Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο επίσκοπος Πηγάσιος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο επίσκοπος Πηγάσιος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο επίσκοπος Πηγάσιος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Franz von Matsch


Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο επίσκοπος Πηγάσιος»
 
Εισήλθαν στον περικαλλή ναό της Αθηνάς
ο Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός.
Εκύτταζαν με πόθον και στοργήν τ’ αγάλματα –
όμως συνομιλούσανε διστακτικώς,
με υπαινιγμούς, με λόγια διφορούμενα,
με φράσεις πλήρεις προφυλάξεως,
γιατί δεν ήσαν βέβαιοι ο ένας για τον άλλον
και συνεπώς φοβούνταν να μην εκτεθούν,
ο ψεύτης Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο ψεύτης Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός.
 
Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini
 
Όταν το φθινόπωρο του 355 μ.Χ. έφυγε από την Αθήνα για να μεταβεί στο Μεδιόλανο, όπου τον είχε καλέσει ο θείος του, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, ο Ιουλιανός βρήκε τον καιρό να κάνει μια εκδρομή στην Τρωάδα, για να επισκεφτεί τα αρχαία μνημεία, άλλοτε αφιερωμένα στη λατρεία των ηρώων του τρωικού πολέμου.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιοποιεί ποιητικά την ιστορία της συνάντησης του νεαρού Ιουλιανού, που εκείνη την εποχή κρατούσε κρυφές τις ειδωλολατρικές του πεποιθήσεις, με τον κρυπτοεθνικό επίσκοπο Πηγάσιο, που τον ξεναγεί και του δείχνει πρόθυμα τα μνημεία του Αχιλλέα, του Έκτορα και το Ναό της Αθηνάς.
 
«Εισήλθαν στον περικαλλή ναό της Αθηνάς
ο Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός.»
 
Ο Καβάφης αξιοποιεί την τριτοπρόσωπη παρουσίαση των γεγονότων από ένα -θεωρητικώς- αποστασιοποιημένο ποιητικό υποκείμενο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ειρωνική στάση του ποιητικού υποκειμένου είναι εμφανής ήδη από τους πρώτους κιόλας στίχους. Με τη χρήση σχήματος επαναφοράς και την εμφατική χρήση του κεφαλαίου γράμματος στη λέξη Χριστιανός, υποδηλώνεται το παράδοξο της επίσκεψης δύο χριστιανών στον ναό μιας θεότητας που ανήκε στον ειδωλολατρικό κόσμο.
Ο ναός της Αθηνάς χαρακτηρίζεται «περικαλλής», εφόσον, ανεξάρτητα από τη συμβολική του λειτουργία ως χώρου λατρείας μιας θεότητας της εθνικής θρησκείας, δεν παύει να αποτελεί ένα εξαίσιο αρχιτεκτόνημα, το οποίο εύλογα γεννά τον θαυμασμό. Το ποιητικό υποκείμενο, άλλωστε, δεν έχει τη διάθεση να στραφεί ενάντια στη διατήρηση και την προφύλαξη των μνημείων αυτών. Πρόθεσή του είναι να στηλιτεύσει την υποκρισία των κεντρικών προσώπων, τα οποία δεν διστάζουν να παρουσιάσουν μια ψευδή εικόνα για τον εαυτό τους, ξεγελώντας τους συνανθρώπους τους. Ο Καβάφης, όπως αυτό διαφαίνεται και από άλλα ποιήματά του, θεωρεί απαράδεκτη την επιλογή των ανθρώπων να συμπεριφέρονται με ανειλικρίνεια και να αποκρύπτουν την πραγματική τους ταυτότητα.
Το επίθετο «ηγεμονίσκος» με το οποίο προσδιορίζεται από το ποιητικό υποκείμενο ο Ιουλιανός έχει εν μέρει ειρωνική χροιά, εφόσον πρόκειται για ένα άτομο φιλόδοξο μεν, αλλά με μικρή ακόμη εξουσία, κι εν μέρει κυριολεκτικά προκειμένου να γίνει σαφές πως τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο Ιουλιανός δεν είχε γίνει ακόμη αυτοκράτορας. Ο Ιουλιανός, όταν επισκέπτεται την Τρωάδα, είναι ο ανιψιός του αυτοκράτορα και ανήκει, άρα, στην αυτοκρατορική οικογένεια, αλλά δεν διαθέτει πραγματική δύναμη, ώστε να έχει το περιθώριο να αποκαλύψει τις πραγματικές του θρησκευτικές αντιλήψεις και επιδιώξεις.
 
