Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγοράζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγοράζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αγοράζω, αγοράζεις, αγοράζει, αγοράζουμε, αγοράζετε, αγοράζουν ή αγοράζουνε
Υποτακτική
να αγοράζω, να αγοράζεις, να αγοράζει, να αγοράζουμε, να αγοράζετε, να αγοράζουν ή να αγοράζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: αγόραζε – β΄ πληθυντικό: αγοράζετε
Μετοχή
αγοράζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αγόραζα, αγόραζες, αγόραζε, αγοράζαμε, αγοράζατε, αγόραζαν ή αγοράζανε
 
Αόριστος
Οριστική
αγόρασα, αγόρασες, αγόρασε, αγοράσαμε, αγοράσατε, αγόρασαν ή αγοράσανε
Υποτακτική
να αγοράσω, να αγοράσεις, να αγοράσει, να αγοράσουμε, να αγοράσετε, να αγοράσουν ή να αγοράσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αγόρασε – β΄ πληθυντικό: αγοράσετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράζω, θα αγοράζεις, θα αγοράζει, θα αγοράζουμε, θα αγοράζετε, θα αγοράζουν ή θα αγοράζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράσω, θα αγοράσεις, θα αγοράσει, θα αγοράσουμε, θα αγοράσετε, θα αγοράσουν ή θα αγοράσουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αγοράσει, θα έχεις αγοράσει, θα έχει αγοράσει, θα έχουμε αγοράσει, θα έχετε αγοράσει, θα έχουν αγοράσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγοράσει, έχεις αγοράσει, έχει αγοράσει, έχουμε αγοράσει, έχετε αγοράσει, έχουν αγοράσει
Υποτακτική
να έχω αγοράσει, να έχεις αγοράσει, να έχει αγοράσει, να έχουμε αγοράσει, να έχετε αγοράσει, να έχουν αγοράσει
Μετοχή
έχοντας αγοράσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγοράσει, είχες αγοράσει, είχε αγοράσει, είχαμε αγοράσει, είχατε αγοράσει, είχαν(ε) αγοράσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αγοράζομαι, αγοράζεσαι, αγοράζεται, αγοραζόμαστε, αγοράζεστε, αγοράζονται
Υποτακτική
να αγοράζομαι, να αγοράζεσαι, να αγοράζεται, να αγοραζόμαστε, να αγοράζεστε, να αγοράζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγοράζεστε
Μετοχή
αγοραζόμενος, αγοραζόμενη, αγοραζόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
αγοραζόμουν, αγοραζόσουν, αγοραζόταν, αγοραζόμαστε, αγοραζόσαστε, αγοράζονταν
(& αγοραζόμουνα, αγοραζόσουνα, αγοραζότανε, αγοραζόμασταν, αγοραζόσασταν, αγοραζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αγοράστηκα, αγοράστηκες, αγοράστηκε, αγοραστήκαμε, αγοραστήκατε, αγοράστηκαν ή αγοραστήκανε
Υποτακτική
να αγοραστώ, να αγοραστείς, να αγοραστεί, να αγοραστούμε, να αγοραστείτε, να αγοραστούν ή να αγοραστούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγοραστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράζομαι, θα αγοράζεσαι, θα αγοράζεται, θα αγοραζόμαστε, θα αγοράζεστε, θα αγοράζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοραστώ, θα αγοραστείς, θα αγοραστεί, θα αγοραστούμε, θα αγοραστείτε, θα αγοραστούν ή θα αγοραστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αγοραστεί, θα έχεις αγοραστεί, θα έχει αγοραστεί, θα έχουμε αγοραστεί, θα έχετε αγοραστεί, θα έχουν αγοραστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγοραστεί, έχεις αγοραστεί, έχει αγοραστεί, έχουμε αγοραστεί, έχετε αγοραστεί, έχουν αγοραστεί
Υποτακτική
να έχω αγοραστεί, να έχεις αγοραστεί, να έχει αγοραστεί, να έχουμε αγοραστεί, να έχετε αγοραστεί, να έχουν αγοραστεί
Μετοχή
αγορασμένος, αγορασμένη, αγορασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγοραστεί, είχες αγοραστεί, είχε αγοραστεί, είχαμε αγοραστεί, είχατε αγοραστεί, είχαν(ε) αγοραστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ορίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dale Kincaid
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ορίζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ορίζω, ορίζεις, ορίζει, ορίζουμε, ορίζετε, ορίζουν (ή ορίζουνε)
