Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεταρσιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Don Hammond

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεταρσιώνω»
 
μεταρσιώνω: προκαλώ ψυχική ανάταση, εξυψώνω (την ψυχή και το σώμα)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μεταρσιώνω, μεταρσιώνεις, μεταρσιώνει, μεταρσιώνουμε, μεταρσιώνετε, μεταρσιώνουν (ή μεταρσιώνουνε)
Υποτακτική
να μεταρσιώνω, να μεταρσιώνεις, να μεταρσιώνει, να μεταρσιώνουμε, να μεταρσιώνετε, να μεταρσιώνουν (ή να μεταρσιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεταρσίωνε – β΄ πληθυντικό: μεταρσιώνετε
Μετοχή
μεταρσιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
μεταρσίωνα, μεταρσίωνες, μεταρσίωνε, μεταρσιώναμε, μεταρσιώνατε, μεταρσίωναν ή μεταρσιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
μεταρσίωσα, μεταρσίωσες, μεταρσίωσε, μεταρσιώσαμε, μεταρσιώσατε, μεταρσίωσαν ή μεταρσιώσανε
Υποτακτική
να μεταρσιώσω, να μεταρσιώσεις, να μεταρσιώσει, να μεταρσιώσουμε, να μεταρσιώσετε, να μεταρσιώσουν (ή να μεταρσιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεταρσίωσε – β΄ πληθυντικό: μεταρσιώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώνω, θα μεταρσιώνεις, θα μεταρσιώνει, θα μεταρσιώνουμε, θα μεταρσιώνετε, θα μεταρσιώνουν (ή θα μεταρσιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώσω, θα μεταρσιώσεις, θα μεταρσιώσει, θα μεταρσιώσουμε, θα μεταρσιώσετε, θα μεταρσιώσουν (ή θα μεταρσιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταρσιώσει, θα έχεις μεταρσιώσει, θα έχει μεταρσιώσει, θα έχουμε μεταρσιώσει, θα έχετε μεταρσιώσει, θα έχουν(ε) μεταρσιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταρσιώσει, έχεις μεταρσιώσει, έχει μεταρσιώσει, έχουμε μεταρσιώσει, έχετε μεταρσιώσει, έχουν(ε) μεταρσιώσει
Υποτακτική
να έχω μεταρσιώσει, να έχεις μεταρσιώσει, να έχει μεταρσιώσει, να έχουμε μεταρσιώσει, να έχετε μεταρσιώσει, να έχουν(ε) μεταρσιώσει
Μετοχή
έχοντας μεταρσιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταρσιώσει, είχες μεταρσιώσει, είχε μεταρσιώσει, είχαμε μεταρσιώσει, είχατε μεταρσιώσει, είχαν(ε) μεταρσιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μεταρσιώνομαι, μεταρσιώνεσαι, μεταρσιώνεται, μεταρσιωνόμαστε, μεταρσιώνεστε, μεταρσιώνονται
Υποτακτική
να μεταρσιώνομαι, να μεταρσιώνεσαι, να μεταρσιώνεται, να μεταρσιωνόμαστε, να μεταρσιώνεστε, να μεταρσιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεταρσιώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
μεταρσιωνόμουν, μεταρσιωνόσουν, μεταρσιωνόταν, μεταρσιωνόμαστε, μεταρσιωνόσαστε, μεταρσιώνονταν
(& μεταρσιωνόμουνα, μεταρσιωνόσουνα, μεταρσιωνότανε, μεταρσιωνόμασταν, μεταρσιωνόσασταν, μεταρσιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μεταρσιώθηκα, μεταρσιώθηκες, μεταρσιώθηκε, μεταρσιωθήκαμε, μεταρσιωθήκατε, μεταρσιώθηκαν (ή μεταρσιωθήκανε)
Υποτακτική
να μεταρσιωθώ, να μεταρσιωθείς, να μεταρσιωθεί, να μεταρσιωθούμε, να μεταρσιωθείτε, να μεταρσιωθούν (ή να μεταρσιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μεταρσιώσου - β΄ πληθυντικό: μεταρσιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιώνομαι, θα μεταρσιώνεσαι, θα μεταρσιώνεται, θα μεταρσιωνόμαστε, θα μεταρσιώνεστε, θα μεταρσιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεταρσιωθώ, θα μεταρσιωθείς, θα μεταρσιωθεί, θα μεταρσιωθούμε, θα μεταρσιωθείτε, θα μεταρσιωθούν (ή θα μεταρσιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεταρσιωθεί, θα έχεις μεταρσιωθεί, θα έχει μεταρσιωθεί, θα έχουμε μεταρσιωθεί, θα έχετε μεταρσιωθεί, θα έχουν(ε) μεταρσιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεταρσιωθεί, έχεις μεταρσιωθεί, έχει μεταρσιωθεί, έχουμε μεταρσιωθεί, έχετε μεταρσιωθεί, έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Υποτακτική
να έχω μεταρσιωθεί, να έχεις μεταρσιωθεί, να έχει μεταρσιωθεί, να έχουμε μεταρσιωθεί, να έχετε μεταρσιωθεί, να έχουν(ε) μεταρσιωθεί
Μετοχή
μεταρσιωμένος, μεταρσιωμένη, μεταρσιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεταρσιωθεί, είχες μεταρσιωθεί, είχε μεταρσιωθεί, είχαμε μεταρσιωθεί, είχατε μεταρσιωθεί, είχαν(ε) μεταρσιωθεί 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκτυλίσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vitaliy Gladkiy
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκτυλίσσω»
 