«Εκύτταζαν με πόθον και στοργήν τ’ αγάλματα –
όμως συνομιλούσανε διστακτικώς,
με υπαινιγμούς, με λόγια διφορούμενα,
με φράσεις πλήρεις προφυλάξεως,
γιατί δεν ήσαν βέβαιοι ο ένας για τον άλλον
και συνεπώς φοβούνταν να μην εκτεθούν»
 
Η εικόνα της περιήγησης στον ναό και της συνομιλίας του Ιουλιανού με τον Πηγάσιο είναι άκρως δηλωτική της επικράτησης του χριστιανισμού εκείνη την εποχή (4ος μ.Χ. αι.) και κατ’ επέκταση των πολλών προφυλάξεων που όφειλε να λαμβάνει ο μελλοντικός αυτοκράτορας, ώστε να μην αποκαλυφθούν οι ειδωλολατρικές του πεποιθήσεις. Η έμφαση με την οποία αποδίδεται από το ποιητικό υποκείμενο το κλίμα αυτό της δυσπιστίας μεταξύ των δύο προσώπων και της υπαινικτικής φύσης των μεταξύ τους συνομιλιών, αποσκοπεί στο να τονιστεί πως ο Ιουλιανός είχε πλήρη επίγνωση του βαθμού εδραίωσης της χριστιανικής θρησκείας, και, άρα, να γίνει ακόμη σαφέστερη η ανεδαφικότητα των σχεδίων του να επαναφέρει την ειδωλολατρική θρησκεία. Ο Ιουλιανός όφειλε να έχει αντιληφθεί από τα νεανικά του ήδη χρόνια πως τα όσα σχεδίαζε δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματωθούν, εφόσον ανεξάρτητα από τις δικές του απόψεις οι αντιλήψεις των πολιτών και της κοινωνίας είχαν πια αλλάξει δραστικά. Η σκέψη πως θα μπορούσε να αναβιώσει κάτι το ήδη παρωχημένο και να εξαναγκάσει τους πολίτες σ’ ένα θρησκευτικό πισωγύρισμα, φανέρωνε την απουσία πραγματικής επαφής με τις τρέχουσες αντιλήψεις και τη θέληση των πολιτών, στοιχείο εξαιρετικά ανησυχητικό, όταν χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο εξουσίας.
Ο Καβάφης στηλιτεύει σε πολλά του ποιήματα τη μάταιη προσπάθεια του Ιουλιανού να πολεμήσει μια ήδη εδραιωμένη θρησκεία, όχι γιατί ο ποιητής είναι αφοσιωμένος χριστιανός, αλλά γιατί θεωρεί αδιανόητο να δρουν οι πολιτικοί κατά τρόπο οπισθοδρομικό, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τη δυναμική των πραγμάτων και τη συνεχή αλλαγή και εξέλιξη των κοινωνικών πεποιθήσεων. Ο Ιουλιανός, επομένως, δεν μπαίνει στο στόχαστρο του ποιητή για τις θρησκευτικές του αντιλήψεις, αλλά για το γεγονός ότι διεκδίκησε την εξουσία μιας μεγάλης αυτοκρατορίας χωρίς να διαθέτει την αναγκαία για κάθε ηγέτη ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί τις κοινωνικές μεταβολές.
Ο Ιουλιανός στερείται όχι μόνο την ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες, αλλά και το θάρρος της γνώμης του, ώστε να δηλώσει εγκαίρως τις αληθινές του αντιλήψεις και να μην εμφανίζεται ως ψεύτης απέναντι στους πολίτες της αυτοκρατορίας. Το περιστατικό, πάντως, που επιλέγει ο Καβάφης, όπως και ο τρόπος με τον οποίον το δραματοποιεί, είναι ενδεικτικά της υποκρισίας που διέκρινε για χρόνια τη στάση του Ιουλιανού.
Το ενδιαφέρον του Ιουλιανού για τα αγάλματα των αρχαίων ηρώων και θεοτήτων είναι ξεκάθαρο (Εκύτταζαν με πόθον και στοργήν τ’ αγάλματα –) και αποδίδεται από τον ποιητή με όρους σχεδόν «ερωτικούς», όπως αντιστοίχως, το όλο κλίμα απόκρυψης που κυριαρχεί στη συγκεκριμένη σκηνή παραπέμπει σε αντίστοιχες προσπάθειες απόκρυψης σε ποιήματα ομοφυλοφιλικού περιεχομένου του ποιητή. Τα πρόσωπα διστάζουν να αποκαλύψουν τον θαυμασμό και την αγάπη τους για τα αρχαία αυτά αγάλματα του ναού (όμως συνομιλούσανε διστακτικώς), θέλουν, εντούτοις, να φανερώσουν κατά τρόπο έμμεσο τις απόψεις τους, προκειμένου να διαπιστώσουν αν και το άλλο πρόσωπο έχει αντίστοιχες αντιλήψεις (με υπαινιγμούς, με λόγια διφορούμενα). Οι υπαινικτικές και διφορούμενες εκφράσεις είναι αναγκαίες, πάντως, ώστε να μπορούν κατόπιν να ισχυριστούν πως τα λόγια τους παρερμηνεύτηκαν, σε περίπτωση που το άλλο πρόσωπο δεν συμμερίζεται τις δικές τους αντιλήψεις (με φράσεις πλήρεις προφυλάξεως, / γιατί δεν ήσαν βέβαιοι ο ένας για τον άλλον).
 
«ο ψεύτης Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο ψεύτης Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός.»
 