Υποτακτική
να ορίζω, να ορίζεις, να ορίζει, να ορίζουμε, να ορίζετε, να ορίζουν (ή να ορίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: όριζε – β΄ πληθυντικό: ορίζετε
Μετοχή
ορίζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
όριζα, όριζες, όριζε, ορίζαμε, ορίζατε, όριζαν ή ορίζανε
 
Αόριστος
Οριστική
όρισα, όρισες, όρισε, ορίσαμε, ορίσατε, όρισαν ή ορίσανε
Υποτακτική
να ορίσω, να ορίσεις, να ορίσει, να ορίσουμε, να ορίσετε, να ορίσουν (ή να ορίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: όρισε – β΄ πληθυντικό: ορίστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίζω, θα ορίζεις, θα ορίζει, θα ορίζουμε, θα ορίζετε, θα ορίζουν (ή θα ορίζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίσω, θα ορίσεις, θα ορίσει, θα ορίσουμε, θα ορίσετε, θα ορίσουν (ή θα ορίσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ορίσει, θα έχεις ορίσει, θα έχει ορίσει, θα έχουμε ορίσει, θα έχετε ορίσει, θα έχουν ορίσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ορίσει, έχεις ορίσει, έχει ορίσει, έχουμε ορίσει, έχετε ορίσει, έχουν(ε) ορίσει
Υποτακτική
να έχω ορίσει, να έχεις ορίσει, να έχει ορίσει, να έχουμε ορίσει, να έχετε ορίσει, να έχουν(ε) ορίσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ορίσει, είχες ορίσει, είχε ορίσει, είχαμε ορίσει, είχατε ορίσει, είχαν(ε) ορίσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ορίζομαι, ορίζεσαι, ορίζεται, οριζόμαστε, ορίζεστε, ορίζονται
Υποτακτική
να ορίζομαι, να ορίζεσαι, να ορίζεται, να οριζόμαστε, να ορίζεστε, να ορίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ορίζεστε
Μετοχή
οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
οριζόμουν, οριζόσουν, οριζόταν, οριζόμαστε, οριζόσαστε, ορίζονταν
(& οριζόμουνα, οριζόσουνα, οριζότανε, οριζόμασταν, οριζόσασταν, οριζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ορίστηκα, ορίστηκες, ορίστηκε, οριστήκαμε, οριστήκατε, ορίστηκαν ή οριστήκανε
Υποτακτική
να οριστώ, να οριστείς, να οριστεί, να οριστούμε, να οριστείτε, να οριστούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ορίσου β΄ πληθυντικό: οριστείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίζομαι, θα ορίζεσαι, θα ορίζεται, θα οριζόμαστε, θα ορίζεστε, θα ορίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα οριστώ, θα οριστείς, θα οριστεί, θα οριστούμε, θα οριστείτε, θα οριστούν ή θα οριστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω οριστεί, θα έχεις οριστεί, θα έχει οριστεί, θα έχουμε οριστεί, θα έχετε οριστεί, θα έχουν οριστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω οριστεί, έχεις οριστεί, έχει οριστεί, έχουμε οριστεί, έχετε οριστεί, έχουν οριστεί
Υποτακτική
να έχω οριστεί, να έχεις οριστεί, να έχει οριστεί, να έχουμε οριστεί, να έχετε οριστεί, να έχουν οριστεί
Μετοχή
ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα οριστεί, είχες οριστεί, είχε οριστεί, είχαμε οριστεί, είχατε οριστεί, είχαν(ε) οριστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναγγέλλω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Milo Serrano 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναγγέλλω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναγγέλλω, αναγγέλλεις, αναγγέλλει, αναγγέλλουμε, αναγγέλλετε, αναγγέλλουν
Υποτακτική
να αναγγέλλω, να αναγγέλλεις, να αναγγέλλει, να αναγγέλλουμε, να αναγγέλλετε, να αναγγέλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάγγελλε – β΄ πληθυντικό: αναγγέλλετε 
Μετοχή
αναγγέλλοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανήγγελλα, ανήγγελλες, ανήγγελλε, αναγγέλλαμε, αναγγέλλατε, ανήγγελλαν ή αναγγέλλανε
Σημείωση: Η αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.  
