνευσθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαιρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Milo Serrano
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαιρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαιρώ, διαιρείς, διαιρεί, διαιρούμε, διαιρείτε, διαιρούν (ή διαιρούνε)
Υποτακτική
να διαιρώ, να διαιρείς, να διαιρεί, να διαιρούμε, να διαιρείτε, να διαιρούν (ή να διαιρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαίρει, β΄ πληθυντικό: διαιρείτε 
Μετοχή
διαιρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διαιρούσα, διαιρούσες, διαιρούσε, διαιρούσαμε, διαιρούσατε, διαιρούσαν (ή διαιρούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
διαίρεσα, διαίρεσες, διαίρεσε, διαιρέσαμε, διαιρέσατε, διαίρεσαν (ή διαιρέσανε)
Υποτακτική
να διαιρέσω, να διαιρέσεις, να διαιρέσει, να διαιρέσουμε, να διαιρέσετε, να διαιρέσουν (ή να διαιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαίρεσε β΄ πληθυντικό: διαιρέστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρώ, θα διαιρείς, θα διαιρεί, θα διαιρούμε, θα διαιρείτε, θα διαιρούν (ή θα διαιρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρέσω, θα διαιρέσεις, θα διαιρέσει, θα διαιρέσουμε, θα διαιρέσετε, θα διαιρέσουν (ή θα διαιρέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαιρέσει, θα έχεις διαιρέσει, θα έχει διαιρέσει, θα έχουμε διαιρέσει, θα έχετε διαιρέσει, θα έχουν(ε) διαιρέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαιρέσει, έχεις διαιρέσει, έχει διαιρέσει, έχουμε διαιρέσει, έχετε διαιρέσει, έχουν(ε) διαιρέσει
Υποτακτική
να έχω διαιρέσει, να έχεις διαιρέσει, να έχει διαιρέσει, να έχουμε διαιρέσει, να έχετε διαιρέσει, να έχουν διαιρέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαιρέσει, είχες διαιρέσει, είχε διαιρέσει, είχαμε διαιρέσει, είχατε διαιρέσει, είχαν(ε) διαιρέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαιρούμαι, διαιρείσαι, διαιρείται, διαιρούμαστε, διαιρείστε, διαιρούνται
Υποτακτική
να διαιρούμαι, να διαιρείσαι, να διαιρείται, να διαιρούμαστε, να διαιρείστε, να διαιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
διαιρούμενος, διαιρούμενη, διαιρούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διαιρούμουν, διαιρούσουν, διαιρούταν ή διαιρούτανε, διαιρούμασταν ή διαιρούμαστε, διαιρούσασταν, διαιρούνταν ή διαιρούντο
 
Αόριστος
Οριστική
διαιρέθηκα, διαιρέθηκες, διαιρέθηκε, διαιρεθήκαμε, διαιρεθήκατε, διαιρέθηκαν ή διαιρεθήκανε
Υποτακτική
να διαιρεθώ, να διαιρεθείς, να διαιρεθεί, να διαιρεθούμε, να διαιρεθείτε, να διαιρεθούν ή να διαιρεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: διαιρέσου β΄ πληθυντικό: διαιρεθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρούμαι, θα διαιρείσαι, θα διαιρείται, θα διαιρούμαστε, θα διαιρείστε, θα διαιρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρεθώ, θα διαιρεθείς, θα διαιρεθεί, θα διαιρεθούμε, θα διαιρεθείτε, θα διαιρεθούν ή θα διαιρεθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαιρεθεί, θα έχεις διαιρεθεί, θα έχει διαιρεθεί, θα έχουμε διαιρεθεί, θα έχετε διαιρεθεί, θα έχουν διαιρεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαιρεθεί, έχεις διαιρεθεί, έχει διαιρεθεί, έχουμε διαιρεθεί, έχετε διαιρεθεί, έχουν διαιρεθεί
Υποτακτική
να έχω διαιρεθεί, να έχεις διαιρεθεί, να έχει διαιρεθεί, να έχουμε διαιρεθεί, να έχετε διαιρεθεί, να έχουν διαιρεθεί
Μετοχή
διαιρεμένος, διαιρεμένη, διαιρεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαιρεθεί, είχες διαιρεθεί, είχε διαιρεθεί, είχαμε διαιρεθεί, είχατε διαιρεθεί, είχαν(ε) διαιρεθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τρώω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αleksandrova Κarina