Οι καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος, που αποτελούν σε μεγάλο βαθμό επανάληψη των αρχικών στίχων, δηλώνουν με έμφαση το κύριο εκείνο χαρακτηριστικό του Ιουλιανού που ενοχλεί το ποιητικό υποκείμενο. Ο Ιουλιανός είναι ψεύτης, αφού κρύβει τις αληθινές του πεποιθήσεις και αφού υποκρίνεται πως είναι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Μια διάθεση ανειλικρίνειας, η οποία θα είχε μικρότερο κόστος, αν επρόκειτο για κάποιο άλλο πρόσωπο, έχει, όμως, μεγάλη βαρύτητα όταν αφορά έναν μελλοντικό αυτοκράτορα. Το γεγονός ότι ο Ιουλιανός υποκρίνεται πως έχει αποδεχτεί τις ισχύουσες αντιλήψεις της εποχής του, αναμένοντας τη στιγμή που θα του δοθεί η ευκαιρία, για να επιχειρήσει να τις καταλύσει, αποτελεί από μόνο του εξήγηση για την αποτυχία της βασιλείας του. Ένα πολιτικό πρόσωπο που βασίζει την άνοδό του στην εξουσία στο ψέμα και την υποκρισία, δεν μπορεί στη συνέχεια να περιμένει την υποστήριξη των πολιτών. Ως εκ τούτου, όταν αργότερα ο Ιουλιανός θα αντιμετωπίζεται με ειρωνικό και σκωπτικό τρόπο από τους πολίτες της αυτοκρατορίας, θα φέρει ακέραια την ευθύνη ο ίδιος, εφόσον προσπάθησε να τους ξεγελάσει με ψέματα.
 
Ιστορική πηγή του ποιήματος
Όπως επισημαίνει η Renata Lavagnini, το ποίημα οφείλει την έμπνευσή του στην επιστολή του Ιουλιανού με αρ. 78 στην έκδοση του Hertlein. Στη συνέχεια παρατίθεται και μεταφράζεται το σχετικό κείμενο του Ιουλιανού:
 
πε δ κληθες ες τ στρατόπεδον [p. 50] π το μακαρίτου Κωνσταντίου ταύτην πορευόμην τν δόν, π τς Τράδος ρθρου βαθέος διαναστς λθον ες τ λιον περ πλήθουσαν γοράν. δ πήντησέ μοι κα βουλομέν τν πόλιν στορεν—ν γάρ μοι τοτο πρόσχημα το φοιτν ες τ ερά—περιηγητής τε γένετο κα ξενάγησέ με πανταχο. κουε τοίνυν ργα κα λόγους, φ̓ ν ν τις εκάσειεν οκ γνώμονα τ πρς τος θεος ατόν.
Μετάφραση: Όταν, λοιπόν, κλήθηκα στο στρατόπεδο από τον μακαρίτη Κωνστάντιο ακολουθούσα αυτή τη διαδρομή, κι αφού σηκώθηκα πολύ νωρίς το ξημέρωμα έφτασα στο Ίλιον από την Τρωάδα, την ώρα που γέμιζε η αγορά. Αυτός -ο Πηγάσιος- με συνάντησε, καθώς ήθελα να εξερευνήσω την πόλη -αυτό ήταν πρόφαση για να επισκεφτώ τα ιερά- έγινε οδηγός και με ξενάγησε παντού. Άκουσε τώρα τις πράξεις και τα λόγια, από τα οποία θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως δεν ήταν εκείνος αδιάφορος προς τους θεούς.
 
ρόν στιν κτορος, που χαλκος στηκεν νδρις ν ναΐσκ βραχε. τούτ τν μέγαν ντέστησαν χιλλέα κατ τ παιθρον. ε τν τόπον θεάσω, γνωρίζεις δήπουθεν λέγω. τν μν ον στορίαν, δ ν μέγας χιλλες ντιτεταγμένος ατ πν τ παιθρον κατείληφεν, ξεστί σοι τν περιηγητν κούειν. γ δ καταλαβν μπύρους τι, μικρο δέω φάναι λαμπρος τι τος βωμος κα λιπαρς ληλιμμένην τν το κτορος εκόνα, πρς Πηγάσιον πιδν ‘Τί τατα’; επον, ‘λιες θύουσιν’; ποπειρώμενος ρέμα, πς χει γνώμης: δ ‘Κα τί τοτο τοπον, νδρα γαθν αυτν πολίτην, σπερ μες,’ φη, ‘τος μάρτυρας, ε θεραπεύουσιν’; μν ον εκν οχ γιής: δε προαίρεσις ν κείνοις ξεταζομένη τος καιρος στεία. τί δ τ μετ τοτο; ‘Βαδίσωμεν,’ φην, ‘π τ τς λιάδος θηνς τέμενος.’ [p. 52]
Μετάφραση: Υπήρχε ένα ηρώο του Έκτορα, στο οποίο στεκόταν ένας ανδριάντας σ’ ένα μικρό ναό. Σε αυτό απέναντι είχαν στήσει τον μεγάλο Αχιλλέα στον υπαίθριο χώρο. Αν έχεις δει την περιοχή, θα γνωρίζεις σίγουρα σε τι αναφέρομαι. Τη διήγηση γιατί ο μέγας Αχιλλέας είναι τοποθετημένος απέναντι σε αυτόν καταλαμβάνοντας όλον τον υπαίθριο χώρο, θα μπορέσεις να την ακούσεις από τους οδηγούς. Εγώ αντιλαμβανόμενος ότι ήταν ακόμη φωτισμένοι, θα μπορούσα σχεδόν να πω λαμπροί ακόμη, οι βωμοί και πως το άγαλμα του Έκτορα ήταν αλειμμένο για να γυαλίζει, κοίταξα προς τον Πηγάσιο και είπα: «Τι σημαίνουν αυτά; Οι κάτοικοι του Ίλιου προσφέρουν θυσίες;», σε μια προσεκτική προσπάθεια να αντιληφθώ τις απόψεις του. Εκείνος είπε: «Και γιατί να είναι παράδοξο να λατρεύουν έναν γενναίο άνδρα, δικό τους συμπολίτη, όπως εμείς τους μάρτυρες;». Η συσχέτιση δεν ήταν βάσιμη, αλλά η πρόθεση, αν ιδωθεί σε σχέση με την τότε εποχή, ήταν ανθρώπου πολιτισμένου. Τι συνέβη μετά από αυτό; «Ας βαδίσουμε», είπε, «προς τον ναό της Ιλιάδος Αθηνάς».
 