(εκτυλίσσω: ξεδιπλώνω. εκτυλίσσομαι: λαμβάνω χώρα, διαδραματίζομαι, εξελίσσομαι)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσω, εκτυλίσσεις, εκτυλίσσει, εκτυλίσσουμε, εκτυλίσσετε, εκτυλίσσουν (ή εκτυλίσσουνε)
Υποτακτική
να εκτυλίσσω, να εκτυλίσσεις, να εκτυλίσσει, να εκτυλίσσουμε, να εκτυλίσσετε, να εκτυλίσσουν (ή να εκτυλίσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλισσε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσετε
Μετοχή
εκτυλίσσοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εκτύλισσα, εκτύλισσες, εκτύλισσε, εκτυλίσσαμε, εκτυλίσσατε, εκτύλισσαν ή εκτυλίσσανε
 
Αόριστος
Οριστική
εκτύλιξα, εκτύλιξες, εκτύλιξε, εκτυλίξαμε, εκτυλίξατε, εκτύλιξαν ή εκτυλίξανε
Υποτακτική
να εκτυλίξω, να εκτυλίξεις, να εκτυλίξει, να εκτυλίξουμε, να εκτυλίξετε, να εκτυλίξουν (ή να εκτυλίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλιξε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίξτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσω, θα εκτυλίσσεις, θα εκτυλίσσει, θα εκτυλίσσουμε, θα εκτυλίσσετε, θα εκτυλίσσουν (ή θα εκτυλίσσουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίξω, θα εκτυλίξεις, θα εκτυλίξει, θα εκτυλίξουμε, θα εκτυλίξετε, θα εκτυλίξουν (ή θα εκτυλίξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτυλίξει, θα έχεις εκτυλίξει, θα έχει εκτυλίξει, θα έχουμε εκτυλίξει, θα έχετε εκτυλίξει, θα έχουν(ε) εκτυλίξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλίξει, έχεις εκτυλίξει, έχει εκτυλίξει, έχουμε εκτυλίξει, έχετε εκτυλίξει, έχουν(ε) εκτυλίξει
Υποτακτική
να έχω εκτυλίξει, να έχεις εκτυλίξει, να έχει εκτυλίξει, να έχουμε εκτυλίξει, να έχετε εκτυλίξει, να έχουν(ε) εκτυλίξει
Μετοχή
έχοντας εκτυλίξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλίξει, είχες εκτυλίξει, είχε εκτυλίξει, είχαμε εκτυλίξει, είχατε εκτυλίξει, είχαν(ε) εκτυλίξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσομαι, εκτυλίσσεσαι, εκτυλίσσεται, εκτυλισσόμαστε, εκτυλίσσεστε ή εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονται
Υποτακτική
να εκτυλίσσομαι, να εκτυλίσσεσαι, να εκτυλίσσεται, να εκτυλισσόμαστε, να εκτυλίσσεστε ή να εκτυλισσόσαστε, να εκτυλίσσονται
