Studio Grafiikka
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγοράζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αγοράζω, αγοράζεις, αγοράζει, αγοράζουμε, αγοράζετε, αγοράζουν ή αγοράζουνε
Υποτακτική
να αγοράζω, να αγοράζεις, να αγοράζει, να αγοράζουμε, να αγοράζετε, να αγοράζουν ή να αγοράζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: αγόραζε – β΄ πληθυντικό: αγοράζετε
Μετοχή
αγοράζοντας
Παρατατικός
Οριστική
αγόραζα, αγόραζες, αγόραζε, αγοράζαμε, αγοράζατε, αγόραζαν ή αγοράζανε
Αόριστος
Οριστική
αγόρασα, αγόρασες, αγόρασε, αγοράσαμε, αγοράσατε, αγόρασαν ή αγοράσανε
Υποτακτική
να αγοράσω, να αγοράσεις, να αγοράσει, να αγοράσουμε, να αγοράσετε, να αγοράσουν ή να αγοράσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αγόρασε – β΄ πληθυντικό: αγοράσετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράζω, θα αγοράζεις, θα αγοράζει, θα αγοράζουμε, θα αγοράζετε, θα αγοράζουν ή θα αγοράζουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράσω, θα αγοράσεις, θα αγοράσει, θα αγοράσουμε, θα αγοράσετε, θα αγοράσουν ή θα αγοράσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αγοράσει, θα έχεις αγοράσει, θα έχει αγοράσει, θα έχουμε αγοράσει, θα έχετε αγοράσει, θα έχουν αγοράσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγοράσει, έχεις αγοράσει, έχει αγοράσει, έχουμε αγοράσει, έχετε αγοράσει, έχουν αγοράσει
Υποτακτική
να έχω αγοράσει, να έχεις αγοράσει, να έχει αγοράσει, να έχουμε αγοράσει, να έχετε αγοράσει, να έχουν αγοράσει
Μετοχή
έχοντας αγοράσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγοράσει, είχες αγοράσει, είχε αγοράσει, είχαμε αγοράσει, είχατε αγοράσει, είχαν(ε) αγοράσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αγοράζομαι, αγοράζεσαι, αγοράζεται, αγοραζόμαστε, αγοράζεστε, αγοράζονται
Υποτακτική
να αγοράζομαι, να αγοράζεσαι, να αγοράζεται, να αγοραζόμαστε, να αγοράζεστε, να αγοράζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγοράζεστε
Μετοχή
αγοραζόμενος, αγοραζόμενη, αγοραζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αγοραζόμουν, αγοραζόσουν, αγοραζόταν, αγοραζόμαστε, αγοραζόσαστε, αγοράζονταν
(& αγοραζόμουνα, αγοραζόσουνα, αγοραζότανε,
αγοραζόμασταν, αγοραζόσασταν, αγοραζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αγοράστηκα, αγοράστηκες, αγοράστηκε, αγοραστήκαμε, αγοραστήκατε, αγοράστηκαν ή αγοραστήκανε
Υποτακτική
να αγοραστώ, να αγοραστείς, να αγοραστεί, να αγοραστούμε, να αγοραστείτε, να αγοραστούν ή να αγοραστούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγοραστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράζομαι, θα αγοράζεσαι, θα αγοράζεται, θα αγοραζόμαστε, θα αγοράζεστε, θα αγοράζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοραστώ, θα αγοραστείς, θα αγοραστεί, θα αγοραστούμε, θα αγοραστείτε, θα αγοραστούν ή θα αγοραστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αγοραστεί, θα έχεις αγοραστεί, θα έχει αγοραστεί, θα έχουμε αγοραστεί, θα έχετε αγοραστεί, θα έχουν αγοραστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγοραστεί, έχεις αγοραστεί, έχει αγοραστεί, έχουμε αγοραστεί, έχετε αγοραστεί, έχουν αγοραστεί
Υποτακτική
να έχω αγοραστεί, να έχεις αγοραστεί, να έχει αγοραστεί, να έχουμε αγοραστεί, να έχετε αγοραστεί, να έχουν αγοραστεί
Μετοχή
