Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Να μείνει»
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως
διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο
αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν
ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά
του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα
ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης έχει τονίσει πως
αποφεύγει να συνθέτει ποιήματα υπό την άμεση εντύπωση και επίδραση μιας
εμπειρίας, και πως προτιμά να αφήνει το χρόνο να περνά προτού να καταγράψει
στους στίχους του στοιχεία ενός προσωπικού βιώματος, προκειμένου αφενός να
αποδοθεί αυτό με πιο αντικειμενικό τρόπο κι αφετέρου να έχει διασφαλιστεί πως
επρόκειτο για μια εμπειρία ουσιαστική που άφησε κάτι το διαρκές στην ψυχή του
κι όχι ένα δευτερεύον περιστατικό που επρόκειτο να λησμονηθεί λίγο μετά.
Στο ποίημα «Να μείνει» ο Καβάφης
καταγράφει μετά από 26 χρόνια μια ερωτική εμπειρία του νεανικού του βίου, η
οποία με την ένταση που κατορθώνει ακόμη και μετά από τόσο καιρό να ξυπνά μέσα
του κρίνεται άξια να διασωθεί και να διαφυλαχθεί στο ποιητικό του έργο.
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού∙
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως
διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο
αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Ο ποιητής ανασυνθέτει το σκηνικό της
ερωτικής εκείνης εμπειρίας, παρέχοντας στον αναγνώστη τις αναγκαίες
λεπτομέρειες προκειμένου να μπορεί να διαμορφώσει μια νοητή εικόνα του
περιβάλλοντος χώρου και του συναισθηματικού κλίματος εκείνης της νύχτας.
Η ώρα περασμένη -μία ή μιάμιση- κι ο
ποιητής με το αγαπημένο του πρόσωπο βρίσκονται σε μια ταβέρνα πίσω από ένα
ξύλινο χώρισμα. Το μαγαζί πέρα από αυτούς τους δύο δεν έχει κανέναν άλλο
πελάτη. Είναι σχετικά σκοτεινό, αφού το φωτίζει μόλις μια λάμπα πετρελαίου, ενώ
ο υπηρέτης του μαγαζιού έχει αποκοιμηθεί, εξαντλημένος από το ξενύχτι. Οι
συνθήκες, άρα, είναι ευνοϊκές, καθώς έχουν το μαγαζί σχεδόν στη διάθεσή τους,
αν εξαιρεθεί η παρουσία του κοιμισμένου υπηρέτη.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Ξέρουν ότι δεν θα τους έβλεπε κανείς
στο άδειο μαγαζί, ό,τι κι αν ήθελαν να κάνουν, αλλά αυτό δεν έχει πια ιδιαίτερη
σημασία, αφού έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο ερωτικής έξαψης, ώστε δεν έχουν
πλέον τη σκέψη τους στο να προφυλαχθούν από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ό,τι προέχει
είναι η ικανοποίηση του ερωτικού τους πόθου κι όχι το να τηρήσουν τα προσχήματα
ή το να σκεφτούν τι θα μπορούσε να συμβεί αν γίνουν αντιληπτοί.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν
ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Έχουν αρχίσει να αγγίζουν ο ένας τον
άλλο και να ανοίγουν τα ρούχα τους, έχοντας αφεθεί σ’ εκείνη την ερωτική
επιθυμία κι εκείνον τον ερεθισμό του σώματος, που δε λογαριάζει τίποτε άλλο
πέρα από την ανάγκη για την ερωτική ικανοποίηση. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ήταν
Ιούλιος κι ο καιρός ήταν πολύ ζεστός, εξυπηρετούσε στο να απαλλαγούν από του
ρούχα τους, αφού αυτά ήταν ελάχιστα ούτως ή άλλως.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα∙
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά
του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε∙ και τώρα
ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
Τα πρώτα χάδια, η πρώτη ερωτική
απόλαυση ξεκινά ενώ τα ρούχα είναι ακόμη μισοανοιγμένα, και οδηγεί βέβαια
γρήγορα στο πλήρες ξεγύμνωμα της σάρκας τους, προκειμένου να εκπληρώσουν
καλύτερα την ερωτική τους επιθυμία και να νιώσουν ελεύθερα ο ένας το σώμα του
άλλου. Μια ερωτική εμπειρία κι ένα τόσο εξαίσιο γύμνωμα της σάρκας που το
ίνδαλμά του, η ιδεατή του εικόνα -ίσως κάπως εξιδανικευμένη από το πέρασμα του
χρόνου-, διάβηκε 26 χρόνια και ήρθε για να μείνει μέσα στην ποίηση αυτή,
κερδίζοντας μια διαχρονική θέση στα αυτοβιογραφικά εκείνα περιστατικά που ο
ποιητής θέλησε να διασώσει και να αποθεώσει με την άριστη τέχνη του.
Ένα περιστατικό που θα μπορούσε εύκολα
να λησμονηθεί, αφού δεν είναι παρά μια πολύ προσωπική εμπειρία του ποιητή,
αναβαπτίζεται μέσω του ποιητικού λόγου και αποκτά την αυτόνομη και
αδιαμφισβήτητη αξία ενός έργου τέχνης. Τώρα πια δεν είναι μια απλή ερωτική
εμπειρία, αλλά πολύ περισσότερο μια ποιητική εικόνα, έξοχα δοσμένη που
κατορθώνει να αποπνέει με κάθε νέα ανάγνωση τον ερωτισμό και την έξαψη εκείνης
τα βραδιάς που πύρωνε ο θείος Ιούλιος μήνας.