Scott Norris
Άρης
Αλεξάνδρου «Νεκρή ζώνη»
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ
προσεκτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά
τραυματισμένο που κουβαλάς
στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους
κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα
συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά
σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο
χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν
σταματήσει η καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό
σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δύο
μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί
στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός
μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο
που κουβαλάς στον ώμο.
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1974),
Ύψιλον/Βιβλία
«Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ
προσεκτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά
τραυματισμένο που κουβαλάς
στον ώμο.»
Ο ποιητής, όπως και κάθε άλλος
άνθρωπος, οφείλει να είναι πάρα πολύ προσεκτικός με τις λέξεις που χρησιμοποιεί
στην προσπάθειά του να διατυπώσει τις απόψεις του, καθώς είναι πολύ πιθανό
αυτές να παρεξηγηθούν ή να προκαλέσουν κάποια συναισθηματική αντίδραση σ’
εκείνον που τις ακούει ή τις διαβάζει, με άμεσο αποτέλεσμα να μην «περάσει»
στην άλλη πλευρά κατά τρόπο άρτιο η «μεταφερόμενη» άποψη. Μια ανεπιτυχώς
διατυπωμένη έκφραση αρκεί για να ακυρωθεί η όλη προσπάθεια επικοινωνίας, αφού ο
εκάστοτε αποδέκτης, έχοντας εξοργιστεί ή ενοχληθεί από τις λέξεις αυτές,
αρνείται ή αδυνατεί να παρακολουθήσει την πραγματική ουσία της εκφερόμενης
άποψης.
Ο Αλεξάνδρου, μάλιστα, προκειμένου να
καταστήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή παραστατικότητα σαφή την ιδιαίτερη σημασία
που έχει η απολύτως προσεκτική μεταχείριση των λέξεων, προχωρά σε μια πολύ
ενδιαφέρουσα αναλογία. Ο άνθρωπος οφείλει να προσέχει τις λέξεις του, όπως
ακριβώς θα πρόσεχε έναν βαριά τραυματισμένο συνάνθρωπό του που τον μεταφέρει
στον ώμο του. Το να καταφέρει κάποιος να κουβαλήσει έναν πληγωμένο συμπολεμιστή
του σώο στην άλλη πλευρά της εμπόλεμης ζώνης, ώστε να του παρασχεθεί η αναγκαία
βοήθεια, είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικής δυσκολίας, όπως ακριβώς το να
κατορθώσει ένας άνθρωπος να περάσει ακέραια μια άποψή του στην άλλη πλευρά
-στον αποδέκτη της-, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει αλλοιωθεί ή παρεξηγηθεί το
νόημά της.
«Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους
κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα
συρματοπλέγματα.»
Η ακριβής και πλήρης διατύπωση ενός
νοήματος -είτε στο πλαίσιο της ποιητικής δημιουργίας είτε ακόμη και στο πλαίσιο
ενός διαλόγου- έχει πλείστες αναλογίες με το επίμοχθο και επικίνδυνο πέρασμα
κάποιου που μεταφέρει μες στη νύχτα τον πληγωμένο συμπολεμιστή του στις γραμμές
ενός πολεμικού μετώπου. Όπως εκείνος ενδέχεται να γλιστρήσει στους κρατήρες που
έχουν σχηματίσει οι οβίδες στο έδαφος και να πέσει -αδυνατώντας έτσι να
διασώσει τον βαριά τραυματισμένο σύντροφό του- ή ακόμη κινδυνεύει να μπλεχτεί
στα συρματοπλέγματα, τα οποία δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά μέσα στο σκοτάδι,
έτσι κι εκείνος που επιχειρεί να εκφράσει με άρτια αντικειμενικό τρόπο μια άποψη
έρχεται αντιμέτωπος με αντιστοίχως δυσδιάκριτα εμπόδια.
Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τη
διατύπωση μιας άποψης πολιτικού περιεχομένου, το χωρίς παρερμηνεύσεις πέρασμά
της στον αποδέκτη απειλείται από την άγνοια του ομιλητή σχετικά με τα βιώματα
και τις πιθανές ιδεοληψίες του άλλου∙ του αποδέκτη. Ως προς αυτό ο ομιλητής -ή
ο ποιητής- κινείται πραγματικά στο σκοτάδι, καθώς δεν γνωρίζει ποια λέξη ή ποια
διατύπωση μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή υπενθύμισης κάποιου τραυματικού
γεγονότος του παρελθόντος. Οι κρατήρες των οβίδων, που συναντά κανείς στο
έδαφος, είναι υπαρκτές -αλλά μη ορατές- και στην ψυχή των ανθρώπων. Κάθε
επώδυνο βίωμα, κάθε τραυματική εμπειρία αφήνει και μια πληγή στην ψυχή του
ατόμου, καθιστώντας το ιδιαίτερα ευαίσθητο απέναντι σ’ εκείνους τους ανθρώπους
ή σ’ εκείνες τις πολιτικές αντιλήψεις που έχει αναγνωρίσει μέσα του ως υπαίτιες
για όσα του συνέβησαν. Αν, επομένως, η άποψη που του παρουσιάζεται αστοχήσει
λεκτικά και αγγίξει κάποιο ευαίσθητο σημείο με τρόπο που μοιάζει εριστικός ή
υποτιμητικός, τότε το άτομο παύει ν’ ακούει κι η μεταφερόμενη άποψη
καταποντίζεται στον μη ορατό «κρατήρα» μιας «οβίδας» του άμεσου ή απώτερου
παρελθόντος.
Κατά τρόπο παρόμοιο ο ομιλητής μπορεί
να παγιδευτεί στα αόρατα συρματοπλέγματα που έχουν στηθεί στη σκέψη του
αποδέκτη∙ στα συρματοπλέγματα εκείνα που έχουν δημιουργηθεί από απόψεις και
ιδεολογίες τις οποίες το εκάστοτε άτομο θεωρεί ως αδιαπραγμάτευτες και
αναμφισβήτητης αξίας. Η παραμικρή παρέκκλιση προς κάποιο ιδεολογικώς
αμφιλεγόμενο σημείο∙ προς κάποιο σημείο ιδεολογικά φορτισμένο για τον αποδέκτη,
καταδικάζει αυτομάτως τη μεταφερόμενη άποψη σε μια φονική ακινητοποίηση πάνω
στα ιδεοληπτικά συρματοπλέγματά του.
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο
χώμα.»
Ο ποιητής -ή ο ομιλητής- οφείλει να
διαμορφώνει τις διατυπώσεις του με πολύ μεγάλη προσοχή, επιλέγοντας τις λέξεις
του μία προς μία, προκειμένου να αποφύγει τους ποικίλους κινδύνους
παρερμήνευσης των όσων επιχειρεί να πει. Οφείλει να κινείται με την ίδια
προσοχή όπως κι εκείνος που μεταφέρει στους ώμους του έναν τραυματία∙
ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι με τα γυμνά του πόδια το έδαφος, για να αποφύγει τα
επικίνδυνα σημεία. Ωστόσο, η προσεκτική αυτή πορεία δεν θα πρέπει για κανένα
λόγο να οδηγήσει τον ποιητή σε επιζήμιους συμβιβασμούς και σε τροποποιήσεις του
μεταφερόμενου μηνύματος. Η φροντίδα για την αποφυγή των ευαίσθητων σημείων του
αποδέκτη, δεν σημαίνει εξαναγκασμό σε εκούσια αλλοίωση της άποψης του
δημιουργού, μιας και κάτι τέτοιο θα οδηγούσε και πάλι σε αποτυχία την
προσπάθεια επικοινωνίας. Όπως, λοιπόν, εκείνος που μεταφέρει τον τραυματία δεν
σκύβει ποτέ σε τέτοιο σημείο, ώστε να σέρνονται τα χέρια του πληγωμένου στο
χώμα, έτσι κι ο ποιητής δεν θα πρέπει ποτέ να υποκύπτει απέναντι σε ό,τι
αναμένει και επιθυμεί να ακούσει ο αποδέκτης των λόγων του.
«Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν
σταματήσει η καρδιά του.»
Η ορθή διατύπωση μιας άποψης δεν έχει
σε τίποτε να ωφεληθεί από τη βιασύνη, έστω κι αν κάποτε φαντάζει αναγκαίο το να
«φτάσει» εγκαίρως στον αποδέκτη της. Κατά τον τρόπο που η μεταφορά ενός βαριά
τραυματισμένου οφείλει να γίνεται με ήπιο και σταθερό ρυθμό, έτσι κι η
ολοκλήρωση του νοήματος δεν θα πρέπει να επισπεύδεται ή να γίνεται υπό την
αίσθηση πίεσης. Ο ποιητής είναι, άρα, καλό να διατηρεί την ψυχραιμία του και να
μην εξωθείται σε βεβιασμένες διατυπώσεις, όπως, άλλωστε, κι εκείνος που
μεταφέρει τον τραυματία οφείλει να παραμένει ψύχραιμος, σαν να είναι βέβαιος
πως έστω κι αν κινείται με αργό ρυθμό, θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό
του προτού σταματήσει η καρδιά του τραυματισμένου συντρόφου του.
«Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό
σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δύο
μετώπων.»
Μια ορθά διατυπωμένη άποψη∙ μια
αντικειμενική και νηφάλια εκτίμηση των καταστάσεων, κινείται πάντοτε ανάμεσα σε
δύο αντιμαχόμενα άκρα, και οφείλει να παραμένει διαρκώς σε ίση απόσταση κι από
τα δύο. Όπως ακριβώς κι ο άνθρωπος που καλείται να μεταφέρει τον τραυματία
γνωρίζει πως πρέπει να κινηθεί παράλληλα στις γραμμές των δύο αντίπαλων
μετώπων, στη νεκρή εκείνη ζώνη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους, όπου ο κίνδυνος
είναι μεν υψηλός λόγω των ανταλλασσόμενων πυρών, αλλά υπάρχει το προνόμιο πως
αν παραμείνει σ’ αυτή δεν θα αιχμαλωτιστεί ούτε από τη μία παράταξη ούτε από
την άλλη.
Αυτή τη δύσκολη ισορροπία οφείλει να
διατηρήσει ο ποιητής καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς του να διατυπώσει την
άποψή του, έχοντας ως μόνο οδηγό στην σχεδόν τυφλή αυτή πορεία τις σποραδικές
λάμψεις απ’ τις ριπές των αντίπαλων παρατάξεων. Κάθε εριστική ιδέα που έρχεται
από τη μία ή την άλλη πλευρά, είναι αυτή που θα του επιτρέψει να διακρίνει
-έστω και πρόσκαιρα- αν παραμένει στη νεκρή ζώνη της ουδετερότητας ή αν έχει
πλησιάσει επικίνδυνα προς τη μία ή την άλλη παράταξη. Μια βοήθεια ανάλογη μ’
αυτή που προσφέρουν οι ριπές των πολυβόλων σ’ εκείνον που μεταφέρει τον
τραυματία, αφού έστω και στιγμιαία φωτίζουν τον γύρω χώρο και του επιτρέπουν να
αντιληφθεί αν διατηρεί σωστό τον προσανατολισμό του.
«Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί
στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός
μεγάλου δέντρου.»
Η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στα
δύο άκρα, όπως αντιστοίχως κι ο εξονυχιστικός έλεγχος κάθε λέξης, προκειμένου
να αποφευχθούν εκείνες που προκαλούν αρνητικές συσχετίσεις και θέτουν σε
κίνδυνο την επιτυχή μεταφορά του υπό διατύπωση νοήματος, συνιστούν μια
εξαιρετικά κοπιώδη προσπάθεια. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν θα πρέπει να
απογοητεύεται ή να εξωθείται στην εγκατάλειψη του όλου εγχειρήματος∙ οφείλει να
κινείται με σταθερό βήμα, σαν να είναι βέβαιος πως θα καταφέρει να μεταφέρει
στην άλλη πλευρά άθικτη τη σκέψη του και πως θα μπορέσει να απολαύσει ύστερα το
ευεργετικό συναίσθημα που προσφέρει η επίγνωση πως ολοκληρώθηκε επιτυχώς ένα
πολλαπλώς απαιτητικό έργο. Συναίσθημα αντίστοιχο μ’ αυτό που θα βιώσει εκείνος
που μεταφέρει τον τραυματία, όταν φτάσει επιτυχώς στο τέρμα του προορισμού του
και μπορέσει ύστερα να ξεδιψάσει με δροσερό νερό και να ξεκουραστεί στη
φιλόξενη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
«Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ
προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο
που κουβαλάς στον ώμο.»
Η προσπάθεια, εντούτοις, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη κι η σκέψη του
τέλους μπορεί να οδηγήσει σε ατυχείς αβλεψίες, γι’ αυτό ο ποιητής επαναλαμβάνει
την αρχική του υπόδειξη. Προς το παρόν και μέχρι να ολοκληρωθεί η άρτια και
χωρίς συμβιβασμούς διατύπωση της υπό διαμόρφωση αντικειμενικής άποψης,
χρειάζεται απόλυτη προσοχή στην επιλογή κάθε λέξης και κάθε διατύπωσης∙ προσοχή
ανάλογη μ’ αυτή που το άτομο -ποιητής ή ομιλητής- επιδεικνύει όταν καλείται να
κουβαλήσει έναν μελλοθάνατο στον ώμο του.