 
Αόριστος
Οριστική
ανήγγειλα, ανήγγειλες, ανήγγειλε, αναγγείλαμε, αναγγείλατε, ανήγγειλαν ή αναγγείλανε
Υποτακτική
να αναγγείλω, να αναγγείλεις, να αναγγείλει, να αναγγείλουμε, να αναγγείλετε, να αναγγείλουν ή να αναγγείλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάγγειλε – β΄ πληθυντικό: αναγγείλετε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγέλλω, θα αναγγέλλεις, θα αναγγέλλει, θα αναγγέλλουμε, θα αναγγέλλετε, θα αναγγέλλουν ή θα αναγγέλλουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγείλω, θα αναγγείλεις, θα αναγγείλει, θα αναγγείλουμε, θα αναγγείλετε, θα αναγγείλουν ή θα αναγγείλουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναγγείλει, θα έχεις αναγγείλει, θα έχει αναγγείλει, θα έχουμε αναγγείλει, θα έχετε αναγγείλει, θα έχουν αναγγείλει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγγείλει, έχεις αναγγείλει, έχει αναγγείλει, έχουμε αναγγείλει, έχετε αναγγείλει, έχουν αναγγείλει
Υποτακτική
να έχω αναγγείλει, να έχεις αναγγείλει, να έχει αναγγείλει, να έχουμε αναγγείλει, να έχετε αναγγείλει, να έχουν αναγγείλει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγγείλει, είχες αναγγείλει, είχε αναγγείλει, είχαμε αναγγείλει, είχατε αναγγείλει, είχαν(ε) αναγγείλει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναγγέλλομαι, αναγγέλλεσαι, αναγγέλλεται, αναγγελλόμαστε, αναγγέλλεστε, αναγγέλλονται
Υποτακτική
να αναγγέλλομαι, να αναγγέλλεσαι, να αναγγέλλεται, να αναγγελλόμαστε, να αναγγέλλεστε, να αναγγέλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγγέλλεστε
Μετοχή
αναγγελλόμενος, αναγγελλόμενη, αναγγελλόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
αναγγελλόμουν, αναγγελλόσουν, αναγγελλόταν, αναγγελλόμαστε, αναγγελλόσαστε, αναγγέλλονταν
(& αναγγελλόμουνα, αναγγελλόσουνα, αναγγελλότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναγγέλθηκα, αναγγέλθηκες, αναγγέλθηκε, αναγγελθήκαμε, αναγγελθήκατε, αναγγέλθηκαν ή αναγγελθήκανε
Υποτακτική
να αναγγελθώ, να αναγγελθείς, να αναγγελθεί, να αναγγελθούμε, να αναγγελθείτε, να αναγγελθούν ή να αναγγελθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγγελθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγέλλομαι, θα αναγγέλλεσαι, θα αναγγέλλεται, θα αναγγελλόμαστε, θα αναγγέλλεστε, θα αναγγέλλονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγελθώ, θα αναγγελθείς, θα αναγγελθεί, θα αναγγελθούμε, θα αναγγελθείτε, θα αναγγελθούν ή θα αναγγελθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναγγελθεί, θα έχεις αναγγελθεί, θα έχει αναγγελθεί, θα έχουμε αναγγελθεί, θα έχετε αναγγελθεί, θα έχουν αναγγελθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγγελθεί, έχεις αναγγελθεί, έχει αναγγελθεί, έχουμε αναγγελθεί, έχετε αναγγελθεί, έχουν αναγγελθεί
Υποτακτική
να έχω αναγγελθεί, να έχεις αναγγελθεί, να έχει αναγγελθεί, να έχουμε αναγγελθεί, να έχετε αναγγελθεί, να έχουν αναγγελθεί
Μετοχή
αναγγελμένος, αναγγελμένη, αναγγελμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγγελθεί, είχες αναγγελθεί, είχε αναγγελθεί, είχαμε αναγγελθεί, είχατε αναγγελθεί, είχαν(ε) αναγγελθεί
 
Σημειώσεις:
1. Το ρήμα αναγγέλλω ανήκει στα λίγα ρήματα της Νέας Ελληνικής που κατά κανόνα διατηρούν τη χρονική ή φωνηεντική αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνος (παρατατικό και αόριστο). Η χρονική αύξηση γράφεται πάντοτε με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται.
 
2. Η ορθογραφία του ρήματος αναγγέλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημόνικο κσνόνα: μια φορά = ένα λ, πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Με δύο -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται διάρκεια ή επανάληψη (δηλ. στον Ενεστώτα, Παρατατικό και Εξακολουθητικό Μέλλοντα): αναγγέλλω – ανήγγελλα – θα αναγγέλλω.
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): ανήγγειλα – θα αναγγείλω – έχω / είχα / θα έχω αναγγείλει.