δ κα μάλα προθύμως πήγαγέ με κα νέξε τν νεών, κα σπερ μαρτυρόμενος πέδειξέ μοι πάντα κριβς σα τ γάλματα, κα πραξεν οδν ν εώθασιν ο δυσσεβες κενοι πράττειν, π το μετώπου το δυσσεβος τ πόμνημα σκιαγραφοντες, οδ σύριττεν, σπερ κενοι, ατς καθ’ αυτόν: γρ κρα θεολογία πα ατος στι δύο τατα, συρίττειν τε πρς τος δαίμονας κα σκιαγραφεν π το μετώπου τν σταυρόν.
Μετάφραση: Αυτός με πολύ μεγάλη προθυμία με οδήγησε και άνοιξε τον ναό, και σαν να αποκάλυπτε κάτι μου έδειξε όλα τα αγάλματα σε άριστη κατάσταση, και δεν έκανε όπως συνηθίζουν να κάνουν εκείνοι οι ασεβείς, που σχηματίζουν το σημάδι πάνω στο ασεβές μέτωπό τους, ούτε έκανε συριγμό μόνος του, όπως εκείνοι. Γιατί η απόλυτη θεολογία εκείνων είναι αυτά τα δύο, ο συριγμός προς τους δαίμονες και το να σχηματίζουν το σύμβολο του σταυρού στο μέτωπο.
 
Δύο τατα πηγγειλάμην επεν σοι: τρίτον δ λθν π νον οκ ομαι χρναι σιωπν. κολούθησέ μοι κα πρς τ χίλλειον ατός, κα πέδειξε τν τάφον σον: πεπύσμην δ κα τοτον π̓ ατο διεσκάφθαι. δ κα μάλα σεβόμενος ατ προσει.
Μετάφραση: Αυτά τα δύο είχα υποσχεθεί να σου πω, αλλά κι ένα τρίτο ήρθε στη σκέψη μου, το οποίο δεν νομίζω πως πρέπει να το αποσιωπήσω. Με ακολούθησε ο ίδιος και στον ναό του Αχιλλέα και μου έδειξε τον τάφο σε καλή κατάσταση. Είχα πληροφορηθεί όμως πως και αυτός από εκείνον είχε ανασκαφεί. Το είχε όμως προσεγγίσει με μεγάλο σεβασμό.
 