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίσσου – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσεστε
Μετοχή
εκτυλισσόμενος, εκτυλισσόμενη, εκτυλισσόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εκτυλισσόμουν, εκτυλισσόσουν, εκτυλισσόταν, εκτυλισσόμαστε, εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονταν
(& εκτυλισσόμουνα, εκτυλισσόσουνα, εκτυλισσότανε, εκτυλισσόμασταν, εκτυλισσόσασταν, εκτυλισσόντουσαν ή εκτυλισσόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εκτυλίχθηκα, εκτυλίχθηκες, εκτυλίχθηκε, εκτυλιχθήκαμε, εκτυλιχθήκατε, εκτυλίχθηκαν ή εκτυλιχθήκανε
Υποτακτική
να εκτυλιχθώ, να εκτυλιχθείς, να εκτυλιχθεί, να εκτυλιχθούμε, να εκτυλιχθείτε, να εκτυλιχθούν ή να εκτυλιχθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίξου – β΄ πληθυντικό: εκτυλιχθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσομαι, θα εκτυλίσσεσαι, θα εκτυλίσσεται, θα εκτυλισσόμαστε, θα εκτυλίσσεστε ή θα εκτυλισσόσαστε, θα εκτυλίσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλιχθώ, θα εκτυλιχθείς, θα εκτυλιχθεί, θα εκτυλιχθούμε, θα εκτυλιχθείτε, θα εκτυλιχθούν ή θα εκτυλιχθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτυλιχθεί, θα έχεις εκτυλιχθεί, θα έχει εκτυλιχθεί, θα έχουμε εκτυλιχθεί, θα έχετε εκτυλιχθεί, θα έχουν(ε) εκτυλιχθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλιχθεί, έχεις εκτυλιχθεί, έχει εκτυλιχθεί, έχουμε εκτυλιχθεί, έχετε εκτυλιχθεί, έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Υποτακτική
να έχω εκτυλιχθεί, να έχεις εκτυλιχθεί, να έχει εκτυλιχθεί, να έχουμε εκτυλιχθεί, να έχετε εκτυλιχθεί, να έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλιχθεί, είχες εκτυλιχθεί, είχε εκτυλιχθεί, είχαμε εκτυλιχθεί, είχατε εκτυλιχθεί, είχαν(ε) εκτυλιχθεί
 
Σημείωση: Πρόκειται για ρήμα σύνθετο του ελληνιστικού τυλίσσω (με την πρόθεση εκ / εξ), το οποίο ορθογραφείται με δύο -σ- στον ενεστώτα και τον παρατατικό. Οι συνοπτικοί (αοριστικοί) τύποι της μέσης φωνής σχηματίζονται με το σύμπλεγμα -χθ-: εκτυλίχθηκα, εκτυλιχθώ.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιπροσωπεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Noah Parker
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιπροσωπεύω»
 
