English School
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δελεάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δελεάζω, δελεάζεις, δελεάζει, δελεάζουμε, δελεάζετε, δελεάζουν ή δελεάζουνε
Υποτακτική
να δελεάζω, να δελεάζεις, να δελεάζει, να δελεάζουμε, να δελεάζετε, να δελεάζουν ή να δελεάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: δελέαζε – β΄ πληθυντικό: δελεάζετε
Μετοχή
δελεάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
δελέαζα, δελέαζες, δελέαζε, δελεάζαμε, δελεάζατε, δελέαζαν ή δελεάζανε
Αόριστος
Οριστική
δελέασα, δελέασες, δελέασε, δελεάσαμε, δελεάσατε, δελέασαν ή δελεάσανε
Υποτακτική
να δελεάσω, να δελεάσεις, να δελεάσει, να δελεάσουμε, να δελεάσετε, να δελεάσουν ή να δελεάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δελέασε – β΄ πληθυντικό: δελεάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάζω, θα δελεάζεις, θα δελεάζει, θα δελεάζουμε, θα δελεάζετε, θα δελεάζουν ή θα δελεάζουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάσω, θα δελεάσεις, θα δελεάσει, θα δελεάσουμε, θα δελεάσετε, θα δελεάσουν ή θα δελεάσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δελεάσει, θα έχεις δελεάσει, θα έχει δελεάσει, θα έχουμε δελεάσει, θα έχετε δελεάσει, θα έχουν(ε) δελεάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δελεάσει, έχεις δελεάσει, έχει δελεάσει, έχουμε δελεάσει, έχετε δελεάσει, έχουν(ε) δελεάσει
Υποτακτική
έχω δελεάσει, έχεις δελεάσει, έχει δελεάσει, έχουμε δελεάσει, έχετε δελεάσει, έχουν(ε) δελεάσει
Μετοχή
έχοντας δελεάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δελεάσει, είχες δελεάσει, είχε δελεάσει, είχαμε δελεάσει, είχατε δελεάσει, είχαν(ε) δελεάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δελεάζομαι, δελεάζεσαι, δελεάζεται, δελεαζόμαστε, δελεάζεστε, δελεάζονται
Υποτακτική
να δελεάζομαι, να δελεάζεσαι, να δελεάζεται, να δελεαζόμαστε, να δελεάζεστε, να δελεάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δελεάζεστε
Μετοχή
δελεαζόμενος, δελεαζόμενη, δελεαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
δελεαζόμουν, δελεαζόσουν, δελεαζόταν, δελεαζόμαστε, δελεαζόσαστε, δελεάζονταν
(& δελεαζόμουνα, δελεαζόσουνα, δελεαζότανε,
δελεαζόμασταν, δελεαζόσασταν, δελεαζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
δελεάστηκα, δελεάστηκες, δελεάστηκε, δελεαστήκαμε, δελεαστήκατε, δελεάστηκαν ή δελεαστήκανε
& δελεάσθηκα, δελεάσθηκες, δελεάσθηκε,
δελεασθήκαμε, δελεασθήκατε, δελεάσθηκαν ή δελεασθήκανε
Υποτακτική
να δελεαστώ, να δελεαστείς, να δελεαστεί, να δελεαστούμε, να δελεαστείτε, να δελεαστούν ή να δελεαστούνε
& να δελεασθώ, να δελεασθείς, να δελεασθεί, να δελεασθούμε, να δελεασθείτε, να δελεασθούν ή να δελεασθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δελεάσου - β΄ πληθυντικό: δελεαστείτε / δελεασθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάζομαι, θα δελεάζεσαι, θα δελεάζεται, θα δελεαζόμαστε, θα δελεάζεστε, θα δελεάζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεαστώ, θα δελεαστείς, θα δελεαστεί, θα δελεαστούμε, θα δελεαστείτε, θα δελεαστούν ή θα δελεαστούνε
& θα δελεασθώ, θα δελεασθείς, θα
δελεασθεί, θα δελεασθούμε, θα δελεασθείτε, θα δελεασθούν ή θα δελεασθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δελεαστεί, θα έχεις δελεαστεί, θα έχει δελεαστεί, θα έχουμε δελεαστεί, θα έχετε δελεαστεί, θα έχουν(ε) δελεαστεί
& θα
έχω δελεασθεί, θα έχεις δελεασθεί, θα έχει δελεασθεί, θα έχουμε δελεασθεί, θα
έχετε δελεασθεί, θα έχουν(ε) δελεασθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δελεαστεί, έχεις δελεαστεί, έχει δελεαστεί, έχουμε δελεαστεί, έχετε δελεαστεί, έχουν(ε) δελεαστεί
& έχω δελεασθεί, έχεις δελεασθεί, έχει
δελεασθεί, έχουμε δελεασθεί, έχετε δελεασθεί, έχουν(ε) δελεασθεί
Υποτακτική
να έχω δελεαστεί, να έχεις δελεαστεί, να έχει δελεαστεί, να έχουμε δελεαστεί, να έχετε δελεαστεί, να έχουν(ε) δελεαστεί