Ιουλιανός
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, ο γνωστός και ως Παραβάτης ή Αποστάτης, υπήρξε αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 361 ως το 363 μ.Χ.. Γεννήθηκε το 331 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, ο δε πατέρας του Ιούλιος Κωνστάντιος ήταν ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Κωνσταντίνου και αμφιθαλής αδελφός της Κωνσταντίας. Η μητέρα του Βασιλίνα καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν συγγενής του αρειανόφρονα επισκόπου Νικομηδείας Ευσέβιου. Ο Ιουλιανός έχασε τη μητέρα του λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, τη δε παιδική μόρφωσή του ανέλαβε αργότερα (338 μ.Χ.) ο Σκύθης ευνούχος Μαρδόνιος, που ήταν παιδαγωγός και της μητέρας του. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (337 μ.Χ.) δολοφονήθηκε και ο πατέρας του στα πλαίσια της συνωμοσίας των αυλικών για την εξόντωση όλων των συγγενών εκ πλαγίου του Κωνσταντίνου του Χλωρού. Η συνωμοσία οργανώθηκε με την ενθάρρυνση ή τουλάχιστον την ανοχή του Κωνσταντίου, πρωτότοκου γιου και διαδόχου του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ο θείος του Ιουλιανού, μητροπολίτης Νικομήδειας Ευσέβιος, έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη μόρφωση του Ιουλιανού. Από τη συνωμοσία διασώθηκε και ο μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός του Γάλλος, αλλά οι δύο ανήλικοι αδελφοί ζούσαν με το άγχος της απειλής εναντίον της ζωής τους. Αρχικά οι δύο αδελφοί εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στη Νικομήδεια, αμέσως δε μετά τον θάνατο του Ευσέβιου (342 μ.Χ.) απεστάλησαν στο φρούριο Μάκελλον της περιοχής Καισάρειας της Καππαδοκίας, όπου ο Ιουλιανός βαπτίστηκε χριστιανός και χειροτονήθηκε στο αξίωμα του αναγνώστη. Κατά τη διαμονή του στο Μάκελλον πρέπει να γνώρισε τους συνομήλικούς του Μέγα Βασίλειο και Γρηγόριο τον Θεολόγο, όπως επίσης και τον αρειανόφρονα μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Γρηγόριο, ο οποίος του προμήθευε φιλολογικά και θεολογικά βιβλία. Η συνεχής μελέτη ήταν μια χρήσιμη επιλογή για τις δύσκολες στιγμές, αφού ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος παρακολουθούσε κάθε δραστηριότητα των δύο αδελφών. Το 348 ο  Γάλλος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το αυτοκράτορα, τον συνόδευσε δε και ο Ιουλιανός, ο οποίος αξιοποίησε την τριετία αυτή (348-351) για τη συμπλήρωση της μόρφωσής του. Παρακολούθησε τα μαθήματα των ρητόρων Νικοκλή και Εκηβόλιου. Σύντομα όμως αναγκάστηκε να εγκατασταθεί και πάλι στη Νικομήδεια (351-354 μ.Χ.).
Κατά την περίοδο αυτή επιθυμούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Εθνικού σοφιστή Λιβάνιου, που αναγνωριζόταν ως ο κύριος εκπρόσωπος της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, αλλά ο αυτοκράτορας απαγόρευσε αυστηρά την πραγματοποίηση της επιθυμίας του αυτής. Ο Ιουλιανός όμως πέτυχε να εξασφαλίσει αντίγραφα των μαθημάτων του Λιβάνιου από τους μαθητές του και έζησε με απόλυτο τρόπο τη νεανική αυτή πνευματική εμπειρία, η οποία του καλλιέργησε τον θαυμασμό για την κλασική ελληνική διανόηση και για τα πρότυπα του αρχαίου ελληνικού βίου. Κατά την περίοδο αυτή έγινε σαφέστερη η ευαισθησία του για τον Νεοπλατωνισμό, επιδίωξε δε την πνευματική επικοινωνία με τον γέροντα θεουργό Αιδέσιο, μαθητή του Ιαμβλίχου, και με τον Νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο τον Εφέσιο.
Η προσκύνηση του τάφου του Αχιλλέως στην Τρωάδα δηλώνει την πνευματική κατεύθυνση του Ιουλιανού, ο οποίος μυήθηκε στα μυστήρια του θεουργικού Νεοπλατωνισμού για να δηλώσει την οριστική απομάκρυνσή του από τον χριστιανισμό. Το 351 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι περίπου ετών, αναλαμβάνει τη διαχείριση των κτημάτων του, τα οποία είχαν κατασχεθεί, και αισθάνεται περισσότερο ελεύθερος, παρά τη στενή επιτήρηση του αυτοκράτορα Κωνστάντιου. Οπωσδήποτε συνέχισε τη μελέτη και την εμπειρική σχέση με την αρχαία ελληνική θρησκεία, αλλά το 354 μ.