αγορασμένος, αγορασμένη, αγορασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγοραστεί, είχες αγοραστεί, είχε αγοραστεί, είχαμε αγοραστεί, είχατε αγοραστεί, είχαν(ε) αγοραστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγοράζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αγοράζω, αγοράζεις, αγοράζει, αγοράζουμε, αγοράζετε, αγοράζουν ή αγοράζουνε
να αγοράζω, να αγοράζεις, να αγοράζει, να αγοράζουμε, να αγοράζετε, να αγοράζουν ή να αγοράζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: αγόραζε – β΄ πληθυντικό: αγοράζετε
Μετοχή
αγοράζοντας
Παρατατικός
Οριστική
αγόραζα, αγόραζες, αγόραζε, αγοράζαμε, αγοράζατε, αγόραζαν ή αγοράζανε
Αόριστος
Οριστική
αγόρασα, αγόρασες, αγόρασε, αγοράσαμε, αγοράσατε, αγόρασαν ή αγοράσανε
να αγοράσω, να αγοράσεις, να αγοράσει, να αγοράσουμε, να αγοράσετε, να αγοράσουν ή να αγοράσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αγόρασε – β΄ πληθυντικό: αγοράσετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράζω, θα αγοράζεις, θα αγοράζει, θα αγοράζουμε, θα αγοράζετε, θα αγοράζουν ή θα αγοράζουνε
Οριστική
θα αγοράσω, θα αγοράσεις, θα αγοράσει, θα αγοράσουμε, θα αγοράσετε, θα αγοράσουν ή θα αγοράσουνε
Οριστική
θα έχω αγοράσει, θα έχεις αγοράσει, θα έχει αγοράσει, θα έχουμε αγοράσει, θα έχετε αγοράσει, θα έχουν αγοράσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγοράσει, έχεις αγοράσει, έχει αγοράσει, έχουμε αγοράσει, έχετε αγοράσει, έχουν αγοράσει
να έχω αγοράσει, να έχεις αγοράσει, να έχει αγοράσει, να έχουμε αγοράσει, να έχετε αγοράσει, να έχουν αγοράσει
Μετοχή
έχοντας αγοράσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγοράσει, είχες αγοράσει, είχε αγοράσει, είχαμε αγοράσει, είχατε αγοράσει, είχαν(ε) αγοράσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αγοράζομαι, αγοράζεσαι, αγοράζεται, αγοραζόμαστε, αγοράζεστε, αγοράζονται
να αγοράζομαι, να αγοράζεσαι, να αγοράζεται, να αγοραζόμαστε, να αγοράζεστε, να αγοράζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγοράζεστε
Μετοχή
αγοραζόμενος, αγοραζόμενη, αγοραζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αγοραζόμουν, αγοραζόσουν, αγοραζόταν, αγοραζόμαστε, αγοραζόσαστε, αγοράζονταν
Αόριστος
Οριστική
αγοράστηκα, αγοράστηκες, αγοράστηκε, αγοραστήκαμε, αγοραστήκατε, αγοράστηκαν ή αγοραστήκανε
να αγοραστώ, να αγοραστείς, να αγοραστεί, να αγοραστούμε, να αγοραστείτε, να αγοραστούν ή να αγοραστούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγοραστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγοράζομαι, θα αγοράζεσαι, θα αγοράζεται, θα αγοραζόμαστε, θα αγοράζεστε, θα αγοράζονται
Οριστική
θα αγοραστώ, θα αγοραστείς, θα αγοραστεί, θα αγοραστούμε, θα αγοραστείτε, θα αγοραστούν ή θα αγοραστούνε
Οριστική
θα έχω αγοραστεί, θα έχεις αγοραστεί, θα έχει αγοραστεί, θα έχουμε αγοραστεί, θα έχετε αγοραστεί, θα έχουν αγοραστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγοραστεί, έχεις αγοραστεί, έχει αγοραστεί, έχουμε αγοραστεί, έχετε αγοραστεί, έχουν αγοραστεί
να έχω αγοραστεί, να έχεις αγοραστεί, να έχει αγοραστεί, να έχουμε αγοραστεί, να έχετε αγοραστεί, να έχουν αγοραστεί
Μετοχή
αγορασμένος, αγορασμένη, αγορασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγοραστεί, είχες αγοραστεί, είχε αγοραστεί, είχαμε αγοραστεί, είχατε αγοραστεί, είχαν(ε) αγοραστεί