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τρώω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τρώω, τρως, τρώει, τρώμε, τρώτε, τρων (ή τρώνε)
Υποτακτική
να τρώω, να τρως, να τρώει, να τρώμε, να τρώτε, να τρων (ή να τρώνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: τρώγε – β΄ πληθυντικό: τρώτε (ή τρώγετε)
Μετοχή
τρώγοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έτρωγα, έτρωγες, έτρωγε, τρώγαμε, τρώγατε, έτρωγαν (ή τρώγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
έφαγα, έφαγες, έφαγε, φάγαμε, φάγατε, έφαγαν (ή φάγανε)
Υποτακτική
να φάω, να φας, να φάει, να φάμε, να φάτε, να φαν (ή να φάνε) 
Προστακτική
β΄ ενικό: φάε – β΄ πληθυντικό: φάτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τρώω, θα τρως, θα τρώει, θα τρώμε, θα τρώτε, θα τρων (ή θα τρώνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φάω, θα φας, θα φάει, θα φάμε, θα φάτε, θα φαν (ή θα φάνε) 
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φάει, θα έχεις φάει, θα έχει φάει, θα έχουμε φάει, θα έχετε φάει, θα έχουν φάει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φάει, έχεις φάει, έχει φάει, έχουμε φάει, έχετε φάει, έχουν φάει
Υποτακτική
να έχω φάει, να έχεις φάει, να έχει φάει, να έχουμε φάει, να έχετε φάει, να έχουν φάει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φάει, είχες φάει, είχε φάει, είχαμε φάει, είχατε φάει, είχαν(ε) φάει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τρώγομαι, τρώγεσαι, τρώγεται, τρωγόμαστε, τρώγεστε, τρώγονται
Υποτακτική
να τρώγομαι, να τρώγεσαι, να τρώγεται, να τρωγόμαστε, να τρώγεστε, να τρώγονται
 
Παρατατικός
Οριστική
τρωγόμουν, τρωγόσουν, τρωγόταν, τρωγόμαστε, τρωγόσαστε, τρώγονταν  
& τρωγόμουνα, τρωγόσουνα, τρωγότανε, τρωγόμασταν, τρωγόσασταν, τρωγόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
φαγώθηκα, φαγώθηκες, φαγώθηκε, φαγωθήκαμε, φαγωθήκατε, φαγώθηκαν (ή φαγωθήκανε)
Υποτακτική
να φαγωθώ, να φαγωθείς, να φαγωθεί, να φαγωθούμε, να φαγωθείτε, να φαγωθούν (ή να φαγωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φαγώσου, β΄ πληθυντικό: φαγωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τρώγομαι, θα τρώγεσαι, θα τρώγεται, θα τρωγόμαστε, θα τρώγεστε, θα τρώγονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φαγωθώ, θα φαγωθείς, θα φαγωθεί, θα φαγωθούμε, θα φαγωθείτε, θα φαγωθούν (ή θα φαγωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φαγωθεί, θα έχεις φαγωθεί, θα έχει φαγωθεί, θα έχουμε φαγωθεί, θα έχετε φαγωθεί, θα έχουν φαγωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φαγωθεί, έχεις φαγωθεί, έχει φαγωθεί, έχουμε φαγωθεί, έχετε φαγωθεί, έχουν φαγωθεί
Υποτακτική
να έχω φαγωθεί, να έχεις φαγωθεί, να έχει φαγωθεί, να έχουμε φαγωθεί, να έχετε φαγωθεί, να έχουν φαγωθεί
Μετοχή
φαγωμένος, φαγωμένη, φαγωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φαγωθεί, είχες φαγωθεί, είχε φαγωθεί, είχαμε φαγωθεί, είχατε φαγωθεί, είχαν(ε) φαγωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jane Davies 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύσσω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσουμε, κηρύσσετε, κηρύσσουν (ή κηρύσσουνε)
Υποτακτική
να κηρύσσω, να κηρύσσεις, να κηρύσσει, να κηρύσσουμε, να κηρύσσετε, να κηρύσσουν (ή να κηρύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυσσε – β΄ πληθυντικό: κηρύσσετε
Μετοχή
κηρύσσοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
κήρυσσα, κήρυσσες, κήρυσσε, κηρύσσαμε, κηρύσσατε, κήρυσσαν ή κηρύσσανε
 
Αόριστος
Οριστική
κήρυξα, κήρυξες, κήρυξε, κηρύξαμε, κηρύξατε, κήρυξαν ή κηρύξανε