Χ. φονεύθηκε με διαταγή του αυτοκράτορα ο ετεροθαλής αδελφός του Γάλλος, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί Καίσαρας (351 μ.Χ.) και είχε αναλάβει διοικητικές ευθύνες. Ο Ιουλιανός κλήθηκε στα Μεδιόλανα από τον καχύποπτο αυτοκράτορα και παρέμεινε απομονωμένος για έξι μήνες σε προάστιο των Μεδιολάνων. Κατά την περίοδο της απομόνωσης εκδηλώθηκε πληρέστερα η αμεσότητα του κινδύνου για την ίδια τη ζωή του. Ωστόσο, με τη μεσολάβηση της συζύγου του Κωνστάντιου Ευσεβίας, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και συμπαθούσε τον Ιουλιανό, αυτός αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Ανατολή. Τότε επισκέφτηκε την Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα του Προαιρεσίου και του Ιμερίου και συνάντησε πάλι τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Το 355 μ.Χ., χάρη στο συνεχές ενδιαφέρον της Ευσεβίας, προσκλήθηκε πάλι από τον αυτοκράτορα στα Μεδιόλανα, όπου τιμήθηκε με το αξίωμα του Καίσαρα, νυμφεύθηκε την αδερφή του αυτοκράτορα Ελένη και ανέλαβε την αρχηγία των στρατευμάτων της Γαλατίας, με σκοπό την εξουδετέρωση των καταστρεπτικών επιδρομών των διαφόρων γερμανικών φύλων, ιδιαίτερα δε των Φράγκων και των Αλαμανών.
Ο νεαρός καίσαρας επέδειξε εξαιρετικές αφομοιωτικές ικανότητες και μοναδική στρατιωτική δραστηριότητα. Ως έδρα του είχε τη μικρή, τότε, πόλη του Παρισιού, που περιοριζόταν στη νησίδα του Σηκουάνα, αλλά οργάνωσε άριστα τον έλεγχο των βαρβαρικών φύλων και έθεσε ως στόχο τη δυναμική εξουδετέρωση της απειλής στην εστία της. Διενήργησε αλλεπάλληλες εκστρατείες εναντίον των Αλαμανών και των Φράγκων (356 .Χ.) για να τους απωθήσει από την αριστερή όχθη του Ρήνου. Με αλλεπάλληλες νίκες απομάκρυνε τους βαρβάρους, κατέλαβε την Κολωνία Αγριππίνα και απελευθέρωσε χιλιάδες αιχμαλώτους. Στην περίφημη μάχη του Αργεντοράτου (Στρασβούργου) νίκησε τον στρατό των ενωμένων αλαμανικών φύλων, που τον διοικούσαν επτά ηγεμόνες (Αύγουστος 357), αποφάσισε δε να απομακρύνει τα γερμανικά φύλα και από τη δεξιά όχθη του Ρήνου, ώστε ο ποταμός να παραμείνει ελεύθερος. Με συνεχείς νίκες εναντίον των γερμανικών φύλων πραγματοποίησε τον στόχο του και τα υποχρέωσε όχι μόνο να απελευθερώσουν και τον τελευταίο αιχμάλωτο, αλλά και να αποκαταστήσουν όλες τις καταστροφές που προκάλεσαν με τις επιδρομές τους στα φρούρια και στις πόλεις των Ρωμαίων.
Παράλληλα επιδόθηκε με ζήλο στην αναδιοργάνωση της Γαλατίας με διοικητικές μεταρρυθμίσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές παροχές, οι οποίες έγιναν δεκτές μεν από τον λαό με ενθουσιασμό, αλλά προκάλεσαν τη δυσφορία των ανθρώπων του αυτοκράτορα. Ωστόσο ο Ιουλιανός δεν επιθυμούσε ή δεν ήταν ακόμη έτοιμος για μια ανοιχτή σύγκρουση με τον αυτοκράτορα. Στη Γαλατία έζησε πληρέστερα τα νεανικά του οράματα για την αποκατάσταση της εθνικής θρησκείας και συνδέθηκε περισσότερο με τη λατρεία του Ηλίου, για την οποία είχαν δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία οι άμεσοι πρόγονοί του Κωνστάντιος ο Χλωρός και Μέγας Κωνσταντίνος.
Είχε συνεχή επικοινωνία με την Ευσεβία, που του έστελνε τα αναγκαία βιβλία, και με ευρύ κύκλο φίλων και ομοϊδεατών του της Ανατολής από τους οποίους μάθαινε κάθε σχετική με τα ενδιαφέροντά του είδηση. Παράλληλα με τις εκστρατείες επιδόθηκε με ζήλο στη συνεχή μελέτη φιλοσοφικών έργων. Αξιοποίησε τους λογίους της περιοχής με επικεφαλής τον περίφημο νομομαθή Σαλλούστιο, ενώ έβρισκε τον αναγκαίο χρόνο να επιδίδεται στη συγγραφή. Έγραψε λογική πραγματεία Περί των τριών σχημάτων και στρατιωτικό δοκίμιο με τίτλο Τα μηχανήματα.
Οι επιτυχίες του σε όλα τα επίπεδα ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση και τις φιλοδοξίες του, αλλά αυτές δεν εκδηλώθηκαν μέχρι τον θάνατο της Ευσεβίας (359 μ.Χ.). Ο θάνατός της είναι καθοριστική στιγμή για τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, ο οποίος άφησε πάλι ελεύθερη την καχυποψία του για τον δυναμικό Καίσαρα. Η απόφαση του Κωνσταντίου να ζητήσει την αποστολή στρατιωτικών τμημάτων από τη Γαλατία στην Ανατολή για να χρησιμοποιηθούν στους πολέμους εναντίον των Περσών προκάλεσε την αντίδραση τόσο των Γαλατών, που έχαναν την αναγκαία στρατιωτική προστασία, όσο και του στρατού, που δεν επιθυμούσε να μετακινηθεί στην Ανατολή. Η υπόθεση ότι ο Κωνστάντιος ζήτησε στρατιωτικές ενισχύσεις για να αποδυναμώσει τον Ιουλιανό δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά η πρωτοβουλία αυτή διευκόλυνε τις φιλοδοξίες του Ιουλιανού. Ο Ιουλιανός ανακηρύχθηκε από δύο στρατιωτικά τάγματα Αύγουστος στο Παρίσι και ζήτησε από τον Κωνστάντιο την αναγνώριση του τίτλου.