(αντιπροσωπεύω: ενεργώ ως αντιπρόσωπος – φέρω και εκφράζω τα βασικά, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός είδους, μιας κατηγορίας – αποτελώ, εκφράζω)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύω, αντιπροσωπεύεις, αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύετε, αντιπροσωπεύουν (ή αντιπροσωπεύουνε)
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύω, να αντιπροσωπεύεις, να αντιπροσωπεύει, να αντιπροσωπεύουμε, να αντιπροσωπεύετε, να αντιπροσωπεύουν (ή να αντιπροσωπεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύετε
Μετοχή
αντιπροσωπεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσώπευα, αντιπροσώπευες, αντιπροσώπευε, αντιπροσωπεύαμε, αντιπροσωπεύατε, αντιπροσώπευαν ή αντιπροσωπεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσώπευσα, αντιπροσώπευσες, αντιπροσώπευσε, αντιπροσωπεύσαμε, αντιπροσωπεύσατε, αντιπροσώπευσαν ή αντιπροσωπεύσανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύσω, να αντιπροσωπεύσεις, να αντιπροσωπεύσει, να αντιπροσωπεύσουμε, να αντιπροσωπεύσετε, να αντιπροσωπεύσουν (ή να αντιπροσωπεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευσε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύω, θα αντιπροσωπεύεις, θα αντιπροσωπεύει, θα αντιπροσωπεύουμε, θα αντιπροσωπεύετε, θα αντιπροσωπεύουν (ή θα αντιπροσωπεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύσω, θα αντιπροσωπεύσεις, θα αντιπροσωπεύσει, θα αντιπροσωπεύσουμε, θα αντιπροσωπεύσετε, θα αντιπροσωπεύσουν (ή θα αντιπροσωπεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπεύσει, θα έχεις αντιπροσωπεύσει, θα έχει αντιπροσωπεύσει, θα έχουμε αντιπροσωπεύσει, θα έχετε αντιπροσωπεύσει, θα έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπεύσει, έχεις αντιπροσωπεύσει, έχει αντιπροσωπεύσει, έχουμε αντιπροσωπεύσει, έχετε αντιπροσωπεύσει, έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπεύσει, να έχεις αντιπροσωπεύσει, να έχει αντιπροσωπεύσει, να έχουμε αντιπροσωπεύσει, να έχετε αντιπροσωπεύσει, να έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Μετοχή
έχοντας αντιπροσωπεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπεύσει, είχες αντιπροσωπεύσει, είχε αντιπροσωπεύσει, είχαμε αντιπροσωπεύσει, είχατε αντιπροσωπεύσει, είχαν(ε) αντιπροσωπεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύομαι, αντιπροσωπεύεσαι, αντιπροσωπεύεται, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπεύονται
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύομαι, να αντιπροσωπεύεσαι, να αντιπροσωπεύεται, να αντιπροσωπευόμαστε, να αντιπροσωπεύεστε, να αντιπροσωπεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύεστε
Μετοχή
αντιπροσωπευόμενος, αντιπροσωπευόμενη, αντιπροσωπευόμενη
 