& να έχω δελεασθεί, να έχεις δελεασθεί, να έχει δελεασθεί, να έχουμε δελεασθεί, να έχετε δελεασθεί, να έχουν(ε) δελεασθεί
Μετοχή
δελεασμένος, δελεασμένη, δελεασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δελεαστεί, είχες δελεαστεί, είχε δελεαστεί, είχαμε δελεαστεί, είχατε δελεαστεί, είχαν(ε) δελεαστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δελεάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δελεάζω, δελεάζεις, δελεάζει, δελεάζουμε, δελεάζετε, δελεάζουν ή δελεάζουνε
να δελεάζω, να δελεάζεις, να δελεάζει, να δελεάζουμε, να δελεάζετε, να δελεάζουν ή να δελεάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: δελέαζε – β΄ πληθυντικό: δελεάζετε
Μετοχή
δελεάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
δελέαζα, δελέαζες, δελέαζε, δελεάζαμε, δελεάζατε, δελέαζαν ή δελεάζανε
Αόριστος
Οριστική
δελέασα, δελέασες, δελέασε, δελεάσαμε, δελεάσατε, δελέασαν ή δελεάσανε
να δελεάσω, να δελεάσεις, να δελεάσει, να δελεάσουμε, να δελεάσετε, να δελεάσουν ή να δελεάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δελέασε – β΄ πληθυντικό: δελεάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάζω, θα δελεάζεις, θα δελεάζει, θα δελεάζουμε, θα δελεάζετε, θα δελεάζουν ή θα δελεάζουνε
Οριστική
θα δελεάσω, θα δελεάσεις, θα δελεάσει, θα δελεάσουμε, θα δελεάσετε, θα δελεάσουν ή θα δελεάσουνε
Οριστική
θα έχω δελεάσει, θα έχεις δελεάσει, θα έχει δελεάσει, θα έχουμε δελεάσει, θα έχετε δελεάσει, θα έχουν(ε) δελεάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δελεάσει, έχεις δελεάσει, έχει δελεάσει, έχουμε δελεάσει, έχετε δελεάσει, έχουν(ε) δελεάσει
έχω δελεάσει, έχεις δελεάσει, έχει δελεάσει, έχουμε δελεάσει, έχετε δελεάσει, έχουν(ε) δελεάσει
Μετοχή
έχοντας δελεάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δελεάσει, είχες δελεάσει, είχε δελεάσει, είχαμε δελεάσει, είχατε δελεάσει, είχαν(ε) δελεάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δελεάζομαι, δελεάζεσαι, δελεάζεται, δελεαζόμαστε, δελεάζεστε, δελεάζονται
να δελεάζομαι, να δελεάζεσαι, να δελεάζεται, να δελεαζόμαστε, να δελεάζεστε, να δελεάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δελεάζεστε
Μετοχή
δελεαζόμενος, δελεαζόμενη, δελεαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
δελεαζόμουν, δελεαζόσουν, δελεαζόταν, δελεαζόμαστε, δελεαζόσαστε, δελεάζονταν
Αόριστος
Οριστική
δελεάστηκα, δελεάστηκες, δελεάστηκε, δελεαστήκαμε, δελεαστήκατε, δελεάστηκαν ή δελεαστήκανε
Υποτακτική
να δελεαστώ, να δελεαστείς, να δελεαστεί, να δελεαστούμε, να δελεαστείτε, να δελεαστούν ή να δελεαστούνε
& να δελεασθώ, να δελεασθείς, να δελεασθεί, να δελεασθούμε, να δελεασθείτε, να δελεασθούν ή να δελεασθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δελεάσου - β΄ πληθυντικό: δελεαστείτε / δελεασθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δελεάζομαι, θα δελεάζεσαι, θα δελεάζεται, θα δελεαζόμαστε, θα δελεάζεστε, θα δελεάζονται
Οριστική
θα δελεαστώ, θα δελεαστείς, θα δελεαστεί, θα δελεαστούμε, θα δελεαστείτε, θα δελεαστούν ή θα δελεαστούνε
Οριστική
θα έχω δελεαστεί, θα έχεις δελεαστεί, θα έχει δελεαστεί, θα έχουμε δελεαστεί, θα έχετε δελεαστεί, θα έχουν(ε) δελεαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δελεαστεί, έχεις δελεαστεί, έχει δελεαστεί, έχουμε δελεαστεί, έχετε δελεαστεί, έχουν(ε) δελεαστεί
Υποτακτική
να έχω δελεαστεί, να έχεις δελεαστεί, να έχει δελεαστεί, να έχουμε δελεαστεί, να έχετε δελεαστεί, να έχουν(ε) δελεαστεί
& να έχω δελεασθεί, να έχεις δελεασθεί, να έχει δελεασθεί, να έχουμε δελεασθεί, να έχετε δελεασθεί, να έχουν(ε) δελεασθεί
Μετοχή
δελεασμένος, δελεασμένη, δελεασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δελεαστεί, είχες δελεαστεί, είχε δελεαστεί, είχαμε δελεαστεί, είχατε δελεαστεί, είχαν(ε) δελεαστεί