Η άρνηση του Κωνσταντίου και η πιθανή κινητοποίηση των γερμανικών φύλων δεν εμπόδισαν τον Ιουλιανό να προετοιμάσει την εφαρμογή των ευρύτερων φιλόδοξων σχεδίων του. Συνέχισε τις επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των γερμανικών φύλων (360-361 μ.Χ.) και, αφού συμβουλεύθηκε τους φίλους του και τους εθνικούς θεούς με μυστηριακές τελετουργίες και θυσίες, πέρασε τον Ρήνο με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη (361). Στρατοπέδευσε στη Ναϊσσό, γενέτειρα της δυναστείας, και με επιστολές προς τις πόλεις εξηγούσε τους λόγους της κίνησής του. Το Ιλλυρικό και η Ιταλία υποτάχθηκαν στην εξουσία του, ενώ ο Κωνστάντιος βρισκόταν ακόμη στο μέτωπο εναντίον των Περσών. Ο θάνατος του Κωνσταντίου (3 Νοεμβρίου 361) κατά την επιστροφή από το περσικό μέτωπο άφησε ελεύθερο πλέον το πεδίο στον Ιουλιανό, ο οποίος εισήλθε χωρίς δυσκολίες στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό (11 Δεκεμβρίου 361). Ο ίδιος μετέφερε το σώμα του Κωνσταντίου από το λιμάνι στον ναό των Αγίων Αποστόλων για να ενταφιαστεί κοντά στον τάφο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έβλεπε δε τα οράματά του να πλησιάζουν στην πραγματοποίησή τους.
Απόλυτος κύριος της κατάστασης, οργάνωσε το στενό επιτελείο του και επιδόθηκε στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τους ευρύτερους θρησκευτικούς στόχους του. Ο Σαλλούστιος ορίστηκε έπαρχος του πραιτωρίου και ανέλαβε την αποστολή της συνοπτικής δικαστικής διαδικασίας για την αυστηρή τιμωρία των δολοφόνων του πατέρα του Ιουλιανού και των υπερασπιστών του προηγούμενο καθεστώτος. Αναδιοργάνωσε τις υπηρεσίες του παλατιού, στελέχωσε τις δημόσιες θέσεις με ομοϊδεάτες και φίλους του, αναμόρφωσε την εθιμοτυπία και, τελικά, διακήρυξε την αποκατάσταση της εθνικής θρησκείας (362 μ.Χ.). Με διάταγμα καθιερώθηκε η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας, οι κλεισμένοι ειδωλολατρική ναοί ανοίχθηκαν, οι δημευμένες περιουσίες τους επιστράφηκαν και η ειδωλολατρική λατρεία ενθαρρύνθηκε με κάθε πρόσφορο μέσο.
Οι χριστιανοί απομακρύνθηκαν από τα υψηλά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Ο Ιουλιανός αντικατέστησε με εθνικά σύμβολα τα χριστιανικά και προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποδυναμώσει την Εκκλησία. Για τον σκοπό αυτό ανακάλεσε από την εξορία όλους τους ηγέτες των διαφόρων θεολογικών τάσεων, με την ελπίδα ότι θα αναρριπιστούν οι εσωτερικές διαμάχες και θα χαλαρώσει η εσωτερική ενότητα των χριστιανών, ενώ ενθάρρυνε τη δυναμική ενεργοποίηση των Εβραίων στην πολεμική εναντίον του χριστιανισμού. Με τρία διατάγματα απέκλεισε τους χριστιανούς όχι μόνο από το δικαίωμα διδασκαλίας, αλλά και από το δικαίωμα μαθητείας στα αναδιοργανωμένα σχολεία της αυτοκρατορίας. Πολλοί καθηγητές παραιτήθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να οργανώσουν δικά τους σχολεία με δικά τους διδακτικά βιβλία, αφού είχε απαγορευτεί στους χριστιανούς να χρησιμοποιούν στη διδασκαλία, ως διδακτικά, κείμενα της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Οι δύο Απολλινάριοι, πατέρας και υιός, εργάστηκαν με ζήλο για τη δημιουργία των προϋποθέσεων χριστιανικών διδακτικών εγχειριδίων για τα γλωσσικά μαθήματα, η δε προσπάθεια αυτή ενισχύθηκε με την προσφορά και των μεγάλων πατέρων του 4ου αιώνα (Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου κ.λπ.).