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσωπευόμουν, αντιπροσωπευόσουν, αντιπροσωπευόταν, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπευόσαστε, αντιπροσωπεύονταν
(& αντιπροσωπευόμουνα, αντιπροσωπευόσουνα, αντιπροσωπευότανε, αντιπροσωπευόμασταν, αντιπροσωπευόσασταν, αντιπροσωπευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπεύτηκαν ή αντιπροσωπευτήκανε
& αντιπροσωπεύθηκα, αντιπροσωπεύθηκες, αντιπροσωπεύθηκε, αντιπροσωπευθήκαμε, αντιπροσωπευθήκατε, αντιπροσωπεύθηκαν ή αντιπροσωπευθήκανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπευτώ, να αντιπροσωπευτείς, να αντιπροσωπευτεί, να αντιπροσωπευτούμε, να αντιπροσωπευτείτε, να αντιπροσωπευτούν (ή να αντιπροσωπευτούνε)
& να αντιπροσωπευθώ, να αντιπροσωπευθείς, να αντιπροσωπευθεί, να αντιπροσωπευθούμε, να αντιπροσωπευθείτε, να αντιπροσωπευθούν (ή να αντιπροσωπευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αντιπροσωπεύσου – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπευτείτε ή αντιπροσωπευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύομαι, θα αντιπροσωπεύεσαι, θα αντιπροσωπεύεται, θα αντιπροσωπευόμαστε, θα αντιπροσωπεύεστε, θα αντιπροσωπεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπευτώ, θα αντιπροσωπευτείς, θα αντιπροσωπευτεί, θα αντιπροσωπευτούμε, θα αντιπροσωπευτείτε, θα αντιπροσωπευτούν (ή θα αντιπροσωπευτούνε)
& θα αντιπροσωπευθώ, θα αντιπροσωπευθείς, θα αντιπροσωπευθεί, θα αντιπροσωπευθούμε, θα αντιπροσωπευθείτε, θα αντιπροσωπευθούν (ή θα αντιπροσωπευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπευτεί, θα έχεις αντιπροσωπευτεί, θα έχει αντιπροσωπευτεί, θα έχουμε αντιπροσωπευτεί, θα έχετε αντιπροσωπευτεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& θα έχω αντιπροσωπευθεί, θα έχεις αντιπροσωπευθεί, θα έχει αντιπροσωπευθεί, θα έχουμε αντιπροσωπευθεί, θα έχετε αντιπροσωπευθεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπευτεί, έχεις αντιπροσωπευτεί, έχει αντιπροσωπευτεί, έχουμε αντιπροσωπευτεί, έχετε αντιπροσωπευτεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& έχω αντιπροσωπευθεί, έχεις αντιπροσωπευθεί, έχει αντιπροσωπευθεί, έχουμε αντιπροσωπευθεί, έχετε αντιπροσωπευθεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπευτεί, να έχεις αντιπροσωπευτεί, να έχει αντιπροσωπευτεί, να έχουμε αντιπροσωπευτεί, να έχετε αντιπροσωπευτεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& να έχω αντιπροσωπευθεί, να έχεις αντιπροσωπευθεί, να έχει αντιπροσωπευθεί, να έχουμε αντιπροσωπευθεί, να έχετε αντιπροσωπευθεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Μετοχή
αντιπροσωπευμένος, αντιπροσωπευμένη, αντιπροσωπευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπευτεί, είχες αντιπροσωπευτεί, είχε αντιπροσωπευτεί, είχαμε αντιπροσωπευτεί, είχατε αντιπροσωπευτεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευτεί
& είχα αντιπροσωπευθεί, είχες αντιπροσωπευθεί, είχε αντιπροσωπευθεί, είχαμε αντιπροσωπευθεί, είχατε αντιπροσωπευθεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μέμφομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anton Petter
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μέμφομαι»
 
(μέμφομαι: κατακρίνω, αποδίδω σε κάποιον κάτι το αξιοκατάκριτο)
 