Υποτακτική
να κηρύξω, να κηρύξεις, να κηρύξει, να κηρύξουμε, να κηρύξετε, να κηρύξουν (ή να κηρύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κήρυξε – β΄ πληθυντικό: κηρύξτε (ή κηρύξετε)  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσω, θα κηρύσσεις, θα κηρύσσει, θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσετε, θα κηρύσσουν (ή θα κηρύσσουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύξω, θα κηρύξεις, θα κηρύξει, θα κηρύξουμε, θα κηρύξετε, θα κηρύξουν (ή θα κηρύξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κηρύξει, θα έχεις κηρύξει, θα έχει κηρύξει, θα έχουμε κηρύξει, θα έχετε κηρύξει, θα έχουν κηρύξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρύξει, έχεις κηρύξει, έχει κηρύξει, έχουμε κηρύξει, έχετε κηρύξει, έχουν(ε) κηρύξει
Υποτακτική
να έχω κηρύξει, να έχεις κηρύξει, να έχει κηρύξει, να έχουμε κηρύξει, να έχετε κηρύξει, να έχουν(ε) κηρύξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρύξει, είχες κηρύξει, είχε κηρύξει, είχαμε κηρύξει, είχατε κηρύξει, είχαν(ε) κηρύξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύσσομαι, κηρύσσεσαι, κηρύσσεται, κηρυσσόμαστε, κηρύσσεστε, κηρύσσονται
Υποτακτική
να κηρύσσομαι, να κηρύσσεσαι, να κηρύσσεται, να κηρυσσόμαστε, να κηρύσσεστε, να κηρύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κηρύσσεστε
Μετοχή
κηρυσσόμενος, κηρυσσόμενη, κηρυσσόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
κηρυσσόμουν, κηρυσσόσουν, κηρυσσόταν, κηρυσσόμαστε, κηρυσσόσαστε, κηρύσσονταν
(& κηρυσσόμουνα, κηρυσσόσουνα, κηρυσσότανε, κηρυσσόμασταν, κηρυσσόσασταν, κηρυσσόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κηρύχθηκα, κηρύχθηκες, κηρύχθηκε, κηρυχθήκαμε, κηρυχθήκατε, κηρύχθηκαν (ή κηρυχθήκανε)
& κηρύχτηκα, κηρύχτηκες, κηρύχτηκε, κηρυχτήκαμε, κηρυχτήκατε, κηρύχτηκαν (ή κηρυχτήκανε)
Υποτακτική
να κηρυχθώ, να κηρυχθείς, να κηρυχθεί, να κηρυχθούμε, να κηρυχθείτε, να κηρυχθούν (ή να κηρυχθούνε)
& να κηρυχτώ, να κηρυχτείς, να κηρυχτεί, να κηρυχτούμε, να κηρυχτείτε, να κηρυχτούν (ή να κηρυχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κηρύξου β΄ πληθυντικό: κηρυχθείτε (κηρυχτείτε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρύσσομαι, θα κηρύσσεσαι, θα κηρύσσεται, θα κηρυσσόμαστε, θα κηρύσσεστε, θα κηρύσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κηρυχθώ, θα κηρυχθείς, θα κηρυχθεί, θα κηρυχθούμε, θα κηρυχθείτε, θα κηρυχθούν (ή θα κηρυχθούνε)
& θα κηρυχτώ, θα κηρυχτείς, θα κηρυχτεί, θα κηρυχτούμε, θα κηρυχτείτε, θα κηρυχτούν (ή θα κηρυχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κηρυχθεί, θα έχεις κηρυχθεί, θα έχει κηρυχθεί, θα έχουμε κηρυχθεί, θα έχετε κηρυχθεί, θα έχουν κηρυχθεί
& θα έχω κηρυχτεί, θα έχεις κηρυχτεί, θα έχει κηρυχτεί, θα έχουμε κηρυχτεί, θα έχετε κηρυχτεί, θα έχουν κηρυχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κηρυχθεί, έχεις κηρυχθεί, έχει κηρυχθεί, έχουμε κηρυχθεί, έχετε κηρυχθεί, έχουν κηρυχθεί
& έχω κηρυχτεί, έχεις κηρυχτεί, έχει κηρυχτεί, έχουμε κηρυχτεί, έχετε κηρυχτεί, έχουν κηρυχτεί
Υποτακτική
να έχω κηρυχθεί, να έχεις κηρυχθεί, να έχει κηρυχθεί, να έχουμε κηρυχθεί, να έχετε κηρυχθεί, να έχουν κηρυχθεί
& να έχω κηρυχτεί, να έχεις κηρυχτεί, να έχει κηρυχτεί, να έχουμε κηρυχτεί, να έχετε κηρυχτεί, να έχουν κηρυχτεί
Μετοχή
κηρυγμένος, κηρυγμένη, κηρυγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κηρυχθεί, είχες κηρυχθεί, είχε κηρυχθεί, είχαμε κηρυχθεί, είχατε κηρυχθεί, είχαν(ε) κηρυχθεί
& είχα κηρυχτεί, είχες κηρυχτεί, είχε κηρυχτεί, είχαμε κηρυχτεί, είχατε κηρυχτεί, είχαν(ε) κηρυχτεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...