Ο Ιουλιανός εμφανίστηκε ως ο δυναμικός θρησκευτικός και πνευματικός μεταρρυθμιστής της αυτοκρατορίας, με απόλυτο στόχο την αναβίωση της εθνικής θρησκείας και του «Ελληνισμού». Η ενοθεϊστική θρησκειακή του σύνθεση είχε θεό μιθραϊκό, θεολογία νεοπλατωνική και οργάνωση χριστιανική, ενώ διατήρησε πολλά στοιχεία του ειδωλολατρικού πανθέου. Ο βασιλεύς Ήλιος ήταν ο υπέρτατος θεός, η ελληνική φιλοσοφία ήταν η πνευματική υποδομή της νέας θρησκείας και η ειδωλολατρική λατρεία η μόνη παραδεκτή διάπλαση των ηθών. Από τους Εθνικούς Έλληνες συγγραφείς είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στον Πυθαγόρα, στον Πλάτωνα και στον Ιάμβλιχο, ενώ απέρριπτε τον Επίκουρο και τον Πύρρωνα. Διατήρησε το ειδωλολατρικό τελετουργικό των θυσιών και τις θεουργίες, καθόρισε δε στο ιερατείο ευρύτερα διδακτικά και τελετουργικά καθήκοντα, ενώ μεμφόταν τους χριστιανούς για την πίστη τους. Ωστόσο, είχε βαθιά γνώση του χριστιανισμού και μεγάλο θαυμασμό για την κοινωνική αλληλεγγύη των χριστιανών.
Ο ενθουσιασμός του Ιουλιανού για την αναβίωση της αρχαίας εθνικής θρησκείας με στήριγμα την ελληνική φιλοσοφία ήταν όμως ανεδαφικός, γιατί ήταν πλέον αδύνατη η ανάσχεση της ευρύτατης κοινωνικής επιρροής του χριστιανισμού. Η γαλατική εμπειρία ήταν τελείως ξένη στην Ανατολή, όπου όλες οι κοινωνικές δομές είχαν διαποτιστεί από τον χριστιανισμό.
Οι αποδοκιμασίες και οι διώξεις εναντίον των χριστιανών και τα συμβούλια των Εθνικών λογίων δεν έβρισκαν απήχηση σε μια κοινωνία που ζούσε με το περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος. Ο ίδιος απέκτησε σαφέστερη αντίληψη του πράγματος κατά την εκστρατεία εναντίον των Περσών, την οποία οργάνωσε με κέντρο την Αντιόχεια. Οι προηγούμενες εμπειρίες του στη Μικρά Ασία και στον Πόντο ήταν απογοητευτικές, ολοκληρώθηκαν δε με τις τραγικές στιγμές που έζησε στην Αντιόχεια. Οι Αντιοχείς αντιμετώπισαν με ειρωνική διάθεση και σκωπτικό πνεύμα τον ανεδαφικό ρομαντισμό του αυτοκράτορα, ο οποίος επιθυμούσε να ξαναζωντανέψει τη νεκρή λατρεία του Απόλλωνος στο προάστιο της Δάφνης, όπου υπήρχε και ο περίφημος εγκαταλελειμμένος ναός. Η οργάνωση θεαματικής τελετής θυσίας με προσφέροντα τον ίδιο τον αυτοκράτορα επιβεβαίωσε τη σκληρή για τα οράματά του πραγματικότητα. Στον βωμό τον ανέμενε μόνο ένας ιερέας με μια χήνα, ως σφάγιο για τη θυσία, σε μια παγωμένη από τη νεκρική σιγή ατμόσφαιρα. Η ευνόητη απογοήτευση του αυτοκράτορα δεν άφηνε περιθώρια για ενθουσιαστικές αναζητήσεις. Οι Αντιοχείς συνόδευαν κάθε εμφάνισή του με ειρωνικά για το πρόσωπο και για τις θρησκευτικές του αντιλήψεις σχόλια, τα οποία εκείνος αντιπαρερχόταν συνήθως με φιλοσοφική απάθεια.
Η ολοκλήρωση της προετοιμασίας της εκστρατείας συνδυάστηκε με το πρότυπο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή. Με αλλεπάλληλες νίκες εναντίον των Περσών έφτασε μέχρι την Κτησιφώντα, την οποία ωστόσο δεν θεώρησε σκόπιμο να καταλάβει. Τελικά, αποφάσισε να κινηθεί προς το συμμαχικό βασίλειο της Αρμενίας, διαπεραιώθηκε στην αριστερή όχθη του Τίγρη, κατέστρεψε τον στόλο, που δεν μπορούσε να πλεύσει αντίθετα στο ρεύμα, και κατευθύνθηκε προς την Αρμενία. Ωστόσο, κατά την επιστροφή πληγώθηκε από δόρυ αγνώστου σε αψιμαχίες με τις διασκορπισμένες περσικές δυνάμεις (26 Ιουνίου 363 μ.Χ.). Στη σκηνή του και περιτριγυρισμένος από το επιτελείο του αφιέρωσε τις τελευταίες ώρες του σε έναν διάλογο για την αθανασία της ψυχής με τους φιλοσόφους Μάξιμο και Πρίσκο. Το όραμά του έσβηνε μαζί με τη δική του ζωή.
Ο Ιουλιανός, που χαρακτηρίστηκε «Μέγας» από τους Εθνικούς, αποδοκιμάστηκε από τους χριστιανούς ως «Αποστάτης» ή «Παραβάτης», αλλά δεν καταδικάστηκε με σκληρό τρόπο στη μνήμη της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, όπως συνέβη στη Δύση. Ο σεβασμός της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας, στην οποία ο Ιουλιανός στήριξε το όλο μεταρρυθμιστικό έργο, δεν ήταν απόβλητη από τη χριστιανική παράδοση, ο δε Ιουλιανός κατανοήθηκε μέσα από την εύλογη για τον 4ο αιώνα διαλεκτική μεταξύ χριστιανισμού και ελληνισμού.
 
[Οι ιστορικές πληροφορίες για τον Ιουλιανό έχουν αντληθεί από την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica]
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...