Ενεστώτας
Οριστική
μέμφομαι, μέμφεσαι, μέμφεται, μεμφόμαστε, μέμφεστε, μέμφονται
Υποτακτική
να μέμφομαι, να μέμφεσαι, να μέμφεται, να μεμφόμαστε, να μέμφεστε, να μέμφονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μέμφεστε
Μετοχή
μεμφόμενος, μεμφόμενη, μεμφόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
μεμφόμουν, μεμφόσουν, μεμφόταν, μεμφόμαστε, μεμφόσαστε, μέμφονταν
(& μεμφόμουνα, μεμφόσουνα, μεμφότανε, μεμφόμασταν, μεμφόσασταν, μεμφόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μέμφθηκα, μέμφθηκες, μέμφθηκε, μεμφθήκαμε, μεμφθήκατε, μέμφθηκαν (ή μεμφθήκανε)
Υποτακτική
να μεμφθώ, να μεμφθείς, να μεμφθεί, να μεμφθούμε, να μεμφθείτε, να μεμφθούν (ή να μεμφθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μέμψου – β΄ πληθυντικό: μεμφθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μέμφομαι, θα μέμφεσαι, θα μέμφεται, θα μεμφόμαστε, θα μέμφεστε, θα μέμφονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεμφθώ, θα μεμφθείς, θα μεμφθεί, θα μεμφθούμε, θα μεμφθείτε, θα μεμφθούν (ή θα μεμφθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεμφθεί, θα έχεις μεμφθεί, θα έχει μεμφθεί, θα έχουμε μεμφθεί, θα έχετε μεμφθεί, θα έχουν(ε) μεμφθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεμφθεί, έχεις μεμφθεί, έχει μεμφθεί, έχουμε μεμφθεί, έχετε μεμφθεί, έχουν(ε) μεμφθεί
Υποτακτική
να έχω μεμφθεί, να έχεις μεμφθεί, να έχει μεμφθεί, να έχουμε μεμφθεί, να έχετε μεμφθεί, να έχουν(ε) μεμφθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεμφθεί, είχες μεμφθεί, είχε μεμφθεί, είχαμε μεμφθεί, είχατε μεμφθεί, είχαν(ε) μεμφθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιδιωτεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jeff Stanford
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιδιωτεύω»
 
ιδιωτεύω: σταματώ να καταπιάνομαι με τα κοινά και αποσύρομαι στην ιδιωτική μου ζωή – ζω μόνος, μακριά από κοινωνικές σχέσεις – σταματώ να εργάζομαι στο δημόσιο
 
Ενεστώτας
Οριστική
ιδιωτεύω, ιδιωτεύεις, ιδιωτεύει, ιδιωτεύουμε, ιδιωτεύετε, ιδιωτεύουν (ή ιδιωτεύουνε)
Υποτακτική
να ιδιωτεύω, να ιδιωτεύεις, να ιδιωτεύει, να ιδιωτεύουμε, να ιδιωτεύετε, να ιδιωτεύουν (ή να ιδιωτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτευε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτεύετε
Μετοχή
ιδιωτεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ιδιώτευα, ιδιώτευες, ιδιώτευε, ιδιωτεύαμε, ιδιωτεύατε, ιδιώτευαν ή ιδιωτεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
ιδιώτεψα, ιδιώτεψες, ιδιώτεψε, ιδιωτέψαμε, ιδιωτέψατε, ιδιώτεψαν ή ιδιωτέψανε
Υποτακτική
να ιδιωτέψω, να ιδιωτέψεις, να ιδιωτέψει, να ιδιωτέψουμε, να ιδιωτέψετε, να ιδιωτέψουν (ή να ιδιωτέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτεψε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτέψτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτεύω, θα ιδιωτεύεις, θα ιδιωτεύει, θα ιδιωτεύουμε, θα ιδιωτεύετε, θα ιδιωτεύουν (ή θα ιδιωτεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτέψω, θα ιδιωτέψεις, θα ιδιωτέψει, θα ιδιωτέψουμε, θα ιδιωτέψετε, θα ιδιωτέψουν (ή θα ιδιωτέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδιωτέψει, θα έχεις ιδιωτέψει, θα έχει ιδιωτέψει, θα έχουμε ιδιωτέψει, θα έχετε ιδιωτέψει, θα έχουν(ε) ιδιωτέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδιωτέψει, έχεις ιδιωτέψει, έχει ιδιωτέψει, έχουμε ιδιωτέψει, έχετε ιδιωτέψει, έχουν(ε) ιδιωτέψει
Υποτακτική
να έχω ιδιωτέψει, να έχεις ιδιωτέψει, να έχει ιδιωτέψει, να έχουμε ιδιωτέψει, να έχετε ιδιωτέψει, να έχουν(ε) ιδιωτέψει
Μετοχή
έχοντας ιδιωτέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδιωτέψει, είχες ιδιωτέψει, είχε ιδιωτέψει, είχαμε ιδιωτέψει, είχατε ιδιωτέψει, είχαν(ε) ιδιωτέψει
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...