 
Μια φορά = -λ- (π.χ. Αύριο θα το αναγγείλω – Χτες το ανήγγειλα)
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς αναγγέλλει / ανήγγελλε).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Aged Pixel
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέω, εμπνέεις, εμπνέει, εμπνέουμε, εμπνέετε, εμπνέουν (ή εμπνέουνε)
Υποτακτική
να εμπνέω, να εμπνέεις, να εμπνέει, να εμπνέουμε, να εμπνέετε, να εμπνέουν (ή να εμπνέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνεε – β΄ πληθυντικό: εμπνέετε
Μετοχή
εμπνέοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ενέπνεα, ενέπνεες, ενέπνεε, εμπνέαμε, εμπνέατε, ενέπνεαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
ενέπνευσα, ενέπνευσες, ενέπνευσε, εμπνεύσαμε, εμπνεύσατε, ενέπνευσαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να εμπνεύσω, να εμπνεύσεις, να εμπνεύσει, να εμπνεύσουμε, να εμπνεύσετε, να εμπνεύσουν (ή να εμπνεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνευσε – β΄ πληθυντικό: εμπνεύστε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέω, θα εμπνέεις, θα εμπνέει, θα εμπνέουμε, θα εμπνέετε, θα εμπνέουν (ή θα εμπνέουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνεύσω, θα εμπνεύσεις, θα εμπνεύσει, θα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσετε, θα εμπνεύσουν (ή θα εμπνεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπνεύσει, θα έχεις εμπνεύσει, θα έχει εμπνεύσει, θα έχουμε εμπνεύσει, θα έχετε εμπνεύσει, θα έχουν εμπνεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνεύσει, έχεις εμπνεύσει, έχει εμπνεύσει, έχουμε εμπνεύσει, έχετε εμπνεύσει, έχουν(ε) εμπνεύσει
Υποτακτική
να έχω εμπνεύσει, να έχεις εμπνεύσει, να έχει εμπνεύσει, να έχουμε εμπνεύσει, να έχετε εμπνεύσει, να έχουν εμπνεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνεύσει, είχες εμπνεύσει, είχε εμπνεύσει, είχαμε εμπνεύσει, είχατε εμπνεύσει, είχαν(ε) εμπνεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέομαι, εμπνέεσαι, εμπνέεται, εμπνεόμαστε, εμπνέεστε, εμπνέονται
Υποτακτική
να εμπνέομαι, να εμπνέεσαι, να εμπνέεται, να εμπνεόμαστε, να εμπνέεστε, να εμπνέονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εμπνέεστε
Μετοχή
εμπνεόμενος, εμπνεόμενη, εμπνεόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εμπνεόμουν, εμπνεόσουν, εμπνεόταν, εμπνεόμαστε, εμπνεόσαστε, εμπνέονταν
(& εμπνεόμουνα, εμπνεόσουνα, εμπνεότανε, εμπνεόμασταν, εμπνεόσασταν, εμπνεόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
εμπνεύστηκα, εμπνεύστηκες, εμπνεύστηκε, εμπνευστήκαμε, εμπνευστήκατε, εμπνεύστηκαν
& εμπνεύσθηκα, εμπνεύσθηκες, εμπνεύσθηκε, εμπνευσθήκαμε, εμπνευσθήκατε, εμπνεύσθηκαν
Υποτακτική
να εμπνευστώ, να εμπνευστείς, να εμπνευστεί, να εμπνευστούμε, να εμπνευστείτε, να εμπνευστούν (ή να εμπνευστούνε)
& να εμπνευσθώ, να εμπνευσθείς, να εμπνευσθεί, να εμπνευσθούμε, να εμπνευσθείτε, να εμπνευσθούν (ή να εμπνευσθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εμπνεύσου β΄ πληθυντικό: εμπνευστείτε (ή εμπνευσθείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέομαι, θα εμπνέεσαι, θα εμπνέεται, θα εμπνεόμαστε, θα εμπνέεστε, θα εμπνέονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνευστώ, θα εμπνευστείς, θα εμπνευστεί, θα εμπνευστούμε, θα εμπνευστείτε, θα εμπνευστούν (ή θα εμπνευστούνε)
& θα εμπνευσθώ, θα εμπνευσθείς, θα εμπνευσθεί, θα εμπνευσθούμε, θα εμπνευσθείτε, θα εμπνευσθούν (ή θα εμπνευσθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπνευστεί, θα έχεις εμπνευστεί, θα έχει εμπνευστεί, θα έχουμε εμπνευστεί, θα έχετε εμπνευστεί, θα έχουν εμπνευστεί
& θα έχω εμπνευσθεί, θα έχεις εμπνευσθεί, θα έχει εμπνευσθεί, θα έχουμε εμπνευσθεί, θα έχετε εμπνευσθεί, θα έχουν εμπνευσθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνευστεί, έχεις εμπνευστεί, έχει εμπνευστεί, έχουμε εμπνευστεί, έχετε εμπνευστεί, έχουν εμπνευστεί
& έχω εμπνευσθεί, έχεις εμπνευσθεί, έχει εμπνευσθεί, έχουμε εμπνευσθεί, έχετε εμπνευσθεί, έχουν εμπνευσθεί
Υποτακτική
να έχω εμπνευστεί, να έχεις εμπνευστεί, να έχει εμπνευστεί, να έχουμε εμπνευστεί, να έχετε εμπνευστεί, να έχουν εμπνευστεί
Μετοχή
εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνευστεί, είχες εμπνευστεί, είχε εμπνευστεί, είχαμε εμπνευστεί, είχατε εμπνευστεί, είχαν(ε) εμπνευστεί
& είχα εμπνευσθεί, είχες εμπνευσθεί, είχε εμπνευσθεί, είχαμε εμπνευσθεί, είχατε εμπνευσθεί, είχαν(ε) εμπνευσθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...